ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ (Δικηγόρος Πειραιά) Ναυάγια και θαλάσσια ασφάλεια: Διεθνές και εθνικό πλαίσιο
ΝΑΥΑΓΙΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ :
ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Θ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Δρ.Ν. Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου Ο.Λ.Π. Α .Ε.
Η ύπαρξη ναυαγίων και γενικότερα η θαλάσσια ασφάλεια παραμένει ένα ζήτημα, εξόχως, επίκαιρο και σύνθετο, το οποίο δύναται να ανιχνευθεί, κατ’ αρχήν στο επίπεδο του Διεθνούς Δικαίου (1) και στη συνέχεια στο επίπεδο του Εθνικού Δικαίου (2).
- ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ
Η έρευνα μπορεί να διενεργηθεί, τόσο, στο πλαίσιο του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Α) όσο και στο πλαίσιο συγκριτικού Δικαίου των πλέον αντιπροσωπευτικών νομοθεσιών, στον συγκεκριμένο τομέα, Κρατών (Β).
Α. ΔΙΚΑΙΟ Ε.Ε.
Ο Κανονισμός 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 15-2-2017 (L 57/1 της 3-3-2017) περιέχει, αρκετές, σημαντικές διατάξεις, σχετικές με το ζήτημα της ρύθμισης των λιμενικών υπηρεσιών ως μέσο ενίσχυσης της θαλάσσιας ασφάλειας.
Ειδικότερα όπως αναφέρεται στο Προοίμιο του Κανονισμού 2017/352 : Αρθρο 4 παρ. 2 « Οι ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 μπορεί να αφορούν μόνο τα εξής:….ε) τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ως προς την ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών ή την ασφάλεια και προστασία του λιμένα ή της πρόσβασης σε αυτόν, των εγκαταστάσεών του, του εξοπλισμού και των εργατών και άλλων προσώπων, στ) τη συμμόρφωση με τις τοπικές, εθνικές, ενωσιακές και διεθνείς περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Άρθρο 7 Υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας 1. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν να επιβάλλουν στους παρόχους λιμενικών υπηρεσιών υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αφορούν λιμενικές υπηρεσίες και δύνανται να παραχωρούν το δικαίωμα επιβολής τέτοιων υποχρεώσεων στον διαχειριστικό φορέα του λιμένα ή στην αρμόδια αρχή, προκειμένου να εξασφαλίζουν τουλάχιστον ένα από τα εξής:…..δ) την ασφάλεια, προστασία και περιβαλλοντική βιωσιμότητα των λιμενικών υπηρεσιών…». |
||||||
Είναι κοινός τόπος η υπενθύμιση ότι το ζήτημα των ναυαγίων και των επικινδύνων πλοίων, είτε εντός[19], είτε εκτός λιμενικών περιοχών, είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική[20], αλλά και την παγκόσμια οικονομία, αφού, αυτά, συνιστούν όχι μόνο ένα σοβαρό εμπόδιο για τη ναυσιπλοΐα, αλλά και ένα de facto, διαρκή, θανάσιμο κίνδυνο για το θαλάσσιο, αλλά μερικές φορές και για τον χερσαίο ή και εναέριο, περιβάλλον. |
Σύμφωνα με το άρθρο 136 της Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας (10-12-1982), ο θαλάσσιος και ωκεάνιος βυθός και το υπέδαφός τους πέρα από τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας των Κρατών – μελών αποτελούν “κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας“[21].
Κατά συνέπεια, παραμένει επιτακτικό οικουμενικό καθήκον, η ουσιαστική προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, αυτού του ανεκτίμητου λίκνου της ζωής και της ανθρωπότητας, με κάθε τρόπο.
——————————
[1] Ordonnance n. 2011-204 du 24 février 2011.
[2] βλ. την απόφαση Δ.Ε.Κ. (Υπόθεση C-188/07) της 24- 6- 2008, την απόφαση Cour de Cassation της 17-12-2008 και
την απόφαση Conseil d’Etat της 10- 4- 2009, όπου κρίθηκε, ότι, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι, είτε παραγωγός, είτε πωλητής, είτε εκναυλωτής, ευθύνεται ως πρότερος κάτοχος αποβλήτων (détenteur antérieur des déchets), δηλ. του πετρελαίου από ένα ναυάγιο, εφ’ όσον : α) τόσο, οι υπεύθυνοι σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, όσο και τα Διεθνή Ταμεία (Funds), αδυνατούν να καταβάλλουν τις αποζημιώσεις και β) αποδεικνύεται η υπαιτιότητά του στην πρόκληση της ρύπανσης της θάλασσας, λόγω του ναυαγίου. Στην περίπτωση, αυτή, η ευθύνη του ανωτέρω προσώπου είναι, μόνο, συμπληρωματική (obligation subsidiaire).
[3] Conseil Constitutionnel Français, Décision n. 86-217 du 18-9-1986.
[4] zone portuaire d’Anvers, de Gand, de Bruges-Zeebrugge, d’Ostende
[5]Merchant Shipping Act 1995, Protection of Wrecks Act 1973, Protection of Military Remains Act 1986, Ancient Monuments & Archaeological Areas Act 1979.
[6] U.S.A. Code : Title 33, Chapter 9, Subchapter I, § 414 .
[7] βλ. Ι. Κοροτζή «Η Διεθνής Σύμβαση του 2007 για την απομάκρυνση των ναυαγίων. Μία πρώτη προσέγγιση» ΝοΒ 58 σελ. 1871 επομ .
[8] ad. την Οδηγία ΕΚ 2009/16 για τον έλεγχο του Κράτους του Λιμένα.
[9] βλ. ενδεικτικά : DIPLA H. « Les pouvoirs de contrôle par l’ Etat du Port dans la Convention des Nations Unies sur le Droit de la Mer et la réglementation élaborée au sein de l’Union Européenne » Droit International de la Mer et Droit de l’ Union Européenne. Cohabitation, confrontation, coopération ? éditions A.Pedone 2014.
[10] βλ. ενδεικτικά την απόφαση Δ.Ε.Κ. της 19-1-1994, Rec. 1994, p. I-43, αλλά και τη θέση της Επιτροπής στο Report from the Commission to the Council and the European Parliament on transport security and its financing, της 1-8-2006 COM(2006) 431 final
[11] βλ. πρακτικά Συνεδρίου με θέμα : “Salvage & Wreck Removal Conference” Λονδίνο, 4-17/12/2010, ειδικά, Kevin Cooper “Ship interests in casualty management : The owners perspective”.
[12] βλ. ενδεικτικά, την ad hoc απόφαση 171/2006 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία εκρίθη ότι, ο Ο.Λ.Π. Α.Ε., ουσιαστικά, ασκεί, δημόσια εξουσία, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, στο θαλάσσιο, λιμενικό χώρο, κατά την εφαρμογή του Ν. 2881/2001, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 30 του Ν. 3153/2003, δοθέντος ότι «… η μονομερής πράξη για την ανέλκυση, απομάκρυνση και διάθεση του εν λόγω πλοίου, …. συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας…».
[13] Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις ad hoc έξι (6) αποφάσεις 140/2011, 141/2011, 142/2011, 143/2011, 144/2011, 145/2011 της Επιτροπής Αναστολών (Τμήμα Δ), αναγνώρισε, για πρώτη φορά, ρητά και κατηγορηματικά, την εξαιρετική ιδιαιτερότητα, ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ο Ο.Λ.Π. Α.Ε., όχι μόνο να ασκεί δημόσια εξουσία χάριν του δημοσίου συμφέροντος αλλά και να εκδίδει σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως κατά την εφαρμογή του ν. 2881/2001) και ατομικές διοικητικές πράξεις αφού . «… εν όψει του ανωτέρω περιεχομένου και σκοπού της, η προσβαλλομένη πράξη αποτελεί, έναντι της αιτούσης, πράξη ασκήσεως δημοσίας εξουσίας. Ο δε Ο.Λ.Π. Α.Ε., στον οποίο έχει ανατεθεί η αρμοδιότης για την έκδοση της πράξεως αυτής, εντός του πλαισίου της ασκούμενης από τον ίδιο διοικήσεως του Λιμένος Πειραιώς, ενεργεί εν προκειμένω ως διοικητική αρχή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1211/2010). Συνεπώς, η προσβαλλομένη διακήρυξη, αδιαφόρως της φύσεως της συμβάσεως στη σύναψη της οποίας αποβλέπει, αποτελεί έναντι της αιτούσης εταιρείας εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, η οποία υπόκειται σε προσβολή με αίτηση ακυρώσεως. ».
[14] βλ. Ν. Κωνσταντινίδη « Ο δημόσιος χαρακτήρας του Ο.Λ.Π.Α.Ε. στην πρόσφατη νομολογία » ΝοΒ 2010, σελ. 2462-2472.
[15] βλ. τις ad hoc αποφάσεις 1211/2010 και 1212/2010 Ολομέλειας Συμβουλίου της Επικρατείας.
[16] βλ. την απόφαση της Επιτροπής της 18-12-22009 {Ε (2009) 10374 τελικό}, σχετικά με την κρατική ενίσχυση Γ 21/09 (πρώην Ν 105/2008, Ν 168/2008 και Ν 169/2008) – Ελλάδα Δημόσια χρηματοδότηση υποδομής και τεχνικού εξοπλισμού στο λιμένα Πειραιώς.
[17] Πάντως ως προς την δικαιοδοσία πολιτικών ή διοικητικών Δικαστηρίων, επί των διαφορών οι οποίες ανακύπτουν από ανακοπές κατά πίνακα κατάταξης σε συνέχεια αναγκαστικής εκτέλεσης επί πλοίων/ναυαγίων, σύμφωνα με την απόφαση 7/2021 Α.Ε.Δ. «… κριτήριο για το χαρακτηρισμό της ένδικης διαφοράς από την άσκηση ανακοπής κατά του κατά τα ανωτέρω συνταχθέντος πίνακα κατάταξης, αποτελεί η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο τίτλος με βάση τον οποίο επιβλήθηκε η αρχική αναγκαστική κατάσχεση….. κρίνει, ότι η ένδικη διαφορά είναι ιδιωτική υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων…».
[18] Σύμφωνα με τον νέο Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 5020/2023) στο άρθρο 113 περί ανέλκυσης ναυαγίων, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι : « Αν το πλοίο κατά την περίοδο της γυμνής ναύλωσης καταστεί ναυάγιο, ο εκμισθωτής διατηρεί δικαίωμα αναγωγής κατά του υπαίτιου ναυλωτή για τη δαπάνη ανέλκυσης ».
[19] βλ. ενδεικτικά : CHLOMOUDIS, C.I., PALLIS, A.A., 2004, Port Governance and the Smart Port Authority : Key issues for the reinforcement of Quallity Port Services, Proceeding of the 10th World Conference on Transport Research- Istanbul, June 2004 , LEVEQUE L. CHEDOT C. 2010, Cluster portuaire et localisation de la décision dans les activités maritimes et portuaires : quelques enseignements de l’exemple havrais. Texte de la communication au colloque de la commission de Géographie des Transports, Le Havre Septembre 2010 14 p.,VERHOEVEN P., 2009, Examen des fonctions des autorités portuaires: vers une renaissance? Conference WCTRS, 2009 10-04-09, VERHOEVEN P., 2011, European Port Governance, Report of an enquiry into the current governance of European seaports, ESPO, 110 p.
[20] βλ. ειδικά τα ναυάγια SEA DIAMOND 2007 και ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ 2017.
[21] ad. την Δ.Σ. 2001 UNESCO Convention on the protection of the Underwater Cultural Heritage.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΝΙΚΟΣ (Δικηγόρος Πειραιά, μέλος νομοπαρασκευαστικής νέου ΚΙΝΔ) Τα ειδικά καθεστώτα αστικής ευθύνης από θαλάσσια ρύπανση.
Αγαπητές και αγαπητοί κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω την Ένωση Ποινικολόγων και μαχομένων δικηγόρων για την τιμητική πρόσκληση που μου έκανε να απευθυνθώ σήμερα στο ακροατήριό σας. Μετά από 37 χρόνια αποκλειστικής ενασχόλησης με το ναυτικό δίκαιο, ειδικά την εμπορική-αστική διάστασή του, αλλά ποτέ με τις ποινικές πτυχές του, θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο ή ακόμη και πρωταπριλιάτικο ψέμα, αν μου έλεγαν ότι κάποια στιγμή θα απευθυνθώ σε ποινικολόγους για ζητήματα ναυτικού δικαίου, και μάλιστα για την αστική ευθύνη για ζημίες από θαλάσσια ρύπανση. Πολύ περισσότερο όταν στον χώρο όπου η υπαιτιότητα είναι βασιλιάς, το θέμα της σημερινής εισήγησής μου αφορά καθεστώτα αντικειμενικής ευθύνης των αστικώς υπευθύνων.
Ξεκινώντας, είμαστε αναγκασμένοι να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, και ειδικά πριν το 1967. Μέχρι τότε, τόσο στην εσωτερική έννομη τάξη, όσο και διεθνώς, το θέμα της θαλάσσιας ρύπανσης, το θέμα της περιβαλλοντικής ρύπανσης γενικότερα θα έλεγα, απασχολούσε ελάχιστους, όχι μόνο επειδή ήταν ελάχιστοι οι ευαισθητοποιημένοι στο θέμα αυτό, αλλά επειδή η ανάπτυξη της μεταφοράς πετρελαιοειδών σε μεγάλη κλίμακα εμφανίζεται μετά το 2ο μισό του 20ου αιώνα. Όσο και αν ψάξει κάποιος την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία δεν θα βρει σχετικές αναφορές στο θέμα της θαλάσσιας ρύπανσης, με εξαίρεση 2-3 αποφάσεις σε Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ. Την εποχή εκείνη τα εργαλεία που διαθέταμε ήταν αποκλειστικά αυτά που μας προσέφερε η αδικοπρακτική ευθύνη του Αστικού Κώδικα.
Την χρονιά όμως εκείνη τα πράγματα αλλάζουν. Ένα δεξαμενόπλοιο, το Torrey Canyon, μεταφέροντας φορτίο 120.000 τόνων πετρελαίου, βυθίζεται μεταξύ των γαλλικών ακτών της Βρετάνης και των αγγλικών της Κορνουάλης, και το μεγαλύτερο μέρος του διαρρέει στην θάλασσα μολύνοντας 100 χλμ. ακτογραμμής της Αγγλίας και άλλα 80 της Γαλλίας. Όποιος έχει επισκεφθεί την περιοχή που ξεκινάει από το βορειοδυτικό άκρο της Ιβηρικής χερσονήσου στην Γαλικία, περνάει την βόρεια ακτή της Ισπανίας στον Βισκαϊκό κόλπο και ανεβαίνει κατά μήκος των δυτικών γαλλικών ακτών που βλέπουν στον Ατλαντικό περνώντας από την Βρετάνη και την Νορμανδία θα διαπιστώσει ότι οι θαλάσσιες περιοχές αυτές είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνες λόγω των σφοδρών ανέμων που επικρατούν, ακόμη και το καλοκαίρι, του έντονου κυματισμού και της θαλασσοταραχής, των βραχωδών ακτών σε πολλά σημεία, αλλά και των έντονων θαλάσσιων ρευμάτων που προκαλούν ιδιαίτερα έντονες άμπωτι και παλίρροια στις αμμουδιές τους. Εκεί έχουν συμβεί τουλάχιστον άλλα τρία από τα μεγαλύτερα ρυπογόνα ατυχήματα που έχουν απασχολήσει την διεθνή κοινότητα τα τελευταία 55 χρόνια, δηλαδή το Amoco Cadiz, το Erika και το δικό μας, ελληνόκτητο, Prestige.
Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας υπήρξε άμεση. Στα πλαίσια του ΟΗΕ συγκλήθηκε διεθνής συνδιάσκεψη που σε χρόνο ρεκόρ, το 1969 υιοθέτησε την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, γνωστή διεθνώς ως Civil Liability Convention ή CLC. Το αρχικό κυρίαρχο ζήτημα που συζητήθηκε στα πλαίσια της ήταν ο προσδιορισμός του προσώπου που θα έφερε την σχετική ευθύνη για αποζημίωση. Η επιλογή ήταν μεταξύ του πλοίου, δηλαδή του πλοιοκτήτη, και του φορτίου, δηλαδή των ενδιαφερομένων επί της ρυπογόνου ουσίας. Με την αρχική αυτή ΔΣ επιλέχθηκε η απόδοση ευθύνης στον πλοιοκτήτη, και μάλιστα ευθύνης αποκλειστικώς αντικειμενικής, δηλαδή μη εξαρτώμενης από την υπαιτιότητα του πλοιοκτήτη και των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος. Το αυστηρό αυτό σύστημα αστικής ευθύνης συνοδεύθηκε από δύο άλλα στοιχεία της ευθύνης αυτής, δηλαδή την υποχρεωτική ασφάλιση της συγκεκριμένης ευθύνης, ώστε να καταστεί εφικτή στην πράξη η λειτουργία της είσπραξης της αποζημίωσης, αφ’ ετέρου δε, ως εξισορροπητική προνομία για τον πλοιοκτήτη, η δυνατότητα περιορισμού της ευθύνης του. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στο ναυτικό δίκαιο η έννοια του περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη γενικότερα, είναι για λόγους ιστορικούς και πρακτικούς, αρκετά διαδεδομένη σε πολλά είδη ευθύνης προερχόμενα από την εκμετάλλευση του πλοίου.
Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε το πρώτο διεθνές ειδικό καθεστώς αστικής ευθύνης για ζημίες από θαλάσσια ρύπανση. Η χώρα μας κύρωσε την ΔΣ με τον Νόμο 314/1976. Το πεδίο εφαρμογής της είναι τα δεξαμενόπλοια και μάλιστα όταν πράγματι μεταφέρουν πετρέλαιο και γενικότερα πετρελαιοειδή προϊόντα ή έστω στο πρώτο ταξίδι μετά μία τέτοια μεταφορά όταν έχουν απομείνει ακόμη κατάλοιπα πετρελαίου στις δεξαμενές φορτίου του πλοίου.
Γιατί όμως αντικειμενική ευθύνη ; Και πάλι οι ιδιαιτερότητες του ναυτικού δικαίου δίνουν την απάντηση, καθώς και σε άλλους τομείς (π.χ. στη ζημία πραγμάτων κατά την θαλάσσια μεταφορά τους) ναι μεν δεν θεσπίζεται αντικειμενική ευθύνη, αλλά η συνδρομή υπαιτιότητας λειαίνεται είτε με την υιοθέτηση τεκμηρίου ευθύνης ή με θέσπιση νόθου αντικειμενικής ευθύνης με αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ενώ σήμερα συζητιέται, αστόχως κατά την γνώμη μου, το καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης ακόμη και στις περιπτώσεις σύγκρουσης πλοίων. Η αλήθεια είναι ότι εάν χρειαζόταν ο καταλογισμός υπαιτιότητας σε πρόσωπο για να θεμελιωθεί η ευθύνη του πλοιοκτήτη για ζημίες από ρύπανση, τούτο θα είχε τεράστιες αποδεικτικές δυσκολίες για τον ζημιωθέντα ο οποίος δεν έχει προσβασιμότητα στα επί του πλοίου συμβαίνοντα, με συνέπεια η υπαιτιότητα εν προκειμένω να συνιστά συσταλτικό της ευθύνης λόγο μη αποδεκτό από την έννομη τάξη, πολλώ μάλλον για ζημίες που άπτονται γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτές από ρύπανση της θάλασσας. Έτσι η πρόταση για υποκειμενική ευθύνη με αντιστροφή του βάρους απόδειξης που υποστήριξαν τότε οι Αγγλία, Ιαπωνία, Σοβιετική Ένωση και άλλοι, τέθηκε εκποδών υπέρ της πρότασης αντικειμενικής ευθύνης, έμπνευσης της Γαλλίας, και υποστήριξης από ΗΠΑ, Γερμανία, Σουηδία κλπ. Η ευθύνη πάντως αυτή, αφήνει κάποια παράθυρα στον ζημιώσαντα πλοιοκτήτη, δηλαδή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν ευθύνεται εάν αποδείξει ότι η ζημία επήλθε (α) από πολεμικές ενέργειες, εχθροπραξίες, εμφύλιο πόλεμο, ή φυσικό φαινόμενο αναπότρεπτου και ακαταμάχητου είδους, (β) εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με πρόθεση πρόκλησης ζημίας και (γ) εξ ολοκλήρου από αμέλεια ή άλλη παράνομη πράξη κυβερνητική ή Αρχών επιφορτισμένων με την συντήρηση φάρων και λοιπών βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας.
Το δεύτερο στοιχείο της ευθύνης που αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι η υποχρεωτική ασφάλιση της ευθύνης του πλοιοκτήτη, τουλάχιστον για τα πλοία εκείνα που έχουν μεταφορική ικανότητα άνω των 2.000 τόνων, που έχει σαν αναγκαίο νομοθετικό επακόλουθο την δυνατότητα άσκησης ευθείας αξίωσης κατά του ασφαλιστή ευθύνης από τον ζημιωθέντα. Η επαρκής οικονομική ασφαλιστική κάλυψη για την ανόρθωση ζημιών από ρύπανση κατέστη με την ΔΣ αναγκαίο συμπληρωματικό στοιχείο της ίδιας της ευθύνης. Η πρόσφατη εμπειρία του ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ έδειξε ότι ακόμη και ένα μικρό πλοίο έχει την δυνατότητα να προκαλέσει μία περισσότερο εκτεταμένη θαλάσσια ρύπανση, η αποκατάσταση των ζημιών της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει εάν το ρυπογόνο πλοίο, ειδικά όταν βυθισθεί, χωρίς αντίστοιχη ασφαλιστική κάλυψη.
Το τρίτο στοιχείο που συνοδεύει την αντικειμενική ευθύνη, είναι το δικαίωμα του περιορισμού της, δικαίωμα του οποίου απολαύουν τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο ασφαλιστής της ευθύνης του. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το σχετικό δικαίωμα, τους τρόπους ενάσκησής του, τις έννομες δικονομικές συνέπειες του, την διαδικασία σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού και εκκαθάρισης των απαιτήσεων, τις αποκαταστέες ζημίες για τις οποίες βλέπω στο πρόγραμμα ότι θα υπάρξει χωριστή εισήγηση, αλλά θα περιορισθώ απλώς να αναφέρω ότι ο περιορισμός γίνεται με βάση αριθμητικούς υπολογισμούς με αναφορά στους κόρους ολικής χωρητικότητας του πλοίου και τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και μετατρέπεται στο εγχώριο εθνικό νόμισμα. Άξιο μνείας επίσης είναι ότι προβλέπεται έκπτωση από το δικαίωμα περιορισμού όταν η ζημία της ρύπανσης προήλθε από προσωπική πράξη ή παράλειψη του πλοιοκτήτη, που διαπράχθηκε με πρόθεση να προκληθεί μία τέτοια ζημία ή απερίσκεπτα και με γνώση ότι μία τέτοια ζημία θα μπορούσε πιθανώς να προκύψει. Τα παραπάνω πρέπει να καταλογισθούν στον ίδιο τον πλοιοκτήτη, δεν αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο π.χ. του πλοιάρχου, και στο σημείο αυτό καταφαίνεται πόσο σημαντική καθίσταται και από οικονομική – αστική πλευρά η ποινική υπεράσπιση του κατηγορούμενου για ρύπανση πλοιοκτήτη. Τέλος θα πρέπει να τονισθεί ότι οι ζημιωθέντες δεν μπορούν να αποζημιωθούν, κατ’ αρχήν, παρά μόνο από το κεφάλαιο του περιορισμού.
Λέγοντας αυτό, έρχομαι σε μία δεύτερη ΔΣ που υιοθετήθηκε επίσης στις Βρυξέλλες το έτος 1971, είναι γνωστή με το όνομα ΔΣ για την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο, ή γνωστότερης ως Σύμβασης Κεφαλαίου ή Fund Convention. Και η Σύμβαση αυτή έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με τον Νόμο 1638/1986, και όπως και η CLC έχουν έκτοτε τροποποιηθεί με Πρωτόκολλα των ετών 1992 και 2000 και ισχύουν πλέον με πολύ αυξημένα τα όρια της ευθύνης.
Τι είναι αυτή η ΔΣ και το λεγόμενο Διεθνές Κεφάλαιο ή IOPC Fund ; Κατ’ αρχήν, κατέστη πολύ γρήγορα σαφές ότι η αποζημίωση μέσω του συστήματος της CLC δεν ήταν επαρκής λόγω του τεράστιου όγκου των απαιτήσεων που γεννώνται σε αυτές τις περιπτώσεις, με συνέπεια το κεφάλαιο περιορισμού να μην επαρκεί να τις καλύψει σε όλη τους την έκταση. Κατά δεύτερο λόγο, προστέθηκε ένα δεύτερο επίπεδο αποζημίωσης που απέβλεπε στην συνεισφορά του φορτίου στην αποζημιωτική λειτουργία μέσω της ίδρυσης ενός διεθνούς οργανισμού που ονομάζεται Διεθνές Κεφάλαιο αποζημίωσης ζημιών από ρύπανση που χρηματοδοτείται από συνεισφορές της βιομηχανίας πετρελαίου. Το εν λόγω Διεθνές Κεφάλαιο, έχει συμπληρωματική και εγγυητική λειτουργία σε σχέση με το σύστημα αποζημίωσης της ΔΣ 1969 και έρχεται να αποζημιώσει τις ζημίες πέραν των ορίων του περιορισμού της ευθύνης υπό την ΔΣ του 1969, σε τρεις περιπτώσεις : (α) όταν ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται κατά την ΔΣ 1969, (β) όταν ο πλοιοκτήτης ή ο ασφαλιστής είναι αφερέγγυος και (γ) όταν η αποζημίωση υπό την ΔΣ 1969 δεν επαρκεί για την αποκατάσταση της ζημίας, που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση εφαρμογής της ΔΣ 1971. Το Διεθνές Κεφάλαιο απαλλάσσεται και αυτό στις περιπτώσεις όπου η ζημία επήλθε (α) από πολεμικές ενέργειες, εχθροπραξίες, εμφύλιο πόλεμο, ή (β) εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη τρίτου με πρόθεση πρόκλησης ζημίας (όπως δηλαδή και ο πλοιοκτήτης στην CLC, αλλά όχι για ανώτερη βία ή αμέλεια των Αρχών επί των βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας. Στην εκκρεμή ακόμη υπόθεση του ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ, το Διεθνές Κεφάλαιο συμμετείχε ενεργώς στην αποζημιωτική διαδικασία λόγω μη επάρκειας του κεφαλαίου περιορισμού των 5,5 εκατομμυρίων να καλύψει απαιτήσεις υπερβαίνουσες τα 100 εκατομμύρια.
Να σημειωθεί εδώ ότι επειδή και η αποζημίωση μέσω του δεύτερου συστήματος αποζημίωσης από το Διεθνές Κεφάλαιο είχε «οροφή», δηλαδή όριο στο ύψος αυτής, μετά το ατύχημα του Prestige το 2003, ιδρύθηκε ένα Συμπληρωματικό Διεθνές Κεφάλαιο στο οποίο συμμετέχουν προαιρετικά τα κράτη που συμμετέχουν στο Διεθνές Κεφάλαιο, το οποίο θέτει τόσο υψηλά ποσοτικά όρια αποκατάστασης της ζημίας (750.000.000 ΕΤΔ), ώστε ουσιαστικά περνάμε σε ένα καθεστώς πλήρους ικανοποίησης των ζημιωθέντων. Η Ελλάδα κύρωσε και αυτή την ΔΣ με τον Νόμο 3482/2006 .
Συναφές σύστημα αντικειμενικής ευθύνης προβλέπει και μία άλλη ΔΣ, αυτή του 2001, γνωστή ως Bunkers Convention που ρυθμίζει την ζημία που προκαλούν στην θάλασσα τα καύσιμα κίνησης ενός πλοίου. Η ΔΣ κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Νόμο 3393/2005. Εφαρμόζεται σε όλα τα πλοία (όχι μόνο τα δεξαμενόπλοια), καθιστά υπεύθυνο όχι μόνο τον πλοιοκτήτη, αλλά και τον γυμνό ναυλωτή, τον διαχειριστή και τον εφοπλιστή, περιέχει αντίστοιχο καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης και υποχρεωτικής ασφάλισης με εκείνο της CLC 1969, αλλά καταστρώνει τον περιορισμό της ευθύνης με διαφορετικό και όχι αυτόνομο τρόπο, αλλά με παραπομπή στην εφαρμογή προϋποθέσεων περιορισμού με βάση μία γενικής εφαρμογής Διεθνή Σύμβαση περιορισμού τις ευθύνης του πλοιοκτήτης για ναυτικές απαιτήσεις γενικά που συνήφθη στο Λονδίνο το 1976 και έχει επίσης κυρωθεί από την Ελλάδα.
Τέλος, μία μόνο συμπλήρωση σχετικά με την τελευταία σε ισχύ ΔΣ για την θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών (π.χ. χημικών, τοξικών κλπ.), την λεγόμενη HNS 1996/2010 που εγκαθιδρύει παρόμοιο καθεστώς ευθύνης με αυτό της CLC και η οποία δεν έχει μεν ακόμη κυρωθεί από την Ελλάδα, πλην όμως, στον νεοψηφισθέντα ΚΙΝΔ προβλέφθηκε, εν είδει διακηρυκτικής αρχής, με το άρθρο 71 ότι η ευθύνη για ζημίες από την μεταφορά αυτών των ουσιών θα διέπεται από την ΔΣ HNS όταν αυτή ήθελε κυρωθεί από την χώρα μας, πράγμα που φαίνεται ότι μάλλον δεν θα αργήσει.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας, σε αυτή την δύσκολη απογευματινή ώρα του Σαββάτου.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ -ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά) Θαλάσσια ρύπανση ‐ Ποινικό Πλαίσιο
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ – ΠΟΙΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
24ο Συνέδριο Ένωσης Ποινικολόγων & Μαχομένων Δικηγόρων
Εισήγηση του Θεοδώρου Δημ. Σακελλαρόπουλου, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, Επίκουρου Εισαγγελέα Περιβάλλοντος & Προστασίας Ζώων Πειραιά, υποψηφίου Διδάκτορα Ποινικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Η διαφύλαξη και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι ένα θέμα που απασχολεί σοβαρά όλους τους λαούς και τις Κυβερνήσεις του πλανήτη. Ειδικότερα η ρύπανση του υγρού στοιχείου, που προκαλεί ο ανθρώπινος παράγοντας, αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο για τον πλανήτη μας. Η ρύπανση της θάλασσας αποτελεί την ακούσια ή εκούσια καταστρεπτική παρέμβαση του ανθρώπου στο θαλάσσιο περιβάλλον που απειλεί το παγκόσμιο οικοσύστημα με την αλλοίωση των φυσικών στοιχείων της θάλασσας. Πρόκειται κυρίως για τη ρύπανση από πετρελαιοειδή καθώς το πετρέλαιο είναι το εμπόρευμα που κυριαρχεί στις θαλάσσιες μεταφορές παγκοσμίως και αποτελεί και το καύσιμο των ίδιων των πλοίων, τα πετρελαιοειδή δε χρησιμοποιούνται ευρέως στη ναυτιλία. Η Ελλάδα, μια κατεξοχήν θαλασσινή χώρα, με 16.000 χιλιόμετρα ακτών και περί τα 3.000 διάσπαρτα νησιά και βραχονησίδες, έχει ευαισθητοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια και δίνει τη δική της μάχη ενάντια στη ρύπανση των θαλασσών. Στην Ελλάδα, η μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση της Πολιτείας. Ο Έλληνας νομοθέτης, από πολύ νωρίς, ευαισθητοποιημένος από το σοβαρό πρόβλημα της ρύπανσης του θαλασσίου στοιχείου, πρόβλεψε ένα πλέγμα κυρώσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της θαλάσσιας ρύπανσης. Έτσι με το νόμο 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος κ.λπ.», ο οποίος, κατά την εισηγητική έκθεση, αποβλέπει στην προστασία του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας και της εθνικής οικονομίας, ελήφθησαν μέτρα για την πρόληψη, τον περιορισμό και την καταπολέμηση της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από πετρελαιοειδή, λύματα και πάσης φύσεως απόβλητα, προβλέφθηκε δε σύστημα ποινικών, διοικητικών και πειθαρχικών κυρώσεων κατά των παραβατών του νόμου αυτού. Ο ανωτέρω νόμος εφαρμόσθηκε επί σειρά ετών από τα Δικαστήρια της χώρας μας εξασφαλίζοντας ένα αποτελεσματικό πλέγμα κυρώσεων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του νόμου αυτού ορίζονται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ρύπανσης της θάλασσας, οι διοικητικές κυρώσεις της ρύπανσης, ήτοι τα πρόστιμα και η κλιμάκωση αυτών (άρθρο 13 του ν. 743/1977), καθώς και οι πειθαρχικές κυρώσεις. Οι διατάξεις του ανωτέρω Ν. 743/1977 κωδικοποιήθηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική με το ΠΔ 55/1998. Το ανωτέρω ΠΔ προβλέπει επίσης ποινικές, διοικητικές και πειθαρχικές κυρώσεις.
Σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις (άρθ 13§1 στοιχ. α’ ) προβλέπει ότι «Αυτοί που με πρόθεση προκαλούν σοβαρή ρύπανση τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών. Αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημιάς ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Σχετικά με την έννοια της ρύπανσης αυτή δίδεται από την διάταξη του άρθ. 1 στοιχ. ιδ’ ΠΔ 55/1998 . Έτσι «Ρύπανση» είναι η παρουσία στη θάλασσα κάθε ουσίας, η οποία αλλοιώνει τη φυσική κατάσταση του θαλασσινού νερού ή το καθιστά επιβλαβές στην υγεία του ανθρώπου ή στην πανίδα και χλωρίδα των βυθών και γενικά ακατάλληλο για τις προβλεπόμενες κατά περίπτωση χρήσεις του. Πότε η ρύπανση είναι σοβαρή εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και οπωσδήποτε είναι σοβαρή όταν απ’ αυτή μπορεί να προκύψει κίνδυνος ζημίας ή βλάβης σε πρόσωπα ή πράγματα (ΑΠ 515/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, « Αυτοί που από αμέλεια γίνονται υπαίτιοι των παραπάνω πράξεων τιμωρούνται με φυλάκιση. Αυτοί μπορούν να απαλλάσσονται από κάθε ποινή, αν με δική τους πρωτοβουλία εξουδετερώσουν τη ρύπανση και αποτρέψουν κάθε βλάβη ή ζημιά που μπορεί να επέλθει ή αν με γρήγορη αναγγελία προς τις Αρχές συντελέσουν στην εξουδετέρωση της ρύπανσης, καταβάλλοντας ταυτόχρονα και τις συναφείς δαπάνες ». Η διάταξη αυτή, αντίστοιχου σε γενικές γραμμές περιεχομένου με αυτήν του άρθ. 267 πΠΚ και 289 νΠΚ, συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή. Περαιτέρω από την διάταξη του άρθ. 13§1 στοιχ. β’ ΠΔ 55/1998 προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις, οι οποίες κλιμακούνται ανάλογα με την σοβαρότητα της ρύπανσης και τον εξακολουθητικό ή μη χαρακτήρα αυτής. Για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δεν είναι απαραίτητο η θαλάσσια ρύπανση να είναι σοβαρή, δηλαδή προϋπόθεση για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων δεν αποτελεί ο μόνιμος και μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της αλλοίωσης αυτής, αλλά αρκεί και η πρόσκαιρη αλλοίωση των φυσικών χαρακτηριστικών της θάλασσας (βλ. ΣτΕ 2083/2007). Επίσης από την διάταξη του άρθ. 13§1 στοιχ. γ ΠΔ 55/1998 προβλέπονται πειθαρχικές κυρώσεις, κατά τις διατάξεις Ν.Δ.187/1973 “περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου”, αν οι υπαίτιοι ρύπανσης έχουν την ιδιότητα του Έλληνα ναυτικού, τιμωρούμενοι με προσωρινή στέρηση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος. Τέλος κατά ρητή πρόβλεψη του άρθ. 13§2 ΠΔ 55/1998, οι ανωτέρω κυρώσεις επιβάλλονται αθροιστικά, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Εντωμεταξύ το έτος 1982, με τον Ν. 1269/1982, κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση “περί προλήψεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης από πλοία” του 1973 και το Πρωτόκολλο του 1978, που αναφέρεται σ’ αυτή τη Σύμβαση. Η ως άνω Σύμβαση αποβλέπει στον έλεγχο της ρύπανσης από την λειτουργία πλοίων και εφαρμόζεται σε: (α) πλοία που φέρουν την σημαία ενός Μέλους της Σύμβασης και (β) πλοία που δεν φέρουν την σημαία ενός Μέλους, αλλά ταξιδεύουν υπό την σημαία ενός Μέλους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται, σε πολεμικά πλοία που ανήκουν ή εργάζονται για ένα Κράτος και χρησιμοποιούνται μόνο για κυβερνητική μη εμπορική Υπηρεσία. Εν τούτοις κάθε Μέλος θα πρέπει να εξασφαλίζει, κατά την Σύμβαση, με την λήψη καταλλήλων μέτρων ότι το πλοίο λειτουργεί κατά τρόπο συνεπή, όσο είναι λογικό καί πρακτικό, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμβάσης. Δύο μεγάλα ναυάγια στην ιστορία της ανθρωπότητας ήτοι του δεξαμενοπλοίου Erika και του δεξαμενοπλοίου Prestige οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας 2005/35/ΕΚ και της τροποποιητικής αυτής 2009/123/ΕΚ, για την αποτελεσματική προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika, ενός πλοίου ηλικίας 25 ετών με σημαία Μάλτας, το οποίο είχε ναυλώσει η γαλλική εταιρεία Total και ανήκε σε έναν ιταλό εφοπλιστή, σημειώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1999,
400 χιλιόμετρα από τις ακτές της δυτικής Γαλλίας και προκάλεσε τον
θάνατο περίπου 150.000 πτηνών. Το δεύτερο ναυάγιο, ήτοι αυτό του δεξαμενόπλοιου Prestige και η επακόλουθη πετρελαιοκηλίδα υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα και φυσικές καταστροφές στην ιστορία της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας. Έλαβε χώρα στις 13 Νοεμβρίου του 2002, 250 χιλιόμετρα ανοικτά της Ακτής του Θανάτου στη Γαλικία της Ισπανίας, όταν, μετά από ισχυρή καταιγίδα, το δεξαμενόπλοιο βυθίστηκε απελευθερώνοντας στον Ατλαντικό Ωκεανό 77.000 τόνους καυσιμελαίου. Η πετρελαιοκηλίδα του Prestige, που επεκτάθηκε στις ακτές της Πορτογαλίας, της βόρειας Ισπανίας και της Γαλλίας, θεωρείται το τρίτο πιο δαπανηρό ατύχημα στην ιστορία δεδομένου ότι ο καθαρισμός της και η σφράγιση του πλοίου κόστισαν 12 δισεκατομμύρια δολλάρια. Ωστόσο, τα ναυτικά ατυχήματα δεν αποτελούν την κύρια πηγή της θαλάσσιας ρύπανσης: το μεγαλύτερο μέρος της ρύπανσης από πλοία προκαλείται από εσκεμμένες απορρίψεις (εργασίες καθαρισμού των δεξαμενών και απόρριψη των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων)- (λειτουργική ρύπανση). Ο νόμος 4037/2012 εξεδόθη στο πλαίσιο συμμόρφωσης του εθνικού δικαίου με τις διατάξεις των ως άνω Οδηγιών. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου περιέχονται οι αναγκαίοι ορισμοί για την εφαρμογή του νόμου, στο άρθρο 3 αναφέρεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου και στο άρθρο 5 προβλέπονται οι περιπτώσεις δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ( σε περιπτωση που δεν θεμελιώνεται τοπική αρμοδιότητα άλλου ελληνικού δικαστηρίου, τοπικώς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά). Αξίζει να σημειωθεί ότι το διευρυµένο πεδίο εφαρμογής του νόμου όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 3 του νόμου δικαιολογείται από τον χαρακτήρα των πράξεων ρύπανσης ως « γνησίων διεθνών εγκλημάτων».
Στο άρθρο 6 του ανωτέρω νόμου καταστρώνονται τα εγκλήµατα θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές της Οδηγίας. Ειδικότερα το έγκληµα της θαλάσσιας ρύπανσης υφίσταται αντικειµενικά, όταν γίνεται απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο σε οποιαδήποτε από τις δια-
λαµβανόµενες στο άρθρο 3 παράγραφος 1 θαλάσσιες περιοχές , από την οποία απόρριψη προκαλείται υποβάθµιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος. Όπως γίνεται φανερό για τη στοιχειοθέτηση της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος δεν είναι αρκετή η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών, από πλοίο κατά τις οριοθετήσεις του άρθρου 3§1. Απαιτείται επιπλέον η απόρριψη
αυτή να συνεπάγεται υποβάθµιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, σοβαρή ή µη. Η σοβαρότητα της υποβάθµισης λαµβάνεται ως ένα βαθµό υπόψη για τη διαβάθµιση του εγκλήµατος και όχι για τη στοιχειοθέτηση αυτού, όπως αντιθέτως συµβαίνει µε το ν. 743/1977 (άρθρο 13 π.δ 55/1998), όπου για την επιβολή ποινικών κυρώσεων απαιτείται να συντρέχει «σοβαρή ρύπανση». Αν η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών από πλοίο από οποιοδήποτε πρόσωπο (π.χ. πλοίαρχο, πλοιοκτήτη, µέλη πληρώµατος, πλοηγούς κλπ.) γίνεται µε πρόθεση και, λόγω της σοβαρότητας της υποβάθµισης του θαλάσσιου ύδατος, δηµιουργείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωµατικής βλάβης ή ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, απειλείται ποινή κάθειρξης µέχρι 10 ετών και χρηµατική ποινή από 3000 έως 300.000 ευρώ. Ανάγεται, δηλαδή, το έγκληµα αυτό σε κακούργηµα, ως διακεκριµένη περίπτωση θαλάσσιας ρύπανσης από πλοίο. Η εν λόγω απειλούµενη ποινή είναι δικαιολογηµένη, αν σκεφθεί κανείς τις σοβαρότατες συνέπειες του εγκλήµατος αυτού. Συνιστά αναµφισβήτητα µία κύρωση αποτελεσµατική και αποτρεπτική, αλλά και σύµφωνη µε την αρχή της
αναλογικότητας. Όλες οι άλλες περιπτώσεις δόλιας απόρριψης ρυπογόνων ουσιών από πλοίο, που συνεπάγονται απλώς και µόνο υποβάθµιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, χωρίς δηλαδή περαιτέρω τη συνδροµή του στοιχείου της δηµιουργίας κινδύνου θανάτου ή βαριάς σωµατικής βλάβης ή της ευρείας οικολογικής διατάραξης ή καταστροφής, τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηµατική ποινή από 1500 έως 50.000 ευρώ, δηλαδή σε βαθµό πληµµελήµατος. Η έκταση (σοβαρότητα) της υποβάθµισης του θαλάσσιου ύδατος λαµβάνεται εδώ υπόψη κατά την επιµέτρηση της ποινής (αρθρ. 79 Π.Κ). Περαιτέρω οι επαναλαµβανόµενες, µικρής σηµασίας απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών, όταν, αξιολογούµενες συνολικά και όχι µεµονωµένα, καταλήγουν σε υποβάθµιση της ποιότητας του θαλάσσιου ύδατος, συγκροτούν αυτοτελές ποινικό αδίκηµα και τιµωρούνται, εφόσον γίνονται µε πρόθεση, µε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι µηνών και µε χρηµατική ποινή 1000 έως 15.000 ευρώ. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος αυτού θα πρέπει οι επαναλαµβανόµενες µικρής σηµασίας απορρίψεις να ευρίσκονται σε κάποια τοπική και χρονική ενότητα, η οποία επιτρέπει τη συνολική αξιολόγησή τους, και ο δράστης να έχει ενότητα δόλου.
Όλες οι προηγούµενες πράξεις θαλάσσιας ρύπανσης από πλοίο τιµωρούνται, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 4 του ίδιου άρθρου, και όταν τελούνται από αµέλεια. Ειδικότερα απειλείται, στην πρώτη περίπτωση, όπου, εξαιτίας της σοβαρότητας της υποβάθµισης του θαλάσσιου ύδατος, δηµιουργείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωµατικής βλάβης ή ευρεία οικολογική διατάραξη ή καταστροφή, ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι µηνών και χρηµατική ποινή 1000 έως 15.000 ευρώ, στη δεύτερη περίπτωση, ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών µηνών και χρηµατική ποινή 200 έως 3000 ευρώ και στην τρίτη περίπτωση των επαναλαµβανόµενων µικρής σηµασίας απορρίψεων, οµοίως ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών µηνών και χρηµατική ποινή 200 έως 3000 ευρώ.
Ο ανωτέρω νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις και όταν οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία και διαπράττονται από αµέλεια. Η αµέλεια, όπως οριοθετείται από τον νόμο περιλαµβάνει την ενσυνείδητη αµέλεια κάθε µορφής και, από την ασυνείδητη αµέλεια, µόνο τη βαριά. Μένει δηλαδή εκτός πεδίου εφαρµογής αυτής η ελαφρά ασυνείδητη αµέλεια. Έτσι ρητά προβλέπεται µε την παράγραφο 7 του άρθρου 6 του νόμου 4037/2012 ότι η διαγραφόµενη ποινική ευθύνη για τη θαλάσσια ρύπανση από αµέλεια δεν περιλαµβάνει την ελαφρά ασυνείδητη αµέλεια. Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό ποινικό δίκαιο γνωρίζει τη διάκριση µεταξύ της ενσυνείδητης και ασυνείδητης (χωρίς συνείδηση) αµέλειας, αγνοεί όµως τη διάκριση βαριάς και ελαφράς αµέλειας. Ο νόμος δεν προβλέπει μορφές συμμετοχής, οπότε εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για τη συμμετοχή του Γενικού Μέρους του ΠΚ (αρθρ.45-49). Κρίθηκε όµως αναγκαίο, αν υπάρχει συµβολή κάποιου προσώπου (π.χ. προσωπικού νηογνώµονα) στην τέλεση των εγκληµάτων της δόλιας απόρριψης ρυπογόνων ουσιών των παραγράφων 1 και 3, η οποία (συµβολή) δεν µπορεί να χαρακτηριστεί, ως συµµετοχή (άρθρα 45, 46, 47, Π.Κ.), να στοιχειοθετείται αυτοτελές έγκληµα και ο υπαίτιος να τιµωρείται µε τις αντίστοιχες για τα παραπάνω εγκλήµατα ποινές, µειωµένες κατά το άρθρο 83 του Π.Κ.
Με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο, όπως αντίστοιχα συµβαίνει και στο ν. 1650/1986 για την προστασία γενικότερα του περιβάλλοντος (άρθρο 28 παράγραφος 6), να επιβάλει µειωµένη ποινή στο δράστη ή να τον απαλλάξει από κάθε ποινή αν αυτός περιορίσει ουσιωδώς ή µε έγκαιρη αναγγελία του στην αρχή συντελέσει στην ουσιώδη µείωση των αρνητικών επιπτώσεων της εν λόγω εγκληµατικής του συµπεριφοράς. Και εν προκειμένω προβλέπεται δυνητικός προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή.
Επηκολούθησε ο Ν. 4878/2022 που αφορά την συνεργασία στον τομέα της ετοιμότητας και παρέμβασης σε έκτακτα περιστατικά θαλάσσιας ρύπανσης. Επικυρώνοντας την Συνθήκη και το σχετικό Πρωτόκολλο της, τα Συμβαλλόμενα Μέρη (Ελλάδα- Ισραήλ – Κύπρος) δεσμεύτηκαν νομικά και εξέφρασαν σαφώς την πολιτική τους θέληση να λάβουν, τόσο ξεχωριστά όσο από κοινού, αναγκαίες ενέργειες με στόχο μεταξύ άλλων, την αποτελεσματική αντιμετώπιση ακούσιας θαλάσσιας ρύπανσης από πετρέλαιο, Ως εκ τούτου, με στόχο τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το Πρωτόκολλο Πρόληψης και Επείγουσας Ανάγκης, τα Κράτη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα για την παρέμβαση των δημόσιων αρχών τους τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο για διεθνή συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια. Η ύπαρξη καλών ικανοτήτων αντιμετώπισης σε εθνικό επίπεδο είναι το θεμελιώδες προαπαιτούμενο οποιασδήποτε περιφερειακής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας, και συνεπώς, είναι βασικό όπως το Μέρος που απειλείται από συμβάν θαλάσσιας ρύπανσης να έχει διαθέσιμους ορισμένους αναγκαίους πόρους που να του επιτρέπουν να αρχίσει επιχειρήσεις αντιμετώπισης διαρροής πετρελαίου και να προστατεύσει τις πιο ευαίσθητες τοποθεσίες κατά τη διάρκεια της κρίσιμης αρχικής περιόδου μετά το συμβάν, χωρίς να πρέπει να περιμένει την άφιξη πιθανής βοήθειας από άλλο Μέρος.
Στατιστικά στοιχεία: Κατά το διάστημα 2010-2ο/2023 εισήχθησαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά 86 υποθέσεις θαλάσσιας ρύπανσης. Από αυτές αρχειοθετήθηκαν για διαφόρους λόγους: 39, προσδιορίστηκαν για να δικαστούν: 39, Εκδικάσθηκαν σε α’ βαθμό: 36 και εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις σε 7 υποθέσεις στις οποίες επεβλήθησαν ποινές σε 10 κατηγορουμένους συνολικά.
Φρονώ ότι το νομικό οπλοστάσιο της Χώρας μας είναι επαρκές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της θαλάσσιας ρύπανσης. Από την άλλη πλευρά η φύση των εγκλημάτων αυτών ως γνησίων διεθνών εγκλημάτων επιβάλλει τη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών για την αντιμετώπιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος από ατυχήματα ή και δόλιες ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε υποβάθμιση της ποιότητας του θαλασσίου ύδατος ή ακόμα και στη δημιουργία κινδύνου θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ή ευρείας οικολογικής καταστροφής.
Για την Ελλάδα, με τις πολλές θαλάσσιες οδούς με ιδιαίτερα πυκνή διέλευση πλοίων, το μεγάλο αριθμό νησιών, τις μοναδικές φυσικές ομορφιές, την ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά και τα μεγάλα τουριστικά ενδιαφέροντα, η αποτελεσματική προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος είναι στόχος υψηλής προτεραιότητας για όλους μας.