ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΩΤΗΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ (Δικηγόρος, καθηγήτρια law and ethics σε ANT-1 Medialab). To έγκλημα της παραβίασης τηλεφωνικού απορρήτου
Το έγκλημα της «παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας» – άρθρο 370Α ΠΚ.
Όταν αποφάσισα να συμμετάσχω σε αυτή την κουβέντα για την προστασία του απορρήτου, το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι ακούγεται ειρωνικό να μιλάμε για «απόρρητο» και «διαφύλαξή» του, στην εποχή των απειράριθμων κοινωνικών δικτύων με την εκτεταμένη και εκούσια έκθεση προσωπικών και ιδιωτικών δεδομένων και στιγμών… Όπως φαίνεται όμως, η επίκαιρη πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Νομοτυπικά.
Αλλά, ας ξεκινήσουμε με τα νομοτυπικά της διάταξης που έχω να σας παρουσιάσω:
Ανήκει στο κεφάλαιο του ΠΚ περί τις «προσβολές ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας». Προστατεύει ατομικό έννομο αγαθό – με συνταγματική θεμελίωση στα άρθρα 2 και 19 του Συντάγματος, αλλά όχι λιγότερο και στο 9Α. Δεν είναι μόνο το όριο στην παραβίαση του δικαιώματος στο απόρρητο, ως διαφύλαξη της ιδιωτικής και προσωπικής ζωής, αλλά πρωτίστως (ως προς τη συνταγματική βαρύτητα) στην Αρχή διαφύλαξης της Αξίας του ανθρώπου, από όπου πηγάζει και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Πρόκειται για πλημμέλημα (σε όλες τις εκφάνσεις της αξιόποινης συμπεριφοράς).
Μέχρι την ισχύ του νΠΚ , η διάταξη του 370Α, σε όλες τις εκφάνσεις αξιόποινης συμπεριφοράς (θα δούμε πιο κάτω αναλυτικά καθεμιά), επεφύλασσε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (5 έως 10 έτη). Κατά την εισηγητική έκθεση του νέου ΠΚ «… επιχειρήθηκε γενικά ο εξορθολογισμός των απειλούμενων ποινών που είχαν επαυξηθεί με το Ν.3674/2008 κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας…».
Διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, αφού για τη δίωξη των εγκλημάτων των άρθρων 370Β και 370Γ, υπάρχει ρητή μνεία ότι απαιτείται έγκληση. Αυτό σημαίνει ότι δεν απαιτείται ο υφιστάμενος την προσβολή να απευθυνθεί ο ίδιος στη δικαιοσύνη για προστασία , αλλά αρκεί η οιαδήποτε noititio criminis για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της δικαιοσύνης: ο αρμόδιος κατά νόμον για τη δίωξη κάθε εγκλήματος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, δικαιούται (και οφείλει) να διατάξει προκαταρκτική εξέταση για κάθε «πληροφορία» που ήθελε υποπέσει στην αντίληψή του σχετικά με παραβίαση της διάτραξης.
Μορφές αξιόποινης συμπεριφοράς που περιλαμβάνονται στη διάταξη:
(Α) Παγίδευση ή Παρέμβαση (σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών)- παρ.1. Ως «παγίδευση» ορίζεται η χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου σε άμεση επαφή με την τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή. – Δεν περιλαμβάνεται ο δια φυσικής παρουσίας ωτακουστής (λαθροακουστής) της συνομιλίας, κατά την μάλλον περισσότερο αποδεκτή (θεωρητικά και νομολογιακά) ερμηνεία της διάταξης.
Όλες οι πιο πάνω συμπεριφορές είναι αξιόποινες όταν είναι «αθέμιτες» : δηλαδή γίνονται Με άγνοια των συνομιλητών Και Χωρίς δικαίωμα (λ.χ. βάσει διατάξεως νόμου – ή μετά από νόμιμη άρση απορρήτου στο πλαίσιο δίωξης εγκλήματος) ή Χωρίς συναίνεση (λ.χ. συναίνεση υπάρχει όταν οι συνομιλητές ενημερωθούν και δηλώσουν ότι αποδέχονται). Περί αυτών, και κατωτέρω, στο κεφάλαιο περί αυτοτελούς ισχυρισμού.
Η υποκειμενική υπόσταση περιλαμβάνει άμεσος δόλο: γνώση (ότι πρόκειται για τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ τρίτων) και βούληση (παγίδευσης ή επέμβασης σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή) και σκοπό («υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση»): η πληροφόρηση ή αποτύπωση της συνομιλίας τρίτων.
(Β) Παρακολούθηση (με ειδικά τεχνικά μέσα) ή αποτύπωση (σε υλικό φορέα) προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων ή (αποτύπωση σε υλικό φορέα) μη δημόσιας πράξης άλλου – παρ.2, η οποία εννοείται ως αθέμιτη (επίσης).
Το καινούριο (σε σχέση με τον πΠΚ) εδώ, είναι ότι η παράνομη πράξη αφορά σε παρακολούθηση προφορικής συνομιλίας μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια. Και πάλι, δεν φαίνεται να περιλαμβάνει ως δράστη εκείνον που βρίσκεται στο χώρο και λαμβάνει γνώση της συνομιλίας εκ του γεγονότος της φυσικής του παρουσίας.
Νομολογιακή ερμηνεία (ΑΠ 1026/2008):
Κατά την έννοια αυτής της διατάξεως που θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2παρ.1, 5παρ.1, 9Α και 19 του Συντάγματος, για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, η απαγόρευση τής με τεχνικά μέσα μαγνητοσκοπήσεως αθεμίτως, αφορά πράξεις ή εκδηλώσεις της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους- διαφορετικά δεν τελείται το αδίκημα.
(Γ) Χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα που αυτή έχει αποτυπωθεί – παρ. 3 η οποία πρέπει να είναι αθέμιτη (επίσης).
Το «θεμιτόν» ως αυτοτελής ισχυρισμός.
Κατά την εισηγητική έκθεση του νΠΚ «με βάση την παραδοχή ότι «απόλυτη προστασία της ιδιωτικότητας στις μεταξύ ισότιμων πολιτών σχέσεις θα σήμαινε ενδεχομένως να τεθεί σε κίνδυνο η προσωπική ελευθερία και η τιμή (και όχι μόνο αυτά τα αγαθά) ενός άδικα κατηγορουμένου, για να προστατευθεί η ιδιωτικότητα ενός συκοφάντη ψευδομηνυτή» ορίζεται ότι η χρήση πληροφορίας ή υλικού φορέα επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί με τρόπο που συνιστά παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας ή προφορικής συνομιλίας πρέπει να γίνει αθέμιτα. Απόκειται στο δικαστήριο ή την ανακριτική αρχήν να κρίνει αν συντρέχει λόγος που αίρει το άδικο, ιδίως αν πρόκειται για το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα του κατηγορουμένου. Το στοιχείο αυτό απαιτείται και για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 (ΣυμβΑΠ 1622/2005, ΑΠ 42/2004)».
Επομένως, κατά τη βούληση του νομοθέτη, όπως αυτή εκφράζεται στην εισηγητική έκθεση, σε όλες τις μορφές συμπεριφοράς, η πράξη του δράστη είναι αξιόποινη, μόνο εφόσον είναι αθέμιτη, υπό την έννοια ότι το αθέμιτο της παγιδεύσεως ή της παρεμβάσεως προκύπτει από την ίδια την παγίδευση ή την παρέμβαση (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΠΚ, 2020)
Εάν, λοιπόν, ο κατηγορούμενος επικαλείται το «θεμιτόν» της συμπεριφοράς του, στην πραγματικότητα επικαλείται «λόγο άρσης του αδίκου». Αυτό σημαίνει ότι η επίκληση πρέπει να γίνει υπό τους (δικονομικούς) όρους της προβολής αυτοτελούς ισχυρισμού, δηλαδή, από απόψεως τυπικής, απαιτείται:
Ο κατηγορούμενος να αποδεικνύει παραχρήμα τη βασιμότητά του (ως εξαίρεση από τον κανόνα) και Το δικαστήριο να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την τυχόν απόρριψή του – για να συνοψίσω τις (καθιερωμένες πλέον νομολογιακά και θεωρητικά) προϋποθέσεις.
Περαιτέρω, για να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή η άρση του αδίκου, θα πρέπει να πρόκειται για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Και, επειδή το αξιόποινον των πιο πάνω συμπεριφορών εδράζεται στα άρθρα 2παρ.1, 9παρ.1, 19 Συντάγματος και 8 ΕΣΔΑ (δια των οποίων προστατεύεται η ιδιωτικότητα των συνομιλιών ως προς την έκφραση διαλογισμών, ειδήσεων, εκφράσεων, γνωμών, απόψεων που εμπεριέχουν το στοιχείο της εμπιστευτικότητας και ιδιωτικότητας), για να αρθεί το άδικο απαιτείται να πρόκειται για προστασία συνταγματικά υπέρτερων εννόμων αγαθών (λ.χ. ανθρώπινη ζωή) – βλ. Μ.Μαργαρίτη, ό.π. (και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που προτείνει ο κατηγορούμενος για την απόδειξη της αθωότητάς του).
Νόμιμη άρση του απορρήτου.
Τέλος, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η περίπτωση που αίρεται το άδικο πράξεων υποκλοπής, με (δηλαδή, υπό τον όρο ότι τηρούνται) τις εγγυήσεις της δικαστικής αρχής (αίτημα ανακριτή ή εισαγγελέα και διάταξη αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου), αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου (ν. 2225/1994 με τις τροποποιήσεις του έως σήμερα):
Α) για λόγους εθνικής ασφάλειας – (ως τέτοια θεωρείται η προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων , η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και η προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας, (Σπ. Βλαχόπουλος, συλλογικό έργο, Θεμελιώδη Δικαιώματα). –
{Ενδιαφέρον έχει εδώ το ζήτημα εάν πρέπει ή όχι να ενημερώνεται, και σε ποιο χρονικό σημείο, ο φορέας του απόρρητου για την άρση αυτού. Θεωρώ ότι η ενημέρωση αυτή είναι αυτονόητη στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, όπου τα ατομικά δικαιώματα (όπως αυτό του απορρήτου, που προβλέπεται στο ά.19 Συντ.) ισχύουν έναντι τόσο των λοιπών πολιτών όσο και έναντι της πολιτείας! Εξάλλου, φρονώ ότι με όρους ποινικής δικονομίας, ο κατά τα όσα συζητούμε εδώ «νομίμως παρακολουθούμενος» είναι εν ταυτώ «ύποπτος» για κάποια αξιόποινη πράξη – αν όχι, θα υφίστατο ευθεία παραβίαση του άρθρου 7 του Συντάγματος. Συναφώς, ως «ύποπτος» έχει τα δικαιώματα των άρθρων 89 επ. ΚΠΔ, και βεβαίως το «δικαίωμα σε ενημέρωση» υπό την έκφανση της γνωστοποίησης της κατηγορίας ή έστω «της βάσης της υπόνοιας» που το καθιστά «ύποπτο». Δεν χρειάζεται να επισημάνω ότι ακριβώς αυτά τα δικονομικά δικαιώματα του «υπόπτου» πολίτη συνιστούν το «νόμο» που προβλέπει το ά. 7 Συντ. ως εξειδίκευση του σχετικού δικαιώματος – άλλωστε, από τα φοιτητικά χρόνια διδασκόμαστε ότι η ποινική δικονομία είναι εφαρμοσμένο συνταγματικό δίκαιο…
Η ενημέρωση του φορέα του (νομίμως παραβιασμένου) απορρήτου είναι, επομένως, εκτός από αυτονόητη και αναγκαία για να υπηρετηθεί ακριβώς αυτή η νομιμότητα. Προφανώς, μπορώ να αντιληφθώ την ανάγκη, η ενημέρωση να γίνεται μετά το πέρας της άρσης απορρήτου για αποτελεσματική εξυπηρέτηση του λόγου που έγινε η άρση. Συγχρόνως, θεωρώ ότι ο δικαστικός λειτουργός που ενέκρινε (δια της «εγκριτικής» υπογραφής του) την άρση απορρήτου στην περίπτωση αυτή, πρέπει να είναι επιφορτισμένος και με την τήρηση αυτής της υποχρέωσης ενημέρωσης του φορέα του απορρήτου – έστω ex post. Ο δικαστικός λειτουργός (είτε είναι ο εισαγγελέας εφετών όπως ισχύει, είτε είναι το δικαστικό συμβούλιο, όπως προτείνεται), έχει τα απαραίτητα νομικά εχέγγυα για να εξασφαλίσει τη διαφύλαξη της ελάχιστης δυνατής προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων (όπως αυτό που συζητούμε) υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Σε κάθε περίπτωση, μην ξεχνάμε ότι την τυχόν αυθαιρεσία της εκτελεστικής (και κάθε άλλης) εξουσίας, μπορεί να την αποτρέψει ή να την περιορίσει μόνο η Δικαστική Εξουσία!}.
και
Β) για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων – βλ. κατάλογο (…)
Και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, ρητώς αναφέρεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάφαση της νομιμότητας της άρσης απορρήτου το: «εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορούμενου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτή».
Αυτουργοί.
Δράστης μπορεί να είναι και ο ένας συνομιλητής, αναφορικά με την αποτύπωση της συνομιλίας ή της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με τον άλλο συνομιλητή, εάν δεν έχει προηγουμένως τη ρητή συναίνεση του τελευταίου (παρ.1 εδ.β και παρ.2 εδ. Β).
Κατά την παρ.4, τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας (φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών) και χρηματική ποινή ο δράστης, εφόσον έχει μια από τις εξής ιδιότητες
Πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ή μέλος της διοίκησης ή υπεύθυνος διασφάλισης του απορρήτου ή εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου
Πρόσωπο που ενεργεί ιδιωτικές έρευνες
Πρόσωπο που τελεί τις πράξεις αυτές κατ’ επάγγελμα
Πρόσωπο που απέβλεπε σε είσπραξη αμοιβής
Χαρακτηριστικό της διάταξης είναι επίσης ότι προβλέπεται επίταση του πλαισίου ποινής (πάντα, ωστόσο, εντός του πλαισίου της πλημμεληματικής τιμώρησης της πράξης) στην περίπτωση που ο δράστης «βιοπορίζεται» από την παραβίαση του απορρήτου.
Συρροές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει το ζήτημα των περιπτώσεων συρρεουσών με την υπό συζήτηση διατάξεων. Ειδικότερα:
- Άρθρα 146, 147, 148 και 149 ΠΚ (παραβίαση μυστικών της πολιτείας – εκ προθέσεως και εξ αμελείας, και κατασκοπεία). Πρόκειται για φαινομένη συρροή.
Κατά την εισηγητική έκθεση του νΠΚ, καταργήθηκε η παρ. 5 του άρθρου όπως αυτό ίσχυε πριν την 1.7.2019, καθώς «κρίθηκε επαρκής η ποινική προστασία που παρέχεται» με τις πιο πάνω διατάξεις, που είναι ενταγμένες στο κεφάλαιο του ΠΚ περί προσβολών κρατικών απορρήτων.
Άλλωστε, η προηγούμενη διατύπωση της παρ. 5 («αν οι πράξεις των παρ. 1 και 3 αυτού του άρθρου συνεπάγονται παραβίαση στρατιωτικού ή διπλωματικού απορρήτου ή αφορούν απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή την ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, τιμωρούνται κατά τα άρθρα 146 και 147 του ΠΚ»), δεν ήταν παρά μια περίπτωση νομοθέτησης κατά παραπομπή.
- Άρθρο 292Α ΠΚ : εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών.
Αφορά την χωρίς δικαίωμα πρόσβαση ή σύνδεση σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών– άρα την προστασία των τηλεπικοινωνιών του κοινού.
Ο δράστης (με την επέμβαση αυτή) «θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών».
Δράστης μπορεί να είναι ο «πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας» και (επειδή αυτός ο πάροχος μπορεί να είναι ένα εξαιρούμενο από την ποινική ευθύνη νομικό πρόσωπο) ο εργαζόμενος ή ο συνεργάτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του.
Έχει διακεκριμένες μορφές:
- Με αυξημένο άδικο – όταν ο δράστης είναι νόμιμος εκπρόσωπος του παρόχου ή υπεύθυνος για τη διασφάλιση του απορρήτου
- Με αυξημένη ενοχή – όταν ο δράστης αποβλέπει να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος – περίπτωση κατά την οποία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος (κάθειρξη 5 έως 10 έτη, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120 χιλ. ευρώ).
Είναι έγκλημα «κοινώς επικίνδυνο» που διαπράττεται μέσα από επικίνδυνες παρεμβάσεις στις τηλεπικοινωνίες (εισηγ. Έκθεση).
Προστατεύει «κοινωνικό έννομο αγαθό». Συναφώς, διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Επομένως, συρρέει αληθώς (με το 370Α) λόγω ετερότητας των προστατευτέων εννόμων αγαθών.
- Περίπτωση κακουργηματικής τιμώρησης (κάθειρξη 5 έως 15 έτη) προβλέπει η παρ. 4 εδ. Β’: «αν από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα ή απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή στην ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας».
- Άρθρο 134 ΠΚ:
Σε άμεση συνάφεια με την πιο πάνω νομοθετική παραπομπή, στη παράγραφο 3 του ά. 134 ΠΚ απαριθμούνται οι «θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος», κατά την έννοια του κεφαλαίου ΠΚ περί τις «προσβολές του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Αυτές είναι (με αποκλειστική και όχι ενδεικτική απαρίθμηση):
- Η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή,
- Το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες , ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια,
- Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης,
- Η αρχή του πολυκομματισμού,
- Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα,
- Η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους,
- Η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και
- Η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.
Και σε αυτή την περίπτωση, είναι προφανώς αληθής η συρροή λόγω ετερότητας των αγαθών που προστατεύονται από κάθε μια διάταξη.
- Νόμοι για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (…)
Κατά την εισηγ. Έκθεση « η ενσωμάτωση στο κεφάλαιο διατάξεων σχετικά με την προσβολή των προσωπικών δεδομένων – με μεταφορά από τους ειδικούς ποινικούς νόμους- είναι ανέφικτη εξαιτίας του εκτεταμένου κανονιστικού πλαισίου που σήμερα υπάρχει στους ειδικούς νόμους και αποτελεί προϋπόθεση για τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων, τα οποία προβλέπονται στις ποινικές διατάξεις των νόμων αυτών. Ενδεχόμενη επιβάρυνση του Ποινικού Κώδικα με ορισμούς και διατάξεις διαδικαστικού-διοικητικού χαρακτήρα θα αλλοίωνε τη φυσιογνωμία του Κώδικα»
Επομένως,
Η μορφή της συρροής θα κρίνεται ad hoc από τη νομολογία, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες παραβίασης του απορρήτου.
- Ν. 3115/2003 (ά. 10): όποιος παραβιάζει με οποιονδήποτε τρόπο το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τη διαδικασία άρσης αυτού, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους και χ.π. 15-60 χιλ ευρώ, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες ποινές από άλλες διατάξεις. Αν ο παραβάτης ανήκει στο προσωπικό υπηρεσίας, οργανισμού, νομικού προσώπου ή επιχείρησης (…) η επιβαλλόμενη ποινή φυλάκισης είναι τουλάχιστον 2 ετών και χ.π. τουλάχιστον 30 χιλ. ευρώ.
Αν και από τη διατύπωσή της η διάταξη έχει επικουρικό χαρακτήρα, κατά τον Μιχ.Μαργαρίτη (ό.π. με τις εκεί παραπομπές), πρόκειται περί αληθούς συρροής.
Αντί επιλόγου…
Στη δημοκρατία, ο κάθε πολίτης, πριν καταστεί «φορέας» δικαιωμάτων είναι άνθρωπος. Αυτό το νόημα έχει η ύπαρξη του Άρθρου 2 Συντάγματος με περιεχόμενο επί λέξει: «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Η θέση του άρθρου αυτού τόσο νωρίς (δεύτερο κατά σειρά) στον καταστατικό χάρτη της χώρας, σημαίνει προφανώς ότι η οργάνωση του πολιτεύματος είναι ανθρωποκεντρική – όχι κρατικοκεντρική.
Σε σχέση με την προστασία της προσωπικής και εν γένει ιδιωτικής ζωής του πολίτη, η άρση του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας, ακόμα και όταν είναι «νόμιμη» κατά τα παραπάνω, γεννά προβλήματα παράπλευρων προσβολών: λόγου χάριν, μπορεί να έχει επιτραπεί η άρση για τη διερεύνηση μιας αξιόποινης πράξης (εκ του καταλόγου του νόμου), αλλά από την παρακολούθηση να προκύψει μία άλλη, διαφορετική αξιόποινη πράξη. Τα ευρήματα για τη δεύτερη αυτή πράξη θα αντιμετωπιστούν ως «τυχαία ευρήματα» (δηλαδή, θα ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της δικαιοσύνης για επέκταση της άρσης απορρήτου). Είναι, όμως, το ίδιο εύκολη η απάντηση, όταν η άρση απορρήτου του ενός πολίτη, μέσα από επάλληλους κύκλους τυχαίων ευρημάτων, οδηγήσει σε «τυχαίο παρακολουθούμενο», δηλαδή σε έναν άλλο (ανυποψίαστο) πολίτη; Και επίσης, γεννάται το ερώτημα τι γίνεται με τους πολίτες του κύκλου (οικογενειακού, φιλικού, επαγγελματικού) του «νομίμως» παρακολουθούμενου και τις ζωές τους (που περιλαμβάνουν και άλλους ανυποψίαστους πολίτες). Τελειώνει κάπου όλο αυτό; Μπορεί να είναι όλη αυτή η αλυσίδα παρακολουθήσεων νόμιμη;
Δεν είναι εύκολο να αποδεχτώ τη στωική παραδοχή «έλα μωρέ, όλους μας παρακολουθούν», ούτε το (αφελές) «σιγά, δεν έχω τίποτα να κρύψω».
Κατά την άποψή μου, το ζήτημα είναι θέμα τάξεως συνταγματικής, καθώς επίσης συνταγματικής περιωπής είναι το θιγόμενο δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Το έργο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών ανατίθεται στη Δικαιοσύνη, αφού αυτή είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να επιμελείται την τήρηση των επιταγών του νόμου. Εν κατακλείδι, και η εκτελεστική εξουσία (και οι «καλές» προθέσεις της) ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη.
Είναι ένδειξη Δημοκρατίας ο έμπρακτος σεβασμός του και η διαφύλαξή του έναντι των παρανόμων παραβιάσεών του – από όπου και αν προέρχονται αυτές. Ας μην ξεχνάμε, ότι υπήρξαν εποχές στη χώρα μας, που η αξία αυτού του δικαιώματος ήταν πιο εύκολα κατανοητή, γιατί η αναγνώρισή του δεν ήταν αυτονόητη, όπως αποτυπώθηκε στους στίχους του γνωστού τραγουδιού του Μάνου Λοϊζου για τον «άνθρωπο με τις μπότες»: τι ζητά και στους ίσκιους περπατά, τι ζητά και το σπίτι μας κοιτά κάθε βράδυ;
Σωτηρία Ζωγράφου
(Ευγενίδειο, 12 Νοεμβρίου 2022).
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΥΚΙΩΤΗ (Δικηγόρος, Καθηγήτρια Νομικής Παν. FREDERICK) Σημεία τομής της ενάσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος με πράξεις νομιμοποίησης
12/11/2022 Αθήνα, Ίδρυμα Ευγενίδου
23ο Συνέδριο Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, εισήγηση με θέμα «Σημεία τομής της ενάσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος με τις πράξεις νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες»
Κατερίνα Συκιώτη Χαραλαμπάκη
Δικηγόρος , Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Frederick University
Το θέμα της σημερινής εισηγήσεως αποτελεί ένα κεφαλαιώδους σημασίας, αλλά ενίοτε διόλου αυτονόητο στους κόλπους της ποινικής δογματικής ζήτημα, το οποίο δεν πρέπει να παροράται, γι’ αυτό και αξίζει να αναλυθεί: Θα γίνει λόγος για τη σύνδεση του τεκμηρίου αθωότητας με το μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων -προς το σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες-, όπως αυτό επιβάλλεται στο πλαίσιο τόσο της ποινικής, όσο και της εξωποινικής (διοικητικής) διαδικασίας.
Εν πρώτοις, θα εξετάσουμε εν συντομία την ίδια τη φύση του μέτρουτηςδεσμεύσεως,ώστενακατανοήσουμεποιεςείναιεκείνεςοιδιαδικαστικέςεγγυήσειςκαιταεχέγγυαταοποίαδέονόπωςτηνπεριβάλλουν.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 7 του άρ. 42 της νυν ισχύουσας μορφής του Ν. 4557/2018, καθώς και της παρ. 2 του άρ. 36 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων μπορεί να γίνει:
- στο πλαίσιο της πρώιμης έρευνας από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες , μέσω διάταξης του Προέδρου της Αρχής, εφόσον, όμως, πρόκειται για «κατεπείγουσες» περιπτώσεις και υπάρχουν «βάσιμες υπόνοιες» ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από την τέλεση βασικών αδικημάτων ή αδικημάτων νομιμοποίησης (βλ. άρ. 42 παρ. 7 Ν. 4557/2018 όπου προβλέπεται ότι: «Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 48. To αντίγραφο της διάταξης του Προέδρου της Αρχής διαβιβάζεται αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και 6. Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ ισχύουν και για τη δέσμευση ή απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης, η οποία διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης του Προέδρου της Αρχής πέραν των χρονικών ορίων του προηγούμενου εδαφίου αποφαίνεται, πριν από την παρέλευση αυτών, ο ανακριτής με διάταξή του, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των παρ. 1 έως 3»).
- στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, μέσω βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου, εφόσον συντρέχουν «βάσιμες υπόνοιες» ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από την τέλεση βασικών αδικημάτων ή αδικημάτων νομιμοποίησης (βλ. άρ. 42 παρ. 1 Ν. 4557/2018 όπου προβλέπεται ότι: « (…) Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιβολή του μέτρου αυτού από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, η δέσμευση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αυτά προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικού αδικήματος ή αδικήματος νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40»). Σημειωτέον ότι ιδίως για το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, το δικονομικό μέτρο της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων μπορεί να επιβληθεί και από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, κατ’ άρ. 36 παρ. 2 ΚΠΔ, για το οποίο υπάρχει ρητή επιφύλαξη του νομοθέτη στο άρ. 42 παρ. 1 του Ν. 4557/2018.
Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ο ίδιος βαθμός «υπονοιών» (δηλαδή «βάσιμες υπόνοιες») που απαιτείται για την ως άνω δέσμευση βάσει βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου, θα πρέπει να απαιτηθεί και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων βάσει διάταξης του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος.
- στο πλαίσιο τακτικής ανάκρισης, μέσω διάταξης του ανακριτή, με σύμφωνη εισαγγελική γνώμη, για την οποία, όμως, βάσει της τροποποίησης που επέφερε ο Ν. 4816/2021, απαιτούνται, πλέον, «σοβαρές» (κατ’ αναλογία προς τον όμοιο όρο της διάταξης του άρ. 282 παρ. 1 ΚΠΔ) και όχι απλώς «βάσιμες υπόνοιες» ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση βασικών αδικημάτων ή αδικημάτων νομιμοποίησης ή υπόκεινται σε δήμευση, κατ’ άρ. 40 Ν. 4557/2018 (βλ. άρ. 42 παρ. 1 Ν. 4557/2018 όπου προβλέπεται ότι: «Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να διατάξει τη δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και του περιεχομένου των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Η δέσμευση μπορεί να αφορά και σε περιουσιακά στοιχεία τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δήμευσης αυτών κατά την παρ. 1 του άρθρου 40»).
Σχετικά λοιπόν με τη φύση του μέτρου έχει υποστηριχθεί η άποψη (από τον Ν. Ανδρουλάκη) ότι φαίνεται τούτη να αποτελεί ειδική ανακριτική πράξη, αφού:
Πρώτον είναι απόρροια ειδικής πρόβλεψης (σε ειδικό ποινικό νομό) και αφορά σε συγκεκριμένο κατάλογο εγκλημάτων,
Δεύτερον προηγείται μία έρευνα, η οποία διέπεται από μυστικότητα και ο εν δυνάμει ύποπτος μόνον εκ των υστέρων πληροφορείται τη δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων και
Τρίτον ενδέχεται τρίτα πρόσωπα να γίνουναντικείμενα της ήδη διεξαγόμενης έρευνας και τελικώς να θίγονται και ταίδιααπότηνεπιβαλλόμενηπράξη(όπωςλ.χ.συμβαίνειμετουςσυνδικαιούχουςτραπεζικούλογαριασμούτουυπόπτου).
Δεν μπορεί εντούτοις κανείς να παραγνωρίσει το χαρακτήρα της δεσμεύσεως τραπεζικών λογαριασμών ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, ειδικά αν λάβει υπόψιν τις επαχθέστατες συνέπειες που τούτη επιφέρει για τον ενδεχομένως ανεπίληπτο πολίτη, ο οποίος αποστερείται με τον τρόπο αυτό, όχι μόνον του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας του (άρ. 17 Σ), αλλά ακόμα και έτερων δικαιωμάτων συνταγματικής περιωπής, όπως είναι αυτό της οικονομικής ελευθερίας του άρ. 5 παρ. 1 του Σ και της ανθρώπινης αξίας (άρ. 2 παρ. 1 Σ). Στη θεωρία, έχει υποστηριχθεί από τον Παύλου ότι πρόκειται για μία «δικονομική – αστυνομικοκατασταλτικού χαρακτήρα μεθόδευση προληπτικής αδρανοποιήσεως και αποτυπώσεως της υπάρχουσας καταστάσεως σε τυχόν τραπεζικά ή ακίνητα στοιχεία». Υπέρ της θεώρησης της δέσμευσης ως μέτρου δικονομικού καταναγκασμού τάσσεται το υπ’ αριθ. 45/2021 βούλευμα του Αρείου Πάγου, όσο και το εξ αυτό αναιρεθέν υπ’ αριθ. 4445/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπου σε αμφότερα γίνεται δεκτό ότι η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου.
Το αν θα αποδοθεί ο ένας η ο άλλος χαρακτηρισμός, φαίνεται να συναρτάται με το στάδιο κατά το οποίον αυτή επιβάλλεται, οπότε όταν βρισκόμαστε στο ακόμα πρώιμο στάδιο της έρευνας από την Αρχή Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, μάλλον εμφανίζεται υπό τον μανδύα της ειδικής ανακριτικής πράξης, ενώ όταν πλέον επιβάλλεται κατά του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας διανοιχθείσας ποινικής διαδικασίας, προσεγγίζει ως προς τη φύση, αλλά και τις συνέπειες, τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού.
Το πλέον όμως κρίσιμο δεν είναι τόσο ο χαρακτήρας που προσλαμβάνει, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιες εγγυήσεις απαιτείται να επιβάλλεται. Μια πρώτη αρχή, η οποία αποτελεί «θεμέλιο λίθο» του ποινικού δικαίου είναι η αρχή της αναλογικότητας, βάσει της οποίας, το μέτρο της δέσμευσης, τόσο ως προς το χρονικό διάστημα διάρκειας του μέτρου όσο και ως προς το μέρος της περιουσίας που δεσμεύεται δεν πρέπει να κείται εκτός των συνταγματικά επιτρεπόμενων και ανεκτών ορίων.
Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και η υπ’ αριθμ. 140/2020 απόφαση ΣυμβΠλημΛαρ, κρίνοντας ότι η επί μακρόν διατήρηση της δέσμευσης (εν προκειμένω διήρκησε επί εννέα συναπτά έτη), χωρίς την κίνηση στο μεταξύ του μηχανισμού της ποινικής διαδικασίας, ώστε να καταστεί εν τοις πράγμασι δυνατή η διερεύνηση τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποίησης, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, η τήρηση της οποίας στην παρούσα περίπτωση εμφανίζεται ως επιτακτική και εντάσσεται στις ελάχιστες εγγυήσεις που αξιώνει κάθε κράτος δικαίου κατά τη διαχείριση των επαχθών δικονομικών μέτρων. Ακόμα και η μετέπειτα μετάθεση μιας τέτοιας εξουσίας στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, δεν «καθαγιάζει» αυτομάτως μια τέτοια ενέργεια, εάν δεν λαμβάνεται υπόψιν τόσο η ως άνω αρχή, όσο και αυτή του προσήκοντος βαθμού υπονοίας, άλλως δύναμης των ενδείξεων, οι οποίες δεν αρκεί να είναι απλώς βάσιμες (αρ. 42 παρ. 7 του Ν. 4557/2018, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι: «Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η δέσμευση των λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων, καθώς και η απαγόρευση της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθούν σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3, εφόσον συντρέχουν βάσιμες υπόνοιες κατά την περ. δ` της παρ. 2 του άρθρου 48»), αλλά προσαπαιτείται να συνοδεύονται από ενισχυμένο βαθμό υπονοιών, οπότε πρόκειται για σοβαρές ενδείξεις, οι οποίες όμως σήμερα (ήτοι μετά τον Ν. 4816/2021) αφορούν μόνο στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Ανακριτή.
Αυτό το οποίο διαφαίνεται μέχρι στιγμής από την παρούσα προβληματική, είναι ότι το εν θέματι μέτρο σε όποια φάση κι αν επιβάλλεται αφορά σε πρόσωπα για τα οποία δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι υπήρξαν πράγματι αυτουργοί σοβαρών οικονομικών εγκλημάτων, τα οποία δικαιολογούν μια τέτοια πράξη.
Εισάγεται επομένως μία ακόμα, αλλά ίσης βαρύτητας παράμετρος, η οποία αφορά στο τεκμήριο αθωότητας του υπό έρευνα προσώπου και ανακύπτουν συναφώς τα εξής ερωτήματα: Ποια στάδια επιβολής της δεσμεύσεως καλύπτονται από το εν λόγω τεκμήριο και με ποιον τρόπο μπορούμε να διαπιστώσουμε παραβίαση του τελευταίου;
Εκπορευόμενο τόσο από το υπέρτερης νομοθετικής ισχύος άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, όσο και από την εθνική ρύθμιση του αρ. 71 ΚΠΔ, το τεκμήριο αθωότητας έχει την έννοια ότι κάθε πρόσωπο ύποπτο ή κατηγορούμενο για μια πράξη τεκμαίρεται αθώο, μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του. Αποτελεί εξ αυτού του λόγου, όχι μόνον μια διαδικαστική εγγύηση η οποία θωρακίζει τον κατηγορούμενο από την διατύπωση βεβιασμένων ή αναιτιολόγητων κρίσεων περί ενοχής εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας, αλλά και συστατικό στοιχείο της ίδιας της προσωπικότητάς του, αφού αγγίζει πτυχές που αφορούν στην τιμή, την υπόληψη, ακόμα και την ίδια του την ανθρώπινη αξία. Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το εξής ερώτημα: απαιτείται πράγματι για την ενεργοποίηση του τελευταίου αποκλειστικά κατηγορία ποινικής φύσεως, ή τούτο δύναται να εκτείνεται και πέραν των στενών ορίων της ποινικής διαδικασίας;
Η παραπάνω προβληματική επικεντρώνεται κυρίως στο στάδιο κατά το οποίο δίδεται η εξουσία στον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του Ν. 4557/2018 από τον Ν. 4816/2021) να επιβάλλει τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων και θυρίδων του προσώπου εκείνου, γύρω από το οποίο σχηματίζονται βάσιμες υπόνοιες περί του ότι τα περιουσιακά του στοιχεία συνδέονται με εγκληματικές δραστηριότητες. Πρόκειται επομένως για ένα προληπτικού χαρακτήρα μέτρο, το οποίο επιβάλλεται εξωποινικά και ήδη κατά ένα αρκετά πρώιμο στάδιο, στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας.
Με αυτά τα δεδομένα, ευλόγως διερωτάται κανείς ποια είναι εν προκειμένω η τύχη του τεκμηρίου αθωότητας.
Εκκινώντας από την άποψη ότι η δράση του Προέδρου προσιδιάζει με τις αντίστοιχες ανακριτικές πράξεις των αρ. 36 και 261 ΚΠΔ, υπέρ της οποίας συνηγορεί και το ότι οι υπάλληλοι της Αρχής χαρακτηρίζονταν ευθέως στο άρθρο 7 παρ. 9 Ν. 3424/2005 ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, παρατηρεί κανείς ότι η προσέγγιση αυτή έχει επικριθεί έντονα στους κόλπους της θεωρίας. Οι αντιρρήσεις που προβάλλονται κατά της εξουσίας του Προέδρου να δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία, έστω και αν αυτή περιορίζεται σε επείγουσες περιπτώσεις, κάνουν λόγο για σοβαρή παρέκκλιση, όχι μόνο από τις δικαιοκρατικές αρχές του ΚΠΔ, αλλά και από τη συνταγματική εγγύηση (άρθρα 93 παρ. 1 και 96 Συντ.) ότι για τη λήψη όλων των κατά τους ποινικούς νόμους μέτρων αρμόδια είναι αποκλειστικά τα ποινικά δικαστήρια. Διαφορετική είναι η θέση που έλαβε η πολυσυζητημένη και ήδη εριζόμενη ΟλΑΠ 1/2022, η οποία, καθιερώνοντας συντρέχουσα με του Ανακριτή αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής να ενεργεί πράξεις δέσμευσης κατά το στάδιο της ανάκρισης, τη χαρακτήρισε ως πράξη δικονομικού καταναγκασμού, με συνέπεια αυτή να προσλαμβάνει διφυή, ποινικο-διοικητικό χαρακτήρα.
Η θέση αυτή της Ολομέλειας, έχει ήδη δεχθεί κριτική από θεωρητικής πλευράς, με επίκεντρο ότι με την αναγνωριζόμενη δυνατότητα του Πρόεδρου της Αρχής να δεσμεύει και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης μονομερώς και επί τη βάσει απλώς σοβαρών υπονοιών περιουσιακά στοιχεία, καταστρατηγείται η νομοθετική επιλογή του άρθρου 42 παρ. 1 Ν. 4557/2018 να εξαρτηθεί η επιβολή της δέσμευσης σε αυτό το διαδικαστικό στάδιο από αυστηρότερες διαδικαστικές εγγυήσεις (διάταξη Ανακριτή με σύμφωνη εισαγγελική γνώμη και συνδρομή σοβαρών ενδείξεων –και όχι απλώς υπονοιών– παράνομης προέλευσης). Με βάση την κριτική αυτή της θεωρίας, λοιπόν, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν ο Ανακριτής και ο Πρόεδρος της Αρχής επιβάλλουν κατ’ ουσίαν το ίδιο μέτρο, αλλά υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί το μέτρο αυτό να επιβληθεί στο εκάστοτε διαδικαστικό στάδιο.
Λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι κατά το στάδιο διερεύνησης από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατηγορία ποινικής φύσεως, εφόσον κατ’ ουσίαν βρισκόμαστε σε ένα προστάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, αμφισβητείται το κατά πόσον πράγματι τηρούνται οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις και η προστασία που απολαμβάνει εκ του νόμου ο μετέπειτα ύποπτος ή κατηγορούμενος. Η τελευταία αυτή διαπίστωση είναι εκείνη που όχι μόνο δεν θέτει εκποδών την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, αλλ’ αντιθέτως την επαναφέρει στο προσκήνιο -πιο επιτακτικά από ποτέ-, ως ασπίδα προστασίας του άλλως εκτεθειμένου σε ενδεχόμενες αυθαιρεσίες και κενές αιτιολογίας κρίσεις οργάνων, τα οποία φαίνεται να σφετερίζονται κατά κάποιον τρόπο έργο δικαστικό. Υπέρ της άποψης αυτής έχει ταχθεί και το ΕΔΔΑ στην απόφαση Κώνστας κατά Ελλάδος, όπου έγινε δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας, ως αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητας του προσώπου, το οποίο το συνοδεύει εσαεί, πρέπει να γίνεται δεκτό από τις κρατικές αρχές και πέραν από τα στενά όρια της ποινικής δίκης. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: διατάχτηκε διοικητική εξέταση από το Συμβούλιο Πρυτάνεων σχετικά με την οικονομική διαχείριση του Παντείου Πανεπιστημίου πριν το 1997. Μετά την διοικητική εξέταση και μετά την υποβολή της σχετικής έκθεσης στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο τελευταίος κίνησε ποινική δίωξη κατά πενήντα τεσσάρων μελών του Διδακτικού προσωπικού που κατείχαν τα καθήκοντα του Πρύτανη και του Αντιπρύτανη κατά την περίοδο από το 1992 ως το 1998. Ο προσφεύγων, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος διετέλεσε, μεταξύ άλλων και Πρύτανης αυτού, την πενταετία 1990- 1995, κατηγορήθηκε για πλαστογραφία, απάτη κατά του Δημοσίου για ποσό που υπερέβαινε τα 50.000.000 δρχ. (περίπου 146.735 €), ψευδή δήλωση και υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος. Με απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών παραπέμφθηκε με άλλους δεκαοκτώ κατηγορούμενος, απευθείας για να δικαστεί. Η υπόθεση προσέλκυσε ιδιαίτερα την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, κυρίως σχόλια του Έλληνα Πρωθυπουργού και δύο Υπουργών σχετικά με τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της εκκρεμούσης σε βάρος του ποινικής υπόθεσης. Το Δικαστήριο απεφάνθη ως προς την ουσία του ζητήματος, ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 6 αναφέρεται ανάμεσα στα στοιχεία της ποινικής δίκης που απαιτεί το άρθρο 6 §1, δεν περιορίζεται σε μια δικονομική εγγύηση σε θέματα ποινικής δίκης: η σημασία του είναι πιο ευρεία και απαιτεί από κάθε εκπρόσωπο του κράτους να μην δηλώνει ότι ένα άτομο είναι ένοχο παράβασης, πριν αποδειχθεί η ενοχή του από ένα Δικαστήριο. Συνακόλουθα διευκρινίζει, ότι μια παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας μπορεί να προέρθει όχι μόνον από ένα δικαστή ή ένα δικαστήριο αλλά και από άλλες δημόσιες Αρχές (Βλ. και υπόθεση Daktaras κατά Λιθουανίας).
Στην κατεύθυνση της ως άνω παραδοχής και ακολουθώντας μία αυτόνομη ερμηνεία περί κατηγορίας ποινικής φύσεως, κινήθηκε το ΕΔΔΑ στην απόφαση Μαμιδάκης κατά Ελλάδας. Ο προσφεύγων υπήρξε Πρόεδρος της πετρελαϊκής εταιρείας Mamidoil-Jetoil Α.Ε. Η παρούσα υπόθεση αφορά την εξαγωγή πετρελαίου προς δύο βουλγαρικές πετρελαϊκές εταιρείες που θα πραγματοποιείτο μέσω της εταιρείας του προσφεύγοντος και μίας άλλης ελληνικής πετρελαϊκής εταιρείας. Για την αιτία αυτή, το εν λόγω πετρέλαιο βρισκόταν υπό καθεστώς δασμολογικής απαλλαγής. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το άτομο που ενήργησε ως μεσάζων στην ανταλλαγή, διένημε, ενεργώντας από κοινού με την άλλη ελληνική εταιρεία, το πετρέλαιο στην ελληνική αγορά αντί να το εξάγει όπως προβλεπόταν, πλαστογραφώντας τις δηλώσεις εξαγωγής. Εν συνεχεία, ο διευθυντής της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών επέβαλε πρόστιμο στον προσφεύγοντα συνολικού ποσού 1.025.049.744 δραχμών (3.008.216 ευρώ) για λαθρεμπόριο, δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα οι οποίες προέβλεπαν, κατά την περίοδο των γεγονότων, την επιβολή προστίμου που μπορούσε να είναι από διπλάσιο έως δεκαπλάσιο των φόρων που βαρύνουν το αντικείμενο της παράβασης. Επί της ουσίας της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ, αφού υπενθύμισε τα κριτήρια με τα οποία καταφάσκεται μια ποινική παράβαση με την έννοια του άρθρου 6 (δηλ. την ταξινόμηση της παράβασης ως προς το εθνικό δίκαιο, τη φύση της παράβασης και, τέλος, τη φύση και το βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος) τάχθηκε υπέρ του ότι, πολλές φορές και ανεξάρτητα από τη βούληση του εκάστοτε νομοθέτη, συμβαίνει μια κύρωση να φέρει ποινικό χαρακτήρα, ακόμα και αν δεν προβλέπεται εκ του νόμου ως τέτοια. Η συγκεκριμένη διοικητικού χαρακτήρα κύρωση που επεβλήθη στον προσφεύγοντα, τελικώς χαρακτηρίστηκε ως ποινική, λόγω της φύσης της παράβασης του λαθρεμπορίου, του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα αυτής και του υπέρογκου προστίμου. Συνακόλουθα, οι επιμέρους αρχές που περικλείονται στο άρ. 6 της ΕΣΔΑ (συμπεριλαμβανομένου και του τεκμηρίου αθωότητας), τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής.
Με την ίδια προστασία εξοπλίζεται σε ένα μεταγενέστερο της ερεύνης στάδιο και ο ύποπτος, ο οποίος πλέον και δυνάμει του αρ. 244 παρ. 3 ΚΠΔ, απολαμβάνει την ίδια προστασία και εξισώνεται ως προς τα δικαιώματά του με τον κατηγορούμενο. Κατά συνέπεια, η επιταγή του αρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, δεν καταλαμβάνει μόνο το πρόσωπο που φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου μετά την κίνηση της δίωξης και κατά την ανάκριση, αλλά ισχύει και κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργεί ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος, ο οποίος έχει την εξουσία που του παρέχει το αρ. 36 παρ. 2 ΚΠΔ, ήτοι να προβαίνει με αιτιολογημένη διάταξή του, σε πράξεις δέσμευσης.
Εισάγεται στο σημείο αυτό μία ακόμα παράμετρος η οποία αφορά στην αναγκαιότητα επιβολής του συγκεκριμένου επαχθούς μέτρου, η οποία πρέπει να μετουσιώνεται σε ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη κρίση για το δικαιολογημένο της επιβολής του, ώστε αφενός να δίνεται η δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής στο αρμόδιο κάθε φορά Όργανο και αφετέρου να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της διαδικασίας.
Αντιθέτως, μια αυθαίρετη πράξη, η οποία όχι μόνον δεν περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο, αλλά δεν υπηρετεί την αρχή της νομιμότητας, καταστρατηγεί το τεκμήριο αθωότητας, θέτοντας ανάχωμα στην αποτελεσματική προστασία και παρακάμπτοντας το γεγονός ότι η επιβολή τέτοιου είδους μέτρων προς εξασφάλιση κυρώσεων που ενδέχεται να επιβληθούν μελλοντικά, επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεση.
Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για περιπτώσεις κατά τις οποίες κατά κάποιον τρόπο προεξοφλείται η ενοχή του κατηγορουμένου, προτού καν αυτός καταδικασθεί νόμιμα και αμετακλήτως. Ενόψει της παραδοχής ότι αυτός θεωρείται μέχρι το σημείο αυτό αθώος, κρίνεται επιβεβλημένη η μετριοπαθής και εγκρατής από πλευράς του εφαρμοστή επιβολή του μέτρου, η οποία απαιτείται να γίνεται in concreto, ώστε να δίνεται στον κατηγορούμενο μια διαρκής και ενεργός δυνατότητα επανεξέτασής του σε κάθε στάδιο. Τούτο πρακτικά επιτυγχάνεται με τη διαρκώς παρούσα και ζώσα δυνατότητα άρσεως της δέσμευσης που επιβάλλεται, διαφορετικά θα καταλήγαμε σε μια εκ των προτέρων θέσπιση ενός αμάχητού τεκμηρίου ενοχής του κατηγορουμένου, κάτι το οποίο απωθείται από τον ίδιο τον πυρήνα της ποινικής δογματικής.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι, δεν είναι η πρόβλεψη από τον νομοθέτη του μέτρου της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων αφεαυτής ασύμβατη, άνευ ετέρου τινός, με το τεκμήριο αθωότητας, αλλά τότε μόνον το απεμπολεί, όταν επιβάλλεται ανελαστικά, απουσία οιουδήποτε ελέγχου.
Και αντίστροφα, τότε μόνον μπορούμε να κάνουμε λόγο για θεμελιώδεις ελευθερίες και αρχές ενός κράτους δικαίου, το οποίο εξασφαλίζει επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για τους πολίτες του, όταν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν την συνδρομή των απαιτούμενων κάθε φορά προϋποθέσεων και σταθμίσεων, πριν την θέσπιση ρυθμίσεων και επιβολή μέτρων με επαχθείς συνέπειες, που εκτείνονται ακόμα και σε συνταγματικής περιωπής δικαιώματα.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Η ευθύνη του Δημοσίου από τη ζημιογόνο δράση των οργάνων της δικαστικής εξουσίας και η δίκαιη δίκη
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΕΛΟΓΛΟΥ (Δημοσιογράφος) Οταν το τηλέφωνο σου δεν σου ανήκει
. Όλα άρχισαν στις 16/12/2021, όταν η Facebook μετά δημοσίευσε την έκθεσή της για τους κινδύνους που διέπουν τα δικά της ψηφιακά προϊόντα και ιδιαίτερα δυο εξαιρετικά δημοφιλείς εφαρμογές που νομίζω ότι χρησιμοποιείται οι περισσότεροι σε αυτή την αίθουσα. Το messenger και το whatsapp. Ανάμεσα στους κινδύνους αυτούς, προεξάρχουσα θέση, είχε ένα καινούργιο λογισμικό που είχε παραχθεί από την εταιρεία Cytroks της Βόρειας Μακεδονίας το Predator , το αρπακτικό. Η εταιρεία το 2018 είχε ξεμείνει από κεφάλαια και τότε την πήρε εξ ολοκλήρου ενας όμιλος από το Ισραήλ με επικεφαλής τον Τάλ Κιλιάν, έναν πρώην αξιωματικό στρατό του στρατού του Ισράηλ .
Το Predator ελέγχει τη συσκευή μετά το άνοιγμα ενός συνδέσμου που αποστέλλεται από ένα τηλέφωνο πραγματικός κάτοχος του οποίου δεν γνωρίζει ότι το τηλέφωνό του εχει χρησιμοποιηθεί για να γίνει «αεροπειρατεία» στο δίκτυο.Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ένας αριθμός που εξυπηρετεί τον αποστολέα οποίος δεν φαίνεται πίσω από αυτό τον αριθμο. Η κυρία των 60 ετών που έστειλε το μήνυμα-παγίδα στον κύριο Ανδρουλάκη, δεν είχε ιδέα ότι το τηλέφωνό της χρησιμοποιήθηκε για να σταλεί αυτό το μήνυμα. Κάποιος χρησιμοποίησε τον αριθμό αυτού του τηλεφώνου για να σταλεί αυτό το μήνυμα έκανε ένα κλώνο του τηλεφώνου αυτού και έστειλε αυτό το μήνυμα.Το μήνυμα μπορεί να είναι μια κάρτα για χρόνια πολλά, μια ευχετήρια κάρτα για τα Χριστούγεννα, ένας λογαριασμός της κοσμοτε ή ένας παραλλαγμένος σύνδεσμος εφημερίδας. Όλα αυτά υπάρχουν σε αυτά τα λινκ, τα οποία έχουμε ανακαλύψει τους τελευταίους μήνες. Όταν μπει το λογισμικό αυτό μέσα στη συσκευή -δεν μπαίνει στην κάρτα, μπαίνει στη συσκευή- κλέβει τα πάντα, τα έγγραφα, τις φωτογραφίες, τις επαφές,τα ραντεβού ,καθιστά το ηχείο μικρόφωνο και την κάμερα οργάνο καταγραφής. Αυτοί που κάθονται μαζί σας και μιλάνε καταγράφονται ακόμα και αν δεν είναι οι στόχοι της αποστολής του λογισμικού. Και σ αυτό καθαυτό αυτό το λογισμικό ποιοτικά κάνει διαφορετική την παρακολούθηση, διότι δεν προσβάλλει μόνο την επικοινωνία. Προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά, δηλαδή σκεφτείτε ένα τραπέζι στο οποίο κάθονται 10 συνδαιτυμόνες,όπου στοχοποιείται το τηλέφωνο ενός εκ των 10 και ακούονται οι άλλοι 9. Δηλαδή, αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που προστάτευε το διάταγμα του 2006 εδώ χρειάζεται άλλο άλλο οπλοστάσιο τελείωσαν αυτά που ξέραμε τελείωσαν.
Πότε εγκαταστάθηκε το λογισμικό στην Ελλάδα; Εχουμε ενδείξεις ότι το λογισμικό αυτό στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά τις εκλογές του 2019. Στην αρχή για δοκιμές και μετά έγινε βιομηχανική χρήση. Ποιοι ήταν οι στόχοι; Στην αρχή φυσικά οι στόχοι είχαν σχέση με την εθνική ασφάλεια. Και έχουμε βρει στόχους που έχουν σχέση με την εθνική ασφάλεια. Μετά όμως, επειδή οι ελληνικοί θεσμοί είναι για γέλια υπήρξε κατράγεται εκτροχιασμός .Οι στόχοι διευρ΄λυνονται με το προσωπικό του γραφείου του πρωθυπουργού, επεκτάθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, πήγαν σε επιχειρηματίες και κατέληξαν σε δημοσιογράφους .
Το λογισμικό αυτό χρησιμοποιήθηκε ακόμα και για να παρακολουθεί κάποιος επιχειρηματίας αν οι προϊστάμενοι πωλήσεων τον έκλεβε , το όνομά της θα δημοσιευτεί στην αυριανή λίστα.Δηλαδή θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι .Είναι η σπανίδα των μέσων καθόριζε τον αριθμό των στόχων. Δηλαδή πόσαν χρήματα θα μπορούσαν να διαθέτουν τον μήνα καθόριζε το πόσοι θα παρακολουθούνται με predator και τίποτα άλλο.
Μετά την έκθεσή της με τα φέησμπουκ, την οποία είχε πρόσβαση όλος ο ελληνικός τύπος, αλλά δημοσιεύσαμε μόνο εμείς , Το Inside Story, ήρθε στο γραφείο μας o δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης. Την ιστορία του την ξέρετε και δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Ο Kουκάκης προσπαθούσε να βρει το δίκιο του στους διαδρόμους των ελληνικών θεσμών επί δυόμισι χρόνια. Είχε πάει στην Αδαε Η αδαε του είχε δώσει το δικαίωμα ενημέρωσης. Σύμφωνα με τον παλιό νόμο πριν αλλάξει τις 30/03/2021. Στις 24/03/2021 του έδωσε αυτό το δικαίωμα και στις 30 Μαρτίου με μια τροπολογία του νόμου στο νόμο για την πανδημία που ήρθε τότε στη Βουλή, στερήθηκε αναδρομικά αυτό το δικαίωμα. Ο Kουκάκης πίστευε τότε ότι το τηλέφωνό του παρακολουθείται ακόμα, αλλά δεν είχε δυνατότητα θεσμικής πρόσβασης πλέον μετά την αλλαγή του νόμου και άρα θα μπορούσε να διαπιστωθεί τεχνικά η παρακολούθηση του τηλεφώνου του μόνο από ένα εργαστήριο εγνωσμένου κύρους του εξωτερικού ήταν. Έτσι στράφηκε στους Citizen Lab. Ένα εργαστήριο που υπάρχει στο πανεπιστήμιο του Τορόντο να κάνει αυτές τις εξετάσεις στα τηλέφωνα και στους υπολογιστές. Και με τη βοήθεια της Φέισμπουκ, η οποία ενδιαφερόταν nα επισπευστεί η εξέταση του τηλεφώνου του Kουκάκη. Το αποτέλεσμα ήρθε στις 28/03/2022 και το αποτέλεσμα ήταν το τηλέφωνο είχε μολυνθεί με το λογισμικό. Γιατί η Φέισμπουκ επέμενε; Στην έκθεση για την οποία σας μίλησα πριν δηλαδή την έκθεση της 16/12/2021, η Φέισμπουκ διαπίστωνε ότι από τους 320 συνδέσμους που είχαν σταλεί σε όλο τον κόσμο με predator 42 σύνδεσμοι ηταν ελληνικού ενδιαφέροντος. 12% περίπου 12%, όταν η συμμετοχή της Ελλάδας στο Παγκόσμιο Ίντερνετ είναι κάτω από 1%! Όταν λοιπόν πήραμε τηλέφωνο στην Meta και ρωτήσαμε τον αρμόδιο ρε παιδιά, τι γίνεται με αυτά τα νούμερα, Πώς τα ερμηνεύεται; Ένα στελέχος της εταιρείας το οποίο είχε την έχει την ευθύνη αυτού του τομέα,της ασφάλειας, μας είπε you have got a problem . Εάν έχετε κάτι συγκεκριμένο, επιστρέψτε σε μας. Πράγματι λοιπόν, όταν ήρθε ο Kουκάκης, θεωρήσαμε ότι ήταν μια ευκαιρία να ξανά απευθυνθούμε σε αυτούς και απευθύνθηκε και αυτός σε αυτούς, με αποτέλεσμα να επισπευτεί η εξέταση του τηλεφώνου. Όταν ήρθε το αποτέλεσμα. Από την εξέταση του τηλεφώνου του καταλάβαμε ότι εχουμε το νύχι του λιονταριού. Δηλαδή 42 σύνδεσμοι δεν κατασκευάσθηκαν μόνο για τον Κουκάκη. Κατακσευάζονταν και για άλλους. Το πρώτο πράγμα ,που κάναμε ήταν να στήσουμε μια τεχνική ομάδα. Η οποία θα έκανε το ανάποδο, δηλαδή θα ξεκινούσε από τους συνδέσμους και θα έλεγε ο Σύνδεσμος orxomenos.gr , ποιος μπορούσε να ενδιαφερεται για έναν τετοιο σύνδεσμο ; Κάποιος μπορεί να ενδιαφέρεται από τα πρόσωπα τα οποία θα μπορούσε να παρακολουθήσει αυτό, εκείνος που έχει στήσει το κέντρο αυτών των παρακολουθήσεων. Πηγαίναμε λοιπόν σε 5 έξη πρόσωπα που θεωρούσαμε ότι μπορούσε να τους ενδιαφέρει το orxomenos.gr σιγά- σιγά άρχισε να απλώνεται μπροστά μας μια ομάδα ανθρώπων που παρακολουθούνταν και διαφορετικούς λόγους. Πηγαίναμε με έναν ένα σύνδεσμο και ταυτόχρονα προσθέταμε και καινούργιους συνδέσμους. Φτάσαμε τους 51, δηλαδή βρήκαμε άλλους 9 μόνοι μας και νομίζουμε ότι είναι αρκετά περισσότεροι. Υπάρχουν αρκετά αρκετοί εμπορικοί σύνδεσμοι που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το διάστημα. Έτσι καταλάβαμε ότι το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο.
Eπίσης, κάτι που κάναμε σχεδόν αμέσως είναι δημιουργήσαμε μια ομάδα συνεργασίας με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Αυτά τα λογισμικά στο Ισραήλ είναι σαν τα αυτοκίνητα στη Γερμανία έχουν μια πολύ μεγάλη κοινότητα ανθρώπων που. Ασχολείται με την πληροφορική και με ειδικές εφαρμογές της πληροφορικής μια πολύ μεγάλη κοινότητα ανθρώπων, κυρίως από το στρατό, την αστυνομία και τη δίωξη ναρκωτικών που ασχολούνται με τα spyware , δηλαδή τα λογισμικά εκείνα που κλέβουν επικοινωνίες. Επίσης θεωρήσαμε καλό να ενημερώσουμε την κυβέρνηση τα κόμματα της αντιπολίτευσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δηλαδή τον Απρίλιο όλοι ξέρανε.
Η δουλειά αυτή, όπως μπορείτε να φανταστείτε, δεν γινόταν χωρίς προβλήματα. Γιατί σας είπα από την αρχή ότι το κράτος μπορούσε πολύ εύκολα να επικαλεσθεί ότι ακουμπάει την εθνική ασφάλεια, γιατί ξεκίνησε από την εθνική ασφάλεια. Αλλο αν το δρόμο έχασε, έχασε τον στόχο. Έτσι όσοι ασχολούμαστε και δεν είμαστε πολλοί, είμαστε λίγοι. Με αυτό το θέμα είχαμε φυσική και ηλεκτρονική παρακολούθηση στα ραντεβού μας με τους πληροφορούν τους πληροφοριοδότες από τον Απρίλιο. Ίσως και λίγο νωρίτερα δηλαδή τώρα έχουμε και ένδειξη ότι γινόταν και λίγο νωρίτερα αυτό και ένας από τους τρόπους που μας παρακολουθούσαν και νομίζω ότι αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα και νομικό είναι από τα λεγόμενα μεταδεδομένα των επικοινωνιών μας . Δηλαδή τα δεδομένα που δημιουργεί το τηλέφωνο σε σχέση με το σε ποια κεραία βρίσκεται .Κάποια στιγμή τον Ιούνιο όταν είχε προχωρήσει αρκετά η έρευνα και κάποιος κάποια πηγή μου έφερε ένα «δέντρο»,στο οποίο ήμασταν 4 από τους συναδέλφους που κάναμε την έρευνα και 60 υποψήφιες πηγές. Και το «δέντρο» αυτό δήλωνε ότι συναντιόμαστε με μία από τις εξήντα υποψήφιες πηγές κάτω από κοινή κεραία. Αυτή τη δουλειά την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, όνομα της εθνικής ασφάλειας. Ο απλός τρόπος λοιπόν, αυτό που κάναμε λοιπόν, σχεδόν αμέσως τουλάχιστον οι πιο παλιοί από μας ήταν. Αφήναμε το τηλέφωνο σπίτι μου. Δεν περνάμε καθόλου το τηλέφωνο δηλαδή. Ήταν η λογική να «τυφλώσεις» αυτών πουεπιδιώκει να πάρει αυτά τα μέτρα, να μην βλεπει που είσαι. Εργαζόμασταν αναλογικά, ας πούμε. Πηγαίναμε σε ένα σημείο, λέγαμε σε κάποιον τρίτο ότι το ραντεβού θα γίνει την επόμενη Τρίτη στις 09:30 σε αυτό το σημείο. Όπως στο ανατολικό Βερολίνο η Αθήνα του 1973 και το ραντεβού γινόταν σε 09:30 μετά από μια εβδομάδα με τον άνθρωπο αυτόν .Φυσικά κάποια στιγμή αντιλαμβάνονταν ότι επρεπε να μας πάρουν από πίσω για να δούν που πάμε η να μας τρομοκρατήσουν .Η Διεύθυνση Πληροφοριών της Αστυνομίας στο περίφημο Περιστέρι επιχείρησε σε εμένα προσωπικά να μου βάλει ηλεκτρονικό πομπό στο αυτοκίνητο στο γκαράζ που το σταθμευα. Στις 27 Μαίου στο Κολωνάκι άρπαξα έναν άντρα της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ , που με ακολουθούσε σε ραντεβού. Ήταν φανερό λοιπόν σε εμάς που συμμετείχαμε σε αυτή την έρευνα ότι η έρευνα αυτή ενδιέφερε πρωτίστως το κράτος. Το κράτος ήταν εκείνο, ο χρησιμοποιούσε το σύστημα. Διότι σε διαφορετική περίπτωση θα μας ακολουθούσαν οι ιδιώτες. Δεν θα μας ακολουθούσε το κράτος. Στα τέλη Ιουνίου, μάλιστα, έγινε μία σύσκεψη σε μια κυβερνητική σύσκεψη να συλληφθεί ο Θανάσης Κουκάκης για διασπορά ψευδών ειδήσεων, ενώ σχεδιαζόταν να οργανώθηκε εκστρατεία κατά του Citizen Lab στην Ελλάδα με στόχο τη δυσφήμιση του. Κατά περίεργο τρόπο ένας εκπρόσωπος της εταιρείας μου είπε το ίδιο ακριβώς πράγμα στην Κύπρο στα τέλη Αυγούστου ότι το καναδικό εργαστήριο δ είναι αναξιόπιστο και δεν πρέπει να τους ακούτε. Παρόλα αυτά νομίζω ότι αντέξαμε μέχρι τα τέλη Ιουλίου, οπότε η υπόθεση Ανδρουλάκη μας έδωσε ένα εθνικό ακροατήριο. Δηλαδή δεν ήμασταν πια ο τρελός του χωριού, αλλά έβλεπαν όλοι ότι υπάρχει ένα πρόβλημα. Με τη γνωστή υπόθεση των με τη γνωστή κατάληξη των παραιτήσεων και λοιπά. Ωραία θέλω να κάνω 2 σκέψεις τελειώνοντας που αφορά για τις ευρύτερες αιτίες αυτού του φαινομένου και κάποιες προτάσεις τις οποίες κάναμε και στην μπέγκα, στην επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου για το πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο νομικό πλαίσιο σε αυτό το περιβάλλον. Υπάρχουν 2. Οδηγοί αυτής της κατάστασης είναι σημαντική και πρέπει να τους έχουμε υπόψη μας. Ο ένας οδηγός είναι η τεχνολογία , σήμερα και η φωνή μεταφερεται με δεδομένα . Παίρνετε τεχνολογία πάνω στην οποία πατούσε η επικοινωνία μέχρι το 2019 περίπου. Είναι παρελθόν, ακόμα και το 2019 υπάρχει υπήρχαν σημεία της Αθήνας που μπορούσες να οργανώσεις ληστεία από το σταθερό σου τηλέφωνο.Αν το σταθερό σου τηλέφωνο ήταν 4 G και δεν μπορούσαν οι αρχές ασφαλείας να σε ακούσoυν γιατί οι αρχές ασφαλείας τρέχαν μηχανήματα που ήταν στηριγμένα σε τεχνολογία 2 και 3 G. Δεν μπορούσαν να σε ακούσουν πλέον. Δηλαδή οι αρχές ασφαλείας υπολείπονταν της τεχνολογίας των παρανόμων . Το ένα λοιπόν πρόβλημα είναι αυτό. Όλα γίνονται μέσα από δεδομένα και η φωνή του σταθερού πλέον είναι μέσα από δεδομένα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι από το 2012 υπάρχει μια ιδιωτικοποίηση της αστυνομίας που έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Εντάξει, οι πιο πολλοί από εμάς θυμόμαστε την ιδιωτική πτυχή της απασχόλησης των αστυνομικών και πρίν τα μνημόνια . Ας πούμε ότι κάποιοι αστυνομικοί τις ελεύθερες ώρες τους μπορεί να δουλεύανε για τον τάδε ή τον δείνα πρίν από τα μνημόνια . Τώρα υπάρχουν πλέον χιλιάδες αστυνομικοί που δουλεύουν για μασατζιδικα ,για λαθραία πετρέλαια και τσιγάρα. Όλοι αυτοί χρειαζόντουσαν μια υπηρεσία πληροφοριών να μαθαίνουν αν το μαγαζί του Ξ εισπράττει και ο Ψ. Αυτός ο μηχανισμός της παρακολούθησης αναπτύχθηκε τα χρόνια των μνημονίων, καθώς η αστυνομία κατέρρεε. Και φαίνεται ότι αυτός ο μηχανισμός ήταν ένα μέρος των ιδιωτών που είναι τώρα στο προσκήνιο. Ειναι ιδιος μηχανισμος που υπήρχε με την προηγούμενη κυβέρνηση και απλά τον κληρονόμησε αυτή χωρίς να τον ξηλώσει.
Αυτές είναι 2 από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα, δηλαδή ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η πλήρης ιδιωτικοποίηση της αστυνομίας τώρα στις προτάσεις. Νομίζω ότι όταν έχεις επικοινωνία με δεδομένα και η φωνή περνάει μόνο από δεδομένα αποτελεί πολυτέλεια να έχεις μια ανεξάρτητη αρχή προστασίας του απορρήτου τηλεπικοινωνιών και μια ανεξάρτητη αρχή για την προστασία των δεδομένων.Φτιάχνεις μια καλή ενιαία αρχή και τελειώνεις. Που έχει ένα δυνατό τεχνικό τμήμα και μπορεί να κάνει τη δουλειά της.
Πρέπει να υπάρχει λογισμικό διεισδύσει στα κινητά τηλέφωνα μέσω των εφαρμογών; Εγω πιστευω οτι αν ο Α έχει τη δυνατότητα μεσω μια εφαρμογής να κανονίσει τη ληστεία μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού πρέπει να έχεις αυτό το λογισμικό. Και πώς θα εξασφαλίσεις ότι δεν θα γίνει κατάχρηση; Υπάρχουν τεχνικοί τε τεχνικοί τρόποι να εξασφαλίσουν ότι θα γίνει κατάχρηση με την τεχνητή νοημοσύνη και με τους με την πρόοδο της αυτοματοποίησης των δεδομένων. Σήμερα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ενεργοποιείται αυτό το λογισμικό αφήνοντας ίχνος ; Διότι σήμερα το πρόβλημα είναι ότι πώς αυτό το λογισμικό δεν αφήνει ίχνος όπως το σύστημα νόμιμες συνακροάσεις, όταν μπεις μέσα; και κάποιος ανοίξει το σύστημα νόμιμες συνακροάσεις. Αυτός που ανοίγει αφήνει ίχνος το λογισμικό αυτό δεν αφήνει καν ιχνος. Θα μπορούσε λοιπόν για να ενεργοποιείτε το λογισμικό από τις αρχές, αφού διασφαλιστεί, πρώτον, δεν θα το έχουν ιδιώτες και κάθε φορά που ενεργοποιείται αυτό το λογισμικό να υπάρχει ένα ίχνος στην ΑΔΑΕ η την αρχή που θα εχει δημιουργηθεί που θα έεχει δημιουργηθεί με έναν άλλο αυτοματισμό, δηλαδή δεν θα ενεργοποιείται η διάταξη του χρήση του παράνομου λογισμικού αν δεν αναβει το « λαμπάκι» στην αδαε. Υπάρχει τρόπος αυτός ΗΠΑ γίνεται και σε άλλες χώρες. Δεν θα ανακαλύψουμε την Αμερική, αλλά χρειάζεται ένα άλλο είδος εγγυήσεων για αυτό το πράγμα. Δηλαδή οι σημερινές εγγυήσεις με αυτούς τους τεχνικούς τρόπους δεν αρκούν.
Τώρα υπάρχει ένα τελευταίο μέρος, ένα τελευταίο και με αυτό τελειώνω. Εμείς συζητάμε εδώ και τα δικαιώματά μας. Και για το γεγονός ότι μπορεί να παρακολουθούμαστε με αυτό το λογισμικό. Υπάρχει μια άλλη πτυχή που είναι, αν θέλετε εξωτερική και είναι πολύ χειρότερη. Εξαιτίας αυτού του λογισμικού, υπάρχουν χώρες της Αφρικής. Σκοτώνονται 200 άνθρωποι την ημέρα. Αυτό το λογισμικό έχει χαρακτηριστεί dual use διπλής χρήσης, είναι σαν όπλο, δηλαδή εξαγωγή του είναι σαν όπλο. Από την Ελλάδα έχουν γίνει εξαγωγές 250 εκατομμυρίων ευρώ τα τελευταία 3 χρόνια αυτού του λογισμικού, κυρίως σε χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Χωρίς να τηρείται η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Δεν τα βάζω τα δικά μας προβλήματα από τη χρήση spyware και εκείνων των αναπτυσσόμενων χωρών στη ζυγαριά, αλλά καταλαβαίνετε ότι κάθε χώρα έχει τα προβλήματα που τους ταιριάζουν. Εμείς έχουμε προβλήματα του πρώτου κόσμου, υπάρχουν άλλοι άλλες χώρες που έχουν προβλήματα σοβαρότερα από αυτά. Εκεί όπου διακυβεύονται σημαντικότερα αγαθά από αυτά που παραβιάζονται εδώ. Ευχαριστώ πολύ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΊΊΝΟΣ Π. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, (τ. Δικαστής Γενικού Δικαστηρίου Ε.Ε., ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρος) Η υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της διάρκειας της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ε.Ε. ως λόγος αποζημιώσεως
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ*
Υπό
Κωνσταντίνου Π. Ηλιόπουλου
Ομ. Καθηγητού ΔΠΘ, Δικαστού Γεν. Δικαστηρίου ΕΕ[1]
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από τα Δικαστήρια (εθνικά ή ενωσιακά) απετέλεσε πάντοτε υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα για τους ιδιώτες διαδίκους (φυσικά και νομικά πρόσωπα) τόσον σε εθνικό όσον και σε ενωσιακό επίπεδο. Το πρόβλημα αυτό εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν, φυσικώ τω λόγω, τα ίδια τα Δικαστήρια (εθνικά και ενωσιακά), αλλά και ο Νομοθέτης (εθνικός και ενωσιακός).
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η λύση του προβλήματος επετεύχθη σταδιακά με εξελίξεις τόσον σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου όσον και σε επίπεδο νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), ήτοι του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου[2], πάντοτε σε σχέση με τις γενικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να λεχθεί ότι ούτε στην ΣυνθΕΟΚ (1957/1958) ούτε στο παράγωγο δίκαιο της ΕΟΚ υπήρχε διάταξη σχετικά με την προστασία ιδιώτη (διαδίκου) από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από ενωσιακό δικαστήριο, ήτοι από το Δικαστήριο (ΔΕΚ) μέχρι το 1988, οπότε ιδρύθη το Πρωτοδικείο (ΠΕΚ), ή από το ΠΕΚ μετά το 1988. Εξ ίσου πρέπει να τονισθεί ότι ούτε γενικότερα η ΣυνθΕΟΚ περιείχε διάταξη περί του αν στην ΕΟΚ ισχύουν και τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως στα Κράτη Μέλη, βάσει των εθνικών συνταγμάτων ή βάσει της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), στην οποία τα Κράτη Μέλη ήσαν συμβαλλόμενα μέρη (όχι όμως οι τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ). Τούτο είναι σημαντικό, διότι το δικαίωμα για εύλογη διάρκεια της δίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τμήμα ευρύτερου θεμελιώδους δικαιώματος, όπως π.χ του από την ΕΣΔΑ (1950) αναγνωριζόμενου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγρ. 1 αυτής[3]. Τέλος, πρέπει επίσης να τονισθεί ότι στο πλαίσιο των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, τις οποίες αυτό το ίδιο το Δικαστήριο των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανεγνώρισε / διέπλασε, υπήρχε θεωρητικά η δυνατότητα, όπως το Δικαστήριο αναγνωρίσει το δικαίωμα για εύλογη διάρκεια της δίκης ως γενική αρχή ή έκφραση ή μέρος γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου.
Η πρώτη εξέλιξη, η οποία έθεσε την βάση για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, συνίστατο στο σημαντικότατο γεγονός ότι το Δικαστήριο ανεγνώρισε, για πρώτη φορά το 1969, ήτοι υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, με την απόφασή του Stauder[4], ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα της κοινοτικής έννομης τάξεως, τα οποία, μη υπάρχοντος καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων, αυτό το ίδιο το Δικαστήριο ανεγνώρισε/διέπλασε με την Νομολογία του, προστατεύονται, και μάλιστα ως μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, τις οποίες επίσης αυτό το ίδιο είχε αναγνωρίσει/διαπλάσει ως τοιαύτες[5].
Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη έγκειται στο ότι το Δικαστήριο ανεγνώρισε, με τη απόφασή του στην υπόθεση Johnston το 1986, δηλ. και πάλιν υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, ότι η κοινοτική έννομη τάξη προστατεύει ειδικώς το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Η απόφαση αφορούσε αίτηση δικαστηρίου της Βορείου Ιρλανδίας για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976 περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούσε ειδικότερα την ερμηνεία του άρθρου 6 της Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο, τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να θεσπίσουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, ώστε να μπορεί κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από διάκριση, να διεκδικεί τα δικαιώματά του δικαστικώς. Η διαφορά στην κυρία δίκη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αφορούσε την άρνηση του αρχηγού της τοπικής αστυνομίας να επιτρέψει στην αστυνομικό Marguerite Johnston να λάβει επαγγελματική εκπαίδευση στον χειρισμό και στην χρήση πυροβόλων όπλων, καθήκον, το οποίο η εθνική νομοθεσία επεφύλασσε στην Βόρειο Ιρλανδία αποκλειστικά στους άνδρες αστυνομικούς[6].
Το Δικαστήριο απεφάνθη σχετικώς ότι από την διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας «απορρέει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν μέτρα αρκούντως αποτελεσματικά για την επίτευξη του στόχου της οδηγίας και καθιστώντα δυνατή την πραγματική επίκληση από τους ενδιαφερόμενους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των κατ’ αυτό τον τρόπο απονεμηθέντων δικαιωμάτων»[7]. Επίσης ότι «Ο επιβαλλόμενος από το άρθρο αυτό έλεγχος αποτελεί την έκφραση γενικής αρχής του δικαίου, στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Η αρχή αυτή έχει επίσης καθιερωθεί από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Όπως έχει αναγνωρισθεί με την από 5 Απριλίου 1977 κοινή διακήρυξη της Συνελεύσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, να λαμβάνονται υπ’ όψη οι αρχές από τις οποίες διαπνέεται η σύμβαση αυτή»[8]. Τέλος, ότι «Στα κράτη μέλη εναπόκειται η διασφάλιση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου όσον αφορά την τήρηση των εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και της εθνικής νομοθεσίας με την οποία αποσκοπείται η υλοποίηση των προβλεπομένων από την οδηγία δικαιωμάτων»[9].
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση Johnston αφ’ ενός αναγνωρίζει την ύπαρξη δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, στην οποία μάλιστα στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, και αφ’ ετέρου ότι η ΕΣΔΑ, και ειδικότερα τα άρθρα 6 και 13, τα οποία καθιερώνουν επίσης την ως άνω αρχή (εννοείται εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης αυτής, ήτοι έναντι των συμβαλλομένων Κρατών)[10], «πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη», δηλ. η Σύμβαση αυτή δεν καθίσταται κοινοτικό δίκαιο, αφού οι τρεις Κοινότητες δεν έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ, αλλά αποτελεί (απλή) πηγή εμπνεύσεως.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το 1987 την νομολογία Johnston με την απόφασή του στην υπόθεση Heylens[11] και το 1992 με την απόφασή του στην υπόθεση Borelli[12], πάντοτε δηλ. υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ.
Η τρίτη σημαντική εξέλιξη, πάντοτε υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, έγκειται στο γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής της 2.8.1989 σε υπόθεση δικαίου ανταγωνισμού (πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ, σήμερα 101 ΣυνθΛΕΕ) προσεβλήθη από θιγείσα επιχείρηση (Baustahlgewebe) με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ, το οποίο με την απόφασή του (από 6.4.1995) ναι μεν εμείωσε το πρόστιμο, πλην όμως χρειάσθηκε περίπου 5,5 έτη από της υποβολής του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου για την έκδοση της αποφάσεως. Με την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου η θιγείσα επιχείρηση έθεσε (και) θέμα υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης από το ΠΕΚ. Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί με την σχετική απόφασή του για πρώτη φορά, το έτος 1998, επί βασικών επί μέρους ζητημάτων, τα οποία συνέχονται με το θέμα της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Με την νομολογία, η οποία ακολούθησε, το Δικαστήριο τροποποίησε βασική του θέση, αλλά και διευκρίνισε και οριστικοποίησε θέσεις του επί των ζητημάτων αυτών (λεπτομέρειες κατωτέρω υπό Β).
Επόμενος σταθμός είναι η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992/1993), βάσει της οποίας εισήχθη στην νεοιδρυθείσα ΣυνθΕΕ το άρθρο ΣΤ, παράγρ. 2, με το οποίο ορίσθηκε ότι « Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου». Με την Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997/1998) και αργότερα και με την Συνθήκη της Νίκαιας (2000/2003) η διάταξη αυτή της ΣυνθΕΕ διετηρήθη αναλλοίωτη ως άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ.
Με την ως άνω διάταξη αποδίδεται για πρώτη φορά σε επίπεδο Συνθηκών η Νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ισχύ εντός της ΕΕ των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως μέρους των γενικών αρχών του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου[13]. Η αναφορά στην ΕΣΔΑ γίνεται υπό το πνεύμα και πάλιν της μέχρι τότε διαμορφωθείσας σχετικής Νομολογίας του Δικαστηρίου, ήτοι της (απλής) πηγής εμπνεύσεως.
Η τελευταία φάση των εξελίξεων στο ως άνω ζήτημα χαρακτηρίζεται σε επίπεδο Συνθηκών από την Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007/2009) και ειδικότερα από την εισαγωγή στην ΣυνθΕΕ δύο νέων διατάξεων, αυτής του άρθρου 6 παράγρ. 1 εδ. α΄ και αυτής του άρθρου 6 παράγρ. 3, καθώς και από τον προσηρτημένο στην Συνθήκη της Λισσαβώνας Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Χάρτης), και πιο συγκεκριμένα από το άρθρο 47 αυτού περί «δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου». Σημειωτέον ότι το άρθρο 6 παράγρ. 1 εδ.α΄ ΣυνθΕΕ προσέδωσε στον Χάρτη το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες[14].
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγρ. 1 εδ. α΄ ΣυνθΕΕ «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές[15] που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.»
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγρ. 3 ΣυνθΕΕ «Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την [ΕΣΔΑ] και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης».
Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγρ. 1 του Χάρτη «Κάθε πρόσωπο, του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής[16] ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγρ. 2 του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1 ΕΣΔΑ, ορίζεται ότι «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας[17], από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του» (υπογράμμιση δική μας).
Ειδικώς η σχετική με την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της διάρκειας της δίκης Νομολογία του ΔΕΕ ασχολήθηκε με τέσσερα επί μέρους ζητήματα. Ειδικότερον: α) εάν η υπέρβαση του ευλόγου χρόνου προσκρούει σε κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα, αναγνωρισμένο από το κοινοτικό (ενωσιακό) δίκαιο και ποιά η νομική βάση ενός τέτοιου δικαιώματος, β) υπό ποιές προϋποθέσεις μια μεγάλη διάρκεια της δίκης μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική και επομένως ως παραβιάζουσα το προαναφερθέν δικαίωμα, γ) ποιές είναι οι ουσιαστικές συνέπειες μιας τέτοιας παραβάσεως (εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΕ), και δ) ποιές είναι οι συνέπειες από πλευράς δικονομικού δικαίου, π.χ ποιό είναι το ένδικο βοήθημα και ποιό το αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και ταυτοχρόνως αγωγή (αίτημα) αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου είτε αγωγή αποζημιώσεως αποκλειστικώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (δικάζοντος υπό ποία σύνθεση;).
Στο επόμενο κεφάλαιο (Β) παρατίθεται η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου με όλα τα ζητήματα, τα οποία ανέκυψαν στις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Το άρθρο κλείνει με τα Συμπεράσματα (Γ).
Β. H εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως
Η σχετική Νομολογία του ΔΕΚ χαρακτηρίζεται από τις θέσεις του Δικαστηρίου αυτού στην πρώτη απόφαση στην υπόθεση Baustahlgewebe της 17.12.1998 και την εν συνεχεία μεταστροφή του στην υπόθεση Der Grüne Punkt της 16.7.2009 και στην σειρά των λεγομένων υποθέσεων των πλαστικών βιομηχανικών σάκων, ήτοι των αποφάσεων της 26.11.2013 (Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής , Kendrion κατά Επιτροπής και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής), αυτών της 30.4.2014 (FLSmidth κατά Επιτροπής και 19.6.2014 (FLS Plast κατά Επιτροπής), καθώς και αυτών της 13.12.2018 (Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez. Όλες οι προαναφερθείσες αποφάσεις, των οποίων προηγήθησαν αποφάσεις του ΠΕΚ/Γεν. Δικαστηρίου που έδωσαν στους θιγομένους διαδίκους την αφορμή να τις προσβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, αφορούσαν υποθέσεις δικαίου ανταγωνισμού (καρτέλ ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως).
Διευκρινιστέον ότι το Δικαστήριο εφήρμοσε την νομολογία του και σε μία υπόθεση σχετική με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (απόφαση Strack της 2.10.2014).
Το σύνολο της προαναφερθείσας νομολογίας εκτίθεται αναλυτικά κατωτέρω κατά χρονολογική σειρά, ώστε να φανεί η εξέλιξη αυτής, ενώ τα Συμπεράσματα (Γ) παρουσιάζονται ως προς έκαστο των τεσσάρων βασικών ζητημάτων, στα οποία εκλήθη η Νομολογία να διατυπώσει τις θέσεις της.
Ι. Η αρχική νομολογία Baustahlgewebe
Aπόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998 του Δικαστηρίου, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής
Στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής[18], το Δικαστήριο ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το ζήτημα των συνεπειών μιας υπερβολικά μακράς ένδικης διαδικασίας ενώπιον του ΠΕΚ. Η ενώπιον του Δικαστηρίου αχθείσα υπόθεση έχει το εξής συνοπτικό ιστορικό. Με την υπ’ αριθμόν 89/515/ΕΟΚ απόφαση, της 2ας Αυγούστου 1989[19], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Επιτροπή) εδέχθη ότι ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων στον τομέα κατασκευών με οπλισμένο σκυρόδεμα[20], μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση γερμανικού δικαίου Βaustahlgewebe GmbH (στο εξής: BStG), παρέβησαν το άρθρο 85 παράγρ. 1 ΣυνθΕΟΚ (αργότερα άρθρο 81 παράγρ. 1 ΣυνθΕΚ και σήμερα άρθρο 101 παράγρ. 1 ΣυνθΛΕΕ), “συμμετέχοντας, σε μία ή περισσότερες περιπτώσεις, κατά το χρονικό διάστημα από 27 Μαΐου 1980 έως 5 Νοεμβρίου 1985, σε μία ή περισσότερες συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές (συμπράξεις), οι οποίες συνίσταντο στον καθορισμό τιμών πωλήσεων, στον περιορισμό των πωλήσεων, στην κατανομή των αγορών όπως επίσης σε μέτρα για την εφαρμογή και τον έλεγχο αυτών των συμπράξεων” (άρθρο 1 της αποφάσεως).
Για την παράβαση αυτή η Επιτροπή επέβαλε τα κάτωθι πρόστιμα (άρθρο 3 της αποφάσεως):
1) Tréfilunion SA (TU): 1 375 000 ECU·
2) Société métallurgique de Normandie (SMN): 50 000 ECU·
3) Société des treillis et panneaux soudés (STPS): 150 000 ECU·
4) Sotralentz SA: 228 000 ECU·
5) Tréfilarbed Luxembourg-Saarbrücken SARL: 1 143 000 ECU·
6) Steelinter SA: 315 000 ECU·
7) NV Usines Gustave Boël, afdeling Trébos: 550 000 ECU·
8) Thibo Bouwstaai BV: 420 000 ECU·
9) Van Merksteijn Staalbouw BV: 375 000 ECU·
10) ZND Bouwstaal BV: 42 000 ECU·
11) BStG : 4 500 000 ECU·
12) ILRO SpA: 13 000 ECU·
13) Ferriere Nord SpA (Pittini): 320 000 ECU·
14) G. B. Martinelli fu G. B. Metallurgica SpA: 20 000 ECU.
Κατά της αποφάσεως αυτής η επιχείρηση BStG προσέφυγε εντός του έτους 1989, ήτοι υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, ενώπιον του ΠΕΚ και ζήτησε την ακύρωσή της. Δέκα από τους δεκατρείς άλλους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής άσκησαν επίσης προσφυγή εντός του έτους 1989[21]. Με την απόφασή του της 6ης Απριλίου 1995[22] το ΠΕΚ έκρινε ότι το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής έπρεπε να ακυρωθεί εν μέρει και το ύψος του επιβληθέντος στην BStG προστίμου των 4,5 εκατομμυρίων ECU να μειωθεί και να καθορισθεί σε 3 εκατομμύρια ECU[23]. Το ΠΕΚ απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά (ήτοι το αίτημα προσβάσεως της BStG σε σειρά εγγράφων)[24].
Κατά της αποφάσεως του ΠΕΚ η επιχείρηση BStG υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου την από 14 Ιουνίου 1995 αίτηση αναιρέσεως Η αναιρεσείουσα προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΠΕΚ ήταν υπερβολικά μακρά, καθ’ όσον παρήλθαν περίπου 5,5 έτη μεταξύ του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου και της αποφάσεως του ΠΕΚ, από τα οποία περίπου 22 μήνες για την διάσκεψη[25]. Με τον τρόπο αυτόν το ΠΕΚ παρεβίασε, κατά την άποψη της BStG, το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ. Η BStG ζήτησε, επικουρικώς, από το Δικαστήριο την μείωση του προστίμου σε εύλογο ύψος. Λαμβανομένου όμως υπ’ όψη, πρώτον ότι ο έλεγχος του ύψους του προστίμου, το οποίο επιβάλλει η Επιτροπή για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού από επιχειρήσεις (παλαιότερα βάσει του Κανονισμού 17/62 και αργότερα βάσει του Κανονισμού 1/2003), αποτελεί αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου και όχι του Δικαστηρίου (σήμερα άρθρα 340 εδ. β΄, 268, 256 παράγρ. 1 ΣυνθΛΕΕ), και δεύτερον ότι το ΠΕΚ στην συγκεκριμένη υπόθεση εμείωσε το πρόστιμο, είναι προφανές ότι στο αίτημα (προς το Δικαστήριο) μειώσεως του προστίμου λόγω της ζημίας που η αναιρεσείουσα ισχυρίσθη ότι υπέστη εκ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, ενυπήρχε αίτημα εύλογης αποζημιώσεως, το ύψος της οποίας αφέθη στην κρίση του Δικαστηρίου.
Αρχικώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε στην απόφασή του ότι η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα (απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, Kremzow, C-299/95, EU:C:1997:254, σκέψη 14), τα οποία καθιερώνει η ΕΣΔΑ, και, ειδικότερα, το δικαίωμα για μια δίκη εντός εύλογης προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής (εννοείται ενώπιον του ΠΕΚ, νυν Γενικού Δικαστηρίου) κατά αποφάσεως της Επιτροπής, επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού[26]. Με άλλα λόγια, η υποχρέωση τηρήσεως της αρχής του εύλογου χρόνου της δίκης ισχύει και για το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο), πράγμα προφανές. Η επισήμανση ότι το αντίστοιχο δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη απονέμεται σε κάθε πρόσωπο, στο οποίο η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν έχει την έννοια ότι μόνο σε τέτοιες παραβάσεις απονέμεται το δικαίωμα αυτό, αλλά ότι οι σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες προσβάλλονται από τα θιγόμενα πρόσωπα κατά τις γενικές διατάξεις (σήμερα άρθρο 263 παράγρ. 4 ΣυνθΛΕΕ).
Σε αντίθεση όμως προς την αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο δέχεται, ορθώς, ότι νομική βάση της υποχρεώσεως του ΠΕΚ περί εύλογης διάρκειας της δίκης, καθώς και του αντιστοίχου δικαιώματος του διαδίκου, αποτελεί όχι το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ, αλλά η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία καθιερώνει η ΕΣΔΑ. Πράγματι υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ (λαμβανομένης υπ’ όψη της ημερομηνίας ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ) το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, το οποίο επιβάλλει την «λογική διάρκεια» της δίκης, δεν αποτελούσε (και δεν αποτελεί μέχρι σήμερα) διάταξη του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου.
Από δικονομικής πλευράς, το Δικαστήριο, σε αντιδιαστολή με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Philippe Léger, σύμφωνα με τις οποίες το κατάλληλο ένδικο βοήθημα για τη δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης είναι η αγωγή αποζημιώσεως[27], έκρινε ότι για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και προκειμένου να εξασφαλισθεί άμεση και αποτελεσματική θεραπεία κατά μιας τέτοιας διαδικαστικής πλημμέλειας, έπρεπε να εξετάσει τον λόγο αναιρέσεως που αντλείται από την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας (εννοείται ενώπιον του ΠΕΚ), θεωρήσαν ότι ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί βάσιμος προς εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθ’ ό μέτρο η τελευταία καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου (από το ποσό των 4,5 εκατομμυρίων ECU) στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ECU[28].
Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο αφ’ ενός έκρινε ότι ένα ποσό ύψους 50 000 ECU αποτελεί δίκαιη ικανοποίηση (αποζημίωση), λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας[29],και αφ’ ετέρου, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εξαφανίζεται κατά το μέτρο που καθορίζει το ποσό του προστίμου, το Δικαστήριο καθόρισε το πρόστιμο αυτό στο ποσό των 2950 000 ECU[30]. Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο τυπικώς μεν ακύρωσε το πρόστιμο, πλην όμως ουσιαστικώς το επιβεβαίωσε στο ύψος των 3.000.000 ECU, αλλά τελικώς το εμείωσε στο ύψος των 2.950.000, λόγω του ότι ουσιαστικώς απεφάνθη επί του (με την αίτηση αναιρέσεως) υποβληθέντος αιτήματος αποζημιώσεως, συμψηφίζοντας τα δύο ποσά.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (του ΠΕΚ) στο σύνολό της[31].
Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους υπόλοιπους λόγους αναιρέσεως της BStG[32].
ΙΙ. Η μεταστροφή της νομολογίας – Εγκατάλειψη της νομολογίας Baustahlgewebe[33]
- Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009 του Δικαστηρίου, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής[34]
Η ενώπιον του Δικαστηρίου αχθείσα υπόθεση έχει το εξής συνοπτικό ιστορικό. Η Επιτροπή με απόφασή της από 20 Απριλίου 2001 (2001/463/ΕΚ) θεώρησε ότι η εταιρεία Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland GmbH (DSD) παρεβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού στον τομέα της ανακτήσεως των απορριμμάτων από συσκευασίες, και συγκεκριμένα το άρθρο 82 ΣυνθΕΚ (ήδη 102 ΣυνθΛΕΕ) περί απαγορεύσεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως.
Σύμφωνα με την γερμανική νομοθεσία, οι παραγωγοί και οι διανομείς συσκευασιών έχουν την υποχρέωση να συλλέγουν τις συσκευασίες που θέτουν σε κυκλοφορία στην γερμανική αγορά. Η DSD είναι επιχείρηση, η οποία προτείνει στους παραγωγούς και διανομείς συσκευασιών πωλουμένων προϊόντων να αναλαμβάνει την συλλογή, την διαλογή και την αξιοποίηση των συσκευασιών τους. Για τον σκοπό αυτόν, οι τελευταίοι πρέπει να θέτουν στις συσκευασίες τους τον λογότυπο[35] Der Grüne Punkt. Σε αντάλλαγμα, οι παραγωγοί και οι διανομείς υποχρεούνται να καταβάλλουν ένα τέλος στην DSD, το οποίο καλύπτει το κόστος της συλλογής, της διαλογής και της αξιοποιήσεως των συσκευασιών που συλλέγονται από την DSD, καθώς και τα συναφή διοικητικά έξοδα.
Η υιοθέτηση του συστήματος αυτού από την DSD προκάλεσε την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως, με την οποία διαπιστώθηκε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, διότι οι παραγωγοί και διανομείς υποχρεούντο να καταβάλλουν στην DSD το εν λόγω τέλος για το σύνολο των συσκευασιών επί των οποίων τίθεται ο προαναφερθείς λογότυπος, παρά το ότι ένα μέρος των εν λόγω συσκευασιών δεν συλλέγεται από το σύστημα της αναιρεσείουσας, αλλά από ανταγωνίστριά της επιχείρηση.
Κατά τα λοιπά η Επιτροπή όρισε τον τρόπο, με τον οποίο η DSD οφείλει να παύσει την παράβαση, ενώ δεν επέβαλε πρόστιμο.
Εντός του 2001, ήτοι υπό το καθεστώς της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συνθήκης του Άμστερνταμ (άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ), η DSD άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΠΕΚ, με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Με απόφαση από 24 Μαΐου 2007 το ΠΕΚ απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως, θεωρώντας ότι πράγματι υπήρξε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως[36].
Κατά της αποφάσεως αυτής η εταιρεία DSD άσκησε αναίρεση στις 8 Αυγούστου 2007. Η αναιρεσείουσα προέβαλε ειδικότερα ως λόγο αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία αυτή, η οποία διήρκεσε περίπου πέντε έτη και δέκα μήνες, προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα για την τήρηση εύλογης προθεσμίας εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως. Ως νομική βάση περί εύλογης προθεσμίας επεκαλέσθη το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη[37], παρ’ όλον ότι κατά τον χρόνο που το ΠΕΚ επελήφθη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής (2001) ισχύον δίκαιο αποτελούσε όχι το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ, αλλά το άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ, ενώ ο Χάρτης κατά την ίδια εποχή ήταν απλή πολιτική διακήρυξη, προσηρτημένη στην Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία μάλιστα είχε μεν υποβληθεί προς επικύρωση στα Κράτη Μέλη (2000), πλην όμως δεν είχε ακόμη υιοθετηθεί/επικυρωθεί (2003).
Το Δικαστήριο εξήτασε τον λόγο αναιρέσεως, όπως είχε πράξει στην υπόθεση BStG, πλην όμως ορθώς πρώτα απ’ όλα δεν εδέχθη τις προβληθείσες διατάξεις ως νομική βάση, αλλά επεκαλέσθη και πάλιν την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου, και η οποία (απλώς) «επιβεβαιώνεται» από το άρθρο 47 του Χάρτη[38]. Η θέση αυτή είναι ορθή, αφ’ ενός διότι η ΕΣΔΑ δεν αποτελούσε ευθέως πηγή του κοινοτικού δικαίου, αλλά απλώς πηγή εμπνεύσεως, πράγμα το οποίο δεν άλλαξε ούτε μετά την εισαγωγή από την Συνθήκη του Μάαστριχτ του άρθρου ΣΤ παράγρ. 2 στην ΣυνθΕΕ που αναριθμήθηκε από την Συνθήκη του Άμστερνταμ σε άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ. Αφ’ ετέρου, διότι ο προσαρτημένος στην Συνθήκη της Νίκαιας Χάρτης αποτελούσε την εποχή εκείνη απλή πολιτική διακήρυξη. Πάντως το Δικαστήριο θα μπορούσε να επικαλεσθεί και την ρητή διάταξη του άρθρου 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ (όπως το άρθρο ΣΤ παράγρ. 2, το οποίο εισήχθη από την Συνθήκη του Μάαστριχτ στην ΣυνθΕΕ, αναριθμήθηκε από την Συνθήκη του Άμστερνταμ).
Πέρα των ανωτέρω, στην προκείμενη υπόθεση το Δικαστήριο συνεξετίμησε ότι, σε περίπτωση διαφοράς ως προς το αν συντρέχει παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού, η θεμελιώδης αρχή της ασφαλείας δικαίου, της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες, καθώς και ο σκοπός του αποκλεισμού κάθε ενδεχομένου στρεβλώσεως του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, προσλαμβάνουν σημαντικό ενδιαφέρον όχι μόνο για τον ίδιο τον προσφεύγοντα και τους ανταγωνιστές του, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαφερόμενων προσώπων και των χρηματοοικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται[39].
Σε περίπτωση διαφοράς σχετικής με κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους επιχειρήσεως που απαιτεί καταβολή ειδικού τέλους για την άκρως διαδεδομένη χρήση του λογοτύπου της και λαμβανομένων υπ’ όψη των συνεπειών που μπορεί να έχει η έκβαση της οικείας δίκης, το Δικαστήριο απεφάνθη περαιτέρω ότι μια διαδικασία ενώπιον του ΠΕΚ, η οποία διήρκεσε περίπου 5 έτη και 10 μήνες, συνιστά καταστρατήγηση των προϋποθέσεων που συνδέονται με την τήρηση εύλογης προθεσμίας για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως[40], εφ’ όσον δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, είτε πρόκειται [α)] για την περιπλοκότητα της διαφοράς, [β)] την συμπεριφορά των διαδίκων, [γ)] την προβολή εκ μέρους τους παρεμπιπτόντων δικονομικών ζητημάτων είτε [δ)] για τη λήψη από το ΠΕΚ μέτρων περί οργανώσεως της δίκης[41] ή περί διεξαγωγής αποδείξεων[42]. Η διατύπωση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι η απαρίθμηση είναι ενδεικτική.
Εν τούτοις, το Δικαστήριο εξήγησε ότι, η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως συνιστά μεν διαδικαστική παρατυπία, δηλ. αποτελεί λόγον αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 58 του Οργανισμού του ΔΕΕ [43], πλην όμως το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο του Οργανισμού του Δικαστηρίου[44] πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται λυσιτελώς[45]. Εν προκειμένω, καθ’ όσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η μη τήρηση εύλογης προθεσμίας για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς, η αναίρεση της αποφάσεως του ΠΕΚ δεν θα θεράπευε την προσβολή της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, στην οποία αυτό υπέπεσε[46]. Επί πλέον, λαμβανομένης υπ’ όψη της υποχρεώσεως τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, δεν πρέπει να αναγνωρισθεί στον αναιρεσείοντα η δυνατότητα, απλώς και μόνον διότι δεν τηρήθηκε εύλογη προθεσμία για την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη παραβάσεως, την στιγμή που οι (λοιποί) προβληθέντες λόγοι αναιρέσεως κατά των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το ΠΕΚ, όσον αφορά την εν λόγω παράβαση και την σχετική διοικητική διαδικασία, απερρίφθησαν (από το ΔΕΚ) στο σύνολό τους ως αβάσιμοι[47].
Αντιθέτως, η μη τήρηση από το ΠΕΚ εύλογης προθεσμίας εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως μπορεί να αποτελέσει βάση για αξίωση καταβολής αποζημιώσεως στο πλαίσιο αγωγής κατά της Κοινότητας (νυν Ενώσεως) δυνάμει των άρθρων 235 ΣυνθΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΣυνθΕΚ (μετά την Συνθήκη της Λισσαβώνας άρθρο 268 σε συνδυασμό με άρθρο 256, παράγραφος 1, και άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣυνθΛΕΕ) ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου)[48].
Εκ των ανωτέρω προκύπτει η μεταστροφή της Νομολογίας ως προς το προσήκον ένδικο βοήθημα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, προβαλλόμενη ως λόγος αναιρέσεως, θα εξετάζεται μεν, αφού πρόκειται για νομικό λόγο, και ειδικότερα για διαδικαστική παρατυπία κατ’ άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, πλην όμως το άρθρο 61, α΄ εδάφιο του Οργανισμού θα εφαρμόζεται «λυσιτελώς» από το Δικαστήριο, και (επομένως) το ένδικο βοήθημα (αναίρεση) θα απορρίπτεται πάντοτε από το Δικαστήριο, όταν τούτο θα διαπιστώνει ότι η μη τήρηση εύλογης διάρκειας από το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο) δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επιρροή στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Επειδή εξ άλλου η ζημία, η οποία (ενδεχομένως) επέρχεται λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, δημιουργεί ζήτημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας (Ενώσεως), αρμόδιο για την οποία είναι το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο), το Δικαστήριο σηματοδοτεί ευθέως ότι το κατάλληλο ένδικο βοήθημα είναι η αγωγή αποζημιώσεως και αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής είναι (πάντοτε) το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο). Από την άλλη πλευρά όμως το Δικαστήριο διετήρησε για τον εαυτό του την διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 61 του Κανονισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, να εφαρμόζει την αρχή της οικονομίας της δίκης και να κρίνει στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως εάν το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο) πράγματι στην συγκεκριμένη υπόθεση υπερέβη την εύλογη διάρκεια και επομένως παρεβίασε το από το κοινοτικό δίκαιο κατοχυρούμενο αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας (Ενώσεως).
- Υποθέσεις συμπράξεων στον τομέα των βιομηχανικών σάκων
α) Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013 του Δικαστηρίου, Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sachsa Verpackung) κατά Επιτροπής (C-40/12 P) , Kendrion κατά Επιτροπής (C-50/12 P) και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C-58/12 P) – Επιβεβαίωση και συμπλήρωση της νομολογίας Der Grüne Punkt (C‑385/07 P)
Οι τρεις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013 του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sachsa Verpackung) κατά Επιτροπής (C-40/12 P)[49], Kendrion κατά Επιτροπής (C-50/12 P)[50] και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C-58/12 P)[51], απετέλεσαν την αφορμή για να αποσαφηνίσει έτι περαιτέρω το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου τα νομικά ζητήματα, τα οποία συνέχονται με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον αυτού του τελευταίου (κατά αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία επεβλήθη πρόστιμο για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού του δικαίου της Ενώσεως).
Στις 30 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2005) 4634 τελικό, με την οποία επέβαλε σε διάφορες επιχειρήσεις πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 290 εκατομμυρίων ευρώ για τη συμμετοχή τους σε σύμπραξη (καρτέλ) στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων. Κατά την Επιτροπή, η παράβαση αφορούσε κυρίως τον καθορισμό των τιμών και την κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την κατανομή ποσοστώσεων στις πωλήσεις, στον καταμερισμό πελατών, συμφωνιών και παραγγελιών και, τέλος, στην ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων στο Βέλγιο, στην Γερμανία, στην Ισπανία, στην Γαλλία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες.
Δεκαπέντε (15) από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην εν λόγω σύμπραξη (καρτέλ) άσκησαν ενώπιον του ΠΕΚ το έτος 2006, δηλ. υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Νίκαιας (άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ) προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής ή εν πάση περιπτώσει την μείωση των προστίμων που τους επεβλήθησαν[52].
Το Γενικό Δικαστήριο (όπως το ΠΕΚ μετωνομάσθη εν τω μεταξύ μετά την Συνθήκη της Λισσαβώνας) απεφάνθη επί των δεκαπέντε (15) αυτών προσφυγών με αποφάσεις από 13.9.2010, 16.11.2011 και 6.3.2012, απορρίπτοντας άπασες τις αιτήσεις ακυρώσεως, πλην δύο[53]. Συνεπώς, το ποσό των προστίμων που είχαν επιβληθεί στις εταιρείες αυτές δεν μετεβλήθη. Μεταξύ των απορριφθεισών αιτήσεων ακυρώσεως περιελαμβάνοντο και αυτές των εταιρειών Kendrion NV (T-54/06), Groupe Gascogne SA (Τ-72/06) και Sachsa Verpackung GmbH, η οποία έχει εν τω μεταξύ μετονομασθεί σε Gascogne Sack Deutschland GmbH (Τ-79/06) [54].
Οι τρεις αυτές επιχειρήσεις άσκησαν κατά το έτος 2012 ενώπιον του Δικαστηρίου αιτήσεις αναιρέσεως. Οι αναιρεσείουσες επεκαλέσθησαν τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο τέταρτος συνίστατο στην προσβολή του θεμελιώδους τους δικαιώματος να εκδικασθεί η υπόθεσή τους εντός ευλόγου προθεσμίας. Σχετικά με την νομική βάση του δικαιώματος αυτού η Gascogne Sack Deutschland (υπόθεση C‑40/12 P) προέβαλε ότι αυτή είναι το άρθρο 6 ΕΣΔΑ, η Kendrion (υπόθεση C‑50/12 P) περιορίσθηκε στο να υποστηρίξει απλώς ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αλυσιτελές το επιχείρημά της ότι η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία είχε υπερβολική διάρκεια, ενώ η Groupe Gascogne (υπόθεση C‑58/12 P) υπεστήριξε ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη. Και στις τρεις υποθέσεις η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν σχεδόν 5 έτη και 9 μήνες.
Με τις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013 το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, ελλείψει ενδείξεων ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως. Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ως προς το ζήτημα αυτό την θέση που εξέφρασε με την απόφασή του στην υπόθεση Der Grüne Punkt.
Όσον αφορά το πρόσφορο μέσο προς επανόρθωση των οικονομικών συνεπειών που είχε η υπερβολική διάρκεια της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν εφήρμοσε την λύση την οποία είχε προκρίνει για λόγους οικονομίας της διαδικασίας στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, αλλά απέρριψε το αίτημα των τριών επιχειρήσεων να μειωθούν κατ’ αναίρεση τα επιβληθέντα πρόστιμα, αίτημα, το οποίο υπέκρυπτε αίτημα αποζημιώσεως. Το Δικαστήριο κατέληξε, επιβεβαιώνοντας την λύση που είχε εφαρμόσει στην προαναφερθείσα απόφαση Der Grüne Punkt ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ενώσεως παράβαση της υποχρεώσεώς του να εκδικάζει εντός ευλόγου προθεσμίας τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 47, παράγρ. 2 του Χάρτη, πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια αγωγή συνιστά αποτελεσματικό και γενικής εφαρμογής μέσο επανορθώσεως[55]. Περαιτέρω το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η αγωγή αυτή δεν θα ασκηθεί απ’ ευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, βάσει των άρθρων 268, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, και 340, εδάφιο β΄, ΣυνθΛΕΕ, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν και πάλι την απόφασή του στην υπόθεση Der Grüne Punkt.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση του όρου «γενικής εφαρμογής μέσο επανορθώσεως» υποδηλώνει ευθέως και σαφώς ότι το Δικαστήριο θεωρεί, και ορθώς, την έγερση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του ΠΕΚ (Γεν. Δικαστηρίου) και όχι του Δικαστηρίου ως τον απόλυτο και γενικώς εφαρμοζόμενο κανόνα για όλες τις σχετικές υποθέσεις, αφού η αρμοδιότητα αυτή ευθέως προκύπτει από τις Συνθήκες. Εξ άλλου με τον όρο «αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως» υπονοεί ότι οι θιγόμενοι από την συγκεκριμένη κάθε φορά απόφαση του ΠΕΚ (Γεν. Δικαστηρίου) διάδικοι έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν ταυτοχρόνως αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του ΠΕΚ (Γεν. Δικαστηρίου), ώστε να μην υπάρχει απώλεια χρόνου συνολικώς.
Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο υπεγράμμισε για πρώτη φορά ότι δεν επιτρέπεται, το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί συναφώς με τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος είχε επιληφθεί της προσφυγής ακυρώσεως[56]. Σημειωτέον ότι οι προσβληθείσες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου είχαν ληφθεί, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, από τριμελή σχηματισμό. Η θέση αυτή είναι ορθή, αφού το Γενικό Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί κατά πόσον αυτό το ίδιο παρεβίασε με προηγούμενη απόφασή του το δικαίωμα διαδίκων για εύλογη διάρκεια της δίκης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι στο πλαίσιο της σχετικής αγωγής αποζημιώσεως, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει, βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υποθέσεως, όπως είναι η περιπλοκότητα της διαφοράς και η συμπεριφορά των διαδίκων, αν τηρήθηκε η αρχή της εύλογης διάρκειας της δίκης. Το Γενικό Δικαστήριο καλείται επίσης να κρίνει αν οι οικείοι διάδικοι υπέστησαν πράγματι ζημία λόγω της προσβολής του δικαιώματός τους για αποτελεσματική ένδικη προστασία. Συναφώς, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη τις γενικές αρχές του δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται στις έννομες τάξεις των Κρατών Μελών ως προς την εκδίκαση αγωγών λόγω παρόμοιων παραβάσεων. Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει ιδίως να ερευνήσει αν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί, πέρα από την ύπαρξη περιουσιακής ζημίας, μη περιουσιακή βλάβη, την οποία έχει ενδεχομένως υποστεί ο διάδικος, τον οποίον θίγει η υπέρβαση της διάρκειας και η οποία ζημία θα έπρεπε, κατά περίπτωση, να ικανοποιηθεί επαρκώς[57].
Σε σχέση με την διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις επίμαχες συγκεκριμένες υποθέσεις, η οποία ανήλθε σε 5 έτη και 9 μήνες περίπου, το Δικαστήριο, κάνοντας χρήση του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, διεπίστωσε ότι ουδεμία περίσταση σχετική με τις εν λόγω υποθέσεις ήταν δυνατό να δικαιολογήσει τέτοια διάρκεια. Ειδικότερα, ούτε η περιπλοκότητα των ένδικων διαφορών ούτε η συμπεριφορά των διαδίκων ούτε η ιδιαιτερότητα των σχετικών διαδικασιών μπορούσε να εξηγήσει την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου[58].
Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 61 του Οργανισμού, όπως το ερμήνευσε και εφήρμοσε στην υπόθεση Der Grüne Punkt, δηλ. υπό την έννοια ότι έχει την δυνατότητα, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να αποφασίζει για λόγους οικονομίας της δίκης, επί τη βάσει των στοιχείων του φακέλου, οριστικά κατά πόσον υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις διαδικασίες (δίκες) ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσεβλήθη το κατοχυρωμένο στον Χάρτη (άρθρο 47, παράγρ. 2) δικαίωμα των διαδίκων για εκδίκαση της υποθέσεώς τους εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η προσβολή αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες[59].
Η επίκληση του Χάρτη (άρθρο 47) από το Δικαστήριο εξηγείται από το γεγονός ότι κατά την εποχή, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υπέβαλαν τις αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (2012), είχε ήδη υιοθετηθεί η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007/2009) και ο σε αυτήν προσηρτημένος Χάρτης, ο οποίος απέκτησε δι’ αυτής νομική ισχύ πρωτογενούς δικαίου. Ορθώτερον θα ήτο να γίνει αναφορά στο κατά την στιγμή της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ ισχύοντος δικαίου, ήτοι της διατάξεως που εισήχθη στην ΣυνθΕΕ από την Συνθήκη του Μάαστριχτ ως άρθρο ΣΤ παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ, αναριθμήθηκε από την Συνθήκη του Άμστερνταμ ως άρθρο 6 παράγρ. 1 ΣυνθΕΕ και διατηρήθηκε με την ίδια αρίθμηση από την Συνθήκη της Νίκαιας. Πάντως η «πλημμέλεια αυτή» ουδεμία επίδραση μπορούσε να έχει ως προς το κύριο θέμα της προστασίας από το κοινοτικό (ενωσιακό) δίκαιο του δικαιώματος για εύλογη διάρκεια της δίκης.
Η θέση τέλος ότι το άρθρο 47 παράγρ. 2 του Χάρτη αποτελεί κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, αποδίδει την (ορθή) άποψη του Δικαστηρίου ότι ο κανόνας αυτός είναι αμέσου εφαρμογής.
Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο απέρριψε και στις τρεις υποθέσεις όλους τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως.
Συμπερασματικά, οι συγκεκριμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι σημαντικές, πρώτον καθ’ όσον επιβεβαιώνουν την νομολογία Der Grüne Punkt ως προς το προσήκον ένδικο βοήθημα, δεύτερον καθ’ όσον επιβάλλουν στο Γενικό Δικαστήριο να δικάζει την αγωγή αποζημιώσεως λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης με άλλη σύνθεση σε σχέση με την σύνθεση που εδίκασε την αίτηση ακυρώσεως, και τρίτον καθ΄οσον οι θιγόμενες επιχειρήσεις δικαιούνται να απαιτούν αποζημίωση και για μη περιουσιακή ζημία.
β) Αποφάσεις της 30ης Απριλίου 2014, FLSmidth κατά Επιτροπής (C-238/12 P) και της 19ης Ιουνίου 2014 του Δικαστηρίου, FLS Plast κατά Επιτροπής (C-243/12 P)
΄Όπως έχει ήδη λεχθεί, στις 30 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2005) 4634 τελικό, με την οποία επέβαλε σε διάφορες επιχειρήσεις πρόστιμα λόγω συμμετοχής τους σε σύμπραξη (καρτέλ) στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων, κατά παράβαση του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ (ήδη άρθρου 101 ΣυνθΛΕΕ). Στις επιχειρήσεις αυτές ανήκαν και οι εταιρείες FLSmidth και FLS Plast. Ειδικότερα, η Επιτροπή επέβαλε στην Trioplast Wittenheim, θυγατρική εταιρεία της FLS Plast[60], συγκεκριμένο πρόστιμο, αποφασίζοντας επί πλέον ότι για το μεγαλύτερο μέρος αυτού ευθύνονταν εις ολόκληρον οι εταιρείες FLSmidth και FLS Plast.
Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής οι εταιρείες FLS Plast και FLSmidth άσκησαν κεχωρισμένως κατά το έτος 2006, ήτοι υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Νίκαιας (άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ) προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γεν. Δικαστηρίου. Ειδικότερα, στην υπόθεση Τ-64/06, η FLS Plast άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής, καθώς και την μείωση του ύψους του προστίμου που της είχε επιβληθεί και για την καταβολή του οποίου ευθυνόταν εις ολόκληρον. Προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως, η FLS Plast προέβαλλε πέντε λόγους ακυρώσεως[61]. Ο δεύτερος λόγος αφορούσε την εκτίμηση της ευθύνης της FLS Plast ως μητρικής εταιρείας της Trioplast Wittenheim[62].
Το Γενικό Δικαστήριο, με την από 6 Μαρτίου 2012 απόφασή του, δέχθηκε μερικώς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της FLS Plast, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η εν λόγω εταιρεία ασκούσε πραγματικό έλεγχο επί της Trioplast Wittenheim το 1991. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο μέτρο που αφορούσε τον καταλογισμό της παραβάσεως στην FLS Plast ως προς το διάστημα μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1990 και 31ης Δεκεμβρίου 1991 και μείωσε το ύψος του προστίμου, για το οποίο είχε προβλεφθεί εις ολόκληρον ευθύνη της FLS Plast[63].
Στην υπόθεση Τ-65/06[64], ήταν η εταιρεία FLSmidth, η οποία άσκησε κατά το έτος 2006 προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής. Αίτημα της προσφυγής ήταν η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορούσε ή, επικουρικώς, η μείωση του ύψους του προστίμου, για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί, κατά τα προλεχθέντα, η εις ολόκληρον ευθύνη της. Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλλε δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορούσε τον καταλογισμό στην FLSmidth της ευθύνης για την παράβαση της Trioplast Wittenheim, θυγατρικής της FLS Plast[65].
Το Γενικό Δικαστήριο, με την από 6 Μαρτίου 2012 απόφασή του, ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο μέτρο που έκρινε ότι η FLSmidth ευθυνόταν για την παράβαση κατά το διάστημα μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1990 και 31ης Δεκεμβρίου 1991. Κατά συνέπεια, εμείωσε το ύψος του ποσού, για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί η εις ολόκληρον ευθύνη της FLSmidth[66]. Σημειωτέον ότι και οι δύο αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου ελήφθησαν, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του Κανονισμού Διαδικασίας, από τριμελή σχηματισμό.
Κατόπιν αυτού οι εταιρείες FLS Plast και FLSmidth άσκησαν αναίρεση το έτος 2012 ενώπιον του Δικαστηρίου. Στις υποθέσεις FLS Plast κατά Επιτροπής (C-243/12 P) και FLSmidth κατά Επιτροπής (C-238/12 P), οι FLS Plast και FLSmidth επεκαλέσθησαν, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, εστήριξαν δε τον λόγο αυτόν στο άρθρο 47 του Χάρτη, αλλά και στο άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ[67].
Τo Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 30.4.2014 και 19.6.2014 έκρινε, κάνοντας και πάλιν χρήση της δυνατότητας που του δίνει το άρθρο 61 Οργανισμού (όπως το ίδιο ερμήνευσε την διάταξη αυτή στην υπόθεση Der Grüne Punkt και στις αποφάσεις που ακολούθησαν), ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία υπερέβη τα έξι έτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, από την οποία προέκυψε η υπό κρίση διαφορά, και ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης[68]. Εν τούτοις υπεγράμμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ενώσεως παράβαση της υποχρεώσεώς του, η οποία απορρέει από το άρθρο 47, παράγρ. 2 του Χάρτη, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας, πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως.
Εναπόκειται συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει την αγωγή αυτήν, κρίνοντας όμως σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επελήφθη της ένδικης διαφοράς, της οποίας επικρίνεται η διάρκεια εκδικάσεως, να εκτιμήσει, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομισθούν προς τον σκοπό αυτό, τόσο το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας όσο και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της υπερβολικής διάρκειας της επίμαχης ένδικης διαδικασίας[69]. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αναιρέσεως που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να δικάζεται η υπόθεσή του εντός ευλόγου προθεσμίας[70], δεχόμενο πάντως ως νομική βάση του δικαιώματος αυτού το άρθρο 47 του Χάρτη.
Η επίκληση του Χάρτη (άρθρο 47) από το Δικαστήριο εξηγείται από το γεγονός ότι κατά την εποχή, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υπέβαλαν τις αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (2012), είχε ήδη υιοθετηθεί η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007/2009) και ο σε αυτήν προσηρτημένος Χάρτης, ο οποίος απέκτησε δι’ αυτής νομική ισχύ πρωτογενούς δικαίου. Ορθότερον θα ήτο να γίνει αναφορά στο κατά την στιγμή της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ ισχύοντος δικαίου, ήτοι της διατάξεως που εισήχθη στην ΣυνθΕΕ από την Συνθήκη του Μάαστριχτ ως άρθρο ΣΤ παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ, αναριθμήθηκε από την Συνθήκη του Άμστερνταμ ως άρθρο 6 παράγρ. 1 ΣυνθΕΕ και διατηρήθηκε με την ίδια αρίθμηση από την Συνθήκη της Νίκαιας. Πάντως η «πλημμέλεια αυτή» ουδεμία επίδραση μπορούσε να έχει ως προς το κύριο θέμα της προστασίας από το κοινοτικό δίκαιο του δικαιώματος για εύλογη διάρκεια της δίκης.
Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως και των δύο εταιρειών.
Συμπερασματικά, διαπιστούται ότι και με τις παρούσες αποφάσεις το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αφ’ ενός την μεταστροφή της νομολογίας του δια της αποφάσεως Der Grüne Punkt, και αφ’ ετέρου τις επακολουθήσασες αποφάσεις.
γ) Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne (C‑138/17 P και C‑146/17 P)[71], Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion (C‑150/17 P)[72] και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez (C‑174/17 P και C‑222/17 P)[73]
Στις 26 Ιουνίου 2014 η Kendrion και στις 4 Αυγούστου 2014 οι εταιρείες Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, συμμορφούμενες προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2013, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 268 ΣυνθΛΕΕ κατά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εξωσυμβατική ευθύνη), με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που η εκάστοτε ενάγουσα είχε, κατά την άποψή της, υποστεί λόγω υπέρμετρης χρονικής διάρκειας της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑72/06, T‑79/06 και T‑54/06, αντιστοίχως[74].
Ομοίως, στις 27 Ιανουαρίου 2015, οι εταιρείες Plásticos Españoles (ASPLA) και Armando Álvarez άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 268 ΣυνθΛΕΕ, κατά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία, κατά την άποψή τους, είχαν υποστεί λόγω της διάρκειας τής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, αντιστοίχως[75].
Αρχές 2017, το Γενικό Δικαστήριο, συνελθόν υπό πενταμελή σύνθεση, εξέδωσε τις αποφάσεις του επί των υποθέσεων αυτών και υπεχρέωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποζημιώσει τις εταιρείες, αφ’ ενός, για τις υλικές ζημίες που οφείλονται στο ότι διατήρησαν για χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο του αρχικώς προβλεφθέντος την τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής για την μελλοντική καταβολή των προστίμων, τα οποία τους είχαν επιβληθεί λόγω της προμνημονευθείσας συμπράξεως, και, αφ’ ετέρου, για τις μη υλικές ζημίες λόγω της καταστάσεως αβεβαιότητας, στην οποία είχαν περιέλθει εξ αιτίας της καθυστερήσεως ως προς την εκδίκαση των υποθέσεών τους από το Γενικό Δικαστήριο[76].
Στις 17 και 22 Μαρτίου 2017, η Ευρωπαϊκή Ένωση (εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) και οι ενδιαφερόμενες εταιρείες άσκησαν αντιστοίχως αναιρέσεις κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου[77].
Με τις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018 το Δικαστήριο έκανε δεκτές τις αναιρέσεις της Ενώσεως. Κατ’ αρχάς το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση της υποχρεώσεώς του να αποφανθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δυνάμενη να στοιχειοθετήσει την οικονομική ευθύνη της Ενώσεως για τις ζημίες που υπέστησαν στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως του δικαίου και της αποδεδειγμένης ζημίας[78].
Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την νομολογία του[79], σύμφωνα με την οποία, όταν απόφαση της Επιτροπής επιβάλλουσα πρόστιμο παρέχει τη δυνατότητα συστάσεως εγγυήσεως για την εξασφάλιση της καταβολής του προστίμου και των τόκων, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής, η ζημία που συνίσταται στα έξοδα για τη σύσταση της εγγυήσεως δεν οφείλεται στην απόφαση της Επιτροπής, αλλά στην επιλογή του ενδιαφερόμενου να συστήσει εγγύηση αντί να καταβάλει αμέσως το πρόστιμο. Η ύπαρξη, όμως, τέτοιας δυνατότητας του ενδιαφερομένου διαρρηγνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως του δικαίου και της προβαλλομένης ζημίας, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει πλέον δεκτό ότι η προσαπτομένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριφορά αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η σχέση μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις επίμαχες υποθέσεις και της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή (αιτιώδης συνάφεια) δεν ήταν δυνατόν να διερράγη λόγω της αρχικής επιλογής των οικείων εταιρειών να μη καταβάλουν αμέσως το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, αλλά να συστήσουν τραπεζική εγγύηση[80].
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο διαπιστώνει περαιτέρω ότι το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο που οι εταιρείες αυτές προέβησαν στη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεών τους, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Πράγματι, ακριβώς όπως η σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων, έτσι και η διατήρησή τους απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι επομένως ελεύθερες να ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή την τραπεζική εγγύηση που συνέστησαν και να καταβάλουν το πρόστιμο που τους επεβλήθη. Την δυνατότητα αυτή, όμως, την είχαν και οι οικείες εν προκειμένω εταιρείες, όταν κατενόησαν ότι, λαμβανομένης υπ’ όψη της καθυστερήσεως ως προς την εξέταση των υποθέσεών τους από το Γενικό Δικαστήριο, η δαπάνη για τις τραπεζικές εγγυήσεις τους θα υπερέβαινε την αρχικώς προβλεφθείσα κατά τον χρόνο συστάσεως των εγγυήσεων αυτών[81].
Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, το Δικαστήριο αφ’ ενός ανήρεσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επεδίκασε στις οικείες εταιρείες αποζημίωση για την υλική ζημία που οφείλεται στη διατήρηση των τραπεζικών εγγυήσεών τους, και αφ’ ετέρου απέρριψε το αίτημα των εταιρειών για την επιδίκαση αποζημιώσεως σχετικώς[82].
Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις αναιρέσεως των εταιρειών και κατά τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως σχετικά με την υλική ζημία, αλλά επεκύρωσε την αποζημίωση, την οποία τους επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη μη υλική ζημία.
Συμπερασματικά, οι παρούσες υποθέσεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον, καθ’ ότι πρώτον, αποτελούν τις πρώτες, κατά τις οποίες οι παραπονούμενες για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης εταιρείες Gascogne Sack Deutschland, Gascogne και Kendrion προσηρμόσθησαν στα διδάγματα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 2013 (όπου υπήρξαν διάδικοι) και άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 268 ΣυνθΛΕΕ κατά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (εξωσυμβατική ευθύνη), με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που η εκάστοτε ενάγουσα είχε, κατά την άποψή της, υποστεί λόγω υπέρμετρης χρονικής διάρκειας της δίκης ενώπιον του ΠΕΚ στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑72/06, T‑79/06 και T‑54/06, αντιστοίχως. Το πλεονέκτημα που είχαν από τις προηγηθείσες δίκες ήταν ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της μετ’ αναίρεση δίκης, έκρινε ότι το Πρωτοδικείο (Γεν. Δικαστήριο) είχε παραβεί την υποχρέωση της μη υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Επί της ουσίας μεγάλο ενδιαφέρον για την πράξη παρουσιάζει από την μία πλευρά ο λόγος, για τον οποίο το Δικαστήριο αρνήθηκε στις εταιρείες την αποζημίωση για την ισχυριζόμενη υλική ζημία (έλλειψη αιτιώδους συνάφειας), από την άλλη το (χαμηλό) ύψος της αποζημιώσεως για μη υλική ζημία (όπως ακριβώς την είχε προσδιορίσει το Γενικό Δικαστήριο).
Οι αποφάσεις αυτές παρουσιάζουν, δεύτερον, ενδιαφέρον κατά το ότι το Γενικό Δικαστήριο όχι απλώς συνεμορφώθη προς την επιταγή του Δικαστηρίου να δικάσει την αγωγή αποζημιώσεως με άλλη σύνθεση απ’ ότι η σύνθεση, με την οποία έκρινε την αγωγή ακυρώσεως (τριμελής σχηματισμός), αλλά την εισήγαγε σε άλλο Τμήμα, και μάλιστα στην αμέσως ανώτερη σύνθεση αυτού, δηλ. την σύνθεση διευρυμένου Τμήματος (πενταμελής σχηματισμός).
3) Υπόθεση πέρα του δικαίου του ανταγωνισμού : Απόφαση της 2ης Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C-127/13 P,[83]
Στις 20 Ιουνίου 2007, ο G. Strack, υπέβαλε στην Επιτροπή, αρχικό αίτημα προσβάσεως σε έγγραφα δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του Κανονισμού 1049/2001[84]. Κατόπιν της λήξεως των προβλεπόμενων στο άρθρο 7 του Κανονισμού προθεσμιών για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων προσβάσεως στα έγγραφα και κατόπιν της εκδόσεως από την Επιτροπή, στις 13 Αυγούστου 2007, αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στα σχετικά με την υπόθεση Τ‑110/04 έγγραφα, ο αναιρεσείων άσκησε, στις 15 Αυγούστου 2007, «επιβεβαιωτική αίτηση» προσβάσεως δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 4, του ως άνω Κανονισμού. Στον αναιρεσείοντα παρεσχέθη μεν πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό εγγράφων, των οποίων όμως το περιεχόμενο απεκρύβη εν μέρει, προκειμένου να προστατευθούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή εμπορικά συμφέροντα.
Στις 12 Οκτωβρίου 2007 ο G. Strack άσκησε, αφ’ ενός, προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση των ρητών και σιωπηρών αποφάσεων της Επιτροπής περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, με τα οποία είχε σχέση το αρχικό του αίτημα και η επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως και, αφ’ ετέρου, με το ίδιο δικόγραφο, αγωγή αποζημιώσεως. Ειδικότερα, με την αγωγή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την μη περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη[85] κατά την εξέταση της αιτήσεώς του, η οποία πάντως να ανέρχεται στο συμβολικό ποσό του ενός ευρώ[86].
Το Γενικό Δικαστήριο με την από 15 Ιανουαρίου 2013 απόφασή του, δηλαδή πέντε έτη και τρεις μήνες αργότερα, εδέχθη εν μέρει την προσφυγή του[87], αλλά απέρριψε ολοκληρωτικώς την αγωγή αποζημιώσεως[88].
Ο G. Strack άσκησε αίτηση αναιρέσεως, επικαλούμενος εννέα λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων με τον δεύτερο, μεταξύ άλλων, και παράβαση των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθ’ όσον η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (πέντε έτη και τρεις μήνες) δεν ήταν εύλογη. Η Επιτροπή άσκησε από την πλευρά της ανταναίρεση.
Το Δικαστήριο παγίωσε την προσέγγιση, την οποία υιοθέτησε στις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P[89] και της 26ης Οκτωβρίου 2014, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P[90]. Ειδικότερα, επανέλαβε ότι, ελλείψει κάθε στοιχείου που να αποδεικνύει ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η προβαλλομενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως[91]. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων δεν υπεστήριξε ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου άσκησε οποιαδήποτε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, ούτε η άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί κατόπιν ταχείας διαδικασίας ούτε η προβαλλομένη υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιόν του μπορούν να έχουν ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως[92].
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα του αναιρεσείοντος που αφορά την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο (επιχείρημα) αυτός ο τελευταίος βάσισε στους ίδιους λόγους περί της διάρκειας της διαδικασίας, έπρεπε επίσης να απορριφθεί από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, προκύπτει από τη νομολογία του[93] ότι απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1 ΣυνθΛΕΕ, να κρίνει τέτοια αιτήματα αποζημιώσεως (δηλ. αίτημα αποζημιώσεως λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης), αποφαινόμενο σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επελήφθη αρχικώς της ένδικης διαφοράς, την οποία αφορά η διαδικασία, η διάρκεια της οποίας επικρίνεται.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε ως λόγο αναιρέσεως την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας και έκρινε ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο (χωρίς δηλαδή να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως) το αίτημα αποζημιώσεως, το οποίο βασιζόταν στην διάρκεια της διαδικασίας (ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου), αποφαινόμενο ότι τούτο θα έπρεπε να είχε υποβληθεί μέσω αυτοτελούς προσφυγής (ήτοι αγωγής αποζημιώσεως)[94].
Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε και όλους τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως[95].
Γ. Συμπεράσματα
- Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από τα Δικαστήρια (εθνικά ή ενωσιακά) απετέλεσε πάντοτε υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα για τους ιδιώτες διαδίκους (φυσικά και νομικά πρόσωπα) τόσον σε εθνικό όσον και σε ενωσιακό επίπεδο.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η λύση του προβλήματος της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης επετεύχθη σταδιακά με εξελίξεις τόσον σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου όσον και σε επίπεδο Νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), ήτοι του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, πάντοτε σε σχέση με τις γενικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να λεχθεί ότι ούτε στην ΣυνθΕΟΚ (1957/1958) ούτε στο παράγωγο δίκαιο της ΕΟΚ υπήρχε διάταξη σχετικά με την προστασία ιδιώτη (διαδίκου) από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης από το Δικαστήριο της Κοινότητας. Εξ ίσου πρέπει να τονισθεί ότι ούτε γενικότερα η ΣυνθΕΟΚ περιείχε διάταξη περί του αν στην ΕΟΚ ισχύουν και τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως στα Κράτη Μέλη, βάσει των εθνικών συνταγμάτων ή βάσει της ΕΣΔΑ (1950), η οποία στο άρθρο 6 παράγρ. 1 αυτής αναγνωρίζει το δικαίωμα σε εύλογη διάρκεια της δίκης ως τμήμα του ευρύτερου θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Η πρώτη εξέλιξη, η οποία έθεσε την βάση για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, συνίστατο στο γεγονός ότι το Δικαστήριο ανεγνώρισε, για πρώτη φορά το 1969, με την απόφασή του Stauder, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα της κοινοτικής έννομης τάξεως, τα οποία, μη υπάρχοντος καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων, αυτό το ίδιο το Δικαστήριο ανεγνώρισε/διέπλασε με την Νομολογία του, προστατεύονται, και μάλιστα ως μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, τις οποίες επίσης αυτό το ίδιο είχε αναγνωρίσει/διαπλάσει ως τοιαύτες (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Α. Εισαγωγή).
Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη έγκειται στο ότι το Δικαστήριο ανεγνώρισε με τη απόφασή του στην υπόθεση Johnston το 1986, δηλ. υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, αφ’ ενός ότι η κοινοτική έννομη τάξη προστατεύει το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, και αφ’ ετέρου ότι η αρχή αυτή έχει επίσης καθιερωθεί από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, τα οποία «πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη», θεώρησε δηλ. ότι η Σύμβαση αυτή δεν καθίσταται κοινοτικό (ενωσιακό) δίκαιο, αφού οι τρεις Κοινότητες δεν έχουν προσχωρήσει στην ΕΣΔΑ, αλλά αποτελεί (απλή) πηγή εμπνεύσεως. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το 1987 την νομολογία Johnston με την απόφασή του στην υπόθεση Heylens και το 1992 με την απόφασή του στην υπόθεση Borelli, πάντοτε υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Α. Εισαγωγή).
Η τρίτη σημαντική εξέλιξη, πάντοτε υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ, έγκειται στο γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής της 2.8.1989 σε υπόθεση δικαίου ανταγωνισμού (πρόστιμο για παράβαση του άρθρου 81 ΣυνθΕΚ, ήδη 101 ΣυνθΛΕΕ) προσεβλήθη από θιγείσα επιχείρηση (Baustahlgewebe) με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ, το οποίο με την από 6.4.1995 απόφασή του ναι μεν εμείωσε το πρόστιμο, πλην όμως χρειάσθηκε περίπου 5,5 έτη από της υποβολής του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου για την έκδοση της αποφάσεως. Με την αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου η θιγείσα επιχείρηση έθεσε (και) θέμα υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης από το ΠΕΚ. Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί με την σχετική απόφασή του για πρώτη φορά, το έτος 1998, επί βασικών επί μέρους νομικών ζητημάτων, τα οποία συνέχονται με το θέμα της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Με την νομολογία, η οποία ακολούθησε, το Δικαστήριο τροποποίησε βασική του θέση, αλλά και διευκρίνισε και οριστικοποίησε θέσεις του επί των ζητημάτων αυτών (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Α. Εισαγωγή και Β.,Ι.,ΙΙ.).
Η τέταρτη εξέλιξη (σταθμός) είναι η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992/1993), βάσει της οποίας εισήχθη στην για πρώτη φορά υιοθετηθείσα ΣυνθΕΕ το άρθρο ΣΤ, παράγρ. 2, με το οποίο ορίσθηκε ότι η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Kρατών Mελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Με την Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997/1998) και αργότερα και με την Συνθήκη της Νίκαιας (2000/2003) η διάταξη αυτή της ΣυνθΕΕ διετηρήθη αναλλοίωτη κατά το περιεχόμενο, αναριθμηθείσα απλώς ως άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ. Η αναφορά στην ΕΣΔΑ γίνεται υπό το πνεύμα και πάλιν της μέχρι τότε διαμορφωθείσης σχετικής Νομολογίας του Δικαστηρίου, ήτοι της (απλής) πηγής εμπνεύσεως (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Α. Εισαγωγή).
Η πέμπτη και τελευταία φάση των εξελίξεων, και δη σε επίπεδο Συνθηκών, χαρακτηρίζεται από την Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007/2009) και ειδικότερα αφ’ ενός από την εισαγωγή στην ΣυνθΕΕ δύο νέων (λεπτομερέστερων) διατάξεων, αυτής του άρθρου 6 παράγρ. 1 εδ. α΄ και αυτής του άρθρου 6 παράγρ. 3, και αφ’ ετέρου από τον προσηρτημένο στην Συνθήκη της Λισσαβώνας Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Χάρτης), και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 47 αυτού περί «δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγρ. 1 εδ. α΄ ΣυνθΕΕ η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγρ. 3 ΣυνθΕΕ τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ενώσεως. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγρ. 2 Χάρτη, το οποίο σημειωτέον αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1 ΕΣΔΑ, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Α. Εισαγωγή).
- Ειδικώς ως προς την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της διάρκειας της δίκης, σημαντικότατη είναι και η Νομολογία του ΔΕΕ, το οποίο ασχολήθηκε τόσον υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ όσον και αυτό της Συνθήκης του Μάαστριχτ (Άμστερνταμ και Νίκαιας) και Συνθήκης της Λισσαβώνας, με τέσσερα επί μέρους ζητήματα. Πρώτον, εάν η υπέρβαση του εύλογου χρόνου προσκρούει σε κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα, αναγνωρισμένο από το κοινοτικό (ενωσιακό) δίκαιο και ποιά η νομική βάση ενός τέτοιου δικαιώματος. Δεύτερον, υπό ποιές προϋποθέσεις μια μεγάλη διάρκεια της δίκης μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική και επομένως ως παραβιάζουσα το προαναφερθέν δικαίωμα. Τρίτον, ποιές είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας παραβάσεως από πλευράς ουσιαστικού δικαίου (εξωδικαστική ευθύνη της ΕΕ). Τέταρτον, ποιές είναι οι συνέπειες από πλευράς δικονομικού δικαίου, συγκεκριμένα ποιό είναι το ένδικο βοήθημα, του οποίου δικαιούται να κάνει χρήση, και ενώπιον ποίου Δικαστηρίου (δικάζοντος με ποία σύνθεση), ο ιδιώτης, ο οποίος θεωρεί ότι υπάρχει υπέρβαση του εύλογου χρόνου από το Δικαστήριο της ΕΕ (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Β., Ι., ΙΙ).
- Αναλυτικότερα, ως προς εάν η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκρούει σε κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα, αναγνωρισμένο από το κοινοτικό (ενωσιακό) δίκαιο και ποιά είναι η νομική βάση ενός τέτοιου δικαιώματος, το ζήτημα αυτό αντιμετωπίσθηκε για πρώτη φορά από την Νομολογία του Δικαστηρίου το 1998 στην υπόθεση Baustahlgewebe (BStG), κατά την οποία η Επιτροπή είχε επιβάλει (το 1989) πρόστιμο για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού (καρτέλ) σε σειρά επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και στην BStG. Η τελευταία υπέβαλε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ, το οποίο χρειάσθηκε περίπου 5,5 έτη για να εκδώσει την απόφασή του. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως η BStG προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΠΕΚ ήταν υπερβολικά μακρά, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο, με την από 17.12.1998 απόφασή του, έκρινε ότι η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία καθιερώνει η ΕΣΔΑ, και, ειδικότερα, το δικαίωμα για μια δίκη εντός εύλογης προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής, επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού. Σε αντίθεση όμως προς την αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο δέχεται ορθώς ότι νομική βάση της υποχρεώσεως του ΠΕΚ περί εύλογης διάρκειας της δίκης, καθώς και του αντίστοιχου δικαιώματος του διαδίκου, αποτελεί όχι το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ, αλλά η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που (απλώς) εμπνέεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία καθιερώνει η ΕΣΔΑ. Πράγματι υπό το καθεστώς της ΣυνθΕΟΚ (λαμβανομένης υπ’ όψη της ημερομηνίας ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ) το άρθρο 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, το οποίο επιβάλλει την «λογική διάρκεια» της δίκης, δεν αποτελούσε (και δεν αποτελεί μέχρι σήμερα) διάταξη του κοινοτικού (ενωσιακού) δικαίου (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Β., Ι.).
Στην υπόθεση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland GmbH (DSD), κατά την οποία η Επιτροπή με απόφασή της (το 2001) διεπίστωσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως από την εταιρεία DSD (άρθρο 82 ΣυνθΕΚ, ήδη 102 ΣυνθΛΕΕ), η τελευταία υπέβαλε εντός του έτους 2001, δηλ. υπό το καθεστώς της Συνθήκης του Άμστερνταμ (άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ), προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ, το οποίο χρειάσθηκε περίπου 5 έτη και 10 μήνες για να εκδώσει την απόφασή του. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου η DSD προέβαλε ως λόγο αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία αυτή προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα για την τήρηση εύλογης προθεσμίας εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως, κατά παράβαση του άρθρου 6 παράγρ. 1 ΕΣΔΑ και του άρθρο 47 του Χάρτη.
Το Δικαστήριο, με την από 16.7.2009 απόφασή του, ορθώς δεν εδέχθη τις προβληθείσες διατάξεις ως νομική βάση, αλλά επεκαλέσθη και πάλιν την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, και η οποία (απλώς) «επιβεβαιώνεται» από το άρθρο 47 του Χάρτη. Η θέση αυτή είναι ορθή, αφ’ ενός διότι η ΕΣΔΑ δεν αποτελούσε ευθέως πηγή του κοινοτικού δικαίου, αλλά απλώς πηγή εμπνεύσεως, και αφ’ ετέρου, διότι ο προσαρτημένος στην Συνθήκη της Νίκαιας Χάρτης αποτελούσε την εποχή εκείνη απλή πολιτική διακήρυξη. Πάντως το Δικαστήριο θα μπορούσε να επικαλεσθεί και την ρητή διάταξη του άρθρου 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ (βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Β., ΙΙ., 1).
Στις υποθέσεις Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sachsa Verpackung), Kendrion και Groupe Gascogne, κατά τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε (το 2005) σε διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και οι τρεις προαναφερθείσες, πρόστιμα για τη συμμετοχή τους σε καρτέλ στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων, οι επιχειρήσεις αυτές υπέβαλαν εντός του 2005, δηλ. υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Νίκαιας (άρθρο 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ), προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ, το οποίο εχρειάσθη περίπου 5 έτη και 9 μήνες για να εκδώσει την απόφασή του. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως οι επιχειρήσεις αυτές επεκαλέσθησαν, μεταξύ άλλων λόγων αναιρέσεως, παραβίαση του δικαιώματος εύλογης διάρκειας της δίκης και ως νομική βάση αυτού το άρθρο 6 ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη. Με τις αποφάσεις του (από 26.11.2013) το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις διαδικασίες (δίκες) ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσεβλήθη το κατοχυρωμένο στον Χάρτη (άρθρο 47, εδάφιο β΄) δικαίωμα των διαδίκων για εκδίκαση της υποθέσεώς τους εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η προσβολή αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.
Η επίκληση του Χάρτη (άρθρο 47) από το Δικαστήριο εξηγείται από το γεγονός ότι κατά την εποχή, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υπέβαλαν τις αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (2012), είχε ήδη υιοθετηθεί η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007/2009) και ο σε αυτήν προσαρτημένος Χάρτης, ο οποίος απέκτησε δι’ αυτής νομική ισχύ πρωτογενούς δικαίου. Ορθώτερον θα ήτο να γίνει αναφορά στο κατά την στιγμή της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΠΕΚ ισχύοντος δικαίου, ήτοι της διατάξεως του άρθρου 6 παράγρ. 2 ΣυνθΕΕ. Φυσικά η «ανακολουθία» αυτή του Δικαστηρίου ουδεμίαν επίδραση είχε επί της ουσίας της υποθέσεως, [βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Β., ΙΙ., 2., α)].
Τα αυτά ισχύουν και ως προς τις υποθέσεις FLS Plast και FLSmidth, οι οποίες αφορούν το προαναφερθέν καρτέλ των πλαστικών βιομηχανικών σάκων, και κατά τις οποίες η Επιτροπή επέβαλε (το 2005) πρόστιμο στην εταιρεία Trioplast Wittenheim, θυγατρική εταιρεία της FLS Plast, αποφασίζοντας επί πλέον ότι για το μεγαλύτερο μέρος αυτού ευθύνονταν εις ολόκληρον οι εταιρείες FLSmidth και FLS Plast. Το ΠΕΚ, ενώπιον του οποίου οι ενδιαφερόμενες εταιρείες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως, εχρειάσθη κάτι παραπάνω από 6 έτη για να εκδώσει την απόφασή του. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως το Δικαστήριο έκρινε, με τις από 30.4.2014 και 19.6.2014 αποφάσεις του, ότι επί του προκειμένου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη. Ως προς την νομική αυτή βάση ισχύουν όσα αναπτύξαμε ανωτέρω στο πλαίσιο των υποθέσεων Gascogne Sack Deutschland, Kendrion και Groupe Gascogne [βλ. λεπτομέρειες ανωτέρω Β., ΙΙ, 2, β)].
- Ως προς το ζήτημα, υπό ποιές προϋποθέσεις μια μεγάλη διάρκεια της δίκης μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική ή μη εύλογη και επομένως ως παραβιάζουσα το προαναφερθέν δικαίωμα, το Δικαστήριο τοποθετήθηκε για πρώτη φορά με την απόφασή του της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι υπάρχει παράβαση, «εφ’ όσον [η διάρκεια της δίκης] δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, είτε πρόκειται [α)] για την περιπλοκότητα της διαφοράς, [β)] την συμπεριφορά των διαδίκων, [γ)] την προβολή εκ μέρους τους παρεμπιπτόντων δικονομικών ζητημάτων είτε [δ)] για τη λήψη από το ΠΕΚ μέτρων περί οργανώσεως της δίκης ή περί διεξαγωγής αποδείξεων» [βλ. ανωτέρω Β., ΙΙ, 1]. Από την διατύπωση αυτή διαφαίνεται ότι η απαρίθμηση είναι ενδεικτική.
Στις τρεις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013 στις υποθέσεις Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, Kendrion κατά Επιτροπής και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο διεπίστωσε ότι ουδεμία περίσταση σχετική με τις εν λόγω υποθέσεις ήταν δυνατόν να δικαιολογήσει τέτοια διάρκεια. Ειδικότερα, ούτε [α)] η περιπλοκότητα των ένδικων διαφορών ούτε [β)] η συμπεριφορά των διαδίκων ούτε [γ)] η ιδιαιτερότητα των σχετικών διαδικασιών μπορούσε να εξηγήσει την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου [βλ. ανωτέρω Β., ΙΙ, 2., α)]. Αν θεωρηθεί ότι ο όρος ιδιαιτερότητα των σχετικών διαδικασιών αποτελεί γενικότερη διατύπωση των όρων προβολή εκ μέρους των διαδίκων παρεμπιπτόντων δικονομικών ζητημάτων και λήψη από το ΠΕΚ μέτρων περί οργανώσεως της δίκης ή περί διεξαγωγής αποδείξεων, είναι φανερό ότι το Δικαστήριο χρησιμοποιεί παρόμοια ορολογία για την ενδεικτική απαρίθμηση.
Τέλος, στο πλαίσιο των αποφάσεων της 30.4.2014 και 19.6.2014 στις υποθέσεις FLSmidth κατά Επιτροπής και FLS Plast κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία υπερέβη τα έξι έτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, από την οποία προέκυψε η υπό κρίση διαφορά, και ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
- Σχετικά με τις ουσιαστικές συνέπειες της υπερβάσεως από κοινοτικό (ενωσιακό) δικαστήριο της εύλογης διάρκειας της δίκης, το Δικαστήριο εδέχθη δια της εδώ παρουσιαζόμενης νομολογίας του, η οποία ξεκίνησε με την απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1998 Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, ότι πράγματι στις συγκεκριμένες υποθέσεις ανέκυψε ζήτημα εξωδικαστικής ευθύνης των ΕΚ λόγω ακριβώς της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας από το ΠΕΚ (Γενικό Δικαστήριο). Η σχετική διάταξη υπό την Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία σήμερα προβλέπει την παροχή αποζημιώσεως για ζημία που οφείλεται σε παράνομη πράξη ενωσιακού οργάνου, είναι αυτή του άρθρου 340, εδάφιο β΄ ΣυνθΛΕΕ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πράξη παρουσιάζουν ειδικότερον οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2018 στις υποθέσεις Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο, αφ’ ενός ανήρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αρνούμενο στις αναιρεσείουσες την αποζημίωση της ισχυριζόμενης υλικής ζημίας, με το αιτιολογικό της ελλείψεως αιτιώδους συναφείας, ενώ αφ’ ετέρου επιβεβαίωσε την απόφαση του Γεν. Δικαστηρίου ως προς το (χαμηλό) ύψος της αποζημιώσεως για την μη υλική ζημία.
- Σχετικά με τα δικονομικά ζητήματα, τα οποία γεννώνται λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας, πρέπει πρώτα απ’ όλα να λεχθεί ότι αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση των σχετικών αγωγών αποζημιώσεως ήταν αρχικά, βάσει των Συνθηκών, το Δικαστήριο («ΔΕΚ»), ήτοι το ένα και μοναδικό Δικαστήριο που υπήρχε μέχρι το 1988, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε το Πρωτοδικείο («ΠΕΚ»), στο οποίο και μετεβιβάσθη η σχετική αρμοδιότητα.
Μετά την ίδρυση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) το 2004, το τελευταίο κατέστη αρμόδιο ειδικώς για τις αγωγές αποζημιώσεως των υπαλλήλων της ΕΕ κατά των οργάνων της ΕΕ, με τα οποία αυτά είχαν σχέση εργασίας. Μετά τη μεταρρύθμιση του Γενικού Δικαστηρίου δια των Κανονισμών 2015/2422 και 2016/1192, δια των οποίων εδιπλασιάσθη ο αριθμός των Δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου και κατηργήθη το ΔΔΔ (με ισχύ από 1.9.2016), η αρμοδιότητα αυτή περιήλθε πάλι στο Γενικό Δικαστήριο, στο οποίο και ενσωματώθηκαν τα μέλη του ΔΔΔ. Σημειωτέον ότι σκοπός της μεταρρυθμίσεως είναι τόσο η μείωση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων όσο και της υπερβολικής διάρκειας των δικών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.
Η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει σήμερα, υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Λισσαβώνας, από τον συνδυασμό των άρθρων 256 παράγρ. 1 εδάφ. α΄, 268 και 340 εδάφιο β΄ ΣυνθΛΕΕ.
Κατά τα λοιπά, από δικονομικής πλευράς ανέκυψε και το ζήτημα, ποιό είναι (κάθε φορά) το προσήκον ένδικο βοήθημα για την διεκδίκηση αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ανέκυψε το ζήτημα κατά πόσον αντί αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να κρίνει αν το ίδιο παρενόμησε, είναι νόμιμη, στο πλαίσιο αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η επίκληση, μεταξύ άλλων λόγων αναιρέσεως, και της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας ως ενός ακόμη λόγου αναιρέσεως, ήτοι διαδικαστικής πλημμέλειας υπό την έννοια του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ (διαδικαστική πλημμέλεια που θίγει τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος), με ταυτόχρονη υποβολή αιτήματος αποζημιώσεως το πρώτον ενώπιον του ΔΕΕ, το οποίο κατ’ αυτόν τον τρόπο καλείται να αποφανθεί και επί των δύο αιτημάτων.
Από καθαρώς θεωρητικής πλευράς τίθεται σε μια τέτοια περίπτωση το ζήτημα, ότι, εφ’ όσον το Δικαστήριο κρίνει ως βάσιμο τον λόγο αυτόν και αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, θα εναπόκειται πλέον σ’ αυτό επί τη βάσει του άρθρου 61, α΄ εδάφιο του Οργανισμού, είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφ’ όσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γεν. Δικαστήριο.
Στην πράξη, αρχικώς το Δικαστήριο, με την από 17.12.1998 απόφασή του στην υπόθεση Baustahlgewebe, έκρινε ότι για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και προκειμένου να εξασφαλισθεί άμεση και αποτελεσματική θεραπεία κατά μιας τέτοιας διαδικαστικής πλημμέλειας, έπρεπε να κρατήσει την υπόθεση και να εξετάσει τον λόγο αναιρέσεως που αντλείται από την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του ΠΕΚ. Το Δικαστήριο εθεώρησε ότι ο λόγος αυτός ήταν βάσιμος προς εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μόνον καθ’ ό μέτρο η τελευταία καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου (από το ποσό των 4,5 εκατομμυρίων ECU που επέβαλε η Επιτροπή) στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ECU, καθ’ ότι ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς, ο λόγος αυτός δεν μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της.
Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο τυπικώς μεν ακύρωσε το πρόστιμο, πλην όμως ουσιαστικώς το επιβεβαίωσε στο ύψος των 3.000.000 ECU, αλλά τελικώς το εμείωσε στο ύψος των 2.950.000, λόγω του ότι έκρινε ότι ένα ποσό ύψους 50 000 ECU αποτελεί δίκαιη αποζημίωση λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας Κατά τα λοιπά το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους υπόλοιπους λόγους αναιρέσεως της BStG (λεπτομέρειες ανωτέρω υπό Β., Ι.).
Στην συνέχεια, με την απόφαση του Δικαστηρίου από 16ης Ιουλίου 2009 Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland (DSD) κατά Επιτροπής επήλθε μεταστροφή της Νομολογίας. Το Δικαστήριο εθεώρησε ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, προβαλλόμενη ως λόγος αναιρέσεως, θα εξετάζεται μεν, αφού πρόκειται για νομικό λόγο, και ειδικότερα για διαδικαστική παρατυπία κατ’ άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ (διατηρεί δηλ. τον νομικό χαρακτηρισμό ως δικαστικής πλημμέλειας που θίγει τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος), πλην όμως το άρθρο 61, εδ. α΄ του Οργανισμού θα εφαρμόζεται «λυσιτελώς» από το Δικαστήριο, και (επομένως) το ένδικο βοήθημα (αναίρεση) θα απορρίπτεται πάντοτε όταν το Δικαστήριο θα διαπιστώνει ότι η μη τήρηση εύλογης διάρκειας από το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο) δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επιρροή στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς. Είναι προφανές ότι, επειδή η ζημία, η οποία (ενδεχομένως) επέρχεται λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, δημιουργεί ζήτημα εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας (Ενώσεως), αρμόδιο για την οποία είναι το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο), το Δικαστήριο εγκαταλείπει την αρχική του θέση, βάσει της οποίας τούτο, στηριζόμενο στην αρχή της οικονομίας της δίκης, εξήτασε και το στον λόγο αναιρέσεως εμπεριεχόμενο αίτημα αποζημιώσεως. Αντιθέτως σηματοδοτεί ευθέως ότι το κατάλληλο ένδικο βοήθημα είναι η αγωγή αποζημιώσεως και αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής είναι (πάντοτε) το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο).
Η νέα θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή, διότι η εφαρμογή της αρχής της οικονομίας της δίκης αδιακρίτως θα είχε ως συνέπεια να ασχολείται το Δικαστήριο στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως με αιτήματα, τα οποία, ανεξαρτήτως του φόρτου εργασίας που αναμφισβήτως θα προκαλούν, είναι αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου ως δικαστηρίου ουσίας. Από την άλλη πλευρά όμως το Δικαστήριο διετήρησε για τον εαυτό του την διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 61 του Κανονισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, να εφαρμόζει την αρχή της οικονομίας της δίκης και να κρίνει στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως εάν το ΠΕΚ (Γεν. Δικαστήριο) πράγματι στην συγκεκριμένη υπόθεση υπερέβη την εύλογη διάρκεια και επομένως παρεβίασε το από το κοινοτικό δίκαιο κατοχυρούμενο αντίστοιχο δικαίωμα του διαδίκου (λεπτομέρειες ανωτέρω υπό Β., ΙΙ., 1.).
Αργότερα, με τις αποφάσεις του της 26ης Νοεμβρίου 2013 στις υποθέσεις Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, Kendrion κατά Επιτροπής και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (καρτέλ στον κλάδο των πλαστικών βιομηχανικών σάκων) το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις θέσεις που πρωτοδιετύπωσε στην υπόθεση DSD, προσθέτοντας και μία καινούργια θέση. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη, πρώτον ότι, ελλείψει ενδείξεων ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως.
Δεύτερον, απέρριψε το αίτημα των τριών επιχειρήσεων να μειωθούν κατ’ αναίρεση τα επιβληθέντα πρόστιμα, αίτημα, το οποίο υπέκρυπτε αίτημα αποζημιώσεως. Το Δικαστήριο ετόνισε ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ενώσεως παράβαση της υποχρεώσεώς του να εκδικάζει εντός ευλόγου προθεσμίας τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 47, παράγρ. 2 του Χάρτη, πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως, δεδομένου ότι μια τέτοια αγωγή συνιστά αποτελεσματικό και γενικής εφαρμογής μέσο επανορθώσεως.
Τρίτον, ότι η αγωγή αυτή δεν θα ασκηθεί απ’ ευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βάσει των άρθρων 268, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, και 340, εδάφιο β΄, ΣυνθΛΕΕ).
Τέταρτον, ως πρωτοδιατυπούμενη θέση, ότι δεν επιτρέπεται, το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί συναφώς με τον ίδιο δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος είχε επιληφθεί της προσφυγής ακυρώσεως [(λεπτομέρειες ανωτέρω υπό Β., ΙΙ., 2., α)]. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου είναι ότι το Δικαστήριο, σεβόμενο την οργανωτική ανεξαρτησία του Γενικού Δικαστηρίου, αφήνει σ’ αυτό το τελευταίο να επιλέξει τον προσφορότερο σχηματισμό (άλλη τριμελής σύνθεση, πενταμελής σύνθεση, τμήμα μείζονος συνθέσεως). Το Γενικό Δικαστήριο επέλεξε την πενταμελή σύνθεση («Διευρυμένο Τμήμα»), όταν εισήχθησαν ενώπιόν του οι πρώτες αγωγές αποζημιώσεως των εταιρειών Kendrion, Gascogne Sack Deutschland, Gascogne, ASPLA και Armando Alvarez εις συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, με τις οποίες αυτό είχε απορρίψει τους λόγους αναιρέσεως των εταιρειών αυτών, ένας εκ των οποίων έγκειτο στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και εμπεριείχε ταυτοχρόνως και αίτημα αποζημιώσεως, για το οποίο αποκλειστικώς αρμόδιο κατά το Δικαστήριο είναι το Γενικό Δικαστήριο.
Εξ άλλου, με τις αποφάσεις του της 30ης Απριλίου 2014 και της 19ης Ιουνίου 2014 στις υποθέσεις FLSmidth κατά Επιτροπής και FLS Plast κατά Επιτροπής το Δικαστήριο επανέλαβε όλες τις θέσεις, τις οποίες εξέφρασε στις προαναφερθείσες υποθέσεις Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, Kendrion κατά Επιτροπής και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής [(λεπτομέρειες ανωτέρω υπό Β., ΙΙ., 2., β)].
Τέλος, σημαντικόν είναι να τονισθεί ότι το Δικαστήριο με την απόφασή του της 2.10.2014 στην υπόθεση Strack κατά Επιτροπής εφήρμοσε την νέα Νομολογία του και πέρα των υποθέσεων ανταγωνισμού, ήτοι σε υπόθεση σχετική με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
Συνολικώς, δικαιολογείται το συμπέρασμα ότι επί τη βάσει της Νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ (Γενικού Δικαστηρίου και Δικαστηρίου), όπως αυτή εξελίχθηκε κατά τα ανωτέρω, εδόθησαν ικανοποιητικές απαντήσεις στα τέσσερα τεθέντα σημαντικά νομικά ζητήματα και δημιουργήθηκε ασφάλεια δικαίου, πράγμα σημαντικό ιδίως για τις επιχειρήσεις και επομένως για την ευρωπαϊκή οικονομία.
* Η προφορική εισήγηση του γράφοντος στο 23ο Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων (12-13/11/2022) απετέλεσε περιληπτική απόδοση του δημοσιευθέντος στο περιοδικό «Ευρωπαϊκό Δίκαιο» τεύχος 3/2020, σελ. 201-224 άρθρου του, το οποίο δημοσιεύεται αυτούσιο στο παρόν περιοδικό.
[1] Το παρόν άρθρο εκφράζει αποκλειστικά προσωπικές απόψεις του γράφοντος, αποτελεί δε την γραπτή, ανεπτυγμένη και ενημερωμένη σε εξελίξεις της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου εισήγησή του σε ημερίδα της Ελληνικής Ενώσεως Ευρωπαϊκού Δικαίου, τον Οκτώβριο 2017 στην Αθήνα.
[2] Σχετικά με την ορολογία, η οποία αφορά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), υπενθυμίζουμε ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας εισήγαγε ως προς το δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ νέα ορολογία. Η προηγηθείσα ΣυνθΕΚ χρησιμοποιούσε στο Μέρος πέμπτο («Τα όργανα της Κοινότητας»), Τίτλο Ι («Διατάξεις περί των οργάνων»), Κεφάλαιο 1 («Τα όργανα»), Τμήμα 4 – τίτλος αυτού τον όρο «Το Δικαστήριο», ενώ στο άρθρο 220 παράγρ. 1 ΣυνθΕΚ ορίζετο ότι «Το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο εξασφαλίζουν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της παρούσας Συνθήκης». Μετά την Συνθήκη της Λισσαβώνας, το άρθρο 13 ΣυνθΕΕ αποκαλεί το δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ «Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» («Cour de justice de l’Union européenne», «Court of Justice of the European Union», «Der Gerichtshof der Europäischen Union»), ενώ το άρθρο 19 παράγρ. 1 εδ. α΄ ΣυνθΛΕΕ ορίζει ότι «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια» (« La Cour de justice de l’Union européenne comprend la Cour de justice, le Tribunal et les tribunaux specialisés», «The Court of Justice of the European Union shall include the Court of Justice, the General Court and the specialised Courts», «Der Gerichtshof der Europäischen Union umfasst den Gerichtshof, das Gericht und Fachgerichte»). Μετά την κατάργηση του Δικαστηρίου της Δημόσιας Διοίκησης το 2016, το όργανο ΔΕΕ περιλαμβάνει δύο δικαιοδοτικά όργανα, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο. Κατόπιν αυτού η σύντμηση «ΔΕΕ» αποδίδει, όταν κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιείται στον παρόν άρθρο, και τα δύο δικαιοδοτικά όργανα, άλλως γίνεται χρήση των όρων Δικαστήριο και Γενικό Δικαστήριο. Για την περίοδο προ της Συνθήκης της Λισσαβώνας γίνεται χρήση των όρων ΔΕΚ για το Δικαστήριο, ήτοι το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, και ΠΕΚ για το πρωτοβάθμιο, όπως τότε είχε καθιερωθεί στην πράξη από την επιστήμη.
[3] Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίω μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης» (υπογράμμιση δική μας). Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, ως διαδικαστική πλημμέλεια που αποτελεί προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, πρέπει να συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο την δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού μέσου ένδικης προστασίας, το οποίο να του παρέχει την κατάλληλη επανόρθωση: ΕΔΔΑ, απόφαση Kudla κατά Πολωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2000, Recueil des arrêts et décisions 2000 XI, § 156 και 157.
[4] Απόφαση της 12.11.1969, Stauder, Συλλογή 1969, σελ. 419 επ., 425.
[5] Βλ. σχετικώς Constantin Iliopoulos, Rechtsschutz im Europäischen Privatrecht, in Marian Paschke, Constantin Iliopoulos (Hrsg.), Europäisches Privatrecht, 1998, σελ. 78 επ., 83-85.
[6] Απόφαση της 15.5.1986, Johnston, Συλλογή 1986, σελ. 1663 επ., 1682.
[7] Σκ. 17.
[8] Σκ.18 (υπογράμμιση δική μας).
[9] Σκ. 19 εδ. β΄.
[10] Το άρθρο 13 ΕΣΔΑ καθιερώνει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής («Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής (= αποτελεσματικής) προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των»).
[11] Απόφαση της 15.10.1987, Συλλογή 1987, σελ. 4112 επ., 4117, σκ. 14.
[12] Απόφαση της 3.12.1992, Συλλογή 1992, σελ. Ι-6330 επ., 6334, σκ. 14.
[13] Σημειωτέον ότι με την διάταξη αυτή «διορθώθηκε» η αρχική θέση, η οποία διετυπώθη από το Δικαστήριο στην υπόθεση Johnston, ότι οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών είναι αυτές που στηρίζονται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Η «νέα» (ορθότερη) θέση επιβεβαιώθηκε αργότερα από την Συνθήκη της Λισσαβώνας, άρθρο 6 παράγρ. 3 ΣυνθΕΕ (βλ. κατωτέρω).
[14] Σχετικά με τον Χάρτη, βλ. Τζούλια Ηλιοπούλου – Στράγγα, Γενική Θεωρία Θεμελιωδών δικαιωμάτων – Όψεις της πολυεπίπεδης προστασίας στον ευρωπαϊκό χώρο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 357–449, ιδίως τις αναφορές στα κατοχυρωμένα από τον Χάρτη δικαιώματα, ελευθερίες και αρχές (σελ. 364 επ.), το σύστημα των περιορισμών (σελ. 369 επ.), τις σχέσεις μεταξύ των δικαιωμάτων του Χάρτη και των λοιπών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες (σελ. 381), τις σχέσεις μεταξύ των δικαιωμάτων του Χάρτη και των λοιπών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ (σελ. 381 επ.), τις σχέσεις μεταξύ των δικαιωμάτων του Χάρτη και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των Κρατών Μελών, των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών (σελ.384 επ.), τις σχέσεις μεταξύ δικαιωμάτων του Χάρτη και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου (σελ. 385 επ.), την διάκριση μεταξύ δικαιωμάτων και αρχών (σελ. 391 επ.), το ουσιαστικό περιεχόμενο εφαρμογής του Χάρτη (σελ. 396 – 431), την κατοχύρωση του εκτός του Χάρτη επιτευχθέντος επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το δίκαιο της Ενώσεως, το δημόσιο διεθνές δίκαιο (ιδίως την ΕΣΔΑ) και τα συντάγματα των Κρατών Μελών (σελ. 437 επ.).
[15] Droits, libertés et principes, rights, freedoms and principles, Rechte, Freiheiten und Grundsätze.
[16] Recours effectif, effective remedy, wirksamer Rechtsbehelf.
[17] Dans un délais raisonnable, within a reasonable time, innerhalb angemessener Frist.
[18] EU:C:1998:608.
[19] Απόφαση 89/515/ΕΟΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 1989, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της ΣυνθΕΟΚ (απαγόρευση συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών, οι οποίες περιορίζουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το διακοινοτικό εμπόριο εντός της ΕΟΚ, αργότερα 81 ΣυνθΕΚ και σήμερα 101 ΣυνθΛΕΕ).
[20] Πρόκειται για τις επιχειρήσεις Tréfilunion SA, Société métallurgique de Normandie (SMN), CCG (TECNOR), Société de treillis et panneaux soudés (STPS), Sotralentz SA,Tréfilarbed SA ή Tréfilarbed Luxembourg-Saarbrücken SARL, Tréfileries de Fontaine-l’Évêque, Frère-Bourgeois Commerciale SA (σήμερα Steelinter SA), NV Usines Gustave Boël, afdeling Trébos, Thibo Draad- en Bouwstaalprodukten BV (σήμερα Thibo Bouwstaai BV), Van Merksteijn Staalbouw BV, ZND Bouwstaai BV, Baustahlgewebe GmbH, ILRO SpA, Fernere Nord SpA (Pittini) και G. Β. Martinelli fu G. Β. Metallurgica SpA.
[21] Απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Τ-145/89, EU:T:1995:66, σκέψη 10. Οι προσφυγές αυτές έχουν αριθμό πρωτοκόλλου Τ-141/89 έως Τ-145/89 και Τ-147/89 έως Τ-152/89.
[22] Απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, T‑145/89, EU:T:1995:66.
[23] Το ΠΕΚ δεν εδέχθη ότι η BStG συμμετείχε σε σύμπραξη με τη Sotralenz SA, η οποία είχε ως αντικείμενο την ποσόστωση των εξαγωγών της τελευταίας προς τη γερμανική αγορά και ότι μεταξύ της BStG και της Tréfilunion SA υπήρχε συμφωνία κατά την οποία οι μελλοντικές εξαγωγές τους θα εξαρτώνται από τον καθορισμό ποσοστώσεων.
[24] Υπόθεση T‑145/89, σκέψεις 162 και 163, διατακτικό.
[25] Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, EU:C:1998:608, σκέψη 15: Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι το ΠΕΚ, αφ’ ενός προσέβαλε το δικαίωμά της όπως η υπόθεση της δικασθεί εντός εύλογης προθεσμίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 1 ΕΣΔΑ, και αφ’ ετέρου την γενική αρχή της αμεσότητας («the general principle of promptitude», «le principe général d’immédiateté», «der allgemeine Grundsatz der Unmittelbarkeit»).
[26] Σκέψη 21.
[27] Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Philippe Léger της 3ης Φεβρουαρίου 1998, σκέψεις 63-76.
[28] Σκέψη 48.
[29] Σκέψη 141.
[30] Σκέψη 142.
[31] Σκέψη 49.
[32] Σκέψη 143 και σημείο 3 του διατακτικού.
[33] Βλ. ενδεικτικώς L. Idot, “Sanction d’une durée excessive de la procédure devant le Tribunal”, Europe 2009, comm. nº 374 p.24, Α. Good, “Der Grüne Punkt – Missbrauch beherrschender Stellung”, European Law Reporter 2010 p.81-88 και Α. Bohler, “Quel remède effectif, en droit de l’Union, aux violations du droit de voir sa cause jugée dans un délai raisonnable ?”, Revue Lamy de la Concurrence 2014 nº 40 p.104-110, Ε. Πρεβεδούρου, “Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης”, Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, 2014, τεύχος 3-4, σ. 376-379.
[34] EU:C:2009:456.
[35] “Logo” στα γαλλικά και στα αγγλικά, “Zeichen” στα γερμανικά. Η περιληπτική απόδοση στα ελληνικά της αποφάσεως χρησιμοποιεί τον όρο “ο λογότυπος” αντί του επικρατέστερου όρου “το λογότυπο”.
[36] Απόφαση του ΠΕΚ της 24ης Μαΐου 2007, T-151/01, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, σκέψη 213.
[37] Σκέψη 167.
[38]. Σκέψεις 177 και 179.
[39] Σκέψη 186.
[40] «Οι συνδεόμενες με την τήρηση προθεσμίας για την εντός ευλόγου χρόνου έκδοση δικαστικής αποφάσεως επιταγές καταστρατηγήθηκαν», «there was a failure to have regard to the requirement that the case be dealt within a reasonable time», «la procédure suivie a méconnu les exigences liées au respect d’un délai de jugement raisonnable», «die mit der Wahrung einer angemessenen Entscheidungsfrist verbundenen Erfordernisse sind missachtet worden».
[41] Κατ’ άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας το Γενικό Δικαστήριο μπορεί μεταξύ άλλων να καλέσει τους διαδίκους να λάβουν γραπτώς ή προφορικώς θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς. Οι γραπτές απαντήσεις γνωστοποιούνται στους λοιπούς διαδίκους («μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας», «measures of organisation of procedure», «mesures d’organisation de la procedure», «prozessleitende Μassnahmen»).
[42] Σκέψη 183.
[43] Σύμφωνα με το τότε ισχύον άρθρο 225 παράγρ. 1 εδάφ. β΄ ΣυνθΕΚ, σήμερα άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣυνθΛΕΕ, οι αποφάσεις που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον Οργανισμό (του Δικαστηρίου της ΕΕ). Το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, ως λόγοι δε αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, και παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο («πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία», «irrégularités de procédure devant le Tribunal», «a breach of procedure before the General Court», «Verfahrensfehler vor dem Gericht»).
[44] Το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζει ότι εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφ’ όσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.
[45] Σκέψεις 191-192 (λυσιτελώς, purposively, d’une manière qui soit utile, in einer sachdienlichen Weise).
[46] Σκέψη 193 (αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, principle of effective legal protection, principe de protection juridictionnelle effective, Grundsatz des effektiven gerichtlichen Rechtsschutzes).
[47] Σκέψη 194.
[48] Σκέψη 195.
[49] Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768.
[50] Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής, C‑50/12 P, EU:C:2013:771.
[51] Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne/Commission, C‑58/12 P, EU:C:2013:770.
[52] Ειδικώς στην υποθέση T-79/06 – Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής η Sachsa Verpackung (νυν Gascogne Sack Deutschland) προέβαλε οκτώ λόγους ακυρώσεως, στην υπόθεση T-54/06 – Kendrion κατά Επιτροπής η Kendrion προέβαλε οκτώ λόγους ακυρώσεως, ενώ στην υπόθεση T-72/06 – Groupe Gascogne κατά Επιτροπής η αναιρεσείουσα επεκαλέσθη τρεις λόγους ακυρώσεως.
[53] Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 στις υποθέσεις T-51/06, Fardem Packaging BV κατά Επιτροπής, T-54/06, Kendrion NV κατά Επιτροπής, T-55/06 και T-66/06, RKW SE κατά Επιτροπής και JM Gesellschaft für industrielle Beteiligungen mbH & Co. KGaA κατά Επιτροπής, T-59/06, Low & Bonar plc και Bonar Technical Fabrics NV κατά Επιτροπής (δεκτές για τις δύο εταιρείες λόγω παραγραφής), T-68/06, Stempher BV και Koninklijke Verpakkingsindustrie Stempher CV κατά Επιτροπής (εν μέρει δεκτή – μείωση του προστίμου), T-72/06, Groupe Gascogne SA κατά Επιτροπής, T-76/06, Plasticos Españoles SA (ASPLA) κατά Επιτροπής, T-78/06, Álvarez SA κατά Επιτροπής και T-79/06, Sachsa Verpackung GmbH κατά Επιτροπής. Βλ. επίσης αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2010 στις υποθέσεις T‑26/06, Trioplast Wittenheim SA κατά Επιτροπής και T-40/06, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής, καθώς και αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2012 στις υποθέσεις T-53/06, UPM‑Kymmene Oyj κατά Επιτροπής, T-64/06, FLS Plast κατά Επιτροπής και T-65/06, FLSmidth κατά Επιτροπής.
[54] Υπόθεση T-54/06, σκέψη 191 και σημείο 1 του διατακτικού, υπόθεση Τ-72/06, σκέψη 136 και σημείο 1 του διατακτικού, υπόθεση Τ-79/06, σημείο 1 του διατακτικού.
[55] Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 89, Kendrion κατά Επιτροπής, C-50/12 P, σκέψη 94 και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12 P, σκέψη 83.
[56] Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 96, Kendrion κατά Επιτροπής, C-50/12 P, σκέψη 101 και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12 P, σκέψη 90.
[57] Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 95, Kendrion κατά Επιτροπής, C-50/12 P, σκέψη 100 και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12 P, σκέψη 89 (“be suitably compensated”, “faire l’objet d’une réparation adéquate” και ” der gegebenenfalls angemessen zu entschädigen ist”. Ο ελληνικός όρος θα μπορούσε να είναι εύλογη αποζημίωση).
[58]Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 98, Kendrion κατά Επιτροπής, C-50/12 P, σκέψη 103 και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12 P, σκέψη 92.
[59] Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, σκέψη 102, Kendrion κατά Επιτροπής, C-50/12 P, σκέψη 106 και Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C-58/12 P, σκέψη 96.
[60] Τον Δεκέμβριο του 1990 η FLS Plast αγόρασε το 60 % των μετοχών της Trioplast Wittenheim και το υπόλοιπο 40 % τον Δεκέμβριο του 1991.
[61] Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2012, FLS Plast A/S κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, EU:T:2012:102.
[62] Σκέψη 10.
[63] Σκέψη 11.
[64] Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2012, FLSmidth κατά Επιτροπής, EU:T:2012:103.
[65] Σκέψη 10.
[66] Σκέψη 11.
[67] Στην υπόθεση C-243/12 P η αναιρεσείουσα FLS Plast προέβαλε πέντε λόγους αναιρέσεως. Σύμφωνα με τον πέμπτο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 1 ΕΣΔΑ και τα άρθρα 41 (περί χρηστής διοικήσεως) και 47 του Χάρτη, διότι δεν εξέδωσε την απόφασή του εντός ευλόγου χρόνου. Στην υπόθεση C-238/12 P η αναιρεσείουσα FLSmidth προέβαλε έξι λόγους αναιρέσεως. Σύμφωνα με τον έκτο λόγο, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 1 ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν εξέδωσε απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
[68] Αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C-243/12 P, σκέψη 137 και της 30ης Απριλίου 2014, FLSmidth κατά Επιτροπής, C-238/12 P, σκέψη 118.
[69] Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, EU:C:2013:770, σκέψεις 88 και 90. Από πλευράς ορολογίας καταλληλότερος θα ήταν στην ελληνική γλώσσα ο όρος “το βάσιμο της προβαλλόμενης ζημίας”.
[70] Αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C-243/12 P, σκέψη 143 και της 30ης Απριλίου 2014, FLSmidth κατά Επιτροπής, C-238/12 P, σκέψη 124.
[71] Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013.
[72] Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014.
[73] Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015.
[74] Ειδικότερα, οι εταιρείες Gascogne Sack Deutschland και Gascogne αιτήθηκαν 1.193.467 ευρώ για ζημίες που υπέστησαν, κατά την άποψή τους, λόγω πρόσθετων νόμιμων τόκων που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πέραν εύλογης προθεσμίας επί του ονομαστικού ποσού της χρηματικής ποινής, 187.571 ευρώ για ζημίες που υπέστησαν λόγω πρόσθετων ποσών που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πέραν εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την παροχή τραπεζικής εγγυήσεως, 2.000.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη και/ή ζημίες που υπέστησαν εξ αιτίας της «αβεβαιότητας», και 500.000 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η Kendrion αιτήθηκε να της καταβληθεί, λόγω υλικής βλάβης, το ποσόν των 2 308 463,98 ευρώ, ή το ποσόν που θα κρίνει εύλογο το Γενικό Δικαστήριο, και, λόγω ηθικής βλάβης, κυρίως το ποσόν των 11 050 000,00 ευρώ, ή, επικουρικά, το ποσόν των 1 700 000,00 ευρώ, ή, επικουρικότερα, το ποσόν που οι διάδικοι θα καθορίσουν με τον τρόπο που θα ορίσει το Γενικό Δικαστήριο, ή το ποσόν που θα κρίνει εύλογο το Γενικό Δικαστήριο.
[75] Oι εταιρείες ASPLA και Armando Álvarez αιτήθηκαν να τους καταβληθεί το ποσόν των 3 495 038,66 ευρώ.
[76] Αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland GmbH και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ενώσεως, T-577/14, EU:T:2017:1 (To Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Ένωση να καταβάλει αποζημίωση 5 000 ευρώ στην Gascogne Sack Deutschland GmbH και αποζημίωση 5 000 ευρώ στην Gascogne προς αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστησαν, αντιστοίχως, οι εταιρίες αυτές λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑72/06 και T‑79/06), της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Kendrion κατά Ευρωπαϊκής Ενώσεως, T‑479/14, EU:T:2017:48 (To Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Ένωση να καταβάλει αποζημίωση 6 000 ευρώ στην Kendrion, προς αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη η εταιρία αυτή λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑54/06) και της 17ης Φεβρουαρίου 2017, ASPLA και Armando Álvarez κατά Ευρωπαϊκής Ενώσεως, T‑40/15, EU:T:2017:105 (Το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Ένωση να καταβάλει αποζημίωση 44 951,24 ευρώ στην ASPLA και αποζημίωση 111 042,48 ευρώ στην Armando Álvarez προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη καθεμία από τις εταιρίες αυτές λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06).
[77] Στο πλαίσιο των συνεκδικαζομένων υποθέσεων C‑138/17 P και C‑146/17 P, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, η Ευρωπαϊκή Ένωση προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑138/17 P, προέβαλε τρεις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της αιτιώδους συνάφειας, ο δεύτερος λόγος από πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της ζημίας και ο τρίτος λόγος από πλάνη περί το δίκαιο κατά τον προσδιορισμό της περιόδου επελεύσεως της προβαλλόμενης υλικής ζημίας. Η αίτηση αναιρέσεως των δύο εταιρειών στην υπόθεση C‑146/17 P βασιζόταν σε επτά λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι Gascogne Sack Deutschland και Gascogne (αναιρεσείουσες) ισχυρίσθησαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως να αποφαίνεται ultra petita, διττή αιτιολογία ενέχουσα αντιφάσεις όσον αφορά την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειουσών. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, υπεστήριξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να δεχθεί το αίτημά τους αποκαταστάσεως της μη υλικής ζημίας που είχαν υποστεί, για τον λόγο ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής (C‑40/12 P, EU:C:2013:768), και της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C‑58/12 P, EU:C:2013:770), το δικαιοδοτικό όργανο της Ενώσεως που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω το ποσόν του προστίμου λόγω της μη τηρήσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της νομολογίας αυτής. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ισχυρίστησαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το αίτημά τους περί αποζημιώσεως της μη υλικής ζημίας που υπέστησαν, για τον λόγο ότι, λαμβανομένου υπ’ όψη του ύψους της, η επιδίκαση τέτοιας αποζημιώσεως θα είχε ως αποτέλεσμα, στην πράξη, να θέσει εν αμφιβόλω το ύψος του επιβληθέντος στις εν λόγω επιχειρήσεις προστίμου, κατέστησε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και παρέβη τα άρθρα 256, παράγραφος 1, και 340, παράγραφος 2, ΣυνθΛΕΕ. Τέλος, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, υπεστήριξαν ότι το Γενικό Δικαστήριο, επιδικάζοντας σε καθεμία από αυτές αποζημίωση ύψους 5 000 ευρώ όσον αφορά την μη υλική ζημία που υπέστησαν, μολονότι το ίδιο, αφ’ ενός μεν, έκρινε ότι η αποζημίωση για τη μη υλική ζημία δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση, έστω και εν μέρει, το ύψος του προστίμου που είχε επιβάλει η Επιτροπή, αφ’ ετέρου δε, ρητώς δέχθηκε την ύπαρξη μη υλικής ζημίας την οποία είχαν υποστεί οι αναιρεσείουσες, υπέπεσε ρητώς σε αντίφαση. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσήψαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.
Στην υπόθεση C-150/17 P, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, η Ευρωπαϊκή Ένωση (αναιρεσείουσα) διατύπωσε τρεις λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της ζημίας. Με τον τρίτο λόγο προβάλλονται πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό της περιόδου, κατά την οποία επήλθε η φερόμενη υλική ζημία και έλλειψη αιτιολογίας. Με την ανταναίρεση, η Kendrion προέβαλε τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Kendrion ισχυρίσθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς και ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του, καθ’ όσον έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 26 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας συνιστά ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα για την εξέταση της υποθέσεως. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Kendrion προσήψε στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε το αίτημά της να λάβει αποζημίωση για το ποσό των τόκων που κατέβαλε στην Επιτροπή κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο σημειώθηκε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Kendrion ισχυρίσθη ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή, σε κάθε περίπτωση, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου για την οποία επεδικάσθη αποζημίωση υπέρ της Kendrion για έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Kendrion ισχυρίσθη ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε πλημμελώς την απόφασή του, καθ’ όσον επεδίκασε στην Kendrion, προς αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας που υπέστη, συμβολική μόνο αποζημίωση ύψους 6 000 ευρώ.
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑174/17 P και C‑222/17 P, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA (Plásticos Españoles) και Armando Álvarez, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑174/17 P, η Ευρωπαϊκή Ένωση προέβαλε δύο λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της αιτιώδους συνάφειας και ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της ζημίας. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑222/17 P, οι ASPLA και Armando Álvarez προέβαλαν πέντε λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά έλλειψη αιτιολογίας, ο δεύτερος πλάνη περί το δίκαιο κατά τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστησαν, ενώ ο τρίτος έως πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούν, αντιστοίχως, πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως αποφάνσεως ultra petita, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά το χρονικό διάστημα αποζημιώσεως.
[78] Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013, σκέψη 22, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 52 και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψη 23.
[79] Βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής C‑460/09 P, EU:C:2013:111, σκέψεις 118 και 120.
[80] Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013, σκέψεις 27 και 28, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψεις 57 και 58 και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψεις 28 και 29.
[81] Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013, σκέψη 29, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 59 και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψη 30.
[82] Αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013, σκέψεις 36 και 69, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψεις 63 και 119, καθώς και Ευρωπαϊκή Ένωση κατά ASPLA και Armando Álvarez, C‑174/17 P και C‑222/17 P, EU:C:2018:1015, σκέψεις 34 και 65.
[83] EU:C:2014:2250. Βλ. ενδεικτικώς J. Dupont-Lassalle, “Accès aux documents”, Europe 2014 comm. nº 12 p. 14.
[84] Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).
[85] Μη περιουσιακή ζημία και την ηθική βλάβη, prejudice immaterial et moral, the immaterial and moral damage, immateriellen und moralischen Schäden. Το Γενικό Δικαστήριο σιωπά ως προς την διάκριση.
[86] Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Strack κατά Επιτροπής, T‑392/07, EU:T:2013:8, σκέψεις 28 και 251: Κατά τον G . Strack, επεδεινώθη η ψυχική του υγεία λόγω της συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας του αιτήματός του προσβάσεως σε έγγραφα.
[87] Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Strack κατά Επιτροπής, T‑392/07, EU:T:2013:8, σημεία 2, 3, 4 και 5 του διατακτικού.
[88] Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Strack κατά Επιτροπής, T‑392/07, EU:T:2013:8, σκέψη 268.
[89] EU:C:2009:456, σκέψεις 190 και 196.
[90] EU:C:2013:770, σκέψη 73.
[91] Σκέψη 62.
[92] Σκέψη 63.
[93] Βλ. απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, EU:C:2013:770, σκέψη 90.
[94] Σκέψη 65.
[95] Σημείο 3 του διατακτικού.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΛΟΥΚΑΔΟΥΝΟΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Τεκμήριο αθωότητας και ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΛΕΞΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών, Chairman of the European Criminal Bar Association Human Rights Committee, Μέλος της Επιτροπής Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE) Δικαιώματα και εγγυήσεις, προστασία νομικού απορρήτου στο πρίσμα της Νομολογίας του ΕΔΑΔ και της πρόσφατης υπόθεσης Pietrzak και BYchawska-Siniarska και Λοιποί κατά Πολωνίας
Σύνοψη Εισήγησης
H τάση της νομολογίας του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε επιχειρήσεις κρατικής παρακολούθησης τείνει πλέον προς την πρακτική εφαρμογή των δικαιωμάτων ενημέρωσης και του δικαιώματος πρόσβασης στα δεδομένα, στα πλαίσια της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, όποιος υποψιάζεται ότι είναι θύμα παραβίασης της ιδιωτικής ζωής ή της προστασίας προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να προσπαθήσει να θεραπεύσει την κατάσταση.
Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, όσον αφορά τα μέτρα κρατικής επιτήρησης.
Οι λόγοι που η πρόσβαση στα δεδομένα παρακολούθησης δεν γίνεται συνήθως δεκτή είναι τα υποτιθέμενα ζητήματα εθνικής ασφάλειας ή το απόρρητο των ποινικών ανακρίσεων. Μπορώ να κατανοήσω αυτές τις ανησυχίες, αν και ο ορισμός του όρου “εθνική ασφάλεια” είναι πολύ συζητήσιμος.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτές οι ανησυχίες δεν μπορούν να εμποδίσουν το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα, ιδίως όταν δεν πραγματοποιήθηκε παρακολούθηση ή όταν δεν έχει κινηθεί ποινική διαδικασία μετά την παρακολούθηση.
Αθώοι άνθρωποι που δεν έχουν διαπράξει σοβαρό έγκλημα, μια ομάδα στην οποία ανήκουν σίγουρα οι περισσότεροι από τους υπό παρακολούθηση στη χώρα μας, αξίζουν να γνωρίζουν αν έχουν στοχοποιηθεί ή όχι. Διότι αν έχουν στοχοποιηθεί, στοχοποιήθηκαν παράνομα και ως εκ τούτου έχουν νόμιμα δικαιώματα να ασκήσουν, όπως η διεκδίκηση τυχόν ζημιών κ.λ.π.
Στο ποινικό δίκαιο, όταν κάποιος συνελήφθη ή κρατήθηκε άδικα, δικαιούται αποζημίωση. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, για όσους στοχοποιούνται από τις αρχές αδίκως, ιδίως χωρίς νόμιμους λόγους και χωρίς να τηρείται καμία διαδικασία.
Καταρχήν, το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης τις πληροφορίες τυγχάνει ζωτικής σημασίας για την την έναρξη διορθωτικών δικαστικών μέτρων.
Χαιρετίζονται θερμά τα βασικά κριτήρια της νομολογίας του Ευρωπαικού Δικαστηρίου που πρέπει να πληρούνται, όπως φαίνεται στις πιο πρόσφατες αποφάσεις του, π.χ. Big Brother Watch και άλλοι κατά του Ηνωμένου Βασιλείου.
- Διατερματικές διασφαλίσεις/end to end safeguards (έλεγχος αναλογικότητας και αναγκαιότητας)
- Προηγούμενη δικαστική απόφαση με πλήρη αιτιολόγηση. Χρειάζεται δηλαδή δικαστική απόφαση για την παρακολούθηση και όχι απλά εισαγγελική ή αστυνομική άδεια.
- Εποπτεία από ανεξάρτητη αρχή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.
- Αποτελεσματική προσφυγή σε Αρχή για όποιον υποψιάζεται ότι είναι στόχος παρακολούθησης,
- Υποχρέωση ενημέρωσης παρά της άνω Αρχής των ενδιαφερόμενων ατόμων,
- Καθιέρωση συστήματος εγχώριων ένδικων μέσων για την προσφυγή στα δικαστήρια.
Η ανάγκη για τέτοια προστασία των δικαιωμάτων του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ αποκτά αυξημένη σημασία όταν το υλικό περιλαμβάνει την επικοινωνία μεταξύ δικηγόρων και εντολέων, που καλύπτεται από το επαγγελματικό νομικό απόρρητο.
Το νομικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου.
Η ενισχυμένη προστασία του απορρήτου θα πρέπει να συνεπάγεται σαφώς διατυπωμένους κανόνες που να εμποδίζουν την ανάγνωση της εμπιστευτικής επικοινωνίας (με τεχνολογικά μέσα),ή εάν αυτό δεν είναι δυνατό, να εγγυώνται ότι η επικοινωνία καταστρέφεται αμέσως και κανένα από το περιεχόμενό της ή ακόμη και το γεγονός της ύπαρξής της δεν αποθηκεύεται με οποιονδήποτε τρόπο ή μεταβιβάζεται σε οποιονδήποτε.
Απαιτείται επίσης ανεξάρτητη εποπτεία και μεταγενέστερη επανεξέταση, με αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης.
Μόνο με τέτοιους αυστηρούς κανόνες θα είναι δυνατόν να αποτραπεί ένας διαρκής αρνητικός αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, που αποτελεί βασική συνιστώσα του κράτους δικαίου.