ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΟΥΖΕΝΗΣ -ΟΜΙΛΙΑ - Η πυρομανία και οι επιπτώσεις της σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο

Η ΠΥΡΟΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

 

Αθανάσιος Δουζένης, Διευθυντής Π.Μ.Σ «Ψυχιατροδικαστική», Καθηγητής Ψυχιατρικής – Ψυχιατροδικαστικής, Β΄ Ψυχιατρική Κλινική, Π.Γ.Ν «Αττικόν».

       Στεφανία Παπαδοπούλου, Νομικός, MSc «Ψυχιατροδικαστική».

 

Τα εγκλήματα εμπρησμού βάλλουν άμεσα κατά της κοινωνικής ασφάλειας, ενώ η προσβολή συχνά δύναται να επεκταθεί και κατά των αγαθών της ανθρώπινης ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας και της ιδιοκτησίας. Τα εμπρηστικά αδικήματα είναι άμεσα σχετιζόμενα με κινητήριους πυροδοτικούς παράγοντες που οδηγούν στην πράξη, στους οποίους και αναζητείται η κατά περίπτωση ταυτόχρονη παρουσία ψυχοπαθολογίας.

               Τα κίνητρα των εμπρηστών είναι πολλά και ο τρόπος που αλληλεπιδρούν οφείλει τη μεγάλη ετερογένεια που παρουσιάζεται ανάμεσά στους δράστες αλλά και τη δυσκολία στη διάγνωση της ψυχικής διαταραχής της πυρομανίας. Η πυρομανία αφεαυτής υπάρχει σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, η συμπεριφορά όμως του να «βάζεις φωτιές» φαίνεται να σχετίζεται με υψηλά ποσοστά ψυχιατρικής συννοσηρότητας με άλλες διαταραχές του έλεγχου των παρορμήσεων, με έναρξη της εμπρηστικής δραστηριότητας στην πρώιμη ενηλικότητα1. Ο επιστημονικός διάλογος2 έχει κινηθεί μεταξύ της αναγνώρισης της πυρομανίας ως μιας συγκεκριμένης ψυχικής ασθένειας και της ανάδειξης της συμπεριφοράς της πυρπόλησης ως συμπτώματος κοινωνικής και συναισθηματικής δυσλειτουργικότητας. Σύμφωνα με το DSM-53, η πυρομανία διαγιγνώσκεται μετά από επανειλημμένες ενέργειες σκόπιμης πυρπόλησης. Τα άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή αυτή, απολαμβάνουν και γοητεύονται από την ίδια τη φωτιά ενώ αρέσκονται στην παρατήρηση και μόνο μιας φωτιάς και της επακόλουθης αναταραχής που αυτή προκαλεί (πυροσβεστικό προσωπικό – εξοπλισμοί).                Τα κριτήρια για τη διάγνωση της διαταραχής της πυρομανίας περιλαμβάνουν: α) το σκόπιμο άναμμα φωτιάς σε πάνω από μία περιπτώσεις, β) την ένταση ή τη συναισθηματική διέγερση πριν τη φωτιά γ) τον ενθουσιασμό, το ενδιαφέρον, την περιέργεια ή την έλξη για τη φωτιά και για τα παρελκόμενα αυτής δ) την ευχαρίστηση, την ικανοποίηση ή την ανακούφιση με το άναμμα της φωτιάς ή με την παρακολούθηση ή συμμετοχή στα επακόλουθα της φωτιάς ε) η πράξη δε θα πρέπει να γίνεται για χρηματικό όφελος, να μην αποτελεί έκφραση κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας, να μην καλύπτει ή αποκρύπτει άλλη εγκληματική δραστηριότητα, να μην αποτελεί έκφραση θυμού ή εκδίκησης, να μη συνιστά τρόπο/μέσο βελτίωσης της διαβίωσης, να μην αποτελεί απάντηση σε ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις, να μην είναι αποτέλεσμα μη ορθής κρίσης (σε μείζονες νευρογνωστικές διαταραχές, διανοητική υστέρηση, τοξίκωση), και στ) να μην εξηγείται καλύτερα με τη διαταραχή της διαγωγής, ενός μανιακού επεισοδίου ή της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας. Είναι λοιπόν σαφές από τα παραπάνω ότι η διάγνωση της πυρομανίας δε μπορεί να τεθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των εμπρηστών.               Η διάγνωση της διαταραχής είναι εξαιρετικά σπάνια και απαιτείται προσεκτική χρήση του όρου της πυρομανίας από τους νομικούς καθώς ο όρος δεν είναι ταυτόσημος με ψυχιατρική διάγνωση. Εξάλλου το ενδιαφέρον για τη φωτιά παρουσιάζεται σε πολλούς από τους δράστες εμπρηστικών ενεργειών. Κατά πλειοψηφία τίθεται σε άνδρες με φτωχές κοινωνικές δεξιότητες και μαθησιακές δυσκολίες ενώ δε πρέπει να τίθεται κατά την παιδική ηλικία. Για τους πυρομανείς δράστες εμπρηστικών εγκλημάτων, η επιθυμία για τη φωτιά έχει αναδειχθεί ως μια ακαταμάχητη παρόρμηση που εμφανίζεται απροσδόκητα4 ενώ παρατηρείται ένας προγραμματισμός των ενεργειών για την επικείμενη ενέργεια. Το άγχος και η μελαγχολία βρίσκουν ως μοναδική, ευκολότερη και δραστικότερη διέξοδο την έκφραση τους μέσω της πράξης της πυρπόλησης5. Το φαινόμενο του εμπρησμού αναφαίνεται ως μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δράστες με πυρομανία έχουν ως κοινό στοιχείο την εθελοντική ενασχόληση με πυροσβεστικές κατασβέσεις6. Σε αρκετές περιπτώσεις τα αποτελέσματα από την καταστροφή μια ιδιοκτησίας μπορούν να φέρουν αίσθημα ικανοποίησης ενώ άλλοτε παρατηρείται αδιαφορία για τις συνέπειες των ενεργειών τους. Η παραδοχή της παρορμητικότητας έχει αποδοθεί ως αποτέλεσμα ελαττωμάτων στους νευροδιαβιβαστές και συγκεκριμένα στη μικρότερη συγκέντρωση σεροτονίνης. Ανατομικά έχει υποστηριχθεί ότι παρουσιάζεται μειωμένη λειτουργικότητα του προμετωπιαίου λοβού, που πρωταγωνιστεί στον έλεγχο των παρορμήσεων7,8.

Η ίδια η πράξη της πυρπόλησης ωστόσο, σε όλες τις προσπάθειες προσέγγισης της πυρομανίας, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον αρκετών ερευνητών από το 19ο αιώνα έως και σήμερα. Ερευνητές και θεωρητικοί έχουν αναγνωρίσει στην πράξη της πυρπόλησης την έκφραση μιας καταπιεσμένης σεξουαλικής επιθυμίας9 των δραστών, ή άλλοτε την επιθυμία επανένωσης με την πατρική φιγούρα10. Η εμπρηστική συμπεριφορά έχει περιγραφεί ακόμη ως μια νευρωτική κατάσταση που περιλαμβάνει συναισθήματα οργής, οιδιπόδεια ενοχή, σεξουαλικό ενθουσιασμό, αγωνία αλλά και επιθυμία ταύτισης με τους πυροσβέστες11. Η πυρπόληση έχει αποδοθεί τέλος, ως μια προσπάθεια περιβαλλοντικού ελέγχου η οποία φανερώνει έντονο αυτοκαταστροφικό συναίσθημα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κοινωνική απομόνωση και χαμηλή διεκδικητικότητα12,13,14.

Συμπεριφορικοί κώδικες έχουν ανακύψει από τις εκδηλώσεις των δραστών, οι οποίοι συμβολίζουν την πυρπόληση ως μέσο επικοινωνίας των ατόμων που στερούνται λεκτικών δεξιοτήτων. Έχει επισημανθεί15 ακόμη η ανάγκη για συναισθηματική έκφραση που παρουσιάζουν δράστες με ψυχοπαθολογία, οριοθετώντας με τον τρόπο αυτό, τη διάκριση μεταξύ συμπτωμάτων ψυχικής διαταραχής και ανακατεύθυνσης εχθρικών κινήτρων.

Αναφερόμενοι στην ψυχοπαθολογία των εμπρηστών αξίζει να σημειωθεί ότι οι δράστες εμπρηστικών ενεργειών που πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή είναι νεότεροι σε ηλικία σε σύγκριση με άλλους ψυχικά ασθενείς δράστες16. Μείζονες ψυχικές διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια αλλά και οι διαταραχές προσωπικότητας που εμφανίζονται στην πρώιμη ενήλικη ζωή εξηγούν17 καλύτερα το νεαρό της ηλικίας των δραστών. Κυρίαρχες διαγνώσεις18,19,20 που έχουν τεθεί σε ψυχικά ασθενείς που αντιμετώπισαν την κατηγορία ενός εμπρηστικού εγκλήματος, είναι οι  συναισθηματικές διαταραχές, η σχιζοφρένεια, οι εξαρτήσεις (κυρίως σε αλκοόλ), οι διαταραχές προσωπικότητας (μεθοριακή και αντικοινωνική κυρίως) και οι αναπτυξιακές διαταραχές. Τα επεισόδια πυρπόλησης σε ασθενείς με ψύχωση έχουν συμβεί εν μέσω των παραγωγικών συμπτωμάτων της διαταραχής και στα οποία έχει διαπιστωθεί η παρουσία κινήτρων. Δράστες με σχιζοφρένεια πέρα από την παρούσα συμπτωματολογία παραισθήσεων κατά τη στιγμή της πράξης, έχουν περιγράψει θυμό αλλά και μια προσπάθεια να παρακινήσουν τον εαυτό τους να αποφύγουν μια σύγκρουση και να αποχωρήσουν από το μέρος που βρίσκονταν και στο οποίο έβαλαν φωτιά21. Αναφορικά με τις διαταραχές που έχουν έντονη την επίδραση του στοιχείου της παρορμητικότητας έχει αναδειχθεί εκείνη της ουσιοεξάρτησης. Ειδικότερα όσον αφορά στη χρήση αλκοόλ έχει διατυπωθεί22 ότι ο ρόλος του παίζει καταλυτικό ρόλο πριν την εμφάνιση μιας εμπρηστικής συμπεριφοράς.      

Στα εμπρηστικά αδικήματα και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις αναγνώρισης ενδεχόμενου δόλου, οι ενδείξεις και οι αντενδείξεις23 αναφορικά με το βαθμό επικινδυνότητας και την εκτίμηση του κινήτρου αποτελούν ταυτοχρόνως, με αντίστροφο τρόπο, τους παράγοντες κινδύνου για τα άτομα που συνηθέστερα εμπλέκονται στους εμπρησμούς. Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκο στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο δράστης πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή κινούμενος μεταξύ ανικανότητας και μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό. Στο πεδίο αυτό η επιστήμη της Ψυχιατροδικαστικής μπορεί να έχει σημαντική συνεισφορά.

Παρόλη τη σύνδεση που έχει διαπιστωθεί ανάμεσα στα εμπρηστικά αδικήματα και στην υποκείμενη ψυχοπαθολογία, οφείλει να τονισθεί στο σημείο αυτό, ότι η παραδοχή πως όλα τα εμπρηστικά αδικήματα πράττονται από ψυχικά ασθενείς δράστες είναι λανθασμένη. Είναι δυνατόν μια ψυχική ασθένεια να συνδέεται με ένα έγκλημα ή να είναι αποτέλεσμα της διάπραξης ενός εγκλήματος ή ακόμα και να συνυπάρχει η εγκληματική δραστηριότητα με μια ψυχική διαταραχή, χωρίς όμως να παρουσιάζεται αιτιολογική σύνδεση24.

               Η διαπιστωμένη ανομοιογένεια στα χαρακτηριστικά των εμπρηστών σε διεθνές επίπεδο, δικαιολογεί την άποψη25 ότι κοινωνιολογικοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση ή όχι μιας εμπρηστικής επίθεσης. Το γεγονός ότι δεν είναι μόνο οι ανήλικοι εκείνοι που παραβατούν με τη χρήση της φωτιάς αλλά ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό αφορά σε ενήλικους δράστες εμπρηστές, φέρνει στο προσκήνιο τη σπουδαιότητα μιας ολοκληρωμένης θεραπευτικής προσέγγισης για τους εμπρηστές. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής των δραστών θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση και να ευοδώνεται κάθε εποικοδομητική προσπάθεια για ολοκληρωμένες ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις, καθώς η πρόληψη ενδεχόμενων επικίνδυνων ενεργειών άπτεται ζητημάτων που αφορούν τόσο στην προσωπική εξέλιξη των ίδιων των δραστών αλλά και στην κοινωνική ασφάλεια.               Σε συλλογικό επίπεδο, η απώλεια ζωής και η καταστροφή περιουσίας ορθά καθοδηγούν τον Ποινικό Κώδικα και τα δικαστήρια στην επιβολή αυστηρών ποινών. Η εμπρηστική συμπεριφορά καθώς είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, που πρέπει να αναλύονται και να διερευνώνται για κάθε περίπτωση ξεχωριστά με τη χρήση του Βιο-Ψυχο-Κοινωνικού μοντέλου για την κατανόηση της συμπεριφοράς, την αξιολόγηση των παραγόντων που αυξάνουν την επικινδυνότητα και την πικρή ψυχιατρική αλλά και νομική – εγκληματολογική πείρα ότι οι εμπρηστές μπορεί να επαναλάβουν την πράξη τους παρά το γεγονός ότι έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από το πρώτο έγκλημα, δε μπορεί και δε πρέπει να επιτρέψει κανέναν εφησυχασμό.  Οι εμπρηστές πρέπει να έχουν μακροχρόνια και μετά την έκτιση της ποινής τους ψυχιατρική παρακολούθηση και κοινωνική υποστήριξη προκειμένου να αποφευχθεί μια ακόμη καταστροφική για το κοινωνικό σύνολο υποτροπή.   Βιβλιογραφικές Αναφορές

  1. Grant J.E., Kim S.W. Clinical characteristics and psychiatric comorbidity of pyromania. Journal of Clinical Psychiatry.2007;68, 1717-1722.
  2. Geller JL, Erlen J, Pinkus RL. A historical appraisal of America’s experience with “pyromania”–a diagnosis in search of a disorder. Int J Law Psychiatry. 1986;9(2):201-29. doi: 10.1016/0160-2527(86)90047-6.
  3. American Psychiatric Assosiation. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders.5th Edition, text revision (DSM-5-TR).
  4. Henke, A. C. H. Über Geisteszerrüttung und Hang zur Brandstiftung als Wirkung unregelmäβiger Entwikkelung beim Eintritte der Mannbarkeit. In J. H. Kopp (Ed.), Jahrbuch der Staatsarzneikunde für das Jahr 1818 (pp. 78–133). Frankfurt am Main: Joh. Christ. Hermannschen Buchhandlung.
  5. Griesinger W. Die Pathologie und Therapie der psychischen Krankheiten: Für Ärzte und Studirende. 1861. Stuttgart: Adolph Krabbe
  6. Lindberg, N., Holi, M. M., Tani, P., Virkkunen, M. Looking for pyromania: Characteristics of a consecutive sample of Finnish male criminals with histories of recidivist fire-setting between 1973 and 1993. BMC Psychiatry.2005Dec;5(1). doi:10.1186/1471-244x-5-47.
  7. Virkkunen, M., Nuutila, A., Goodwin, F. K., Linnoila, M. Cerebrospinal fluid monoamine metabolite levels in male arsonists. Arch Gen Psychiatry. 1987 Mar;44(3):241-7. doi: 10.1001/archpsyc.1987.01800150053007.
  8. Calev, A. Pyromania and executive/frontal dysfunction. Behavioural Neurology.1995; 8, 163−167.
  9. Stekel, W. Impulshandlungen: Wandertrieb, Dipsomanie, Kleptomanie, Pyromanie und verwandte Züstände. Berlin: Urban & Schwarzenberg;1922.
  10. Kaufman I, Heims LW, Reiser DE. A re-evaluation of the psychodynamics of firesetting. Am J Orthopsychiatry.1961;31:123–136.
  11. Macht, L. B., Mack, J. E. The firesetter syndrome. Psychiatry: Journal for the Study of Interpersonal Processes.1968; 31(3), 277-288.
  12. Vreeland, R., Levin, B. Psychological aspects of firesetting. In D. Canter (Ed.), Fires and human behaviour. Chichester, England: Wiley.1980;31-46.
  13. Jackson, H. F., Glass, C., Hope, S. A functional analysis of recidivistic arson. British Journal of Clinical Psychology.1987;26(3), 175-185.
  14. Παπαδοπούλου Σ. Εμπρηστική Εγκληματικότητα Ενηλίκων: Διερεύνηση των βιωμάτων και των αντιλήψεων κρατουμένων για το αδίκημα του Εμπρησμού. Π.Μ.Σ Ψυχιατροδικαστική, 2023.
  15. Geller JL. Communicative arson. Hosp Community Psychiatry. 1992 Jan;43(1):76-7. doi: 10.1176/ps.43.1.76. 
  16. Rice M. E., Harris, G. T. Arson. In V. Parrillo, (Ed.), The encyclopedia of social problems. Thousand Oaks, CA: Sage. 2008; (pp. 1-3).
  17. Smith, J., Short, J. (1995). Mentally disordered firesetters. British Journal of Hospital Medicine.1995Feb; 53, 136-140.
  18. Anwar, S., Långström, N., Grann, M., & Fazel, S. Is arson the crime most strongly associated with psychosis? A national case-control study of arson risk in schizophrenia and other psychoses. Schizophrenia Bulletin.2011May;37, 580-586.
  19. Dolan, M., Millington, J., Park, I.. Personality and neuropsychological function in violent, sexual and arson offenders. Medicine, Science and the Law.2002Jan; 42(1), 34-43.
  20. Bradford, J. M. W. Arson: A clinical study. Canadian Journal of Psychiatry. 1982Apr; 27(3), 188-193.
  21. Koson DF, Dvoskin J. Arson: a diagnostic study. Bull Am Acad Psychiatry Law. 1982;10(1):39-49.
  22. Labree, W., Nijman, H., Van Marle, H., Rassin, E. Backgrounds and characteristics of arsonists. International Journal of Law and Psychiatry.2010May-Jun;33(3), 149-153.
  23. Κωνσταντινίδης Α. Απόδειξη. Η απόδειξη και αιτιολόγηση του ενδεχόμενου δόλου. Στο: Εμβάθυνση στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο. Κωνσταντινίδης Α., Δαλακούρας Θ. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ;2014;407-428.
  24. Δουζένης Α., Γιαννοπούλου Ι., Λύκουρας Ε. Ψυχικες διαταραχές και παραβατική συμπεριφορά. Στο : Παπαδημητρίου Γ.Ν, Λιάππας Ι.Α, Λύκουρας Ε. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσες ΜΕΠΕ; 2013;951-958.
  25. Fritzon, K., Doley, R., & Hollows, K. Variations in the offence actions of deliberate firesetters: a cross-national analysis. International journal of offender therapy and comparative criminology. 2014Oct;58(10), 1150–1165.

 

 

 

 

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΝΑ ΜΥΡΙΛΑ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι παράκτιες περιοχές με τους μοναδικούς πόρους τους, αποτελούσαν ανέκαθεν πόλο έλξης για τους ανθρώπους και απασχόλησαν τις σύγχρονες κοινωνίες άνω των τριάντα ετών. Η διαχρονική αξία των περιοχών αυτών οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι εκεί συγκεντρώνεται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και πολλές κοινωνικό-οικονομικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται για τον βιοπορισμό τους από την παράκτια και θαλάσσια βιοποικιλότητα ενώ η αλιεία απασχολεί είτε άμεσα είτε έμμεσα περισσότερα από 200 εκατομμύρια ανθρώπους.

Ο παράκτιος χώρος αποτελεί ένα ιδιόμορφο και ευαίσθητο οικοσύστημα που σχηματίζεται και διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση της θάλασσας με την ξηρά. Εννοιολογικά οι παράκτιες περιοχές καταλαμβάνουν τόσο τον χερσαίο όσο και τον θαλάσσιο χώρο που εκτείνεται κατά μήκος των ακτών. Είναι οι περιοχές που επηρεάζονται άμεσα από το θαλάσσιο περιβάλλον. Οι πιέσεις λοιπόν που ασκούνται σε αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη ρύπανση, την αύξηση των φαινομένων διάβρωσης των ακτών, την απώλεια υγροτοπικών οικοσυστημάτων, την υπερεκμετάλλευση των εδαφών και των υδατικών πόρων αλλά και γενικότερα την υποβάθμιση του τοπίου.

Δεν είναι όμως όλες οι αρνητικές επιδράσεις στις παράκτιες περιοχές αποτέλεσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Το κλίμα και οι ακραίες εκφάνσεις του έχει σοβαρές επιπτώσεις στο παράκτιο περιβάλλον ενώ οι επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής με την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας αναμένεται να προκαλέσουν πιθανά σοβαρές καταστροφές σε διάφορες παράκτιες περιοχές.

Λόγω, λοιπόν, της μοναδικότητας των θαλάσσιων και παράκτιων περιοχών, της μεγάλης οικολογικής, οικονομικής, κοινωνικής ακόμα και ψυχολογικής τους σημασίας ως τόπων αναψυχής και της πληθώρας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, το ζήτημα της προστασίας και της διαχείρισης τους προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία. Βασικοί στόχοι και επιδιώξεις είναι η επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης του παράκτιου χώρου μέσω του ορθολογικού σχεδιασμού των δραστηριοτήτων, η εξασφάλιση της αειφόρου εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, ιδίως των υδάτων, η αποτροπή ή/και μείωση των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής και η επίτευξη συνοχής μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών αλλά και μεταξύ όλων των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις δημόσιες αρχές, σε τοπικό, περιφερειακό αλλά και εθνικό επίπεδο.

Αρχικά λοιπόν θα αναλύσουμε την προστασία του παράκτιου χώρου σε εθνικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, η προστασία του επικεντρώνεται, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, μόνο σε ένα τμήμα του παράκτιου χώρου και συγκεκριμένα στον αιγιαλό και την παραλία.

Α) Βασικός πυλώνας της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί το άρθρο 24 του Συντάγματος το οποίο αφ’ ενός μεν επιβάλλει στο κράτος την υποχρέωση προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, αφ’ ετέρου δε επιτάσσει τη χωροταξική οργάνωση της χώρας, την οποία, αναθέτει στο κράτος, που υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας. Οι δύο αυτές υποχρεώσεις προδήλως αλληλοεξαρτώνται, έτσι ώστε να μην νοείται προστασία του περιβάλλοντος χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό και αντιστρόφως. Μέρος του φυσικού περιβάλλοντος, και δη ευπαθές, είναι τα οικοσυστήματα των ακτών, τα οποία, κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, πρέπει, κατά την έννοια της πιο πάνω συνταγματικής επιταγής, να τελούν υπό ιδιαίτερο καθεστώς ήπιας διαχειρίσεως και αναπτύξεως, εναρμονιζόμενο προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως. Το καθεστώς αυτό αποτελεί συνήθως αντικείμενο ειδικού νόμου, σε κάθε περίπτωση, όμως, αν δεν έχει θεσπιστεί, ειδικό νομοθετικό καθεστώς προστασίας, οι ακτές αποτελούν ευθέως αντικείμενο της επιβαλλομένης με το άρθρο 24 του Συντάγματος προστασίας, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το φως των οικείων αρχών του διεθνούς δικαίου του περιβάλλοντος και των διακηρύξεων της Στοκχόλμης του 1972, των διατάξεων της Ατζέντας 21 του Ρίο αλλά και τις διατάξεις προστασίας της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Έτσι γίνεται δεκτό ότι κάθε επέμβαση στις ακτές πρέπει να γίνεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος και να εκπληρώνει  δύο βασικές προϋποθέσεις. δηλ πρώτον το οικείο έργο να είναι συμβατό με το οικοσύστημα  της ακτής και δεύτερον να εντάσσεται στο συνολικό προγραμματισμό της επέμβασης σε αυτή. Με την πρώτη προϋπόθεση εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Βιωσιμότητα σημαίνει ότι το έργο δεν αντιστρατεύεται τις άλλες χρήσεις της ακτής και πρωτίστως ότι δεν προκαλεί οιασδήποτε μορφής διατάραξη του θαλάσσιου οικοσυστήματος, ιδιαίτερα ότι δεν το ρυπαίνει και δεν αλλοιώνει τη μορφολογία και την αισθητική της ακτής. Με την δεύτερη προυπόθεση, η προστασία των ακτών υπόκειται σε συνολικό και όχι περιστασιακό και τοπικό σχεδιασμό, ο οποίος μάλιστα πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένες πολιτειακές πράξεις (γενικό πολεοδομικό σχέδιο, πολεοδομική μελέτη κλπ) .

  1. Το νομικό πλαίσιο των ακτών

Η νομική προστασία των ακτών αναλύεται στην διαφύλαξη της μορφολογίας τους, στην ελεύθερη πρόσβαση όλων των ατόμων σε όλο το μήκος τους και στην αποδοχή μόνο ήπιων μορφών χρήσης. Ο αιγιαλός και η παραλία αποτελούν κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία ανήκουν στη δημόσια κτήση και είναι εκτός συναλλαγής.

Ακτή ή ακτογραμμή, κατά κυριολεξία, είναι η διαχωριστική γραμμή ξηράς – θάλασσας, ενώ αιγιαλός είναι η χερσαία ζώνη μεταξύ της ακτογραμμής και της μέγιστης συνήθους ανάβασης των κυμάτων, η ζώνη ξηράς δηλαδή που βρέχεται από την θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. Ακτή και αιγιαλός αποτελούν δημιούργημα της φύσης.

Προς τη μεριά της θάλασσας, ο αιγιαλός ορίζεται από τη μέγιστη συνήθη υποχώρηση των υδάτων σε ώρα νηνεμίας, προς τη μεριά της ξηράς μέχρις εκεί που φθάνει το χειμέριο κύμα. Ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού, από ειδική επιτροπή, έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Δεν υφίσταται δηλ. διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ως προς τον καθορισμό αιγιαλού, δεδομένου ότι ο αιγιαλός δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας, αλλά προκύπτει από φυσικά φαινόμενα, (όπως είπαμε) δηλ. τη μέγιστη πλην συνήθη ανάβαση του χειμερίου κύματος, η δε σχετική πράξη καθορισμού ορίων αιγιαλού χωρεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και είναι διαπιστωτική της υφιστάμενης κατάστασης. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι στο μέτρο που αμφισβητείται η ορθότητα της ουσιαστικής εκτίμησης της Διοίκησης ως προς τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι ανάγονται σε ουσιαστική κρίση των οικείων διοικητικών οργάνων, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή (ΣτΕ 1870/10).

Αντιθέτως, η παραλία, είναι η διαπλάτυνση του αιγιαλού με την προσθήκη λωρίδας ξηράς 50 μέτρων και αποτελεί προϊόν πολιτειακής πράξης. Η παραλία είναι λωρίδα γης που προσαυξάνει τον αιγιαλό. Αρχίζει από το προς την ξηρά όριο του αιγιαλού και δημιουργείται, όταν λόγω της φύσης του αιγιαλού, δεν εξυπηρετείται η επικοινωνία ξηράς και θάλασσας.

Ο δημόσιος σκοπός αιγιαλού και παραλίας συνίσταται, όπως προαναφέρθηκε,  στην κοινοχρησία τους, δηλ. στην ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση των ατόμων προς αυτά και προς το θαλάσσιο μέτωπο. Απαγορεύεται λοιπόν η παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης τους. Κατ’ εξαίρεση όμως, επιτρέπεται η παραχώρηση της απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας αφενός για κοινωφελείς, περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, εφόσον από αυτήν δεν παραβιάζεται ο προορισμός τους ως κοινόχρηστων πραγμάτων και δεν επέρχεται αλλοίωση στη φυσική μορφολογία τους αφετέρου για την εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος π.χ λόγοι εθνικής άμυνας, οικονομικής ανάπτυξης κλπ.(άρθρα 2 παρ. 3 και 13 παρ. 1 του Ν. 2971/2001). Η νομολογία δέχτηκε ότι κάθε επέμβαση στην ακτή, ακριβώς επειδή ενέχει κινδύνους για την ελεύθερη προσπέλαση του κοινού στη θάλασσα αλλά και για το περιβάλλον, πρέπει να επιτρέπεται μόνον αν διαπιστώνεται αιτιολογημένα κατά πόσο είναι απολύτως αναγκαία αυτή η επέμβαση, παρά την προκαλούμενη βλάβη του περιβάλλοντος και εφόσον δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί κατ’ άλλο τρόπο ο επιδιωκόμενος σκοπός (ΣτΕ 1069/1984). Επίσης, κρίθηκε νομολογιακά και μάλιστα πρόσφατα, ότι οι ρυθμίσεις περί παραχώρησης αιγιαλού και παραλίας στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ, έχουν την έννοια ότι η παραχώρηση δικαιωμάτων απλής χρήσης για την άσκηση δραστηριοτήτων πρέπει να γίνεται μεμονωμένα και κατά περίπτωση, ύστερα από εξατομικευμένη κρίση της Διοίκησης, συνοδευόμενη από τα αναγκαία διαγράμματα.

Περαιτέρω, σύμφωνα και πάλι με τη νομολογία κατά την έννοια των άρθρων 24 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, μεταξύ των ευαίσθητων οικοσυστημάτων που απολαμβάνουν την συνταγματική προστασία περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία ως απομονωμένα οικοσυστήματα με αυξημένη ή μοναδική βιοποικιλότητα, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εξωγενείς παρεμβάσεις. Ειδικότερη εκδήλωση της συνταγματικής αυτής μέριμνας αποτελεί η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 4 του Συντάγματος που αναφέρεται στις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Ουσιώδης όρος για την προστασία των μικρών νησιών, είναι τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία, πρέπει να προβλέπουν μόνο εκείνες τις μορφές ανάπτυξης που είναι συμβατές με την αρχή της διατήρησης αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου των νησιών δεδομένου ότι είναι δεκτικά μόνον ήπιας ανάπτυξης. Σε αυτά τα πλαίσια λοιπόν, τα λιμενικά έργα (κρηπιδώματα, μώλοι, κυματοθραύστες) αποτελούν ουσιώδεις τεχνικές παρεμβάσεις και αλλοιώσεις των παρακτίων οικοσυστημάτων και ισχύει για αυτά η διαδικασία της υποχρεωτικής προέγκρισης χωροθέτησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΣτΕ 5168/97). Η κατασκευή λιμένων οποιοσδήποτε κατηγορίας σε οποιαδήποτε ακτή της Χώρας δεν επιτρέπεται να αποφασίζεται επ’ ευκαιρία και αποσπασματικά, αλλά πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού του εθνικού ή περιφερειακού δικτύου λιμένων της Χώρας και να στηρίζεται σε πλήρως τεκμηριωμένη μελέτη, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη αφ’ ενός το δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει την κατασκευή του λιμένα και αφ’ ετέρου, τους όρους προστασίας του παράκτιου και θαλάσσιου οικοσυστήματος που επηρεάζεται από αυτόν.

Βάσει λοιπόν του ανωτέρω σκεπτικού ακυρώνονται τεχνικά έργα, τα οποία επιχειρούνται σε ακτές, εφόσον η εκτέλεση τους συνεπάγεται την εκτεταμένη και σοβαρή αλλοίωση της μορφής της ακτής, την προσβολή της αισθητικής του τοπίου της αλλά και τη βαθιά διατάραξη των αντίστοιχων χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων (ΣτΕ 3818/1995).

Επίσης ακυρώνονται βιομηχανικά έργα, των οποίων επιχειρείται η εγκατάσταση σε κόλπους της χώρας, οι οποίοι ήδη εμφανίζουν αυξημένη ρύπανση, η οποία όχι μόνον απαγορεύει την περαιτέρω επιβάρυνση τους αλλ’ αντιθέτως επιβάλει την αποκατάσταση τους στην κατάσταση της σταθερής ισορροπίας (ΣτΕ 5235/1996).

Και άλλες όμως δραστηριότητες, κρίνονται ενίοτε ασύμβατες με την προστασία των ακτών. Για παράδειγμα όταν η χωροθέτηση ιχθυοκαλλιεργειών γίνεται χωρίς να έχει συνεκτιμηθεί η προστασία της θαλάσσιας περιοχής και των ακτών της ευρύτερης περιοχής και χωρίς να έχει προηγηθεί στάθμιση των βλαβών που προκαλούν στην ευρύτερη παράκτια και θαλάσσια περιοχή, καθώς και η συμβατότητα τους με το κάλλος της και τον χαρακτήρα του όρμου, τότε κρίνονται ως χρήσεις ασύμβατες με την προστασία των ακτών (ΣτΕ 425/01 παραπ.).

Τα ίδια εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση της επέμβασης σε ακτές για λόγους οικιστικής ανάπτυξης. Οι ελληνικές ακτές θεωρούνται ήδη απειλούμενες με καταστροφή λόγω αυθαίρετης και αλόγιστης δόμησης, η οποία έχει πραγματοποιηθεί ανοργάνωτα και χωρίς να θεμελιώνεται σε χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό μείζονος κλίμακας.

  1. Κτίσματα στον αιγιαλό και την παραλία

Ο χαρακτηρισμός της ακτής ως προστατευτέου οπτικού πόρου και ως οικοσυστήματος με αισθητική αξία, σημαίνει ότι η προσδιδόμενη σε αυτήν αισθητική αξία, χρήζει νομικής προστασίας. Γι’ αυτό το λόγο, στοιχειώδες μέτρο προστασίας θεωρείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κατασκευής ή διάνοιξης οδών κατά μήκος της ακτής, σε βάθος τουλάχιστον 100 μέτρων. Το όριο αυτό πρέπει να διπλασιάζεται σε ειδικά προστατευόμενες περιοχές (ΠΕ 16/1996, 253/1996 και ΣτΕ 3818/1995). Αυθαίρετα κτίσματα ανεγειρόμενα εν μέρει ή εν όλω εντός αιγιαλού ή θάλασσας κατεδαφίζονται υποχρεωτικά ενώ τιμωρείται ποινικά η οποιαδήποτε μεταβολή στον αιγιαλό, παραλία κλπ., αλλά και η κατάληψη τους. Για την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα συνήθως υποβάλλεται έγγραφο του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας ή και τρίτου ακόμη.

Περαιτέρω είναι πολύ σημαντική για την προστασία των ακτών η αναγνώριση από τη νομολογία της ευρύτητας του εννόμου συμφέροντος . Αρκεί η ιδιότητα του κατοίκου μιας νήσου για την παραδεκτή επιδίωξη της ακύρωσης έργων που αλλοιώνουν τη μορφολογία της ακτής, βλάπτουν την αισθητική του τοπίου και προκαλούν δυσμενείς επιπτώσεις σε θαλάσσια ή χερσαία οικοσυστήματα (ΣτΕ 5168/97). Επίσης για την προστασία των ακτών του λεκανοπεδίου της Αττικής, η απόλαυσή τους χαρακτηρίστηκε ως προστατευτέο έννομο αγαθό όλων των κατοίκων της πρωτεύουσας (ΣτΕ 1709/99), ενώ έννομο συμφέρον αναγνωρίζεται και στους δημότες όμορων δήμων για την προστασία του αιγιαλού και της θάλασσας (ΣτΕ 304/93).Τέλος, κατά τη νομολογία, έννομο συμφέρον για την προστασία του αιγιαλού έχουν και οι ΟΤΑ, όταν αυτός (ο αιγιαλός) εμπίπτει εντός των διοικητικών ορίων τους και μάλιστα, ανεξαρτήτως τυχόν αυθαίρετων επεμβάσεων που έχουν πραγματοποιήσει σε αυτόν τα όργανά τους (ΣτΕ 2685/2010).

Β) Περνώντας τώρα σε υπερεθνικό επίπεδο, το νομικό πλαίσιο της προστασίας του παράκτιου χώρου σημαδεύεται από το πρωτόκολλο ολοκληρωμένης διαχείρισης παράκτιων περιοχών, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διεθνούς σύμβασης της Βαρκελώνης, η οποία υπογράφηκε το 1976 από 21 χώρες της Μεσογείου και την Ευρώπη με σκοπό την συνεργασία όλων των χωρών της Μεσογείου για την πρόληψη, ελάττωση και καταπολέμηση της θαλάσσιας ρύπανσης. Τροποποιήθηκε το 1995 διευρύνοντας τους στόχους της και το πεδίο εφαρμογής της ώστε να περιλαμβάνει και τον παράκτιο χώρο. Βασικοί στόχοι και εδώ είναι η ενσωμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, η εξασφάλιση βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών θαλάσσιων και παράκτιων πόρων και η δέουσα προσοχή στις οικονομικές δραστηριότητες που απαιτούν εγγύτητα με τη θάλασσα λαμβάνοντας υπόψη την ευπαθή φύση των παράκτιων οικοσυστημάτων.

Μέχρι πρόσφατα λοιπόν, η πολιτική για τον παράκτιο χώρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ασκείτο στα πλαίσια της κοινής πολιτικής για το περιβάλλον ενώ στην Ελλάδα, όπως αναλύσαμε παραπάνω, στα πλαίσια του γενικού χωροταξικού σχεδιασμού με ειδικά χωροταξικά σχέδια μόνο για τα νησιά και ειδικότερες διατάξεις και προβλέψεις μόνο για τον αιγιαλό και την παραλία. Όμως από το έτος  2008 τέθηκαν οι βάσεις και εκπονήθηκε η οδηγία 2014/89/ΕΚ για τον ευρύτερο θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Η οδηγία αυτή αναδεικνύει τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (εφεξής ΘΧΣ) ως βασικό εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση του παράκτιου χώρου, την βιώσιμη ανάπτυξη της θαλάσσιας ζωής και την βιώσιμη χρήση των παράκτιων και θαλάσσιων πόρων καθώς αποσκοπεί στον προσδιορισμό χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο για την διατήρηση της βιωσιμότητας του οικοσυστήματος. Ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 4546/18. Ο νόμος αυτός, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4759/2020 προέβλεψε την Εθνική Χωρική Στρατηγική για το Θαλάσσιο Χώρο (εφεξής ΕΧΣΘΧ) η οποία αποτελεί κείμενο βασικών αρχών πολιτικής για την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό του παράκτιου χώρου, για τις αλληλεπιδράσεις του θαλάσσιου χώρου με τον παράκτιο και για τον συντονισμό των διαφόρων πολιτικών με θαλάσσιες χωρικές επιπτώσεις. Επίσης προέβλεψε τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια, τα οποία μετονομάστηκαν σε θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια και εντάχθηκαν λειτουργικά στο περιφερειακό επίπεδο χωροταξίας στην Ελλάδα. Περαιτέρω ανέθεσε στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας την αρμοδιότητα να μεριμνά, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, για την κατάρτιση της ως άνω Εθνικής Στρατηγικής. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, «κατόπιν της θέσης σε ισχύ των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων, τα χερσαία χωροταξικά σχέδια τα οποία είτε εκπονούνται για πρώτη φορά είτε αναθεωρούνται, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις κατευθύνσεις του σχεδιασμού για το θαλάσσιο χώρο, εφόσον ρυθμίζουν συναφή ζητήματα». Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι με τον ίδιο νόμο εισήχθη και μια σημαντική καινοτομία! Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός διαχωρίζεται και αποσυνδέεται από τον χωροταξικό σχεδιασμό των χερσαίων παράκτιων ζωνών με σκοπό, σύμφωνα και πάλι με την αιτιολογική έκθεση, την αποφυγή των σχετικών αλληλοεπικαλύψεων αλλά και την επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ουσιαστικά λοιπόν, λόγω της συνειδητοποίησης της τεράστιας σημασίας της αποτελεσματικής διαχείρισης και προστασίας του παράκτιου χώρου, μεταβήκαμε στην εποχή όπου προβλέπεται Εθνική Χωρική Στρατηγική η οποία θέτει ειδικούς στόχους και προτεραιότητες για την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό του παράκτιου χώρου και η οποία λαμβάνει κυρίως υπόψη τις αλληλεπιδράσεις του παράκτιου χώρου με τον θαλάσσιο.

Παρά την δημοσίευση όμως των ως άνω νόμων αλλά και το γεγονός ότι σύμφωνα με το αρ. 8 παρ. 1 και το αρ. 15 παρ. 3 της οδηγίας 2014/89/ΕΕ τα κράτη μέλη, όφειλαν να καταρτίσουν τα οικεία θαλάσσια χωροταξικά σχέδια ως 31-3-2021 και να αποστείλουν στην Επιτροπή σχετικά αντίγραφα, η προθεσμία για την κατάρτισή τους παρήλθε και μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει καταρτίσει ούτε αποστείλει σχετικά αντίγραφα των εθνικών θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων με αποτέλεσμα να έχει παραβεί τις σχετικές υποχρεώσεις της. Μόλις τον προηγούμενο μήνα και συγκεκριμένα στις 17-2-2022, ολοκληρώθηκε η δημόσια διαβούλευση επί της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για τον Θαλάσσιο χώρο.

Τέλος, σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στα πλαίσια της διαχείρισης του παράκτιου χώρου έχει συνταχθεί κείμενο του ΟΗΕ σύμφωνα με το οποίο προβλέπονται γενικότεροι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης για το περιβάλλον. ‘Ο Στόχος 14 λοιπόν που αφορά τον παράκτιο χώρο και την ζωή στο νερό, προβλέπει ότι πρέπει να διατηρούμε και χρησιμοποιούμε με βιώσιμο τρόπο τους ωκεανούς, τις θάλασσες και τους θαλάσσιους πόρους προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ως εκ τούτου προβλέπεται έως το 2025, πρόληψη και σημαντική μείωση όλων των μορφών θαλάσσιας ρύπανσης, έως το 2030, αύξηση των οικονομικών ωφελειών για τα μικρά νησιωτικά αναπτυσσόμενα κράτη μέσω της βιώσιμης διαχείρισης της αλιείας, των υδατοκαλλιεργειών και του τουρισμού, Αύξηση της επιστημονικής γνώσης, ανάπτυξη των ερευνητικών ικανοτήτων και μεταφορά της θαλάσσιας τεχνολογίας, έτσι ώστε να βελτιωθεί η υγεία των ωκεανών και να ενισχυθεί η συμβολή της θαλάσσιας βιοποικιλότητας στην ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών, και ιδίως των μικρών αναπτυσσόμενων νησιωτικών κρατών.

Όμως εκτός από τον δημόσιο χαρακτήρα της διαχείρισης του παράκτιου χώρου δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών και πρωτοβουλιών για την προστασία του παράκτιου χώρου από ενδιαφερόμενους ιδιωτικούς φορείς είναι:

  1. Enaleia (πρωτοβουλία σε επίπεδο λιμένα):

Η Εναλία είναι μια μη κερδοσκοπική κοινωνική επιχείρηση που αντιμετωπίζει δύο άμεσα συνδεόμενα προβλήματα για το θαλάσσιο περιβάλλον: 1) μείωση των ιχθυαποθεμάτων και 2) της θαλάσσιας ρύπανσης από πλαστικές ύλες. Περιλαμβάνει τη διδασκαλία βιώσιμων αλιευτικών πρακτικών που διατηρούν τους τοπικούς ιχθυοπληθυσμούς και, ταυτόχρονα, την εξάλειψη των διαφόρων πηγών που ρυπαίνουν τις θάλασσες του πλανήτη, προσαρμόζοντας τον αλιευτικό κλάδο σε ένα πράσινο μέλλον για βιώσιμα θαλάσσια οικοσυστήματα. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο CleanUp της Μεσογείου αποσκοπεί στον καθαρισμό των θαλασσών, στην ενδυνάμωση των τοπικών αλιευτικών κοινοτήτων και στην ενσωμάτωση των συλλεγόμενων θαλάσσιων πλαστικών απορριμμάτων στην κυκλική οικονομία, καθησυχάζοντας ότι δεν θα εισέλθουν εκ νέου στη θάλασσα. Το έργο της Enaleia βασίζεται σε ένα ισχυρό δίκτυο που περιλαμβάνει όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υπεραλίευσης και θαλάσσιας ρύπανσης. Η Εναλία δραστηριοποιείται σε πολλά λιμάνια της Ελλάδας και της Ιταλίας, συνεργαζόμενη με εκατοντάδες αλιείς και έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία στην αφαίρεση τόνων πλαστικού και χρησιμοποιημένων διχτυών από την θάλασσα..

  1. (πρωτοβουλια σε επιπεδο παραλιασ)

Το έργο PARALIES, που δρομολογήθηκε το καλοκαίρι του 2021, είναι μια πρωτοβουλία με στόχο τον καθαρισμό των θαλάσσιων απορριμμάτων και την προστασία του οικοσυστήματος των παραλιών από τη ρύπανση των αποβλήτων. Επικεντρώνεται στην κινητοποίηση ιδιωτικών εταιρειών με αυξημένη περιβαλλοντική και κοινωνική ευαισθησία για να συμμετάσχουν στο έργο με την υιοθέτηση μιας παραλίας για όλη τη θερινή περίοδο με καθημερινό καθαρισμό της και ενημέρωση των επισκεπτών σχετικά με τις επιπτώσεις των αποβλήτων. Το έργο λειτουργεί από τις 5.6.2021 (Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος) έως το Σαββατοκύριακο μετά τις 17.9.2021 (Παγκόσμια Ημέρα Καθαρισμού). Κατά την περίοδο αυτή, οκτώ δημοφιλείς παραλίες στην Περιφέρεια Αττικής υιοθετήθηκαν από επτά ελληνικές εταιρείες, εκ των οποίων δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα της ενέργειας.

Η υλοποίηση του έργου, η οποία θα επεκταθεί σε περισσότερες παραλίες το 2022, έχει μέχρι στιγμής συμβάλει στην πρόληψη της εισόδου πρόσθετων αποβλήτων στο παράκτιο και θαλάσσιο περιβάλλον των εγκριθεισών παραλιών, ενώ η συλλογή θαλάσσιων απορριμμάτων συνέβαλε ουσιαστικά στην αποκατάσταση των παραλιών και στην απομάκρυνση των συσσωρευμένων ρύπων.

Κλείνοντας λοιπόν την σημερινή εισήγηση, θα πρέπει να τονίσουμε με ιδιαίτερη έμφαση το προφανές. Η ολοκληρωμένη διαχείριση του παράκτιου χώρου και η αντιμετώπιση των προβλημάτων για την προστασία του αποτελεί μία από τις βασικότερες προκλήσεις της εθνικής αλλά και της διεθνούς κοινότητας και δεν είναι ζήτημα μόνο νομικό, οικονομικό ή τεχνικό αλλά κυρίως πολιτικό. Έως τώρα έχουν αναληφθεί πολλές πρωτοβουλίες, οι οποίες όμως παρουσιάζουν αρκετά κενά και χαρακτηρίζονται από μια αποσπασματική προσέγγιση. Καθώς λοιπόν ο σχεδιασμός και η εναρμόνιση των δραστηριοτήτων στον παράκτιο χώρο αποτελεί ένα ιδιαίτερα πολυδιάστατο θέμα χρειάζεται αποφασιστική και συντονισμένη προσπάθεια αλλά και χάραξη μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής η οποία θα έχει ως γνώμονα την ευαισθητοποίηση του κόσμου σε θέματα περιβάλλοντος προκειμένου να αλλάξει πρότυπα κατανάλωσης και συμπεριφοράς, θα είναι έτοιμη να έρθει σε σύγκρουση με μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και θα αποτελέσει μια αξιόπιστη βάση για τη συνεργασία όλων των κρατών προκειμένου να επιτευχθεί η αειφόρος ανάπτυξή του, προς όφελος των σημερινών αλλά και μελλοντικών γενεών.

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΗΦΑΚΗ ΑΝΤΩΝΗ - Χωροταξικός σχεδιασμός και αδειοδότηση μονάδων υδατοκαλλιέργειας (η περίπτωση της Εύβοιας)

Η παρουσίαση αυτή χωρίζεται σε τρεις ενότητες: (α) «Υδατοκαλλιέργειες και Χωροταξία: Η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (1993-2013)» όπου εξετάζεται η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας την περίοδο 1993-2013, νομολογία που επιτάσσει τη θέσπιση χωροταξικού σχεδιασμού για τη βιομηχανική δραστηριότητα των υδατοκαλλιεργειών. (β) «Η έκδοση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Υδατοκαλλιέργειες (2011)» που εξετάζει τις βασικές παραμέτρους του Ειδικού Πλαισίου αυτού, αλλά και την κρίση επ’ αυτού του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των λιβαδειών ποσειδωνίας posidonia oceanica. (γ) Στην τελευταία ενότητα με τίτλο «Προς την ΠΟΑΥ στο Β. & Ν. Ευβοϊκό Κόλπο και τον Δίαυλο Ωρεών (ΣΤΕ ΠΕ 211/2021)» θα σχολιαστεί η πρόσφατη εξέλιξη της έκδοσης του Πρακτικού Επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του σχεδίου ΠΔ του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την ΠΟΑΥ της Εύβοιας και οι ενδιαφέρουσες κρίσεις του. 

(α) Υδατοκαλλιέργειες και Χωροταξία: Η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (1993-2013)

Πλούσια και πάγια είναι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις Υδατοκαλλιέργειες και την ανάγκη ύπαρξης χωροταξικού σχεδιασμού πριν τη χωροθέτησή τους.

Σημειώνουμε τις απόφάσεις ΣτΕ 561/1993 (Κεφαλλονιά), ΣτΕ 304/1993 (Κεφαλλονιά), ΣτΕ 5774/1996 (Σκορπονέρι Βοιωτίας), Ολ. ΣτΕ 2489/2006 (Πελασγία Φθιώτιδας), Ολ. ΣτΕ 1605/2008 (Πελασγία Φθιώτιδας), ΣτΕ 3972/2008 (Σαλαμίνα), ΣτΕ 4544/2011 (Αμβρακικός), ΣτΕ 564/2012 (Αργολίδα), ΣτΕ 346/2013 (Πεταλιοί)

Στην απόφαση ΣτΕ 564/2012 παρουσιάζεται η πλέον ολοκληρωμένη προσέγγιση όχι μόνο για την ανάγκη θέσπισης χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά και για την αντισυνταγματικότητα της επ’ αόριστον χρήσης της ευχέρειας θέσπισης Περιοχών Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων, που θεσπίστηκαν το 1999 – θεωρητικά – έως τη θέσπιση ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού:

«Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 1650/1986, όπως ίσχυαν πριν από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 6 του Ν. 2242/1994, και των διατάξεων της κοινής υπουργικής απόφασης 69269/5387/1990, ερμηνευόμενων ενόψει των επιταγών του άρθρου 24 του Συντάγματος, η εγκατάσταση μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας, που από τη φύση της επάγεται οχλήσεις και για τις οικιστικές περιοχές και για το περιβάλλον, είναι επιτρεπτή, εν όψει των ορισμών των άρθρων 24 παρ. 2 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, μόνο σε περιοχές που εκ των προτέρων και με βάση νόμιμα κριτήρια έχουν καθορισθεί ως περιοχές προοριζόμενες για την ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να ανάγονται τόσο στην ανάγκη ανάπτυξης της παραγωγικής αυτής δραστηριότητας, όσο και στην ανάγκη προστασίας του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ούτως ώστε η ανάπτυξη που επιδιώκεται με την εγκατάσταση της επιχειρηματικής μονάδας να παραμένει στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας.

Μέχρις ότου εκπονηθούν και εγκριθούν τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια, και εφόσον το ζήτημα του τόπου άσκησης της σχετικής δραστηριότητας δεν ρυθμίζεται με εγκεκριμένο ρυθμιστικό ή πολεοδομικό σχέδιο ή με Ζ.Ο.Ε., η εγκατάσταση μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας επιτρέπεται, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, κατ’ εξαίρεση μόνον σε ζώνες ανάπτυξης ιχθυοτροφείων, εγκρινόμενες κατά το άρθρο 24 του Ν. 1650/1986, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 2742/1999, με το οποίο προβλεπόταν ο καθορισμός «ζωνών ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων». Δεν συγχωρείται, δηλαδή, η έκδοση διοικητικών πράξεων, με τις οποίες καθορίζεται θέση για την λειτουργία ιχθυοτροφικής μονάδας, πριν θεσπισθεί στην περιοχή ζώνη ανάπτυξης ιχθυοτροφείων κατά τη διαδικασία του άρθρου 24 του Ν. 1650/1986, εκτός αν προβλέπεται χωροθέτηση ιχθυοτροφείου από εγκεκριμένη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου η από εγκεκριμένο χωροταξικό ή ρυθμιστικό ή άλλο αντίστοιχο σχέδιο.

Περαιτέρω, ήταν μεν ανεκτή συνταγματικώς η παρασχεθείσα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2242/1994 δυνατότητα, αν δεν έχουν ακόμη εγκριθεί χωροταξικά σχέδια και προγράμματα, να καθορίζεται η θέση εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων κατά την προβλεπόμενη από τον Ν. 1650/1986 διαδικασία προεγκρίσεως χωροθετήσεως, μετά από συνεκτίμηση, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, στοιχείων χωροταξικού σχεδιασμού της ευρύτερης περιοχής, για εύλογη μεταβατική περίοδο, ορισθείσα με την ίδια διάταξη σε τριετία από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (3.10.1994), δηλαδή για χρονικό διάστημα επαρκές, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ώστε να ολοκληρωθούν και εγκριθούν οι Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες, ιδίως για τις παράκτιες περιοχές και τις μικρές νήσους που αποτελούν ευαίσθητα οικοσυστήματα (βλ. και την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας που κατατέθηκε στο αρχικό σχέδιο νόμου και αποτέλεσε εν συνεχεία το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2242/1994), αντίκειται όμως στο Σύνταγμα η δυνατότητα επ’ αόριστον χρήσεως της ευχέρειας αυτής, η οποία χορηγήθηκε αρχικώς με το άρθρο 18 του Ν. 2732/1999 και διατηρήθηκε, ακολούθως, με το άρθρο 18 παρ. 4 του Ν. 2742/1999 και, μάλιστα, με αναδρομική ισχύ (πρβλ. ΣτΕ 2684/2007 επταμ., 2489/2006 Ολομ., 1605/2008). (ΣτΕ 564/2012 σκ.10)» (έμφαση δική μας)

 

(β) Η έκδοση του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Υδατοκαλλιέργειες ΕΠΧΣΑΑ-Υ (2011)

 

Ήδη από τη δεκαετία του 2000 η Διοίκηση προέβη σε σειρά πράξεων προς την κατεύθυνση οργάνωσης της βιομηχανικής υδατοκαλλιέργειας. Ειδικότερα, το 2000 εκπονήθηκε η Μελέτη της Γενικής Διευθύνσεως ΠΕΧΩ του ΥΠΕΧΩΔΕ σε πανελλήνια κλίμακα, με τίτλο «Στρατηγικό Πλαίσιο Κατευθύνσεων για την Ανάπτυξη των Θαλασσίων Υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, Γ΄ Φάση». Τον ίδιο χρόνο εκπονήθηκε η Μελέτη του ΕΚΘΕ και μελέτη του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τίτλο «Μελέτη καθορισμού περιοχών οργανωμένης ανάπτυξης θαλασσίων υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) νοτίου Ευβοϊκού κόλπου», ενώ δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε η υπουργική απόφαση Αριθ. Η.Π.17239 (ΦΕΚ Β΄ 1175/11-9-2002) Καθορισμός δικαιολογητικών, διαδικασίας και προϋποθέσεων χωροθέτησης Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών. Τέλος το 2005 ιδρύθηκε η ΕΥΒΟΪΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ (ΕΥΒ.ΕΤ.ΑΝ.Υ Α.Ε.).

Με χρηματοδότηση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), λόγω έλλειψης πόρων εκ μέρους του ΥΠΕΧΩΔΕ, εκπονήθηκε σε δύο φάσεις Ιανουάριος 2010 (Α΄ φάση) και Ιούνιος 2010 (Β΄ φάση) η Υποστηρικτική μελέτη του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου. Με δεδομένη την επί 25ετία ανάπτυξη του τομέα και τις ήδη εγκατεστημένες και λειτουργούσες επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας στο σύνολο σχεδόν της χώρας, σημαντική πρόκληση για την Ομάδα Μελέτης αποτέλεσε, κατά τα αναφερόμενα στη μελέτη, η σύνθεση της υφιστάμενης κατάστασης με μία «ιδεατή», υπό την έννοια της ολοκληρωμένης διαχείρισης του χώρου και πόρων, με στόχο τη διατύπωση κατευθύνσεων για τη Στρατηγική Χωροταξική Οργάνωση του Τομέα.

Στη συνέχεια, το 2011, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 31711/4.11.2011 Απόφαση της Επιτροπής Συντονισμού της Κυβερνητικής Πολιτικής στον Τομέα του Χωροταξικού Σχεδιασμού και της Αειφόρου Ανάπτυξης, η οποία συγκροτείται από τους ανωτέρω Υπουργούς, με θέμα: «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις υδατοκαλλιέργειες και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτού» (ΦΕΚ Β΄ 2505/04.11.2011) («ΕΠΧΣΑΑ-Υ»). Με το ΕΠΧΣΑΑ-Υ θεσπίζεται Εθνικό Πρότυπο Χωροταξικής Οργάνωσης Υδατοκαλλιεργειών, οι κατευθύνσεις για το καθεστώς και τους όρους χωροθέτησης μονάδων και υποδοχέων υδατοκαλλιέργειας, τα κριτήρια και οι συμβατότητες χωροθέτησης νέων εγκαταστάσεων υδατοκαλλιεργειών ή εγκαταστάσεων άλλων δραστηριοτήτων πλησίον αυτών. Ειδικότερα, τίθενται κανόνες για τη χωροθέτηση μονάδων θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας, των υδατοκαλλιεργειών εσωτερικών γλυκέων υδάτων (λίμνες, ποτάμια, πηγές κ.λπ.) και της υδατοκαλλιεργητικής δραστηριότητας σε φυσικά υφάλμυρα οικοσυστήματα (λιμνοθάλασσες και λοιποί υδάτινοι σχηματισμοί, κ.ά.).

Ως προς τις μονάδες θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας προβλέπεται ότι αναπτύσσονται σε επιλεγμένες θαλάσσιες περιοχές, οι οποίες κρίνονται κατάλληλες για τη χωροθέτηση υδατοκαλλιεργητικών μονάδων (Περιοχές Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών) (ΠΑΥ), κατατάσσονται δε σε πέντε κατηγορίες (Α-Ε).

Περιοχές Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών

  1. A) περιοχές ιδιαίτερα αναπτυγμένες που χρήζουν παρεμβάσεων βελτίωσης, εκσυγχρονισμού των υποδομών, προστασίας και αναβάθμισης του περιβάλλοντος,
  2. B) περιοχές με σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών,

Γ) Δυσπρόσιτες περιοχές με σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης των θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών

Δ) Περιοχές με ιδιαίτερη ευαισθησία, ως προς το φυσικό περιβάλλον στις οποίες απαιτείται προσαρμογή των όρων εγκατάστασης και λειτουργίας των μονάδων υδατοκαλλιέργειας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χώρου και του περιβάλλοντος

Ε) Περιοχές Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών Κατηγορίας Ε

Μέσα στις ΠΑΥ προσδιορίζονται ζώνες, είτε οργανωμένες με φορέα διαχείρισης (ΠΟΑΥ), είτε με μορφή άτυπων συγκεντρώσεων (ΠΑΣΜ). Η επακριβής χωροθέτηση των ΠΟΑΥ πραγματοποιείται σε υποκείμενο επίπεδο σχεδιασμού (χωροταξικό, πολεοδομικό ή τομεακό). Χωροθέτηση νέων μονάδων γίνεται σε ΠΟΑΥ και ΠΑΣΜ. Προβλέπεται και η δυνατότητα μεμονωμένων χωροθετήσεων, εντός ή εκτός Π.Α.Υ, υπό προϋποθέσεις. Μια ΠΟΑΥ μπορεί να περιλαμβάνει μονάδες που ανήκουν σε διαφορετικές ΠΑΥ. Η Ισχύς του ΕΠΧΣΑΑ-Υ είναι μέχρι το 2026.

Στη Εύβοια υφίστανται τρεις (3) ΠΑΥ: Οι Α11, Α15 και Β8. (βλ. Χάρτη 1). Η Α11 είναι η μεγαλύτερη από αυτές (βλ. Χάρτη 2)

Χάρτης 1: Οι ΠΑΥ της Εύβοιας

Χάρτης 2: Η ΠΑΥ Α11

Με σκοπό την ακύρωσή του, πολλοί Δήμοι και άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς υπέβαλαν αιτήσεις ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του ΕΠΧΣΑΑ-Υ και εκδόθηκαν οι υπ αριθ. 4892, 4893, 4894, 4895 και 4896/2014 Αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, όλες απορριπτικές. (Εισηγήτρια: κ. Α. Σακελλαροπούλου)

Εκτός από λόγους που αφορούσαν στη διαδικασία έκδοσης του ΕΠΧΣΑΑ-Υ προβλήθηκαν 2 λόγοι (ο δεύτερος μόνο στην αίτηση ακύρωσης του Δήμου Καρύστου):

  • Ως προς τον προσδιορισμό των χωροταξικών μονάδων και την εν γένει συμμόρφωση του ΕΠΧΣΑΑ-Υ στους κανόνες της επιστήμης της χωροταξίας
  • Ως προς το ότι απαγορεύεται η χωροθέτηση υδατοκαλλιεργητικών μονάδων πάνω από λιβάδια Posidonia Oceanica, μόνο όταν αυτά είναι εντός Περιοχών Natura 2000.[1]

Εικόνα 3: Λιβάδι Posidonia Oceanica

Τα λιβάδια της Posidonia Oceanica (βλ. Εικόνα 3) αποτελούν το χαρακτηριστικότερο και σημαντικότερο Μεσογειακό θαλάσσιο οικοσύστημα. Διαδραματίζουν έναν κεντρικό ρόλο στη σταθεροποίηση του οξυγόνου και των άλλων αερίων στα σωστά επίπεδα, ώστε η ποιότητα του νερού να είναι ικανή για τη διατήρηση της ζωής στο θαλάσσιο περιβάλλον. H σπουδαιότητά της είναι εξαιρετική για την οικονομία και την οικολογία της περιοχής αλλά και για την ίδια την επιβίωση των κατοίκων της Μεσογείου. 

Οι ιχθυοκαλλιέργειες, ιδιαίτερα αυτές που γίνονται σε ιχθυοκλωβούς, επιφανειακούς ή βυθιζόμενους, είναι ένας σοβαρός λόγος της παρακμής των λιβαδιών της Posidonia Οceanica με ποικίλους τρόπους. Ενδεικτικά:

(α) αύξηση της θολότητας του νερού από τα αδιάλυτα υπολείμματα της δραστηριότητας που αποστερεί το απαραίτητο φως από την Posidonia Οceanica, μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στα φύλλα, η οποία εξηγεί την υπερανάπτυξη των επιφύτων, τη βοσκή των ψαριών στις κορυφές των φύλλων με αποτέλεσμα τη μείωση του μήκους τους, την αραίωση μη διαλυτών ουσιών και τις οξειδοαναγωγικές μεταβολές (αποτελέσματα δεκαετούς έρευνας στον κόλπο Hornillo Bay στις ακτές της νοτιοανατολικής Ισπανίας τη χρονική περίοδο 1988-1998, όπου εμφανίστηκε μείωση κατά 53% του αρχικού λιβαδιού της Posidonia Οceanica),

(β) αύξηση του οργανικού φορτίου από τα υπολείμματα τροφών και της λάσπης τόσο αιωρούμενα όσο και στον πυθμένα. Το ίζημα αυτό είναι ανοξικό (δεν έχει οξυγόνο, το απορροφά και εκπέμπει μεθάνιο και υδρόθειο. Σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσεται και κυριαρχεί η πολυχαίτη Capitella capitata, ένα είδος ενδεικτικό των πολύ μολυσμένων υδάτων,

(γ) τα νιτρικά άλατα που συγκεντρώνονται κάτω από τα κλουβιά επηρεάζουν την συγκέντρωση χλωροφύλλης και δημιουργούν ευτροφισμό σε φύκια εχθρικά προς την Posidonia Οceanica

(δ) οι πολλές αγκυρώσεις και οι αλυσίδες των μονάδων ξεριζώνουν μεγάλες επιφάνειες των λιβαδιών της Posidonia Οceanica.

Εικόνα 4: Το Δίκτυο των περιοχών Natura 2000 στην Ελλάδα.

Tο Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 3γ σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του Ειδικού Πλαισίου, ενόψει και των μελετών στις οποίες στηρίζεται, ιδίως της ΣΜΠΕ, η χωροθέτηση μονάδων θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας δεν επιτρέπεται πάνω από λειμώνες του είδους Posidonia oceanica, οπουδήποτε και να βρίσκονται, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο είδος προστατεύεται αυτοτελώς, ανεξάρτητα από το εάν βρίσκεται σε τόπο κοινοτικής σημασίας,  για δε υφιστάμενες μονάδες πάνω από διαπιστωμένα λιβάδια Ποσειδωνίας (είτε εντός είτε εκτός περιοχών Natura 2000) δεν εγκρίνεται αύξηση δυναμικότητας ούτε ανανεώνεται η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας μετά τη λήξη τους, ενώ οι φορείς που επιθυμούν να συνεχίσουν, υποχρεούνται σε μετεγκατάσταση[2].

()

 

(γ) Προς την ΠΟΑΥ στο Β. & Ν. Ευβοϊκό Κόλπο και τον Διαύλο Ωρεών

 

Τον Οκτώβριο του 2021 υποβλήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σχέδιο Π.Δ. για τη Χωροθέτηση Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.)  στις θαλάσσιες περιοχές των κόλπων Νότιου και Βόρειου Ευβοϊκού και του Διαύλου των Ωρεών των Περιφερειακών Ενοτήτων Εύβοιας και Βοιωτίας.

Σύμφωνα με το Σχέδιο Π.Δ., για την προστασία των λειμώνων του είδους Posidonia oceanica, ο Φορέας της ΠΟΑΥ σε συνεργασία με το Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Ευβοίας καταρτίζει ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμης βιολογικής παρακολούθησης των πλησιέστερων στις μονάδες της Π.Ο.Α.Υ. λειμώνων Ποσειδωνίας, για την έγκαιρη διαπίστωση τυχόν ενδείξεων υποβάθμισης. Το ανωτέρω ειδικό πρόγραμμα θα εφαρμόζεται από το Φορέα Διαχείρισης της Π.Ο.Α.Υ. ετησίως,  έκθεση για την αξιολόγηση της υλοποίησης του σχεδίου, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των επιμέρους προγραμμάτων παρακολούθησης (monitoring) των μονάδων, που συνιστούν την ΠΟΑΥ και του προγράμματος παρακολούθησης, που θα πραγματοποιεί ο Φορέας Διαχείρισής της, για το σύνολό της. Εντός του πρώτου έτος από την ολοκλήρωση της θεσμοθέτησης της Π.Ο.Α.Υ., την περίοδο από Ιούνιο -Σεπτέμβριο, θα πραγματοποιούνται από τον Φορέα Διαχείρισής της, οι αναγκαίες  μετρήσεις και θα διαβιβάζει την έκθεσή του  στις Υπηρεσίες Περιβάλλοντος, Υδάτων και Αλιείας της οικείας Αποκεντρωμένης εντός του 1ου εξαμήνου του επομένου έτους, αρχής γενομένης από το πρώτο εξάμηνο του 2ου έτους λειτουργίας της ΠΟΑΥ.

Στο στάδιο της διαβούλευσης του Π.Δ. έγιναν 2 παρεμβάσεις συνεπεία των οποίων για τις μονάδες 2 περιοχών στις οποίες αποδείχθηκε συγκεκριμένα (κατόπιν ειδικής μελέτης) ότι υφίστανται πάνω από λειμώνες του είδους Posidonia oceanica προβλέφθηκαν ειδικές ρυθμίσεις:

  • Πρόκειται για το Δήμο Κύμης Αλιβερίου αναφορικά με τις Ζώνες 11, 12 και 13 όπου προβλέφθηκε ότι τυχόν αύξηση της δυναμικότητας τους, στην έκταση που είναι ήδη εγκατεστημένες, να γίνει μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος εφαρμογής του ανωτέρω ειδικού προγράμματος παρακολούθησης, μέσω του οποίου επιτρέπεται η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη μη υποβάθμιση του παράκτιου υδατικού συστήματος
  • Και για πολίτες και το Σύλλογο Οικιστών Αγίας Ειρήνης Μαρμαρίου Εύβοιας, για της Ζώνη 15 [Υποζώνη 15.2.Υ. (μονάδα Πεταλιών) και Υποζώνη 15.4.Υ. (μονάδα Καρύστου] όπου προβλέφθηκε να μειωθεί η ενεργός έκταση από τα προτεινόμενα 120 στρέμματα στα 80 στρέμματα, έκταση που καλύπτεται από τις ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις και ο Φορέας της Π.Ο.Α.Υ. σε συνεργασία με τον Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Ευβοίας, να καταρτίσει ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης των πλησιέστερων στις μονάδες λιβαδιών Ποσειδωνίας για την έγκαιρη διαπίστωση τυχόν ενδείξεων υποβάθμισης, το οποίο θα εφαρμόζεται από τον Φορέα της Π.Ο.Α.Υ. Επίσης, προτάθηκε τυχόν αύξηση της δυναμικότητας των μονάδων, στη δεδομένη υφιστάμενη έκταση που κατέχουν, να γίνει μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος εφαρμογής του ειδικού προγράμματος παρακολούθησης, μέσω του οποίου θα επιτρέπεται η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη μη υποβάθμιση του Παράκτιου Υδατικού Συστήματος.

Επιπροσθέτως, μεταξύ του χρόνου εκπόνησης της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων το 2011 και της υποβολής του σχεδίου Π.Δ. του 2021 το Συμβούλιο της Επικρατείας, θεσπίστηκε το 2017 (από κοινού με άλλες 94 περιοχές) η περιοχή Natura 2000 – Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)–  με κωδικο GR2420016 «Θαλάσσια Περιοχή Νότιου Ευβοϊκού Κόλπου» με σκοπό την προστασία του θαλασσοκόρακα ( Phalacrocorax aristotelis desmarestii).

Εικόνα 5: Η περιοχή Natura GR2420016.

Το Πρακτικό Επεξεργασίας ΣΤΕ ΠΕ 211/2021, απορρίπτοντς το σχέδιο ΠΔ ως μη νόμιμο, σημειώνει:

«Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου που εκτίθενται ανωτέρω, δεν ελήφθη υπ’όψιν, όπως απαιτείται σύμφωνα με το Παράρτημα ΠΙ της 107017/28.8.2006 κ.υ.α., η μη έχουσα, άλλωστε, κατά το χρόνο εκπόνησης της ΣΜΠΕ (Μάιος 2011), θεσμοθετηθεί προστατευόμενη περιοχή με κωδικό GR2420016 (ΖΕΠ). Η θεσμοθέτηση ως ΖΕΠ της περιοχής αυτής επέφερε ουσιώδη μεταβολή στα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υπό μελέτη περιοχής, η οποία δεν συνεκτιμήθηκε ούτε στην αρχική ΣΜΠΕ ούτε στο τεύχος της επικαιροποιημένης ΣΜΠΕ.

Επιπλέον, πρέπει να επανεξετασθούν οι επιπτώσεις του καθορισμού της Π.Ο.Α.Υ. σε περιοχές που υπάρχουν λιβάδια Ποσειδωνίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ μεταξύ των οικοτόπων προτεραιότητας με κωδικό 1120 (Εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia), και εμπίπτουν, πλέον, εντός της εν λόγω θαλάσσιας περιοχής NATURA με κωδικό GR2420016

(δ) Συμπερασματικά

Αναμφίβολα η θέσπιση της Natura GR2420016 είναι ένα καταλυτικό γεγονός για την Εύβοια αναφορικά με την προστασία της βιοποικιλότητας, αλλά και τη θέσπιση της ΠΟΑΥ, όπως σωστά επισημαίνει το ΣτΕ. Όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η προστασία των λιβαδιών Posidonia oceanica δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά που είναι εντός περιοχών Natura 2000, αλλά αντίθετα εκτείνεται οπουδήποτε κι αν βρίσκονται αυτά τα λιβάδια όπως κρίθηκε με την ΣτΕ 4983/2014 σκ.22. Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μας, η έρευνα για τις επιπτώσεις στα λιβάδια Posidonia oceanica πρέπει να επεκταθεί σε όλο το εύρος της  ΠΟΑΥ, με δεδομένο, μάλιστα, ότι η ΣτΕ 4983/2014 εκδόθηκε μετά την εκπόνηση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του ΕΠΧΣΑΑ-Υ, δηλαδή το 2011.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι είναι ανακόλουθο έρευνα για την ύπαρξη λιβαδιών ποσειδωνίας που επωμίζονται τρίτοι (κάτοικοι, Δήμοι κλπ) και όχι οι φορείς που εκπονούν τις υποστηρικτικές μελέτες του Π.Δ. να αποδεικνύει ύπαρξη τέτοιων λιβαδιών, αντίθετα με τα συμπεράσματα των υποστηρικτικών μελετών. Μία συνολική έρευνα για την παρουσία ποσειδωνίας σε όλη την Ελλάδα από ανεξάρτητους επιστημονικούς φορείς θα αποτελέσει ένα ασφαλές σημείο αναφοράς για το πού βρίσκονται αυτά τα τόσο σημαντικά οικοσυστήματα, που η διατήρησή τους συμβάλλει όχι μόνο στην υγεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, αλλά και που συμβάλλουν με καθοριστικό τρόπο στον αγώνα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.   

 

[1] Το Ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000 (βλ. Εικόνα 4) είναι ένα δίκτυο ζωνών προστασίας της φύσης που εκτείνεται σε ολόκληρη την Κοινότητα και έχει ως στόχο να διασφαλίσει τη µακροπρόθεσµη διατήρησή των πιο πολύτιµων και των πλέον απειλούµενων ειδών και ενδιαιτηµάτων της σε ικανοποιητικό επίπεδο. (Οδηγία 92/43 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ν. 3937/2011 Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις (Α60)

 

[2] Νόμιμα υφιστάμενες: αδειοδοτημένες πριν τις 4/11/2011 ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το ΕΠΧΣΑΑ-Υ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΘΗ ΜΠΟΥΜΠΑ - Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΚ

Καταρχάς οφείλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου προς την Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων για την πρόσκληση που μου έγινε να συμμετάσχω στη διημερίδα, την  οποία αποδέχτηκα με ιδιαίτερη χαρά. Επίσης, από καρδιάς ευχαριστώ τους συνοδοιπόρους μου συναδέλφους, δικαστικούς υπαλλήλους, συνεργάτες και φίλους για την σταθερή υποστήριξη τους και την παρουσία τους στη σημερινή εκδήλωση.

Η παρουσία όλων μας δείχνει ότι έχουμε υψηλή την αίσθηση εθνικού καθήκοντος για ένα φλέγον ζήτημα που απασχολεί όλους μας και μάλιστα έχει χτυπήσει παγκόσμιος περιβαλλοντικός συναγερμός. Αναμφισβήτητα, η προστασία του περιβάλλοντος είναι ζωτικής σημασίας, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κίνδυνος υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και η εξαφάνιση ειδών ζώων και φυτών είναι ορατός. Στην Ελληνική έννομη τάξη και ειδικότερα με το άρθρο 24  παρ.1 του Συντάγματος του 1975 κατοχυρώθηκε συνταγματικά η προστασία του περιβάλλοντος και για την αντιμετώπιση αξιόποινων συμπεριφορών κατά του περιβάλλοντος θεσπίστηκαν προβλέψεις σε ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως στο νόμο 1650/1986 «Για την προστασία του Περιβάλλοντος», το νόμο 743/1977 «Για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ρυθμίσεων συναφών θεμάτων» και το νόμο 4042/2012 « (ΦΕΚ Α΄24/13/02/2012) Ποινική προστασία του περιβάλλοντος – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/99/ΕΚ – Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.  Πέραν όμως των ειδικών ποινικών νόμων υπάρχουν ρυθμίσεις για την προστασία του Περιβάλλοντος και στον Ποινικό Κώδικα και πιο συγκεκριμένα,  στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο αυτού, ήτοι τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα από το άρθρο 264 που αφορά τον εμπρησμό έως το άρθρο 289 για την έμπρακτη μετάνοια και τη δικαστική άφεση της ποινής.  Στην εν λόγω κατηγορία εγκλημάτων δεν εξετάζεται τόσο η προσβολή του εννόμου αγαθού, όσο ο τρόπος τέλεσής τους, ιδιαίτερα η χρησιμοποίηση μέσων, τα οποία είναι από το είδος τους ικανά να απειλήσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων και σημαντικής αξίας αγαθά [1]. Με τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα κατά κανόνα προστατεύονται σε ένα προωθημένο στάδιο ποινικής προστασίας ατομικά έννομα αγαθά, υπό την έννοια συνολικής προστασίας «τάξεων» ατομικών εννόμων αγαθών όλων των (δυνητικά) θιγόμενων, ήτοι μιας πλειονότητας ή ενός αορίστου κύκλου κατ’ είδος νοούμενων εννόμων αγαθών, που ανήκουν στο ίδιο ή διαφορετικό γένος, η δε προστασία αυτή λαμβάνει χώρα διά της τυποποίησης εγκλημάτων διακινδύνευσης.. Τέτοια αγαθά είναι ιδίως η ζωή, η υγεία / σωματική ακεραιότητα και η ιδιοκτησία. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι τα εγκλήματα διακινδύνευσης απηχούν εν γένει την νομοθετική μέριμνα για την μετάθεση του ορίου της ποινικής προστασίας σε προστάδιο της βλάβης[2]. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα αυτά δεν κατευθύνονται κατά των κατ’ ιδίαν προσώπων, αλλά κατά του κοινωνικού συνόλου, με τον άδικο χαρακτήρα τους να προκύπτει από την αντικοινωνική φύση των συγκεκριμένων πράξεων[3].

Ειδικότερα, ο Ανδρουλάκης υποστηρίζει ότι τα εν λόγω εγκλήματα αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης, στηριγμένη προφανώς στη δημιουργία «κοινού κινδύνου», που τον θεωρεί υπάρχοντα, όταν ο δράστης δεν είναι σε θέση να περιορίσει τον κίνδυνο που προκαλείται από την πράξη του σε ορισμένα πρόσωπα ή αγαθά σημειώνοντας παραπέρα, ότι τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν εξαπολύονται δυνάμεις της φύσης, που δεν μπορούν να τιθασευτούν πλέον από τον δράστη[4]. Συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η απαξία των εν λόγω αδικημάτων, συνίσταται στο προστάδιο προσβολής ενός συνόλου εννόμων αγαθών, με τον κίνδυνο να παρουσιάζεται ως  υπαρκτό μέγεθος, άμεσα εξαρτώμενο από τις ενέργειες του δράστη, μη δυνάμενο να αποτραπεί ευχερώς. Κατά την άποψη δε της Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι[5], το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες αξιόποινων πράξεων του Ποινικού Κώδικα, εντοπίζεται στο ότι οι σχετικές διατάξεις καλύπτουν ad hoc τη διακινδύνευση μιας πλειονότητας ή αορίστου αριθμού εννόμων αγαθών. Επιπλέον, όπως αναφέρει, η απαίτηση του νομοθέτη για δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, εκφράζει χωρίς αμφιβολία την απαίτηση για συνδρομή διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ή μίας πλειονότητας  ξένων ιδιοκτησιών, ενώ όταν αναφέρεται σε δυνατότητα κινδύνου για άνθρωπο, αρκεί η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου σε οποιονδήποτε κοινωνό. Με το Ν. 4619/2019 επήλθε ουσιώδης τροποποίηση των εγκλημάτων του ανωτέρω κεφαλαίου, τόσο σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης, όσο και στις απειλούμενες κυρώσεις. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019[6], αναφέρονται τα εξής: Στο κεφάλαιο των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων διατηρήθηκε ως συνδετικό στοιχείο η έννοια του κοινού κινδύνου[7]. Έτσι το αξιόποινο περιορίζεται, σε αντίθεση με ορισμένες ξένες έννομες τάξεις, σε περιπτώσεις κοινής διακινδύνευσης εννόμων αγαθών, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η ιδιοκτησία, και δεν μπορεί να θεμελιωθεί, όταν η δυνατότητα κινδύνου που γεννά η πράξη αφορά μία συγκεκριμένη και μόνο μονάδα εννόμου αγαθού. Επιπλέον: 1/ στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα εντάχθηκαν μόνο τα εγκλήματα εκείνα που ο κίνδυνος αφορά καταρχήν στον άνθρωπο ή στις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως αν διαχέεται προς τα έννομα αυτά αγαθά μέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει στον εμπρησμό δάσους. 2/το αξιόποινο συνδέθηκε με τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευθεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης. 3/ εκλογικεύθηκαν οι ποινές και τα εγκλήματα του κεφαλαίου μπορούν να διακριθούν πλέον σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τη κλίμακα διαβάθμισης των ποινών τους (:πιο αυστηρή αντιμετώπιση π.χ. στα εγκλήματα του εμπρησμού, του εμπρησμού δασών, της έκρηξης ή της πλημμύρας και πιο ήπιας αντιμετώπισης π.χ. στην κοινώς επικίνδυνη βλάβη), οι οποίες αντανακλούν και την ειδικότερη απαξία τους σε σχέση με τη δυναμική της προσβολής που συνδέεται με αυτά. 4/ αντιμετωπίστηκε ρητά το ενδεχόμενο διαφορετικής υποκειμενικής επικάλυψης της πράξης από αυτήν της πρόκλησης κινδύνου και οι περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν με την ποινή του εγκλήματος της αμέλειας. 5/στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα που τελούνται με δόλο προστέθηκαν κατά κανόνα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές για τις περιπτώσεις πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και διακεκριμένες μορφές για τις περιπτώσεις βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, κάτι που στον ισχύοντα ΠΚ συναντάται μόνο στο έγκλημα της έκρηξης, χωρίς αυτή η διάκριση να μπορεί να δικαιολογηθεί. 6/προβλέφθηκε ρητά διαφορετική ποινή για την περίπτωση που η πράξη είχε ως αποτέλεσμα  την πρόκληση θανάτου μεγάλου αριθμού ανθρώπων, με στόχο να καταστεί σαφές πως και σε αυτές τις περιπτώσεις  η διάταξη του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος εφαρμόζεται μία φορά , απορροφώντας την απαξία των επιμέρους θανάτων, και δεν τίθεται θέμα αληθινής συρροής[8]. 7/ αφαιρέθηκε το έγκλημα της νοθείας τροφίμων γιατί θεωρήθηκε ορθότερο να ρυθμίζεται στον αγορανομικό κώδικα. 8/ καταργήθηκε η διάταξη για την παραβίαση συμβάσεων προμήθειας (287 ΠΚ), αφού στο μέτρο που συγκεκριμένη συμπεριφορά φέρει απαξία, καλύπτεται από τη διάταξη παρεμπόδισης αποτροπής κοινού κινδύνου, 9/ εκτός από την έμπρακτη μετάνοια προβλέφθηκε λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής για όλα τα εγκλήματα του κεφαλαίου σε περίπτωση που ο δράστης με τη δική του θέληση αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του στις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της, ώστε να διευρυνθούν τα κίνητρα για την αποτροπή του κινδύνου στη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων όπου απειλείται ευρύς αριθμός εννόμων αγαθών, 10/ αναδιατάχθηκε, τέλος η σειρά των εγκλημάτων ανάλογα με τη σημασία τους και τη συχνότητα εμφάνισής τους στη πράξη.

 

ΑΡΘΡΟ 264 ΠΚ – ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ

 

Α/Με το άρθρο 45 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 264 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περίπτωση της περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Η διάταξη του άρθρου 264 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) είχε ως εξής: «Όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών , αν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κοινώς κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στη περίπτωση του στοιχ. β’ επήλθε θάνατος».  Ακολούθως με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: « 1.Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από τη πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στη περίπτωση των στοιχείων α’ και β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη στις εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στη περίπτωση του στοιχείου β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.».

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» του Παλαιού Ποινικού Κώδικα, απαιτούνταν η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, ενώ με το Ν. 4619/2019 απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγμα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Συνεπώς, πλέον δεν αρκεί η αφηρημένη επικινδυνότητα της συγκεκριμένης πράξης και η εντεύθεν δυνητική πρόκληση βλάβης των εννόμων αγαθών, αλλά απαιτείται η εμπειρική συγεκριμενοποίηση του κινδύνου σε συγκεκριμένες μονάδες εννόμων αγαθών, τα οποία προσβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο συνδέθηκε με τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευτεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης[9].

β/ για το πλημμέλημα της πυρκαγιάς από την οποία προέκυψε κοινώς κίνδυνος σε ξένα πράγματα, απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, έναντι της ισχύουσας ταυτάριθμης με την οποία απειλούνταν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, και συνεπώς τυγχάνει ευμενέστερη. Ομοίως ευμενέστερη τυγχάνει και η περίπτωση της εκ προθέσεως πρόκλησης πυρκαγιάς από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, αφού απειλείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

γ/ εισάγεται στο στοιχείο «γ» της διάταξης, διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, όταν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη καθώς και την περίπτωση της σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.

δ/η περίπτωση του θανατηφόρου εμπρησμού ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προηγούμενης, λόγω του απειλούμενου πλαισίου ποινής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει ισόβια κάθειρξη στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 στη περίπτωση της πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή συρροή ούτε των επιμέρους θανάτων που προκαλούνται από αμέλεια με τον θανατηφόρο εμπρησμό, ούτε πολύ περισσότερο για αληθινή συρροή μιας πολλαπλής εφαρμογής του ιδίου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος.

ε/ στην παράγραφο 2 υπάγεται ο εμπρησμός που καλύπτει από αμέλεια τόσο την πυρκαγιά όσο και την πρόκληση κινδύνου.

Περαιτέρω, με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021 επήλθαν οι εξής αλλαγές:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» της διάταξης, απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου σε άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωση αυτού. Συνεπώς, όπως και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, η απαξία της συμπεριφοράς εντοπίζεται στο «προστάδιο» βλάβης, μέσω της δημιουργίας των προϋποθέσεων κινδύνου, ο οποίος δύναται αντικειμενικά, κατά την εξέλιξή του να προκαλέσει βλάβη στα έννομα αγαθά. Επιπλέον, το νέο πλαίσιο ποινής για το πλημμέλημα της δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, τυγχάνει ευμενέστερο αφού απειλείται με ποινή φυλάκισης (10 ημ. – 5 έτη) έναντι της προηγούμενης ποινής που είχε σαν κατώτατο όριο τη ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η ποινή για τη περίπτωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, έμεινε ως είχε, με την διαφοροποίηση να εντοπίζεται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, όπως προαναφέρθηκε.

β/Στη περίπτωση της πρόκλησης πυρκαγιάς η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου, πλέον προβλέπεται αποκλειστικά η ποινή της ισοβίου καθείρξεως, αντί της ποινής κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών που ίσχυε. Η εν λόγω ρύθμιση, τυγχάνει δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο, ενώ σε κάθε περίπτωση έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 79 ΠΚ. Περαιτέρω, καταργήθηκε η περίπτωση όπου από την πυρκαγιά προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, για την οποία μάλιστα στο Ν. 4619/2019 απειλούνταν η δυνατότητα (όχι δέσμευση) του δικαστηρίου να επιβάλει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Συνεπώς, εν προκειμένω υπάρχει διαφοροποίηση της βούλησης του νομοθέτη, αναφορικά με το ζήτημα της συρροής σε περιπτώσεις πολύνεκρων πυρκαγιών.

γ/ για την περίπτωση της εξ αμελείας πρόκλησης πυρκαγιάς, πλέον προβλέπεται μόνο στερητική της ελευθερίας ποινής και συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, καταργηθείσας της διαζευτικά προβλεπόμενης χρηματικής ποινής.

 

ΑΡΘΡΟ 265 ΠΚ   –   ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΗ

Β.  Με το άρθρο 46 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 265 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»

Η διάταξη του άρθρου 265 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) αρχικά είχε ως εξής: «Με την επιφύλαξη ης βαρύτερης τιμωρίας κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 264, όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3§1 και 2 του Ν. 998/1979 ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, κατά την έννοια της παρ. 5 του ιδίου άρθρου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή από 15.000€ έως 150.000€. Δεν επιτρέπεται μετατροπή η αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Αν η πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η πυρκαγιά σε μεγάλη έκταση, επιβάλλεται κάθειρξη. 2. Αν η πράξη τελέστηκε από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία ή η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 3. Όποιος με σκοπό να διαπράξει το έγκλημα της παρ. 1 προβαίνει σε οποιαδήποτε προπαρασκευαστική ενέργεια τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Η ποινή αυτή δεν μετατρέπεται, ούτε αναστέλλεται και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της.» Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Όποιος προξενεί  πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από τη πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στη περίπτωση των στοιχείων α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στη περίπτωση του στοιχ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων , το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Αν ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 3. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση.»

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/ προβλέφθηκε πλημμεληματική μορφή τέλεσης του αδικήματος (265§1 περ. α) στις περιπτώσεις που ο δράστης προξενεί  πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, εφόσον από τη πράξη του δεν προκλήθηκε κίνδυνος για άνθρωπο ή δεν προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή δεν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη ή θάνατος ανθρώπου ή η φωτιά δεν εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση. Η ανωτέρω πρόβλεψη είναι σαφώς ευμενέστερη έναντι της παλαιάς, αφού σε αυτήν κάθε πράξη εμπρησμού δάσους, έφερε το χαρακτήρα κακουργήματος

β/ Στο πλαίσιο διαβάθμισης του κινδύνου αλλά και της προκληθείσας βλάβης των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, η διάταξη του άρθρου 265 προβλέπει διαφορετικές περιπτώσεις είτε κινδύνου είτε αποτελέσματος, με σαφή διαβάθμιση των ποινικών κυρώσεων. Έτσι,  προβλέπεται  η περίπτωση που από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, για την οποία προβλέπεται ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη, χωρίς τη πρόβλεψη επιβολής σωρευτικά ή διαζευτικά χρηματικής ποινής, η διακεκριμένη περίπτωση εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, όταν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη καθώς και την περίπτωση της σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, ενώ διατηρήθηκε η περίπτωση της διακεκριμένης μορφής τέλεσης, στη περίπτωση που η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση, με την ποινή α παραμένει ίδια με τη παλαιά, ήτοι ποινή κάθειρξης. Επιπλέον, προβλέφθηκε η διακεκριμένη μορφή της περίπτωσης που από τη πυρκαγιά στο δάσος επήλθε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, για την οποία μάλιστα το δικαστήριο  μπορεί να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης.

γ/ απαλείφθηκαν οι προβλέψεις σχετικά με την αναστολή της ποινής και το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, ως άνευ αντικειμένου, καθώς με το αρ. 82§10 ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση με το άρ. 33 Ν.3904/2010, όπου ορίζεται σε διατάξεις του ΠΚ ή άλλων ειδικών ποινικών νόμων, πλην των εγκλημάτων περί εμπορίας ναρκωτικών, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή της επιβληθείσας ποινής καταργούνται.

δ/στη παράγραφο 2  προβλέπεται διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος όταν τελείται από δράστη που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, με την απάλειψη της περίπτωσης της τέλεσης αυτού από κακοβουλία ή ιδιοτέλεια ή όταν η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Το πλαίσιο ποινής ορίστηκε σε ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

ε/καταργήθηκε η πρόβλεψη τιμώρησης των προπαρασκευαστικών πράξεων

στ/ η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος εντάχθηκε στη παράγραφο 3, καταργηθείσας της διάταξης του άρθρου 266 ΠΚ και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης (10 ημ – 5 έτη). Η εν λόγω διάταξη είναι σαφώς ευμενέστερη έναντι της προϊσχύουσας του άρθρου 266 περ. β ΠΚ με την οποία προβλεπόταν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από 2.900€ έως 29.000€.

Οι αλλαγές που επήλθαν με τη διάταξη του άρθρου 46 Ν. 4855/2021 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/καταργήθηκε η πλημμεληματική μορφή στη περίπτωση εκ δόλου τέλεσης του εγκλήματος. Πλέον η αντίστοιχη περίπτωση τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 8 έτη και χρηματική ποινή.

β/ η διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος ως σκοπού, εντάχθηκε στη περίπτωση «α» της παραγράφου 1, με το πλαίσιο ποινής να παραμένει ίδιο

γ/για την πρόκληση κινδύνου σε άνθρωπο, απαιτείται όχι απλά η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου αλλά πράγματι να προέκυψε αυτός, όπως και στη διάταξη του άρθρου 264 ΠΚ. Η ποινή παρέμεινε ίδια.

δ/στη περίπτωση «γ» της παραγράφου 1 που τιμωρείται με ποινή κάθειρξης, προστέθηκε η περίπτωση κατά την οποία η πυρκαγιά είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή.

ε/ αυξήθηκε η ποινή στη περίπτωση που από τη πυρκαγιά προκλήθηκε θάνατος άλλου σε ισόβια κάθειρξη και καταργήθηκε η περίπτωση της πολύνεκρης πυρκαγιάς

στ/ στην εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος, προβλέπεται αυστηρότερο πλαίσιο ποινής, ήτοι φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, εντί της ποινής φυλάκισης.

ΑΡΘΡΑ 266 -267 Καταργήθηκαν με το Νόμο 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 268 ΠΚ – ΠΛΗΜΜΥΡΑ

 

Γ. Με το άρθρο 47 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 268 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου,δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πλημμύρααπό την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.

Η διάταξη του άρθρου 268 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) αρχικά είχε ως εξής: «Όποιος με πρόθεση προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β)με κάθειρξη, αν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δύο ετών, αν στη περίπτωση β’ επήλθε θάνατος.» Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Όποιος προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο,γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου,δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πλημμύρα από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.».

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» του Παλαιού Ποινικού Κώδικα, απαιτούνταν η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, ενώ με το Ν. 4619/2019 απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγμα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Συνεπώς, πλέον δεν αρκεί η αφηρημένη επικινδυνότητα της συγκεκριμένης πράξης και η εντεύθεν δυνητική πρόκληση βλάβης των εννόμων αγαθών, αλλά απαιτείται η εμπειρική συγεκριμενοποίηση του κινδύνου σε συγκεκριμένες μονάδες εννόμων αγαθών, τα οποία προσβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο συνδέθηκε με τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευτεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης[10].

β/ για το πλημμέλημα της πλυμμήρας από την οποία προέκυψε κοινώς κίνδυνος σε ξένα πράγματα, απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, έναντι της ισχύουσας ταυτάριθμης με την οποία απειλούνταν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, και συνεπώς τυγχάνει ευμενέστερη. Ομοίως ευμενέστερη τυγχάνει και η περίπτωση της εκ προθέσεως πρόκλησης πλυμμήρας από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, αφού απειλείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

γ/ εισάγεται στο στοιχείο «γ» της διάταξης, διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, όταν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη καθώς και την περίπτωση της σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.

δ/η περίπτωση της θανατηφόρας πλημμύρας ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προηγούμενης, λόγω του απειλούμενου πλαισίου ποινής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει ισόβια κάθειρξη στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 στη περίπτωση της πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή συρροή ούτε των επιμέρους θανάτων που προκαλούνται από αμέλεια με τον θανατηφόρο εμπρησμό, ούτε πολύ περισσότερο για αληθινή συρροή μιας πολλαπλής εφαρμογής του ιδίου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος.

ε/ στην παράγραφο 2 υπάγεται πλημμύρα που καλύπτει από αμέλεια τόσο την ίδια όσο και την πρόκληση κινδύνου.

Περαιτέρω, με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021 επήλθαν οι εξής αλλαγές:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» της διάταξης, απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου σε άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωση αυτού. Συνεπώς, όπως και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, η απαξία της συμπεριφοράς εντοπίζεται στο «προστάδιο» βλάβης, μέσω της δημιουργίας των προϋποθέσεων κινδύνου, ο οποίος δύναται αντικειμενικά, κατά την εξέλιξή του να προκαλέσει βλάβη στα έννομα αγαθά. Επιπλέον, το νέο πλαίσιο ποινής για το πλημμέλημα της δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, τυγχάνει ευμενέστερο αφού απειλείται με ποινή φυλάκισης (10 ημ. – 5 έτη) έναντι της προηγούμενης ποινής που είχε σαν κατώτατο όριο τη ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η ποινή για τη περίπτωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, έμεινε ως είχε, με την διαφοροποίηση να εντοπίζεται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, όπως προαναφέρθηκε.

β/για την περίπτωση της εξ αμελείας πρόκλησης πλημμύρας, πλέον προβλέπεται μόνο στερητική της ελευθερίας ποινής και συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, καταργηθείσας της διαζευτικά προβλεπόμενης χρηματικής ποινής.

 

ΑΡΘΡΟ 269 ΠΚ Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 270 ΕΚΡΗΞΗ

 

Δ. Με το άρθρο 48 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 270 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος προξενεί έκρηξη με οποιοδήποτε τρόπο, και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Η διάταξη του άρθρου 270 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) αρχικά είχε ως εξής: « Όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών υλών τιμωρείται: α) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 290€, αν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β)με κάθειρξη τουλάχιστον  δέκα ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 290€, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος  σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, γ) με κάθειρξη ισόβια και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 590€, αν στη περίπτωση του στοιχ. β’ προκλήθηκε  σωματική βλάβη ή βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δ) με τη ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον 880€, αν στην περίπτωση του στοιχ. β’ επήλθε θάνατος.». Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Όποιος προξενεί έκρηξη με οποιοδήποτε τρόπο, και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε  κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την έκρηξη από την οποία μπορεί προέκυψε  κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.». όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου: Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αλλαγή που επέρχεται στο άρθρο 272 του ΠΚ (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτι- κές ύλες), το οποίο τυποποιώντας προπαρασκευαστικές πράξεις έκρηξης με εκρηκτικές ύλες ή βόμβες και πράξεις συμμετοχής σε αυτές δημιούργησε σωρεία προβλημάτων, ακόμη και μετά την τελευταία τροποποίηση της διάταξης το 2001 (βλ. ενδεικτικά τη βαρύτερη τιμώρηση των προπαρασκευαστικών πράξεων έκρηξης από την απόπειρα του αδικήματος και σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπά- ντι, ο.π., σ. 313 επ.). Συγκεκριμένα, το νέο αδίκημα της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών αφορά επίσης μόνο εκρηκτικές ύλες και εκρηκτικές βόμβες, ως τα πλέον επικίνδυνα μέσα με τα οποία μπορεί να προκληθεί έκρηξη. Περιορίζει ωστόσο το αξιόποινο μόνο σ’ αυτές τις εκρηκτικές ύλες ή βόμβες από τις οποίες μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, στοιχείο που πρέπει να προκύπτει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είτε από τα ίδια τα χαρακτηριστικά αυτών των αντικειμένων (π.χ. σύσταση, δυναμική κ.λπ.) είτε από τις συνθήκες κατασκευής ή κατοχής (π.χ. συνύπαρξη με άλλα υλικά που μπορούν να οδηγήσουν σε έκρηξη που θα θεμελιώνει κίνδυ- νο ανθρώπου). Εξάλλου, τιμωρούνται μόνο οι πράξεις της κατασκευής, προμήθειας ή κατοχής και δεν ανάγο- νται σε αυτοτελή εγκλήματα συμμετοχικές πράξεις σ’ αυτές. Η απαξία που συνδέεται με το αδίκημα του άρθρου 272 αφορά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα μπορούν να οδηγήσουν ορισμένες φορές ακόμη και αυτοδύναμα σε έκρηξη. Υποκειμενικά απαιτείται βέβαια δόλος τόσο για τις πράξεις της κατασκευής, προμήθειας ή κατοχής εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών, όσο και για την υπάρχουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατότητα των τελευταίων να προκαλέσουν κίνδυνο για άνθρωπο. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης η ειδική πρόβλεψη έμπρακτης μετάνοιας για το συγκεκριμένο αδίκημα που οδηγεί σε ατιμωρησία (παρ. 2), όταν ο δράστης παραδίδει τις εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες με τη θέλησή του στις αρχές ή καθιστά δυνατό γι’ αυτές να τις αποκτήσουν στην κατοχή τους ή αποτρέπει με άλλο τρόπο να γίνει χρήση τους. Η πρόβλεψη δικαιολογείται δικαιοπολιτικά, γιατί προσφέρει κίνητρο αποτροπής του κινδύνου που μπορούν να προκαλέσουν τέτοια υλικά ή αντικείμενα για τον άνθρωπο, και μάλιστα σ’ ένα έγκλημα με το οποίο το αξιόποινο θεμελιώνεται σε προω- θημένο στάδιο.

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» του Παλαιού Ποινικού Κώδικα, απαιτούνταν η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, ενώ με το Ν. 4619/2019 απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγμα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Συνεπώς, πλέον δεν αρκεί η αφηρημένη επικινδυνότητα της συγκεκριμένης πράξης και η εντεύθεν δυνητική πρόκληση βλάβης των εννόμων αγαθών, αλλά απαιτείται η εμπειρική συγεκριμενοποίηση του κινδύνου σε συγκεκριμένες μονάδες εννόμων αγαθών, τα οποία προσβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο συνδέθηκε με τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευτεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης[11].

β/ για το πλημμέλημα της έκρηξης από την οποία προέκυψε κοινώς κίνδυνος σε ξένα πράγματα, απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, έναντι της ισχύουσας ταυτάριθμης με την οποία απειλούνταν ποινή κάθειρξης και χρηματική ποινή τουλάχιστον 290€, και συνεπώς τυγχάνει ευμενέστερη. Ομοίως ευμενέστερη τυγχάνει και η περίπτωση της εκ προθέσεως πρόκλησης έκρηξης από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, αφού απειλείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

γ/ εισάγεται στο στοιχείο «γ» της διάταξης, διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, όταν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη καθώς και την περίπτωση της σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.

δ/η περίπτωση της θανατηφόρας έκρηξης ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προηγούμενης, λόγω του απειλούμενου πλαισίου ποινής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει ισόβια κάθειρξη στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 στη περίπτωση της πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή συρροή ούτε των επιμέρους θανάτων που προκαλούνται από αμέλεια με τον θανατηφόρο εμπρησμό, ούτε πολύ περισσότερο για αληθινή συρροή μιας πολλαπλής εφαρμογής του ιδίου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος.

ε/ στην παράγραφο 2 υπάγεται η έκρηξη που τελείται από αμέλεια.

Περαιτέρω, με το άρθρο 45 του Ν. 4855/2021 επήλθαν οι εξής αλλαγές:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» της διάταξης, απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου σε άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωση αυτού. Συνεπώς, όπως και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, η απαξία της συμπεριφοράς εντοπίζεται στο «προστάδιο» βλάβης, μέσω της δημιουργίας των προϋποθέσεων κινδύνου, ο οποίος δύναται αντικειμενικά, κατά την εξέλιξή του να προκαλέσει βλάβη στα έννομα αγαθά. Επιπλέον, το νέο πλαίσιο ποινής για το πλημμέλημα της δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα, τυγχάνει ευμενέστερο αφού απειλείται με ποινή φυλάκισης (10 ημ. – 5 έτη) έναντι της προηγούμενης ποινής που είχε σαν κατώτατο όριο τη ποινή φυλάκισης ενός έτους. Η ποινή για τη περίπτωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, έμεινε ως είχε, με την διαφοροποίηση να εντοπίζεται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, όπως προαναφέρθηκε.

β/για την περίπτωση της εξ αμελείας πρόκλησης πλημμύρας, πλέον προβλέπεται μόνο στερητική της ελευθερίας ποινής και συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, καταργηθείσας της διαζευτικά προβλεπόμενης χρηματικής ποινής.

 

ΑΡΘΡΟ 271 ΠΚ Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 272 ΠΚ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΗΣΤΙΚΩΝ ΥΛΩΝ

 

 

ΑΡΘΡΟ 273 ΠΚ – ΚΟΙΝΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΒΛΑΒΗ

Ε. Με το άρθρο 49 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 273 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος καταστρέφει ή προξενεί βλάβη σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο, όπως ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, οικοδομικά ή άλλα έργα για την προστασία από φυσικές και άλλες καταστροφές, τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, ή τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή ή τη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.».

Η διάταξη του άρθρου 273 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) αρχικά είχε ως εξής: «Όποιος εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 264, 268 και 270, προξενεί με πρόθεση βλάβη σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, β)με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη, αν στη περίπτωση β’ επήλθε θάνατος». Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Όποιος καταστρέφει ή προξενεί βλάβη σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο, όπως ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, οικοδομικά ή άλλα έργα για την προστασία από φυσικές και άλλες καταστροφές, τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, ή τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή ή τη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή».

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» του Παλαιού Ποινικού Κώδικα, απαιτούνταν η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου για άνθρωπο, ενώ με το Ν. 4619/2019 απαιτείται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγμα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Συνεπώς, πλέον δεν αρκεί η αφηρημένη επικινδυνότητα της συγκεκριμένης πράξης και η εντεύθεν δυνητική πρόκληση βλάβης των εννόμων αγαθών, αλλά απαιτείται η εμπειρική συγεκριμενοποίηση του κινδύνου σε συγκεκριμένες μονάδες εννόμων αγαθών, τα οποία προσβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο συνδέθηκε με τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευτεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης[12].

β/ για το πλημμέλημα της πρόκλησης κοινού κινδύνου από τον οποίο προέκυψε κοινώς κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο, απειλείται με ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή στη πρώτη περίπτωση και με ποινή τουλάχιστον ενός έτους στη δεύτερη. Συνεπώς τυγχάνει ευμενέστερη στη περίπτωση της πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα και δυσμενέστερη στη περίπτωση της πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπο.

γ/ εισάγεται στο στοιχείο «γ» της διάταξης, διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, εκ του αποτελέσματος διακρινόμενη, όταν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη άλλου. Διατηρήθηκε η περίπτωση της θανατηφόρας κοινώς επικίνδυνης βλάβης, η οποία ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προηγούμενης, λόγω του απειλούμενου πλαισίου ποινής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 στη περίπτωση της πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή συρροή ούτε των επιμέρους θανάτων που προκαλούνται από αμέλεια με τον θανατηφόρο εμπρησμό, ούτε πολύ περισσότερο για αληθινή συρροή μιας πολλαπλής εφαρμογής του ιδίου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος.

δ/ στην παράγραφο 2 υπάγεται η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος.

Περαιτέρω, με το άρθρο 49 του Ν. 4855/2021 επήλθαν οι εξής αλλαγές:

α/Στις περιπτώσεις «α» και «β» της διάταξης, απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κινδύνου σε άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωση αυτού. Συνεπώς, όπως και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, η απαξία της συμπεριφοράς εντοπίζεται στο «προστάδιο» βλάβης, μέσω της δημιουργίας των προϋποθέσεων κινδύνου, ο οποίος δύναται αντικειμενικά, κατά την εξέλιξή του να προκαλέσει βλάβη στα έννομα αγαθά. Επιπλέον, καταργήθηκε η διαζευτικά απειλούμενη χρηματική ποινή στη περίπτωση 273§1 περ. α ΠΚ. Η ποινή για τη περίπτωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, έμεινε ως είχε, με την διαφοροποίηση να εντοπίζεται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, όπως προαναφέρθηκε.

 

Αρθρο 274 ΠΚ  Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 275 ΠΚ – ΑΡΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΣΤ. Με το άρθρο 50 του Σχεδίου Νόμου 4855/2021 αναφέρεται η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 275 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργαζομένων, καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτόν τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή, την αχρήστευση ή τη διακοπή λειτουργίας ασφαλιστικής εγκατάστασης από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη

Η διάταξη του άρθρου 275 Π.Κ. (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) αρχικά είχε ως εξής: «Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργατών με πρόθεση καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτόν τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και β) με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος». Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «. Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργαζομένων, καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτόν τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή, την αχρήστευση ή τη διακοπή λειτουργίας ασφαλιστικής εγκατάστασης από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.» . Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου: Στο αδίκημα της άρσης ασφαλιστικών εγκαταστάσεων οι αλλαγές περιορίζονται σε στοιχεία που αφορούν τις γενικότερες επιλογές ως προς τη δομή των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων (: εκ του αποτελέσματος διακρι- νόμενα εγκλήματα και τιμώρηση σε περίπτωση διαφορετικής υποκειμενικής επικάλυψης της πράξης σε σχέση με τη δυνατότητα κινδύνου). Μόνο σε σχέση με τις ποινές αξίζει να αναφερθεί ως προς το έγκλημα αυτό ότι ενώ η βασική μορφή του θεωρήθηκε πως πρέπει να καταταγεί στην κλίμακα ποινών των εγκλημάτων ηπιότερης απαξίας, αφού η βλάβη της ασφαλιστικής εγκατάστασης δεν χρειάζεται να έχει οδηγήσει σε πραγμάτωση του συμβάντος που αποβλέπει να αποτρέψει (: π.χ. στην πε- ρίπτωση άρσης μιας εγκατάστασης πυρασφάλειας δεν απαιτείται το ξέσπασμα της φωτιάς), στην περίπτωση των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων οι ποινές ακολουθούν αυτές των αντίστοιχων βαρύτερων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, αφού στις συγκε- κριμένες περιπτώσεις είναι φανερό ότι η μη λειτουργία της ασφαλιστικής εγκατάστασης επιφέρει ένα παραπέρα αποτέλεσμα, που προσθέτει σε δυναμική και οδηγεί μέσα απ’ αυτό στα βλαπτικά αποτελέσματα.

Οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 εντοπίζονται στα εξής σημεία:

α/για την περίπτωση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπο μειώθηκε το πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως προς το κατώτατο όριο του, ήτοι ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους (αντί ποινής φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών) και προβλέφθηκε σωρευτικά η επιβολή χρηματική ποινής.

β/ στη περίπτωση «β» της διάταξης προβλέφθηκε η διακεκριμένη εκ του αποτελέσματος μορφή με τη πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης

γ/ διατηρήθηκε η περίπτωση της θανατηφόρας άρσης ασφαλιστικών εγκαταστάσεων, η οποία ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προηγούμενης, λόγω του απειλούμενου πλαισίου ποινής. Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει ισόβιας κάθειρξης στην περίπτωση πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 στη περίπτωση της πρόκλησης θανάτου σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή συρροή ούτε των επιμέρους θανάτων που προκαλούνται από αμέλεια με τον θανατηφόρο εμπρησμό, ούτε πολύ περισσότερο για αληθινή συρροή μιας πολλαπλής εφαρμογής του ιδίου εκ του αποτελέσματος εγκλήματος.

δ/ στην παράγραφο 2 υπάγεται η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος.

Περαιτέρω, με το άρθρο 50 του Ν. 4855/2021 επήλθαν οι εξής αλλαγές:

α/Στη παράγραφο 2, απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η πραγμάτωση αυτού. Συνεπώς, όπως και στον Παλαιό Ποινικό Κώδικα, η απαξία της συμπεριφοράς εντοπίζεται στο «προστάδιο» βλάβης, μέσω της δημιουργίας των προϋποθέσεων κινδύνου, ο οποίος δύναται αντικειμενικά, κατά την εξέλιξή του να προκαλέσει βλάβη στα έννομα αγαθά. Επιπλέον, καταργήθηκε η διαζευτικά απειλούμενη χρηματική ποινή στη περίπτωση.

 

Αρθρο 274 ΠΚ  Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 277 ΠΚ – ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΝΑΥΑΓΙΟΥ

Ζ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 277, όπως ίσχυε πριν τη κατάργηση του Ποινικού Κώδικα με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019: «Όποιος  με  πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με Φυλάκιση τουλάχιστον δύο  ετών,  αν  από  την  πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα β) με Κάθειρξη, αν από  την  πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο γ) με Κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη  τουλάχιστον  δέκα  ετών,  αν  στην  περίπτωση  του στοιχείου β` επήλθε θάνατος». Η εν λόγω διάταξη προστατεύει τη ζωή, σωματική ακεραιότητα και ιδιοκτησία εκείνων που επιβαίνουν στα πλοία[13]. Πρόκειται για έγκλημα κοινό, απλό, δυνητικής διακινδύνευσης  (στη βασική και στη σχετικά διακεκριμένη μορφή του και βλάβης στην απόλυτα διακεκριμένη μορφή του. Στη περίπτωση «α» περιγράφεται η βασική εγκληματική συμπεριφορά, όταν από την ενέργεια του αυτουργού μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, στη περίπτωση «β» περιγράφεται η σχετικά διακεκριμένη μορφή  όταν από τη πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, ενώ στη τελευταία υπό στοιχείο «γ» μορφή περιγράφεται η απόλυτα διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, ήτοι όταν από τη πράξη του αυτουργού επήλθε θάνατος. Ήδη με τη διάταξη του άρθρου 277 Π.Κ. (Ν .4619/2019) προβλέπεται ότι: «1. Όποιος προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.».

Επί των αλλαγών που επήλθαν αναφέρονται τα εξής:

α/ Η διάταξη του άρθρου 278 ΠΚ στην οποία τυποποιούνταν η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος της πρόκλησης ναυαγίου καταργήθηκε και πλέον η σχετική εγκληματική συμπεριφορά ενσωματώνεται στη παράγραφο 2 του άρθρου 277ΠΚ και το αξιόποινο περιστέλλεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο δράστης από αμέλεια προκαλεί τη βύθιση ή τη προσάραξη του σκάφους και από την ενέργειά του αυτή προκλήθηκε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή άνθρωπο. Συνεπώς πρόκειται για έγκλημα βλάβης εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο και απαιτείται η συμπεριφορά του αυτουργού να συνδέεται αιτιωδώς με τη πρόκληση συγκεκριμένου αποτελέσματος. Επιπλέον, μειώνεται το απειλούμενο πλαίσιο ποινής από την μέχρι πρότινος προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης (10 ημέρες έως 5 χρ.) σε ποινή φυλάκισης έως τρία έτη (10 ημέρες έως 3 έτη), η οποία απειλείται διαζευτικά με χρηματική ποινή.

β/Στη βασική μορφή της παραγράφου «1» προβλέπεται πλέον ότι στις περιπτώσεις που ο αυτουργός του αδικήματος προκάλεσε από πρόθεση το ναυάγιο ή τη προσάραξη πλοίου, από την οποία προέκυψε κίνδυνος ξένα πράγματα, τότε τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Συνεπώς και στη περίπτωση αυτή απαιτείται η πρόκληση συγκεκριμένου και όχι δυνητικά δυνάμενου να επέλθει κινδύνου και συνεπώς η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τυγχάνει ευμενέστερη και συνεπώς εφαρμοστέα για τις εκκρεμείς κατά την περίοδο ισχύος της  δικονομικά πράξεις, έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης διάταξης. Ομοίως δε ευμενέστερο τυγχάνει και το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής, αφού προβλέπεται μικρότερο κατώτατο όριο, ήτοι ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, έναντι του προϊσχύσαντος πλαισίου ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών.

γ/Στη περίπτωση «β» της παραγράφου «1» προβλέπεται πλέον ότι στις περιπτώσεις που ο αυτουργός του αδικήματος προκάλεσε από πρόθεση το ναυάγιο ή τη προσάραξη πλοίου, από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, τότε τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη. Συνεπώς και στη περίπτωση αυτή απαιτείται η πρόκληση συγκεκριμένου και όχι δυνητικά δυνάμενου να επέλθει κινδύνου και συνεπώς η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τυγχάνει ευμενέστερη και συνεπώς εφαρμοστέα για τις εκκρεμείς κατά την περίοδο ισχύος της δικονομικές πράξεις, έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης διάταξης. Ομοίως δε ευμενέστερο τυγχάνει και το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής σε  συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 2 του νέου ΠΚ, αφού προβλέπεται μικρότερο ανώτατο όριο, έναντι του προϊσχύσαντος πλαισίου ποινής κάθειρξης που σύμφωνα με το άρθρο` 52 παρ.3 του προϊσχύσαντος ΠΚ, οριζόταν μεγαλύτερο ανώτατο όριο πρόσκαιρης κάθειρξης και δη αυτό των 20 ετών[14].

δ/ Πλέον στη περίπτωση «γ» της διάταξης προβλέπεται μία νέα διακεκριμένη μορφή τέλεσης του εγκλήματος για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται ο δράστης προκάλεσε από πρόθεση το ναυάγιο ή τη προσάραξη πλοίου και από τη συμπεριφορά του αυτή να προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή να είχε ως αποτέλεσμα τη  βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου.

ε/Η απόλυτα διακεκριμένη μορφή της προϊσχύσασας διάταξης ομοίως τροποποιείται και ιδίως επιφυλάσσει τη «δυνατότητα» του δικαστηρίου να επιβάλει τη ποινή της ισοβίου καθείρξεως μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που από τη συμπεριφορά του δράστη προκλήθηκε θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, ενώ επιπλέον στις περιπτώσεις που από τη συμπεριφορά του δράστη προκλήθηκε κίνδυνος για άνθρωπο ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου, τότε η πράξη απειλείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Η διατηρούμενη κατά τα ανωτέρω διακεκριμένη μορφή (θάνατος άλλου προσώπου) ομοίως τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προϊσχύσασας διάταξης, καθώς αφενός δεν προβλέπεται διαζευτικά η ποινή της ισοβίου καθείρξεως, αφετέρου το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης ποινής σύμφωνα με τη διάταξη του 52§2 Π.Κ. (Ν.4619/2019) είναι τα δεκαπέντε έτη έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης διάταξης που προέβλεπε ποινή κάθειρξης με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη.

        Ακολούθως, δυνάμει του άρθρου 52 του Ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021, άρθρο 51 του Σχεδίου Νόμου) τροποποιήθηκε εκ νέου η διάταξη του άρθρου 277 Π.Κ. ως εξής: «1. Όποιος προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, αναφέρεται το εξής: «Σε κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα όπως είναι η πρόκληση ναυαγίου δεν είναι δικαιοπολιτικά σκόπιμο για την κατάφαση του αξιοποίνου να έχει όντως πραγματωθεί ο κίνδυνος, αφού τότε είναι συνήθως πολύ δύσκολο να αποφευχθεί η βλάβη. Ως εκ τούτου, με την προτεινόμενη ρύθμιση δεν απαιτείται πλέον να έχει προκύψει ο κίνδυνος, τόσο για άνθρωπο, όσο και για ξένα πράγματα, αλλά αρκεί η δυνατότητα να προκύψει. Τέλος, η ίδια πρόβλεψη γίνεται και για το αδίκημα της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 277 ΠΚ, ενώ τροποποιείται η ποινή αυτού, με αφαίρεση της διαζευκτικά απειλούμενης χρηματικής ποινής που δεν ανταποκρίνεται στην απαξία των συγκεκριμένων πράξεων λόγω της επικινδυνότητάς τους.». Ο νομοθέτης κρίνει ότι «μοντέλο» που ίσχυε πριν τη κύρωση του Ν.4619/2019 για τα εγκλήματα του  ΙΓ΄ κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ, ήταν το πλέον συμβατό με τη φύση των εν λόγω αδικημάτων, τα οποία είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμά τους την ιδιαίτερη επικινδυνότητα τόσο για την ιδιοκτησία όσο και για τη ζωή και υγεία των ανθρώπων, με αποτέλεσμα η αξίωση της επέλευσης βλάβης  για τη στοιχειοθέτηση του αξιοποίνου να καταστρατηγεί επί της ουσίας το προληπτικό χαρακτήρα της απειλούμενης γι’ αυτά ποινής, αφήνοντας εκτός νομοθετικής πρόβλεψης της συμπεριφορές εκείνες που ενέχουν το στοιχείο της επικινδυνότητας για τη πρόκληση αιτιωδώς συνδεόμενου με αυτές κινδύνου για ξένα πράγματα αλλά και για άνθρωπο. Η διάταξη στη νέα της μορφή παρουσιάζει τις εξής αλλαγές:

α/Διατηρείται η πρόβλεψη της παραγράφου 2 της διάταξης για την εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος, όπου πλέον για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, με το απειλούμενο πλαίσιο ποινής να προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 3 έτη. Η εν λόγω διάταξη τυγχάνει σαφώς δυσμενέστερη έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης, αφού διευρύνει το αξιόποινο και στις περιπτώσεις της δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου ή βλάβης για άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η υλοποίηση του σχετικού κινδύνου. Επιπλέον, καταργείται η δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής και πλέον προβλέπεται μόνη ποινή φυλάκισης έως τρία έτη (10 ημέρες με 3 έτη), με το ανώτατο όριο αυτής να παραμένει ίδιο.

β/ Στη βασική μορφή της παραγράφου «1» προβλέπεται πλέον ότι στις περιπτώσεις που ο αυτουργός του αδικήματος προκάλεσε από πρόθεση το ναυάγιο ή τη προσάραξη πλοίου, από το οποίο μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, τότε τιμωρείται με ποινή φυλάκισης. Συνεπώς και στη περίπτωση αυτή απαιτείται η ύπαρξη δυνητικά δυνάμενου να επέλθει κινδύνου και συνεπώς η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τυγχάνει δυσμενέστερη για τις εκκρεμείς κατά την περίοδο ισχύος της πράξεις, έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης διάταξης. Ωστόσο,  ευμενέστερο τυγχάνει το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής, αφού προβλέπεται μικρότερο κατώτατο όριο, ήτοι ποινή φυλάκισης δέκα ημερών μέχρι πέντε ετών, έναντι του προϊσχύσαντος πλαισίου ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους αλλά και του αρχικώς προβλεπόμενου πλαισίου ποινής, ήτοι ποινής φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών.

γ/στη βασική διακεκριμένη μορφή προβλέπεται ότι εάν από τη συμπεριφορά του δράστη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τότε αυτός τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη. Και σε αυτή τη περίπτωση δεν απαιτείται να προέκυψε συγκεκριμένη βλάβη αλλά απαιτείται η συμπεριφορά του δράστη να θεμελιώνει τις προϋποθέσεις για τη δυνητική επέλευση του κινδύνου, με αποτέλεσμα να τυγχάνει δυσμενέστερη έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης. Ωστόσο, παρότι ο νομοθέτης «διευρύνει» το κύκλο του αξιοποίνου, εντούτοις δεν τροποποίησε το απειλούμενο πλαίσιο ποινής, το οποίο παρέμεινε ως είχε, ήτοι ποινή κάθειρξης έως 10 έτη.

δ/ Διατηρείται η πρόβλεψη της διακεκριμένης μορφής τέλεσης του εγκλήματος της περίπτωσης «γ», για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται ο δράστης προκάλεσε από πρόθεση το ναυάγιο ή τη προσάραξη πλοίου και από τη συμπεριφορά του αυτή να προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή να είχε ως αποτέλεσμα τη  βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, για την οποία απειλείται ποινή κάθειρξης.

ε/ Η απόλυτα διακεκριμένη μορφή της προϊσχύσασας διάταξης δεν τροποποιείται  και διατηρείται η δυνατότητα του δικαστηρίου να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης στις περιπτώσεις εκείνες που από τη συμπεριφορά του δράστη προκλήθηκε θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, ενώ επιπλέον στις περιπτώσεις που από τη συμπεριφορά του δράστη προκλήθηκε κίνδυνος για άνθρωπο ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου, τότε η πράξη απειλείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, ως και προηγουμένως.

ΑΡΘΡΟ 271 ΠΚ Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 

ΑΡΘΡΟ 279 ΠΚ – ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ.

 

Στη διάταξη του άρθρου 279 ΠΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν τη κύρωση του Ν. 4619/2019 προβλεπόταν ότι : «Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, τρόφιμα ή άλλα τέτοια πράγματα  που  η χρήση  τους  μπορεί  να  προκαλέσει βλάβη σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή βάζει μέσα σε κάποιο από αυτά τα αντικείμενα άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, τιμωρείται με  Κάθειρξη.  Αν  από  την πράξη επήλθε θάνατος, μπορεί να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη.», ενώ στη διάταξη του άρθρου 280 προβλεπόταν ότι: «Οποιος  από  αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 279 τιμωρείται με φυλάκιση.» Η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτεί: α)  πράξη δηλητηριάσεως ή την ισοδύναμη με αυτήν εισαγωγή άλλων υλών που μπορούν να  προκαλέσουν  το  ίδιο αποτέλεσμα, β) σε αντικείμενα που πέρα από τις παροχές  νερού καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα  των  καταναλωτικών  αγαθών  και  τέλος  γ)  δυνατότητα   προκλήσεως βλάβης σε αόριστο αριθμό ανθρώπων από τη χρήση τους. Στην εκ  του αποτελέσματος διακρινόμενη μορφή του εγκλήματος που τελείται με πρόθεση  (άρθρ.  279 εδ.  τελ.  Π.Κ.), προστίθεται στα παραπάνω στοιχεία και η  επέλευση  θανάτου. Κατά την ερμηνευτική προσέγγιση των επιμέρους συστατικών της αντικειμενικής πλευράς του άρθρ.  279 Π.Κ διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες δυσχέρειες  εντοπίζονται στον εννοιολογικό προσδιορισμό της δηλητηριάσεως.  Το γεγονός αυτό συνδέεται κυρίως με την έντονη σχετικότητα που διακρίνει ακόμη και  στους χώρους  ειδικών επιστημών, την οριοθέτηση της έννοιας αυτής, που ανάγεται τελικά στο τι  αποτελεί  δηλητήριο.   Κατά  τις σύγχρονες αντιλήψεις ως δηλητήριο νοείται κάθε  οργανική ουσία, η οποία κάτω από  ορισμένες προϋποθέσεις και κυρίως μέσω χημικής  ή χημικοφυσικής δράσεως μπορεί να προκαλέσει καταστροφή της υγείας ή της  ζωής.  Τέτοιες ουσίες είναι π.χ.  το αρσένιο, η στρυχνίνη κ.ά., οι οποίες παρουσιάζουν συνήθως οξεία τοξική δράση. Ισοδύναμες με αυτές ως άλλες ουσίες που  οδηγούν στα  ίδια  αποτελέσματα,  είναι  όλες  οι  ουσίες, οι οποίες δεν αναπτύσσουν χημική ή  χημικοφυσική δράση, αλλά μηχανική ή θερμική, όπως  π.χ.   θρυμματισμένο  γυαλί,  μέταλλο  κτλ.   Εδώ ανήκουν επίσης όταν δεν αναπτύσσουν χημική δράση και κάποια  βακτηρίδια ή άλλα στοιχεία που προκαλούν ασθένειες, γιατί  αλλιώς  εντάσσονται  στην πρώτη  υποκατηγορία.   Για  την πραγμάτωση   της  αντικειμενικής  υποστάσεως  του  άρθρ.   279  Π.Κ.   θα πρέπει η δηλητηρίαση ή η  εισαγωγή άλλων βλαπτικών για τον άνθρωπο ουσιών να αφορά είτε  πηγές,  πηγάδια,  βρύσες,  διοχετεύσεις  ή δεξαμενές νερού, είτε τρόφιμα, είτε τέλος άλλα τέτοια  πράγματα, των  οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον άνθρωπο. Αναφορικά  με  τις επιμέρους κατηγορίες αντικειμένων που αποτελούν μέσα  τελέσεως της δηλητηριάσεως, θα πρέπει να σημειωθούν τα  ακόλουθα: καταρχήν  οι  διάφορες παροχές νερού που απαριθμούνται στο νόμο, αφορούν νερά τα οποία πρέπει  να  χρησιμοποιούνται  κατά  προορισμό από  τον  άνθρωπο και να μη προορίζονται  αποκλειστικά για άλλου είδους χρήσεις, όπως πότισμα ζώων κ.λ.π. Βέβαια δεν είναι απαραίτητο να γίνεται η δηλητηρίαση απευθείας σε πόσιμο  νερό, αλλά  θα  μπορούσε  να αφορά παροχές νερού που εξυπηρετούν την παρασκευή  φαγητού ή το πλύσιμο. Σημαντικό παραμένει να γίνεται η  χρήση  του νερού για τις ανάγκες του  ανθρώπου και να είναι τέτοια που να μπορεί  να επιδράσει τελικά βλαπτικά στον οργανισμό του. Για να εξασφαλίσει ο νομοθέτης  μάλιστα τη συνδρομή αυτών των στοιχείων είναι χαρακτηριστικό, ότι απαριθμεί  ως αντικείμενο  της  δηλητηριάσεως  κυρίως  παροχές  νερού,  δηλ. κατασκευές που  περιέχουν ελεγχόμενο νερό,  οι  οποίοι  σημειώνουν μάλιστα, ότι  αποκλείονται από τη διάταξη οι επεμβάσεις  σε  ύδατα  που  ρέουν  ελεύθερα  στη  φύση.  Για τη δεύτερη κατηγορία αντικειμένων  δηλητηριάσεως  που παραθέτει  ο  νόμος,  δηλ.  για  τα  τρόφιμα  δε  χρειάζεται  ειδικότερη  οριοθέτηση,  εφόσον  πρόκειται για έννοια κοινώς γνωστή. Αντίθετα ανάγκη  περιγραφής  παρουσιάζεται  για  την  τρίτη  κατηγορία  που αναφέρεται παραβάλλοντάς τα προς τα τρόφιμα σε  άλλα τέτοια πράγματα των οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει βλάβη  σε  αόριστο αριθμό  ανθρώπων. Εδώ κατατάσσονται από τη θεωρία είδη πρώτης ανάγκης δηλ. όλα  σχεδόν τα καταναλωτικά προϊόντα αναλώσιμα και μη, αφού γίνεται λόγος για  ποτά,  σαπούνι,  καλλυντικά, απορρυπαντικά, αλλά ακόμη και  ενδύματα.  Το τελευταίο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως στη  δηλητηρίαση  αποτελεί η δυνατότητα προκλήσεως βλάβης σε αόριστο αριθμό ανθρώπων από τη χρήση  των παραπάνω  δηλητηριασμένων  παροχών νερού ή άλλων καταναλωτικών αγαθών. Σε  περίπτωση επελεύσεως θανάτου, ο θάνατος θα πρέπει να  συνδέεται αιτιατά  με την  πράξη  βασικού  εγκλήματος,  δηλ. να είναι το φυσικό  αποτέλεσμα της επενέργειας  του δηλητηριασθέντος αντικειμένου ή νερού  στον ανθρώπινο οργανισμό. `Οσον αφορά  την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος  του  άρθρου  279  Π.Κ.,  πρέπει  στο  υποκείμενο  να υπάρχει  δόλος  σύμφωνα  με τους όρους και τις προϋποθέσεις του  άρθρου 27 Π.Κ., αρκεί όμως για τη  θεμελίωση  του  και  ενδεχόμενος  δόλος του  υπαιτίου[15]. Πρόκειται λοιπόν περί εγκλήματος δυνητικής διακινδύνευσης στη βασική του μορφή και βλάβης στη διακεκριμένη[16] .

        Ήδη με τη κύρωση του Ν. 4619/2019 η εν λόγω διάταξη διαμορφώθηκε ως εξής: «1. Όποιος δηλητηριάζει: α) πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, β) τρόφιμα, ποτά ή άλλα πράγματα που είναι προορισμένα για πώληση ή για χρήση από το κοινό των οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εισάγει σε κάποιο από αυτά άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται επίσης όποιος κατέχει προς πώληση, πωλεί ή θέτει με οποιοδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία τα υπό στοιχείο β` πράγματα. 2. Οι πράξεις της παραγράφου 1 τιμωρούνται α) με κάθειρξη αν είχαν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 3. Όποιος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 πράττει από αμέλεια και προκαλεί τον κίνδυνο ή προκαλεί από αμέλεια τη δυνατότητα κινδύνου, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019: το έγκλημα της δηλητηρίασης πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό περιέχει δύο σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την αξιόποινη πράξη του άρθρου 279 ΠΚ. Πρώτα απ’ όλα πέρα από τη δηλητηρίαση τροφίμων ποτών κ.λ.π. εισάγει αξιόποινο και για τη κατοχή προς πώληση, πώληση ή θέση σε κυκλοφορία των παραπάνω αγαθών. Από την άλλη πλευρά, η ρύθμιση καθιστά σαφές ότι τα δηλητηριασμένα άλλα πράγματα  (πέρα από τα τρόφιμα και ποτά) πρέπει να είναι πράγματα προορισμένα για πώληση ή χρήση από το κοινό και όχι οποιαδήποτε πράγματα, η χρήση των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή της υγείας ή της ζωής. Έτσι οριοθετεί το αξιόποινο πιο αποτελεσματικά και το περιορίζει ορθά στη δηλητηρίαση των κατά προορισμό καταναλωτικών προϊόντων, εφόσον φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί από τη χρήση τους να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Τέλος, με την αφαίρεση του εγκλήματος της νοθείας από το Σχέδιο καθίσταται ακόμα ακόμα σαφέστερο ότι ως κοινώς επικίνδυνο έγκλημα τιμωρούνται οι δηλητηριάσεις των πιο πάνω αντικειμένων και όχι οποιαδήποτε αλλαγή προς το χειρότερο της σύστασής τους, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον αγορανομικό κώδικα. Με αυτή τη μορφή αυτονόητο είναι ότι το έγκλημα (στις βασικές και διακεκριμένες μορφές του)απειλείται με τη κλίμακα ποινών που επελέγη για τα βαρύτερα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Προβλέπεται η από αμέλεια τέλεση της πράξης (παρ. 3) και γι’ αυτό καταργείται η όμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 280.

Επί των ανωτέρω παρατηρούνται τα εξής:

α/ καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 280 ΠΚ και πλέον η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος προβλέπεται στη παράγραφο 3 του άρθρου 279ΠΚ και απαιτείται η συμπεριφορά του δράστη να έχει ως αποτέλεσμα τη πρόκληση κινδύνου ή δυνατότητας κινδύνου, με αποτέλεσμα να καθιερώνει έγκλημα συγκεκριμένης και αφηρημένης διακινδύνευσης. Το απειλούμενο πλαίσιο ποινής είναι ευμενέστερο έναντι της προϊσχύσασας ρύθμισης που προέβλεπε ποινή φυλάκισης 10 ημερών μέχρι 5 ετών, αφού πλέον απειλείται ποινή φυλάκισης 10 ημερών μέχρι 3 ετών διαζευτικά με χρηματική ποινή.

β/στο εδάφιο «α» της διάταξης διευκρινίζεται ότι η χρήση και κατανάλωση των αναφερόμενων αγαθών προορίζεται στο ευρύ κοινό και ότι απαιτείται από τη συμπεριφορά του αυτουργού η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπο, με απειλούμενο πλαίσιο ποινής να είναι κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Συνεπώς, το προβλεπόμενο έγκλημα παραμένει δυνητικής διακινδύνευσης. Η απάλειψη της πρόβλεψης δυνατότητας επέλευσης κινδύνου σε αόριστο αριθμό ανθρώπων και της εντεύθεν αντικατάστασης αυτής με τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιστέλλει το αξιόποινο, αφού με τη κατά προορισμό χρήση ή κατανάλωση των δηλητηριασμένων αγαθών από το κοινό, καθίσταται προφανές ότι ο παθών σε βάρος του οποίου δύναται να επέλθει ο κίνδυνος, αποτελεί μέλος μίας ευρύτερης ομάδας καταναλωτών στο πρόσωπο των οποίων ομοίως συντρέχει η συγκεκριμένη επικινδυνότητα, λόγω της μετάθεσης των αντικειμένων αυτών στους καταναλωτές. Το πλαίσιο ποινής τυγχάνει ευμενέστερο καθώς προβλέπεται ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη και χρηματική ποινή, ενώ το προηγούμενο πλαίσιο προέβλεπε ποινή κάθειρξης, το ανώτατο όριο της οποίας ξεπερνούσε τα δέκα έτη.

γ/θεμελιώνεται ποινική ευθύνη του προσώπου που εισάγει σε α)πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, β) τρόφιμα, ποτά ή άλλα πράγματα που είναι προορισμένα για πώληση ή για χρήση από το κοινό άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ εισάγεται αυτοτελής ποινική ευθύνη του προσώπου που κατέχει προς πώληση, πωλεί ή θέτει με οποιοδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία τα υπό στοιχείο β` πράγματα, προφανώς εν γνώσει του ότι αυτά έχουν μεταβληθεί προς το χειρότερο μέσω της αλλοίωσής τους με την εισαγωγή ξένων συστατικών.

δ/ εάν από τις πράξεις της παραγράφου 1 επήλθε βαριά σωματική βλάβη τότε ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη. Η σχετική πρόβλεψη αποτελεί νεοπαγή μορφή τέλεσης του αδικήματος, αφού δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη στην προηγούμενη διάταξη.

ε/ εάν από τις πράξεις της παραγράφου 1 προκλήθηκε ο θάνατος άλλου τότε ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, ενώ εάν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. Η εν λόγω μορφή της διάταξης, τυγχάνει ευμενέστερη έναντι της προϊσχύσασας ταυτάριθμης, αφού σε περίπτωση πρόκλησης θανάτου άλλου προβλέπεται ποινή κάθειρξης 10-15 ετών έναντι της ισόβιας κάθειρξης.

Στη συνέχεια, η διάταξη του άρθρου 279 ΠΚ τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 Ν.4855/2021, ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021. και προβλέπεται το εξής: «1. Όποιος δηλητηριάζει: α) πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, β) τρόφιμα, ποτά ή άλλα πράγματα που είναι προορισμένα για πώληση ή για χρήση από το κοινό των οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εισάγει σε κάποιο από αυτά άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται επίσης όποιος κατέχει προς πώληση, πωλεί ή θέτει με οποιοδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία τα υπό στοιχείο β΄ πράγματα.2. Οι πράξεις της παρ. 1 τιμωρούνται: α) με κάθειρξη αν είχαν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.3. Αν στις περιπτώσεις της παρ. 1 η πράξη τελείται από αμέλεια και από αυτήν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη.». Επί των ανωτέρω αναφέρονται τα εξής:

α/ για τη στοιχειοθέτηση της εξ αμελείας τέλεσης του αδικήματος αρκεί η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, χωρίς να απαιτείται η υλοποίηση αυτής. Προφανώς η υλοποίηση του κινδύνου, αξιολογείται κατά την επιμέτρηση της ποινής, η οποία πλέον προβλέπει μόνο ποινή φυλάκισης μέχρι τρία έτη, χωρίς τη διαζευκτική πρόβλεψη χρηματικής ποινής.

ΑΡΘΡΑ 280, 282, 284 ΠΚ Καταργήθηκαν με το Ν. 4619/2019

Αρθρο 281 ΠΚ ΕΠΙΒΛΑΒΗ ΦΑΡΜΑΚΑ

 

ΑΡΘΡΟ 285 ΠΚ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ

Θ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 285 ΠΚ (Ν. 4619/2019): «1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων. 2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. 3. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος, μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ισόβια κάθειρξη. 4. Όποιος στις περιπτώσεις της παρ. 1 παραβιάζει τα μέτρα από αμέλεια, τιμωρείται: α) στην περίπτωση του στοιχείου α’ με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και  β) στην περίπτωση του στοιχείου β’ με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.» Ακολούθως με το άρθρο 53 Ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε η παράγραφος 4 της ως άνω διάταξης, ως εξής: «4. Όποιος στις περιπτώσεις της παρ. 1 από αμέλεια παραβιάζει τα μέτρα και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει: α) κοινός κίνδυνος για ζώα, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, και β) κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.», ενώ οι κυρώσεις παρέμειναν ίδιες. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019, στην ανωτέρω διάταξη έχουν ενοποιηθεί τα εγκλήματα των άρθρων 283 και 284 ΠΚ (Παλαιός Ποινικός Κώδικας) και έτσι η παραβίαση μέτρων για την αποτροπή εισβολής ή της διάδοσης μιας μεταδοτικής ασθένειας, είτε από αυτήν μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα άλλου, είτε κίνδυνος για μετάδοση της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, αντιμετωπίζεται από την ίδια διάταξη με διαφορετικές ποινές. Στη παρ. 2 της διάταξης η πράξη αντιμετωπίζεται με βαρύτερη ποινή, όταν έχει ως αποτέλεσμα τη μετάδοση της ασθένειας , με διακριτές ποινές ανάλογα με το εάν πρόκειται για μετάδοση αυτής σε ανθρώπους ή σε ζώα.

 

ΑΡΘΡΟ 286 ΠΚ  – ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ

 

Ι. Με το άρθρο 54 του Σχεδίου Νόμου Ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 286, κατά τη δεύτερη παράγραφο και διαμορφώθηκε ως εξής: «1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου παραβιάζει από αμέλεια τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 3. Η παραγραφή των εγκλημάτων της παραγράφου 1 στοιχεία β ́ και γ ́ αρχίζει από την επέλευση του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης και πάντως δεν μπορεί να υπερβεί τα τριάντα έτη από την παραβίαση των κανόνων.».

          Σύμφωνα με την αρχική μορφή της διάταξης του άρθρου 286 ΠΚ «1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης  ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας καταδέφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών. 2. Η παραγραφή της άνω πράξεως αρχίζει από την ημέρα επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης». Ακολούθως, με τη κύρωση του Νέου Ποινικού Κώδικα και την κατάργηση του παλαιού, δυνάμει του άρθρου πρώτου και του άρθρου 461 του Ν. 4619/2019, η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α ́ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου παραβιάζει από αμέλεια τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 3. Η παραγραφή των εγκλημάτων της παραγράφου 1 στοιχεία β ́ και γ ́ αρχίζει από την επέλευση του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης και πάντως δεν μπορεί να υπερβεί τα τριάντα έτη από την παραβίαση των κανόνων».

 

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4619/2019, στο έγκλημα της παραβίασης κανόνων οικοδομικής διατηρούνται οι τροποποιήσεις που επέφερε στην αρχική διάταξη ο Ν. 4315/2014, βάσει των οποίων: α/για τη θεμελίωση του αξιοποίνου αρκεί πλέον η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για τον άνθρωπο, όπως έχει αποδείξει επανειλημμένα η υψηλή επικινδυνότητα εξαιτίας και του σεισμογενούς χαρακτήρα της χώρας, β/ το έγκλημα αποκτά εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές για τις περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης και θανάτου, σύμφωνα με τα γενικά χαρακτηριστικά του κεφαλαίου των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, γ/ γίνεται και στην περίπτωση αυτή η ρητή αντιμετώπισή της με την ποινή της αμέλειας, δ/ από άποψη ποινών το έγκλημα ως προς τη βασική του μορφή κατατάχθηκε στις κοινώς επικίνδυνες πράξεις ηπιότερης απαξίας, αφού πλέον τιμωρείται και χωρίς την επέλευση κινδύνου, ωστόσο στις εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές οι απειλούμενες ποινές είναι ταυτόσημες με αυτές των βαρύτερων κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, αφού η αιτιακή επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος της βαριάς σωματικής βλάβης ή του θανάτου από την παραβίαση των κοινώς αναγνωρισμένων τεχνικών κανόνων σημαίνει ότι αυτή, είτε ενόψει της χειροτέρευσης των χαρακτηριστικών του οικοδομικού έργου είτε ενόψει  εξωγενών παραγόντων που το επηρεάζουν, έχει αποκτήσει πλέον μία ιδιαίτερη δυναμική πρόκλησης των βλαπτικών αποτελεσμάτων. Το θέμα της παραγραφής, το οποίο επί μακρά σειρά ετών απασχολούσε θεωρία και νομολογία, αντιμετωπίζεται με τον τρόπο που ρυθμίστηκε με το νόμο 4315/2014, προβλέπεται δηλαδή ότι η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή επέλευσης του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης. Αυξάνεται το απώτατο χρονικό όριο παραγραφής του αδικήματος από τα 25 στα 30 έτη, πέραν του οποίου δεν μπορεί να επεκταθεί ο χρόνος της παραγραφής, αφού διαφορετικά το έγκλημα θα ήταν ουσιαστικά απαράγραπτο και ιδίως η δικαστική κρίση θα ήταν ιδιαίτερα ανασφαλής.

        Επί των ανωτέρω, οι αλλαγές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019 είναι οι εξής:

α/ το έγκλημα αποκτά εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές για τις περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης και θανάτου, σύμφωνα με τα γενικά χαρακτηριστικά του κεφαλαίου των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων και προβλέπεται ότι σε περίπτωση που από την πράξη προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου τιμωρείται με κάθειρξη. Προβλέπεται η θανατηφόρα μορφή του αδικήματος τιμωρούμενη με τη ποινή της κάθειρξης, ενώ σε περίπτωση πολύνεκρης μορφής, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης.

β/ η εξ αμελείας τέλεση του αδικήματος τυποποιείται αυτοτελώς στη παράγραφο 2 με πλαίσιο ποινής φυλάκιση έως 2 έτη ή χρηματική ποινή.

γ/ τροποποιείται ο χρόνος έναρξης της παραγραφής.

Με το άρθρο 54 Ν.4855/2021 τροποποιήθηκε η παράγραφος 2 της ανωτέρω διάταξης και προστέθηκε η φράση ««και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο».

 

 – Αρθρο 287 Καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019

 – ΑΡΘΡΟ 288 ΠΚ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

 

Αρθρο 289 ΠΚ  ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ.

ΙΑ. Με το άρθρο 55 του Σχεδίου Νόμου Ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 289, ως εξής: «1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 265, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του. 2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων του παρόντος κεφαλαίου το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της.».

        Με τη κύρωση του ν. 4619/2019 συγκεντρώθηκαν οι λόγοι απαλλαγής από τη ποινή σε μία διάταξη. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Εκθεση του Νόμου, για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα προβλέπεται έμπρακτη μετάνοια με απευθείας παραπομπή στην αντίστοιχη διάταξη των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, αφού και εδώ το ενδιαφέρον του νομοθέτη εστιάζεται στην αποτροπή του κινδύνου για τη διάσωση των εννόμων αγαθών. Στο μέτρο που αυτή γίνεται με την ελεύθερη θέληση του δράστη και εφόσον πρόκειται για έγκλημα αμέλειας, δικαιολογείται διακαιοπολιτικά η υποχρεωτική ατιμωρησία στην οποία οδηγεί η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου. Αναφέρεται δε, ότι με την ανωτέρω διάταξη παρέχεται ένα ισχυρό κίνητρο στο δράστη για την αποτροπή της εξέλιξης του κινδύνου με την πρόβλεψη της δικαστικής άφεσης της ποινής, δηλ. δυνατότητας μη επιβολής ποινής ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, και εφόσον αυτά εμπίπτουν στα γενικότερα στοιχεία που δικαιολογούν τη δικαστική άφεση της ποινής κατά το άρθρο 104Β του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Με το άρθρο 55 Ν. 4855/2021 η αναφορά στην παρ. 3 του άρθρου 265 αντικαθίσταται από την αναφορά στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, λόγω της τροποποίησης της διάταξης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα.

 

Επίσης,  θα ήθελα να επισημάνω πως για την ερμηνεία άρθρων του Ποινικού Κώδικα ανατρέχουμε σε ειδικούς ποινικούς νόμους (πχ. Για τις έννοιες της ρύπανσης και της υποβάθμισης περιβάλλοντος που αναφέρονται στο άρθρο 265 του ΠΚ ο Ποινικός Κώδικας δεν ορίζει και δεν εξιδικεύει τις έννοιες αυτές). Τέλος, κατά τη δική μου άποψη θα πρέπει η περιβαλλοντική νομοθεσία να γίνει πιο αυστηρή.

[1] Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα, Σάκκουλας, γ’ έκδοση, σελ. 19

[2] Ι. Μοροζίνης, Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ΠοινΧρ 2015, 486

[3] Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, ό.α.π. σελ 11

[4] Ν. Ανδρουλάκης, Θεωρία για το έγκλημα, σελ, 178

[5] Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, ό.α.π. σελ 13-15

[6] Χ. Σεβαστίδης, Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, α’ εκδοση, σελ.287 επ.

 

7  Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, ό.α.π. σελ 87 επ. και 99επ.

 

[8] Η εν λόγω αναφορά προέρχεται από την ΟλΑΠ 4/2010

[9] ΓνωμΕισΑπ 16/2021 (Δ.Παπαγεωργίου), ΠοινΔικ 2021, 921

[10] ΓνωμΕισΑπ 16/2021 (Δ.Παπαγεωργίου), ΠοινΔικ 2021, 921

[11] ΓνωμΕισΑπ 16/2021 (Δ.Παπαγεωργίου), ΠοινΔικ 2021, 921

[12] ΓνωμΕισΑπ 16/2021 (Δ.Παπαγεωργίου), ΠοινΔικ 2021, 921

[13] Μ. Καϊάφα Γκμπάντι, Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα 2005, σελ 367

[14] ΑΠ 1114/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[15] ΣυμβΠλημΓρεβενών Υπερ, 1992,901

[16] Γ. Μπούρμας σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο, τομ 2, 2η έκδ, σελ 2068 στ. 2

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΛΑΜΙΑΣ Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής (289 ΠΚ) σε σχέση με τον εμπρησμό: νομική φύση, ειδοποιός διαφορά και έννομες συνέπειες.

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

ΧΑΛΚΙΔΑ ΣΑΒΒΑΤΟ 19 & ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΜΑΡΤΙΟΥ 2022 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΑΣ Γ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Δικηγόρου Λαμίας

Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής (289 ΠΚ) σε σχέση με τον εμπρησμό: νομική φύση, ειδοποιός διαφορά και έννομες συνέπειες. 

 

Ι. Η γενική ρύθμιση του Α289 ΠΚ στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, όπως ο εμπρησμός 

Η ακροτελεύτια διάταξη του κεφαλαίου για τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 289 ΠΚ περιλαμβάνει τη γενική ρύθμιση[1]  για την έμπρακτη μετάνοια και τη δικαστική άφεση της ποινής. Όπως ισχύει με την τροποποίηση του ν. 4855/2021, το άρθρο 289 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ορίζει ότι η έμπρακτη μετάνοια εφαρμόζεται στο έγκλημα του (κοινού) εμπρησμού από αμέλεια, όπως πλέον τυποποιείται στο άρθρο 264 παρ. 2 και του  εμπρησμού από αμέλεια στα δάση κατά την παρ. 2 του άρθρου 265.   Ως ίσχυε δε[2], με τον προισχύσαντα ΠΚ του ΠΔ 283/1985 στο άρθρο 267 ΠΚ, ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 266, ήτοι του εμπρησμού από αμέλεια, απαλλασσόταν από κάθε ποινή αν με την ελεύθερη θέλησή του κατέστειλε ο ίδιος την πυρκαγιά ή με την γρήγορη αναγγελία του προς την αρχή έδινε αφορμή για την καταστολή της. Για την εφαρμογή εκείνης της διάταξης, η οποία καθιέρωνε προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή του υπαιτίου εμπρησμού από αμέλεια, απαιτούνταν, η συνδρομή διαζευκτικώς δύο προϋποθέσεων, ήτοι η καταστολή της πυρκαγιάς με τη θέληση του δράστη (δεν αρκεί η θέληση απλώς να την καταστείλει) ή η γρήγορη περί αυτής αναγγελία προς την αρχή, ώστε να δοθεί αφορμή για την καταστολή της, χωρίς να αρκεί στη δεύτερη περίπτωση μόνο η αναγγελία προς την αρχή, αλλ’ απαραίτητο ήταν αυτή να γίνεται μέσα σε χρόνο ικανό, ώστε να καθίσταται δυνατή η  καταστολή της[3] και μάλιστα, πριν η πυρά κατακαύσει μεγάλη έκταση[4].   Ήδη σήμερα, από τη διάταξη του άρθρου 264 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι όποιος προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά, από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του εμπρησμού από αμέλεια απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά, οπωσδήποτε σημαντικής και ασυνήθους έκτασης, που έχει τάση εξάπλωσης και δεν μπορεί να κατασβεσθεί εύκολα β) ο δράστης να μην κατέβαλε κατ` αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και της λογικής γ) να είχε αυτός τη δυνατότητα ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεων λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα δ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και ε) να προκλήθηκε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο. Κίνδυνος ανθρώπου υπάρχει όταν δημιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, έστω και ενός μη κατά πρόσωπο προσδιορισμένου ανθρώπου[5]. Έχει γίνει δεκτό ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εξ αμελείας εμπρησμού πρέπει και από την προξενηθείσα πυρκαγιά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος διακινδύνευσης, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του οποίου απαιτείται ο κίνδυνος που προκύπτει από την πυρκαγιά να είναι κοινός, υπό την έννοια της απειλής και διακινδύνευσης όχι μόνο ενός συγκεκριμένου πράγματος, αλλά ευρύτερου κύκλου ξένων πραγμάτων σε έκταση ανεπίδεκτη προσδιορισμού[6].

Ειδικότερα, με βάση το άρθρο 289 παρ. 1 του νέου ΠΚ ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές, δώσει αφορμή για την αποτροπή του. Απαλλάσσεται δηλαδή, από κάθε ποινή αν με την ελεύθερη θέλησή του, καταστείλει ο ίδιος με προσωπικές ενέργειες την πυρκαγιά (πλήρης κατάσβεση λαμβανομένων υπ’ όψιν και των συγκεκριμένων συνθηκών εντάσεώς της[7]) ή με τη γρήγορη τηλεφωνική αναγγελία του προς την αρχή δώσει αφορμή για την καταστολή της.

 Η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, αφορά σε όλα τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα που τελούνται από αμέλεια, μεταξύ των οποίων και αυτά του εμπρησμού από αμέλεια, αφού σ’ αυτά δικαιολογείται και δικαιοπολιτικά το κίνητρο της υποχρεωτικής ατιµωρησίας στο δράστη, για να αποτραπεί τελικά ο κίνδυνος μίας κοινώς επικίνδυνης πράξης. Πρόκειται για δύο περιπτώσεις προσωπικών λόγων απαλλαγής από την ποινή, (ελεύθερη θέληση για αποτροπή κινδύνου και γρήγορη αναγγελία προς τις αρχές για την αποτροπή του), κατά τις οποίες ο υπαίτιος των παραβάσεων των παρ. 2 του άρθρου 264 και 265 εν προκειμένω, που τιμωρούνται από αμέλεια, απαλλάσσεται από κάθε ποινή.

Με την παρ. 2 δε του Α289 ΠΚ για τη δικαστική άφεση της ποινής, ο δράστης αποκτά ένα επιπλέον κίνητρο για την αποτροπή της εξέλιξης του κινδύνου, ή για τη σχετική κινητοποίηση των αρχών ως προς αυτήν, και µάλιστα για όλο το φάσµα των κοινώς επικίνδυνων εγκληµάτων, είτε αυτά τελέστηκαν από δόλο είτε από αµέλεια, αφού όπως ρητά ορίζεται: «το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου, ή με την γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της.» Εδώ, βέβαια, δεν πρόκειται για υποχρεωτική ατιµωρησία και το δικαστήριο καλείται να κρίνει σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, αν τα δεδοµένα αυτού του λόγου δικαστικής άφεσης της ποινής, σε συνδυασµό και µε τη γενικότερη φιλοσοφία των λόγων δικαστικής άφεσης όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 104Β, επιτρέπουν την ατιµωρησία του δράστη.

Στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα η λειτουργία της έμπρακτης μετάνοιας βασίζεται στη φύση των συγκεκριμένων εγκλημάτων, αφού κοινό χαρακτηριστικό αυτών των εγκλημάτων είναι η φύση των προστατευομένων από αυτά εννόμων αγαθών ως μεγεθών, η προσβολή των οποίων μπορεί εκ των υστέρων να αρθεί – αποκατασταθεί.  Ο κίνδυνος αποτελεί μια κατάσταση εμπειρική, και δεν αναιρεί τον πυρήνα των εννόμων αγαθών, επομένως με την ανατροπή του κινδύνου αποκαθίστανται τα έννομα αγαθά[8] . Όταν η άρση του κινδύνου πραγματοποιείται έγκαιρα με την ελεύθερη βούληση του δράστη δικαιολογείται η εξάλειψη του αξιοποίνου. Μια ματιά στην αιτιολογική έκθεση του ΠΚ, μας δείχνει ότι η πρόβλεψη έμπρακτης μετάνοιας στα εν λόγω εγκλήματα παρέχει ένα κίνητρο στο δράστη από αμέλεια, ώστε να άρει τον κίνδυνο έγκαιρα αντί να τραπεί σε φυγή[9]. Ο κίνδυνος[10] στα άνω εγκλήματα αφορά κατ’ αρχήν στον άνθρωπο ή στις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξάρτητα αν διαχέεται προς τα έννομα αγαθά μέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, διότι όταν ο δράστης τελεί με δόλο τα συγκεκριμένα εγκλήματα εκδηλώνει θετικά μία εχθρική στάση απέναντι στα έννομα αγαθά, με αποτέλεσμα η πράξη του να έχει αυξημένη κοινωνική βαρύτητα. Σε αυτή την περίπτωση η αποδοχή της έμπρακτης μετάνοιας θα ερμηνευόταν αυτομάτως σε μία σημαντική και μη θεμιτή μείωση της προστασίας των έννομων αγαθών.

          Είναι αυτοτελής ισχυρισμός[11] που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 289 ΠΚ παρ. 1 και 2 και ιδρύει λόγο απαλλαγής από την ποινή. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας[12]. Ωστόσο ως αυτοτελής ισχυρισμός δύναται να απορριφθεί σε περίπτωση που ο υπαίτιος του αδικήματος δεν ικανοποιήσει τους ζημιωθέντες με την ελεύθερη βούλησή του, αλλά κατόπιν δικαστικών αποφάσεων επί ασκήσεως σχετικών από τους παθόντες αγωγών[13], είτε εάν προβληθεί αορίστως ως αυτοτελής ισχυρισμός[14]

ΙΙ. Νομική φύση της έμπρακτης μετάνοιας (Α289 παρ. 1 ΠΚ) και οι έννομες συνέπειες

Ως θεσμός η έμπρακτη μετάνοια εντάσσεται στους λόγους άρσης του τιμωρητού και υφίσταται στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης συγκεκριμένου εγκλήματος, σε χρονικό σημείο που έπεται της εγκληματικής του πράξης, αλλά σε κάθε περίπτωση προηγείται της εξέτασης του με οποιονδήποτε τρόπο από τις αρμόδιες Αρχές, εκουσίως και χωρίς εξωτερικό εξαναγκασμό, αποκαθιστά ή αίρει την προσβολή του εννόμου αγαθού το οποίο και έβλαψε αρχικά[15] .

 Σε τέτοιες περιπτώσεις ο νομοθέτης έκρινε ότι η επιβολή ποινής καθίσταται άσκοπη, καθώς ο ίδιος ο δράστης προέβη σε αποκατάσταση του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Πυρήνας της έμπρακτης μετάνοιας είναι ο οικειοθελής χαρακτήρας της, η μη εξαναγκασμένη δηλαδή, πράξη του δράστη που αξιολογείται ικανή να εξαλείψει το αξιόποινο, και να απαλλάξει τον δράστη. Η αεροπαγίτικη νομολογία παγίως δέχεται ότι με δική του θέληση, πράττει ο δράστης «εκουσίως και αυθορμήτως» και όχι από αίτια εξωτερικά, ανεξάρτητα της βουλήσεώς του[16], ήτοι επειδή εμφιλοχώρησε μεταμέλειά του και όχι προς αποφυγή της βέβαιης δίωξής του[17].

Αν προσπαθούσαμε να ορίσουμε την έμπρακτη μετάνοια θα κάναμε λόγο για την αποκατάσταση της προσβολής του εννόμου αγαθού με τη θέληση του δράστη, η οποία έρχεται μετά την ολοκλήρωση του εγκλήματος και της κατάφασης του αξιόποινου[18]. Η πράξη είναι αρχικά άδικη και καταλογιστή και δε συντρέχει κανένας λόγος άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού. Μετά την κατάφαση του “πλήρους” εγκλήματος, επομένως υπό φυσιολογικές συνθήκες θα επέρχετο η επιβολή ποινής, και πριν την τελική επιβολή ποινής, μεσολαβεί νέα οικειοθελής πράξη του δράστη, η οποία αποκαθιστά το έννομο αγαθό στο προηγούμενο status ειρήνευσης. Επί της ουσίας η έμπρακτη μετάνοια συνιστά ένα θεσμικό αντίβαρο στην προώθηση του αξιοποίνου, αποτελώντας ένα ισχυρό κίνητρο για την αποτροπή της βλάβης του έννομου αγαθού στην οποία στοχεύει ο νομοθέτης.

Ωστόσο στις ολοκληρωμένες προσβολές του εννόμου αγαθού, η έμπρακτη μετάνοια δικαιολογείται, όπου είναι δυνατή η αποκατάσταση του βλαπτικού αποτελέσματος του εγκλήματος φυσικά και κοινωνικά. Όπου η προσβολή είναι ανατάξιμη ή όπου περιορίζεται. Από δικαιοπολιτική σκοπιά στα συγκεκριμένα αδικήματα του εμπρησμού τείνει να ερμηνεύεται ως παροχή πληρέστερης δυνατής προστασίας σε συγκεκριμένα έννομα αγαθά, ως παροχή ενός εσχάτου κινήτρου στο δράστη να αποκαταστήσει ο ίδιος με δικά του μέσα την προσβολή, συνδεόμενη με την αλλαγή στάσης του σε μία εσφαλμένη προηγούμενη θέση του ή πράξη του[19]. Επίσης ανήκουσα σε μία πληθώρα θεσμών, όπως, η καταχρηστική έμπρακτη μετάνοια, η υποχρεωτική δικαστική άφεση της ποινής, η αποχή από την ποινική δίωξη, η οριστική η προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης υπηρετεί το πνεύμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης[20].

Η διαπίστωση της έμπρακτης μετάνοιας οδηγεί σε υποχρεωτική για το δικάζοντα δικαστή απαλλαγή του κατηγορουμένου και για αυτό το λόγο χαρακτηρίστηκε ως περίπτωση νομοθετικής επιείκειας[21].

Η δογματική ένταξη της έμπρακτης μετάνοιας στους λόγους εξάλειψης του [22]αξιοποίνου, εξυπηρετεί τη φιλελεύθερη λειτουργία του Ποινικού Δικαίου, αφού πρόκειται για θεσμό που περιορίζει το αξιόποινο και σε κάθε περίπτωση λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου[23]

ΙΙΙ. Βασικά χαρακτηριστικά του θεσμού της έμπρακτης μετάνοιας

Ο προσωπικός χαρακτήρας: Πρόκειται για προσωπικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου[24], λειτουργώντας αποκλειστικά στο πρόσωπο του συγκεκριμένου δράστη. Είναι η μεταγενέστερη του εγκλήματος οικειοθελής πράξη, που εμφανίζει την ποινή ανάξια πλέον επιβολής[25]. Επομένως, σε περίπτωση συμμετοχικής δράσης σε ένα έγκλημα, η έμπρακτη μετάνοια του ενός εξαλείφει το αξιόποινο αποκλειστικά για το συγκεκριμένο συμμέτοχο[26].

Το υποχρεωτικό της απαλλαγής από την ποινή: Στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο ΠΚ προβλέπει την έμπρακτη μετάνοια ως λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου, η απαλλαγή από την ποινή έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για το δικαστή και όχι δυνητικό[27]. Εφόσον έχει αποδειχθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων της έμπρακτης μετάνοιας, ο κατηγορούμενος δεν απειλείται με επιβολή ποινής, αφού υποχρεωτικά θα εξαλειφθεί το αξιόποινο που τον βαρύνει.  

Η ανωτέρω υποχρέωση του δικάζοντος δικαστή εμφανίζει ενδιαφέρον από την άποψη του ποινικού δικονομικού δικαίου, αφού η απόφαση που θα εκδοθεί σε τέτοια περίπτωση είναι αθωωτική[28], όπως προκύπτει σαφώς από τα άρθρα 486 παρ. 1 περ. α’ και 506 περ. α’ ΚΠΔ[29]. Ζήτημα υφίσταται μόνο αν διαπιστωθεί περίπτωση έμπρακτης μετάνοιας κατά τη διάρκεια της προδικασίας, ως προς το τι βούλευμα θα εκδοθεί. Για τους άλλους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου προβλέπεται ρητά η έκδοση βουλεύματος που παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 310 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠΔ. Το ζήτημα λύθηκε από τη θεωρία και τη νομολογία και στην περίπτωση αυτή εκδίδεται βούλευμα που αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία[30]. Η ανωτέρω λύση προκύπτει έμμεσα, από τις καταργηθείσες διατάξεις των άρθρων 478 παρ. 1 περ. γ’ και 482 παρ. 1 περ. Α γ’ ΚΠΔ, οι οποίες προέβλεπαν τη δυνατότητα του κατηγορούμενου να ασκήσει έφεση και αναίρεση κατά βουλεύματος το οποίο αποφαινόταν ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία λόγω έμπρακτης μετάνοιας.

Ο οικειοθελής χαρακτήρας: Αυτή η οικειοθελής ή εκούσια αποκατάσταση της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε, αποτελεί κοινό τόπο όλων των περιπτώσεων έμπρακτης μετάνοιας και βασικότατο χαρακτηριστικό του θεσμού[31], αφού προσεγγίζεται ως έκφραση αξιολογικής μεταστροφής του δράστη[32], συνιστάμενη σε έμπρακτα εκδηλωθείσα αποδοκιμασία της προηγούμενης εγκληματικής συμπεριφοράς. Έχει κριθεί επίσης, ότι δεν ενδιαφέρει η ηθική μεταστροφή του δράστη, αλλά αρκεί να ζύγισε τα υπέρ και τα κατά και να άλλαξε γνώμη[33] . Έτσι έχει γίνει δεκτό κατά καιρούς ότι δεν υφίσταται έμπρακτη μετάνοια όταν η ικανοποίηση του παθόντος γίνεται με πίεση του τελευταίου ή την απειλή της ποινικής δίωξης[34]. Στη θεωρία αντίστοιχα, έχει υποστηριχτεί ότι το οικειοθελές της έμπρακτης μετάνοιας, πληρούται όταν ο δράστης ενεργεί αυτοβούλως[35] και πράττει εξ ιδίας προαιρέσεως, χωρίς εξωτερικούς παράγοντες να επηρεάζουν την κρίση του[36] . Διατυπώθηκε επίσης ένα αξιολογικό κριτήριο, ότι η συμπεριφορά του δράστη θα πρέπει να εξυπηρετεί τελικά τα συμφέροντα της έννομης τάξης και όχι τα δικά του[37].

Ο ειδικός χαρακτήρας της εξάλειψης του αξιοποίνου: Ο ειδικός χαρακτήρας της έμπρακτης μετάνοιας, συνίσταται στο ότι αυτή προβλέπεται ρητά σε συγκεκριμένες διατάξεις του ειδικού μέρους του ΠΚ. Ωστόσο συχνότατα, στο πλαίσιο της ίδια εγκληματικής συμπεριφοράς ο δράστης πολλές φορές πραγματώνει νομοτυπικές υποστάσεις περισσότερων εγκλημάτων. Η ενδεχόμενη έμπρακτη μετάνοια του δράστη μπορεί να εξαλείψει το αξιόποινο του εγκλήματος για το οποίο προβλέπεται έμπρακτη μετάνοια, όχι όμως περισσότερων συρρεόντων με αυτό[38][39]. Για παράδειγμα, σε περίπτωση όπου ο δράστης τελεί εμπρησμό από αμέλεια, συνέπεια του οποίου είναι η σωματική βλάβη τρίτου, η βλάβη του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας τυποποιείται αυτοτελώς ως έγκλημα αμέλειας και το έγκλημα του εμπρησμού θα συρρέει αληθινά με τη σωματική βλάβη. Η μεταγενέστερη της ολοκλήρωσης του εμπρησμού έμπρακτη μετάνοια του δράστη, εξαλείφει το αξιόποινο αποκλειστικά και μόνο του εγκλήματος του εμπρησμού και όχι αυτό της σωματικής βλάβης[40].

Η ηθελημένη ενέργεια του δράστη που οδηγεί στην αποκατάσταση της βλάβης των εννόμων αγαθών, είναι επαρκής ώστε να δικαιολογηθεί η εξάλειψη του αξιοποίνου, αφού σε αντίθετη περίπτωση η τυχόν επιβληθείσα ποινή θα στερείτο ειδικής πρόληψης. Το θιγμένο έννομο αγαθό είτε της ιδιοκτησίας είτε της περιουσίας, με την οικειοθελή πράξη του δράστη αποκαταστάθηκε πραγματικά[41]. Εξ αυτού του λόγου ο νομοθέτης προέβλεψε τη λειτουργία της έμπρακτης μετάνοιας μόνο για τα εγκλήματα που στρέφονται αποκλειστικά σε βάρος της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, αποκλείοντας ταυτόχρονα την εφαρμογή της στα υπόλοιπα εγκλήματα των κεφαλαίων, με τα οποία προστατεύονται και άλλα προσωπικά έννομα αγαθά, όπως η σωματική ακεραιότητα και η υγεία ή η προσωπική ελευθερία[42]

 

ΙV. Νομική φύση της δικαστικής άφεσης της ποινής (Α289 παρ. 2ΠΚ) σε συνάρτηση με το Α104Β ΠΚ και έννομες συνέπειες

Η δικαστική άφεση της ποινής της παρ. 2 του άρθρου 289 ΠΚ προστίθεται ως κίνητρο για τις περιπτώσεις των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων και ο εμπρησμός και ο εμπρησμός δάσους, είτε από δόλο, είτε από αμέλεια, αφού όπως ορίζεται: «το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του». Σε αυτή την περίπτωση, ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να συνεκτιμήσει την ειλικρινή μετάνοια με τους λόγους δικαστικής άφεσης της ποινής αρ. 104Β ΠΚ που οδηγούν στο να μην κρίνεται πλέον αναγκαία η επιβολή της ποινής, ενόψει του πραγματικού της συγκεκριμένης περίπτωσης[43]. Ειδικότερα με βάση το Α104Β ΠΚ: «το δικαστήριο µπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο πληµµελήµατος από κάθε ποινή αν μεταξύ άλλων: .. β) έχει αποκαταστήσει στο µέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στο θύµα δείχνοντας ειλικρινή µετάνοια, ώστε ενόψει και της µειωµένης ενοχής του, η ποινή να µην κρίνεται πλέον αναγκαία. Επί της ουσίας παρέχεται άμεση δυνατότητα στο δικαστή για δικαστική άφεση της ποινής. Το  δικαιολογητικό έρεισμα του άρθρου 104Β ΠΚ συνιστά η στάθμιση της ισοδυναμίας της ποινής και του αποτελέσματος της τυχόν επιβολής της, αλλά και η μεταγενέστερη συμπεριφορά μεταμέλειας του υπαιτίου, συνθήκες δημιουργηθείσες στο στάδιο της εκδίκασης και που ως κριτήρια συνηγορούν στη μη επιβολή ποινής.    

Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου προστίθεται για πρώτη φορά ένας υποχρεωτικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής που συναρτάται µε την εισαγωγή στο ποινικό µας σύστηµα του θεσµού της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Προβλέπεται ειδικότερα ότι το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πληµµελήµατος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης µεταξύ αυτού και του παθόντος, χωρίς διευκρίνηση του περιεχομένου του θεσµού, έτσι ώστε να είναι εφικτή η εφαρµογή της διάταξης ανεξαρτήτως του περιεχοµένου µε τον οποίο θα εισαχθεί ο θεσµός στο ποινικό µας σύστηµα. Πάντως δογματικά η δικαστική άφεση της ποινής έχει το νόημα της μη επιβολής ποινής από το δικαστή, ο οποίος εκτιμά την έλλειψη αναγκαιότητας κύρωσης ενόψει των εξατομικευμένων στοιχείων του εγκλήματος. 

Συμπερασματικά η δικαστική άφεση της ποινής συνιστά ουσιώδη θεσμό ελαστικότητας της ποινής κατά την επιµέτρησή της, θεμέλιο του οποίου είναι η επιείκεια, ενώ στηρίζεται σε μία ανακεφαλαιωτική εποπτεία του συνόλου της κρινόμενης υπόθεσης, σε συνδυασμό με τους σκοπούς της  ποινής, με συνέπεια να είναι ενδεδειγμένη η πρόβλεψη της[44].

  1. V. Ειδοποιός διαφορά μεταξύ έμπρακτης μετάνοιας και δικαστικής άφεσης της ποινής

Η ειδοποιός διαφορά τους έγκειται στο δογματικό τους χαρακτήρα, ήτοι η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, οδηγεί σε υποχρεωτική απαλλαγή από την ποινή (σε μη επιβολή ποινής), αφού υπάρχει το στοιχείου του οικειοθελούς, ενώ στη δικαστική άφεση της ποινής η μη επιβολή της ποινής εναπόκειται στην εξατομικευμένη δικαστική κρίση, περί μη αναγκαιότητας της ποινής. 

Τόσο οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου, όσο και οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής οδηγούν στην ατιμωρησία του δράστη, παρά το γεγονός ότι διατηρούνται τα δομικά στοιχεία του εγκλήματος[45]. Ωστόσο ανάμεσα τους υφίστανται και ουσιώδεις διαφορές. Η κρίση για την ύπαρξη συντρέχοντος λόγου δικαστικής άφεσης της ποινής προϋποθέτει τόσο πλήρες έγκλημα όσο και υπαρκτή απειλούμενη ποινή, κάτι που δε συμβαίνει σε περίπτωση ύπαρξης ενός λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου, αφού στους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου, ο δικαστής υποχρεούται να μην επιβάλλει ποινή λόγω μίας γενικής στάθμισης του νομοθέτη[46]. Απεναντίας στους λόγους δικαστικής άφεσης της ποινής η επιβολή ή μη της αυτής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή, καθώς εκείνος σταθμίζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης. Το γεγονός ότι οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου είναι μεταγενέστεροι της τέλεσης της πράξης δε συνιστά πρόσφορο κριτήριο διάκρισής τους από τους λόγους δικαστικής άφεσης.

 Γενικά στους λόγους δικαστικής άφεσης της ποινής, υπάρχουν κάποιοι  λόγοι που ομοιάζουν εξαιρετικά με την έμπρακτη μετάνοια. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ο δράστης, μετά την τέλεση της πράξης, εκδηλώνει μια συμπεριφορά που σε γενικές γραμμές αποκαθιστά το έννομο αγαθό που προσέβαλε, και σε κάθε περίπτωση παρέχει μια απόδειξη της μειωμένης επικινδυνότητας του[47]. Η συμπεριφορά του δράστη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έμπρακτη μετάνοια, λόγω ωστόσο των ιδιαίτερων εγκλημάτων δεν προβλέφθηκε ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, καθώς η επιείκεια δε μπορεί να φτάσει μέχρι τη δικαιολόγηση της απαλλαγής από την ποινή, μπορεί όμως έστω δυνητικά να αποτελέσει βάση για απαλλαγή από αυτήν[48].

  1. VI. Συμπερασματικά

Η ρύθμιση του άρθρου 289 ΠΚ για την έμπρακτη μετάνοια, ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, έχει ιδιαίτερη σημασία για τη φιλελεύθερη λειτουργία της ποινής, ενώ ταυτοχρόνως υπηρετεί και την εγγυητική για τον πολίτη λειτουργία. Πυρήνα της αποτελεί α) η αποκατάσταση του εννόμου αγαθού από τον ίδιο το δράστη μετά την τέλεση του εγκλήματος, β) με οικειοθελή τρόπο. Η επαναφορά της ισορροπίας του status ειρήνευσης του εννόμου αγαθού με τη θέληση του δράστη, όπου είναι φυσικά και κοινωνικά δυνατή, καθιστά την ποινή ως μία άνευ σκοπού ανταπόδοση, στερώντας της τον ειδικοπροληπτικό και ο γενικοπροληπτικό χαρακτήρας της.

          Η ρύθμιση για τη δικαστική άφεση της ποινής, στηριζόμενη στην ειλικρινή μετάνοια του δράστη, μέσω της αποκατάστασης στο μέτρο του δυνατού της προσβολής που έχει προκαλέσει αυτός στο έννομο αγαθό, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ενοχή του, αποτελεί τον αναγκαίο θεσμό που αντανακλά κατεξοχήν την αρχή της επιείκειας στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο[49], ενώ συνοδεύοντας την έμπρακτη μετάνοια που είναι η εκφρασμένη «νομοθετημένη επιείκεια[50]» βηματίζει προς την εμπέδωση μιας δικαιοκρατικά οριοθετημένης ποινικής καταστολής, ενισχύοντας το φιλελεύθερο χαρακτήρα της ποινής.    

 

[1] ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ στο σχέδιο νόµου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»ν.4619/2019

[2] Βλ. 40/2005 Πλημμ Ρόδου ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,

[3] Βλ. ΑΠ 1091/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[4] ΑΠ 1340/1984 Ποιν.Χρ. ΛΕ` σελ. 354

[5] Βλ. ΑΠ 286/2021, ΑΠ 1646/2020 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[6] Βλ. ΑΠ 1163/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[7] Βλ. ΣυμβΠλημ Καλαβρύτων 94/1995, ΠοινΧρ ΚΣΓ, σελ. 670, Αλεξ. Κατσαντώνη, Ποινικό Δίκαιο, γενικό μέρος ΤομΒ, 1978, σελ. 169, Χ Α Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γεν. μέρους, εκδ. Β’ 1981, σελ. 360

[8] Βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, όπ. πρ., σελ.150.

[9] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση, εκδόσεις Ζαχ., 1950, σελ. 251, Σ. Παππάς, άρθρο 267 σε: Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος (άρθρα 1-206 ΠΚ), Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σελ. 658.

[10] Βλ. Κ. Γ. Φράγκο, Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019 και Ν.4637/2019), Κατ’ άρθρο ερμηνεία & Νομολογία ΑΠ, σ. 1185 επ.

[11] Βλ. Κ. Γ. Φράγκο, Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019 και Ν.4637/2019), Κατ’ άρθρο ερμηνεία & Νομολογία ΑΠ, σ. 1253.

[12] Βλ. ΑΠ 140/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[13] Βλ. ΑΠ 351/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[14] Βλ. ΑΠ 1091/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[15] Βλ. Λ. Μαργαρίτη – Ν. Παρασκευόπουλου – Γ. Νούσκαλη, Ποινολογία, Άρθρα 50-133 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-θεσσαλονίκη, 8η έκδοση, 2016, σελ. 345.

[16] Βλ. ΑΠ 951/2012, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

[17] Βλ. ΑΠ 1354/1997, ΑΠ 1704/1989

[18] Βλ. Γ.Α. Μαγκάκης, όπ. πρ., σελ. 359

[19] Βλ. Γαρδίκα Κ., Η μετάνοια των εγκληματιών, ΠοινΧρ 1974, σ. 1 επ.

[20] Βλ. Πιτσελά/Συμεωνίδου – Καστανίδου (Επιμ.) Αποκαταστατική δικαιοσύνη σε Ποινικές Υποθέσεις: Προς μία νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013.

[21] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενική θεωρία, όπ. πρ., σελ. 1030

[22] Βλ. ΑΠ 349/1976, ΠοινΧρ 1976, σελ. 757, ΑΠ 991/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 145, ΑΠ 750/1987, ΠονΧρ 1987, σελ. 752, ΕφΑΘ 1047/1968, ΠοινΧρ 1969, σελ. 49

[23] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ν. Παρασκευόπουλου, Γ. Νούσκαλη, οπ. πρ., σελ. 38 επ., Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, όπ. πρ., σελ. 185 επ.

[24] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ν. Παρασκευόπουλου, Γ. Νούσκαλη, οπ. πρ., σελ. 297, ., Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, όπ. πρ., σελ. 182.

[25] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο. Γενική θεωρία, 2004, σελ. 993 και 1030.

[26] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, όπ., πρ., σελ. 1033, Γ. Α. Μαγκάκης, όπ., πρ., σελ. 362, Λ. Μαργαρίτης, όπ. πρ., σελ. 297, Α. Παπαδαμάκης, Προσβολές κατά της διεθνούς κρατικής υπόστασης. Άρθρα 138-152 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νίκη 1995, σελ. 103 επ., Χρ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο. Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (άρθρα 372-406 ΠΚ), Β΄ έκδοση, Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2006, σελ. 254, Ι. Ζησιάδης, Η απόδοσης του ιδιοποιηθέντος πράγματος (άρθρον 379 ΠΚ), ΠοινΧρ 1952, σελ. 284

Βλ. . Λ. Μαργαρίτη, Ν. Παρασκευόπουλου, Γ. Νούσκαλη, οπ. πρ., σελ 351.[27]

[28] Βλ. Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία. Η δομή της ποινικής δίκης, γ’ έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσ/νίκη, 2006, σελ. 500 και 506

[29]Στα συγκεκριμένα άρθρα προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει έφεση και αναίρεση κατά αθωωτικής απόφασης αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας.

[30] Βλ. Άρθρα 137 παρ. 1 ΠΚ (στο οποίο παραπέμπουν τα άρθρα 138 παρ 2 και 153 παρ 4), 227 παρ. 2 ΠΚ, 384 παρ. 1 ΠΚ, 406Α παρ. 1 ΠΚ.

[31] Βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, όπ. πρ., σελ. 183, Γ. Α. Μαγκάκης όπ. πρ., σελ. 359.

[32] Βλ. Ν. Μπιτζιλέκης, ο.π., σ.107

[33] Βλ. ΠεντΣτρατΞάνθης 480/2001, ΠοινΛογ 2001, σελ, 2562.

[34] Βλ. ΟλΑΠ 1093/1991, ΠινΧρ. 1992, σελ. 42, ΑΠ 837/2010, ΠοινΔικ 2011, σελ. 816, ΣυμβΠλημΧίου 45/2008, ΠοινΔικ 2009, σελ. 279.

[35] Βλ. Π. Ψαρράκης, Η έμπρακτος μετάνοια εν σχέσει με τα κατά της περιουσίας εγκλήματα, ΠοινΧρ 1974, σελ. 230.

[36] Βλ. Ι. Ζησιάδης, Η απόδοσις του ιδιοποιηθέντος πράγματος (άρθρον 379 ΠΚ), ΠοινΧρ 1952, σελ. 278.

[37] Βλ. Γ. Μπούρμας, Ειδικότεροι δογματικοί προβληματισμοί πάνω στην έννοια της έμπρακτης μετάνοιας, ΠοινΔικ 2013, σελ. 371

[38] Βλ. Στ. Πάυλου, όπ. πρ., σελ. 68, του ιδίου, Εγκλήματα περί το νόμισμα, άρθρα 207-215, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νίκη 2003, σελ. 410.

[39] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ν. Παρασκευόπουλου, Γ. Νούσκαλη, οπ. πρ., σελ. 299.

[40] Βλ. Μ. Καιάφα – Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (άρθρα 264-289 ΠΚ), εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσ/νίκη, 2005, σελ. 151.

[41] Βλ. Γ. Δημήτραινας, Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, (άρθρο 394 ΠΚ), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, σελ. 268.

[42] Βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, όπ. πρ., σελ. 184

[43] Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, ο.π., σ. 167-168

[44] Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Η δικαστική άφεση της ποινής, σ. 230

[45] Βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, όπ. πρ., σελ. 179

[46] Βλ. Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Δικαστική άφεση της ποινής σε: Μ. Καιάφα-Γκμπάντι  Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνιδου-Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, ΝΒ, σ. 462  

[47] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ν. Παρασκευόπουλου, Γ. Νούσκαλη, οπ. πρ., σελ 431 επ.

[48] Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Η δικαστική άφεση της ποινής ως δυνατότητα στα πλαίσια της εγγυητικής λειτουργίας του Ποινικού Δικαίου, UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 154.

[49] Βλ. Ν. Παρασκευόπουλο, Τα θεμέλια του Ποινικού Δικαίου, 2008, σ. 35 επ.

[50] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, ο. π., σ. 1030

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΑΝΙΑΡΗΣ ΧΑΛΚΙΔΑ

        ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΑΝΙΑΡΗΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΤΙΣ 19 -20/ 3/2022

 

        Η Ευρωπαϊκή θεωρία και νομολογία, η επιταγή της ΕΣΔΑ, που εξειδικεύεται και ερμηνεύεται στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Α.Α), Σχέδια, Συμβάσεις, Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά και η αμερικανική θεωρία και νομολογία εκφράζονται, παίρνουν θέσεις και προσεγγίζουν, φοβικά, δογματικά, έντιμα, υποκριτικά, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, ένα τόσο λεπτό θέμα, όπως είναι το σημερινό μας : τα «δικαιώματα του κατηγορουμένου και οι δικονομικές εγγυήσεις για λήψη και ανάλυση DNA». Αναπόφευκτα, θα αναπτύξουμε συγκρίσεις του νομικού ευρωπαϊκού και διεθνούς νομικού πλαισίου, σε σχέση με το δικό μας ποινικό δικονομικό δίκαιο, μετά τις αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις και τις τροποποιήσεις που μας φέρνουν σήμερα στο άρθρο 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚποινΔ – Ανάλυση DNA».

            Η νομική μας σκέψη βαθαίνει ενώπιον της μεγάλης σύγκρουσης: από την μία πλευρά το δημόσιο συμφέρον, η αντιμετώπιση του εγκλήματος και ο μονόδρομος της απόδοσης του δικαίου · από την άλλη, η συνταγματική προστασία της προσωπικότητας, η προστασία του ανθρώπου με παρούσες τις δικονομικές εγγυήσεις ως προς την λήψη και ανάλυση DNA με την αρχή της αναλογικότητας να κινείται, να αμύνεται και να ισορροπεί ανάμεσα στα θιγόμενα δικαιώματα και την «επίθεση» της δημόσιας τάξης. Μεταξύ αναγκαιότητας και νομιμότητας.

              Έχουμε το αρχικό Σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Μάρτιο του 2001 : «συναντάμε» τις υπόνοιες, τις «βάσιμες υπόνοιες» ενοχής.

                   Η ανάλυση DNA προβλέπεται μόνο για κακούργημα με χρήση βίας ή για έγκλημα « άρα και πλημμέλημα» που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ακολούθησε τους επόμενους μήνες το δεύτερο Σχέδιο και το τρίτο και έτσι διαμορφώθηκε το άρθρο 200Α. Τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων και ερχόμαστε στον Ν.4620/2019, σε ότι αφορά το άρθρο 201 – ΑΝΑΛΥΣΗ D.N.A, και σε μικρό χρονικό διάστημα τις τροποποιήσεις του Ν.4855/2021, που είναι σε ισχύ σήμερα.

Άρθρο 116 (ν.4855/2021)

 Στο άρθρο 201 ΚποιΔ : α) τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 με την προσθήκη εξαίρεσης από την εφαρμοζόμενη διαδικασία ανάλυσης DNA των αυτοφώρων εγκλημάτων, β) τροποποιείται το τέταρτο εδάφιο της παρ.2 ως προς το εποπτευόμενο όργανο επί του ειδικού αρχείου γενετικών τύπων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο, γ) αντικαθίσταται η παρ.3.

                 Ουσιαστικά διανύσαμε μια 20ετή διαδρομή για να έρθουμε από τις «βάσιμες υπόνοιες» στις «επαρκείς ενδείξεις» και εν τέλει, στις «σοβαρές ενδείξεις».

                  Το άρθρο 201 συμπεριλαμβάνεται στα άρθρα του Πρώτου Μέρους του Τρίτου Κεφαλαίου ΚποινΔ με το τίτλο : ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ και απαρτίζεται από τέσσερις παραγράφους.

              Παρ.1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid – DNA ), προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπειά του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος, είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης που αφορά αυτόφωρα εγκλήματα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 και 208, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ.

               Το πρώτο ερώτημα που τίθεται, είναι πως αξιολογούνται οι «σοβαρές ενδείξεις», για την τέλεση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, με το τελευταίο, να επαπειλείται ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους.

           Δεύτερο ερώτημα: ποιες είναι οι «διωκτικές αρχές» που λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό, και με ποιον τρόπο διενεργείται η λήψη του γενετικού υλικού.  Εδώ, εν προκειμένω, έχουμε παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, «του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου», καθόσον η πράξη αυτή εμπεριέχει τον εξαναγκασμό αφού λαμβάνει χώρα χωρίς την συναίνεση ή την συγκατάθεση του υπόπτου.

                      Τίθεται επίσης ένας νέος προβληματισμός : ποια ιδιότητα έχει το πρόσωπο που υπόκειται την λήψη του γενετικού υλικού. Διότι, σύμφωνα με το άρθρο 72 του Κ.Ποιν.Δ « Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης, αποδίδεται η αξιόποινη πράξη».

           Άλλωστε το άρθρο 7 παρ.2 του Συντάγματος, μιλά για απαγόρευση και τιμωρία όταν έχουμε «βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

                     Παραβιάζεται επίσης το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που αναφέρεται στο δικαίωμα, στην αρχή της δίκαιης δίκης, αναφέρεται στην έγκαιρη, ουσιαστική και αδιάβλητη, υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις διεξαγωγής δίκης. Ερμηνευτικά προστατεύει το πρόσωπο του κατηγορουμένου στη μη αυτοενοχοποίηση, απόρροια της αρχής της δίκαιης δίκης.

          Την έννοια και το δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, τα βρίσκουμε και στο άρθρο 14 παρ. 1Β του Διεθνούς Συμφώνου και τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (που κυρώθηκαν στη χώρα μας – ν.2642/1997). Και φυσικά τα βρίσκουμε διάσπαρτα μέσα σε, λίγες βέβαια, διατάξεις του κειμένου του δικού μας Συντάγματος.

              Νομικός και όχι μόνο, ο προβληματισμός μας. Πως αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία, η διεθνής τρομοκρατία; το οργανωμένο έγκλημα, ή εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου με την σημερινή ακραία τους μορφή, τα ειδεχθή εγκλήματα και γενικότερα πως αντιμετωπίζεται η πρωτοφανής έξαρση της εγκληματικότητας;

                  Ναι, όλα τα πολιτισμένα δημοκρατικά κράτη έχουν αναπτύξει την Αντεγκληματική τους πολιτική. Είναι, αν θέλετε, η άμυνα της κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα. Είναι το ζητούμενο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και σε αυτό το σημείο, η θέση του ομιλούντος : Δεν μας χρειάζεται μια αντεγκληματική πολιτική που να ενεργεί φοβικά, σπασμωδικά και με ύφος εξουσίας. Χρειαζόμαστε μια ψύχραιμη, επιστημονική αντεγκληματική πολιτική που πάνω απ’ όλα να διασφαλίζει τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να παρέχει θεσμικές – δικονομικές – δικαστικές εγγυήσεις. Υπάρχουν θεσμικοί και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισης του εγκλήματος, με δυναμική, αλλά μέσα στα πλαίσια του νομικού μας πολιτισμού, άρα χωρίς την ακραία φύση του εξαναγκασμού. Η ανάλυση DNA στην ποινική δίκη που ρυθμίζεται από το άρθρο 201 ΚποινΔ είναι μια ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης, από την άλλη είναι ένα αποδεικτικό μέσο και φυσικά ένα ανακριτικό μέτρο – ανακριτική πράξη εις βάρος προσώπου, υποκειμένου, προσωπικών δεδομένων, με στόχο, τι άλλο ; την ταυτοποίηση του δράστου ή των δραστών και την εξιχνίαση μιας ποινικής υποθέσεως. Αρκεί η διαδικασία να είναι σύννομη, διαφανής και δημοκρατική.

 

 

                            …………………………………..

  Δεν μπορούμε να είμαστε «αφοριστικοί» σε κάθε λέξη, σε κάθε φράση και έννοια του ποινικού δικονομικού μας κειμένου. Δεν μπορούμε να είμαστε «αφοριστικοί» θεατές στην διενέργεια ανάλυσης DNA που αφορά, επί παραδείγματι, στο αδίκημα του άρθρου 348 ΠΚ, «Διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας». Προπαρασκευαστικές εργασίες, εισηγητικές εκθέσεις σε Σχέδια Νόμου για την ρύθμιση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, για την ρύθμιση και τελικά διαμόρφωση του τότε 200Α ΚποινΔ. Πολύ σημαντικό ρόλο, ή, θα έλεγα, εξέχουσα θέση σ΄αυτήν τη πολυετή διαδρομή, έχουν οι γνωμοδοτήσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικού Χαρακτήρα. Σημαντική η Γνωμοδότηση που επισημαίνει ότι με την δημιουργία προφίλ προσωπικότητος μέσω της γενετικής ανάλυσης, καταστρατηγούνται οι συνταγματικές αξίες και η ελευθερία ανάπτυξης του ανθρώπου.

               Μένουμε στην πρώτη παράγραφο του 201 Κ.ποινΔ. Η δύναμη, ή η δυναμική θα έλεγα, των ενδείξεων, σήμερα, των «σοβαρών ενδείξεων», μας δίνουν αν μη τι άλλο, μια ποιοτική διαφορά στην διαμόρφωση του εν ισχύ σημερινού κειμένου, του άρθρου 201 ΚποινΔ, «Ανάλυση DNA». Και μιλώντας για την διαβάθμιση, το προσεγγίζω με την Αρχή του προσήκοντος βαθμού (η δύναμη των ενδείξεων).

 

         Πλούσια η Διεθνής, Ευρωπαϊκή αλλά και η Ελληνική βιβλιογραφία.

      Θα ήταν παράλειψή μου αν δεν αναφερθώ λακωνικά στην ανακάλυψη του γενετικού αποτυπώματος από τον Alec Jeffreys, που έδωσε μια ιστορική δυναμική στις εγκληματολογικές έρευνες και φυσικά στην εμφάθυνση της ανάλυσης σήμερα του DNA.

                  Στην χώρα μας, στο νομικό μας σύστημα η ανάλυση DNA εισάγεται πριν 20 χρόνια, οι έννοιες και οι ερμηνείες, δίχασαν και διχάζουν τον νομικό κόσμο και όχι μόνο. Οι προσεγγίσεις των συγγραφέων με θεματική την ανάλυση DNA, κατατείνουν στην ανάδειξη των δικονομικών και συνταγματικών εγγυήσεων ως προς τα δικαιώματα του προσώπου – κατηγορουμένου, για την λήψη και ανάλυση DNA.

                   Είναι σημαντική η «Ανάλυση DNA και δικαστηριακή πράξη» από τις εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014 – Δημοσιεύματα ιατρικού δικαίου και βιοηθικής, με την διεύθυνση της σειράς να έχουν οι Μ.Καϊάφα,  Ε. Μανωλεδάκη και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου. Εκ των πραγμάτων μας λείπει η συνέχεια της εξέλιξης. Συχνές οι τροποποιήσεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία οκτώ χρόνια.

                  Ιδιαίτερη και πιο νωπή « Η Ανάλυση DNA στο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο», από την Νομική Βιβλιοθήκη του 2022, του έγκριτου Συναδέλφου Σάββα Ορφανού. Ένα πολύ σημαντικό πόνημα, χρήσιμο για την μελέτη του θέματος, που όμως λόγω προγενέστερης έκδοσης δεν περιλαμβάνοονται οι τελευταίες τροποποιήσεις που έφερε ο νέος νόμος 4855/2021, στον εν ισχύ ΚποινΔ, και ιδιαίτερα στο άρθρο 201 – Ανάλυση DNA.

             Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και ιδιαίτερα το Συμβούλιο της Ευρώπης, κρατάει τις αποστάσεις για το επιτρεπτό ή μη στην λήψη γενετικού υλικού χωρίς την συναίνεση του προσώπου που υπόκειται στο μέτρο. Η προϋπόθεση της συναίνεσης σε επεμβάσεις στο σώμα το προσώπου, απαντάται και εντάσσεται στην έννοια που θέτει το Σύνταγμά μας στην παρ.2 του άρθρου 7 για την προστασία της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας.

                   Ιστορικά, οι άγριες δολοφονίες δυο γυναικών, της Λύντς Μάνν το 1983 και της Ντάουν Άσγουορθ το 1986 έφεραν τις βρετανικές διωκτικές αρχές σε μεγάλο προβληματισμό ως προς την εξιχνίαση αυτών των εγκλημάτων. Συνέλεξαν λοιπόν και ανέλυσαν το DNA χιλιάδων ανδρών της περιοχής. Δυστυχώς για την βρετανική αστυνομία ο δράστης δεν συμμετείχε σε αυτήν την διαδικασία. Εντοπίστηκε όμως στην προσπάθειά του να πείσει φίλο του να δώσει αντ΄αυτού δείγμα. Το έγκλημα εξιχνιάστηκε με αυτόν τον τρόπο.

             Στα καθ΄ ημάς, όπως προαναφέραμε, σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης που αφορά τα αυτόφωρα εγκλήματα, κατά την λήψη γενετικού υλικού και την ανάλυση, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 ΚποινΔ. Πολύ σύντομα αναφέρομαι στο άρθρο 204 ΚποινΔ- Διορισμός τεχνικού Συμβούλου στην 1η παράγραφο όταν διεξάγεται ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εκείνος που διατάσσει πραγματογνωμοσύνη, γνωστοποιεί συγχρόνως στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο, ή σε αυτόν που υποστηρίζει την κατηγορία, τον διορισμό και τον χρόνο διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης καθώς και το θέμα της…

                    Μέσα στην οριζόμενη, από αυτόν που έκανε τον διορισμό, εύλογη προθεσμία, αυτά (τα πρόσωπα) μπορούν να διορίζουν με δικές τους δαπάνες τεχνικό σύμβουλο.

               Άρθρο 205 – Περισσότεροι από ένας ύποπτοι ή κατηγορούμενοι δεν μπορούν να διορίσουν συνολικά παραπάνω από δυο τεχνικούς συμβούλους… Άρθρο 206 – Ποιοι δεν διορίζονται… Άρθρο 207 – Δικαιώματα τεχνικού Συμβούλου

παρ.1 : Εκείνος που διορίσθηκε τεχνικός Σύμβουλος, έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες των πραγματογνωμόνων και να λαμβάνει υπ’ όψη του όσα έγγραφα μπορούν να έχουν υπ΄ όψη τους και οι πραγματογνώμονες ή και να ζητεί πληροφορίες στις περιπτώσεις που δικαιούνται και εκείνοι.  Για τον λόγο αυτό, οι πραγματογνώμονες υποχρεούνται με ποινή ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης να γνωστοποιήσουν στους τεχνικούς συμβούλους τον τόπο και τον χρόνο διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης καθώς και το θέμα της. Επίσης, ο τεχνικός σύμβουλος, μπορεί να ζητήσει και να λάβει με δαπάνες αυτού που τον διόρισε, αντίγραφα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των εγγράφων που την συνοδεύουν.

         Άρθρο 208 – Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου

     Ο τεχνικός σύμβουλος παραδίδει τις γραπτές του παρατηρήσεις για την πραγματογνωμοσύνη που έγινε, είτε ο ίδιος, είτε δια μέσου του Συνηγόρου εκείνου που τον διόρισε, στον αρμόδιο εισαγγελέα, ή στον ανακριτικό υπάλληλο και συντάσσεται χωριστή έκθεση. Η παράδοση πρέπει να γίνει με ποινή απαραδέκτου, το αργότερο τρεις ημέρες πριν την δικάσιμο που ορίζεται στην κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ο τεχνικός σύμβουλος που διορίστηκε στο ακροατήριο, οφείλει να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του στο ακροατήριο αμέσως μετά την έκθεση των πραγματογνωμόνων, τηρουμένων των διατυπώσεων του άρθρου 198 ΚποινΔ που αναφέρεται στην κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης.

       Άρθρο 201 – παρ.2

 Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό. Αυτό έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από αντιεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσης της υπόθεσης στο αρχείο κατ΄άρθρο 43 παρ.2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά τηρούνται για την αξιοποίηση στην διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων που προβλέπονται στην παρ.1 και καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν.

           παρ. 3. Στην καταστροφή ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά) να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο ελήφθη το γενετικό υλικό. Την ειδοποίηση ενεργεί ο αρμόδιος υπάλληλος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την καταστροφή, συντάσσοντας για αυτή σχετική έκθεση.

              Ο κύριος Ορφανός ως προς την ανάλυση του DNA δίνει μια διάσταση που αφορά τόσο το ελληνικό όσο και το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο αλλά και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Εμείς, συγκρίνουμε σήμερα την ανάλυση DNA στις διαφορετικές αυτές χώρες. Έχουμε ομοιότητες στην προσέγγιση της λήψης και ανάλυσης DNA αλλά και μεγάλες διαφορές που προκύπτουν μέσα από αυτήν την σύγκριση των ποινικών δικονομικών συστημάτων της κάθε χώρας και μας δίνεται έτσι η δυνατότητα ερευνώντας και αναλύοντας να αξιολογήσουμε θετικά και αρνητικά και να τολμήσουμε μια διαβάθμιση.

 

                Πολύ σύντομα αναφέρομαι στις χώρες του αγγλοσαξωνικού συστήματος δικαίου, και φυσικά πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κάνοντας κατ΄εξαίρεση μοναδικά αναφορά σε χώρα εκτός της Ευρώπης. Στην νομοθεσία των Η.Π.Α βρίσκουμε την ανάλυση δειγμάτων DNA για την δημιουργία προφίλ DNA ανθρώπων,τα οποία αποθηκεύονται σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Φυσικά αυτά τα προφίλ υποβάλλονται απ’ τα κρατικά και ομοσπονδιακά εργαστήρια.  Η Εθνική βάση δεδομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει δημιουργηθεί από το FBI, την υπηρεσία δηλαδή πληροφοριών και ασφαλείας των Πολιτειών της Αμερικής. Το FBI διατηρεί και διαχειρίζεται αυτήν την βάση δεδομένων DNA. Υπάρχουν φυσικά πολλές ιδιαιτερότητες στη νομοθεσία των Η.Π.Α όπως κατά πρώτον δεν εξειδικεύεται με σαφήνεια ο σκοπός της διενέργειας της ανάλυσης γενετικού υλικού αλλά έχουμε και παραβίαση δικονομικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων ως προς τον χρόνο της λήψης και ανάλυσης γενετικού υλικού που αφορά κατηγορούμενο που επαπειλείται με την ποινή του θανάτου.

                 Ως γνωστόν, πολλές Πολιτείες διατηρούν σε ισχύ την θανατική ποινή. Αρνητικό για την αμερικάνικη νομοθεσία το ότι ποινικοποιεί την άρνηση ενός προσώπου στην λήψη γενετικού υλικού και τον καταδικάζει ως ένοχο πλημμελήματος, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του της μη αυτοενοχοποίησής του.

                Για την οικονομία του χρόνου, δεν θα αναφερθώ στα ποινικά δικονομικά συστήματα της Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Μεγάλης Βρετανίας και των άλλων χωρών. Επιλέγω να αναφερθώ, στο νομικό πλαίσιο της Ιταλίας για την ανάλυση D.N.A. Αναφερόμαστε στο articolo : due cento venti quatro – 224 c.p.p (codice di procedura penale), του ιταλικού κώδικα ποινικής δικονομίας. Στην 1η παράγραφο αναφέρεται ότι το πρόσωπο που διατάσσει την διενέργεια αυτής της διαδικασίας είναι ο δικαστής και μόνο, παρέχοντάς μας έτσι εν πρώτοις την δικαστική εγγύηση καθ΄ όσον η διάταξη αυτή είναι απόλυτα αιτιολογημένη ως προς την αναγκαιότητά της. Ο Δικαστής λοιπόν επιβάλλει υποχρεωτικά την διενέργεια αυτής της πραγματογνωμοσύνης εφ’ όσον την θεωρήσει απολύτως αναγκαία εις βάρος του προσώπου – υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων του ανακριτικού μέτρου.

          Στην παράγραφο 2 του άρθρου 224 γίνεται μια σημαντική αναφορά στο περιεχόμενο της διάταξης, ότι επί ποινή ακυρότητας πρέπει να αναφέρονται η ταυτότητα του προσώπου και τα υπόλοιπα στοιχεία του, το ακριβές ποινικό αδίκημα, τους λόγους που καθιστούν απολύτως αναγκαία αυτήν την πραγματογνωμοσύνη και μεταξύ άλλων την ανακοίνωση του δικαιώματος προς το πρόσωπο – υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων να συνοδεύεται από τον υπερασπιστή δικηγόρο του ή και από κάποιον που εμπιστεύεται απόλυτα, διασφαλίζοντας έτσι στο έπακρον την δικονομική λειτουργία με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου.

                     Στην 3η παράγραφο γίνεται αναφορά στον επαρκή χρόνο που δίδεται στο πρόσωπο, για την δικονομική του προετοιμασία. Στην 4η παράγραφο του 224 c.p.p, απαγορεύεται να διενεργηθούν πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ζωή, την σωματική ακεραιότητα, την υγεία του προσώπου ή του αγέννητου παιδιού. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να εξάρουμε τον ιταλό νομοθέτη που κυρίαρχα προστατεύει την ζωή και την υγεία του ανθρώπου που τολμά να έρθει απέναντι απ΄την ποινική δικαιοσύνη και την ποινική καταστολή.

                Στην παράγραφο 5 του συγκεκριμένου άρθρου, αναδεικνύεται ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια και στο αίσθημα ντροπής του προσώπου που την υφίσταται και προτείνει τις λιγότερο επαχθείς πρακτικές κατά το ιταλικό κείμενο «sono prescelte le tecniche meno invasive» (επιλέγονται δηλαδή οι λιγότερο παρεμβατικές σε αυτά τα πεδία τεχνικές) στην διενέργεια αυτών των ανακριτικών μέτρων, αναδεικνύοντας την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

                     Στην παράγραφο 6 επισημαίνουμε την αρχή της αναγκαιότητας καθ΄ όσον έχουμε υποχρεωτικό φυσικό καταναγκασμό του μη συναινούντος προσώπου αλλά με την διευκρίνηση ότι αυτός ο καταναγκασμός είναι επιτρεπτός μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα της λήψης του υλικού. Πέραν αυτού του διαστήματος, θεωρείται αδικαιολόγητος και αθέμιτος. Στην 7η παράγραφο, η πράξη θεωρείται άκυρη, εάν κατά την διάρκεια της διαδικασίας λήψης του γενετικού υλικού το πρόσωπο δεν συμπαρίσταται με τον υπερασπιστή δικηγόρο του. Εδώ λοιπόν φαίνεται ότι ο νομοθέτης «απειλεί» με ακυρότητα το σύνολο της διαδικασίας, όταν παραβιάζεται το δικαίωμα συμπαράστασης με τον υπερασπιστή δικηγόρο τόσο πριν από την διενέργεια την λήψης γενετικού υλικού, όσο και κατά την διάρκεια αυτής. Μας εντυπωσιάζει η τήρηση των θεσμικών συνταγματικών εγγυήσεων του ιταλικού δικονομικού νόμου.

 

               Επανερχόμαστε στην 4η και τελευταία παράγραφο του άρθρου 201 του δικού μας ΚποινΔ :

  1. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις DNA στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παρ.2.

          Σημαντική η παρουσία στη χώρα μας, Διαπιστευμένων, χωρίς να κάνω διαφήμιση, από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης, εργαστηρίων, δικανικής και ιατρικής τεχνικής.

                Πολύ κρίσιμος και χρήσιμος ο ρόλος του πραγματογνώμονα – γενετιστή στην ποινική δίκη.

 

                Φίλες και φίλοι, πλείστες όσες οι αποφάσεις από το αρχείο του γραφείου μας που αφορούν ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, βιασμούς, γενετήσιες πράξεις κλπ…πραγματογνωμοσύνες, αναλύσεις DNA και …μεγάλη η εμπειρία όλων υμών πως απ’ αυτά τα αποτελέσματα μπορούμε να έχουμε μεταβολές στον νομικό χαρακτηρισμό αξιόποινων πράξεων ή εγκλημάτων, ανατροπές αποφάσεων και ιδιαίτερα αποφάσεων ΜΟΔ και ΜΟΕ.

            Δυσκολεύτηκα να επιλέξω δύο μόνο υποθέσεις του γραφείου μας για την οικονομία του χρόνου. Κριτήριό μου, ο νομικός χαρακτηρισμός Βιασμού στη μία υπόθεση, και Ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως στην άλλη, καθόσον και στις δυο σημαντικό ρόλο παίζει η ανάλυση DNA.

         Νεαρή Γιαπωνέζα τουρίστρια, προερχόμενη από την Θεσσαλονίκη, καταγγέλλει στην αστυνομία πως έπεσε θύμα βιασμού, φθάνοντας στο κέντρο των Αθηνών, πρωινές ώρες στις 19-2-2006. Την επόμενη ημέρα, 20-2-2006, η ιατροδικαστική εξέταση και έκθεση : « παρελήφθη κολπικό και πρωκτικό έκκριμα από την καταγγέλλουσα, δείγμα αίματος, τα οποία εστάλησαν στο εργαστήριο ανάλυσης D.N.A της υπηρεσίας ».

                 Την 1-3-2006, δέκα μέρες μετά δηλαδή, ακολουθεί η έκθεση ανάλυσης D.N.A, την οποία υπογράφει η βιοχημικός  Ι.Σ, με τον συμπέρασμα : « Δεν ανιχνεύθηκε σπερματικό υγρό στο κολπικό, ούτε στο πρωκτικό έκκριμα της καταγγέλλουσας και σύμφωνα με την ανάλυση DNA δεν υπάρχουν ενδείξεις για πρόσμειξη με βιολογικό δεύτερου ατόμου».

                  Οι αρχές ωστόσο ενεργοποιήθηκαν. Ο φερόμενος ως δράστης του βιασμού, συνελήφθη από το τμήμα ασφαλείας  Ηλιούπολης.  Ακολούθησε η διαδικασία, Εισαγγελέας, Ανακριτής. Του επεβλήθησαν περιοριστικοί όροι, τους οποίους παραβίασε. Ένταλμα συλλήψεως, φυλακές, και Φεβρουάριο του 2010 στο εδώλιο του Μ.Ο.Δ Αθηνών.

           Η Εισαγγελεύς της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου για το έγκλημα του βιασμού. Ακολούθησε η αγόρευση του ομιλούντος και μια σκληρή όντως αντιπαράθεση και εν τέλει η ομόφωνη αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου (138 και 198/2010) που βασίσθηκε κυρίαρχα στην ανάλυση DNA.

           Η δεύτερη απόφαση (496, 497, 498, 499 580/2021 ΜΟΔ Αθηνών) που αφορά κατηγορία για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Έχουμε έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεων 9-4-2020. Στις 21-4-2020 την έκθεση παρατήρησης οπτικού υλικού και ακολουθούν εκθέσεις λήψης βιολογικού υλικού αμέσως μετά την κάθε σύλληψη σε διάρκεια δυο μηνών. 

                      Συνελήφθησαν πέντε ανήλικοι, με τους δύο να έκλεισαν μόλις τα 18 έτη.

                   Η λήψη (παρειακό επίχρισμα) λαμβάνεται με τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφαλή λήψη του δείγματος προκειμένου αυτό να συγκριθεί στα εργαστήρια της διεύθυνσης εγκληματολογικών ερευνών με βιολογικό υλικό που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και στα πειστήρια που κατασχέθηκαν.

               Με την ένδειξη «επείγον» η ανακρίτρια ανηλίκων απευθύνεται προς την ΔΕΕ/Υποδιεύθυνση Βιολογικών και Βιοχημικών Αναλύσεων και Εξετάσεων.

      « Παρακαλούμε για την άμεση απάντησή σας, διότι στην δικογραφία εμπλέκονται προσωρινά κρατούμενοι. Επίσης, στη δικογραφία εμπλέκονται ανήλικοι κατηγορούμενοι και ως εκ τούτου πρέπει να διεξαχθεί κατ΄απόλυτη προτεραιότητα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.4689/2020.

                       Η ιδιαιτερότητα στην αντιμετώπιση του ανηλίκων, έστειλε τον φάκελο με την κατηγορία της ληστείας κατά συναυτουργία στο δικαστήριο ανηλίκων. Τους δυο μεγαλύτερους, στο ΜΟΔ Αθηνών. Με τον έναν εκ των δύο, με την ίδια κατηγορία, ληστεία κατά συναυτουργία, και τον δεύτερο, με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ληστεία κατά συναυτουργία και οπλοχρησία. Και εδώ λοιπόν βλέπουμε ότι η ανάλυση DNA έδωσε μια διαβάθμιση στον νομικό χαρακτηρισμό για τον καθένα ξεχωριστά.

                       Πράγματι, θεωρητικά και εν τοις πράγμασι, αναφύονται δικονομικά ζητήματα στις εν εξελίξει ποινικές υποθέσεις και αφορούν το δικό μας θέμα : ΑΝΑΛΥΣΗ DNA. Γι΄αυτό και καλούμε τον νομοθέτη, εν προκειμένω τον δικονομικό. Υπάρχει περιθώριο για νομοθετικές τροποποιήσεις και βελτιώσεις στο ποινικοδικονομικό μας σύστημα.

             Ο Σεβασμός μας κύριε Πρόεδρε, προς τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, δεδομένος.

               Εμείς, από το μικρό έδρανο ως συλλειτουργοί, υπερασπιζόμεθα τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και τις δικονομικές εγγυήσεις. Είναι χρέος μας. Ας είναι πάντα ο δικός μας στοχασμός !

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΦΑΚΕΛΟΥ

     Η κάτωθι υπογράφουσα ΚΑΛΑΜΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ βεβαιώνω ότι σήμερα Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023 παρέλαβα τον αστικής φύσεως φάκελό μου από το Δικηγορικό Γραφείο και Συνεργατών και ουδεμία εκκρεμότητα υφίσταται.

                                             Αθήνα, 30-6-2023

 Η παραδίδουσα Δικηγόρος                                     Ο παραλαβών

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΛΥΣΙΓΑΚΗ ΧΑΛΚΙΔΑ Απολογία κατηγορουμένου, προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης, περάτωση της κύριας ανακρίσεως μετά τις τροποποιήσεις του ΚΠΔ.

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΩΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

Χαλκίδα, 19-20/03/2022

ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: Δέσποινα Δ. Λυσιγάκη, Δικηγόρος

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ: Απολογία κατηγορουμένου, προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης, περάτωση της κύριας ανακρίσεως μετά τις τροποποιήσεις του ΚΠΔ.

 

1.Εισαγωγικά Προλεγόμενα

Με την παρούσα εισήγηση θα γίνει μία συνοπτική αναφορά στις διατάξεις που αφορούν α)την απολογία του κατηγορουμένου, β)τις προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης καθώς και γ)την περάτωση της κύριας ανάκρισης μετά τις τροποποιήσεις  του ΚΠΔ όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τα νομοθετήματα 4620/2019 και 4855/2021. Τα εν λόγω νομοθετήματα τροποποίησαν μερικώς αλλά ουσιαστικώς αρκετές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προσπαθώντας να εναρμονιστούν και με τις συνταγματικές αρχές αλλά και με τις αρχές της ποινικής δίκης αλλά κυρίως να βοηθήσουν και να ενισχύσουν το σκοπό της που είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

Αρχικώς θα αναλυθούν οι τροποποιήσεις που έχουν επέλθει στην απολογία του κατηγορουμένου και κυρίως στην υποχρεωτικότητα παράστασης των ανήλικων δραστών με συνήγορο. Ακολούθως θα παρουσιαστεί η τροποποίηση της επιβολής προσωρινής κράτησης ενώ η εισήγηση θα ολοκληρωθεί με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τους Ν. 4620/2019 και 4855/2021 σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης.

 

  1. Η απολογία του κατηγορουμένου και η δυνατότητα παράστασής του με συνήγορο

Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 99 του ΚΠΔ το οποίο ορίζει τα ακόλουθα: «1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του, ακόμη και σ’ αυτήν που γίνεται σε αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους, να παρίσταται με συνήγορο. Γι` αυτό το σκοπό καλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική ενέργεια.

  1. Επιτρέπεται σύντμηση της προθεσμίας αυτής, αν από την αναβολή δημιουργείται κίνδυνος που η ύπαρξή του βεβαιώνεται ειδικά με έκθεση του ανακριτή ή του ανακριτικού υπαλλήλου.
  2. Ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο στον κατηγορούμενο για κακούργημα, εκτός αν ο τελευταίος δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμά του αυτό. Την ίδια υποχρέωση έχει και στα πλημμελήματα, αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος για κακούργημα ή πλημμέλημα είναι ανήλικος, ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να του διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, χωρίς τη δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα αυτό.
  3. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του. Η επικοινωνία αυτή είναι απολύτως απόρρητη.

Το άρθρο αυτό σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο παρουσιάζει διαφοροποιήσεις ως προς την υποχρεωτικότητα διορισμού συνηγόρου τόσο σε κακουργήματα όσο και σε πλημμελήματα αλλά και της εξασφάλισης του απορρήτου της επικοινωνίας  κατηγορουμένου-συνηγόρου. Μάλιστα το άρθρο αυτό το οποίο επαναλαμβάνει το γράμμα του άρθρου 100 ΚΠΔ ρυθμίζεται το δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο ενώ στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού ενσωματώνεται η αξίωση της παραγράφου 4 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ και προστίθεται στο γράμμα του ότι η επικοινωνία του κατηγορουμένου με το συνήγορό του είναι απολύτως απόρρητη,  καθώς τούτο εναρμονίζεται πλήρως με τις αξιώσεις δικαιότητας και δικαιοκρατικότητας της ποινικής διαδικασίας. Στο επόμενο νομοθέτημα έγιναν προσθήκες σχετικά με την περίπτωση των ανηλίκων δραστών. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 99 και δη στην 3η παράγραφο αυτού προστίθεται και τρίτο εδάφιο στο οποίο ο ανακριτής υποχρεούται πλέον σε ανήλικους δράστες είτε αυτοί διώκονται για κακούργημα είτε για πλημμέλημα να διορίζει συνήγορο χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα του ανήλικου κατηγορουμένου να παραιτηθεί από αυτό. Μάλιστα στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου γράφεται ότι: «Η τροποποίηση του άρθρου 99 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αποσκοπεί να συμπληρώσει την πρόβλεψη που υφίσταται ως προς το δικαίωμα παράστασης και του ανηλίκου κατηγορουμένου με συνήγορο κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης, καθώς και να εναρμονιστεί με την διατύπωση της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Ν. 4689/2020 (που ενσωματώνει ευρωπαϊκή οδηγία) και που προβλέπει τη συνδρομή από δικηγόρο σε ανήλικους δράστες σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας».

Εξάλλου η προσθήκη αυτή πέραν από την εναρμόνισή της με την ευρωπαϊκή οδηγία περί της συνδρομής συνηγόρου σε ανήλικους δράστες εναρμονίζεται πλήρως και με τις συνταγματικές μας επιταγές και δη με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας αλλά και το δικαίωμα ακρόασης το οποίο απορρέει από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Η προσθήκη όμως αυτή εναρμονίζεται πλήρως κυρίως με το δικαίωμα απόδειξης σύμφωνα με το οποίο ο διάδικος της ποινικής δίκης έχει το δικαίωμα προς απόδειξη των ισχυρισμών του να προσάγει κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο ή (και) να ζητήσει την εξέταση κάθε τέτοιου μέσου με την ενέργεια πράξεων συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού. Ορθά λοιπόν η ποινική δικονομία αντιμετωπίζει στην εν λόγω διάταξη της και με την τελευταία τροποποίηση  τους ανήλικους δράστες ως ιδιαίτερες οντότητες άξιες σεβασμού και διαφορετικής μεταχειρίσεως έναντι των ενηλίκων. Την ιδιαίτερη μεταχείριση αυτή μπορεί να εξασφαλίσει η υποχρεωτική παρουσία του συνηγόρου η οποία παρέχει τα εχέγγυα και της εξατομικευμένης αντιμετώπισης του κάθε ανηλίκου δράστη η οποία θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις συνθήκες τελέσεως των παραβατικών του πράξεων, τα αίτια που οδήγησαν στην τέλεση αυτών, το οικογενειακό του περιβάλλον, τον κύκλο της συναναστροφής του, το βαθμό της κοινωνικοψυχολογικής του ωρίμανσης και την όλη δομή της προσωπικότητάς του. Εξάλλου ως μη ξεχνάμε ότι οι ανήλικοι στην κοινωνία του σήμερα αποτελούν μία πληθυσμιακή ομάδα με εξέχουσα σημασία καθώς αναμφίβολα καλούνται να συμβάλλουν στην αναμόρφωση και την εξυγίανση της κοινωνικής πραγματικότητας.

  1. Οι προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 282 ΚΠΔ το οποίο τιτλοφορείται «Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων» σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι: 1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι ή κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, υπό τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων. 2. Ο σκοπός των περιοριστικών όρων, του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της προσωρινής κράτησης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης. 3. Περιοριστικοί όροι επιβάλλονται εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για την εκπλήρωση των σκοπών της παρ. 2 και αν αυτοί δεν επαρκούν επιβάλλεται κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση και αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές τότε μόνο εκδίδεται ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης.

Αρχικά να πούμε ότι με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της εν λόγω διάταξης (Ν. 1128/1981, 2207/1994, 2408/1996 κλπ) καθίσταται φανερή η μεταρρυθμιστική βούληση του νομοθέτη προς την κατεύθυνση του περιορισμού της επιβολής της προσωρινής κράτησης σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Οι σημαντικότερες αλλαγές στην εν λόγω διάταξη επήλθαν με το Ν. 4620/2019 ενώ με την αμέσως επόμενη τροποποίηση του Ν. 4855/2021 επήλθε διαγραφή της λέξης «οι» το οποίο προσδιόρισε τους περιοριστικούς όρους της παραγράφου 3 της διάταξης 282 ΚΠΔ η οποία με βάση την αιτιολογική έκθεση του νόμου έγινε για λόγους ορθότερης διατύπωσης.

Η νομιμοποίηση της προσωρινής κράτησης στο χώρο της ποινικής δίκης απορρέει από τον ίδιο τον αμιγώς δικονομικό σκοπό που καλείται να υλοποιήσει ή να προωθήσει, δηλαδή την ομαλή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας. Εξάλλου από τους σκοπούς της επιβολής της προσωρινής κράτησης μπορούμε να αντλήσουμε τις απαντήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις επιβολής της. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

1)Δίωξη για κακούργημα (δηλαδή για πράξη [που τιμωρείται με ποινή κάθειρξης) ή για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. Μπορεί η αναφορά των εν λόγω αδικημάτων να έχει απαλειφθεί από την εν λόγω διάταξη αλλά προκύπτει αναλογικά από το περιεχόμενο των αμέσως επόμενων διατάξεων και δη της διάταξης του άρθρου 292 ΚΠΔ όπου μιλά για τη διάρκεια και τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης τα οποία διαφοροποιεί ανάλογα με το τελεσθέν έγκλημα.

2)Συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Η προϋπόθεση αυτή είναι κοινή για την επιβολή περιοριστικών όρων, ή ηλεκτρονικής επιτήρησης ή τέλος προσωρινής κράτησης και ανταποκρίνεται στην «εύλογη υπόνοια» που κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περίπτωση γ της ΕΣΔΑ τίθεται ως προϋπόθεση για την κράτηση του κατηγορουμένου, αλλά και στη λειτουργία του τεκμηρίου της αθωότητας. Μόνη ωστόσο η συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης αλλά θα συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις αφενός του κινδύνου τέλεσης και άλλων αδικημάτων και αφετέρου της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Σοβαρές είναι οι ενδείξεις όταν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι την έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης προκύπτει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης του διωκόμενου εγκλήματος. Στον αντίποδα σοβαρές δεν μπορεί να θεωρηθούν οι ενδείξεις όταν αυτές καθ’ εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου ενώ κλονίζονται και από άλλα αποδεικτικά μέσα που έχουν εισφερθεί στην προδικασία.

3)Εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου σε οιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Η προϋπόθεση λοιπόν αυτή δεν είναι απλά μία ενδιάθετη κατάσταση αλλά μία εμπειρικά διαπιστώσιμη συμπεριφορά η οποία μάλιστα εξειδικευόταν στην προϊσχύσασα διάταξη και δη στην παράγραφο 4 της διάταξης 282 ΚΠΔ. Έτσι το δικαστικό όργανο που διατάσσει την προσωρινή πρέπει να αιτιολογεί τον κίνδυνο μη παράστασης στα στάδια της ποινικής διαδικασίας και εν τέλει στην αδυναμία εκτέλεσης μίας πιθανής καταδικαστικής απόφασης με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αιτιοκρατικά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι φαίνεται ως εξαιρετικά πιθανή η μη παρουσία του κατηγορουμένου. Φαίνεται λοιπόν εδώ πως η εν λόγω προϋπόθεση αναδιατυπώνει κάπως την παλαιότερη προϋπόθεση περί κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου ορθότερα καθώς αυτό που πραγματικά επιδιώκεται με το έσχατο μέτρο της στέρησης της ελευθερίας μέσω της προσωρινής κρατήσεως δεν είναι άλλο από την εξασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου και εν τέλει την εκτέλεση της εκάστοτε εκδοθείσας απόφασης.

4)Αποτροπή κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων: Η κρίση για τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής συνιστά μία προγνωστική απόφαση, που έχει ως αντικείμενο την ύπαρξη παρόντος κινδύνου τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων. Ενόψει του ότι τα περιθώρια ελεύθερων εκτιμήσεων και αφηρημένων αξιολογήσεων σε σχέση με την προϋπόθεση αυτή είναι υπαρκτά η προϋπόθεση αυτή χρειάζεται πολύ μεγάλη προσωρινή από τα δικαστικά όργανα. Μία κάποια εξισορρόπηση φαίνεται να δίνει η επιτακτική ανάγκη ύπαρξης ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένου εντάλματος προσωρινής κράτησης.

Τέλος στις προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να εντάξουμε και την εξάντληση από μέρους της δικαστικής αρχής τόσο των περιοριστικών όρων εν συνεχεία του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και εφόσον δεν μπορούν να επιτελέσουν τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας να επιβληθεί το έσχατο μέσο της προσωρινής κρατήσεως.

  1. Περάτωση κύριας ανακρίσεως

Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 ΠΚ όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα νομοθετήματα 4620/2019 και 4855/2021 ορίζεται ότι: «1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για τον σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, μέσα σε δύο (2) μήνες ή, αν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε τρεις μήνες υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Ο εισαγγελέας, εφόσον στη δικογραφία που του διαβιβάστηκε από τον ανακριτή μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης υπάρχουν κατηγορούμενοι κατά των οποίων έχει εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης, οφείλει εντός μηνός να υποβάλει πρόταση στο συμβούλιο, για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του.
2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει τη σχετική πρόταση, πριν την υποβάλει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.
3. Η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου με διαταγή του εισαγγελέα, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 322. Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν δεχτεί την προσφυγή, να διατάξει είτε να υποβληθεί η προσφυγή στο συμβούλιο είτε να συμπληρωθεί η ανάκριση, που περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου. Η παρ. 1 του άρθρου 245 εφαρμόζεται αναλόγως. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για την συνέχιση ή όχι της προσωρινής κράτησης, καθώς και για την διατήρηση ή όχι των περιοριστικών όρων.
4. Στην περίπτωση της παρ. 1 ο ανακριτής οφείλει, πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 100, 107 και 108. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να διορίσουν αντίκλητο δικηγόρο από τους διορισμένους στην έδρα του ανακριτή, και σε αυτόν γίνεται η γνωστοποίηση. Αν όμως οι διάδικοι κατοικούν έξω από την έδρα του ανακριτή, η γνωστοποίηση γίνεται μόνο αν έχουν διορίσει αντίκλητο.
5. Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, εφαρμόζονται αναλόγως τα εδάφια πρώτο, τέταρτο και πέμπτο της παρ. 3 του άρθρου 245.».

Έτσι λοιπόν οι αλλαγές που επήλθαν είναι η διαγραφή του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 σχετικά με την περάτωση της κύριας ανάκρισης στην περίπτωση των ανηλίκων δραστών. Μεταβολή η οποία οφείλεται στην ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας και αποτροπής του ενδεχόμενου λήξεως του χρόνου προσωρινής κράτησης του ανηλίκου πριν αυτός δικαστεί για την πράξη του αυτή. Ακόμη στην παράγραφο 3 προστέθηκε με σκοπό την κάλυψη κενού και τέταρτο εδάφιο το οποίο προέβλεπε την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 245 ΚΠΔ το οποίο ορίζει τους τρόπους περάτωσης της κύριας ανάκρισης επί πλημμελημάτων η οποία περατώνεται: α)με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ)με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή όταν πρόκειται για κακούργημα. Τέλος τροποποιήθηκε και η παράγραφος 5 ως προς τις αναλογικά εφαρμοζόμενες διατάξεις οι οποίες και πάλι παραπέμπουν στη διάταξη 245 ΚΠΔ και συγκεκριμένα προβλέπουν ότι αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η δικογραφία τίθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Κατά δε το εδάφιο 4 και 5 ορίζεται ότι: «Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε άγνωστος».

 

5.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι ανωτέρω τροποποιήσεις όπως αναπτύχθηκαν εκτενώς ανωτέρω κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση καθώς στην πλειονότητά τους ενισχύουν το βασικό σκοπό και ρόλο της ποινικής δίκης που δεν είναι άλλος από την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Τέλειώνοντας την παρούσα εισήγησή μου θα ήθελα να σταθώ στο θέμα των ανηλίκων δραστών και στην ειδική πρόβλεψη αυτού στο άρθρο 99 ΚΠΔ καθώς θα πρέπει να έχουν υπόψιν μας ότι τα βασικά στοιχεία που διακρίνουν τους ανηλίκους δράστες όπως η εύκολα διαμορφώσιμη προσωπικότητά τους αλλά και η δυνατότητα βελτίωσης της διαπαιδαγώγησης τους επιτρέπουν το χαρακτηρισμό τους ως την ελπίδα για την εκ νέου θεμελίωση ενός πιο αξιοκρατικού, δίκαιου κοινωνικού οικοδομήματος.

 

 

 

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Προστασία του Περιβάλλοντος και Διοικητική Νομολογία – Η αντιμετώπιση της προσβολής του περιβάλλοντος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια – Αλληλεπίδραση με την νομολογία των Πολιτικών Δικαστηρίων “

 

 

                                                                                                                 Σταυρούλα Χατζοπούλου

                                                                                                                            Εφέτης Δ.Δ. στο

                                                                                                              Διοικητικό Εφετείο Αθηνών

                                                                 ***************

 

            Αρχικά, θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο κ. Γιάννη Γλύκα και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων για την τιμή που μου έκαναν να συμμετέχω ως εισηγήτρια στις εργασίες του 21ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ένωσης, με θέμα την προστασία του περιβάλλοντος ως επιστημονικό και δικαιοπολιτικό ζήτημα και, μεταξύ άλλων, την αντιμετώπιση της προσβολής του περιβάλλοντος από την διοικητική νομολογία, τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσων και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στα οποία υπηρετώ. Η βαρύνουσα σημασία του θέματος του παρόντος Συνεδρίου είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη,  ενόψει και του γεγονότος ότι οι εργασίες του Συνεδρίου πραγματοποιούνται εδώ στην Εύβοια, που επλήγη από τις καταστροφικές πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού.

            Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσβολή του περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται σε επίπεδο διοικητικής δικαιοσύνης με τη δυνατότητα ασκήσεως των προσηκόντων ενδίκων βοηθημάτων, ήτοι τόσο με την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων, όταν τα τελευταία δικάζουν σε ακυρωτικό σχηματισμό συγκεκριμένες κατηγορίες πράξεων των διοικητικών αρχών, όσο και με την άσκηση προσφυγής, αλλά και αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων.

            Η αίτηση ακύρωσης αποτελεί το κατεξοχήν ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ακυρωτική δίκη συνιστά μια “δίκη κατά μιας πράξης” στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται η ισχύς των ατομικών ρυθμίσεων ή των γενικών και αφηρημένων κανόνων δικαίου τους οποίους θεσπίζουν οι ατομικές και κανονιστικές διοικητικές πράξεις, αποβλέπει δε στη διασφάλιση της θεμελιώδους στο δημόσιο δίκαιο αρχής της νομιμότητας. Στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης ο δικαστικός έλεγχος είναι έλεγχος νομιμότητας της διοικητικής πράξης.

            Προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη προσωπικού, άμεσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Ενδεικτικό της σημασίας που δίνεται από το Δικαστήριο στο θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί το γεγονός ότι στις περιβαλλοντικές διαφορές διευρύνεται η έννοια του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης ακύρωσης. Έχει υποστηριχθεί δε ότι προσεγγίζει την λαϊκή αγωγή (actio popularis), ιδίως λόγω της φύσης του προστατευομένου εννόμου αγαθού, που καθιστά το περιβάλλον όχι μόνο προσωπικό, αλλά και συλλογικό έννομο αγαθό και το δικαίωμα στο περιβάλλον ένα υπερατομικό κοινωνικό δικαίωμα (Ολομ.Σ.τ.Ε.2274/2000). Ο αείμνηστος καθηγητής Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος υποστήριζε ότι είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη η διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος στις περιβαλλοντικές διαφορές, να μην φτάσει όμως στο σημείο το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης να καταστεί λαϊκή αγωγή. Ως παράδειγμα για την διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος, σας αναφέρω την περίπτωση όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον όταν οι αιτούντες επικαλούνται μόνη της ιδιότητα τους ως Έλληνες πολίτες, ενδιαφερόμενοι για την προστασία του περιβάλλοντος. Κρίθηκε, δηλαδή, ότι δεν έχουν το ειδικό έννομο συμφέρον που απαιτείται για να προσβάλλουν το π.δ/γμα που επιτρέπει τη δόμηση κατοικιών με όρους τουριστικών καταλυμάτων (με μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης), διότι δεν προβάλλουν ότι ανήκουν σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο από τους λοιπούς Έλληνες ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος (Σ.τ.Ε.858/2008). Αντιθέτως, σε περίπτωση προσβολής κανονιστικών πράξεων, που η ισχύς τους εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια και με τις οποίες τίθενται γενικοί όροι και προϋποθέσεις δόμησης, εφαρμοστέοι σε αόριστο κύκλο περιπτώσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι οποιοσδήποτε πολίτης, ισχυριζόμενος ότι οι όροι αυτοί είναι βλαπτικοί για το περιβάλλον, έχει έννομο συμφέρον για την προσβολή τους, προκειμένου να κριθεί ευθέως, δεδομένου ότι μιλάμε για ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο, η νομιμότητα τους.

            Στα θέματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος προϋποτίθεται η διενέργεια στάθμισης, από την μία της προστασίας του περιβάλλοντος, που έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικολογική ισορροπία  και η διαφύλαξη των φυσικών πόρων προς χάριν και των επόμενων γενεών και από την άλλη της οικονομικής ανάπτυξης, της αξιοποίησης του εθνικού πλούτου, της ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης και της εξασφάλισης εργασίας στους πολίτες. Στο σημείο αυτό, κατά την άσκηση του ακυρωτικού ελέγχου ο δικαστής θα εξετάσει αν η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), που αποτελεί το βασικό μέσο εφαρμογής των αρχών της πρόληψης και της προφύλαξης ανταποκρίνεται προς τις απαιτήσεις του νόμου και αν το περιεχόμενο της είναι σε τέτοιο βαθμό επαρκές, ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα να διακριβώνουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και τις συνέπειες του έργου ή της δραστηριότητας και να εκτιμούν αν η πραγματοποίηση του είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας και τις συνταγματικές επιταγές, καθώς και αν το προσδοκώμενο από αυτό όφελος τελεί σε σχέση αναλογίας με την τυχόν επαπειλούμενη βλάβη του φυσικού περιβάλλοντος.

            Συνεπώς, εκείνο το οποίο πρέπει να διερευνήσετε ως συνήγοροι όταν εντολέας σας, ζητά να ασκήσετε αίτηση ακύρωσης π.χ. κατά υπουργικής απόφασης περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων κάποιου έργου από το οποίο θεωρεί ότι βλάπτεται ή κατά της άδειας εγκατάστασης, συνήθως κάποιας βιομηχανικής μονάδας, είναι εάν έχουν εγκριθεί οι οικείοι περιβαλλοντικοί όροι και αν έχει εκπονηθεί Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων η οποία να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η εξήγηση για την τελευταία περίπτωση είναι προφανής, η έλλειψη επαρκούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι λόγος ακυρώσεως. Οπότε σε περίπτωση μη νόμιμης αιτιολογίας μιας Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων έχετε σοβαρές πιθανότητες να κερδίσετε την ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης. Ενδεικτική είναι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το θέμα της ύπαρξης και του ελέγχου της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων: 1) Σ.τ.Ε.551/2015, ζητήθηκε η ακύρωση της Υ.Α. περί εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων της εγκατάστασης μεταλλείων χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής. Κρίθηκε αφενός ότι το έργο θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη στη τοπική οικονομία (περιφερειακή ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας, αύξηση των εξαγωγών) και αφετέρου ότι η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων παρίστατο πλήρως αιτιολογημένη, δεδομένου ότι προτεινόταν ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό σχέδιο συστηματικής αντιμετώπισης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών προβλημάτων, 2) Σ.τ.Ε.2050/2019, ακυρώθηκε η άδεια εγκατάστασης μονάδας αποθήκευσης και διακίνησης υγραερίου στην περιφέρεια του Δήμου Κορινθίων, διότι κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι ακόμη και αν επιτρεπόταν από τις σχετικές διατάξεις του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου η έκδοση αδειών για την εγκατάσταση τέτοιου είδους βιομηχανικών επιχειρήσεων στις ρυθμιζόμενες από αυτό περιοχές, η πράξη έγκρισης του Γ.Π.Σ. έπασχε, διότι δεν είχε προηγηθεί της έγκρισης του η διενέργεια Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικής Εκτίμησης. Βλέπουμε, δηλαδή, εδώ ότι ακυρώθηκε μια διοικητική πράξη, όχι μόνο για τις τυχόν δυσμενείς συνέπειες που θα επιφέρει στο περιβάλλον, οι οποίες είναι κάτι παραπάνω από προφανείς, μιλάμε για αποθήκευση και διακίνηση  υγραερίου, αλλά γιατί έπασχε το νόμιμο έρεισμα για την έκδοση της, δηλαδή η πράξη έγκρισης του Γ.Π.Σ., λόγω μη διενέργειας Σ.Μ.Π.Ε., 3) Σ.τ.Ε.1189/2021,  ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση και λειτουργία σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων φέρει νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, 4) Σ.τ.Ε.895/2021, αφορά την έγκριση και χωροθέτηση ζωνών ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού – Αγίου Κοσμά και των περιβαλλοντικών τους όρων, κρίθηκε δε από το Δικαστήριο ότι η οικεία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ήταν πλήρως αιτιολογημένη.

            Πέραν, όμως, της υποχρέωσης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, από την ίδια τη συνταγματική διάταξη, δηλαδή το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση του Κράτους και για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι αυτό υποχρεούται να λαμβάνει τα ιδιαίτερα προληπτικά ή προστατευτικά μέτρα προς διαφύλαξη αυτού, ενώ κατά την παρ. 6 της ίδιας ως άνω διάταξης τα μνημεία και οι παραδοσιακές περιοχές και στοιχεία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Συνεπώς, καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και των στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας (Σ.τ.Ε.65/2020, 2024/2015). Η προστασία αυτή έχει ως περιεχόμενο, αφενός τη διατήρηση στο διηνεκές των μνημείων και των λοιπών στοιχείων και αφετέρου την επιβολή των αναγκαίων περιορισμών ή ειδικών μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, αλλοίωσης ή υποβάθμισης των μνημείων και του χώρου που τα περιβάλλει, προκειμένου να επιτραπεί η ανάδειξη των μνημείων σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα (Σ.τ.Ε.3284/2004, 1784/2003). Επομένως, κάθε επέμβαση πλησίον μνημείου πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποβλέπει στην προστασία και την ανάδειξη αυτού και να ενεργείται ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του είδους του μνημείου και επί τη βάσει των δεδομένων της επιστήμης. Δεν είναι επιτρεπτές επεμβάσεις και χρήσεις μη συμβατές προς τον χαρακτήρα και την κατά προορισμό χρήση του μνημείου (Σ.τ.Ε.2540/2005).

            Σε εκτέλεση του άρθρου 24 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν.3028/2002, με τον οποίο θεσπίστηκε το ειδικότερο πλαίσιο της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα, με σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, με το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο που μπορεί να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, ενώ η εγκατάσταση, ή η λειτουργία βιομηχανικής επιχείρησης, η τοποθέτηση τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων, η επιχείρηση οποιουδήποτε τεχνικού έργου, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα πλησίον αρχαίου μνημείου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Υπουργού Πολιτισμού, που εκδίδεται ύστερα από γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.). Η έγκριση χορηγείται μόνο αν η απόσταση από ακίνητο μνημείο ή σε σχέση με αυτό είναι τέτοια, ώστε να μην κινδυνεύει να επέλθει άμεση ή έμμεση βλάβη αυτού λόγω του χαρακτήρα του έργου, της επιχείρησης ή της εργασίας. Συνεπώς, ο Υπουργός Πολιτισμού, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση τελέσεως έργου πλησίον ακινήτου μνημείου αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις, που θα έχει η εκτέλεση του έργου στο μνημείο. Η αιτιολογία της χορηγούμενης έγκρισης ελέγχεται και για να είναι πλήρης πρέπει να περιέχει: α) περιγραφή των προστατευτέων μνημείων, β) περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των μνημείων (Σ.τ.Ε.453/2020, 2916/2012, 4492/2009). Ενδεικτικώς, βάσει των προαναφερθέντων: 1) Σ.τ.Ε.1619/2021,  απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης μη έγκρισης μίσθωσης θαλάσσιου χώρου 40 στρεμμάτων για τη δημιουργία μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας σε απόσταση 400 μέτρων από τη νησίδα Ψείρα του Δήμου Σητείας, η οποία αποτελεί κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο δεδομένου ότι υπάρχουν μινωϊκές οικίες και νεκροταφεία, διότι κρίθηκε ότι η εν λόγω εγκατάσταση θα προκαλούσε οπτική βλάβη και θα υποβάθμιζε αισθητικά τα μνημείο, 2) Σ.τ.Ε.1791/2020, απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για έγκριση εγκατάστασης σταθμού βάσης κινητής τηλεφωνίας κοντά στην Ακρόπολη και το χερσαίο μεσαιωνικό τείχος της Καβάλας, διότι κρίθηκε ότι προκαλείται έμμεση βλάβη, που συνίσταται στην αλλοίωση του τοπίου και στη διάσπαση της αισθητικής ενότητας του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων.

            Εξάλλου, οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος ενισχύονται και από Διεθνείς Συνθήκες, που, αποτελώντας πηγή του δικαίου, μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά τον δικαστή στη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης. Π.χ. Η Διεθνής Σύμβαση των Παρισίων του 1972 ή η Διεθνής Σύμβαση της Γρανάδας, αλλά και πιο πρόσφατα νομοθετήματα του Διεθνούς Δικαίου.

            Σημαντικός είναι, βέβαια, και ο ρόλος που διαδραματίζουν τα Διοικητικά Εφετεία στο ζήτημα της αντιμετώπισης της προσβολής του περιβάλλοντος, όταν εκδικάζουν τις αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν: α) την τακτοποίηση, προσκύρωση και αναλογισμό αποζημίωσης ακινήτων, καθώς και την εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών, β) τον χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαιρέτων, γ) την έκδοση οικοδομικών αδειών και δ) τον χαρακτηρισμό εκτάσεων και την κήρυξη αυτών ως αναδασωτέων.

            Βαρύνουσα σημασία έχει η περίπτωση της εκδίκασης των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των αποφάσεων κήρυξης δημόσιων ή ιδιωτικών δασικών εκτάσεων ως αναδασωτέων. Περίπτωση που καθίσταται τρομερά επίκαιρη, εάν αναλογιστούμε ότι οι εργασίες του Συνεδρίου πραγματοποιούνται στην Εύβοια, που επλήγη ανεπανόρθωτα από τις πυρκαγιές το περασμένο καλοκαίρι και σίγουρα έχει ανακύψει το ζήτημα της κήρυξης των καμμένων δασικών εκτάσεων ως αναδασωτέων. Επί σχετικών αιτήσεων ακυρώσεως τα Διοικητικά Εφετεία έχουν κρίνει επί ειδικών ζητημάτων, πάντοτε με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος.

            Στη κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων, σύμφωνα με το ν.998/1979 κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Ενδεικτικώς, τα Διοικητικά Εφετεία έχουν κρίνει:

  • Η απόφαση περί αναδάσωσης πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης ως δάσους ή δασικής.
  • Η κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, αναγόμενων στον χαρακτήρα της έκτασης ως δασικής και στο πραγματικό γεγονός της εκχέρσωσης ή της πυρκαγιάς. Μπορεί η κήρυξη να αποτελεί ενίοτε συνέπεια υπαίτιων ενεργειών του διοικούμενου, η υπαιτιότητα του τελευταίου, όμως, δεν είναι κατά νόμο κρίσιμο στοιχείο για τη κήρυξη της αναδάσωσης. Συνεπώς, προ της εκδόσεως της απόφασης περί κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας δεν απαιτείται ως ουσιώδης τύπος η προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου σε ακρόαση (Δ.Ε.Α.2408/2018, 2108/2017, 722/2016).
  • Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της έκτασης δεν επιδρά στην υποχρέωση προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος από το κράτος, που πηγάζει από τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος.
  • Το μέτρο της αναδάσωσης υπαγορευόμενο, ειδικότερα, από το δημόσιο συμφέρον της προστασίας του δασικού πλούτου της χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος, εναρμονίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η προστασία της ιδιοκτησίας δεν κωλύει τη λήψη του μέτρου της αναδάσωσης, που αποσκοπεί στην ανάκτηση της δασικής μορφής, που είχαν κατά το παρελθόν και στην επαναδημιουργία και λειτουργία σε αυτές του κατεστραμμένου δασικού οικοσυστήματος (Δ.Ε.Α.2408/2018, πρβλ Σ.τ.Ε.3961/2014, 4470/2010, 2519/2009).
  • Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος, η κήρυξη μιας έκτασης ως αναδασωτέας είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση και δεν επαφίεται στη διακριτική της ευχέρεια (Σ.τ.Ε.2628/2016). Συνεπώς, ισχυρισμός ότι η κήρυξη έκτασης ως αναδασωτέας προσκρούει στην αρχή της χρηστής διοίκησης απορρίπτεται (Δ.Ε.Α.3317/2017).

            Διαφοροποίηση, όμως, προς τα ανωτέρω, εισήγαγε η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2499/2012, με την οποία κρίθηκε αν επιτρέπεται η εγκατάσταση αιολικών σταθμών ενέργειας σε αναδασωτέες εκτάσεις. Στην εν λόγω περίπτωση το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού έλαβε υπόψη ότι κατά τα άρθρα 45, 58 και 59 του ν.998/1979, όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί, μεταξύ των επιτρεπόμενων επεμβάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις είναι η κατασκευή υποσταθμών και κάθε τεχνικού έργου που αφορά την υποδομή και εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τα συνοδά έργα, έκρινε ότι, παρά την απόλυτη διατύπωση του άρθρου 117 του Συντάγματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις  θα είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών, λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Συνεπώς, και εφόσον το συγκεκριμένο έργο απέβλεπε στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, είναι συνταγματικώς ανεκτές οι διατάξεις, όταν η επέμβαση περιορίζεται στα τμήματα μόνο της έκτασης που είναι αναγκαία για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών και των συνοδών έργων, η δε υπόλοιπη έκταση διατίθεται για την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης.

            Εύλογα, όμως, μπορεί να προβληματιστεί κάποιος. Πως κρίνεται ποια τμήματα της κάθε έκτασης είναι τα αναγκαία? Γιατί επιτρέπεται αυτού του είδους η επέμβαση όταν οποιαδήποτε άλλη επέμβαση σε αναδασωτέα έκταση απαγορεύεται από την ίδια τη συνταγματική διάταξη, η απόλυτη διατύπωση της οποίας γίνεται εκ προοιμίου δεκτή από το Δικαστήριο? Η ενέργεια ανάγεται σε υπέρτερο δημόσιο σκοπό, αλλά τι γίνεται με το περιβάλλον, που έχει συνταγματικά θεσμοθετηθεί και νομολογιακά κριθεί ως υπέρτατο κοινωνικό αγαθό?

            Περαιτέρω, πρέπει να αναφερθούμε και στις αιτήσεις ακυρώσεως που εκδικάζονται από τα Διοικητικά Εφετεία και αφορούν την έκδοση ή την αναθεώρηση οικοδομικών αδειών. Στις περιπτώσεις αυτές έχει κριθεί ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Οργανισμού, με τις οποίες οριοθετούνται οι επιτρεπόμενες επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος κατά την ανέγερση οικοδομής πρέπει να ερμηνεύονται ενόψει και της κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή τους να κατατείνει στην ανέγερση κτιρίων εναρμονιζομένων, κατ’ αρχήν, προς το φυσικό ανάγλυφο και τη μορφολογία του εδάφους, που αποτελούν στοιχεία του προστατευόμενου φυσικού περιβάλλοντος και να αποκλείεται η δόμηση με σημαντικές επεμβάσεις στο φυσικό έδαφος και αλλοιώσεις της αισθητικής του τοπίου (Σ.τ.Ε.4933/2013, Δ.Ε.Α.527/2014). Συνεκτιμάται, επομένως, από τα Δικαστήρια ότι η άναρχη δόμηση αλλοιώνει και υποβαθμίζει το περιβάλλον.

            Στη συνέχεια, αναφορικά με τα Διοικητικά Πρωτοδικεία πρέπει να σημειώσουμε τα εξής. Σε συμμόρφωση προς τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν.1650/1986, με τον οποίο κατοχυρώθηκε η ποινική προστασία του περιβάλλοντος και προβλέφθηκαν ποινικές και διοικητικές κυρώσεις. Με τον εν λόγω νόμο θεσπίζονται κανόνες αναφερόμενοι, μεταξύ άλλων, στις προϋποθέσεις και στη διαδικασία για την έγκριση της εγκατάστασης δραστηριοτήτων ή εκτέλεσης έργων από τα οποία απειλούνται δυσμενείς επιπτώσεις για το περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προκαλούν οποιαδήποτε ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος … ανεξάρτητα από την ποινική ή αστική ευθύνη επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση πρόστιμο, το οποίο κυμαίνεται από 500,00 έως 2.000.000,00 ευρώ. Το εν λόγω πρόστιμο επιβάλλεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, τη συχνότητα, την υποτροπή, το ύψος υπέρβασης των θεσμοθετημένων ορίων εκπομπών και την παραβίαση των περιβαλλοντικών όρων και πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων. Έχουμε δηλαδή εδώ την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

            Κατά των αποφάσεων επιβολής των εν λόγω προστίμων ασκείται προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Οι λόγοι που συνήθως προβάλλονται αφορούν τυχόν έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. Δεδομένης της σημασίας της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, το Δικαστήριο, αφού διερευνήσει το είδος και τις συνθήκες τέλεσης της αποδιδόμενης παράβασης, την σοβαρότητα αυτής και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας μπορεί να κρίνει ότι οι ανωτέρω λόγοι προβάλλονται αβασίμως. Ειδικά για την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο, στηριζόμενο και στη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει κρίνει ότι τα ένδικα πρόστιμα, ως κύρωση, δεν τελούν σε δυσαναλογία με το είδος και τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων, αλλά συνδράμουν στην επίτευξη του επιδιωκόμενου με το σύστημα του νόμου σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος (Σ.τ.Ε.798/2016, 4050/2015, 2256/2014), ο οποίος συνδέεται κατά τρόπο άμεσο με το δημόσιο συμφέρον και πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη των ίδιων παραβάσεων στο μέλλον (Δ.Ε.Α.5141/2017). Όσον αφορά δε το δημόσιο συμφέρον, λαμβάνεται υπόψη πρωτίστως από το Δικαστήριο, όταν αυτό σταθμίζει μεταξύ αυτού και των συνεπειών που απορρέουν από την επιβληθείσα κύρωση. Το Δικαστήριο δηλαδή θα σταθμίσει π.χ. την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης και το δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιτάσσει την λειτουργία των βιομηχανικών μονάδων με όρους και περιορισμούς που διασφαλίζουν την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημόσια υγεία και επιβάλλει την άμεση εκτέλεση της πράξης επιβολής του προστίμου, δεδομένου ότι τα πρόστιμα έχουν επιβληθεί λόγω παράβασης διατάξεων που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος (Επιτροπή Αναστολών Σ.τ.Ε.852/2006, 750/2001).

            Επ’ ουδενί, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σημαντική συμβολή, που ασκεί στην αντιμετώπιση της προσβολής του περιβάλλοντος η άσκηση του ένδικου βοηθήματος της αγωγής αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Έχει κριθεί και οι σχετικές αποφάσεις έχουν επικυρωθεί και από το Διοικητικό Εφετείο ότι η προσβολή του περιβάλλοντος και η περαιτέρω υποβάθμιση αυτού, θεωρείται ως προσβολή της προσωπικότητας του ατόμου και θεμελιώνει αγώγιμη αξίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, κατ’ άρθρα 57, 59 και 932 του Αστικού Κώδικα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του Α.Κ., προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά τα οποία συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτό, δηλαδή η σωματική, η ψυχική και η κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου, ειδικότερα δε η καθαριότητα, η μη ρύπανση, η διατήρηση και η προστασία του περιβάλλοντος, του οποίου η προστασία είναι αναγκαία για τον άνθρωπο. Περαιτέρω, το δικαίωμα χρήσεως των κοινόχρηστων πραγμάτων (άρθρα 967, 968- 970 ΑΚ), όπως είναι και ο ατμοσφαιρικός αέρας, που εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια του περιβάλλοντος και συμπίπτουν σε ευρεία κλίμακα με τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά, συνιστούν τόσο προϋπόθεση ζωής, όσο και στοιχεία για την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Συνεπώς, η διατήρηση και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος έχει αναχθεί σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό και η προστασία του αποσκοπεί κυρίως στην προστασία της προσωπικότητας του ατόμου. Περαιτέρω, η απόλαυση ενός ήρεμου περιβάλλοντος ελεύθερου από ρύπους είναι και αυτή μία έκφανση του δικαιώματος επί της προσωπικότητας (πρβλ. ΑΠ 43/2016, 1731/2006, 718/2001). Προσβολή ως προς αυτή την πλευρά του όλου δικαιώματος μπορεί να προκαλείται και όταν διαταράσσεται η ωφέλεια από την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος όσον αφορά την ατμόσφαιρα με την εκπομπή ρύπων όπως καπνού, αναθυμιάσεων και αποβλήτων αλλά και θορύβων (ηχορύπανση). Εάν η εκπομπή είναι τόσο ισχυρή ώστε να απειλεί και την υγεία των κοινωνών, τότε επέρχεται προσβολή και ως προς μία επιπλέον έκφανση του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας εκείνης που αφορά το ειδικότερο δικαίωμα στην υγεία (Δ.Π.Α.5261/2019, Δ.Ε.Α.45/2012).

            Για να οδηγηθεί στην ανωτέρω κρίση το Δικαστήριο βασίζεται και στη νομολογία, που έχει διαμορφώσει ο Άρειος Πάγος όσον αφορά την προστασία του δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Βλέπουμε δηλαδή τη σύνδεση μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών, διοικητικής και πολιτικής.

            Ενόψει, όμως, ότι συμμετέχουμε σε Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων, πρέπει να γίνει μια μικρή αναφορά και στο άρθρο 5  παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το οποίο το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης. Η ανωτέρω δέσμευση υφίσταται, όμως, μόνο αν η ποινική απόφαση αφορά στην ίδια παράβαση, ως ιστορικό γεγονός με εκείνη για την οποία επιβλήθηκε η διοικητική κύρωση (πρβλ Σ.τ.Ε.951/2018). Συνεπώς, υπάρχει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, σύνδεση και αλληλεπίδραση μεταξύ διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων.

            ΕΠΙΛΟΓΟΣ    

 

            Το δικαίωμα στο περιβάλλον αποτελεί υπέρτατο κοινωνικό αγαθό. Κατ’ επιταγή της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 24 επιδιώκεται η αποτελεσματική αντιμετώπιση της προσβολής του περιβάλλοντος και η αποτροπή της, τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και σε δικαιοδοτικό. Για τον περισσότερο κόσμο παρέχεται αποτελεσματική έννομη προστασία με τον ποινικό κολασμό του υπαιτίου μια περιβαλλοντικής προσβολής και την επιβολή σε βάρος του της προσήκουσας ποινής. Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζεται η καθοριστικής σημασίας συμβολή της διοικητική δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση της ανωτέρω προσβολής. Μέσω της ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης, εξαιτίας της εφαρμογής της οποίας ρυπαίνεται, υποβαθμίζεται ή αλλοιώνεται το φυσικό ή πολιτιστικό περιβάλλον, μέσω της επιβολής της προσήκουσας διοικητικής κύρωσης ή μέσω της επιδίκασης αποζημίωσης επιτυγχάνεται η προστασία ενός υπέρτατου εννόμου αγαθού, όπως το δικαίωμα στο περιβάλλον. Ο καθοριστικός ρόλος των διοικητικών δικαστηρίων στην αντιμετώπιση, μέσω της άσκησης του δικαιοδοτικού τους έργου, της προσβολής του περιβάλλοντος, προκύπτει εναργέστατα από την απόφαση, που εξέδωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Παρισιού τον Φεβρουάριο του 2021. Όπως ξέρετε το ελληνικό διοικητικό δίκαιο έχει έντονες επιρροές από το αντίστοιχο γαλλικό, ενώ, εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δημιουργήθηκε στα πρότυπα του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας (Conseil d’ Etat). Το γαλλικό διοικητικό πρωτοδικείο καταδίκασε το γαλλικό κράτος στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης περιβαλλοντικών οργανώσεων και πολιτών, που προσέφυγαν ενώπιον του, εξαιτίας της παράλειψης του κράτους να προβεί στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και, συγκεκριμένα, για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μάλιστα, το δικαστήριο διέταξε τη γαλλική διοίκηση σε συμμόρφωση και, συγκεκριμένα, στην προσκόμιση εντός δύο (2) μηνών των μέτρων ή των κανονιστικών ρυθμίσεων, που όφειλε το γαλλικό κράτος να υιοθετήσει για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην γαλλική επικράτεια.

            Συνεπώς, μέσω των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να επιτευχθεί η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, έστω και αν δεν επιβάλλεται ποινή με όλες τις δικαστικές αποφάσεις.  Κατά την γνώμη μου απαιτείται η συμβολή και των δύο δικαιοδοσιών στην αντιμετώπιση της προσβολής του περιβάλλοντος. Μπορεί να φαίνεται ότι πορεύονται ανεξάρτητα, αλλά η αλληλεπίδραση είναι και πρέπει να είναι έντονη.  Σας ευχαριστώ πολύ.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΗΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο 13ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα από το άρθρο 264 μέχρι το άρθρο 289 όπως αυτά διαμορφώθηκαν με το ν 4855/2021 που τέθηκε σε ισχύ μετά τις 12/11/2021. Πρόκειται για 13 αδικήματα δηλαδή του εμπρησμού, του εμπρησμού σε δάση, της πλημμύρας, της έκρηξης, της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, της κοινώς επικίνδυνης βλάβης, της άρσης ασφαλιστικών εγκαταστάσεων, της πρόκλησης ναυαγίου, της δηλητηρίασης πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό, των επιβλαβών φαρμάκων, αδίκημα το οποίο προβλέφθηκε για πρώτη φορά στον ΠΚ στο άρθρο 281 που μέχρι τότε στο ίδιο άρθρο προβλέπονταν το αδίκημα της νοθείας τροφίμων, της παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, της παραβίασης κανόνων οικοδομικής και της παρεμπόδισης αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψης οφειλόμενης βοήθειας. Πέραν αυτών υπάρχουν και τα συγγενή αδικήματα κατά των συγκοινωνιών και των τηλεπικοινωνιών (άρθρα 290-292Α).

Ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαστε σήμερα με την κατηγορία αυτών των αδικημάτων είναι γιατί από την έναρξη του ΠΚ το 1950 μέχρι και την τροποποίηση του ΠΚ με το ν 4619/2020 βασικά αδικήματα αυτής της κατηγορίας όπως ο εμπρησμός, ο εμπρησμός σε δάση κλπ, προβλέπονταν ως αδικήματα δυνητικής διακινδύνευσης (αφηρημένα συγκεκριμένης) ενώ από την θέσπιση του νέου ΠΚ αυτό άλλαξε και έκτοτε η διαβάθμιση του κινδύνου μετατράπηκε σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης.

Με τον ν.4855/2021 που τέθηκε σε ισχύ από 12/11/2021 υπήρξε επαναφορά αυτών των αδικημάτων ως προς την διαβάθμιση κινδύνου και πέραν των διαφορετικών πλαισίων ποινής σε δυνητικής διακινδύνευσης και πάλι.

          Η μεταρρύθμιση του ΝΠΚ δεν υπαγορεύθηκε από δικαιοπολιτική ανάγκη αλλά μάλλον από την προσήλωση των εμπνευστών του στην δογματική θεωρία του αμιγώς αντικειμενικού προσδιορισμού του αδίκου, όπως διαφαίνεται από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του Ν.4619/2020, κατά την οποία το αξιόποινο συνδέθηκε με την πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσμευτεί από τα προβλήματα που γεννά η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης, παραπέμποντας στις καθηγήτριες Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου και στον Δ.Σπυράκο, οι οποίοι όμως δεν έχουν εκφράσει τέτοιες θέσεις, προπάντων η κ.Συμεωνίδου-Καστανίδου.

          Οι ίδιοι δογματικοί λόγοι οδήγησαν τότε και στην κατάργηση της απρόσφορης απόπειρας.

          Με την μεταρρύθμιση του Ν.4855/2021 αντιτάθηκε ότι στα Κ.Ε.Ε. δεν είναι δικαιοπολιτικά σκόπιμο να έχει προκύψει ο κίνδυνος αλλά η δυνατότητα να προκύψει και ότι με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνταν καλύτερα και ορθολογικότερα οι σκοποί του ποινικού δικαίου,  υπό την έννοια της προστασίας σημαντικών έννομων αγαθών πριν ακόμα φθάσουμε εγγύτερα στη βλάβη τους.

 

 

 

Β. Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ

Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα εμφανίζουν μια ιδιαιτερότητα διότι σε αυτά τυποποιούνται προσβολές διάφορων εννόμων αγαθών και συγκεκριμένα προστατεύονται τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά έννομα αγαθά όπως της ιδιοκτησίας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής, το δάσος, οι εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.  Παρατηρείται ότι όλες οι σχετικές αξιόποινες πράξεις έχουν αναχθεί σε εγκλήματα όχι εξαιτίας οποιασδήποτε απαξίας, που μπορεί να έχουν αυτές κάθε αυτές αλλά μόνο εφόσον μπορούν να προξενήσουν κάποια μορφή κινδύνου για τα παραπάνω έννομα αγαθά.

Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του ΠΚ του 1950 εντόπιζε το κοινό γνώρισμα αυτής της ομάδας εγκλημάτων στον επικίνδυνο χαρακτήρα τους ο οποίος εκδηλώνεται κυρίως στο ότι από αυτά μπορεί να προκύψει συνήθως κίνδυνος ευρύτερου κύκλου εννόμων αγαθών. Ο Ανδρουλάκης αργότερα αντιμετωπίζει τα κ.ε.ε. ως ξεχωριστή κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης στηριγμένη στην δημιουργία κοινού κινδύνου που τον θεωρεί υπάρχοντα όταν ο δράστης δεν είναι σε θέση να περιορίσει τον κίνδυνο που προκαλείται από την πράξη του σε ορισμένα πρόσωπα ή αγαθά σημειώνοντας ότι τούτο συμβαίνει προπάντων όταν εξαπολύονται δυνάμεις της φύσης που δεν μπορούν πλέον να ελεγχθούν από τον δράστη. Ο Μανωλεδάκης εντοπίζει την ιδιαιτερότητα αυτών των εγκλημάτων στο ότι με αυτά μπαίνει σε κίνδυνο όχι μόνο ένα υλικό αντικείμενο και κατ’ επέκταση ένα κατ είδος νοούμενο έννομο αγαθό αλλά αόριστος αριθμός υλικών αντικειμένων και συνακόλουθα αόριστος αριθμός κατ είδος νοούμενων εννόμων αγαθών.

Κατά τον Μανωλεδάκη αυτά τα εγκλήματα στρέφονται ουσιαστικά κατά του ίδιου του γένους των εννόμων αγαθών της ζωής, της ιδιοκτησίας κλπ και δικαιολογείται έτσι ο χαρακτηρισμός τους ως εγκλημάτων γενικής διακινδύνευσης.

Εάν προσπαθήσουμε να συγκεράσουμε αυτές τις θεωρητικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν μάλλον θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα κ.ε.ε. διαφοροποιούνται απ όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες αξιόποινων πράξεων στο ότι καλύπτουν ad hoc την διακινδύνευση μιας πλειονότητας ή αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, ο νομοθέτης στα εγκλήματα αυτά έχει τυποποιήσει σε εγκληματική μονάδα μια οιονεί αληθινή κατ’ ιδέα συρροή. Είναι φανερό ότι η απαίτηση του νομοθέτη για δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα εκφράζει την απαίτηση για συνδρομή διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ή μιας πλειονότητας ξένων ιδιοκτησιών. Κι όταν ο νόμος αναφέρεται σε «δυνατότητα κινδύνου για άνθρωπο» η κρατούσα σήμερα στην θεωρία αλλά και στη νομολογία, εξ όσων γνωρίζω άποψη, απαιτεί ακόμη και για τις περιπτώσεις που η πραγμάτωση του κινδύνου θα περιοριζόταν σ’ ένα μόνο πρόσωπο αυτό να είναι ο οποιοσδήποτε τυχαίος κοινωνός, υπό την προϋπόθεση πάντως οι περισσότεροι κοινωνοί να μπορούν και να πρέπει να έχουν πρόσβαση στην πηγή του κινδύνου.

Ανεξάρτητα λοιπόν από την ειδικότερη μορφή διακινδύνευσης που τυποποιούν αυτά τα εγκλήματα όλα τους πάντως ενσωματώνουν σε μια εγκληματική μονάδα την διακινδύνευση αόριστου ή πολλαπλού αριθμού εννόμων αγαθών.

Γι’ αυτό ακριβώς ακόμη και στις περιπτώσεις διακινδύνευσης ανθρώπου εάν τύχει να μπουν σε κίνδυνο περισσότερα πρόσωπα εφαρμόζεται μια φορά η σχετική διάταξη και δεν μπορεί να γίνει λόγος για αληθινή κατ’ ιδέα συρροή. Η επιλογή του νομοθέτη να τυποποιήσει στα κ.ε.ε. σε εγκληματική μονάδα τη δυνατότητα διακινδύνευσης αόριστου αριθμού εννόμων αγαθών οφείλεται στο ότι προωθεί την ποινική καταστολή σε συμπεριφορές που εμφανίζονται κυρίως ως απόπειρα πρόκλησης κινδύνου και όχι ως πραγματωμένου κινδύνου. Έτσι προσλαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο και ο χαρακτηρισμός των κεε ως πράξεων ιδιαίτερα επικίνδυνων και το στοιχείο της ιδιαίτερης επικινδυνότητας τους είναι η προκαλούμενη από αυτές γενική διακινδύνευση δηλαδή η δυνατότητά τους για πρόκληση πολλαπλών βλαβών έννομων αγαθών και έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι μολονότι πρόκειται για πράξεις που προσβάλουν κατά κανόνα ατομικά έννομα αγαθά αναφέρονται παρόλα αυτά στο κοινωνικό σύνολο. Εύστοχα παρατηρεί ο Μανωλεδάκης ότι η προστασία του κοινωνικού συνόλου δεν περνάει μόνο μέσα από κρατικά έννομα αγαθά αλλά υπήρξε στην ουσία αποφασιστική για μια σειρά διατάξεων στις οποίες τελικά πρόκειται για προστασία ατομικών εννόμων αγαθών χωρίς όμως εκάστοτε να απαιτείται η διακινδύνευση συγκεκριμένου ατόμου.

Γ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

  1. I) Πριν πούμε λίγα λόγια για τις κατηγορίες εγκλημάτων διακινδύνευσης κρίνω σκόπιμο εντελώς επιγραμματικά να κάνω την εξής διάκριση γνωστή βέβαια σε όλους αλλά πάντοτε χρήσιμη προκειμένου να υπεισέλθουμε στην ανάλυσή τους.

Τα εγκλήματα διακινδύνευσης αποτελούν μορφές συμπεριφοράς που δεν προκαλούν βλάβη αλλά είναι επικίνδυνες για τα έννομα αγαθά. Η επικινδυνότητα ως ιδιότητα μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς πρέπει να διακρίνεται από την έννοια της «πρόκλησης κινδύνου» ως τεχνικού όρου η οποία τυποποιείται ως αυτοτελές μέγεθος μόνο στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης καθώς στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης η αξιόποινη συμπεριφορά δεν είναι αναγκαίο να έχει προκαλέσει κίνδυνο αλλά αρκεί να μπορεί να έχει οδηγήσει στην πρόκληση του. Στα δε εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης η πρόκληση κινδύνου δεν περιλαμβάνεται ούτε στη νομοτυπική μορφή είτε ως αποτέλεσμα είτε ως δυνατότητα. Γενικώς ο κίνδυνος είναι κατάσταση τον οποίο δημιουργεί η επικίνδυνη συμπεριφορά.

  1. II) ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Όπως αναφέραμε εδώ ο κίνδυνος περιγράφεται στον κυρωτικό κανόνα ως αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς και κατ’ ανάγκη αυτός ο κίνδυνος αποτελεί μέγεθος αντικειμενικό. Κατά τους Ανδρουλάκη, Μανωλεδάκη και Χαραλαμπάκη, έστω και με μικρές διαφορές στους ορισμούς, που ο καθένας από αυτούς έδωσε για τον κίνδυνο, αυτός ορίστηκε ως μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται την δημιουργία αιτιακών όρων για την επέλευση μιας βλάβης που δεν συνέβη ακόμα γιατί απαιτούνται κι άλλοι αιτιακοί όροι. Από την γερμανική θεωρία με την έννοια του κινδύνου ασχολήθηκε ο Χόρν, ο Ρόξιν, ο Σίνεμαν, ο Ντιμούθ κλπ. Ο τελευταίος όπως και ο Σίνεμαν εξέφρασαν την άποψη ότι κίνδυνος είναι η δημιουργία όρων που κατά τη συνήθη πορεία θα οδηγούσαν σε βλάβη του εννόμου αγαθού η αποτροπή της οποίας εναπόκειται στην τύχη ή στην λήψη έκτακτων μέτρων.

Κατά την πληρέστερη από θεωρητικής πλευράς μελέτη σχετικά με τα παραπάνω της καθηγήτριας Συμεωνίδου-Καστανίδου ο κίνδυνος είναι μια κατάσταση που εξελίσσεται προς την βλάβη και για τον λόγο αυτό το έννομο αγαθό την επόμενη αμέσως στιγμή εμφανίζεται να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση έστω και κατ’ ελάχιστο. Για την επέλευση της βλάβης δεν χρειάζεται η προσθήκη κανενός επιπλέον όρου. Ο κίνδυνος είναι μια κατάσταση στα πλαίσια της οποίας η βλάβη είναι ορατή και επικίνδυνη. Στο ερώτημα αν ένας κίνδυνος με το παραπάνω περιεχόμενο παριστά πράγματι κάποια προσβολή για τα έννομα αγαθά η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική διότι το έννομο αγαθό θίγεται όχι μόνο όταν επηρεάζεται η ύλη του αλλά και όταν αλλοιώνονται οι συνθήκες ύπαρξης του, όταν περιέρχεται δηλαδή σε εχθρικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται ενέργειες που έχουν την δυναμική να οδηγήσουν σε βλάβη του εννόμου αγαθού. Οπωσδήποτε όμως μια τέτοια προσβολή είναι πάντοτε μικρότερης έντασης σε σχέση με την βλάβη και κατ’ αναλογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μία ίδια σχέση μεταξύ απόπειρας και τετελεσμένου εγκλήματος.

 

IIΙ) ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Με την αντιμεταρρύθμιση του Ν.4855/2021 τα κεε μετατράπηκαν σχεδόν στην ολότητά τους από  συγκεκριμένης διακινδύνευσης σε δυνητικής διακινδύνευσης και μάλιστα τα σημαντικότερα από αυτά όπως ο εμπρησμός, ο εμπρησμός σε δάση, η πλημμύρα, η έκρηξη, η κοινώς επικίνδυνη βλάβη και η πρόκληση ναυαγίου.

 

Εδώ ο κίνδυνος ως αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης αφού αυτή συγκροτείται εάν από την πράξη «μπορεί να προκύψει κίνδυνος» για το έννομο αγαθό. Στη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης ο κίνδυνος περιγράφεται ως «δυνατός» και όχι ως «υπαρκτός» και άρα είναι φανερό ότι για την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης απαιτείται κάτι λιγότερο απ’ όσα χρειάζονται για την στοιχειοθέτηση εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Συνεπώς ερωτάται και πρέπει να απαντηθεί πότε μια πράξη που δεν έχει ακόμα δημιουργήσει κίνδυνο για κάποιο έννομο αγαθό καλύπτει τους όρους που απαιτεί ο νόμος και ποιο είναι το άδικο μιας τέτοιας πράξης. Σύμφωνα με τον Μανωλεδάκη για την στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων δυνητικής δ. απαιτείται πράξη που δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα βλάβης, δηλαδή πράξη που το επόμενο στη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων βήμα θα είναι η δημιουργία κινδύνου ενόψει πάντοτε των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης. Μια πράξη μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο εάν με αυτή έχουν αρχίσει να τίθενται οι όροι που θα επιτρέψουν την αυτοδύναμη πορεία προς την βλάβη αλλά δεν έχουν τεθεί ακόμα όλοι οι αναγκαίοι όροι για την επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Οι πρώτοι αναγκαίοι όροι για την στοιχειοθέτηση ενός εγκλήματος δ.δ. μπορούν να προσδιοριστούν ως εξής α) χρειάζεται αρχικά η πράξη που στρέφεται εναντίον του έννομου αγαθού να έχει τη δυναμική να οδηγήσει και σε βλάβη του δηλαδή δε νοείται πράξη που μπορεί να προκαλεί κίνδυνο βλάβης αλλά όχι βλάβη, β) η δυναμική αυτή πρέπει να υπάρχει σε συγκεκριμένο επίπεδο και όχι γενικά και αφηρημένα και

γ) για να αρχίσει η διαδικασία προς την βλάβη του αγαθού (κίνδυνος) πρέπει να συντρέξουν υποχρεωτικά και επιπλέον όροι. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση μια πράξη θεωρούμε ότι έχει τη δυναμική να οδηγήσει σε βλάβη του αγαθού αρχικά όταν κατευθύνεται αμέσως εναντίον του οπότε το έννομο αγαθό πρέπει να βρίσκεται μέσα στην εμβέλεια δράσης του. Για παράδειγμα δεν τελεί το έγκλημα του εμπρησμού εκείνος που προκαλεί πυρκαγιά σε κτίριο το οποίο αν και έχει συνήθως ανθρώπους μέσα ωστόσο κατά την στιγμή της πράξης είναι κενό, έχει αποκλεισθεί η πρόσβαση σε αυτό και η φωτιά δεν μπορεί να επεκταθεί σε κτίρια όπου υπάρχουν άνθρωποι. Το παράδειγμα αυτό αντλείται από τον Ανδρουλάκη. Αντίθετα όταν η φωτιά μπαίνει σε κτίριο το οποίο κατά κανόνα είναι κενό και απρόσιτο σε ανθρώπους ή έστω επισκέψιμο μόνο κάποιες ώρες όμως τη στιγμή της πράξης βρίσκεται εκεί όλως απροσδόκητα κάποιος άνθρωπος τότε η αντικειμενική υπόσταση του εμπρησμού έχει πληρωθεί, αφού το έννομο αγαθό της ζωής είναι μέσα στην εμβέλεια δράσης της αξιόποινης συμπεριφοράς της οποίας ενδιαφέρει η υπαρκτή και όχι η υποθετική επικινδυνότητα. Βέβαια και στο παράδειγμα αυτό υπάρχουν θεωρητικές διχογνωμίες αφού ο Ανδρουλάκης υποστηρίζει ότι δεν θα έπρεπε να πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος εάν το κτίριο ήταν απρόσιτο σε ανθρώπους και μόνο κατά τρόπο τυχαίο βρέθηκε κάποιος εκεί. Επίσης μια πράξη έχει τη δυναμική να οδηγήσει σε βλάβη του αγαθού και όταν χωρίς να κατευθύνεται αμέσως εναντίον του ωστόσο το «παγιδεύει» κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή δυνατή η προσβολή του με αυτοκυβερνούμενη πράξη του φορέα του.

 

  1. IV) ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ

Στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης ο κίνδυνος δεν περιγράφεται καν στην αντικειμενική υπόσταση ούτε ως υπαρκτός ούτε ως δυνάμενος να πραγματωθεί. Θεωρώ ότι δεν πρέπει να δώσω άλλη έκταση στην ανάλυση αυτής της κατηγορίας παρά μόνο να επισημάνω ότι η σύγχρονη θεωρητική αντίληψη διακρίνει τελικά τα εγκλήματα διακινδύνευσης σε δύο κατηγορίες το περιεχόμενο των οποίων αποδίδει  ο ίδιος ο νομοθέτης και είναι τα εγκλήματα συγκεκριμένης δ. στα οποία η αξιόποινη συμπεριφορά δημιουργεί αντικειμενικά όλους τους όρους που εξελισσόμενοι θα οδηγήσουν σε βλάβη του έννομου αγαθού και τα δυνητικής δ. στα οποία η βλάβη μπορεί να προκληθεί μόνο όταν στην αξιόποινη συμπεριφορά που έχει την δυναμική να την προκαλέσει προστεθούν επιπλέον όροι τους οποίους ήδη αναφέραμε προηγουμένως. Ο ειδικότερος τρόπος της τυποποίησης δεν επηρεάζει το εύρος της αξιόποινης συμπεριφοράς. Συνήθως το στοιχείο αυτό προστίθεται όταν η αξιόποινη συμπεριφορά δεν περικλείει κατ’ ανάγκη κίνδυνο ή δυνατότητα πρόκλησης του. Αντίθετα συμπεριφορές που κατά κανόνα δημιουργούν ή μπορούν να δημιουργήσουν κίνδυνο περιγράφονται συνήθως ως εγκλήματα αφηρημένης δ. δηλαδή ως εγκλήματα στα οποία το στοιχείο του κινδύνου δεν αναφέρεται ρητά στη νομοτυπική τους μορφή. Γενικώς τα αδικήματα αφηρημένης διακινδύνευσης ελέγχονται ως επικίνδυνες κατασκευές που τιμωρούν το φρόνημα.

 

 

 

 

Δ. ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΩΔΙΚΩΝ

 

Από την εφαρμογή των διατάξεων των Κ.Ε.Ε. μετά τον Ν.4619/2019 (ΝΠΚ) έως και τον νέο Ν.4855/2021 επέλεξα να σταθώ στα πιο κάτω νομικά ζητήματα, τα οποία απασχόλησαν και τη νομολογία μας και θα την απασχολήσουν οπωσδήποτε και στο μέλλον.

Συγκεκριμένα:

α] Ο ΝΠΚ μετατρέποντας την διαβάθμιση του κινδύνου από δυνητικής διακινδύνευσης που ήταν έως τότε, βάσει του παλαιού Π.Κ., σε συγκεκριμένης διακινδύνευσης δημιούργησε επιεικέστερες διατάξεις ως προς τα απαιτούμενα για την συγκρότηση των αδικημάτων αυτών στοιχεία, πέραν των πλαισίων ποινής που στις επί μέρους διατάξεις προβλέφθηκαν. Συνεπώς αδικήματα που τελέσθηκαν από 1/7/2019 μέχρι τις 12/1/2021 που θεσπίστηκε ο Ν.4855/2021 θα κριθούν από το επιεικέστερο καθεστώς του Ν.Π.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 2 §1 Π.Κ. Τούτο διότι οι διατάξεις των Κ.Ε.Ε. υπό τον Ν.Π.Κ. απαιτούσαν πρόκληση και όχι δυνατότητα απλής πρόκλησης κινδύνου.

Προσφάτως ο Άρειος Πάγος με την 66/2021 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματός του αναίρεσε την υπ’αριθμ. 635/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Ναυπλίου που είχε κρίνει υπόθεση εμπρησμού που τελέσθηκε το 2013 αλλά το Εφετείο που έκρινε σε β΄ βαθμό μετά την εισαγωγή του ΝΠΚ συνέχισε να εφαρμόζει στο σκεπτικό του τις προγενέστερες διατάξεις περί δυνητικής διακινδύνευσης χωρίς οποιαδήποτε παραδοχή περί υπαρκτού και πραγματωμένου κινδύνου όπως πλέον απαιτούσε η νέα διάταξη του 264 ΠΚ, οπότε αναιρέθηκε για παραβίαση του άρθρου 510Ε’ ΚΠΔ, διότι υπήγαγε η απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στην προηγούμενη δυσμενέστερη διάταξη την οποία εφάρμοσε.

β] Η εφαρμογή του ΝΠΚ προκάλεσε την υπ’αριθμ. 16/2021 Γνωμοδότηση και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημήτριου Παπαγεωργίου μετά από σειρά ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς για πρώτη φορά το Πυροσβεστικό Σώμα έρχονταν σε επαφή με την έννοια του υπαρκτού/πραγματωμένου κινδύνου σε υποθέσεις εμπρησμών ή πλημμύρες, αφού μέχρι τότε ο Π.Κ. όλα αυτά τα αδικήματα τα είχε κατατάξει στην νομοτυπική τους μορφή ως αδικήματα «αφηρημένα συγκεκριμένης ή δυνητικής διακινδύνευσης».

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην πιο πάνω γνωμάτευσή του αφού ξεκαθαρίζει, ότι ο ΝΠΚ δεν κατέστησε το έγκλημα του εμπρησμού αδίκημα «βλάβης» αλλά παρέμεινε αδίκημα διακινδύνευσης ξεκαθάρισε πάντως ότι με την νέα του μορφή ο κίνδυνος πρέπει να είναι πραγματωμένος ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης και ότι αναμφίβολα η νέα (τότε) νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 264 συνεπάγονταν μείωση του αριθμού περιπτώσεων πυρκαγιάς, στις οποίες θα καταφάσκονταν η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του εμπρησμού.

 

 

 

 

 

γ] Περαιτέρω ο Άρειος Πάγος με την 111/2020 απόφασή του (ΣΤ΄ Τμήμα) κρίνοντας υπόθεση όπου το 2014 ο δράστης, ως κύριος οικοδομήματος που η Πολεοδομία είχε χαρακτηρίσει επικίνδυνη κατά το Π.Δ. 13/1929 και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να επισκευάσει, ενώ το είχε παραλείψει, εφάρμοσε τη νέα διάταξη του άρθρου 273 εδ.β΄ ΠΚ που απαιτούσε πλέον να έχει επέλθει ο κίνδυνος ανθρώπου και τον κήρυξε αθώο, διότι η πράξη είχε ήδη καταστεί ανέγκλητη. Αρχικώς είχε κριθεί ένοχος με το σκεπτικό ότι από την παράλειψή του υφίστατο διαρκής κίνδυνος για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα αορίστου αριθμού διερχόμενων πεζών, προϋπόθεση όχι αρκετή πλέον, υπό την νέα μορφή του άρθρου 273 του ΝΠΚ που απαιτούσε συγκεκριμένο κίνδυνο για άνθρωπο, διαμορφώνοντας έτσι ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος που καθιστούσε την πράξη ανέγκλητη με την επιφύλαξη να μπορούσε να τιμωρηθεί μόνο ως φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

 

Ε. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

 

Αξίζουν κάποιες παρατηρήσεις στις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4855/2021 στα εξής Κ.Ε.Ε., ήτοι:

  • Ο εμπρησμός δάσους (άρθρ. 265 Π.Κ.) περιγράφεται πλέον ως αμιγές έγκλημα βλάβης του περιβάλλοντος, αφού πλέον το βασικό αδίκημα είναι η ίδια η βλάβη του δάσους. Οι διακεκριμένες του παραλλαγές εναρμονίζονται με τις διακεκριμένες παραλλαγές των περιβαλλοντικών αδικημάτων,

 

οπότε είτε από συστηματικής σκοπιάς θα έπρεπε να ενταχθεί στον Ν.1650/1986 είτε όλα τα περιβαλλοντικά αδικήματα του Ν.1650/1986 να ενταχθούν κάποτε σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο του Π.Κ.

  • Το άρθρο 272 περί κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών προσθέτοντας στην αντικειμενική υπόσταση και τις εμπρηστικές ύλες, βόμβες και μηχανισμούς ενέταξε πλέον σε αυτές και τις γνωστές βόμβες μολότοφ, η οποία υπό το προηγούμενο καθεστώς, αμφισβητούνταν εάν μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη, γιατί η συγκέντρωση αερίων είναι πάντοτε μικρότερη από το κατώτερο αναφλέξιμο μίγμα, κάτω από 1,5%. Με τέτοια αιτιολογία το υπ’αριθμ. 16/2020 Βούλευμα του Διαρκούς Ναυτοδικείου Πειραιώς έκρινε πως δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία για κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών υλών κατά το άρθρο 272 Π.Κ.

Άλλο θέμα βεβαίως ότι το νέο 272 στη δεύτερη παράγραφο μπορεί να δημιουργήσει ερμηνευτικά ζητήματα ως προς τον προσδιορισμό της έννοιας «της μεγάλης ποσότητας» αυτών των αντικειμένων (βομβών), ερμηνεία ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού το αδίκημα με αυτή την προϋπόθεση τιμωρείται ως κακούργημα με κάθειρξη έως 10 έτη.

  • Το άρθρο 281 περί επιβλαβών φαρμάκων εισάγεται για πρώτη φορά και αφορά την κυκλοφορία φαρμάκων που η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία ή κίνδυνο για την ζωή ανθρώπου.

 

 

  • Με το νέο άρθρο 292Α σχετικά με τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών προβλέπεται ποινική ευθύνη και του παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας ή του νομίμου εκπροσώπου του ενώ με τον ΝΠΚ (4619/2020) τιμωρούνταν ο υπάλληλος ή ο συνεργάτης του παρόχου. Παρατηρούμε μία αντικειμενικοποίηση της ευθύνης (όποιος είναι στο ΦΕΚ), που ξενίζει για ποινική διάταξη του Ποινικού μας Κώδικα.

 

Μπαλακτάρης - Εισήγηση σε συνέδριο Χαλκίδας τελικό

ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ:

ΚΟΙΝΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

          Πρώτα είναι τα εγκλήματα του εμπρησμού και του εμπρησμού σε δάση και ακολουθούν η πλημμύρα, η έκρηξη, η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, η κοινώς επικίνδυνη βλάβη, η άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων, η πρόκληση ναυαγίου, η δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για το κοινό, η παρασκευή ή επεξεργασία ή θέση σε κυκλοφορία επιβλαβών φαρμάκων, η παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, η παραβίαση κανόνων οικοδομικής, η παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και η παράλειψη οφειλόμενης βοήθειας και το 13ο κεφάλαιο κλείνει με το άρθρο 289 ΠΚ, το οποίο προβλέπει την έμπρακτη μετάνοια και την δικαστική άφεση της ποινής.

  • Προστατευόμενο έννομο αγαθό;

Ιδιοκτησία, ζωή και σωματική ακεραιότητα και όχι κάποιες αφηρημένες έννοιες, όπως δημόσια ή κοινωνική ασφάλεια, κ.λπ.

 

  • Διάταξη άρθρου 264 ΠΚ

«1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται:

α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,

β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση των περ. α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου,

δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.».

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη».

 

ΑΝΑΛΥΣΗ:

 

Γενική παρατήρηση πρώτη: Η περ. α της παρ. 1 του 264 ΠΚ είναι η μοναδική με πλημμεληματική μορφή, ενώ οι λοιπές τρεις (3) περιπτώσεις –β, γ, δ- έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα.

Γενική παρατήρηση δεύτερη: Οι περ. α και β της παρ. 1 του 264 ΠΚ προβλέπουν εγκλήματα διακινδύνευσης (δυνητικής διακινδύνευσης πλέον ή κατά τον προηγούμενο τίτλο «αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης»).

Γενική παρατήρηση τρίτη: Οι περ. γ και δ της παρ. 1 του 264 ΠΚ τυποποιούν εγκλήματα βλάβης και όχι διακινδύνευσης.

 

 

  • Γιατί μας αφορούν οι έννοιες του κινδύνου γενικώς και του κοινού κινδύνου ειδικώς; (Απόπειρα, συμμετοχή)

 

Ο εμπρησμός είναι έγκλημα διακινδύνευσης και στα εγκλήματα διακινδύνευσης, το άμεσο αποτέλεσμα της εγκληματικής συμπεριφοράς δεν συνίσταται στην βλάβη ενός εννόμου αγαθού, αλλά στην πρόκληση κινδύνου.

Στα εγκλήματα διακινδύνευσης, σε αντίθεση με τα εγκλήματα βλάβης, αρκεί η πρόκληση μιας κατάστασης κινδύνου βλάβης του εννόμου αγαθού, π.χ. εμπρησμός και εμπρησμός σε δάση. [κατά Μανωλεδάκη και Καϊάφα – Γκμπάντι, το έννομο αγαθό πρέπει να βιώνει μέσα στην πηγή του κινδύνου]

 

Θεωρητική και νομολογιακή περιπλάνηση, άλλως αμφιταλάντευση για το είδος του εγκλήματος του εμπρησμού. Εάν, δηλ. είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή αφηρημένης διακινδύνευσης ή –όπως λέγεται- αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, ήτοι δυνητικής → Α. Τριανταφύλλου, 1999:

-Ο εμπρησμός είναι έγκλημα αφηρημένα – συγκεκριμένης διακινδύνευσης = δυνατότητα πρόκλησης συγκεκριμένου κινδύνου.

-Διάσταση (τότε) της νομολογίας σε δύο απόψεις: πρώτη, ότι ο εμπρησμός είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης (η πρόκληση συγκεκριμένου κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης), δεύτερη, ότι ο εμπρησμός είναι έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης (→ πια, ονομάζονται δυνητικής διακινδύνευσης).

─ Έγκλημα αφηρημένα – συγκεκριμένης διακινδύνευσης: από το 1967 στη Γερμανία ο Σρέντερ «abstrakt konkrete Gefährdungsdelikte». Κατά την κρατούσα άποψη στη Γερμανία, τα εγκλήματα θεωρούνται αφηρημένης διακινδύνευσης.

Ο εμπρησμός είναι έγκλημα δυνητικής (αφηρημένης-συγκεκριμένης ή έγκλημα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου) διακινδύνευσης. Παλαιότερα, εθεωρειτο έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης → δεν απαιτείται η επέλευση συγκεκριμένου κινδύνου, αλλά η δ υ ν α τ ό τ η τ α πρόκλησης συγκεκριμένου κινδύνου ή βλάβης: κάθε πράξη δεν εγκυμονεί την δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου σε κάθε περίπτωση. Π.χ. μια πυρκαγιά σε ιδιόκτητο και απομακρυσμένο σπίτι.

Είναι αντιφατική, κατά τον Μπρακουμάτσο, η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας, ενώ η νομολογία του Αρείου Πάγου ταυτίζεται με την σύγχρονη θεωρία → θεωρεί το έγκλημα του εμπρησμού ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης.

Άκρως σημαντική ή μάλλον θεμελιώδης είναι η ΑΠ 1332/2005, κατά την οποία η πυρκαγιά σε σταθμευμένο αυτοκίνητο δεν ήταν δυνατόν να προκαλέσει κίνδυνο σε ξένα πράγματα, διότι δεν υπήρχαν άλλα οχήματα ή κατοικίες → θεωρείται απόφαση σταθμός στη νομολογία του ΑΠ, καθώς, πρώτον, θεωρεί το έγκλημα του εμπρησμού δυνητικής διακινδύνευσης και, δεύτερον, συγκεκριμενοποιεί τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου ως μίας δυναμικής που μπορεί να προκαλέσει βλάβη, πάντα με βάση τη συγκεκριμένη στιγμή.

-αναγκαίοι όροι για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης: α) η πράξη να έχει την δυναμική να οδηγήσει και σε βλάβη του εννόμου αγαθού, β) η δυναμική αυτή να υπάρχει σε συγκεκριμένο επίπεδο και όχι γενικά και αφηρημένα (να στηρίζεται η διαπίστωση της δυνατότητας κινδύνου στα πραγματικά περιστατικά) και γ) για να αρχίσει η διαδικασία προς βλάβη πρέπει να συντρέχουν υποχρεωτικά και άλλοι όροι. Π.χ. δεν στοιχειοθετείται εμπρησμός, αν η πυρκαγιά εκδηλώθηκε σε ένα έρημο σπίτι κοντά στο οποίο δεν υπήρχαν και άλλες κατοικίες.

              -ενδεικτικά οι ΑΠ 372/2007 και ΑΠ 332/2007, σύμφωνα με τις οποίες ο εμπρησμός κτιρίου ήταν δυνατόν να προκαλέσει κίνδυνο στα όμορα σπίτια.

 

ΑΠ 855/2006: στοιχειοθετείται εμπρησμός με την πρόκληση πυρκαγιάς σε σκάφος, αφού από αυτήν ήταν δυνατόν να κιδνυνέψουν τα παρακείμενα σκάφη, αλλά και κτίρια.

Διαφορά: στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ο κίνδυνος έχει επέλθει και η βλάβη του αγαθου είναι αναμενόμενη, π.χ. παραβίαση κανόνων οικοδομικής. Στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης αρκεί η (συγκεκριμένη) δυνατότητα να προκληθεί κίνδυνος για το έννομο αγαθό ―για την επέλευση της βλάβης πρέπει να συντρέξουν και άλλοι όροι. Στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης ο κίνδυνος δεν περιγράφεται στην νομοτυπική μορφή ούτε ως υπαρκτός (συγκεκριμένης διακινδύνευσης) ούτε ως δυνάμενος να επέλθει (δυνητικής διακινδύνευσης). Τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης εισάγουν ένα οιονεί τεκμήριο επικινδυνότητας.

Ενδιάμεση, ανεξάρτητη κατηγορία εγκλημάτων

In concreto δυνατότητα πρόκλησης συγκεκριμένου κινδύνου.

─Σημαντική η συμπεριφορά του δράστη, αλλά πρέπει να συμπληρώνεται και από άλλους αναγκαίους όρους, για την ολοκλήρωση του εγκλήματος → είσοδος του εννόμου αγαθού στην προκληθείσα πηγή κινδύνου.

─Τα εγκλήματα διακινδύνευσης παρουσιάζουν δυσκολίες τόσο ως προς τη νοητική τους σύλληψη όσο και ως προς τη δογματική τους ανάλυση: Διότι ο κίνδυνος δεν έχει την εμπειρική διαβεβαίωση της βλάβης (Μοροζίνης)

 

 

────Αιτιολογική έκθεση Ν. 4619/2019

ΦΕΚ 95 Α’/11.06.2019

 

«Παράλληλα όµως στο Κεφάλαιο έγιναν σηµαντικές αλλαγές. Συγκεκριµένα: (α) στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήµατα εντάχθηκαν µόνο τα εγκλήµατα εκείνα όπου ο κίνδυνος αφορά καταρχήν στον άνθρωπο ή στις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως αν διαχέεται προς τα έννοµα αυτά αγαθά µέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως συµβαίνει στον εµπρησµό δάσους. (β) το αξιόποινο συνδέθηκε µε τη πρόκληση κινδύνου, έτσι ώστε να αποδεσµευθεί από τα προβλήµατα που γεννά η τυποποίηση εγκληµάτων αφηρηµένης ή δυνητικής διακινδύνευσης (βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκµπάντι, ο.π., σ. 42επ., Δ. Σπυράκου, Αφηρηµένη διακινδύνευση: Μια επικίνδυνη κατασκευή για το ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 1993, σ. 360επ., Ε. Συµεωνίδου-Καστανίδου, Η διαβάθµιση του κινδύνου στα εγκλήµατα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 2001, σ. 645επ.),»

 

  • Καταρχάς, τι είναι κίνδυνος;

 

  1. Χαραλαμπάκης: κίνδυνος είναι μια κατάσταση που δρομολογεί μια αιτιώδη συνάφεια, στο τέλος της οποίας ευρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού (Αρκει για την επιβολή της ποινής το γεγονός και μόνο ότι η συμπεριφορά του δράστη έθεσε σε κίνδυνο το έννομο αγαθό, χωρίς να απαιτείται να επέλθει και η βλάβη αυτού.)

 

  1. Μανωλεδάκης: Κίνδυνος είναι η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται τη δημιουργία αιτιακών όρων ή συνθηκών (όρων κινδύνου) για την επέλευση ενός βλαβερού αποτελέσματος που δεν συνέβη ακόμα γιατί απαιτούνται και άλλοι αιτιακοί όροι.)

 

  1. Μπρακουμάτσος: ο κίνδυνος είναι μία κατάσταση εμπειρικά (εδώ ελλοχεύει και ο «κίνδυνος» της υποκειμενικής ανάγνωσης των όρων που συνιστούν τον κίνδυνο) διαπιστώσιμη, βρίσκεται σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με τη βλάβη και διαβαθμίζεται σταδιακά προς αυτή.

-Ο κίνδυνος δεν είναι το ίδιο αποδείξιμος όπως η βλάβη ―η βλάβη αποτυπώνεται στο ίδιο το έννομο αγαθό, ενώ ο κίνδυνος στο περιβάλλον του.

-Η έννοια του κινδύνου είναι γενικώς ανεπεξέργαστη από την νομολογία.

-Το έννομο αγαθο θίγεται όχι μόνο όταν επηρεάζεται η ύλη του, αλλά και όταν αλλοιώνονται οι συνθήκες ύπαρξής του → ανασφάλεια στο περιβάλλον του εννόμου αγαθού → αβεβαιότητα για το ίδιο το αγαθό ή μάλλον καλύτερα, πλήγμα για το έννομο αγαθό. Έτσι, λαμβάνει χώρα μια σαφής προσβολή του εννόμου αγαθού.

-Πολύ σημαντικό: η σχέση βλάβης και κινδύνου είναι ανάλογη εκείνης της απόπειρας και του ολοκληρωμένου εγκλήματος.

 

 

  • Έννοια κοινού κινδύνου στην παρ. 1 του άρθ.264 ΠΚ

 

Ορισμός: Κοινός κίνδυνος γενικά υπάρχει κάθε φορά που ο δράστης δεν είναι σε θέση να περιορίσει τον κίνδυνο που προκαλείται από την πράξη του σε ορισμένα πρόσωπα ή αγαθά. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που εξαπολύονται φυσικές δυνάμεις που δεν μπορούν να τιθασευτούν από τον δράστη.

Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη: «Κοινός κίνδυνος» είναι η δια της πυρκαγιάς διακινδύνευση ευρύτερου κύκλου αγαθών που είναι ανεπίδεκτος εκ των προτέρων προσδιορισμού (σχετικές οι ΑΠ 937/2018, 1061/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, 936/2011 ΠοινΔικ 2012, 483, κ.λπ.), δηλ. σε ξένα πράγματα διαφόρων ιδιοκτητών και σε έκταση που δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων. Τούτο συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση, ήτοι κατά την ανθρώπινη πείρα, λαμβάνονται δε υπόψη τα δεδομένα του χρόνου τέλεσης και όχι εκείνα που ανέκυψαν εκ των υστέρων, μετά την τέλεση της πράξης αυτής.

―Ως προς τον κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα, γίνεται δεκτό ότι θα πρέπει να κινδυνεύει μια πλειονότητα ξένων αντικειμένων, χωρίς εκ των προτέρων να μπορεί να προσδιοριστεί ποιο θα καταστραφεί τελικά.

―Ως προς τον κοινό κίνδυνο που αφορά άνθρωπο, δεν στοιχειοθετείται με την διακινδύνευση ατομικά συγκεκριμένων ανθρώπων → η νομολογία δέχεται ότι η δυνατότητα κινδύνου  πρέπει να αφορά απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, έστω και ενός μόνο προσώπου μη επακριβώς καθορισμένου.

-Άλλως, κοινός κίνδυνος υπάρχει όταν κινδυνεύει οποιοσδήποτε άνθρωπος πλην του δράστη και των συμμετόχων του.

-Ο κοινός κίνδυνος δεν περιγράφει την ένταση, αλλά την έκταση.

-Κατά τον επιτυχημένο ορισμό της Καϊάφα – Γκμπάντι, ο κοινός κίνδυνος είναι κοινωνικός κίνδυνος και αυτό συμβαίνει, όχι μόνον όταν απειλείται αόριστος αριθμός προσώπων, αλλά και όταν απειλείται μια περιορισμένου αριθμού ανοιχτή κοινωνική ομάδα με συλλογική λειτουργία →

Παραδείγματα: τοποθέτηση βόμβας σε γραφεία πολιτικού κόμματος

ή πλοίο της ακτοπλοΐας και,

από την άλλη, σε ερημικό σπίτι στο οποίο ζει πολυμελής οικογένεια →

→ στις περιπτώσεις του πολιτικού γραφείου και του πλοίου προσβάλλεται μια κοινωνική ομάδα, της οποίας την ιδιότητα μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε,

ενώ στην περίπτωση της οικογένειας η ιδιότητα που συνδέει τα μέλη της στηρίζεται στο ατομικά συγκεκριμένο του καθενός, δηλ. πρόκειται για μία ομάδα με κλειστό κοινωνικό χαρακτήρα, άρα δεν καταφάσκεται άνευ άλλου τινός ο κοινός κίνδυνος.

 

Μοροζίνης: Ο «κοινός κίνδυνος» δεν είναι διαφορετικό είδος κινδύνου, δεν διαφέρει δηλαδή ποιοτικά από τον απλό «κίνδυνο». Η έννοια του κινδύνου είναι διαβαθμίσιμη και αυτό το νόημα, δηλ. της απόδοσης των διαβαθμίσεων του κινδύνου, έχουν οι επιμέρους προβλέψεις των διατάξεων του τεθειμένου δικαίου που προσδίδουν επιθετικούς προσδιορισμούς στον κίνδυνο, όπως επικείμενος, κοινός κ.λπ.132. Συνεπώς ο «κοινός» κίνδυνος είναι απλώς μια ποσοτική διαβάθμιση (μια «σπουδαιολόγηση») του κινδύνου, η οποία έχει ωστόσο ιδιαίτερη σημασία για την τυποποίηση του συγκεκριμένου αδίκου. Κοινός κίνδυνος είναι λοιπόν ο κίνδυνος, τον οποίο ο δράστης που με την πράξη του τον προκάλεσε δεν μπορεί να περιορίσει σε ορισμένα πρόσωπα ή αγαθά, ιδίως όταν διά της συμπεριφοράς ενεργοποιούνται φυσικές δυνάμεις (π.χ. φωτιά, νερό), τις οποίες ο δράστης αδυνατεί πλέον να τιθασεύσει.

 

Σπουδαία παρατήρηση: Σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται κοινός κίνδυνος όταν αυτός αφορά ατομικώς σε ορισμένα πρόσωπα (Μπουρόπουλος Ερμ. ΠΚ Β’ σελ. 395).

 

────Αιτιολογική έκθεση Ν. 4619/2019

ΦΕΚ 95 Α’/11.06.2019

          «ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κοινώς επικίνδυνα εγκλήµατα Στο Κεφάλαιο των κοινώς επικίνδυνων εγκληµάτων διατηρήθηκε ως συνδετικό στοιχείο η έννοια του κοινού κινδύνου (βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκµπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήµατα, γ΄ έκδ., 2005, σ. 87επ. και ιδίως 99επ.). Έτσι, το αξιόποινο περιορίζεται, σε αντίθεση µε ορισµένες ξένες έννοµες τάξεις, σε περιπτώσεις κοινής διακινδύνευσης έννοµων αγαθών, όπως η ζωή, η σωµατική ακεραιότητα ή η ιδιοκτησία, και δεν µπορεί να θεµελιωθεί, όταν η δυνατότητα κινδύνου που γεννά η πράξη αφορά µια συγκεκριµένη και µόνο µονάδα εννόµου αγαθού.»

 

S O S: Το ότι από την συμπεριφορά του δράστη προκαλείται πυρκαγιά δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εμπρησμού. Η πυρκαγιά μόνον ως όρος μιας αιτιώδους διαδρομής μπορεί να χαρακτηρισθεί.

-Εάν από την συνεκτίμηση των στοιχείων μιας υπόθεσης προκύπτει ότι η εκδηλωθείσα πυρκαγιά δεν μπορούσε να εξαπλωθεί και να οδηγήσει στη δημιουργία συγκεκριμένου κινδύνου (επειδή επικρατούσε άπνοια ή εκδηλώθηκε σε ερημικό σπίτι), τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για εμπρησμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠ 48/2021 – ΣΤ’ Τμήμα,

ΑΠ 1827/2019 – Ε’ Τμήμα,

ΑΠ 936/2011

Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εμπρησμού απαιτείται: α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιονδήποτε τρόπο, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί πυρ οπωσδήποτε σημαντικής και όχι συνηθισμένης εκτάσεως με τάση εξαπλώσεως και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί, β) να προέκυψε κίνδυνος σε ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο έννομων αγαθών, κατά την ειδικότερη αναφορά σε ξένα πράγματα και άνθρωπο.

[Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη θέληση να προκληθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ’ αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα, αρκούντος και του ενδεχόμενου.]

 

Κίνδυνος ανθρώπου υπάρχει, όταν δημιουργείται πιθανότητα προσβολής της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, έστω και ενός μη κατά πρόσωπον προσδιορισμένου ανθρώπου.

 

Η ύπαρξη ή όχι του κινδύνου κρίνεται βάσει των δεδομένων τα οποία υφίστανται κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, δηλ. της προκλήσεως της πυρκαγιάς και όχι αυτών που προκέκυψαν μετά την τέλεσή της.

 

 

 

  • Διακεκριμένες και εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες μορφές του εμπρησμού (ΠΚ 264) και εμπρησμού σε δάση (ΠΚ 265) υπό Ν. 4619/2019 και Ν. 4855/2021

 

ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ 264 ΠΚ

Στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 264 προστέθηκε στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εμπρησμού, η λέξη «άλλου» και η παρ. 1 τίθεται όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 60 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α 246/10.12.2021.

  • Διακεκριμένες μορφές και εκ του αποτελέσματος διακρινόμενες

Α) β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο → → η προγενέστερη διατύπωση ανέφερε «αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο»

δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου → → αυστηροποίηση της ποινής, καθώς στην προηγούμενη μορφή του προβλεπόταν κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και προσθήκη του άλλου (= οποιουδήποτε πλην του δράστη και των συμμετόχων του)

Απαιτείται: με πράξη ή παράλειψη πρόκληση πυρκαγιάς, η οποία να είναι τέτοια που να μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο σε άνθρωπο, πρόθεση του δράστη για την πρόκληση πυρκαγιάς και γνώση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου σε άνθρωπο και, φυσικά, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εγκληματικής συμπεριφοράς και του αποτελέσματος → κάθειρξη 5 – 10 ετών.

Αν στην εν λόγω περίπτωση επήλθε ως αποτέλεσμα ο θάνατος ανθρώπου, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Πρόκειται περί εγκλήματος διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος, για την στοιχειοθέτηση του οποίου είναι αναγκαία η διαπίστωση αμέλειας στον δράστη για το βαρύτερο αποτέλεσμα. 

[→ εξαιρετικό ζήτημα: θανατηφόρος εμπρησμός και στην περίπτωση που το θύμα είναι πυροσβέστης, ο οποίος ενήργησε με αυτοθυσία;

Καϊάφα – Γκμπάντι: όχι, διότι το αποτέλεσμα δεν συνδέεται αναπόδραστα με την πράξη του προσώπου που προκάλεσε την πυρκαγιά. Υπό την έννοια, ότι το αποτέλεσμα – ο θάνατος δεν θα επερχόταν, αν ο πυροσβέστης δεν είχε αποφασίσει να ενεργήσει όπως ενήργησε.]

[Το ίδιο και με τους γείτονες, διότι – κατά την Γκμπάντι – «προεξάρχουν στοιχεία αυτοπροσβολής».]

Αναγκαία παρατήρηση: Κατ’ ουσίαν, έχει να κάνει με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας. Αν χωρεί, δηλ., διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου ή όχι; → φαίνεται ότι έλυσε το ζήτημα η προσθήκη της λέξης «άλλου» με το άρθρο 60 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α 246/10.12.2021.

Διακεκριμένη μορφή

γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση των περ. α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου

Πάλι πρόκειται περί εγκλήματος διακρινόμενου εκ του αποτελέσματος, χωρίς ερμηνευτικές δυσκολίες.

Εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας είναι τα κτίσματα, μηχανήματα και γενικά στοιχεία του πάγιου ενεργητικού μιας οικονομικής μονάδας που εξυπηρετεί άμεσα τις ανάγκες του κοινού.

 

 

ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΗ

Το άρθρο 265 τίθεται όπως ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ με το άρθρο 46 του ν. 4855/2021 (Α΄ 215/12.11.2021)

───ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Ν. 4855/2021

ΦΕΚ 215 A’/12.11.2021

Άρθρο 45 Εμπρησμός – Αντικατάσταση του άρθρου 264 ΠΚ Το άρθρο 264 ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 264 Εμπρησμός 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α΄ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περίπτωση της περ. β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.» Άρθρο 46 Εμπρησμός σε δάση – Αντικατάσταση του άρθρου 265 ΠΚ Το άρθρο 265 ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 265 Εμπρησμός σε δάση 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»

 

«1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή,

β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή,

δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

 

ΤριμΠλημΓυθ 103,104/2020

Εμπρησμός σε δάση από αμέλεια με παράλειψη, λόγω ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης → η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι εγκληματική.

 

Κατά τα άλλα, ισχύουν τα στοιχεία που αναλύθηκαν ήδη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπρακουμάτσος: «Όχι διεύρυνση της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, διότι εμφανίζει τα θεσμοθετημένα όργανα της πολιτείας να ακολουθούν τα προστάγματα της κοινής γνώμης που πολλάκις είναι κατευθυνόμενη από τα ΜΜΕ.»

-«Από την άλλη, η λύση δεν μπορεί να αναζητηθεί σε πρόχειρες νομοθετήσεις, χαρακτηριστική συνήθεια των τελευταίων χρόνων.»

-Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή (2008) ο νομοθέτης πλέον να τιμωρεί την κινδυνώδη συμπεριφορά, όταν ο κίνδυνος είναι άμεσος.

———————————————-

ΑΠ 351/2009

Εμπρησμός από αμέλεια

-Για την στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος απαιτείται η διαπίστωση αφενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε από τις προσωπικές περιστάσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του εγκλήματος του εμπρησμού.

-Απαιτείται, ακόμη, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθεως επακόλουθο της αμέλειάς του.

-Άνευ συνειδήσεως αμέλεια → ο δράστης, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του.

-Ενσυνείδητη αμέλεια → ο δράστης προέβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει αξιόποινο αποτέλεσμα, πίστεψε όμως ότι θα το αποφύγει.

Παραπομπή στην υπ’ αριθ. ΑΠ 936/2003, δυνάμει της οποίας είχε κριθεί αιτιολγημένη η καταδίκη για εμπρησμό εξ αμελείας στην υπόθεση του αναμμένου κεριού.

-Στοιχεία εξ αμελείας τέλεσης εμπρησμού: α) ο δράστης να μην κατέβαλε κατ’ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής, β) να είχε αυτός τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεών του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, γ) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος, δ) από την προξενηθείσα πυρκαγιά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή σε άνθρωπο.

———————————————-

Εισαγγελική Πράξη Εισαγγελέα Αεροδικείου 12/18-4-2006

-«…και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι υπάρχει και διαπιστώνεται εξωτερικά πλημμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του Σμία …, από την οποία προκλήθηκε η πυρκαγιά, είναι ζήτημα, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση…θα μπορούσαμε να μιλάμε ολοκληρωμένο φαινόμενο εμπρησμού από αμέλεια, δηλ. πυρκαγιάς που καθαυτήν γεννά δυνατότητα κοινού κινδύνου για ξένα πράγματα ή κίνδυνο ανθρώπου.»

-Η φωτιά περιορίστηκε στο 30-35% του παραπήγματος, επομένως είναι λίαν αμφίβολο αν διέθετε αυτοδύναμη τάση εξάπλωσης → αρχειοθέτηση.

ΣυμβΠλημΗρακλ 207/2005

-Συρροή αληθής κατ’ ιδέαν εμπρησμού με κοινό κίνδυνο για άνθρωπο και ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως αυτού του ανθρώπου → η άποψη που υιοθετεί το ανωτέρω εκκινεί από την εσφαλμένη αφετηρία ότι στοιχειοθετείται εμπρησμός και όταν η πράξη του δράστη αποσκοπεί στην διακινδύνευση των αγαθών ή της ζωής ατομικώς ορισμένου ανθρώπου. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση υφίσταται πρόθεση ανθρωποκτονίας.

———————————————–

Α. Γκούρμπατσης – Η δια παραλείψεως τέλεση του εμπρησμού από αμέλεια από τον επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων

Καϊάφα – Γκμπάντι:

Ερώτημα: στοιχειοθετείται εμπρησμός από αμέλεια, όταν εκείνος που έχει ταχθεί για να κατασβέσει την πυρκαγιά, αποτυγχάνει, λόγω αντικειμενικά λαθεμένων χειρισμών;

Απόκριση: Όχι. Πιλοτική απόφαση επ’ αυτού είναι η ΠλημΣυρ 41/1968, η οποία διασαφηνίζει ότι ελλείπει από τις περιπτώσεις αυτές «η βασική προϋπόθεσις της υπό του δράστου προκλήσεως εμπρησμού».

-Η πιο σημαντική περίπτωση είναι η αναζωπύρωση πυρκαγιάς από εσφαλμένους χειρισμούς, σοβαρά λάθη σε ενέργειες και παραλείψεις, με καταστροφικά αποτελέσματα.

-Μπορεί να κατηγορηθεί μόνο για δια παραλείψεως τέλεση του εμπρησμού από αμέλεια.

-Και τούτο, λόγω της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που τον βαρύνει.

-Απαιτείται μια σειρά ελλείψεων ―και σε ανθρώπινο προσωπικό και σε υλικοτεχνική υποδομή―  οι οποίες, κατά την άποψή μου, τείνουν να διευρύνουν υπέρμετρα το αξιόποινο.

-Πολλές δυσκολίες στο επίπεδο απόδειξης της κατηγορίας.

-Σύμφωνα με αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία, οι αναζωπυρώσεις αποτελούν το 1,6% των περιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών.

————————————

ΑΠ 1497/2012

ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Τεύχος 2/2013, Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος, σελ. 177

Πρόεδρος: Θ. Γκοΐνη

Μέλη: Δ. Παπαντωνοπόυλου, Ι. Γιαννακόπουλος, Α. Ξένος, Β. Καπελούζος (Εισηγητής)

Δικηγόρος: Θ. Ζευκιλής

Εμπρησμός από αμέλεια – Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης – Δεν καθίσταται σαφές ποιο από τα δύο είδη αμέλειας δέχθηκε το δικαστήριο.

Εμπρησμός δάσους από αμέλεια. Όταν το δικαστήριο απαγγέλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφαση του με σαφήνεια ποιο από τα δυο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Καταδίκη δημάρχου για εμπρησμό δάσους από αμέλεια, γιατί δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη πυρκαγιάς, ως όφειλε, λόγω της ιδιότητάς του. Το δικαστήριο δεν κατέστησε σαφές ποιο από τα δύο είδη αμέλειας δέχθηκε, καθώς στο σκεπτικό δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων έδρασε με συνειδητή αμέλεια, στο δε διατακτικό με ασυνείδητη. Αναιρείται η απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης.

———————————————

ΣυμβΕφΠατρ 206/2014 [Εμπρησμός κακουργηματικός – Ενδεχόμενος δόλος – Απάτη κακουργηματική – Καταχραστές του Δημοσίου – Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση]

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τεύχος 11/2015, Νοέμβριος

σελ. 1015

   

Πρόεδρος: Γ. Σπηλιωτόπουλος

Μέλη: Ε. Βαμβακά (Εισηγήτρια), Κ. Ασημακόπουλος

Εισαγγελέας: Β. Αργύρη, Αντεισαγγελέας

Διατάξεις: άρθρα 27, 28, 46 [παρ. 1 εδ. α΄], 98, 264, 386 [παρ. 1, 3] ΠΚ, 1 [παρ. 1] Ν 1608/1950

Εμπρησμός κακουργηματικός, Ενδεχόμενος δόλος, Απάτη κακουργηματική, Καταχραστές του Δημοσίου, Έγκλημα κατ’ εξακολούθηση, Ηθική αυτουργία

Για την κατάφαση του κινδύνου ως καταστάσεως, η οποία διαμορφώνεται με την επίδραση διάφορων αιτιακών όρων που εξελίσσονται προς τη βλάβη, η οποία δεν έχει ακόμη επέλθει, η σχετική διαγνωστική διαδικασία δεν περιορίζεται στην πρόγνωση με βάση τα στοιχεία που είναι γνωστά μέχρι το αποφασιστικό χρονικό σημείο της πράξεως, αλλά επεκτείνεται σε διάγνωση του κινδύνου με βάση και στοιχεία που προέκυψαν μεταγενέστερα και επιβεβαιώνουν ή αμφισβητούν την ύπαρξή του. Στο μέτρο δε που η ιδιοκτησία δεν προσδιορίζεται με βάση τα ξεχωριστά πράγματα που αποτελούν το αντικείμενό της, αλλά κυρίως με αναφορά στο πρόσωπο που είναι φορέας της, το ορθότερο είναι να αποκλειστεί η συνδρομή του κοινού κινδύνου σε περιπτώσεις που απειλούνται πράγματα ενός και μόνο προσώπου, έστω κι αν από τον αριθμό τους καλύπτουν μια ιδιαίτερα μεγάλη έκταση? γιατί ο κίνδυνος δεν είναι τότε «κοινός» αλλά ορισμένος. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του εμπρησμού με τη μορφή του άρθρου 264 στοιχ. β΄ ΠΚ, δεν απαιτείται επέλευση του εμπειρικού κινδύνου για άνθρωπο, αλλά η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τη δυνατότητα προκλήσεώς του, χωρίς η εκ τυχαίων, εσωτερικών, παραγόντων διακοπή της αιτιακής διαδρομής προς τη βλάβη να αναιρεί την κατάφασή του.

Η εισαγγελική πρόταση έχει, κατά το ενδιαφέρον μέρος της, ως εξής:

Γ. Η ποινική πρόβλεψη

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις βασικές μορφές των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, στα οποία υπάγεται και ο εμπρησμός (άρθρο 264 ΠΚ), που τυποποιούνται στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Ποινικού μας Κώδικα ο Νομοθέτης, κατά γενική αρχή προχώρησε σε μια προωθημένη προστασία των σχετικών εννόμων αγαθών, αφού ανήγαγε σε έγκλημα όχι απλά τη βλάβη αλλά ήδη τη διακινδύνευσή τους. Και υπήρξε μάλιστα εξόχως προνοητικός διότι δεν περιορίστηκε (ο νομοθέτης) απλά να περιγράψει κάποια συμπεριφορά στην αντικειμενική υπόσταση, αλλά τόνισε το ενδιαφέρον του για τη δυνατότητά της να προκαλέσει κίνδυνο σε συγκεκριμένη περίπτωση, εισάγοντας αυτό το στοιχείο ρητά στη νομοτυπική του μορφή γιατί η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εκβιομηχανισμού, ο οποίος υποβάλλει ένα ολοένα εντονότερο αίτημα ασφαλείας (βλ. σχ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικινδύνων εγκλημάτων, σελ. 58 επ. και σελ. 154 επ.).

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΜΠΟΥΡΜΑΣ Ειδικότερα ζητήματα συρροής ανάμεσα στα περιβαλλοντικά εγκλήματα ειδικών ποινικών νόμων και τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα του αρ. 28 Ν 1650/1986.

Ειδικότερα ζητήματα συρροής ανάμεσα στα περιβαλλοντικά εγκλήματα ειδικών ποινικών νόμων και τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα του αρ. 28 Ν 1650/1986.

Εισαγωγή – παρουσίαση του προβλήματος.

Από μία απλή επισκόπηση της σχετικής μέχρι σήμερα νομολογίας για τα ειδικά περιβαλλοντικά εγκλήματα (δηλ. για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους και όχι στον βασικό περιβαλλοντικό νόμο 1650/1986) αναδεικνύονται εναργώς τα αξιόλογα δογματικά ζητήματα της συρροής αυτών των ειδικών εγκλημάτων με τα βασικά περιβαλλοντικά αδικήματα του Ν. 1650/1986. Είναι δε εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα συγκεκριμένα προβλήματα για δύο κυρίως λόγους: α) Διότι το περιβάλλον, ως έννομο αγαθό, διαθέτει εννοιολογική και εμπειρική αυτοτέλεια έναντι των επιμέρους στοιχείων του, τα οποία προσβάλλονται αρχικώς από την εκάστοτε αξιόποινη πράξη.

Αρκετά συχνά, όμως, τυποποιείται ξεχωριστά η προσβολή (συνήθως βλάβη) είτε από ορισμένες εστίες υποβάθμισης είτε από κάθε τέτοια εστία των διαφόρων ειδικότερων περιβαλλοντικών στοιχείων και μάλιστα εκείνων, που έχουν θεμελιώδη σημασία για την εύρυθμη προσωπική και κοινωνική ζωή του ανθρώπου, κάτι το οποίο συμβαδίζει και με την ανθρωποκεντρική σύλληψη του περιεχομένου του εννόμου αγαθού «περιβάλλον»[1].

Συνακόλουθα, τίθεται γενικότερα το ζήτημα της συρροής περιβαλλοντικών εγκλημάτων βλάβης, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, με αντίστοιχα εγκλήματα διακινδύνευσης, όπως είναι τα περισσότερα από αυτά του Ν. 1650/1986 και β) η τελική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα εξαρτάται κυρίως (και) από την απειλούμενη ποινή για καθένα από τα συρρέοντα εγκλήματα. Όμως, αυτή η ποινή δεν είναι πάντοτε μεγαλύτερη για την βλάβη και μικρότερη για την διακινδύνευση, όπως γενικότερα θα αναμενόταν στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό συμβαίνει, διότι πολλές φορές η απαξιολογική βαρύτητα της προσβολής του περιβάλλοντος μπορεί να είναι μικρότερη από την αντίστοιχη βαρύτητα της προσβολής του ειδικότερου εκάστοτε περιβαλλοντικού στοιχείου.

Αυτή η αξιολογική κρίση είναι εντελώς ανεξάρτητη από την γενικότερη αξία καθεαυτού του εκάστοτε προσβαλλομένου εννόμου αγαθού (περιβάλλον και ειδικό περιβαλλοντικό στοιχείο) κα την αφηρημένα κρινόμενη μεγαλύτερη βαρύτητα της βλάβης έναντι της διακινδύνευσης του ίδιου εννόμου αγαθού, εφόσον εδώ τα συμπροσβαλλόμενα αγαθά δεν είναι απολύτως όμοια αλλά αναμφίβολα συναφή, ενώ συγχρόνως αρκετές φορές η (περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά) σοβαρή βλάβη ενός μεμονωμένου περιβαλλοντικού στοιχείου δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ανάλογη βαρύτητα προσβολής για το έννομο αγαθό «περιβάλλον».

Γενικότερες αρχές για την συρροή των περιβαλλοντικών εγκλημάτων.

Μετά από την προαναφερθείσα παρουσίαση του ερευνώμενου ζητήματος, πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθούν κάποιες κατ΄ουσίαν γενικότερες αρχές για τις εδώ εξεταζόμενες περιπτώσεις συρροής περιβαλλοντικών εγκλημάτων, οι οποίες (αρχές) είναι οι εξής:

α) το ευρύτερο αγαθό «περιβάλλον» δεν (πρέπει να) ταυτίζεται με τα επιμέρους περιβαλλοντικά στοιχεία, αλλά έχει κοινωνική/οντολογική και πρωτίστως δογματική αυτοτέλεια έναντι αυτών των τελευταίων, είναι στην πραγματικότητα άυλο και συνίσταται στην λειτουργική ικανότητα του ενιαίου οργανικού συνόλου των επιμέρους περιβαλλοντικών στοιχείων και των συνθέσεων τους να χρησιμεύσει ως ενδιαίτημα – ζωτικός χώρος για όλα τα έμβια όντα και κατ΄επέκταση (κυρίως) και για τον άνθρωπο,

β)δεν νοείται οντολογικά προσβολή του αγαθού «περιβάλλον» είτε ως βλάβη είτε ως συγκεκριμένη ή δυνητική διακινδύνευση, αν δεν υποστεί προηγουμένως κάποια (μεγαλύτερη ή μικρότερη κάθε φορά) βλάβη, δηλ. μεταβολή επί τα χείρω, κάποιο επιμέρους περιβαλλοντικό στοιχείο, όπως τούτο εμφαίνεται εμμέσως πλην σαφώς από τον ίδιο τον εννοιολογικό προσδιορισμό της περιβαλλοντικής ρύπανσης ή υποβάθμισης στο άρθρο 2 παρ. 2 και 4 Ν 1650/1986,

γ) κατ΄επέκταση, αν το τελευταίο δεν υφίσταται βλάβη αλλά συγκεκριμένη ή δυνητική είτε (πολύ περισσότερο) αφηρημένη διακινδύνευση από κάποια συμπεριφορά, τότε αυτή στοιχειοθετεί αφηρημένη διακινδύνευση του περιβάλλοντος (:προπαρασκευή της κατ΄ελάχιστο δυνητικής διακινδύνευσης του),

δ)επειδή κάθε βλάβη περιβαλλοντικού στοιχείου δεν συνεπάγεται βλάβη ή διακινδύνευση του περιβάλλοντος και επιπλέον η επιστήμη δεν έχει ακόμη προσδιορίσει επακριβώς, πότε συμβαίνει αυτό, αν ο νομοθέτης επιδιώκει αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, πρέπει να προσωθήσει το αξιόποινο των προσβολών του στο στάδιο της ευχερώς αποδείξιμης βλάβης των επιμέρους περιβαλλοντικών στοιχείων, τιμωρώντας αυτήν αυτοτελώς. Αυτή ακριβώς η τιμώρηση θεσπίζεται στους περισσότερους ειδικούς περιβαλλοντικούς (ποινικούς) νόμους, όταν προσβάλλονται τα επιμέρους προστατευόμενα κάθε φορά περιβαλλοντικά στοιχεία,

ε)αν και αυτή η τελευταία (δηλ. η βλάβη των ειδικότερων περιβαλλοντικών στοιχείων) δεν είναι ευχερώς προσδιορίσιμη από την επιστήμη, όπως συμβαίνει πχ με την ρύπανση του αέρα από τις διάφορες χημικές ουσίες κλπ, τότε πρέπει να προσωθηθεί το αξιόποινο των σχετικών αντιπεριβαλλοντικών συμπεριφορών στις προπαρασκευαστικές πράξεις βλάβης των επιμέρους περιβαλλοντικών στοιχείων, δηλ. στην αφηρημένη διακινδύνευση τους, πχ στη κατοχή μέσων πρόσφορων για την εξαιρετικά σοβαρή προσβολή των εκάστοτε προστατευόμενων περιβαλλοντικών στοιχείων κοκ. Με βάση αυτά τα εμπειρικά χαρακτηριστικά των περιβαλλοντικών προσβολών πρέπει γενικότερα οι απλές βλάβες των περιβαλλοντικών στοιχείων να τιμωρούνται ηπιότερα από τις προσβολές του καθόλου περιβάλλοντος, εφόσον, για να επέλθει αυτό το αποτέλεσμα, πρέπει η βλάβη του εν λόγω στοιχείου να διαθέτει ορισμένη κάθε φορά βαρύτητα και σοβαρότητα. αντιστοίχως, οι προπαρασκευαστικές πράξεις για την βλάβη του περιβάλλοντος θα πρέπει να τιμωρούνται ηπιότερα αφενός από την βλάβη των περιβαλλοντικών στοιχείων και πολύ περισσότερο από τις προσβολές του περιβάλλοντος,

στ)αν τα ειδικότερα περιβαλλοντικά εγκλήματα πλήττουν ορισμένα έννομα αγαθά αποκλειστικά με την ιδιότητά τους ως περιβαλλοντικών στοιχείων, τότε υπάρχει φαινομένη κατ΄ιδέαν συρροή με τα περιβαλλοντικά εγκλήματα του άρθρου 28 Ν 1650/1986, η οποία –αν τα συρρέοντα εγκλήματα τιμωρούνται σύμφωνα με τους ανωτέρω γενικότερους κανόνες – έχει την μορφή της επικουρικότητας (:προστάδιο της κυρίως προσβολής), ενώ αν δεν τηρούνται οι εν λόγω κανόνες (όπως συνήθως συμβαίνει), τότε φέρει την μορφή της απορρόφησης του ελαφρύτερου από το εκάστοτε βαρύτερο έγκλημα. Αν τα προσβαλλόμενα αγαθά είναι έστω και εν μέρει διαφορετικά (πχ το δάσος ως περιβαλλοντικό στοιχείο και περιουσιακό αγαθό κα), τότε η συρροή είναι αληθής κατ΄ιδέαν. Παράδειγμα φαινομένης συρροής: η έμμεση ρύπανση θάλασσας μέσω ποταμού κ.α.,  

ζ)σε ορισμένες περιπτώσεις περιβαλλοντικών εγκλημάτων δεν τίθεται ζήτημα συρροής, εφόσον δεν πρέπει ορθότερα να γίνεται δεκτή η ύπαρξη περισσοτέρων εγκλημάτων αλλά η νομική ενότητα της πράξης και όχι η δογματική κατασκευή του κατ΄εξακολούθηση εγκλήματος, όπως πχ στο αρ 6 παρ. 3 Ν 4037/2012 και γενικότερα στα σχετικά εγκλήματα συσσώρευσης (πχ αρ 3 περ θ Ν 4042/2012 κα) και  

η)Τα εγκλήματα του αρ 3 στοιχ. δ, ε, στ, ζ και θ Ν 4042/2012 (κατά το μέτρο που τυποποιούν και κατ΄επέκταση τιμωρούν ποινικά προπαρασκευαστικές πράξεις ως εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης) έχουν δογματική αυτοτέλεια και δεν αποτελούν επιμέρους περιπτώσεις του αρ 28 Ν 1650/1986, γιατί αυτά τα τελευταία εγκλήματα αποτελούν αδικήματα δυνητικής διακινδύνευσης. Αντιθέτως, όλες οι λοιπές υποστάσεις του άρθρου 3 Ν 4042/2012  τιμωρούνται σύμφωνα με τους όρους και τις διακρίσεις του άρθρου 28 Ν 1650/1986, όπως τούτο ισχύει σήμερα, σύμφωνα με την σαφή ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 3 Ν 4042/2012[2].

Υποστηρίζεται όμως και η ανεξαίρετη άποψη ότι οι υποστάσεις του άρθρου 3 Ν 4042/2012 (άρθρο 3 Οδηγίας 2008/1998/ΕΚ) δεν θεσπίζουν αυτοτελή αδικήματα αλλά περιπτωσιολογία πλήρωσης των εγκλημάτων του άρθρου 28 Ν 1650/1986, ο οποίος παρέχει ευρύτερη ποινική προστασία στο περιβάλλον από την κατ΄ελάχιστον προβλεπόμενη στις διατάξεις της Οδηγίας. Μάλιστα, η άποψη αυτή στηρίζει το συγκεκριμένο συμπέρασμα της από το οικείο νομοθετικό κείμενο, ιδίως το άρθρο 6 παρ. 3 Ν 4042/2012, όσο και από την Αιτιολογική Έκθεση του πιο πάνω νόμου σχετικά με τις προβλέψεις των άρθρων 3 και 6 παρ. 3 αντίστοιχα (σελ. 5 και 6 αντίστοιχα)[3].

Αν λοιπόν γίνει δεκτό ότι τα προαναφερθέντα ειδικότερα εγκλήματα του αρ 3 στοιχ.  δ, ε, στ, ζ και θ Ν 4042/2012 διαθέτουν νοηματική και απαξιολογική αυτοτέλεια έναντι αυτών του αρ 28 Ν 1650/1986 και συγχρόνως ο ποινικός νομοθέτης ποινικοποιούσε στα πρώτα μόνον τις παράνομες συμπεριφορές σύμφωνα με τον ορισμό του αρ 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1 Ν 4042/2012 (:θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αυτή η προϋπόθεση του τιμωρητού και ως άγραφο στοιχείο της α.υ. των πιο πάνω εγκλημάτων), τότε πράγματι θα υφίστατο εδώ μια ιδιόμορφη περίπτωση «λευκών» ποινικών διατάξεων: οι διατάξεις του αρ 3 στοιχ. δ, ε, στ, ζ και θ Ν 4042/2012 θα παραπέμπουν σε άλλο νόμο τόσο για τον επακριβή προσδιορισμό (έστω και εν μέρει) της αξιόποινης συμπεριφοράς όσο και για τον αντίστοιχο καθορισμό της εκάστοτε προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης.

Κατά τούτο, όμως, προσβάλλουν αυτές τον γενικότερο εκείνο κανόνα για την θέσπιση «λευκών» ποινικών νόμων, σύμφωνα με τον οποίο στην ειδικότερη περίπτωση όπου ο νόμος περιγράφει μεν πλήρως την αξιόποινη συμπεριφορά, για την τιμώρηση της όμως παραπέμπει σε άλλον νόμο, η αρχή της νομιμότητας ικανοποιείται, μόνον εφόσον με την παραπομπή συνδέει σαφώς συγκεκριμένη συμπεριφορά με συγκεκριμένη ποινή. Εδώ όμως η (κατά την ανωτέρω σύνθετη παραπομπή) περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς δεν είναι ορισμένη και σαφής, κατά το μέτρο που δεν διευκρινίζεται στις κατά παραπομπή διατάξεις, αν οι εμπεριεχόμενες  στα παραρτήματα Α και Β του άρθρου 2 αρ 1 Ν 4042/2012 Κοινοτικές Οδηγίες έχουν ενσωματωθεί με κάποιο σχετικό τυπικό νόμο στην Ελληνική έννομη τάξη και κατ΄επέκταση αν η παραβίαση τους στοιχειοθετεί την παράνομη συμπεριφορά του άρθρου 2 αρ 1 Ν 4042/2012 και είναι ως εκ τούτου αξιόποινη. Αλλά και πέραν αυτού, το κυριότερο είναι ότι τα εν λόγω ειδικότερα εγκλήματα του άρθρου 3 στοιχ δ, ε, στ, ζ και θ Ν 4042/2012 δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να τιμωρούν μόνον τις παράνομες περιγραφόμενες στις εν λόγω διατάξεις συμπεριφορές αλλά κάθε περιγραφόμενη σε αυτές αντιπεριβαλλοντική συμπεριφορά, εφόσον δεν αναφέρεται ρητά ως νομοτυπικό στοιχείο των εν λόγω εγκλημάτων ο όρος του παράνομου χαρακτήρα των σχετικών πράξεων[4]. Βέβαια, μπορεί εύλογα να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι το στοιχείο αυτό αποτελεί νομοτυπικό όρο των συγκεκριμένων αδικημάτων ως άγραφο στοιχείο της α.υ. τους.

Επιπροσθέτως, η επιβολή ποινής για συγκεκριμένη πράξη βάσει ποινικής διάταξης, η οποία απειλεί ποινή για άλλη αξιόποινη πράξη, είναι νόμιμη, μόνον εφόσον η υπό κρίση πράξη στοιχειοθετεί και την άλλη αξιόποινη πράξη, για την οποία ήδη απειλείται ποινή. Διαφορετικά παραβιάζεται η αρχή n.c.n.p.s.l. scripta.

Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν ικανοποιείται αυτή η αρχή, διότι ακριβώς οι πράξεις του αρ 3 Ν 4042/2012 δεν στοιχειοθετούν – κατά λογική αναγκαιότητα-πάντοτε και τις αξιόποινες πράξεις του αρ 28 Ν 1650/1986, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.

Είναι δεδομένο, λοιπόν, το ότι τιμωρείται ιδιαίτερα από το αρ. 28 παρ. 2α Ν 1650/1986- όχι κάθε περιβαλλοντική ρύπανση ή υποβάθμιση, αλλά-μόνον τέτοιου είδους πράξεις, οι οποίες είναι παράνομες ως αντιβαίνουσες στις διατάξεις του πιο πάνω νόμου, των δικαιϊκών ρυθμίσεων που αναφέρονται στο αρ. 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1β-δ Ν 4042/2012, καθώς και στις εκδοθείσες (βάσει σχετικής εξουσιοδότησης των πιο πάνω νόμων) κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις. Συνεπώς, κάθε άλλη περιβαλλοντική ρύπανση ή υποβάθμιση, η οποία είναι είτε νόμιμη είτε παράνομη μεν αλλά παραβιάζει άλλες δικαιϊκές διατάξεις (πέραν από τις προαναφερόμενες), που όμως δεν ποινικοποιούν την εν λόγω πράξη είτε αυτοτελώς είτε κατά παραπομπή στις ποινικές κυρώσεις του αρ. 28 Ν 1650/1986, παραμένει ατιμώρητη, εφόσον δεν υπάγεται στην τελευταία πιο πάνω αξιόποινη συμπεριφορά.

Ειδικότερες σχετικές δογματικές επισημάνσεις.

Στην πιο πάνω ειδικότερη περίπτωση, τώρα, που ποινικοποιείται αυτοτελώς ορισμένη αντιπεριβαλλοντική συμπεριφορά είτε από τυπικό νόμο, ο οποίος πχ κυρώνει και ενσωματώνει στην εθνική έννομη τάξη μια κοινοτική οδηγία σχετική με συγκεκριμένο περιβαλλοντικό ζήτημα, είτε από κανονιστική διοικητική πράξη, που εκδίδεται κατόπιν συναφούς εξουσιοδότησης από ένα τέτοιο νόμο, τότε συρρέει το  πιο πάνω έγκλημα με κάποιο από τα βασικά περιβαλλοντικά αδικήματα του αρ. 28 Ν 1650/1986.

Υπ΄αυτές τις συνθήκες το σύνηθες είναι να αποτελεί για το έννομο αγαθό «περιβάλλον», το εκάστοτε  συρρέον ειδικότερο περιβαλλοντικό αδίκημα, τυπικό έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, το οποίο περιγράφει και τιμωρεί ένα συγκεκριμένο τύπο προσβλητικής συμπεριφοράς εις βάρος ορισμένου περιβαλλοντικού στοιχείου, ανεξάρτητα από την  τυχόν βλάβη ή διακινδύνευση – μέσω αυτής – του περιβάλλοντος.

Με δεδομένη την πιο πάνω δογματική εμφάνιση των σχετικών αξιόποινων συμπεριφορών, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων μπορεί να συνιστούν εγκλήματα αποτελέσματος, στα οποία περιγράφεται και τιμωρείται είτε κάθε είτε ορισμένη ειδικότερη προσβολή κάποιου σημαντικού περιβαλλοντικού στοιχείου, όπως πχ του ατμοσφαιρικού αέρα, των υδάτων των ποταμών, των λιμνών κ.α. Σ΄αυτήν την ειδικότερη περίσταση πρέπει να ελεγχθεί (στα πλαίσια ερμηνείας της εφαρμοστέας κάθε φορά διάταξης με βάση την σχετική ΑιτΕκθ κ.τ.τ.), αν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος προστατεύεται από την εκάστοτε κρινόμενη πράξη αποκλειστικά λόγω του χαρακτήρα του ως επιμέρους περιβαλλοντικού στοιχείου είτε (και) ως ετεροειδούς εννόμου αγαθού και ιδιαίτερα ως ιδιοκτησιακού/περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη ή του Ελληνικού Δημοσίου.

Παράδειγμα: το δάσος προστατεύεται από τα διάφορα δασικά αδικήματα τόσο ως σπουδαιότατο περιβαλλοντικό στοιχείο, όσο και ως ιδιοκτησιακό αντικείμενο, πηγή σημαντικών εισοδημάτων για τον κύριο ή τον επικαρπωτή του. Κατά παρόμοιο τρόπο, στο αρ. 1 Ν 1740/1987 «Αξιοποίηση και προστασία κοραλλιογενών σχηματισμών, ιχθυοτρόφων υδάτων, υδατοκαλλιεργειών κ.α. διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 8 Ν 2040/1992 (ΦΕΚ Α 70), σαφώς αναφέρεται ότι οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί, που βρίσκονται στις θαλάσσιες περιοχές (ζώνες), στις οποίες επεκτείνονται η κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα ή η δικαιοδοσία του Ελληνικού Κράτους, αποτελούν εξαντλήσιμο εθνικό πόρο,   η εκμετάλλευση του οποίου ανήκει αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο και ενεργείται από το Υπουργείο Γεωργίας. Συνεπώς, στην τελευταία πιο πάνω περίπτωση, με το έγκλημα της παράνομης αλιείας/συλλογής κοραλλίων του αρ. 2 παρ. 1 Ν 1740/1987 προσβάλλονται πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικά) οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί ως περιουσιακό στοιχείο του Ελληνικού Δημοσίου και όχι ως περιβαλλοντικό στοιχείο υψίστης σημασίας για την βιοποικιλότητα των θαλασσίων οργανισμών. Υπ΄αυτές τις συνθήκες η συρροή των πιο πάνω «περιβαλλοντικών» (πραγματικά ή κατά το φαινόμενο και μόνον) εγκλημάτων είναι-με βάση τους γενικότερους σχετικούς κανόνες του Ποινικού Δικαίου –αληθής κατ΄ιδέαν, εφόσον τα συρρέοντα εγκλήματα στρέφονται κατά διαφορετικών (έστω και εν μέρει) εννόμων αγαθών[5].

Το πιο πάνω συμπέρασμα ισχύει, ακόμη και όταν ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα είναι αφηρημένης διακινδύνευσης. Αυτά δεν είναι επικουρικά έναντι των εγκλημάτων βλάβης, ούτε εκείνων της συγκεκριμένης ή της δυνητικής διακινδύνευσης, όταν πλήττουν διαφορετικό έννομο αγαθό[6]. Σε αντίθετη περίπτωση (δηλ. αν τα συρρέοντα εγκλήματα προσβάλλουν ακριβώς το ίδιο έννομο αγαθό), τότε η συρροή είναι φαινομένη (συνήθως) κατ΄ιδέαν βάσει ορθότερα της αρχής της απορρόφησης, οπότε εφαρμόζεται μόνον η εκάστοτε αυστηρότερη διάταξη απωθώντας την απορροφώμενη επιεικέστερη (lex consumens derogate legi consumptae).

Γενικότερα, όμως, και εδώ η πραγμάτωση της απορροφώμενης πράξης, μπορεί να γίνει είτε συγχρόνως με την απορροφώσα, είτε πριν ή και μετά από αυτήν. Και όταν μεν η αντικειμενική υπόσταση του υποδεέστερου, από πλευράς απαξίας, εγκλήματος, πληρούται με την αυτή πράξη που πληρούται και το βαρύτερο, η φαινομένη συρροή είναι κατ΄ιδέαν. Στην περίπτωση αυτή η συρρέουσα πράξη είναι απλώς μια συντιμωρητή πράξη συνοδείας. Όταν, όμως, πληρούται με διαφορετικές πράξεις, πριν ή μετά την κυρία, έχουμε φαινομένη πραγματική συρροή, οπότε μιλάμε για συντιμωρητή πρότερη ή ύστερη πράξη.

Δεν εφαρμόζεται, υπό τις ίδιες πιο πάνω συνθήκες, η αρχή της σιωπηρής επικουρικότητας, γιατί είναι πολύ πιθανόν ο ποινικός νομοθέτης, λόγω προφανούς αβλεψίας (όπως άλλωστε συμβαίνει αρκετά συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις), να τιμωρεί ατόπως αυστηρότερα: α) τις προπαρασκευαστικές πράξεις (ως ιδιώνυμο τυπικό έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης) από τα εγκλήματα περιβαλλοντικής βλάβης ή (συγκεκριμένης/ δυνητικής) διακινδύνευσης, β) είτε την αρχική, πιο απόμακρη πράξη προσβολής του εννόμου  αγαθού από μια επόμενη αξιολογικά πιο έντονη εγκληματική δράση, γ) είτε τέλος το έγκλημα εκείνο, που είναι αναγκαίο προστάδιο πραγμάτωσης κάποιου άλλου βαρύτερου εγκλήματος, σε σχέση με αυτό το τελευταίο. Συνεπώς, ο ορθός αξιολογικός συσχετισμός των συρρεουσών ποινικών διατάξεων, κατά κανόνα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί γενικά και αφηρημένα, βάσει αξιολογήσεως στην οποία προέβη ο νομοθέτης αυθεντικώς (ρητά ή σιωπηρά) και εκ των προτέρων, παρά μόνον στην συγκεκριμένη κρινόμενη κάθε φορά περίπτωση[7].

Αξίζει μάλιστα εδώ να τονισθεί ότι σε αμφότερες τις πιο πάνω περιπτώσεις (αληθούς ή φαινομένης) συρροής πρέπει πολύ προσεκτικά να ελέγχεται αποδεικτικά από τα ποινικά δικαστήρια ουσίας, αν η προσβολή (βλάβη ή διακινδύνευση) συγκεκριμένου περιβαλλοντικού στοιχείου επιφέρει συγχρόνως προσβολή και του αυτοτελούς εννόμου αγαθού «περιβάλλον» τουλάχιστον με την μορφή της υποβάθμισης κατ΄αρ. 2 αριθ 4 Ν 1650/1986, διότι κάτι τέτοιο δεν είναι (εννοιολογικά ή πρακτικά) αυτονόητο σε κάθε περίπτωση προσβολής συγκεκριμένου περιβαλλοντικού στοιχείου. Μόνον υπ΄αυτήν την προϋπόθεση μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε συρροή των δυο πιο πάνω κατηγοριών περιβαλλοντικών εγκλημάτων. Σε αντίθετη περίπτωση υφίσταται μόνον η προσβολή του εκάστοτε κρινόμενου ειδικότερου περιβαλλοντικού στοιχείου και τίποτε άλλο πέραν αυτής.

Με δεδομένη, τώρα, την  γενικότερα αποδεκτή εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στα εγκλήματα αφηρημένης και δυνητικής διακινδύνευσης ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι ειδικά στα περιβαλλοντικά εγκλήματα δεν πρέπει να νοούνται και κατ’ επέκταση να τιμωρούνται εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, παρά μόνον εγκλήματα τουλάχιστον δυνητικής διακινδύνευσης, όπως είναι τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα των παρ. 1 και 2α του αρ. 28 Ν. 1650/1986[8]. Τούτο ισχύει, λόγω της ιδιομορφίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού «περιβάλλον», το οποίο είναι εξαιρετικά ελαστικό κι ευρύ. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι συνακόλουθα το ότι, κατά πρακτική και λογική αναγκαιότητα, σε κάθε περίπτωση όπου δημιουργείται μια λειτουργική πηγή κινδύνου, η οποία εκπέμπει πραγματικά κίνδυνο για το περιβάλλον, είναι ανοικτή (δηλ. προσβάσιμη στο έννομο αγαθό «περιβάλλον») και μπορεί να οδηγήσει έτσι αυτοδύναμα στη βλάβη του, συμπροκαλείται συγχρόνως και αυτομάτως δυνητική διακινδύνευση για αυτό το αγαθό.

Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ευσταθεί, εφόσον τοπικά και λειτουργικά η κρίσιμη κάθε φορά (πραγματική) εστία κινδύνου περιστοιχίζεται πανταχόθεν από τα διάφορα περιβαλλοντικά στοιχεία (:ορολογικά η λέξη «περιβάλλω» σημαίνει το ότι κάποιος τοποθετεί ορισμένο ή ορισμένα πράγματα περιμετρικά [γύρωθεν] από κάποιο άλλο πράγμα, ότι ένα μέγεθος είναι γύρω από κάποιο άλλο)[9], τα οποία (περιβαλλοντικά στοιχεία) σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση  είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή είτε να εισέλθουν στην εστία του κινδύνου είτε να επεκταθεί η ίδια προς αυτά.

Αντιστοίχως, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ούτε εμπειρικά αλλά ούτε και εννοιο-λογικά μπορεί  να υπάρχουν και άλλοι αιτιακοί όροι πέραν από αυτόν που δρομολόγησε την εξελικτική διαδρομή, οι οποίοι πρέπει να πραγματωθούν, ώστε είτε να εισέλθει το έννομο αγαθό –σε κάθε κρινόμενη περίπτωση-στην εστία του κινδύνου είτε να επεκταθεί αυτή η τελευταία προς τούτο.

Βέβαια, όλα τα πιο πάνω συμπεράσματα συνάγονται υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι γίνει δεκτή ως ορθή η αντίληψη πως γενικότερα για την στοιχειοθέτηση ενός εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης πρέπει να δημιουργείται μια λειτουργική εστία κινδύνου, η οποία να είναι ανά πάσα στιγμή προσβάσιμη στο προστατευόμενο έννομο αγαθό[10]. Επομένως, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια πιο πάνω άποψη, για την τέλεση ενός εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης δεν αρκεί μόνον να προβεί ο δράστης σε ορισμένη νομοτυπική συμπεριφορά, η οποία τιμωρείται, διότι ακριβώς ενέχει αντικειμενικά και κατά γενικεύουσα κρίση τυπική επικινδυνότητα για το προστατευόμενο αγαθό, ώστε να καθίσταται αναγκαία η μετάθεση της ποινικής προστασίας προς τα εμπρός και χωρίς διαπίστωση κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ή συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου ως προς το υλικό αντικείμενο της πράξης, όπως αντιθέτως απαιτεί η σχετική κρατούσα στην θεωρία άποψη[11]. Κατ΄επέκταση, σύμφωνα με την προκρινόμενη από την μελέτη αντίληψη για την ορθό εννοιολογικό προσδιορισμό των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, κατ΄ουσίαν και τα εν λόγω αδικήματα αποτελούν εγκλήματα αποτελέσματος και όχι τυπικά εγκλήματα (απλής συμπεριφοράς), στα οποία η επικινδυνότητα για το έννομο αγαθό αποτελεί δήθεν ιδιότητα της πράξης και μόνον, χωρίς να είναι αναγκαία η επέλευση ορισμένης οντολογικής κινδυνώδους κατάστασης για το αγαθό[12].

Εννοείται, τώρα, ότι, αν γίνει δεκτή η τελευταία πιο πάνω (κρατούσα στην θεωρία) άποψη για τον εννοιολογικό προσδιορισμό  των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, τότε είναι εκ πρώτης όψεως ευχερώς νοητή η τέλεση τέτοιων περιβαλλοντικών εγκλημάτων σε συρροή με τα βασικά περιβαλλοντικά αδικήματα του άρθρου 28 Ν 1650/1986, τα οποία αποτελούν εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Όμως, εν τέλει  πρέπει ορθότερα να γίνει δεκτό, ακόμη και αν υποστηριχθεί η κρατούσα στην θεωρία άποψη για τον σημασιολογικό προσδιορισμό των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, ότι δεν νοούνται και κατ΄επέκταση δεν (πρέπει να) τιμωρούνται κατά συρροή ειδικά περιβαλλοντικά εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, παρά μόνον τέτοια εγκλήματα τουλάχιστον δυνητικής διακινδύνευσης σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, εφόσον τόσο πρακτικά όσο και εννοιολογικά, όταν τελείται   μια νομοτυπική συμπεριφορά αφηρημένα επικίνδυνη για το αγαθό του περιβάλλοντος, έπεται ότι αυτή η  τελευταία δημιουργεί κατά κανόνα (ως προς τον οποίο βέβαια νοούνται εξαιρέσεις, που τον επιβεβαιώνουν) ορισμένη λειτουργική εστία κινδύνου για αυτό.

Παράδειγμα πρώτο:  Η συλλογή, μεταφορά, ανάκτηση ή διάθεση αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της επιχειρησιακής εποπτείας των πράξεων αυτών και της επακόλουθης συντήρησης των εγκαταστάσεων διάθεσης, και συμπεριλαμβανομένων δράσεων που εκτελούνται από εμπόρους ή μεσίτες (διαχείριση των αποβλήτων), τα οποία (απόβλητα) προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν ουσιαστικές βλάβες στην ποιότητα του αέρα, στην ποιότητα του εδάφους ή στην ποιότητα του νερού ή στα ζώα ή τα φυτά σύμφωνα με το αρ. 3 περ β Ν 4042/2012, αποτελεί περιβαλλοντικό έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, εφόσον δεν απαιτείται ούτε η συγκεκριμένη αλλά ούτε και η δυνητική διακινδύνευση όλων των πιο πάνω περιβαλλοντικών στοιχείων και πολύ περισσότερο του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» για την τέλεση του εγκλήματος.

Εδώ η πρόκληση ή το ενδεχόμενο πρόκλησης ουσιαστικών βλαβών στην ποιότητα του αέρα κλπ αποτελούν εγγενείς ιδιότητες των μεταφερόμενων αποβλήτων και όχι νομοτυπικά αποτελέσματα της πράξης. Δηλαδή δεν αρκεί η μεταφορά κ.ο.κ. οποιωνδήποτε αποβλήτων αλλά μόνον εκείνων, που γενικά και αφηρημένα προκαλούν σε κάθε περίπτωση ή μπορούν να προκαλέσουν-υπό ορισμένες κάθε φορά προϋποθέσεις-τις πιο πάνω αντιπεριβαλλοντικές συνέπειες.

Επίσης, δεν αρκεί για την τιμώρηση της πράξης κάθε μεταφορά κλπ αποβλήτων, αλλά μόνον η παράνομη μεταφορά τους και ειδικότερα κατά παράβαση των σχετικών ρυθμίσεων του Κανονισμού (ΕΚ), αριθ 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων εν είδει αγράφου στοιχείου της α.υ. σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Όταν όμως ορισμένη μεταφορά αποβλήτων πραγματοποιείται κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων, που έχουν μάλιστα άμεση και αναγκαστική εφαρμογή στην ελληνική έννομη τάξη, δημιουργεί αιτιωδώς (κατά σχεδόν αυτόματο και αυτονόητο τρόπο) μια λειτουργική πηγή κινδύνου για το περιβάλλον, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις ενωσιακού δικαίου (πρέπει να) καθορίζουν τον τρόπο στοιχειωδώς  ασφαλούς εν γένει διακίνησης των αποβλήτων, ώστε να μην μπορεί να προκύψει κανένας σχετικός κίνδυνος για το περιβάλλον.

Επομένως, αν παραβιασθούν αυτές, δημιουργείται αμέσως μια λειτουργική εστία κινδύνου για το περιβάλλον, ενώ συγχρόνως το τελευταίο πιο πάνω έννομο αγαθό, επειδή ακριβώς «περιβάλλει» πανταχόθεν την εκάστοτε κρίσιμη εστία πραγματικού κινδύνου, μπορεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση-ανά πάσα στιγμή-είτε να εισέλθει στην εστία του κινδύνου είτε αυτή να επεκταθεί προς τούτο. Κατ΄επέκταση, θα συντρέχουν πάντοτε και τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1, 2α Ν 1650/1986, οπότε θα υφίσταται κατά κανόνα φαινομένη κατ΄ιδέαν συρροή υπέρ των δευτέρων πιο πάνω αδικημάτων σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.

Αντιθέτως, αν δεν συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, τότε δεν θα προκύπτει κάποια λειτουργική πηγή κινδύνου για το περιβάλλον, οπότε συνακόλουθα δεν θα στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα του αρ. 3 περ β Ν 4042/2012 ούτε (πολύ περισσότερο) τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1, 2α Ν 1650/1986. Διαφορετικά συμπεράσματα μπορούν, όμως, να προκύψουν, αν γίνει θεωρητικά δεκτό ότι οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου αποσκοπούν στην επίτευξη (όχι πλέον της στοιχειώδους αλλά) της μέγιστης εφικτής ασφάλειας για το περιβάλλον κατά την εν γένει διακίνηση των αποβλήτων.

Σ΄αυτήν την περίπτωση είναι πράγματι λογικά πιθανό κάποιος να παραβιάσει μόνο μια επουσιώδη προϋπόθεση – συνθήκη της εν λόγω διακίνησης, ενώ τήρησε απαρέγκλιτα όλες τις λοιπές ουσιώδεις σχετικές προϋποθέσεις, οπότε η κρινόμενη συμπεριφορά του είναι εν τέλει πράγματι ακίνδυνη για το περιβάλλον, μολονότι φαίνεται να πληρεί τους όρους του αρ. 3 περ β Ν 4042/2012. Υπ΄αυτές τις περιστάσεις, όμως, πρέπει ορθότερα να γίνει δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται ούτε καν το τελευταίο πιο πάνω έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, εφόσον εδώ δεν υπάρχει καμία απολύτως εστία κινδύνου, πολύ περισσότερο μάλιστα λειτουργική.

Παράδειγμα 2ο: Αν γίνει θεωρητικά δεκτό ότι η πράξη, που περιγράφεται στο αρ. 3 περ θ Ν 4042/2012 είναι αυτοτελώς αξιόποινη και ότι αποτελεί περιβαλλοντικό έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, χωρίς μάλιστα να εμπεριέχει ως άγραφο στοιχείο της α.υ. του τον παράνομο χαρακτήρα των περιγραφόμενων στη διάταξη συμπεριφορών, τότε πρέπει ορθότερα να αναγνωρισθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η τιμώρηση κάθε παραγωγής κλπ ουσιών που καταστρέφουν την στιβάδα του όζοντος, παρά μόνον όταν οι εν λόγω πράξεις τελούνται υπό σύνολο συνθηκών τέτοιων, ώστε να δημιουργείται με την πράξη μια λειτουργική πηγή κινδύνου για τη στιβάδα του όζοντος και κατ΄επέκταση για το περιβάλλον. Τότε θα στοιχειοθετείται το σχετικό περιβαλλοντικό έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, δεδομένου ότι πχ η στιβάδα του όζοντος δεν μπορεί να επηρεάζεται δυσμενώς, καθ΄οιονδήποτε τρόπο, από μια μεμονωμένη πράξη χρήσης ελάχιστης ποσότητας ουσιών βλαπτικών για τη στιβάδα του όζοντος.

Μάλιστα, για όσο χρόνο η επιστήμη και συνακόλουθα η σχετική ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία (ο Κανονισμός [ΕΚ] αριθ 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, η Οδηγία 2002/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το όζον στον ατμοσφαιρικό αέρα και οποιαδήποτε άλλη μελλοντική σχετική δικαιϊκή ρύθμιση) δεν μπορούν να προσδιορίσουν σαφώς τους όρους (ποιοτικούς και ποσοτικούς) για την καταστροφή  της στιβάδας του όζοντος, πρέπει να εφαρμόζεται με περισσή φειδώ η συγκεκριμένη διάταξη. Το πιο πάνω συμπέρασμα μεταβάλλεται βέβαια, αν γίνει υποθετικά δεκτό ότι σήμερα αναγνωρίζεται από την επιστήμη πως αρκεί ακόμη και η μεμονωμένη χρήση ελάχιστης ποσότητας ορισμένης βλαπτικής ουσίας, ώστε να δημιουργηθεί μια λειτουργική εστία κινδύνου για τη στιβάδα του όζοντος, με δεδομένη την ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένη γενικότερη κατάσταση της εν λόγω στιβάδας. Όλα τα τελευταία ανωτέρω πορίσματα ισχύουν αμετάβλητα και για κάθε παρόμοια ποινική περιβαλλοντική διάταξη.

Με δεδομένα, λοιπόν, όλα τα πιο πάνω κρίσιμα στοιχεία, ειδικά σ΄αυτές τις τελευταίες δυσχερείς περιπτώσεις, όπου δεν έχουν ακόμη προσδιορισθεί επαρκώς οι όροι (έστω και της αφηρημένης) διακινδύνευσης για το περιβάλλον ούτε από την επιστήμη αλλά ούτε και από το δίκαιο, υφίσταται ικανοποιητική ερμηνευτική διέξοδος, μόνον όταν η εκάστοτε κρινόμενη ειδική ποινική διάταξη (γίνει δεκτό πως) προστατεύει είτε αποκλειστικά είτε σωρευτικά (και) ορισμένο περιβαλλοντικό στοιχείο, όπως πχ το δάσος, την θαλάσσια βιοποικιλότητα, τα υπόγεια ύδατα, τους ποταμούς κ.α. Υπ΄αυτές ακριβώς τις συνθήκες πρέπει τα σχετικά εγκλήματα να χαρακτηρισθούν μόνον ως εγκλήματα βλάβης του προστατευόμενου κάθε φορά περιβαλλοντικού στοιχείου και όχι (και) ως εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης κατά του εννόμου αγαθού «περιβάλλον», όπως τούτο θα καταστεί εμφανές κατά την δειγματοληπτική ερμηνευτική ανάλυση των παρακάτω ειδικών περιβαλλοντικών εγκλημάτων.

Με αυτόν τον τρόπο θα καταφάσκεται πάντοτε η συνδρομή τους, όταν διαπιστώνεται η πλήρωση των νομοτυπικών στοιχείων τους, χωρίς να ερευνάται επιπροσθέτως, αν αυτή η τελευταία πλήρωση δημιουργεί συγχρόνως μια λειτουργική εστία κινδύνου για το αυτοτελές έννομο αγαθό «περιβάλλον». Εδώ, λοιπό, έγκειται και η δογματική χρησιμότητα της θέσπισης τέτοιας μορφής ειδικών περιβαλλοντικών εγκλημάτων στα πλαίσια της νομοθετικής προσπάθειας για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη εφικτή προσώθηση (vorverlagerung) της ποινικής προστασίας για το περιβάλλον και μάλιστα κατά δογματικά επιτρεπτό τρόπο, δηλ. με συμμόρφωση στις γενικότερες θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, που φέρει ως επίκεντρο της απαξίας την πράξη του δράστη, με δεδομένο ότι τα βασικά περιβαλλοντικά εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1 και 2α Ν 1650/1986 συνιστούν αδικήματα δυνητκής διακινδύνευσης.

Επιμέρους χαρακτηριστικά παραδείγματα συρροής περιβαλλοντικών εγκλημάτων.

Προς επιβεβαίωση και επαλήθευση των πιο πάνω προκρινόμενων θέσεων παρατίθενται, τώρα, ενδεικτικά τα εξής κυριότερα χαρακτηριστικά παραδείγματα συρροής περιβαλλοντικών εγκλημάτων ειδικών ποινικών νόμων με τα βασικά περιβαλλοντικά αδικήματα του άρθρου 28 Ν 1650/1986:

1)Το έγκλημα των αρ. 1, 2 του Ν 1740/1987 «Αξιοποίηση και προστασία κοραλλιογενών σχηματισμών, ιχθυοτρόφων, υδάτων, υδατοκαλλιεργειών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 70), όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 8 Ν 2040/1992.

Σύμφωνα με το αρ. 1 και 2 του πιο πάνω νόμου οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί, που βρίσκονται στις θαλάσσιες περιοχές (ζώνες), στις οποίες επεκτείνονται η κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα ή η δικαιοδοσία του Ελληνικού Κράτους αποτελούν εξαντλήσιμο εθνι­κό πόρο, η εκμετάλλευση του οποίου ανήκει αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο και ενεργείται από το Υπουργείο Γεωργίας.

Η συλλογή κοραλλιών, που προέρχονται από τις θαλάσσιες περιοχές της παρ. 1, επιτρέπεται ύστερα από ειδική άδεια, που χορηγείται από το Υπουργείο Γεωργίας σε αλιευτικό συνεταιρισμό και φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που ασχολούνται ή πρόκειται να ασχοληθούν με τη συλλογή κοραλλιών. Η άδεια αυτή εκδίδεται για χρονικό διάστημα ενός έτους έναντι τέλους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δρχ.

Εξάλλου κατά την παρ. 1 του άρ. 2 όποιος χωρίς άδεια κατά την παρ. 1 του άρ. 2 φέρει σε πλωτό ή άλλο μέσο ειδικά εργαλεία ή εξοπλισμό για συλλογή κοραλλιών ή συλλέγει κοράλλια ή μεταφέρει με οποιονδήποτε τρόπο κοράλλια ή μεταφέρει ή επεξεργάζεται ή εμπορεύεται κοράλλια, που έχουν συλλεχθεί χωρίς άδεια, τιμωρεί­ται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων μέχρι δέκα πέντε εκατομμύρια δρχ.

Τέλος κατά την παρ.  2 του άρ. 2 με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος συλλέγει, μεταφέρει, επεξεργάζεται ή εμπορεύεται με οποιονδήποτε τρόπο κοράλλια κατά παράβαση των Π.Δ. και των αποφάσεων των παρ. 3 και 4 του άρ. 1. Από την διατύπωση του ίδιου του κειμένου του νόμου (αρ 1 και 2) καταδεικνύεται ότι οι κοραλλιογενείς σχηματισμοί, τα ιχθυοτρόφα ύδατα κ.α. προστατεύονται μάλλον ως εξαντλήσιμοι εθνικοί πόροι και όχι ως ειδικά περιβαλλοντικά στοιχεία υψίστης οικολογικής σημασίας, μολονότι κάτι τέτοιο αναμφίβολα ισχύει, δεδομένου ότι τα κοράλλια αποτελούν ένα σύνθετο και υπερευαίσθητο φυσικό σχηματισμό. Αυτός ο σχηματισμός προϋποθέτει εξαιρετικά καθαρά θαλάσσια ύδατα, ενώ η ύπαρξή του δημιουργεί σπάνια βιοποικιλότητα στο θαλάσσιο περιβάλλον, που αφορά. Αν τώρα γίνουν δεκτά τα πιο πάνω πορίσματα και με δεδομένα αυτά καθίσταται εμφανές ότι το έγκλημα της συλλογής ή μεταφοράς κλπ κοραλλιών αποτελεί έγκλημα βλάβης του αυτοτελούς εννόμου αγαθού των κοραλλιογενών σχηματισμών και όχι αφηρημένης διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού «περιβάλλον», μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι ειδικά η πιο πάνω πράξη προκαλεί υποβάθμιση του θαλασσίου περιβάλλοντος, εφόσον πραγματοποιηθεί σε μεγάλη έκταση και ποσότητα ή με τέτοιον τρόπο που ουσιαστικά αποκλείει ή δυσχεραίνει σοβαρά  τη δυνατότητα περαιτέρω πολλαπλασιασμού και ανάπτυξης των συγκεκριμένων σχηματισμών. 

Αυτή, η νομοθετική προτίμηση, βέβαια, είναι και δογματικά επιθυμητή, εφόσον μέχρι και σήμερα από την επιστήμη της περιβαλλοντολογίας δεν έχει αναγνωριστεί κάποιο σαφές και επιστημονικά τεκμηριωμένο κριτήριο, προκειμένου να γίνει δεκτή η δημιουργία μίας πραγματικής λειτουργικής και προσβάσιμης στο έννομο αγαθό «θαλάσσιο περιβάλλον» εστίας κινδύνου ως αντιληπτής εμπειρικής πραγματικότητας. Με βάση, λοιπόν, τον εν λόγω θεωρητικό χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου εγκλήματος συνάγεται ότι το έτερο ειδικό έγκλημα της παράνομης κατοχής σε πλωτό ή άλλο μέσο ειδικών εργαλείων ή εξοπλισμού για συλλογή κοραλλιών αποτελεί έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης ως προς το προηγούμενο έγκλημα βλάβης.

Ως εκ τούτου, η σχετική πράξη δεν θα πρέπει να τιμωρείται σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνον όταν τελείται υπό τέτοιες συνθήκες ή με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργείται μία πραγματική λειτουργική και προσβάσιμη στο αγαθό των κοραλλιογενών σχηματισμών πηγή κινδύνου, που αφορά ειδικά την συλλογή κοραλλίων και όχι την με οποιονδήποτε άλλο τρόπο φθορά τους μέσω της χρήσης των κατεχόμενων αντικειμένων. Κατ’ επέκταση, αν με βάση τα παραπάνω κριτήρια συνάγεται ότι η κατοχή ειδικών εργαλείων ή εξοπλισμού για συλλογή κοραλλιών δεν προκαλεί μία λειτουργική εστία κινδύνου για την αλιεία κοραλλιών μέσω είτε του κατόχου είτε τρίτου προσώπου, τότε δεν (πρέπει να) τιμωρείται η συγκεκριμένη κατοχή και  

2)Το έγκλημα του αρ. 172 Ν. 1815/1988 «Κώδικας Αεροπορικού Δικαίου».

Σύμφωνα με την παρ. 1 του αρ. 172 του ανωτέρω νόμου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή με χρηματική ποινή, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη, όποιος χωρίς άδεια της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας απορρίπτει από αεροσκάφος που βρίσκεται σε πτήση οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει ζημιά ή ρύπανση. Με την ίδια εξάλλου ποινή τιμωρείται κατά την παρ. 2, ο κυβερνήτης και κάθε άλλο μέλος του πληρώματος, αν παρέλειψαν να αποτρέψουν την πράξη.

Στο συγκεκριμένο έγκλημα η δυνατότητα πρόκλησης ζημίας ή ρύπανσης αποτελεί, όχι νομοτυπικό στοιχείο της αξιόποινης συμπεριφοράς, αλλά εγγενή ιδιότητα του απορριπτομένου αντικειμένου, δηλ. πρέπει αυτό να είναι ρυπογόνο. Από την σαφή διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες παραδοχές της Αιτιολογικής Έκθεσης του εν λόγω νόμου προκύπτει ευθέως ότι η κρινομένη διάταξη προστατεύει αναμφίβολα το έννομο αγαθό «περιβάλλον», χωρίς όμως να τυποποιεί ως στοιχείο της αξιόποινης συμπεριφοράς την επέλευση κάποιου βλαπτικού αποτελέσματος γι’ αυτό, έστω και με την μορφή της δυνητικής διακινδύνευσης. Συνεπώς, η εν λόγω πράξη στοιχειοθετεί έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης εις βάρος του περιβάλλοντος δίχως συγχρόνως να βλάπτει κάποιο συγκεκριμένο περιβαλλοντικό στοιχείο.

Ειδικότερα, τώρα, με το έγκλημα της παρ. 2 φαίνεται να αντιμετωπίζει διαφορετικά ο ποινικός νομοθέτης – σε σχέση με την αντίστοιχη θεωρία – το ζήτημα, ποια αξιολογική βαρύτητα οφείλει να προσδίδει κανείς στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια αποτρεπτική ορισμένου αξιόποινου αποτελέσματος κατά την κρίση ζητημάτων συμμετοχής στα εγκλήματα παράλειψης.

Όπως είναι γενικότερα γνωστό,   προτάσεις που διατυπώνονται στην επιστήμη σε σχέση με την αξιολό­γηση της σημασίας της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης κατά την κρίση ζη­τημάτων συμμετοχής, στο βαθμό που είτε δίνουν απόλυτη υπεραξία στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (: ανάγοντας πάντα τον φορέα της σε αυτουρ­γό της αξιόποινης πράξης, έστω και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα προκαλείται από δόλια ενέργεια άλλου), είτε (αντίθετα) υπερεκτιμούν την φυσιοκρατικά υποδεέστερη θέση των παραλείψεων (: αξιολογώντας πάντα ως συμ­μετοχική την ευθύνη του φορέα της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, ο οποίος δεν αποτρέπει τις παράγουσες το αποτέλεσμα ενέργειες τρίτων), δεν μπορούν να υιοθετηθούν, παρά τις γόνιμες σκέψεις που περιέχουν. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις που επιδιώκουν να προσδώσουν γενικευμένες- απόλυτες συνέπειες στην ασαφή διάκριση μεταξύ εγγυητών-προστατών και εγγυητών εποπτών (: αξιολογώντας τους πρώτους πάντα ως αυτουρ­γούς και τους δεύτερους πάντα ως συμμέτοχους).

Η ευθύνη αυτού που παραλείπει να αποτρέψει ένα αξιόποινο αποτέλεσμα, παρά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του προς τούτο, είναι ορθότε­ρο να αξιολογείται ως συμμετοχική ή αυτουργική με βάση ένα συνδυασμό περισσότερων κριτηρίων, όπως είναι το είδος της φυσικής αιτίας που προκαλεί το αποτέλεσμα (: ενέργεια άλλου, ενέργεια του ίδιου του θύματος, φυσική δύναμη), την πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης (: αν π.χ., αυτή γεννήθηκε αποκλειστικά λόγω προηγούμενης επικίνδυνης ενέργειας συνιστάμενης σε παροχή συνδρομής στον αυτουργό πριν την τέλεση του εγκλήματος), την πλήρωση ή μη του κριτηρίου της αποτρεπτικής αιτιότη­τας σε ό,τι αφορά την παράλειψη (: αν δηλαδή με την επιχείρηση της παραλειφθείσας ενέργειας θα είχε ανασχεθεί η δράση του αιτίου, που προκάλεσε το αποτέλεσμα, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα), την ενδιάθετη στάση (: ψυχοπνευματικό σύνδεσμο με το αποτέλεσμα) τόσο του παραλείποντα όσο και των άλλων προσώπων που εμπλέκονται στο συμβάν και, τέ­λος, την ειδική κατηγορία στην οποία εντάσσεται η ποινική τυποποίηση υπό το πρίσμα του τρόπου περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς (: αν π.χ. πρόκειται για κάποια κατηγορία με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, όπως τα λεγόμενα σωματοπαγή εγκλήματα, ή πρόκειται για θεμελίωση αξιοποίνου με αναφορά αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που τυποποιείται στις συμμετο­χικές διατάξεις).

Η σταθμισμένη εφαρμογή των παραπάνω κριτηρίων οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:

(α) Σε περιπτώσεις όπου το τυποποιημένο σε μια ποινική διάταξη αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 15 ΠΚ προκαλείται με δόλια ή αμελή ενέργεια ενός άλλου προσώπου (: διάφορου του παραλείποντα και του θύματος-φορέα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού), την οποία ο παραλείπων δεν παρεμποδίζει με δόλο, παρά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του προς τούτο, ορθότερη είναι, καταρχήν, η αντιμετώπιση του παραλεί­ποντα ως αυτουργού, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση όμως ότι συντρέχει και το κριτήριο της αποτρεπτικής αιτιότητας (: η εξέταση του οποίου θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ενδελεχής, αφού η παρεμπόδιση πράξεων άλλων ανθρώπων, με πιθανότητα που να αγγίζει τη βεβαιότητα, είναι συχνά δυ­σχερής, ιδίως όταν αυτοί εμφορούνται από δόλο).

Αν η μη παρεμπόδιση ε­πικαλύπτεται από αμέλεια του φορέα της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, εφόσον συντρέχει επίσης το κριτήριο της αποτρεπτικής αιτιότητας και υφίσταται αντίστοιχη τυποποίηση μη γνήσιου εγκλήματος παράλειψης εξ αμελείας, ο παραλείπων θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φυσικός αυτουργός του οικείου εγκλήματος αμέλειας. Συμμετοχική ευθύνη του παραλείποντα μπορεί να γίνεται δεκτή: (ί) Στις περιπτώσεις όπου η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπής πηγάζει αποκλειστικά από προηγούμενη συμμετοχική πράξη υπό στενή έννοια του υπόχρεου, η οποία αξιολογείται, αντίστοιχα, ως προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του. Σε κάθε τέτοια περίπτωση θα συρρέει αναγκαστικά και αυτουργία λόγω ανύπαρκτης εποπτείας υφισταμένων και (ii) Στις περιπτώσεις παραλείψεων από δόλο, όταν δεν πληρούται το κριτήριο της αποτρεπτικής αιτιότητας, οπότε παραμένει περιθώριο μόνο για κατάφαση διευκολυντικής συνέργειας ή ατιμώρητης (απρόσφορης) απόπειρας.

Παρ΄όλα όμως τα πιο πάνω κρίσιμα δογματικά πορίσματα, ο ποινικός νομοθέτης στην προκειμένη περίπτωση ουσιαστικά δίνει απόλυτη υπεραξία στην ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ανάγοντας πάντα τον φορέα της (κυβερνήτη και κάθε άλλο μέλος του πληρώματος) σε παρ-αυτουργό της αξιόποινης πράξης, έστω και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα προκαλείται από δόλια ενέργεια άλλου. Μάλιστα, κατά το μέτρο που χαρακτηρίζει ο νομοθέτης μια συμπεριφορά (παράλειψη) ως αυτουργική, ενώ κανονικά αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως συμμετοχική σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, θεσπίζει ουσιαστικά ένα ιδιώνυμο έγκλημα γνήσιας παραλείψεως, στο οποίο όμως ισχύουν αναλογικά όλοι οι γενικότεροι κανόνες των μη γνήσιων εγκλημάτων παράλειψης[13].

Συναφώς, γίνεται ορθά δεκτό, γενικότερα, στην ποινική θεωρία ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 ΠΚ εμπίπτουν καταρχήν, όλες οι διατάξεις του Ειδικού Μέρους του ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων, οι οποίες περιλαμβάνουν στη νομοτυπική περιγραφή του εγκλήματος τη μεταβολή κάποιου υλικού αντικειμένου ή τη μεταβολή στον εσωτερικό κόσμο κάποιου άλλου ανθρώπου ή την επιχείρηση πράξης από άλλο άνθρωπο ως συνέπεια της συμπεριφοράς του υποκειμένου του εγκλήματος. Από τις παραπάνω διατάξεις εξαιρούνται, ωστόσο,  όσες ταυτόχρονα περιγράφουν τη συμπεριφορά του υποκειμένου του εγκλήματος ως παράλειψη, είτε ρητά, είτε, έστω, με επαρκή σαφήνεια, δηλ. με όρους πολυσήμαντους, οι οποίοι, με βάση τη συνήθη κοινωνική γλωσσική χρήση τους, καταλαμβάνουν και παραλείψεις.

Εφόσον, πάντως, μια διάταξη από τις αμέσως παραπάνω αναφερόμενες (τις εξαιρούμενες), εξισώνει απαξιολογικά, ενόψει της επέλευσης του αποτελέσματος, τις παραλείψεις αποτροπής του με τις ενέργειες πρόκλησης του, ενδεικνύεται η αναλογική (αποκλειστικά για την περιστολή του αξιοποίνου) προσφυγή στο άρθρο 15 ΠΚ και στο κριτήριο της  ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που αυτό εισάγει, προκειμένου να ελέγχεται η ουσιαστική νομιμοποίηση της απαξιολογικής εξίσωσης που έχει προβλέψει ο νομοθέτης και, κατά περίπτωση, να συμπληρώνεται ή να διορθώνεται ερμηνευτικά η διάταξη με βάση τα κριτήρια απαξιολογικής εξίσωσης που διατρέχουν το άρθρο 15 ΠΚ.

Επίσης, με δεδομένο ότι σύμφωνα με την σαφή διατύπωση του αρ. 172 παρ. 1 Ν 1815/1988 η εν λόγω διάταξη είναι επικουρική και υποχωρεί έναντι οποιασδήποτε άλλης αυστηρότερης διάταξης που τιμωρεί την ίδια πράξη (γενική επικουρικότητα)[14], καθίσταται εμφανές ότι, αν από την απόρριψη ορισμένου ρυπογόνου αντικειμένου από αεροσκάφος εν πτήσει προκληθεί περιβαλλοντική ρύπανση ή υποβάθμιση, τότε συρρέει φαινομενικά κατ΄ιδέαν το έγκλημα του αρ. 172 παρ. 1 Ν 1815/1988 με τα εκ δόλου εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 2 α και 3 Ν 1650/1986, τα οποία εν τέλει εφαρμόζονται ως βαρύτερα.

Ειδικότερα, τώρα, όταν συρρέει το νυν ερευνώμενο έγκλημα με το ελαφρύ πλημμέλημα του αρ. 28 παρ. 2 εδ γ Ν 1650/1986, τότε, αν το τελευταίο πιο πάνω έγκλημα θεωρηθεί ότι σε κάθε περίπτωση είναι βαρύτερο από αυτό του αρ. 172 παρ. 1 Ν 1815/1988, γιατί προβλέπει γενικότερα δυσμενέστερο ανώτατο όριο ποινής, εφόσον απειλεί (έστω και δυνητικά) σωρευτική επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας και χρηματικής, εφαρμόζεται εν τέλει αυτό στα πλαίσια της σχετικής φαινομένης κατ΄ιδέαν συρροής.

 Ορθότερο είναι, όμως, να γίνει δεκτό ότι, αν ο δικαστής αποδεχθεί ότι στην εκάστοτε συγκεκριμένη κρινόμενη από αυτόν βιοτική περίπτωση πρέπει να επιβάλλει μόνον την αυστηρότερη προβλεπόμενη ποινή κατά της ελευθερίας (όχι όμως σωρευτικά και χρηματική ποινή), τότε η σχετική φαινομένη κατ΄ιδέαν συρροή βαίνει υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 172 παρ. 1 Ν 1815/1988. Τούτο ισχύει, εφόσον, όταν οι συγκρινόμενες διατάξεις προβλέπουν μεν την ίδια ποινική κύρωση, η μια όμως (:άρθρο 28 παρ. 2γ Ν 1650/1986) τάσσει περισσότερες προϋποθέσεις για το τιμωρητό της ίδιας πράξης σε σχέση με την άλλη, τότε αυστηρότερη είναι η διάταξη που τάσσει τις λιγότερες προϋποθέσεις για την επιβολή της ίδιας ποινής (δηλ. εδώ αυτή του άρθρου 172 παρ. 1 Ν 1815/1988) και επομένως η άλλη είναι επικουρική[15].

Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλ. αν ο δικαστής αποφανθεί ότι ειδικά στην κρινομένη από αυτόν βιοτική περίπτωση πρέπει να εξαντλήσει ακόμη και το δυνητικά προβλεπόμενο ανώτατο πλαίσιο ποινής για την νυν ερευνώμενη πράξη με την σωρευτική επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής και χρηματικής ποινής, τότε είναι αυστηρότερη, για τον δράστη η διάταξη του αρ. 28 παρ. 2 γ Ν 1650/1986 και κατ΄επέκταση η σχετική φαινομένη κατ΄ιδέαν συρροή βαίνει υπέρ της εφαρμογής της. Άλλωστε, η τελευταία πιο πάνω λύση συμφωνεί περισσότερο και με την γενικότερη φιλοσοφία του ποινικού νομοθέτη αναφορικά με το συναφές ζήτημα, ποια ποινική διάταξη θεωρείται ηπιότερη για τον δράστη σύμφωνα με το αρ. 2 παρ. 1 νέου ΠΚ, όπου για πρώτη φορά διευκρινίζεται σαφώς ότι το συγκεκριμένο θέμα κρίνεται πάντοτε in concreto και όχι αφηρημένα[16].

[1] Βλ. γενικότερα για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» με βάση τις επιμέρους σχετικές απόψεις στην θεωρία, δηλ. την ανθρωποκεντρική αντίληψη, την οικολογική αντίληψη κλπ Αλεξιάδη, σε προβλήματα προστασίας του περιβάλλοντος, σελ. 96, Παναγοπούλου, σε ποινική προστασία του περιβάλλοντος, σελ. 16, Γιαννόπουλο, ΝοΒ 1987, 645, τον ίδιο, ΠοινΔικ 2000, 734 επ, Ρέμελη, Η προστασία του περιβάλλοντος, σελ. 157, Παπανεοφύτου, Τεχνολογικοί κίνδυνοι, σελ. 260 επ, Σιδέρη, σε: Προβλήματα προστασίας του περιβάλλοντος, σελ. 52, Παναγοπούλου, σε Ποινική Προστασία του περιβάλλοντος, σελ. 135 επ, την ίδια, Αρμ. 2011, 556, την ίδια, ΠοινΔικ. 2000, 723.

[2] Βλ. πρβλ. Γ Μπουρμά, Ποινική προστασία περιβάλλοντος, ερμηνευτικές προσεγγίσεις και ειδικότεροι δογματικοί προβληματισμοί, 2020, σελ. 320 για τις πράξεις του άρθρου 3 στοιχ θ, σελ. 323 επ για το έγκλημα του άρθρου 3 στοιχ δ και κυρίως σελ. 325-326 για όλα τα εγκλήματα της ανωτέρω διατάξεως.

 

[3] Βλ. Μοροζίνη, σε Στεφάνου Παύλου/Θωμά Σάμιου: Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Περιβάλλον ΙΙ, άρθρο 28 Ν 1650/1986, εκδ 2012, σελ. 49 επ.

[4] Βλ. έτσι Μοροζίνη, οπ, αρ. 85, σελ. 50

[5] Βλ. γενικότερα Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 376

[6] Βλ. Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 378

[7] Βλ. γενικότερα για την αναγωγή του πιο πάνω στοιχείου ως κριτηρίου διάκρισης ανάμεσα στην επικουρικότητα και την απορρόφηση Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 382

[8] βλ. ενδελεχή τεκμηρίωση για τον χαρακτήρα των εν λόγω εγκλημάτων της δυνητικής διακινδύνευσης Χαραλαμπάκη: Αξιόποινες προσβολές του περιβάλλοντος – Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα διακινδυνεύσεως, σε: Ποινική προστασία του περιβάλλοντος, 1996, σελ. 43 επ., ιδίως 48 επ, Μυλωνόπουλο, σε ποινική προστασία του περιβάλλοντος, οπ, σελ. 77, Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, 2000, σελ. 706 επ, Παρασκευόπουλο, ΠΧ 2001, 486, St. Kareklas/Eft. Fitrakis, Griechenland, σε, Albin Eser (επιμ), Umweltstrafrecht in mittel-und südeuropäischen Ländern, 1997, σελ.  212,  Μπουρμά, οπ, σελ. 12 επ, 29 επ.

[9] Βλ. Ορθογραφικό – Ερμηνευτικό – Ετυμολογικό Λεξικό της Δημοτικής, εκδ εταιρεία ελληνικών εκδόσεων, 3η εκδ 1987, σελ. 586

[10] Βλ.  έτσι Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, γ΄εκδ. 2005, σελ. 69, η ίδια, Ο  κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο, Τιμ Τ. Δ Σπινέλλη, σελ. 469 επ

[11] Βλ. έτσι Μυλωνόπουλο, ΓενΜ Ι, 2007, σελ. 150, Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, 2005, άρθρο 14 αρ 39.

[12] Βλ. έτσι Μοροζίνη, οπ. σελ .31

[13] Βλ. έτσι Παπακυριακού, οπ, σελ. 194 επ, ιδίως 356 επ

[14] Βλ. γενικότερα Μυλωνόπουλο,  ΓενΜ ΙΙ, σελ. 377

[15] Βλ. γενικότερα για αυτή την περίπτωση ως μορφή σιωπηρής επικουρικότητας Μυλωνόπουλο, ΓενΜ ΙΙ, σελ. 379

[16] Βλ. γενικότερα Γ Ναζίρη, Ζητήματα διαχρονικού δικαίου που απορρέουν από την εφαρμογή των διατάξεων του νέου ποινικού κώδικα, ΠοινΔικ 2020, σελ. 12 επ, 173 επ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - Μπαρκαγιάννης , Η σημασία της διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διάγνωση της τοξικοεξάρτησης με βάσει το ν.3459/2006 στο στάδιο της ανάκρισης και του ακροατηρίου - Η σημασία τυχόν απόρριψής της

Η σημασία της διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διάγνωση της τοξικοεξάρτησης με βάσει το ν.3459/2006 στο στάδιο της ανάκρισης και του ακροατηρίου – Η σημασία τυχόν απόρριψής της

Με την αναθεώρηση του νόμου 3459/2006 δυνάμει του 4139/2013 «Περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις», κατά ρητή επιλογή, ο νομοθέτης προέβη σε τροποποίηση του προγενέστερου νομοθετικού ρυθμιστικού πλαισίου και ειδικότερα εν προκειμένω μεταξύ άλλων του άρθρου 30 του ως άνω νόμου. Δυνάμει της αναθεώρησης αυτής κατέστη πλέον δυνητική η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αναφορικά με τη διάγνωση και εξακρίβωση του ισχυρισμού περί τοξικομανίας του κατηγορουμένου κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με δικές του δυνάμεις. Ειδικότερα, ως εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες έχει νομολογηθεί ότι συνιστά «η έντονη επιθυμία ορισμένων προσώπων για χρήση τοξικών ή ναρκωτικών ουσιών, η οποία εξελίσσεται σε συνήθεια που αναπόφευκτα οδηγεί στην προοδευτική αύξηση των δόσεων, με την αδυναμία αυτή να αξιολογείται από το νομοθέτη που απειλεί μειωμένη ποινή, η οποία είναι συνάρτηση της προσωπικότητας που ένεκα αυτής εμφανίζει μειωμένη αντίσταση» (αποφ.260/2000ΤριμΕφΚακΘρακ). Η διακρίβωση της συνδρομής ή μη της ιδιότητας αυτής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, η οποία διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά και σε κάθε άλλη φάση της ποινικής διαδικασίας, σηματοδοτεί την ειδική μεταχείριση του τοξικοεξαρτόμενου κατηγορούμενου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 30 έως 35 του ν.4139/2013.

Κατά το άρθρο 30 §3 του προϊσχύσαντος μερικώς καταργηθέντος νόμου 3459/2006 ορίζονταν ότι «Ο ενεργών την Προανάκριση ή κύρια ανάκριση διατάσσει υποχρεωτικά την άμεση διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εάν υποβληθεί ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι είναι τοξικομανής (ουσιοεξαρτημένος) εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη σύλληψη του ή κατά την αρχική απολογία του, ο οποίος καταχωρείται στην έκθεση σύλληψης, εξέτασης ή απολογίας», ενώ πλέον κατά το άρθρο 30 του ν.4139/2013, το οποίο αφορά στην ποινική μεταχείριση των εξαρτημένων χρηστών από ναρκωτικές ουσίες, ορίζεται ότι σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετικό αίτημα του κατηγορούμενου, προκειμένου να εξακριβωθεί αν πράγματι υπήρξε εξάρτηση, καθώς και να καθοριστεί το είδος (σωματική, ψυχική ή συνδυασμός τους) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία και απαιτούμενη ημερήσια δόση), ώστε να διερευνηθεί αν η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας δικαιολογείται για να καλύψει τις προσωπικές ανάγκες του εξαρτημένου χρήστη, η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή για τον συγκεκριμένο, αλλά και η επίδραση της εξάρτησης στον καταλογισμό του, με τα ως άνω στοιχεία να κρίνονται απαραίτητα για τη διαμόρφωση και αξιολόγηση της δικανικής κρίσης περί της ευνοϊκότερης ποινικής μεταχείρισης του εξαρτημένου κατηγορουμένου. Γίνεται, λοιπόν, άμεσα αντιληπτή η αλλαγή που έχει επέλθει από τον αναθεωρητικό νομοθέτη, με αυτόν συνειδητά να επιλέγει να παρέχει δυνητική εξουσία τόσο στον ανακριτή, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο προϊσχύσαν δίκαιο, όσο και σε μετέπειτα στάδιο στη σύνθεση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί, για τη διαταγή της διενέργειάς της, παρότι αυτή αποτελεί ένα θεμελιώδες αποδεικτικό μέσο για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορούμενου, με ιδιαίτερη τόσο ουσιαστική, όσο και δικονομική σημασία, αφότου εξ αυτής εξαρτάται η ευμενέστερη ποινική μεταχείρισή του, κατά την περίπτωση που διαπιστωθεί η συνδρομή της ως άνω ιδιότητας στο πρόσωπό του κατά το χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων.

 Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι ιδιαιτέρως στο στάδιο της ανάκρισης καθίσταται προεξέχουσας σημασίας η διαταγή διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, καθότι αυτό βρίσκεται εγγύτερα χρονικά προς τον κρίσιμο χρόνο, για τον οποίο θα κληθεί  ο διορισθείς πραγματογνώμονας να γνωματεύσει στην έκθεσή του περί της αδυναμίας δηλαδή αυτοδύναμης αποβολής της έξης της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, καθότι ελλοχεύει ο κίνδυνος η σε μετέπειτα χρονικό σημείο διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη, λόγω της ανυπαρξίας στοιχείων που απαιτούνται για τη νόμιμη διαδικασία διενέργειάς της, να καταστεί ένα ατελές ή ακόμα και άκυρο αποδεικτικό μέσο. Και τούτο διότι, η χρονική απομάκρυνση της διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης από το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης ενέχει τον κίνδυνο να αποδυναμωθούν ή και να εκμηδενισθούν οι ασφαλείς ενδείξεις χρήσης των ναρκωτικών ουσιών από το δράστη καθώς και τα έντονα συμπτώματα του στερητικού συνδρόμου, επιτάσσοντας τη διενέργειά της κατά το στάδιο της ανάκρισης, καθώς διαφορετικά η αναιτιολόγητη απόρριψή της θα έχει ως συνέπεια την παραβίαση υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου, το οποίο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, καθώς υφίσταται χορηγηθέν καίριο δικαίωμα εκ του νόμου που συνίσταται στη σύννομη, έγκυρη και έγκαιρη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου αυτός να χαίρει εν συνεχεία επιεικέστερης ποινικής μεταχείρισης.

Περί του ως άνω νομικά βάσιμου αιτήματος του κατηγορουμένου, το οποίο κατ’ ουσίαν συνιστά αίτημα επιστημονικής τεκμηρίωσης της κατηγορίας, προσδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, γεγονός που μαρτυρά και η ανάγκη ρητής και ειδικής αιτιολογημένης απάντησης κατά τα οριζόμενα στο νόμο, όταν αυτό τίθεται, τόσο περί της αποδοχής του, όσο και περί της απορρίψεώς του, χωρίς δυνατότητα σιωπηρής απόρριψής του. Σε αντίθετη περίπτωση, το εκδοθέν βούλευμα ή η εκδοθείσα απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, ενώ ειδικότερα για την απόρριψη του σχετικού αιτήματος κατά την προδικασία θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μη τήρηση διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του δημιουργούν απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171§1 περ. δ’ ΚΠΔ, καθότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων και δη αυτών του κατηγορουμένου, αποτελεί προϋπόθεση της δίκαιης δίκης, την οποία εγγυάται η εξασφάλιση όλων εκείνων των μέσων προκειμένου να αποσείσει την εις βάρος του κατηγορία. Η ως άνω απόλυτη ακυρότητα ως αφορώσα πράξη της προδικασίας, μπορεί να προταθεί, όπως ορίζει το άρθρο 174 §1 εδ. β’ ΚΠΔ, με αυτοτελή αίτηση που απευθύνεται στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο έως ότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με απευθείας κλήση είτε με παραπεμπτικό βούλευμα, διαφορετικά αυτή καλύπτεται. Επικουρικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η κρίση περί της απόρριψης αυτοτελούς ισχυρισμού με το ως άνω περιεχόμενο, θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 § 1 περ. δ’ ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το 139 ΚΠΔ για προφανή έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση σε σχετικό ισχυρισμό, συνιστά κατ’ άρθρα 172 §2 ΚΠΔ έλλειψη ακρόασης, η οποία ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 §1 περ. β’ ΚΠΔ,  δηλωτικά της σπουδαιότητάς της.   

Περαιτέρω, η ratio της ως άνω νομοθετικής επιλογής, ήτοι η δυνητική διαταγή για τη διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ενδεχομένως εδράζεται στο εγχείρημα του νομοθέτη να άρει την αποκλειστικότητα της πραγματογνωμοσύνης ως μοναδικού αποδεικτικού μέσου για τη διάγνωση της εξάρτησης ή μη του κατηγορούμενου, εξοβελίζοντας κατ’ ουσίαν την ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη που προεβλέπετο κατά το παλαιό νομοθετικό καθεστώς, με το νομοθέτη, μάλιστα, να μην επαναπαύεται στην αναφορά μόνο στην αρχή της ηθικής απόδειξης (177 ΚΠΔ) στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 30 ν.4139/2013, αλλά με ρητή αναφορά του επιχειρεί να παράσχει ένα μέσο απεγκλωβισμού από τη δέσμευση της χρήσεως ενός και μόνου αποδεικτικού μέσου, με τη συνεκτίμηση ενός ή και περισσότερων άλλων αποδεικτικών μέσων ισότιμα. Δίνεται δε το πράσινο φως εμπράκτως με το νομοθέτη να προβαίνει στην απαρίθμηση μιας σειράς στοιχείων, τα οποία μπορεί να ληφθούν υπόψη για την κρίση του εκάστοτε δικαιοδοτικού οργάνου περί της συντρέχουσας ή μη ιδιότητας της εξάρτησης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, με αυτά να είναι οι έγγραφες πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, ΨΝΑ, ΨΝΘ), έγγραφα περί χορηγήσεως υποκατάστατων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών από θεραπευτικές κοινότητες (ΟΚΑΝΑ), αποδεικτικά έγγραφα που αφορούν σε περίθαλψη σε δημόσια ή ιδιωτική ψυχιατρική κλινική για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, έγγραφα αφορόντα σε ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα του κατηγορουμένου, καθώς και ευρήματα εργαστηριακών δεδομένων από τα οποία προκύπτει η μακροχρόνια χρήση συγκεκριμένης ναρκωτικής ουσίας.

Συνάμα θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι η διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου ως στοιχείο που οδηγεί στη μείωση της ευθύνης του, αποτελεί, όπως λέχθηκε και παραπάνω, καθοριστικό στοιχείο για την ποινική μεταχείρισή του και ως εκ τούτου στοιχείο της δίκαιης δίκης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στα ανωτέρω αναφερθέντα συνηγορεί και το γεγονός, ότι στο πλαίσιο αυτό, βασική προϋπόθεση και απόλυτη συνθήκη αποτελεί η χρήση κάθε αποδεικτικού μέσου που οδηγεί στην απόδειξη της εξάρτησής του, με την ισότιμη εκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων για τη διάγνωση αυτής να καθίσταται επιβεβλημένη.

Θα πρέπει δε να διερευνηθεί η συνδρομή ή μη του πλήρους καταλογισμού του   δράστη, ο οποίος ενεργεί υπό το κράτος της πείνας για ναρκωτικό, λόγω της επενέργειας της τοξικομανίας του. Ο δράστης, ο οποίος λογίζεται ως εξαρτημένος κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως, έχει ιδιαίτερη ποινική μεταχείριση, ανάλογα με την πράξη την οποία τέλεσε υπό την ειδική κατάστασή της. Με βάση το ΚΝΝ (Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά)  το στοιχείο της εξάρτησης του κατηγορούμενου αποτελεί κατ’ ουσία λόγο άρσης ή μείωσης του καταλογισμού του δράστη, το οποίο πρέπει να οδηγεί είτε σε απαλλαγή, είτε σε μείωση της απειλούμενης ποινής κατά αυτού, με την αντιμετώπισή του να διαρθρώνεται στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 30 ν.4139/2013 κλιμακωτά, υπό τις εξής διαβαθμίσεις:

Ειδικότερα, η παράγραφος 4 ορίζει ότι ο δράστης, στο πρόσωπο του οποίου κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, ήτοι αν αυτός έφερε την ιδιότητα του τοξικομανή, αν είναι υπαίτιος για την τέλεση πράξεων του άρθρου 29 § 1 και 2, δηλαδή της προμήθειας για αποκλειστική χρήση, παραμένει ατιμώρητος. Η ατιμωρησία του εξαρτημένου δράστη δικαιολογείται ως απόρροια της εξάρτησής του, ο οποίος μη δυνάμενος «να πράξει άλλως» στερείται της αναγκαίας ελευθερίας της βούλησής του προκειμένου να αποφύγει τη διάπραξη της ως άνω αξιόποινης πράξης. Η συνδρομή της εξάρτησης, λοιπόν, αποκλείει ακριβώς την ελευθερία επιλογής και δράσης του ατόμου αναφορικά με τις πράξεις της απόκτησης και χρήσης του ναρκωτικού, έστω και αν δε φτάνει πάντοτε σε εκείνο το επίπεδο αξιολογικού αποκλεισμού κάθε επιλογής. Για το λόγο αυτό και η μη τιμώρηση του δράστη αποτελεί απόρροια της έλλειψης καταλογισμού του, κατά τους όρους του άρθρου 34 ΠΚ, και όχι έναν ειδικό λόγο δικαστικής άφεσης της ποινής.

Ως προς δε τις πράξεις του άρθρου 20, οι οποίες συνιστούν βασικές πράξεις διακίνησης, ο τοξικομανής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ενώ ως προς τις ιδιαίτερες περιπτώσεις των αδικημάτων του άρθρου 21 §1 εδ. β’ και §2, ήτοι των προνομοιούχων μορφών διακίνησης, αλλά και των διακεκριμένων περιπτώσεων του άρθρου 22 απειλείται ποινή τουλάχιστον ενός έτους και κάθειρξης μέχρι δέκα ετών αντιστοίχως. Τέλος, κατά την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου, ως προς τον ποινικό χαρακτήρα των πράξεων του εξαρτημένου δράστη, αυτός κρίνεται με βάση την απειλούμενη στο νόμο ποινή και ως συνέπεια η νομοθετική πρόβλεψη για πλημμεληματική ποινή του εξαρτημένου διακινητή συνεπάγεται και τον αντίστοιχο χαρακτήρα της πράξης του και όχι βάση της πλήρους ποινής, την οποία θα επέβαλε το δικαστήριο κατά την περίπτωση που ο δράστης δεν ήταν εξαρτημένος.

Μάλιστα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31 του ως άνω νόμου, το οποίο τιτλοφορεί ως «ειδική μεταχείρισης χρηστών ναρκωτικών ουσιών στην προδικασία» και το οποίο έχει πεδίο εφαρμογής κατηγορούμενους που φέρουν την ιδιότητα του τοξικοεξαρτόμενου, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά την απολογία του κατηγορούμενου ενώπιον του ανακριτή, μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος του πρώτου, παρέχεται η δυνατότητα αντί της προσωρινής κράτησης ως περιοριστικού όρου να διαταχθεί η εισαγωγή του κατηγορουμένου σε εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης, ενώ σε περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης η ίδια εξουσία παρέχεται και στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, σε περίπτωση αίτησης αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους, εφόσον ο κρατούμενος κατηγορούμενος προσκομίσει έγγραφη βεβαίωση περί της άμεσης αποδοχής του, αν αφεθεί ελεύθερος, από θεραπευτική κοινότητα στην οποία λειτουργεί εγκεκριμένο πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης.

Ωστόσο, παρά τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω περί της ιδιάζουσας σημασίας της διεξαγωγής της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της τοξικομανίας στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, κατά της απορριπτικής διάταξης του ανακριτή, η οποία απορρίπτει με ορισμένο τρόπο την αίτηση διενέργειας πραγματογνωμοσύνης δε χωρεί ένδικο μέσο, ενώ η απορριπτική διάταξη είναι και αναιρετικά ανέγκλητη (ΑΠ σε Συμβ 1918/2001). Καθίσταται, εν προκειμένω σαφές, ιδιαιτέρως μετά και την εν τοις πράγμασι εφαρμογή του νόμου 4139/2013 επί μια περίπου δεκαετία, ότι η μεταβολή που επήλθε ως προς την εξουσία των δικαιοδοτικών οργάνων για τη διαταγή διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης περί της διάγνωσης της συνδρομής του στοιχείου της εξάρτησης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή μη, η οποία απαιτεί ιδιάζουσες επιστημονικές γνώσεις, συμφώνως και με τα οριζόμενα στο άρθρο 200 ΚΠΔ, αποτελεί μια λαθεμένη και  άστοχη επιλογή  του αναθεωρητικού νομοθέτη, με την επαναφορά της υποχρεωτικότητας τούτης, μετά από σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου να συνιστά αδήριτη ανάγκη, διατηρώντας, όμως, συγχρόνως και την ισότιμη αποδεικτική δύναμη που εισφέρουν τα απαριθμούμενα στο σχετικό κατάλογο άλλα αποδεικτικά μέσα, νομοθετώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα υβριδικό καθεστώς.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Ανδρέου, Φ. 2013. ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ν.4139/2013 Κατ’ άρθρο ερμηνεία, νομολογία, βιβλιογραφία. Αθήνα: Προσωπική έκδοση. 5η έκδοση
  2. Δημόπουλος, Χ. 2017. Η πραγματογνωμοσύνη. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
  3. Κοτσαλής, Λ. Μαργαρίτης, Μ. Φαρσεδάκης, Ι. 2021. ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 4139/2013. Αθήνα: ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. 5η έκδοση
  4. Ναζίρης, Γ. Χατζηκώστας, Κ. 2017. Σειρά: ΕΙΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ. Ναρκωτικά. Αθήνα : ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. 2η έκδοση
  5. Παπαδαμάκης, Α. 2019. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ. 9η έκδοση
  6. Σουσούρας, Δ. 2015. Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ

 

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΑΖΙΩΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Καλησπέρα σας

Ελπίζω να επωφεληθήκατε όλοι του μεσημεριανού διαλλείματος και να απολαύσατε ένα ουζάκι στην παραλία, έτσι ώστε να μην είστε και πολύ αυστηροί μαζί μου σε αυτή μου την ομιλία.

Κι επειδή φθάνουμε στο τέλος αυτού το πολύ ενδιαφέροντος και ουσιώδους Συνεδρίου, αφιερωμένου στη μνήμη του αείμνηστου Δημήτρη Τσοβόλα, ο οποίος θα μου μείνει για πάντα χαραγμένος στη μνήμη ως  ένας γλυκύτατος και ευγενής άνθρωπος αλλά και άριστος συνάδελφος και λαμπρό παράδειγμα όσον αφορά στην συμπεριφορά του έναντι των νεοτέρων συναδέλφων. 

Θα μου επιτρέψετε μια μικρή παράκαμψη από το θέμα μου, στο θέμα του εξαίρετου συναδέλφου και αγαπητού φίλου, του κυρίου Κάνιαρη. Ως Αγγλοθρεμμένος στην επιστημονική μου κατάρτιση, θυμάμαι συχνά έναν από τους βασικούς κανόνες του Αγγλοσαξωνικού δικαίου, κι ας προέρχεται από το συγγενές ως προς αυτό, Αμερικανικό δίκαιο, ως προς το θέμα της ποινικής προκαταρτικής εξέτασης.

Έχουμε όλοι μας ακούσει κάποια στιγμή την περίφημη φράση Miranda Rights ή αλλιώς Miranda Warning. Η φράση αυτή δημιουργήθηκε από την δίκη ενώπιον του Ανωτάτου δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, Miranda vs Arizona State, το μακρινό 1966. Περίπου 60 χρόνια πριν. Αφορούσε στην σύλληψη μιας γυναίκας από την αστυνομία, χωρίς να της εξηγηθούν με σαφή και απλό τρόπο τα δικαιώματά της. Το γνωστό σε όλους μας «you have the right to remain silent…. Anything you say can and will be used against you in a court of law. You have a right to an attorney. If you cannot afford an attorney, one will be appointed for you» . Δεν μπορεί κανείς παρά να νιώσει θλίψη βλέποντας πως το πρωταρχικό και μάλλον κυριότερο δικαίωμα του συλληφθέντα στην ποινική προδικασία επιβλήθηκε με νόμο στην Ελλάδα (αν και υπήρχε ως έννοια), μετά την επιβολή του Ν 4620/2019. Τέλος δεν μπορώ να μην αναφέρω πως το τεκμήριο της αθωότητας των κατηγορουμένων στην Ελλάδα παραβιάζεται κατάφορα λόγω αυτής της πολύ ιδιαίτερης σχέσης της Ελληνικής Δικαιοσύνης με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου ολόκληρες δικογραφίες και ονόματα διαρρέουν απροκάλυπτα και στυγνά στον Τύπο πριν ακόμη μια δικογραφία φτάσει στα χέρια του Εισαγγελέα!!!

Ας εξετάσουμε λοιπόν τον θεσμό της ποινικής προδικασίας ή αλλιώς προκαταρτικής εξέτασης όπως αυτή ονομάζεται πλέον και αν αυτή αποτελεί σημαντικό κομμάτι του ποινικού μας συστήματος ή τροχοπέδη στην απονομή δικαιοσύνης.  Είναι γενικά δεκτό χωρίς την ύπαρξη της παραμικρής αμφιβολίας πως η σύντομη εκκαθάριση των ποινικών υποθέσεων και η όσο το δυνατόν γρηγορότερη προσαγωγή του κατηγορούμενου ενώπιον του δικαστηρίου αποτελεί αγαθό τόσο για το κοινωνικό σύνολο όσο και για τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να βάλουμε έναν νοητικό αστερίσκο στον οποίο θα επιστρέψω μετά το πέρας της ανάπτυξης του συγκεκριμένου θέματος.  

Παρόλα αυτά σήμερα,  σε όλα σχεδόν τα δίκαια, ο κατηγορούμενος κατά κανόνα δεν προσάγεται αμέσως στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου αλλά ανάμεσα στην κίνηση της ποινικής δίωξης και στην οριστική εκδίκαση της υπόθεσης παρεμβάλλεται η προδικαστική ή ανακριτική φάση της ποινικής διαδικασίας.

Απαραίτητο στοιχείο της προκαταρτικής εξέτασης είναι φυσικά, εκτός από το βασικό βέβαια που είναι ο εντοπισμός του δράστη, να προηγηθεί η ανεύρεση, η διαλογή, η ταξινόμηση και η διασφάλιση των αποδείξεων για την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Φυσικά όλες αυτές οι διαδικασίες λαμβάνουν χώρα εκτός της αίθουσας των δικαστηρίων.

Εδώ θα μου επιτρέψετε να δανειστώ ένα φανταστικό εδάφιο από το βιβλίο του αείμνηστου Νικολάου Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης το οποίο αν και παλιό παραμένει ένας θησαυρός γνώσεων.

«Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς σχετικά και την φύση των ποινικών υποθέσεων, την εξιχνίαση των οποίων επιδιώκει η ποινική προδικασία (ανάκριση). Το έγκλημα τελείται κατά τη φυσική φορά των πραγμάτων «εν κρυπτώ και παραβύστω» οι συνθήκες της τέλεσής του καλύπτονται όσο το μπορεί ο δράστης από πέπλο σκοταδιού και μυστηρίου.  Γι’ αυτό στην μυστικότητα του εγκλήματος ταιριάζει η μυστικότητα της ανάκρισης

Προκειμένου εντούτοις να εννοήσουμε, συνεχίζει ο καθηγητής, την αληθινή ιδιορρυθμία και ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ της ποινικής προδικασίας είναι απαραίτητο να συλλογιστούμε σοβαρά το εξής: Η διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο, άσχετα από την έκβασή της, συνιστά πάντοτε για εκείνον που κάθεται στο ειδώλιο του κατηγορουμένου, μια σοβαρή και ψυχοφθόρα δοκιμασία που τον ταπεινώνει στα μάτια της δημοσιότητας, κλονίζει την κοινωνική του υπόσταση και τραυματίζει την ψυχική του ισορροπία.   Στη δοκιμασία αυτή δεν είναι σωστό λοιπόν να υποβάλλεται άκριτα ο κάθε κατηγορούμενος αλλά μόνον τότε, όταν από τον προδικαστικό έλεγχο της κατηγορίας έχει συναχθεί η ύπαρξη οπωσδήποτε αξιόλογων ενδείξεων σχετικά με την ενοχή του. Σε διαφορετική περίπτωση ο κατηγορούμενος οφείλει να απαλλαγεί των κατηγοριών από την προδικασία.

Ενόψει τούτου η προκαταρτική εξέταση έχει έντονα αυτοτελή χαρακτήρα αφού από την έκβασή της εξαρτώνται σχεδόν τόσα πράγματα όσα και από την έκβαση της κύριας δίκης. Όπως έγραψε και ο Ντοστογιέφσκι στο βιβλίο του Έγκλημα και τιμωρία, εκατό υποψίες δεν κάνουν μια απόδειξη.

Το πρόβλημα με την προκαταρτική εξέταση είναι πως όπως όλα στην Ελλάδα συναντούνται αρκετές και σημαντικές καθυστερήσεις που οφείλονται κυρίως στην γραφειοκρατία και την προσήλωση στον τύπο.

Ας κάνουμε όμως μια σύντομη έστω αναδρομή στις αλλαγές που επέφερε ο 4620/2019:

Η Προκαταρκτική εξέταση διενεργείται  υποχρεωτικά στα  κακουργήματα  και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και Τριμελούς Εφετείου για τα πρόσωπα ιδιάζουσας δικαιοδοσίας.

Όταν ο αρμόδιος για την άσκηση της δίωξης Εισαγγελέας έχει αμφιβολίες για το αν τελέστηκε ή όχι αξιόποινη πράξη, έχει το δικαίωμα πριν προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης να ενεργήσει προκαταρκτική εξέταση είτε ο ίδιος ή δι’ ανακριτικού υπαλλήλου.

Όσον αφορά τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που έχει βαθμό Εισαγγελέα Εφετών, για τη διερεύνηση υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα του, έχει τη δυνατότητα να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους.

Ειδικά για τους υπαλλήλους της ΑΑΔΕ (Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων) η παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που αναφέρονται στις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι της ΑΑΔΕ , που έχουν προανακριτικά καθήκοντα, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της ΑΑΔΕ στην οποία ανήκουν προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.

Καθιερώνεται η δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων,   όπως έρευνες, κατασχέσεις σε Τράπεζες, κατασχέσεις εγγράφων, ψηφιακών δεδομένων, παρακολουθήσεις ,άρση απορρήτου, δεσμεύσεις και αναγνωρίζεται η διαδικαστική θέση του, υποστηρίζοντας την κατηγορία κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης.

Ο χρόνος μέσα στον οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες (αυξήθηκε από τρεις σε έξι). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί  να παραταθεί έως τρεις μήνες το πολύ ή για εύλογο χρονικό διάστημα εφόσον το απαιτεί η φύση της υπόθεσης με ειδικά αιτιολογημένη πράξη του Εισαγγελέα. Πλημμελειοδικών ή Εφετών αναλόγως.

Επίσης επαναδιατυπώνονται και συμπληρώνονται τα δικαιώματα του υπόπτου κατά την προκαταρκτική εξέταση τα οποία είναι τα κάτωθι:

1)ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 1 εδ. α΄: δικαίωμα υποχρεωτικής κλήτευσης: αν διενεργείται κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης το πρόσωπο αυτό καλείται υποχρεωτικώς πριν από πέντε τουλάχιστον ημέρες (αν κατοικεί διαμένει στο εσωτερικό) και πριν από 15 (αν κατοικεί διαμένει στο εξωτερικό)

2) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 1 εδ. β΄: δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης.

3) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 1 εδ. γ΄: δικαίωμα ενημέρωσης του υπόπτου το οποίο περιλαμβάνει  κατ’ ελάχιστον τη γνωστοποίηση των ποινικών διατάξεων και των θεμάτων επι των οποίων θα παράσχει εξηγήσεις.

4) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 1 εδ. δ΄: άσκηση δικαιωμάτων είτε αυτοπροσώπως είτε από συνήγορο

5) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 2: η υποχρεωτική κλήση μπορεί να παραλειφθεί μόνο όταν προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει τη φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για άμεση κίνηση της ποινικής δίωξης

6) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 3: απαγορεύεται  να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας κάθε παράνομη εξέταση στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης που έγινε με όρκο ή κατά παράβαση των δικαιωμάτων της παρ. 1 εδ. Β. Τυχόν παραμονή της στη δικογραφία συνιστά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη με δικονομική συνέπεια  την απόλυτη ακυρότητα  αρθρ. 171 παρ. 1δ (υπεράσπιση κατηγορουμένου).

7) ΑΡ. 244 ΠΑΡ. 4: αν πρόκειται να κινηθεί ποινική δίωξη για πράξη ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία διενεργήθηκε η προκαταρκτική εξέταση ο ύποπτος ξανακαλείται προς παροχή εξηγήσεων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με το νέο ΚΠΔ αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση  ειδικώς για τις πράξεις των άρθρων 187 ΚΑΙ 187Α ΠΚ ( ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ, ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ), είναι δυνατόν να διαταχθούν με την αιτιολογία του εδ.β  της παρ.3 του άρθρου 254 οι ειδικές ανακριτικές πράξεις μετά από έγγραφη παραγγελία του Εισαγγελέα που ενεργεί αυτά που ορίζονται στην παράγραφο 3 εδάφιο γ΄έως στ΄ του άρθρου 254 που ορίζει ότι σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής που είναι υποχρεωμένοι να εισαγάγουν το ζήτημα μέσα σε προθεσμία 3 ημερών στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο που ελέγχει αν συντρέχουν οι εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις αλλιώς η ισχύς της σχετικής διάταξης αίρεται αυτοδικαίως. Αν εντός του εύλογου χρόνου που δεν υπερβαίνει τις 5 μέρες δεν εκδοθεί βούλευμα τα ευρήματα που θα προκύψουν δεν καθίστανται αξιοποιήσιμα (Μαργαρίτης & Μαργαρίτη, 2020).

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επιστρέψουμε σε αυτόν τον νοητό αστερίσκο που έθεσα προηγουμένως στην ανάπτυξη μου και να μου επιτρέψετε μια αιρετική σκέψη, ακροθιγώς μόνο και χωρίς καμία διάθεση να σας κουράσω, για την τιμωρία των ενόχων.

Τελευταία παρατηρούμε όλοι μας, την αύξηση όχι μόνο της εγκληματικότητας αλλά και της ολοένα αυξανόμενης βίας μέσα στην πράξη της πραγμάτωσης του εγκλήματος. Μήπως τελικά η ιδέα της αναμόρφωσης του καταδικασθέντα μας έχει οδηγήσει στην ατιμωρησία των εγκλημάτων; Ποια η κοινή αίσθηση του κόσμου γα τα όσα συμβαίνουν γύρω μας και τα οποία αδυνατεί να κατανοήσει ο κοινός νους χωρίς τους δικούς μας κανόνες δικαίου; Η κοινή αίσθηση είναι πως η κοινωνία και κυρίως το νομοταγές σύνολο αυτής δεν προστατεύεται επαρκώς από τους παράνομα πράττοντες. Το δικαϊκό μας σύστημα εκτός από την αναμόρφωση του αδικοπραξία οφείλει να ενσκείψει με σοβαρότητα στην προστασία του απλού πολίτη που διαβιεί απαιτώντας προστασία.

Η σκέψη μου είναι η εξής. Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της ολοένα αυξανόμενης ανάγκης του κράτους να αποσυμφορήσει τα σωφρονιστικά καταστήματα με την αδυναμία του κράτους να διαφυλάξει και να προσφέρει ασφαλή και φυσική διαβίωση σε άτομα με σοβαρές ψυχολογικές παθήσεις. Οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν σε κάποιο ιδιαίτερο νοσοκομείο ώστε να τους χορηγηθεί κάποια θεραπεία αλλά επιστρέφουν στην κοινωνία χωρίς να είναι σε κατάσταση επανένταξης. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι τα εγκλήματα συγγενών και γνωστών από άτομα που δεν είναι ικανά να κατανοήσουν τις πράξεις τους αλλά τα οποία οδηγούνται στο σημείο αυτό λόγω της ανικανότητας του κράτους να φροντίσει για την ασφαλή διαβίωση τους μακριά από εκείνους που δεν καταλαβαίνουν την ιδιαιτερότητά τους, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο.        

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΕΥΛΑΜΠΙΑ ΡΕΒΗ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΡΑΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ρόλος του Ο.Η.Ε. στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη

 

Ο ρόλος του Ο.Η.Ε. στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη 

                                                                   Δημήτριος Ράικος,

                                                                 Δικαστής στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του Ο.Η.Ε.,

                                                                 Καθηγητής Νομικής Δ.Π.Θ., Πρόεδρος  Εφετών Δ.Δ.      

 

Ι. Εισαγωγή: η διεθνής διάσταση του περιβαλλοντικού προβλήματος

Στις 5 Ιουνίου 2019 – Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, ο Αντόνιο Γκουτέρες, Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ανέγραψε στο σχετικό μήνυμά του: Η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος υπογραμμίζει το πόσο βασιζόμαστε όλοι στη φύση και στην υγεία του πλανήτη μας. «Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Αυτή είναι η μάχη της ζωής μας».

Όπως τόνισε, «Ένα εκατομμύριο είδη απειλούνται με εξαφάνιση. Οι ωκεανοί είναι υπό πίεση. Η ατμοσφαιρική ρύπανση αφαιρεί επτά εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο και καταστρέφει την ανάπτυξη των παιδιών. Πολλοί ατμοσφαιρικοί ρύποι προκαλούν επίσης την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και η κλιματική αλλαγή είναι μια υπαρξιακή απειλή» τόνισε και κάλεσε τα κράτη όλου του κόσμου «να φορολογήσουν τη ρύπανση, και όχι τους ανθρώπους, να σταματήσουν την επιδότηση των ορυκτών καυσίμων και να σταματήσουν να χτίζουν νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής άνθρακα».

Και κατέληξε λέγοντας ότι «Οι άνθρωποι παντού απαιτούν δράση. Στην Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, ας ανταποκριθούμε στο κάλεσμα τους».

Τα περιβαλλοντικά ζητήματα εντάσσονται στον κύκλο των αποκαλούμενων «παγκόσμιων προβλημάτων». Ειδικότερα, στη σύγχρονη εποχή, η διασύνδεση των εθνικών οικονομικών χώρων, κυρίως μέσα από την ενοποίηση των αγορών και την κυκλοφορία των αγαθών και υπηρεσιών, οδήγησε στο άνοιγμα των εσωτερικών αγορών των κρατών και την δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς. Έτσι, δημιουργήθηκε το φαινόμενο της παγκόσμιας οικονομίας (Globalization of Economy)[1].

Αυτή όμως η οικονομική παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη να καταστούν κοινά προβλήματα για όλη την ανθρωπότητα (παγκόσμια προβλήματα, global problems). Σε αυτά περιλαμβάνονται προβλήματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και της υγείας, την τήρηση της ειρήνης και ασφάλειας και πολλά άλλα.

Απότοκος αυτής της κατάστασης είναι ότι τα τελευταία 50 χρόνια αναπτύχθηκε  ένας τεράστιος όγκος – στις μορφές και την εμβέλεια-  διακρατικής ρύθμισης και διοίκησης, που επηρεάζει έννομες σχέσεις και καταστάσεις και συνακόλουθα την οικονομική κατάσταση ατόμων αλλά και κρατών. Ρύθμιση που έχει αναπτυχθεί και λειτουργεί για την αντιμετώπιση των συνεπειών της παγκοσμιοποιημένης αλληλεξάρτησης («Globalized Interdependence») σε διάφορα πεδία της σύγχρονης ζωής, όπως είναι η ασφάλεια, οι όροι ανάπτυξης και παροχής οικονομικής βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, η περιβαλλοντική προστασία, η ρύθμιση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού χώρου, επιβολή και εκτέλεση των νόμων, τηλεπικοινωνίες, εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, πνευματική ιδιοκτησία, πρότυπα και κανόνες εργασίας, μετακινήσεις πληθυσμών, προσφυγικό κλπ. [2]

Και τούτο διότι αυτές οι συνέπειες –λόγω της σοβαρότητας και του όγκου τους- δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μεμονωμένα με ρυθμιστικές και διοικητικές παρεμβάσεις των κατ’ιδίαν κρατών. Έτσι, ιδρύθηκαν και λειτουργούν διάφορες μορφές διεθνικών συστημάτων ρύθμισης ή ρυθμιστικών συνεργασιών, είτε με διεθνείς συνθήκες είτε με άτυπα διακυβερνητικά δίκτυα συνεργασίας, που μεταφέρουν την πηγή της ρυθμιστικής παρέμβασης από το εθνικό στο παγκόσμιο περιβάλλον[3]  [4].

Οι προκλήσεις σχετικά με το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα είναι ριζωμένες σε παγκόσμιες εξελίξεις που εκτείνονται δεκαετίες πίσω. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η λεγόμενη «μεγάλη επιτάχυνση» της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας μεταμόρφωσε τη σχέση της ανθρωπότητας με το περιβάλλον. Από το 1950 ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας τα 7,5 δισεκατομμύρια· ο αριθμός των κατοίκων στις πόλεις έχει τετραπλασιαστεί υπερβαίνοντας τα 4 δισεκατομμύρια· η οικονομική παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 12 φορές, ενώ στο ίδιο ποσοστό έχει αυξηθεί και η χρήση αζωτούχων, φωσφορικών και καλιούχων λιπασμάτων, ενώ η χρήση πρωτογενούς ενέργειας έχει αυξηθεί κατά πέντε φορές. Όσον αφορά το μέλλον, οι παγκόσμιες αυτές εξελίξεις αναμένεται να συνεχίσουν να εντείνουν τις πιέσεις για το περιβάλλον. Ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί τουλάχιστον κατά ένα τρίτο, φθάνοντας τα 10 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050. Η χρήση των πόρων σε παγκόσμια κλίμακα θα μπορούσε να διπλασιαστεί μέχρι το 2060, με τη ζήτηση για νερό να αυξάνεται κατά 55 % έως το 2050 και την αύξηση της ζήτησης για ενέργεια να φτάνει το 30 % μέχρι το 2040.

Η μεγάλη αυτή επιτάχυνση έχει επιφέρει οπωσδήποτε σημαντικά οφέλη, ανακουφίζοντας από δεινά και στηρίζοντας την ευημερία σε πολλά μέρη του κόσμου. Ενδεικτικά, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκε εντυπωσιακά – από 42 % το 1981 σε λιγότερο από 10 % το 2015. Ωστόσο, οι ίδιες αυτές εξελίξεις έχουν επίσης προκαλέσει εκτενείς ζημίες στα οικοσυστήματα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 75 % περίπου του χερσαίου περιβάλλοντος και το 40 % του θαλάσσιου έχουν πλέον υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις. Η Γη βιώνει πλέον μια εξαιρετικά ταχεία απώλεια βιοποικιλότητας και περισσότερα είδη απειλούνται με εξαφάνιση σήμερα σε σχέση με οποιαδήποτε προηγούμενη στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπάρχουν πράγματι στοιχεία που υποδεικνύουν ότι συντελείται αυτή τη στιγμή μια έκτη μαζική εξαφάνιση της βιοποικιλότητας[5].

Η ανθρωπότητα χρησιμοποιούσε πάντοτε τους φυσικούς πόρους της γης για να ικανοποιήσει τις ζωτικές της ανάγκες. Ωστόσο, η βιομηχανική και τεχνολογική επανάσταση των δύο τελευταίων αιώνων είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αλλά συνεχώς αυξανόμενη εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου με ανεξέλεγκτο τρόπο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η εξάντληση των φυσικών πόρων, καθώς και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των ζητημάτων που συνδέονται με το περιβάλλον και την ανάπτυξη, είχαν αυξήσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας.

Η θεματική της προστασίας του περιβάλλοντος άρχισε να απασχολεί συστηματικά τη διεθνή κοινότητα μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέχρι τότε, τα περιβαλλοντικά ζητήματα θεωρούνταν προβλήματα τοπικά ή περιφερειακά, εντοπίζονταν δε κυρίως στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική, δηλαδή σε περιοχές του κόσμου με μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη. Τα τότε κυρίαρχα παραδείγματα οικονομικής ανάπτυξης –τόσο το καπιταλιστικό όσο και το σοσιαλιστικό– δεν έδιναν σημασία στους ρυθμούς άντλησης των φυσικών πόρων ή στο εξωτερικό κόστος (externalities) που προκαλείτο από τη ρύπανση. Αυτό που ενδιέφερε τις οικονομικά προηγμένες χώρες ήταν να εξασφαλίσουν πρωτίστως την επάρκεια φυσικών πόρων, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως οι πρώην αποικίες, νοιάζονταν περισσότερο για την προστασία της κυριαρχίας στον φυσικό τους πλούτο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα εξαπλώθηκαν γρήγορα σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα και σε νέα, άγνωστα μέχρι τότε, πεδία[6].

Την ίδια περίοδο, παρατηρήθηκε επίσης και μια αλλαγή στην νοοτροπία του δυτικού κόσμου καθώς οι άνθρωποι δήλωναν μη ικανοποιημένοι από την ποιότητα ζωής τους. Κάτω από αυτές συνθήκες, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας άρχισε να περιστρέφεται γύρω από την ανάγκη για την αναζήτηση ενός μοντέλου που θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη, χωρίς να ανακόπτεται η αναπτυξιακή πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ανάγκη αναζήτησης αυτού του μοντέλου, δημιούργησε την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης («sustainable development») [7].

 

ΙΙΙ. Ο Ο.Η.Ε. ως forum συνεργατικής διαμόρφωσης πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και νομικά δεσμευτικών λύσεων

Α. Η ανάδειξη της θεματικής του περιβάλλοντος σε πρωτεύον ζήτημα της διεθνούς πολιτικής σκηνής

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ιδρύθηκε στον απόηχο ενός καταστροφικού πολέμου, προκειμένου  να συμβάλλει στη σταθεροποίηση των διεθνών σχέσεων και να ενισχύσει τα θεμέλια της ειρήνης. Εν μέσω απειλών για πυρηνικό πόλεμο και των φαινομενικά ατελείωτων τοπικών συγκρούσεων, η διατήρηση της ειρήνης έχει καταστεί πρωταρχικό μέλημα του ΟΗΕ, με τις δραστηριότητες των κυανόκρανων να αναδεικνύονται μεταξύ των πιο ορατών.

Ο ΟΗΕ, ωστόσο, είναι πολλά περισσότερα από έναν θεμελιωτή της ειρήνης και ένα φόρουμ για την επίλυση συγκρούσεων. Συχνά,  χωρίς να τραβούν την προσοχή, ο ΟΗΕ και οι οργανώσεις του καταπιάνονται με μια τεράστια σειρά  δράσεων, που στοχεύουν  στη βελτίωση της  ζωής των ανθρώπων  σε όλο τον κόσμο: Επιβίωση και ανάπτυξη των παιδιών. Προστασία του περιβάλλοντος. Ανθρώπινα δικαιώματα. Ιατρική και υγειονομική έρευνα. Μείωση της φτώχειας και οικονομική ανάπτυξη. Αγροτική ανάπτυξη και  αλιεία. Εκπαίδευση. Πρόοδος των γυναικών. Βοήθεια σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και καταστροφών. Αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές. Χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς. Συνδικαλιστικά  και εργασιακά  δικαιώματα. Και ο κατάλογος συνεχίζεται…

Όταν ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) το 1945, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν εθεωρείτο καν ως απειλή σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο κρατών-μελών, πολύ δε περισσότερο δεν εθεωρείτο πιεστικό παγκόσμιο πρόβλημα που μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια σύρραξη ή να απειλήσει την παγκόσμια υγεία, την οικονομική ευμάρεια ή την κοινωνική ειρήνη. Κατά συνέπεια, το περιβάλλον και το μέλημα της προστασίας του δεν ήταν στις προτεραιότητες της διεθνούς πολιτικής. Ενδεικτικό της αντίληψης αυτής είναι το ότι στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations Charter) η λέξη «περιβάλλον» (environment) δεν απαντάται καν ως όρος[8].

Εκείνη την εποχή, η διεθνής διπλωματία είχε ως πρωταρχικούς στόχους την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής τάξης και την αποτροπή μιας άλλης παγκόσμιας διένεξης. Στην διεθνή αρένα, η σημασία της οικονομικής ανάπτυξης και της στρατιωτικής σταθερότητας είχαν επικρατήσει επισκιάζοντας άλλους στόχους[9]. Ωστόσο, τα γεγονότα που ακολούθησαν τάραξαν τα λιμνάζοντα νερά με αποτέλεσμα οι περιβαλλοντικές ανησυχίες («environmental concerns») να εμφανιστούν στο προσκήνιο ως μείζον θέμα διεθνούς πολιτικής[10].

 Σαν μικρή φωτεινή ηλιαχτίδα που έλαμψε μέσα στην κατάσταση αυτή της νιρβάνα, το 1948, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν πρότεινε τη διοργάνωση μιας παγκόσμιας διάσκεψης για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων, θεωρώντας το ζήτημα αυτό μείζον για τη διατήρηση της ειρήνης. Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη με τη συμμετοχή 640 επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων από 50 χώρες. Τα θέματα που συζητήθηκαν αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη γη, τα ύδατα, τα δάση, την άγρια ζωή και τους θαλάσσιους πόρους, το πετρέλαιο, την ενέργεια, τον ορυκτό πλούτο και τα προβλήματα ως προς τη διαχείρισή τους. Η διάσκεψη δεν κατέληξε σε συμφωνία ούτε έδωσε κατευθυντήριες οδηγίες στα κράτη. Ωστόσο, σηματοδότησε την κινητοποίηση επιστημόνων από όλο τον κόσμο που ακολούθησε[11].

Η προσέγγιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων χωριστά από τα ζητήματα χρήσης των φυσικών πόρων άρχισε να γίνεται αισθητή στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι πρώτες ενδείξεις εκδηλώθηκαν στη Διάσκεψη για τη Βιόσφαιρα, που πραγματοποιήθηκε το 1968 στο Παρίσι, υπό την αιγίδα της UNESCO. Η διάσκεψη αυτή εξέτασε την επιστημονική βάση της ορθολογικής χρήσης και διαφύλαξης των φυσικών πόρων, και συζήτησε παράλληλα τις αιτίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν έντονες ανησυχίες για τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, τα φαινόμενα αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης. Τα αποτελέσματα αποτυπώθηκαν σε μια έκθεση με τίτλο «Προβλήματα του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος», η οποία δημοσιεύθηκε το 1969 από τον τότε γενικό γραμματέα του ΟΗΕ U Thant (Burma),  που υπηρέτησε ως ο 3ος Γενικός Γραμματέας από1961-1971. Η εν λόγω έκθεση προειδοποίησε για τον επερχόμενο κίνδυνο περιβαλλοντικής κρίσης και επεσήμανε ότι ο χρόνος ήταν πολύ περιορισμένος για τη σοβαρή αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ρύπανσης των υδάτων, τη διάβρωση του εδάφους και τη σπατάλη των φυσικών πόρων.

Η έκκληση αυτή βρήκε απήχηση στην κοινή γνώμη των βιομηχανικών χωρών. Εκεί, άλλωστε, τα συμπτώματα της υποβάθμισης ήταν πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού (ρύπανση των υδάτων, πετρελαιοκηλίδες, όξινη βροχή, ατμοσφαιρική ρύπανση, εξαφάνιση διαφόρων ειδών χλωρίδας και πανίδας κ.ά.), ενώ είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται ένα δυναμικό περιβαλλοντικό κίνημα που οδήγησε αργότερα στην ίδρυση των πρώτων πράσινων κομμάτων. Η καταστροφή στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνιας από πετρελαιοκηλίδα το 1969 ενέτεινε την ευαισθησία για το περιβάλλον.

Έτσι, το περιβάλλον βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής μελέτης του Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου («International Environmental Law»), που είναι ένας σχετικά νέος και δυναμικός κλάδος του διεθνούς δικαίου[12]. Στα χρόνια που ακολούθησαν από την ίδρυση του Ο.Η.Ε., η περιβαλλοντική ασφάλεια σιγά-σιγά αναδύθηκε ως ζήτημα και κατέλαβε την θέση της δίπλα στην οικονομική και στρατιωτική ασφάλεια αφενός μεν ως μείζον ζήτημα ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινότητας, αφετέρου δε ως τρίτος πυλώνας των διεθνών σχέσεων[13].

Οι λόγοι αυτής της εντυπωσιακής μεταβολής είναι πολλοί. Συνίστανται, καταρχήν, στη συνειδητοποίηση του μεγέθους του σχετικού προβλήματος. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες (ή προβλήματα) εντάσσονται στις πλέον προβληματικές και επιτακτικές προκλήσεις για την ευημερία και την ευμάρεια της διεθνούς κοινότητας[14]. Καταρχήν,  περιβαλλοντικές απειλές όπως η διάβρωση του εδάφους, η μόλυνση του αέρα και του ύδατος, η υπεραλίευση  και η ανεπάρκεια υδάτινων πόρων, έχουν σημαντικό κόστος για πολλά κράτη που ξεπερνά το 15% του ακαθάριστου εθνικού τους προϊόντος, κατά τους υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πολύ δεν περισσότερο, τα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν σέβονται εθνικά σύνορα: τα ρεύματα αέρα, οι καταιγίδες και οι καταρρακτώδεις βροχές μεταφέρουν τους μολυσματικούς παράγοντες εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πηγή πρόκλησής τους. Σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, οι παγκόσμιες περιβαλλοντικές απειλές από την διάβρωση της στοιβάδας του όζοντος, την κλιματική αλλαγή, την φθίνουσα βιοποικιλότητα, και την μόλυνση των ωκεανών αφορούν το σύνολο της ανθρωπότητας[15].

Εξάλλου, ενώ από τότε μέχρι σήμερα, μπορεί κανείς να συναντήσει πολλά παραδείγματα βελτίωσης των περιβαλλοντικών συνθηκών, μέσα από ρυθμιστικές και τεχνικές λύσεις, η εν γένει κατάσταση του παγκόσμιου περιβάλλοντος συνεχίζει να χειροτερεύει[16]. Τα μείζονα προβλήματα περιβαλλοντικών απειλών, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των εθνικών κρατών και της διεθνούς κοινότητας, παραμένουν άλυτα θέτοντας το μέλλον της ανθρωπότητας σε κίνδυνο: οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και καυσαερίων συνεχίζουν να αυξάνονται, το παγκόσμιο φυσικό κεφάλαιο υποβαθμίζεται από κοινωνικο-οικονομικές δραστηριότητες, όπως γεωργία, αλιεία, μεταφορές, βιομηχανία, τουρισμός και αστική εξάπλωση. Επιπλέον, οι παγκόσμιες πιέσεις στο περιβάλλον αυξήθηκαν με πρωτοφανείς ρυθμούς από τη δεκαετία του ’90, λόγω ιδίως της οικονομικής και πληθυσμιακής αύξησης, καθώς και λόγω των μεταβαλλόμενων καταναλωτικών προτύπων, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι για την υγεία έχουν αυξηθεί, παρά τις βελτιώσεις στην ποιότητα του πόσιμου νερού και των υδάτων κολύμβησης στις πρόσφατες δεκαετίες, και της μείωσης που έχει επιτευχθεί ορισμένων επικίνδυνων ρύπων.

Επίσης, παρά τις βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ηχορύπανση εξακολουθούν να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία[17], ιδίως σε αστικές περιοχές, Επιπρόσθετα,  η απώλεια των λειτουργιών του εδάφους, η υποβάθμιση του εδάφους και η κλιματική αλλαγή εξακολουθούν να προκαλούν σημαντικές ανησυχίες, απειλώντας τις ροές περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών που υποστηρίζουν την οικονομική απόδοση και ευημερία της ανθρωπότητας[18].

Έτσι, κατέστη κοινή συνείδηση στους ανθρώπους ότι οι περιβαλλοντικές απειλές υπονομεύουν όχι μόνο την ανάπτυξη και την ευημερία, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Όπως χαρακτηριστικά ανάφερε ο πρώην Γενικός Γραμματέας του  Ο.Η.Ε.  Kofi Annan το 2005, «[w]e fundamentally depend on natural systems and resources for our existence and development. Our efforts to defeat poverty and pursue sustainable development will be in vain if environmental degradation and natural resource depletion continue unabated.»[19] .

Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων δεν μπορεί να γίνει μεμονωμένα από τα εθνικά κράτη, αλλά απαιτείται συνεργασία για τον σκοπό αυτό[20].

  1. B. Η αναγκαιότητα της παγκόσμιας συνεργασίας για την προστασία του περιβάλλοντος

Με βάση λοιπόν τις παραπάνω παρατηρήσεις και το γεγονός ότι το περιβάλλον δεν έχει σύνορα, η συνεργασία όλων των κρατών της γης για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων παρίσταται ως μονόδρομος. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές απειλές, τα εθνικά κράτη στράφηκαν στον Ο.Η.Ε., τον μόνο διεθνή οργανισμό παγκόσμιας εμβέλειας[21] με ευρεία εντολή και συμμετοχή που επιτρέπει την πρόταση και διαμόρφωση πρόσφορων λύσεων για το σύνολο της ανθρωπότητας.

Καταρχήν επισημαίνεται ότι, η διεθνής συνεργασία είναι ένα από τα πλέον περίεργα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του διεθνούς δικαίου στην εποχή μας. Το πεδίο της διεθνούς συνεργασίας καταλαμβάνει όχι μόνο ζητήματα που άπτονται της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, αλλά, όπως ήδη τονίστηκε, αφορά επίσης ποικίλα ζητήματα διεθνούς χαρακτήρα, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και περιβαλλοντικής φύσης. Είναι γενικώς αποδεικτό ότι υπό τις παρούσες παγκόσμιες συνθήκες ορισμένες πτυχές των διεθνών σχέσεων έχουν ανάγκη τόνωσης της διεθνούς συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ανησυχίες για το περιβάλλον μπορούν να αντιμετωπισθούν από την διεθνή κοινότητα ως σύνολο και όχι μεμονωμένα. Για τον λόγο αυτό, η διεθνής συνεργασία παίζει σημαντικό ρόλο στην περιβαλλοντική προστασία.

Πράγματι, εδώ και πολλές δεκαετίες, το περιβάλλον έχει αναδυθεί ως ένας σημαντικός χώρος πολιτικής στη διεθνή σκηνή που έχει συγκεντρώσει τα βλέμματα όλου του κόσμου. Η προστασία του περιβάλλοντος απόκτησε προτεραιότητα για όλα σχεδόν τα κράτη ανά την υφήλιο[22]. Η παγκόσμια κοινότητα είναι αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα όπως η αύξηση του πληθυσμού, η βιομηχανοποίηση και η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η υποβάθμιση της ποιότητας του ύδατος, η χειροτέρευση των συνθηκών υγείας και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων σε τοπικό, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο αξιώνει την συμμετοχή και συνεργασία των κρατών στις τοπικές ή παγκόσμιες προσπάθειες που γίνονται για την προστασία του περιβάλλοντος[23].

Η συνεργασία αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, μέσα από πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες ή άλλα κατάλληλα μέσα για την αντιμετώπιση, καταστολή, πρόληψη και προφύλαξη[24], την μείωση και εξάλειψη περιβαλλοντικών απειλών από οπουδήποτε και αν προέρχονται οι τελευταίες, λαμβανόμενων υπόψη των συμφερόντων και της κυριαρχίας των κατιδίαν κρατών (Αρχή 24 της Διακήρυξης της Στοκχόλμης)[25].

Έτσι, η παγκόσμια περιβαλλοντική συνεργασία είναι ένα κοινό μέλημα σημαντικού αριθμού διεθνών ρυθμιστικών παρεμβάσεων, δεσμευτικού ή μη χαρακτήρα[26], από την Διακήρυξη της Στοκχόλμης (1972) μέχρι την Αντζέντα 30 για την βιώσιμη ανάπτυξη και εξέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα των διεθνών σχέσεων που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος. Τούτο αντανακλά  την ρεαλιστική προσέγγιση ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται από την διεθνή κοινότητα, τόσο τεχνικά όσο και πολιτικά. Οι διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλον, σε αντίθεση με πολλά άλλα πεδία του δημοσίου  διεθνούς δικαίου, δεσμεύουν κράτη, αλλά η εφαρμογή τους στην πράξη προϋποθέτει την αλλαγή συμπεριφοράς από τα υποκείμενα δικαίου, τους πραγματικούς αποδέκτες των επιταγών τους.

Από την άποψη αυτή, η αρχή της διεθνούς συνεργασίας απέκτησε μεγάλη σημασία στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο. Για τον σκοπό αυτό, η δίκαιη και λογική χρήση της περιοχής δικαιοδοσίας των εθνικών κρατών και της διαχείρισης των κοινών πόρων όπως για παράδειγμα των υδάτινων πόρων και των διεθνών λιμνών απαιτεί διεθνή συνεργασία. Η πανανθρώπινη επιθυμία για συνεργασία χάριν των κοινών συμφερόντων προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος, όπως αυτή εκφράζεται σε πολλά δεσμευτικά και μη δεσμευτικά νομικά κείμενα και η υλοποίησή της σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο αποτελεί τη βάση της αρχής της συνεργασίας στο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο και αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην Διακήρυξη της Στοκχόλμης (1972)[27].

Κατά τα οριζόμενα στην αρχή (principle) 22 της Διακήρυξης, όλα τα κράτη πρέπει να συνεργάζονται για την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου σχετικά με την ευθύνη προς αποζημίωση των θυμάτων μόλυνσης και άλλων περιβαλλοντικών ζημιών από δραστηριότητες μέσα στον χώρο δικαιοδοσίας ή ελέγχου τω κρατών. Περαιτέρω, στο άρθρο 24 της ίδιας Διακήρυξης ορίζεται ότι τα διεθνή θέματα που αφορούν την προστασία και τη βελτίωση του περιβάλλοντος πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού με πνεύμα συνεργασίας από όλες τις χώρες, μεγάλες και μικρές, με βάση την αρχή της ισότητας. Σύμφωνα με την Διακήρυξη, η συνεργασία με πολυμελείς ή διμερείς συμφωνίες ή άλλα πρόσφορα μέσα είναι θεμελιώδης για τον αποτελεσματικό έλεγχο, την πρόληψη, την μείωση και εξάλειψη των επιβλαβών περιβαλλοντικών συνεπειών που προκύπτουν από δραστηριότητες σε όλα τα πεδία, λαμβανόμενων υπόψη των συμφερόντων και της  κυριαρχίας όλων των κρατών.

Ομοίως, όπως ορίζεται στον «Παγκόσμιο Χάρτη για τη Φύση» («World Charter for Nature»), που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., δέκα χρόνια αργότερα, με την απόφαση A/RES/37/7 το έτος 1982, όλα τα κράτη και οι δημόσιες αρχές, διεθνείς οργανισμοί, φυσικά πρόσωπα, ομάδες ή οργανισμοί πρέπει να συνεργάζονται για το καθήκον της συντήρησης της φύσης με κοινές δράσεις και άλλες σχετικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανόμενης της ανταλλαγής πληροφοριών και των διαβουλεύσεων (αρχή 21). Την ανωτέρω αρχή της διεθνούς συνεργασίας σε ζητήματα διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου διακηρύσσουν και πολλά άλλα μη δεσμευτικά (soft law) κείμενα[28].

Γ. Διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο και περιβαλλοντική δικαιοσύνη

Η Σύνοδος του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (United Nations Conference on the Human Environment), που πραγματοποιήθηκε το 1972 στην Στοκχόλμη[29] [30] ήταν η πρώτη που εστίασε και εδραίωσε τη σημασία του περιβάλλοντος στην διεθνή σκηνή και ηγήθηκε ενός κινήματος για εντατικοποιημένη διεθνή δράση στα ζητήματα της προστασίας του[31]. Η Σύνοδος αυτή θεωρείται από πολλούς ως η «θεμελιώδους σημασίας για το σύγχρονο διεθνές περιβαλλοντικό δίκαιο» (“as the foundational moment of modern international environmental law”)[32]. Σε αυτή τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης, δόθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εξέταση των προβλημάτων του ανθρώπινου περιβάλλοντος, ενώ εξετάστηκε και η σχέση περιβάλλοντος και ανάπτυξης[33]. Περαιτέρω, θεσπίστηκε το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UN Environment Programme (U.N.E.P.),  -περί του οποίου γίνεται λόγος εκτενώς παρακάτω-, το οποίο αποτελεί, ως την εποχή μας, το βασικό όργανο παρακολούθησης και προώθησης θεμάτων προστασίας του περιβάλλοντος στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.

Έκτοτε, έχει υιοθετηθεί ένας μεγάλος αριθμός διεθνών περιβαλλοντικών συνθηκών, καθώς και ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο σχήμα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης[34].

Έτσι, κατά το έτος 1983, ο Ο.Η.Ε. ίδρυσε την «Παγκόσμια Επιτροπή για την Ανάπτυξη και το Περιβάλλον» (World Commission on Environment and Development), η οποία το1987 εξέδωσε μια Έκθεση με τίτλο «Το κοινό μας μέλλον» («our common future»)[35], γνωστή και ως έκθεση Brundtland (από το όνομα της τότε πρωθυπουργού της Νορβηγίας Gro Harlem Brundtland που ήταν πρόεδρος της επιτροπής), όπου η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης αποτέλεσε κεντρικό σημείο του δημόσιου διαλόγου, και διατυπώθηκε για πρώτη φορά ένας ορισμός για αυτή[36].

 Ακολούθησε η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το 1992 (United Nations Conference on Environment and Development, που αποκαλείται και Earth Summit)[37]. Η Διάσκεψη αυτή αποτέλεσε την κορύφωση της πρώιμης συζήτησης για την βιώσιμη ανάπτυξη, όπου με τη συμμετοχή 178 κρατών αναζητήθηκαν λύσεις σε σημαντικά θέματα όπως η φτώχεια, το χάσμα μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς και ως προς διάφορα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα[38].

Στο πλαίσιο της Διάσκεψης, υπεγράφησαν πέντε συμβάσεις, από τις οποίες μόνο οι δύο τελευταίες ήταν δεσμευτικές. Συγκεκριμένα, υιοθετήθηκαν τα εξής κείμενα: α) η Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη («Rio Declaration on Environment and Development»)[39], που περιλάμβανε 27 αρχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη, και αναγνώριζε την αρχή της πρόληψης και την οποία «ο ρυπαίνων πληρώνει», β)  ο Οδηγός Ατζέντα 21 (Αgenda 21)[40] που περιλάμβανε 40 κεφάλαια, πάνω από 100 τομείς προγραμμάτων και 3000 συστάσεις και θεμελίωσε τη σχέση μεταξύ πόλης και περιβάλλοντος., Η Agenda 21 αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης για τις υποχρεώσεις και την υλοποίηση των στόχων για την αειφορία τον 21­­° αιώνα,  γ) η Δήλωση των αρχών για τη Διαχείριση, Διατήρηση και τη Βιώσιμη Χρήση των Δασών όλων των τύπων,  δ) η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλομορφία («Convention on Biological Diversity») και  ε) η Σύμβαση-Πλαίσιο για την Αλλαγή του Κλίματος  («Framework Convention on Climate Change»)[41] [42].

Το επόμενο βήμα έγινε το 1997 στη Νέα Υόρκη, όπου πραγματοποιήθηκε η Ειδική Σύνοδος Ρίο +5, προκειμένου να αποτιμηθεί η πρόοδος από τη Διάσκεψη του Ρίo (19th Special Session of the General Assembly to Review and Appraise the Implementation of Agenda 21, 23-27 June 1997, New York). Στο πλαίσιο αυτής της Συνόδου, εντοπίστηκε πως οι συνολικές τάσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη είχαν χειροτερέψει σε σχέση με το 1992, ενώ υπήρχαν και μεγάλα κενά στους τομείς της κοινωνικής ισότητας και φτώχειας . Στόχος αυτής της συνόδου ήταν η ενδυνάμωση των δεσμεύσεων για τη βιώσιμη ανάπτυξη καθώς και ο προσδιορισμός των αιτιών που οδήγησαν στη μη επίτευξη των συμφωνηθέντων του Ρίο, το 1992 (Federal Office for Spatial Development of Switzerland).

Το 2002 στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής, πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Διάσκεψη για την Αειφόρο Ανάπτυξη («World Summit on Sustainable Development-WSSD», Ρίο+10), που οδήγησε στην υιοθέτηση του Προγράμματος Δράσης του Γιοχάνεσμπουργκ («Johannesburg Plan of Implementation») και του 15ετούς Προγράμματος Εργασιών της Επιτροπής Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (2003-2017). Πρόκειται για ένα σύνολο πολιτικών δεσμεύσεων των συμμετεχόντων κρατών, που αναφέρεται σε ένα σύνολο υποχρεώσεων και πολιτικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή με αυτό αναγνωρίζονται και καταγράφονται τα πλέον σημαντικά προβλήματα για την αειφόρο ανάπτυξη.

 Το 2012 έλαβε χώρα η Συνδιάσκεψη του Ρίο +20 (20-22 Ιουνίου 2012), η οποία υιοθέτησε κείμενο με τίτλο «Το μέλλον που θέλουμε» («The future we want»). 192 Κράτη ανανέωσαν τις πολιτικές τους δεσμεύσεις ως προς την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Η θεματολογία της κάλυψε κυρίως τους τομείς της «Πράσινης Οικονομίας, στο πλαίσιο της Βιώσιμης Ανάπτυξης και της Εξάλειψης της Φτώχειας («Green Economy in the context of Sustainable Development and Poverty Eradication»)» καθώς και το «Θεσμικό Πλαίσιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» («Institutional Framework for Sustainable Development»). Τα Κράτη συμφώνησαν να βρουν εναλλακτικές μεθόδους υπολογισμού του ΑΕΠ λαμβάνοντας υπόψη περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους. Τονίστηκε επίσης, η αναγκαιότητα αποκατάστασης της βιωσιμότητας των ωκεανών, αλλά και επιβεβαιώθηκαν οι δεσμεύσεις για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.

Ακολούθησε και ένα πλήθος Διασκέψεων κορυφής και άλλων πολυμερών περιβαλλοντικών συμφωνιών [όπως για παράδειγμα the Montreal Protocol on Protection of the Ozone Layer (1987)[43], the Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and their Disposal (1989), the Convention on Biological Diversity adopted in 1992 -including the Cartagena Protocol on Biosafety-, the Kyoto Protocol of the United Nations Framework Convention on Climate Change (1997), the Rotterdam Convention on the Prior Informed Consent Procedure for Certain Hazardous Chemicals and Pesticides in International Trade (1998), and the Stockholm Convention on Persistent Organic Pollutants (2001)] , μέχρι και την πλέον πρόσφατη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP26), παγκόσμια σύνοδος κορυφής των ηγετών, Γλασκώβη (Ηνωμένο Βασίλειο), 1 Νοεμβρίου 2021[44], στην οποία τα 197 μέρη της σύμβασης πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC) συναντήθηκαν στο πλαίσιο της COP26. Μεταξύ αυτών, η ΕΕ και όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ[45] [46].

Ενδιάμεσα, συμφωνήθηκαν και πολύ σημαντικές πολυμερείς διεθνείς Συμβάσεις για την ρύθμιση περιβαλλοντικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα ο Παγκόσμιος Χάρτης για τη Φύση το 1982 («World Charter for Nature») που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. με την σχετική απόφαση (Resolution A/RES/37/7 in October 1982)[47], η Σύμβαση για την Διαφύλαξη των αποδημητικών πτηνών το 1979 στη Βόννη [«Convention on the Conservation of Migratory Species of Wild Animals (Bonn Convention 1979)][48],η Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982 («United Nations Convention on the Law of the Sea»)[49] , Η Σύμβαση της Βιέννης για την προστασία του στρώματος Όζοντος το 1985[50] κλπ.

Εξάλλου, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ρύθμιση περιβαλλοντικών ζητημάτων που έχει γίνει με μη νομικά δεσμευτικά κείμενα (soft law)[51], εκατοντάδες τον αριθμό, -ορισμένα από τα οποία μνημονεύτηκαν παραπάνω-, που δεν έχουν τον χαρακτήρα διεθνών συνθηκών, και για τα οποία υπάρχει ιστορικά διαμάχη στη νομική φιλολογία ως προς την βαρύτητά τους στο πεδίο του δημοσίου διεθνούς δικαίου[52]

Πρόκειται για νομικά εργαλεία που ναι μεν δεν είναι δεσμευτικά και εκτελεστά ενώπιον κάθε είδους δικαστηρίων, πλην όμως έχουν αντίκτυπο στις διεθνείς σχέσεις και τελικά στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, όπως είναι για παράδειγμα οι αποφάσεις και οι διακηρύξεις του Ο.Η.Ε. και των οργάνων του, οι κανονιστικές συστάσεις, η διακηρύξεις αρχών, οι κώδικες συμπεριφοράς, οι κώδικες πρακτικής, τα προγράμματα δράσεις και άλλα μη δεσμευτικά εργαλεία [resolutions and declarations of the United Nations and its organs, normative recommendations, declarations of principles, codes of conduct, codes of practice, Programmes of Action (PA), and other non-treaty obligations], που δεν δημιουργούν δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα υποκείμενα δικαίου και τους αποδέκτες τους, αλλά προτείνουν κατευθύνσεις και κανόνες συμπεριφοράς που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί και χρήσιμοι για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, στην προκειμένη περίπτωση, ή άλλου είδους προκλήσεων της διεθνούς κοινότητας. Είναι, δηλαδή, περισσότερο εργαλεία πολιτικής, -σε αντίθεση με τα δεσμευτικά νομικά διεθνή κείμενα («hard law instruments»)-, τα οποία ωστόσο αναπτύσσουν και σημαντική νομική λειτουργία και κανονιστικά αποτελέσματα κατά το μέρος που συχνά διαμορφώνουν και ερμηνεύουν κανόνες δικαίου, και συνεπώς συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του διεθνούς δικαίου[53].

Άλλωστε, το διεθνές δίκαιο δεν εξελίσσεται με μόνη τη θέσπιση δεσμευτικών νομικών κειμένων, καθόσον νομικές συνέπειες μπορεί να προκύψουν και από εργαλεία του soft law τα οποία όχι μόνο παρέχουν ευέλικτες κατευθύνσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης διαφόρων διεθνών ζητημάτων, αλλά και επιπλέον αποτελούν και το υπόδειγμα ή πρότυπο για τον τρόπο εφαρμογής των διεθνών πολιτικών και λειτουργούν και ως πρόδρομοι για την θέσπιση δεσμευτικών νομικών κειμένων στη συνέχεια[54].

 Πάντως, παρά το γεγονός ότι το 2015 οι παγκόσμιοι ηγέτες ενέκριναν ομόφωνα την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Sustainable Development Goals)[55], που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων σε μια πολιτική ανάπτυξης περισσότερο παραδοσιακή,  φαίνεται ότι η ανθρωπότητα ακόμη αντιμετωπίζει τα περιβαλλοντικά προβλήματα κατά τρόπο αποσπασματικό και ad hoc («piecemeal approach»), πράγμα που έχει οδηγήσει στην εμφάνιση και υιοθέτηση επί μέρους λύσεων, άλλως σε μυριάδες πολυμερών συμφωνιών (“a myriad of multilateral agreements”)[56], καθώς και στον άκρατο πολλαπλασιασμό Οργανισμών («institutional proliferation»), ενώ μένουν σημαντικά κενά στην διεθνή περιβαλλοντική πολιτική[57]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν περισσότερα fora , στα οποία μπορούν να συζητηθούν και να ληφθούν ακόμη και δεσμευτικές αποφάσεις, νομικές και πολιτικές, σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Ωστόσο, το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UN Environment Programme -UNEP), και η Περιβαλλοντική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Environment Assembly-UNEA), για το οποίο γίνεται λόγος εκτενώς παρακάτω, είναι το πιο κεντρικό[58].

Μια πτυχή ιδιαίτερα σημαντική στο πλαίσιο της διαμόρφωσης και υλοποίησης στρατηγικών για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπου επίσης ο Ο.Η.Ε. έχει σημαντική προσφορά, είναι η έννοια της «περιβαλλοντικής δικαιοσύνης» («environmental justice»). Από την σύναψη της Συνθήκης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή το έτος 1992 [United Nations Framework Convention on Climate Change (UNFCCC)], που οι ενδιαφερόμενοι (κυβερνήσεις, θεωρητικοί, ειδικοί κλπ.) ήγειραν αξίωση για περιβαλλοντική ή κλιματική δικαιοσύνη, μέχρι σήμερα, ο όρος αυτός έχει αποκτήσει διαφορετικό περιεχόμενο[59].

Αρχικά, είχε την έννοια της εστίασης στην παγκόσμια δικαιοσύνη για την καταπολέμηση της κλιματικής και εν γένει περιβαλλοντικής απειλής, δηλαδή την ανάγκη να παρέχει το δημόσιο διεθνές δίκαιο νομικά δεσμευτικά διεθνή κείμενα που να υποχρεώνουν τα κράτη στη μείωση των εκπομπών καυσαερίων που προκαλούν κλιματική αλλαγή και μόλυνση του περιβάλλοντος (φαινόμενο θερμοκηπίου). Υπό την έννοια αυτή, που αντανακλάται στη Διακήρυξη του Ρίο, τη Συνθήκη Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή το έτος 1992 και στο Πρωτόκολλο του Κιότο, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη απαιτεί την ανάληψη ανάλογων ευθυνών από τα κράτη σύμφωνα με τις εκπομπές καυσαερίων, με την αναγνώριση, ωστόσο, διαφορών στην ευθύνη μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών στο παγκόσμιο περιβαλλοντικό πρόβλημα και διαφορών στην οικονομική και τεχνική τους δυνατότητα για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων.

Η έννοια αυτή συμπεριέλαβε και την ανάγκη για προστασία των πλέον φτωχών και ευάλωτων κοινοτήτων του κόσμου από περαιτέρω πίεση και απειλές στην ύπαρξη και την επιβίωσή τους εξαιτίας της περιβαλλοντικής απειλής, καθώς και την ύπαρξη χρηματοδότησης και μηχανισμών αποζημίωσης ώστε να διασφαλίζεται ο επιμερισμός του παγκόσμιου βάρους στην μάχη για την προστασία του περιβάλλοντος και κατά της κλιματικής αλλαγής[60].

Ωστόσο, εξελίχθηκε, στη συνέχεια, και εμπλουτίστηκε με την αξίωση να προβλέπει το διεθνές δίκαιο το νομικό πλαίσιο για την διευθέτηση ζητημάτων σχετικά με τον αντίκτυπο που έχουν οι περιβαλλοντικές πολιτικές και μέτρα στα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, η έννοια αυτή της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης σήμαινε ότι πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι κοινότητες, τα άτομα και οι κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά και διαδικαστικά δικαιώματα που σχετίζονται με την απόλαυση ασφαλούς, καθαρού, υγιεινού και βιώσιμου περιβάλλοντος, καθώς και τα μέσα να λαμβάνουν ή να προκαλούν μέτρα στο επίπεδο τω εθνικών νομοθετικών και δικαστικών τους συστημάτων, για την μείωση των πηγών της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή στα αποτελέσματα αυτής κατά τρόπο που να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα[61]. Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η εν λόγω προσέγγιση της έννοιας της «περιβαλλοντικής δικαιοσύνης» με την διεύρυνσή της, ήταν αναγκαία για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθόσον τα λαμβανόμενα πολιτικά μέτρα και τα σχετικά προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος είχαν οδηγήσει σε σοβαρές παραβιάσεις των εν λόγω δικαιωμάτων, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως λ.χ με τον μαζικό εκτοπισμό ανθρώπων από τις εστίες τους, στο πλαίσιο της υλοποίησης προγραμμάτων μείωσης της περιβαλλοντικής απειλής, με την χωροθέτηση και συγκέντρωση σχετικών προγραμμάτων στις φτωχές και ευάλωτες κοινωνίες, με την έλλειψη κυβερνητικής ευθύνης για τα εν λόγω προγράμματα, καθώς και την έλλειψη μηχανισμών παραπόνων και έννομης προστασίας για τα θύματα από την κατάσταση αυτή[62].

Το βιώσιμο κανονιστικό πλαίσιο για την διευθέτηση αυτών των προβλημάτων, -που συνδέονται βασικά με το ζήτημα της ενσωμάτωσης της οπτικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον σχεδιασμό, την έγκριση, τη χρηματοδότηση και την υλοποίηση των προγραμμάτων και σχεδιασμών για την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να αποκλείονται αδικίες και προσβολές ανθρωπίνων δικαιωμάτων-, έδωσε η αποκαλούμενη United Nations Human Rights-Based Approach (HRBA)[63] που δίνει έμφαση στην διευθέτηση και περιορισμό των αντικτύπων που έχουν τα αναπτυξιακά σχέδια στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η εν λόγω προσέγγιση αναγνωρίζει την αλληλεξάρτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ παρέχει και το κανονιστικό διαδικαστικό πλαίσιο για την διευθέτηση συστηματικών και δομικών αδικιών, κοινωνικών αποκλεισμών και καταπίεσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση περιβαλλοντικών σχεδιασμών. Με άλλα λόγια, όπως τονίζεται αποτελεί το νέο θαυματουργό φάρμακο («new wonder drug») ίσων ευκαιριών και πολιτικό πλαίσιο που επιτρέπει την όσμωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανάπτυξης στο διεθνές δίκαιο[64].

Πρακτικά, η εν λόγω προσέγγιση σημαίνει ότι οι περιβαλλοντικές πολιτικές και σχεδιασμοί πρέπει να περιλαμβάνουν στοιχεία συμμετοχής των ενδιαφερόμενων, ευθύνης, ισότητας και μη διάκρισης, πρόσβασης στην πληροφορία και στη δικαιοσύνη. Έτσι, οι κυβερνήσεις και οι σχεδιαστές των εν λόγω πολιτικών πρέπει να αποδεικνύουν ότι έχει υπάρξει συμμόρφωση με τα εν λόγω στοιχεία και έχουν παράσχει τις σχετικές εγγυήσεις στους πολίτες, διαφορετικά δεν θα είναι δυνατή η έγκριση των σχετικών σχεδιασμών από τα εποπτεύοντα όργανα. Πρέπει επίσης να προβλέπονται και μηχανισμοί παραπόνων και αποκατάστασης εκείνων των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα προσβλήθηκαν[65].

 

III. Η θεσμοποίηση («institutionalizaion») της παγκόσμιας περιβαλλοντικής προστασίας – Το περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του Ο.Η.Ε. (UNEP)

Οι στρατηγικές που χρησιμοποιεί η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών απειλών είναι ποικίλες και εκδηλώνονται με συνεργατικές ρυθμίσεις σε διεθνείς συμφωνίες, είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, περί των οποίων έγινε λόγος παραπάνω, είτε σε περιφερειακό ή ακόμη και σε τοπικό επίπεδο. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να υπάρχουν και περιπτώσεις όπου κατεξαίρεση η ρυθμιστική παρέμβαση δεν χρειάζεται να λάβει χώρα σε διεθνές επίπεδο, δηλαδή δεν απαιτείται διεθνής συνεργασία, αλλά υπάρχουν λόγοι για τους οποίους η αποκεντρωμένη ή τοπική παρέμβαση είναι πιο αποτελεσματική[66].

Το δημόσιο διεθνές δίκαιο έχει μια μακρά παράδοση όσον αφορά τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες για συνεργασία μεταξύ κρατών. Όπως δείχνει η ιστορία, τα κράτη συχνά προσφεύγουν σε τέτοιου είδους συμφωνίες για την αντιμετώπιση και ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων όπως λ.χ περιβαλλοντικών, οικονομικών, τεχνολογικών, αλλά και νομικών που δεν είναι σε θέση να λύσουν από μόνα τους ξεχωριστά. Έτσι λοιπόν, σε περίπτωση που ελλείπει η διεθνική ή διακρατική ρύθμιση, τα κράτη αντιλαμβάνονται ότι χρειάζονται να προωθήσουν τη συνεργασία, την πρόληψη και επίλυση συγκρούσεων καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών. Αυτό το καθεστώς στρατηγικής συναντάται και σε πολλές διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες του παρελθόντος που έχουν για παράδειγμα ως αντικείμενο ρύθμισης την προστασία και τη διαχείριση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών συνθηκών που αφορούν την άγρια ζωή κλπ.[67]

Επισημαίνεται ότι, η υποχρέωση των κρατών για συνεργασία σε διεθνές επίπεδο έχει καθιερωθεί  με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.,  [που υιοθετήθηκε μετά από πρόταση της Sixth Committee (A/8082)] 2625 (XXV)], το 1970 που ενέκρινε την Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου για τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ κρατών σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Ο.Η.Ε. («Declaration on Principles of International Law concerning Friendly Relations and Co-operation among States in accordance with the Charter of the United Nations»). Σύμφωνα με την Διακήρυξη, τα κράτη έχουν υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ τους στο πεδίο του διεθνών σχέσεων, ανεξάρτητα από τη διαφορές στο πολιτικό και κοινωνικο-οικονομικό τους σύστημα, για την εδραίωση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και την προώθηση της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας και προόδου, της γενικής ευημερίας των κρατών και της διεθνούς συνεργασίας. Η εν λόγω υποχρέωση συνεργασίας εκτείνεται, μεταξύ άλλων, και με στόχο την προώθηση και τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, καθώς και την ανάπτυξη της οικονομίας και ειδικά εκείνης των αναπτυσσόμενων κρατών.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα τέτοιου είδους συμφωνιών στο πεδίο του περιβαλλοντικού δικαίου είναι λ.χ η Σύμβαση του 1911 για την προστασία της φώκιας («The 1911 Convention for the Preservation and Protection of Fur Seals») και η Διεθνής Σύμβαση το 1946 για την ρύθμιση της αλιείας της φάλαινας [«1946 International Convention for the Regulation of Whaling (ICRW)»].

Εξάλλου, οι διεθνείς συμφωνίες για την προστασία του περιβάλλοντος ενδέχεται να έχουν περιφερειακό χαρακτήρα, όπου γειτονικά κράτη συνεργάζονται για την προώθησε περιβαλλοντικών στόχων με βάση τα τοπικά συμφέροντα, και την αρχή της γειτονίας. Παράδειγμα τέτοιου είδους διεθνών συμφωνιών και δεσμευτικών ρυθμίσεων συνιστούν λ.χ η Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου από την μόλυνση το 1976 («Convention for Protection of the Mediterranean Sea against Pollution-Barcelona Convention 1976»)[68],  η Σύμβαση για την προστασία και την χρήση των υδάτινων πόρων και των διεθνών λιμνών το 1992 («Convention of 17 March 1992 on the protection and use of transboundary watercourses and international lakes»), η Σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού το 1992 («Convention of 22 September 1992 on the protection of the marine environment of the north-east Atlantic»), η Συμφωνία  του 1963 για την Διεθνή Επιτροπή΄για την προστασία του Ρήνου κλπ. («Agreement of 29 April 1963 concerning the International Commission for the Protection of the Rhine against Pollution and the Additional Agreement of 3 December 1976»), η Σύμβαση του 1976 για την προστασία του Ρήνου από την χημική μόλυνση, καθώς και το σχετικό Πρόγραμμα για τον Ρήνο το 1987 («Convention of 3 December 1976 for the protection of the Rhine against chemical pollution and the Rhine Action Programme of 30 September 1987»), και η Σύμβαση Πλαίσιο της Τεχεράνης το 2003 για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος της Κασπίας θάλασσας [«Framework-Convention for the Protection of the Marine Environment of the Caspian Sea (Tehran 2003)][69]

Ωστόσο, η κυρίαρχη προσέγγιση για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και απειλών στον 21ο αιώνα είναι εκείνη που στηρίζεται στην «θεσμοποίηση» («institutionalizaion») της περιβαλλοντικής προστασίας, δηλαδή εκείνη που η πολιτική και ρυθμιστική παρέμβαση συντελείται μέσα στο πλαίσιο Διεθνών Οργανισμών που έχουν ιδρυθεί με την ευρεία συμμετοχή κρατών και συνεπώς διαθέτουν τη σχετική προς τούτο εντολή, διαθέτουν νομική προσωπικότητα και δικά τους όργανα, ξεχωριστά από τα κράτη, για την επιτέλεση των στόχων τους.

Τέτοιου είδους παγκόσμιο Θεσμό για την προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος είναι το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον [UN Environment Programme (U.N.E.P.)][70], το οποίο αποτελεί, ως σήμερα, το βασικό όργανο παρακολούθησης και προώθησης θεμάτων προστασίας του περιβάλλοντος  μέσα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών[71]. Σήμερα, οι βασικές προτεραιότητες που έχει θέσει το U.N.E.P., σε σχέση με τις περιβαλλοντικές προκλήσεις του 21ου αιώνα, αφορούν τις περιβαλλοντικές απειλές από καταστροφές και συγκρούσεις, τη διαχείριση των οικοσυστημάτων, την κλιματική αλλαγή, την περιβαλλοντική διακυβέρνηση, τις επιβλαβείς χημικές ουσίες και την αποδοτικότητα των πόρων-βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση[72].

Ειδικότερα, το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Environment Programme – UNEP) αποτελεί το βασικό όργανο συντονισμού, παρακολούθησης και προώθησης θεμάτων προστασίας του περιβάλλοντος στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ιδρύθηκε το 1972 από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. κατόπιν της σχετικής σύστασης της Διάσκεψης της Στοκχόλμης το 1972 και εδρεύει στο Ναϊρόμπι της Κένυας[73].

Οι δραστηριότητες του UNEP κατηγοριοποιούνται σε επτά ευρείς θεματικούς τομείς: κλιματική αλλαγή, καταστροφές και συγκρούσεις, διαχείριση οικοσυστημάτων, περιβαλλοντική διακυβέρνηση, χημικά και απόβλητα, αποδοτικότητα των πόρων και περιβαλλοντική παρακολούθηση. Παράλληλα, πρωταρχική του δέσμευση αποτελεί η προώθηση της περιβαλλοντικής διάστασης της βιώσιμης ανάπτυξης ως συνεισφορά στην εφαρμογή της Agenda 2030 και των παγκόσμιων Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) του ΟΗΕ.

 Η Περιβαλλοντική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (UN Environment Assembly – UNEA) είναι το διοικητικό όργανο (governing body) του UNEP και αποτελεί τη μετεξέλιξη του Κυβερνητικού Συμβουλίου του εν λόγω Προγράμματος (UNEP’s Governing Council-GC) από την 1η συνεδρίασή της (Iούνιος 2014) μετά τη Διάσκεψη Κορυφής των ΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Rio+20, 2012), με σκοπό την ενίσχυση του UNEP και την επίτευξη καθολικής συμμετοχής από όλα τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ (universal membership).

Τα κύρια καθήκοντα της Περιβαλλοντικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. είναι: α) η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας στο πεδίο του περιβάλλοντος και η υποβολή προτάσεων για τον σκοπό αυτό, β) η παροχή οδηγιών γενικής πολιτικής για την διεύθυνση και τον συντονισμό των περιβαλλοντικών προγραμμάτων μέσα στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε., γ) ο έλεγχος της εφαρμογής των εν λόγω προγραμμάτων, δ) ο έλεγχος της εν γένει περιβαλλοντικής κατάστασης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα ανακύπτοντα περιβαλλοντικά προβλήματα, που παρουσιάζουν μεγάλη διεθνή σπουδαιότητα εξετάζονται προσηκόντως και επαρκώς από τις Κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών, ε)  προώθηση της συμβολής των σχετικών διεθνών επιστημονικών και άλλων κοινοτήτων στην περιβαλλοντική γνώση και πληροφορία, και στ) η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των εθνικών και διεθνών περιβαλλοντικών πολιτικών και μέτρων.

Επομένως, τα κύρια καθήκοντα της Περιβαλλοντικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. μπορούν να ταξινομηθούν σε τρείς κατηγορίες: Πρώτον, το επιστημονικό καθήκον («scientific function») του ελέγχου του παγκόσμιου περιβάλλοντος και της εξατομίκευσης των αναδυόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων που έχουν διεθνή αντίκτυπο και σημασία. Δεύτερον, το πολιτικό καθήκον («policy function») της προώθησης της διεθνούς συνεργασίας, της παροχής γενικής πολιτικής κατεύθυνσης και του συντονισμού των περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων μέσα  στον Ο.Η.Ε., και τρίτον, το παραγωγικό καθήκον («catalytic function») της ώθησης σε περιβαλλοντική συνεργασία, δράση και εφαρμογή πολιτικών σε ζητήματα περιβάλλοντος.

Με την πάροδο του χρόνου, οι δομές και η λειτουργία του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών ενισχύθηκαν περαιτέρω και διευκρινίστηκαν[74], παρέχοντάς του την δυνατότητα να επιτύχει την συντονιστική του λειτουργία και να ενδυναμώσει τον ρόλο του ως «κυρίαρχη παγκόσμια περιβαλλοντική Αρχή που θέτει τους στόχους της παγκόσμιας περιβαλλοντικής πολιτικής, προωθεί τη συνεκτική εφαρμογή της περιβαλλοντικής διάστασης της βιώσιμης ανάπτυξης μέσα στα Ηνωμένα Έθνη και λειτουργεί ως αυθεντικός συνήγορος του παγκόσμιου περιβάλλοντος» («leading global environmental authority that sets the global environmental agenda, promotes the coherent implementation of the environmental dimension of sustainable development within the United Nations system and serves as an authoritative advocate for the global environment»).

Περαιτέρω, καθιερώθηκε και η παγκόσμια εκπροσώπηση στην Περιβαλλοντική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.[75]. Η εν λόγω εισαγωγή της δυνατότητας παγκόσμιας εκπροσώπησης ήταν ένα λογικό, εφικτό και αποτελεσματικό νομικό μέτρο προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής αναβάθμισης του Προγράμματος. Και τούτο διότι, ενώ το Πρόγραμμα αυτό είχε την εξουσία να παρέχει πολιτικές κατευθύνσεις, η εν λόγω αρμοδιότητά του ήταν πολιτικά εξασθενημένη από το γεγονός ότι δεν είχαν όλα τα κράτη τη δυνατότητα άμεσης συμμετοχής στη διαμόρφωση των αποφάσεων του Προγράμματος. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την διεύρυνση της συμμετοχής, ενισχύθηκε και η νομιμοποίηση της Περιβαλλοντικής Συνέλευσης των Η.Ε., μεταξύ άλλων, αναφορικά με την ιδιότητά της ως αυθεντικής φωνής που θέτει την παγκόσμια Αντζέντα για το περιβάλλον, καθώς και της αρμοδιότητάς της να διαμορφώνει την κυρίαρχη πολιτική στα σχετικά ζητήματα, καθώς και την πολιτική της αντιμετώπισης των αναδυόμενων περιβαλλοντικών προκλήσεων, και τέλος της αρμοδιότητάς της να προωθεί τον διάλογο και την ανταλλαγή εμπειριών για όλα τα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Η Περιβαλλοντική Συνέλευση των Η.Ε έχει πλέον την αποφασιστική αρμοδιότητα να συγκαλεί τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. και να παρέχει το forum για συγκεκριμένες αποφάσεις αναφορικά με τον συντονισμό, την συνεργασία και την πολιτική σε θέματα περιβάλλοντος. Έτσι, της δίνεται η δυνατότητα όχι μόνο να συμβάλλει ευθέως στον προσδιορισμό και την καλύτερη κατανόηση των αποφασιστικής σημασίας διεθνών περιβαλλοντικών προβλημάτων και απειλών που αξιώνουν διεθνή συνεργασία, αλλά και να συμβάλλει στην ανάδυση και διαμόρφωση του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου[76]. Με άλλα λόγια, το εν λόγω Πρόγραμμα, μέσα από αυτές τις εξελίξεις, αναβαθμίστηκε σε «κυρίαρχη παγκόσμια περιβαλλοντική αρχή των Η.Ε.» («United Nation’s leading global environmental authority»)[77], και «κεντρικός φορέας» («anchor institution»)[78] στο εν λόγω πεδίο[79].

IV.ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το περιβάλλον υπήρξε πάντα πηγή έμπνευσης και δημιουργίας συμβάλλοντας θετικά στη ζωή των ανθρώπων, μετά δε τη συνειδητοποίηση, -εδώ και κάποιες δεκαετίες-, από τη διεθνή κοινότητα της  έντονης εξάρτησης του ανθρώπου από αυτό, της ανάγκης για αρμονική συνύπαρξη σ’αυτό και των περιβαλλοντικών απειλών, δηλαδή απειλών κατά της ίδιας της υπόστασης της ανθρωπότητας, κατέστη παγκόσμιο αγαθό συγκεντρώνοντας πάνω του τα φώτα  της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, οργανωμένης ή μη. Η ανάγκη διαχείρισης του περιβαλλοντικού αγαθού, που μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε συγκρούσεις απειλητικές για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, έγινε αντιληπτό από ενωρίς ότι μπορεί να γίνει μόνο κατά τρόπο συναινετικό, με αποτέλεσμα τα περιβαλλοντικά προβλήματα να αποκτήσουν με τον χρόνο την θέση τους στη λίστα ενδιαφερόντων της διεθνούς κοινότητας δίπλα στα «ιερά τέρατα» της «στρατιωτικής σταθερότητας» και της «οικονομικής ανάπτυξης»[80].

Η επελθούσα  κλιματική αλλαγή («climate change») και οι επιβλαβείς παρεμβάσεις που οδήγησαν στο φαινόμενο του «θερμοκηπίου» (« »)[81] με συνέπεια ακραία καιρικά φαινόμενα (τροπικοί κυκλώνες, ισχυρές καταιγίδες, ισχυροί ανεμοστρόβιλοι , καύσωνες, πολικό ψύχος κλπ.) που έπληξαν την ανθρωπότητα, όπως για παράδειγμα τα καλοκαιρινά κύματα καύσωνα που εμφανίστηκαν το 1995 στην Κέντρο-Δυτική περιοχή των ΗΠΑ και την Ινδία, αυτό του κυκλώνα Παμ που ισοπέδωσε το Βανουάτου[82], καταστροφικές πλημμύρες στη Νιγηρία[83], ξηρασίες στο Νότιο Σουδάν[84] και φονικά κύματα ζέστης στις Η.Π.Α[85], αλλά και άλλες φυσικές καταστροφές και φυσικά φαινόμενα (όπως λ.χ αυτό της νήσου Μοντσερράτ στην Καραϊβική, όπου οι έντονες βροχοπτώσεις ακολουθούνται από εκρήξεις ηφαιστείων), υπό την πίεση και της κοινής γνώμης και της επιστήμης, ενίσχυσαν το συναινετικό πνεύμα και την αποφασιστικότητα στη διεθνή κοινότητα για την ανεύρεση λύσεων προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διεθνείς περιβαλλοντικές απειλές. Επιπρόσθετα, έγινε κατανοητό ότι τα εν λόγω προβλήματα αποτελούν απειλή όχι μόνο για το περιβάλλον αυτό καθαυτό, αλλά και για την αντιμετώπιση και καταπολέμηση της φτώχειας, της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης και ευημερίας των ανθρώπων.

Ωστόσο, η προστασία του περιβάλλοντος ήταν πάντα στο πεδίο σύγκρουσης των οικονομικών και οικολογικών ενδιαφερόντων, που θέτει το δίλημμα: οικονομική ανάπτυξη σε βάρος του περιβάλλοντος ή οικολογική πολιτική σε βάρος της οικονομίας;[86] Δίλημμα, που μετά την εδραίωση της σημασίας του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα, οδήγησε στην υιοθέτηση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης («sustainable development»)[87]. Μέχρι σήμερα, πάντως, και παρά τα αξιόλογα βήματα που έχει κάνει η διεθνής κοινότητα αναφορικά με την από κοινού και συνεργατική διαχείριση του περιβαλλοντικού αγαθού, παραμένουν ακόμη πολλές πληγές που ταλανίζουν την εν λόγω περιβαλλοντική συνεργασία και διαχείριση και εμποδίζουν την επίτευξη των κύριων επιταγών της. Παρόλο που η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος είναι κοινή πεποίθηση τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος συνεχίζεται, ενώ νέα περιβαλλοντικά προβλήματα ανακύπτουν.

Η ανάγκη για «θεσμοποιημένη» πλέον αντίδραση για την προστασία του περιβάλλοντος σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο κατέστη εμφανής με αποτέλεσμα να αναλάβει αυτή τον πρωταρχικό ρόλο για την πρόταση, υιοθέτηση και εφαρμογή διεθνών περιβαλλοντικών συμφωνιών. Η Σύνοδος του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (United Nations Conference on the Human Environment), που πραγματοποιήθηκε το 1972 στην Στοκχόλμη εδραίωσε τη σημασία του περιβάλλοντος στην διεθνή σκηνή και έθεσε τις βάσεις για την «θεσμοποιημένη» διεθνή συνεργασία στο πεδίο του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου.

 Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών λειτούργησε ως καταλύτης ιδίως μέσα από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον [UN Environment Programme (U.N.E.P.)], το οποίο αποτελεί, ως σήμερα, το βασικό όργανο παρακολούθησης και προώθησης θεμάτων προστασίας του περιβάλλοντος  μέσα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Οι αναβαθμισμένες αρμοδιότητες του εν λόγω Προγράμματος και της Περιβαλλοντικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (UN Environment Assembly – UNEA) συνετέλεσαν στο να διαδραματίζει αυτό καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου[88] μέσα από τη διαπραγμάτευση και την επιτυχή υιοθέτηση δεκάδων πολυμερών συνθηκών και συμφωνιών[89], αλλά και την υιοθέτηση μη δεσμευτικών («soft law») κατευθύνσεων και αρχών. Ενώ, περαιτέρω, έχει θέσει και τις στέρεες βάσεις για μακροπρόθεσμες βελτιώσεις της συνεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας του διεθνούς συστήματος διαχείρισης του περιβαλλοντικού ζητήματος και κατά συνεκδοχή βελτίωσης του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα[90]. Τέλος, μέσα από την Human Rights Based Approach, έχει στρωθεί ο δρόμος για την βελτίωση της συστηματικής ενσωμάτωσης και της προώθησης της νομικής σύμπραξης μεταξύ των διεθνών καθεστώτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εκείνων που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος κατά τη διαμόρφωση και υλοποίηση των περιβαλλοντικών πολιτικών.

 

[1]    István Benczes, The globalization of economic relations, 2014, Gao Shangquan, Economic Globalization: Trends, Risks and Risk Prevention, CDP Background Paper No. 1, ST/ESA/2000/CDP/1, 2000, Γ.Δημητρόπουλος, Παγκόσμιο Διοικητικό Δίκαιο και Παγκόσμια Δικαιοσύνη. 2009, σ.11.

[2] Βλ. Δ.Ράικος, Σύγχρονες Προκλήσεις της Παγκόσμιας Δικαιοσύνης, ΘΠΔΔ 2019, σ.1209 επ.,  B.Kingsbury/N.Krisch/R.Stewart, The Emergence of Global Administrative Law, Law and Contemporary Problems, op.cit., p.16.

 

[3] Επακόλουθο ήταν η εμφάνιση και ανάπτυξη του λεγόμενου  «διοικητικού δικαίου της παγκόσμιας διακυβέρνησης» ή «Παγκόσμιου Διοικητικού Δικαίου» βλ. Δ.Ράικος, Σύγχρονες Προκλήσεις της Παγκόσμιας Δικαιοσύνης, ΘΠΔΔ 2019, σ.1209 επ.,   Γ.Δημητρόπουλος, Παγκόσμιο Διοικητικό Δίκαιο και Παγκόσμια Δικαιοσύνη, 2009, σ.13,  B.Kingsbury/N.Krisch/R.Stewart, The Emergence of Global Administrative Law, op.cit. Αυτό έχει ως αντικείμενο την εξέταση των παγκόσμιων οργανισμών, των διακρατικών δικτύων και των ιδιωτικών συστημάτων διακυβέρνησης, αλλά και άλλων παγκόσμιων φορέων. Επίσης, το ΠΔΔ εξετάζει την επιρροή που ασκούν οι παγκόσμιοι κανόνες δικαίου και τα παγκόσμια πρότυπα (global standards) στο εθνικό επίπεδο βλ.B.Kingsbury/N.Krisch/R.Stewart, The Emergence of Global Administrative Law, op.cit., p.17. Το ΠΔΔ δεν αποτελεί Διεθνές δίκαιο, αλλά διοικητικό δίκαιο στο οποίο τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του ΔΔ. Γενικά για τις εφαρμοστέες αρχές του διοικητικού δικαίου στους διεθνείς οργανισμούς βλ. Eyal Bevvenisti, The Interplay between Actors as a Determinant of the Evolution of Administrative Law in International Institutions, in: Law and Contemporary Problems, Vol68:319, Summer/Autumn 2005, p.319 ff. To Παγκόσμιο Διοικητικό Δίκαιο περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν την διοικητική δράση όλων των μορφών φορέων άσκησης παγκόσμιας διοικητικής εξουσίας, συμπεριλαμβάνοντας και κανόνες του Διεθνούς Διοικητικού Δικαίου, εκείνων δηλαδή που αναφέρονται στην επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των Διοικήσεων των Παγκόσμιων Οργανισμών και των αξιωματούχων ή υπαλλήλων τους, αλλά και άλλους που εντάσσονται παραδοσιακά σε διαφορετικούς δικαιϊκούς κλάδους βλ.N.Krisch/B.Kingsbury, Introduction: Global Governance and Global Administrative Law in the International Legal Order EJIL 17(2006), 1-13 (p.2).

[4] Για την διάκριση από το Διεθνές Δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κανονιστικότητα των ρυθμίσεών του και τις πηγές του Παγκόσμιου Διοικητικού Δικαίου, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, Διεθνείς Συνθήκες, θεμελιώδεις κανόνες το εθιμικού διεθνούς δικαίου, γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και στοιχεία jus cogens βλ. B.Kingsbury/N.Krisch/R.Stewart, The Emergence of Global Administrative Law, p.25, 29 ff.  Για την διάκριση του Διεθνούς Διοικητικού Δικαίου (International Administrative Law) από άλλους κλάδους του διεθνούς δικαίου, όπως λ.χ το διεθνές δίκαιο των επενδύσεων, το διεθνές εργατικό δίκαιο κ.α. βλ. Yaraslau Kryvoi, The Law applied by International Administrative Tribunals: From Autonomy to Hierarchy, in: The Geo.Wash.Int’l L.Rev, Vol.47 2015, p.267 ff.(273 ff.). Για τη σχέση του με το International Institutional Law βλ. B.Kingsbury/L.Casini, Global Administrative Law Dimensions of International Organizations Law, IILJ Working Parper 209/9 (Global Administrative Law Series), p.1 ff.(p.5 ff.), με περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές,  B.Stewart, U.S Administrative Law: A Model For Global Administrative Law, in: Law and Contemporary Problems (Vol.68:63 Summer/Autumn 2005), p.63 ff.(p.63 n.1).

 

[5]  Τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, οι εν λόγω πιέσεις βλάπτουν σοβαρότατα την υγεία και την ευημερία του ανθρώπου. Ο παγκόσμιος φόρτος των νόσων και των πρόωρων θανάτων που συνδέονται με την περιβαλλοντική ρύπανση είναι ήδη τρεις φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με εκείνον του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας μαζί. Η συνέχιση ωστόσο της μεγάλης επιτάχυνσης θα μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη εκτενέστερες απειλές, εάν οι πιέσεις προκαλέσουν την κατάρρευση οικοσυστημάτων όπως η Αρκτική, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και το δάσος του Αμαζονίου. Ξαφνικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές αυτού του είδους θα μπορούσαν να βλάψουν πολύ σοβαρά την ικανότητα της φύσης να παρέχει ζωτικές υπηρεσίες, όπως η παροχή τροφίμων και πόρων, η διατήρηση της καθαρότητας του νερού και της γονιμότητας των εδαφών και η προστασία έναντι των φυσικών καταστροφών, βλ. Το Ευρωπαϊκό περιβάλλον Κατάσταση και προοπτικές 2020, Συνοπτική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος.

[6] Εμ.Δούση, Η Διάσκεψη της Στοκχόλμης https://www.kathimerini.gr/world/1018293/i-diaskepsi-tis-stokcholmis/

 

[7] Βιώσιμη ανάπτυξη είναι η αύξηση της παραγωγής πλούτου, δηλαδή του ακαθάριστου προϊόντος μιας χώρας, η οποία δεν συνοδεύεται από παράλληλη μείωση ή υποβάθμιση του φυσικού της κεφαλαίου. Στόχος της αρχής είναι η εξασφάλιση στο διηνεκές της οικολογικής ισορροπίας και η ανανέωση και διαφύλαξη των φυσικών πόρων με την μετρημένη χρήση τους σε περίπτωση αδυναμίας αυτών, καθώς επίσης και η διαφύλαξη των πολιτιστικών αξιών προς χάριν των επόμενων γενεών βλ. Θ.Αντωνίου, Η Στάθμιση ως μέθοδος ερμηνείας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ.969 επ.(972), Μ.Δεκλερής, Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως-Γενικές Αρχές, 2000, σ.82, Δ.Ράικος, Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Γ΄ εκδ.2019, σ.598, με ειδικότερη αναφορά στα «βιώσιμα τεχνικά έργα» και την «βιώσιμη αναπτυξιακή δραστηριότητα». Βλ. και τον ορισμό του Ο.Η.Ε., κατά τον οποίο: «Βιώσιμη είναι η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες» (UN General Assembly 1987, σελ. 54) . Ένας άλλος ορισμός, συμπληρωματικός του προηγούμενου είναι ο ορισμός που δόθηκε στην κοινή έκδοση της Παγκόσμιας Ένωσης Προστασίας της Φύσης (International Union for Conservation of Nature), του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (World Commission on Environment and Development), και του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF), κατά τον οποίο: «Βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει βελτίωση της ποιότητας ζωής στο πλαίσιο της φέρουσας ικανότητας των υποστηρικτικών οικοσυστημάτων» (IUCN, UNEP, WWF 1991, σ.9)

[8] H.French, The role of the United Nations in environmental protection and sustainable development, Worldwatch Institute, Washington DC, USA

 

[9] Carol Annette Petsonk, The role of the United Nations environment programme (UNEP) in the development of international environmental law, in: American University International Law Review 5, no.2 (1990), p.351-391 (351).

 

[10] Βλ. Mathews, Redefining Security, 68 FOREIGN AFF. 2, 162-77 (1989), Martz, The Green Summit, NEWs-WEEK, July 24, 1989, 12, 12,  Beardsley, Greening the Summit: The Environment Arrives on the International Political Agenda, Sci. Am., Sept. 1989, at 17 (reporting that the Group of Seven during their July 1989 meeting identified the need to safeguard the environment as one of the three main challenges facing the international community).

[11] Εμ.Δούση, Η Διάσκεψη της Στοκχόλμης https://www.kathimerini.gr/world/1018293/i-diaskepsi-tis-stokcholmis/

[12] Sands, P./Peel, J./Fabra, A./ MacKenzie, R. Principles of International Environmental Law, 4th ed.;

Cambridge University Press: Cambridge, UK, 2018; pp. 21–51, Yasmin von Schirnding/William Onzivu/Andronico O. Adede, International environmental law and global public health, Bulletin of the World Health Organization 2002, 80 (12), p.970-974.

[13] H.French, The role of the United Nations in environmental protection and sustainable development, Worldwatch Institute, Washington DC, USA.

 

[14] Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.3 ff., www.mdpi.com/journal/sustainability

 

[15] H.French, The role of the United Nations in environmental protection and sustainable development, Worldwatch Institute, Washington DC, USA.

 

[16] UNEP. Global Environmental Outlook–GEO-6: Summary for Policymakers; UNEP: Nairobi, Kenya, 2019; p. 4.

[17] Για τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών παραγόντων στην υγεία των ανθρώπων, και ειδικά στους πληθυσμούς των αναπτυσσόμενων ή φτωχών κρατών που είναι περισσότερο ευάλωτοι και εκτεθειμένοι σε περιβαλλοντικούς κινδύνους που συνδέονται με την φτώχεια, την εκβιομηχάνιση και  την αστικοποίηση βλ. Yasmin von Schirnding/William Onzivu/Andronico O. Adede, International environmental law and global public health, Bulletin of the World Health Organization 2002, 80 (12), p.970-974 (970),   Health and environment in sustainable development: five years after the Earth Summit. Geneva: World Health Organization;1997. WHO document WHO/EHG/97.12., World Resources Institute, United Nations Environment Programme, United Nations Development Programme, World Bank. A guide to the global environment: environmental change and human health. New York: Oxford

University Press; 1998, McMichael AJ. The urban environment and health in a world of increasing urbanization: issues for developing countries. Bulletin of the World Health Organization 2000;78:1117-28, von Schirnding Y. Integrated strategies for improving health and environment conditions in low income urban areas. City Development Strategies 2000;2, Report of the UN Conference on the Human Environment. UN document A/CONF.48/14 ; New York: United Nations; 1972.

[18] Βλ. Το Ευρωπαϊκό περιβάλλον Κατάσταση και προοπτικές 2020, Συνοπτική έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος,  file:///C:/Users/Draikos/Downloads/EL%20final.pdf

[19] Annan, K. Larger Freedom—Towards Security, Development and Human Rights for All (U.N. Document A/59/2005), 57. Available online: https://undocs.org/A/59/2005 .

[20] Βλ. UNEP. Global Environmental Outlook–GEO-6: Summary for Policymakers; UNEP: Nairobi, Kenya, 2019; para. 4.4, IPCC. Climate Change 2014: Synthesis Report. Summary for Policymaker; IPCC: Geneva, Switzerland, 2014, https://www.ipcc.ch/site/assets/uploads/2018/02/AR5_SYR_FINAL_SPM.pdf

[21] Για την διάκριση των διεθνών οργανισμών σε παγκόσμιους, περιφερειακούς και τοπικούς βλ.C.F.Amerasinghe, Principles of the Institutional Law of International Organizations, second edition, 2005, p. 9 ff.

[22] Βλ. και Α.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Η προστασία του περιβάλλοντος: Διεθνείς και ελληνικές εξελίξεις,σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ.1007, κατά την άποψη της οποίας η προστασία αυτή εμφανίζεται ως προστασία συγκεκριμένων αγαθών και ως προσπάθεια πρόληψης ή λύσης οικονομικών συγκρούσεων για την εκμετάλλευση αυτών των αγαθών.

[23] Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020).

 

[24] Για την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης αναγνωρίζεται πλέον η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων σε ιδιωτικές ή δημόσιες δραστηριότητες, αναπτυξιακού ιδίως χαρακτήρα, για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, ακόμη και όταν δεν υφίσταται επιστημονική βεβαιότητα ως προς την ακριβή επικινδυνότητα των δραστηριοτήτων αυτών. Έτσι, μέσα από την αρχή αυτή ενισχύεται εκ των προτέρων η περιοριστική και παρεμβατική λειτουργία των κρατικών αρχών με την εισαγωγή ενός οιονεί τεκμηρίου υπέρ της περιβαλλοντικής προστασίας βλ. Γ.Δελλή, Από το καρνάγιο της Πύλου στο ορυχείο της Κασσάνδρας. Η «βιώσιμη ανάπτυξη?, μεταξύ δικαιοπλασίας του δικαστή και μυθοπλασίας της θεωρίας, σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ.1057 επ. (1072). Βλ. επίσης Α. Σηφάκη, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος, Νόμος και Φύση 1-2/2000.

[25] Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.2.

 

[26] Για το διεθνές συμβατικό δίκαιο του περιβάλλοντος, την δεσμευτικότητα ορισμένων κανόνων του, αλλά και το λεγόμενο soft law (νομικά μη δεσμευτικά διεθνή κείμενα) βλ.Δ.Μακρή, Το διεθνές συμβατικό δίκαιο του περιβάλλοντος στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ.1107 επ., ο οποίος σημειώνει την ερμηνευτική επικουρία της δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή των μη δεσμευτικών κειμένων, από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, με παραπομπές στη νομολογία  του Συμβουλίου της Επικρατείας και τη θεωρία.

[27] Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.2, Poorhashemi S.A, Arghand B, International environmental law, (2013).

 

[28] Βλ. Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.2-4, με αναφορά παραδειγμάτων σε πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες που αναδεικνύουν τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας, και ανάπτυξη του ζητήματος της συνεργασίας σε περιφερειακό επίπεδο για την προστασία του περιβάλλοντος.

 

[29] Περί του ότι η Συνθήκη της Στοκχόλμης αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από επιβλαβείς οργανικές ουσίες βλ. United Nations Environment Programme. The Stockholm Convention on Persistent Organic Pollutants. (UNEP/POPS/CONF/2). Available from: URL:

http://www.chem.unep.ch/sc/documents/convtext_en.pdf

[30] Stockholm Declaration (1972), Declaration of the United Nations Conference on the Human Environment, available at: http://www.unep.org/documents.multilingual/default.asp?documentid=97&articleid=1503

[31] Report of the UN Conference on the Human Environment. UN document A/CONF.48/14 ; New York: United Nations; 1972.

 

[32] Dupuy, P.-M.; Viñuales, J.E. International Environmental Law; Cambridge University Press: Cambridge, UK, 2015; p. 8.

 

[33] Για τη διεθνή προστασία του περιβάλλοντος βλ. Γ.Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, β΄εκδ. 2011, σ.15 επ., Δ.Μακρή, ό.π., σ.1107 επ., Α.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, ό.π., σ.1007 επ.

 

[34] Ivanova, M.; Roy, J. The architecture of global environmental governance: Pros and cons of multiplicity. In Global Environmental Governance; Lydia Swart, L., Perry, E., Eds.; Center for UN Reform Education:New York, NY, USA, 2007; pp. 48–66, Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.1, www.mdpi.com/journal/sustainability

 

[35] World Commission on Environment and Development. Our common future. Oxford: Oxford University Press; 1987.

[36] “Sustainable development is development that meets the needs of the present without compromising the ability of future generations to meet their own needs.”

[37] United Nations. UN Conference on Environment and Development. Rio de Janeiro, 1992. UN  document, A/CONF.151/6/Rev.1, 13 June 1992.

[38] Στο πλαίσιο της Διάσκεψης του Ρίο, για να αντιμετωπιστεί πλήρως η σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης, καθώς και για να βελτιωθεί η περιβαλλοντική διακυβέρνηση σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργήθηκαν δύο κύρια θεσμικά σχήματα, η Επιτροπή για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Commission for Sustainable Development- C.S.D), στο πλαίσιο του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του Ο.Η.Ε. (ECO.SO.C), στην οποία τα κράτη μέλη αναφέρονται ετήσια ως προς την πρόοδο που σημειώνουν όσο αναφορά στην επίτευξη των στόχων της Agenda 21, και το Παγκόσμιο Ταμείο για το Περιβάλλον (Global Environment Facility – G.E.F.).

 

[39] Rio Declaration (1992), Declaration on Environment and Development, The United Nations Conference on Environment and Development, Rio de Janeiro, 3 to 14 June 1992, http://www.unep.org/documents.multilingual/default.asp?documentid=78&articleid=1163

[40] Η Ατζέντα 21υπογράμμισε την ανάγκη για την προστασία και πρόοδο της  ανθρώπινης υγείας  για παράδειγμα μέσα από την ενθάρρυνση προληπτικών μέτρων και της μείωσης των κινδύνων που συνδέονται με τη περιβαλλοντική μόλυνση και άλλους κινδύνους βλ. von Schirnding Y. Health in the context of Agenda 21 and sustainable development: meeting the challenges of the 21st century. Sustainable Development International 2001;3:171-4.

[41] Yasmin von Schirnding/William Onzivu/Andronico O. Adede, International environmental law and global public health, Bulletin of the World Health Organization 2002, 80 (12), p.970-974.

 

[42] Η Διάσκεψη του Ρίο ισχυροποίησε τις σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης και περιβάλλοντος ενώ έφερε τα θέματα του περιβάλλοντος σε πρώτο πλάνο, εισάγοντας τα συγχρόνως, στην προβληματική της βιώσιμης ανάπτυξης. Επίσης, κατόρθωσε να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα νέο όραμα για την βιώσιμη ανάπτυξη η οποία δεν αποτελεί μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική ανάπτυξη, δηλαδή ισόρροπη επιδίωξη όλων των ανθρωπίνων αξιών, υλικών και αύλων, σε αρμονία με την φύση. Επιπλέον η Διάσκεψη του Ρίο έχει παραμείνει στην ιστορία της ανθρωπότητας ως εκείνη που έβαλε τέρμα στην ιδεοληψία της οικονομικής ανάπτυξης.

[43] Carol Annette Petsonk, The role of the United Nations environment programme (UNEP) in the development of international environmental law, in: American University International Law Review 5, no.2 (1990), p.351-391 (353).

[44] Ακολούθησε την σύνοδο κορυφής των ηγετών στο πλαίσιο της 25ης διάσκεψης των μερών των Ηνωμένων Εθνών (COP25) που πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2019 στη Μαδρίτη (Ισπανία), και εκείνη το 2015 στο Παρίσι, στο πλαίσιο της 21ης διάσκεψης των μερών των Ηνωμένων Εθνών (COP21), όπου σε επίπεδο κορυφής είχαν τεθεί φιλόδοξοι νέοι στόχοι για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγή, ενώ είχε συναφθεί και συμφωνία που περιελάμβανε σχέδιο δράσης για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

[45]Για τα αποτελέσματα της Διάσκεψης αυτής βλ. https://ukcop26.org/the-conference/cop26-outcomes/

[46] Για την κριτική ότι, όχι μόνο έχει εξαφανιστεί ο όρος «περιβάλλον» από την ονομασία των Διασκέψεων, αλλά επιπλέον έχει γίνει στροφή από το περιβάλλον προς την (αειφόρο) ανάπτυξη και η προσοχή στα περιβαλλοντικά προβλήματα έχει εξασθενήσει βλ. Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.1-2, www.mdpi.com/journal/sustainability, Wirth, D.A. The Rio Declaration on Environment and Development: Two Steps Forward and One Back, or Vice Versa? Ga. Law Rev. 1995, 29, 599, Pallemaerts, M. International Environmental Law from Stockholm to Rio: Back to the Future? In Greening International Law; Sands, P., Ed.; The New Press: New York, NY, USA, 1994, Guruswamy, L. International Environmental Law: Boundaries, Landmarks, and Realities. Nat. Resour. Environ. 1995, 10, 43–77 («Rio Principle 2 is seen as “turn[ing] the clock back from Stockholm” because “the right to a wholesome environment embodied in the Stockholm Declaration was abandoned in favor of a right to development», p.46 ), Dupuy, P.-M.; Viñuales, J.E. International Environmental Law; Cambridge University Press: Cambridge, UK, 2015; p. 20-21 (The Rio+20 Summit is similarly perceived as changing the balance of the environment-development equation in favor of economic development and that sustainable development “is turning brownish”).  Πρβλ.και Α.Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Η προστασία του περιβάλλοντος: Διεθνείς και ελληνικές εξελίξεις, σε: Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, 2004, σ.1007 επ.

 

[47] World Charter for Nature, (1982), Adopted by the General Assembly of UN, Resolution A/RES/37/7, available at http://www.un.org/documents/ga/res/37/a37r007.htm.

[48] Bonn Convention (1979). Convention on the Conservation of Migratory Species of Wild Animals. Document available at http://www.cms.int/en/convention-text .

[49] Convention on the Law of the Sea (1982). Available at: http://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/closindx.htm .

[50] Vienna Convention for the Protection of the Ozone Layer (1985), available at http://ozone.unep.org/en/handbook-vienna-convention-protection-ozone-layer/2205

[51] Για τη σημασία της soft law ρύθμισης στο ελληνικό δίκαιο και την ερμηνευτική τους επικουρία βλ. Δ.Μακρή, ό.π., σ.1127 επ., με παραπομπές στην νομολογία του ΣτΕ .

[52] Βλ. για παράδειγμα Andrew T. Guzman & Timothy L. Meyer, International Soft Law, 2 J. LEGAL

ANALYSIS 171, 174-75, 183-84 (2010) , Catherine Redgwell, International Soft Law and Globalization, in Regulating energy and natural resources 89-107 (Barry Barton et al. eds., 2006),  Alan E. Boyle, Some Reflections on the Relationship of Treaties and Soft Law, 48 INT’L & COMP. L. Q. 901, 913 (1999),  Hartmut Hillgenberg, A Fresh Look at Soft Law, 3 EUR. J. INT’L L. 499, 502 (1999), http://www.ejil.org/pdfs/10/3/597.pdf , David P.Forsythe, Human rights in international relations 12 (2006), Pierre-Marie Dupuy, Soft Law and the International Law of the Environment, 12 MICH. J. INT’L L. 420, 422-25, 428-31 (1991).

[53] Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A & M University Law Review, Volume 11, No.1, Article 13, Fall 2015, p.103 ff.(118-119), Oscar Schachter, International Law in theory and practice, 85 (1991), note 53, David P.Forsythe, Human rights in international relations 12 (2006), note 52.

 

[54] Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A & M University Law Review, Volume 11, No.1, Article 13, Fall 2015, p.103 ff.(118-119),  με παραπομπή σε: Timothy Meyer, Soft Law as Delegation, 32 FORDHAM INT’L L.J. 888, 891 (2009), Guzman & Meyer, supra note 52, at 171; Boyle, supra note 52, at 902, Hillgenberg, supra note 52; Roberto Andorno, The Invaluable Role of Soft Law in the Development of Universal Norms in Bioethics, UNESCO (July 2007), http://www.unesco.de/wissenschaft/bis-2009/invaluable-role-of-soft-law.html.

[55] Sustainable Development Goals, (2015), “Transforming our world: the 2030 Agenda for Sustainable Development”, Resolution adopted by the General Assembly on 25 September 2015, (A/70/L.1), available at: https://sustainabledevelopment.un.org/post2015/transformingourworld .

[56] Βλ.De Lassus St-Geniès, G. The Outcome of the Negotiations on the Global Pact for the Environment: A Commentary. Sustainability 2020, 12, p. 877.

[57]Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.1-2, www.mdpi.com/journal/sustainability,   Najam, A.; Papa, M.; Taiyab, N. Global Environmental Governance: A Reform Agenda; IISD: Winnipeg, MB, Canada, 2006; pp. 13–17,  Perrez, F.X.; Ziegerer, D. A Non-institutional Proposal to Strengthen International Environmental Governance. Environ. Policy Law 2008, 38, 254–255.

[58] Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.2, www.mdpi.com/journal/sustainability.  

[59] Εκτενώς για την εξέλιξη και διαμόρφωση της έννοιας αυτής βλ. Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A&M University Law Review, Volume 11, N.1, p.103 ff., Available at: http://commons.law.famu.edu/famulawreview/vol11/iss1/3

[60] Πρβλ. Maxine Burkett, Rehabilitation: A Proposal for a Climate Compensation Mechanism for Small Island States, 13 SANTA CLARA J. INT’L L. 81 (2015); see also Damilola S. Olawuyi, Proposal for a Climate Compensation Mechanism for Small Island States: Response to Maxine Burkett, 13 SANTA CLARA J. INT’L L. 133 (2015).

[61] Βλ. σχετική Αναφορά το 2014 της Διεθνούς Ένωσης Νομικών («International Bar Association»): Achieving Justice and Human Rights in an Era of Climate Disruption, INT’L BAR ASS’N (July 2014), file://sbs2k8/RedirectedFolders/accintern/My%20Documents/Downloads/Climate%20Change%20Justice%20and%20Human%20Rights%20Report%20FULL.pdf .

[62] Βλ. Frances Seymour, Forests, Climate Change, and Human Rights: Managing Risks and Trade-offs, in: HUMAN RIGHTS AND CLIMATE CHANGE 207 (Stephen Humphreys ed., 2010); S´ebastien  Jodoin, From Copenhagen to Cancun: A Changing Climate for Human Rights in the UNFCCC?, A CISDL LEGAL BRIEF (Jan. 10, 2011), http://www.prevention web.net/files/17552_fromcopenhagentocancun20110110.pdf , TOM GRIFFITHS, SEEING ‘REDD’? FORESTS, CLIMATE CHANGE MITIGATION AND THE RIGHTS OF INDIGENOUS PEOPLES AND LOCAL COMMUNITIES 19-26 (May 2009), http://www.rightsandresources.org/documents/files/doc_923.pdf , Ernestine E. Meijer, The International Institutions of the Clean Development Mechanism Brought Before National Courts: Limiting Jurisdictional Immunity to Achieve Access to Justice, 39 N.Y.U. J. INT’L L. & POL. 873 (2007).

[63] Βλ. Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A&M University Law Review, Volume 11, N.1, p.103 ff. (110 ff.), Available at: http://commons.law.famu.edu/famulawreview/vol11/iss1/3

THOMAS GREIBER ET AL., CONSERVATION WITH JUSTICE: A RIGHTS-BASED APPROACH 3 (2009), https://cmsdata.iucn.org/downloads/eplp_071.pdf , Chilenye Nwapi, A Legislative Proposal for Public Participation in Oil and Gas Decision-Making in Nigeria, 54 J. AFR. L. 184, 206-11 (2010), http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2493214, Jakob Kirkemann Boesen & Hans-Otto Sano, The Implications and Value Added of a Rights-Based Approach, in DEVELOPMENT AS A HUMAN RIGHT: LEGAL, POLITICAL AND ECONOMIC DIMENSIONS 45 (Bard-Anders Andreassen & Stephen P. Marks eds., 2010); REBECA MACIAS, PUBLIC PARTICIPATION IN ENERGY AND NATURAL RESOURCES DEVELOPMENT: A THEORY AND CRITERIA FOR EVALUATION 10-11 (2010); Fergus MacKay, Indigenous Peoples’ Right to Free, Prior and Informed Consent and the World Bank’s Extractive Industries Review, 4 SUSTAINABLE DEV. L. & POL’Y 43, 50-54 (2004).

[64] Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A&M University Law Review, Volume 11, N.1, p.103 ff. (111), Available at: http://commons.law.famu.edu/famulawreview/vol11/iss1/3, R. Chambers et al., The Rise of Rights: Rights-Based Approaches to International Development, 17 IDS POL’Y BRIEFING (2003), http://www.ids.ac.uk/files/Pb17.pdf; Raymond C. Offenheiser & Susan H. Holcombe, Challenges and Opportunities in Implementing a Rights-Based Approach to Development: An Oxfam America Perspective, 32 NON PROFIT & VOLUNTARY SECTOR Q. 268, 300 (2003), http://nvs.sagepub.com/content/32/2/268.full.pdfˇtml; Siobhan

[65] Εκτενώς για την σχετική μεθοδολογία με την οποία γίνεται αυτό βλ. Damilola S. Olawuyi, op.cit., p.112 ff.

[66] Βλ.Stewart, R. Pyramids of Sacrifice? Problems of Federalism in mandating State Implementation of National Environmental Policy. Yale Law J. 1977, 86, 1196–1272 (1219 ff).

[67] Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.5,

Joyner Ch. C. (2005) “Rethinking International Environmental Regimes: What Role for Partnership Coalitions?” Journal of International Law & International Relations Vol. 1(1-2) http://www.jilir.org/docs/issues/volume_1/1_8_JOYNER_FINAL.pdf .

[68] Convention for Protection of the Mediterranean Sea against Pollution (1976) Barcelona, available at http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=30r%2B7BeaSOo%3D&tabid=406&language=el-GR.

[69] Βλ. περισσότερα σε Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.3-4, Khalatbari, Y, Poorhashemi A. (2019) “Environmental Damage”: Challenges and opportunities in International Environmental Law.” CIFILE Journal of International Law 1, no. 1: 21-28.

 

[70] Πάντως, η αυξανόμενη πίεση από την παγκοσμιοποίηση των περιβαλλοντικών απειλών έχει οδηγήσει πολλούς ενδιαφερόμενους (κράτη κλπ.) στην σκέψη της ίδρυσης ενός «Παγκόσμιου Οργανισμού για το Περιβάλλον» («World Organization for the Environment”), μέσα στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. βλ. Poorhashemi S.A, Arghand B, International environmental law, (2013) Ivanova, M.; Roy, J. The architecture of global environmental governance: Pros and cons of multiplicity.In Global Environmental Governance; Lydia Swart, L., Perry, E., Eds.; Center for UN Reform Education: New York, NY, USA, 2007; pp. 48–66, 4. Charnovitz, S. Toward a World Environment Organization: Reflections upon a Vital Debate. In A World Environment Organization: Solution or Threat for E_ective International Environmental Governance? Biermann, F., Bauer, S., Eds.; Ashgate Publishing: New York, NY, USA, 2005; pp. 100–101.

[71] Βλ. Carol Annette Petsonk, The role of the United Nations environment programme (UNEP) in the development of international environmental law, in: American University International Law Review 5, no.2 (1990), p.351-391, Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, www.mdpi.com/journal/sustainability

 

[72] Κριτική για την ικανότητα του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του Ο.Η.Ε. να ανταποκριθεί στο καθήκον της ανάπτυξης συνεπούς και συντονισμένης πολιτικής διαχείρισης του περιβαλλοντικού προβλήματος και να παρακολουθήσει τις εξελίξεις βλ. σε Sahar Zarei / Negin Mosavi Madani, International Cooperation for Environmental Protection in the 21st Century, in: CIFILE Journal of International Law (2020), Journal Vol. 1, No. 2, 1-07 (2020), p.5. Πρβλ. επίσης Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.2, www.mdpi.com/journal/sustainability

 

[73] Το 2022 θα κλείσει 50 χρόνια λειτουργίας, που αναμένεται να εορταστούν σε ειδική επετειακή τελετή Υψηλού Επιπέδου στο Ναϊρόμπι (UNEP@50).

[74] Για τις εξελίξεις αυτές βλ. αναλυτικά Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, www.mdpi.com/journal/sustainability. Επίσης βλ. Ivanova, M. Reforming the Institutional Framework for Environment and Sustainable Development: Rio+20’s Subtle but Significant Impact. Int. J. Technol. Manag. Sustain. Dev. 2013, 12, 211, Roch, P.; Perrez, F.X. International Environmental Governance: The Strive Towards a Comprehensive, Coherent, E_ective and E_cient International Environmental Regime. Colo. J. Int. Environ. Law Policy 2005, 16, 12–15.44., UNEP GC Decision SS.VII.1, https://wedocs.unep.org/bitstream/handle/20.500.11822/20598/Resource%20Doc%20-%20GC%20Decision%20on%20VISC.pdf?sequence=1&isAllowed=y , Report on theWorld Summit on Sustainable Development, UN Doc. A/CONF.199/29. 2002, https://undocs.org/en/A/CONF.199/20 , UNGA Resolution 57/253 on the World Summit on Sustainable Development, https: //undocs.org/en/A/RES/57/253,  Kimball, L.; Perrez, F.X.;Werksman, J. The Results of theWorld Summit on Sustainable Development: Targets, Institutions, and Trade Implications. Yearb. Int. Environ. Law 2002, 13, 3–19., UNGA Resolution 66/288. 2012, https://undocs.org/en/A/RES/66/288 , UNEP GC Decision 27/2. 2013, File://adb.intra.admin.ch/Userhome$/All/data/Documents/BUWAL/Basisdokumente/UNEP/2013%20-%20UNGC%20decision%2027-2%20-%20establishment%20of%  20UNEA.pdf 

[75] UNGA Resolution 66/288. Annex: The FutureWeWant. 2012. Available online: https://undocs.org/en/A/RES/66/288 .

[76] Βλ. Franz Xaver Perrez, The Role of the United Nations Environment Assembly in Emerging Issues of International Environmental Law, Sustainability 2020, 12, 5680, p.6, www.mdpi.com/journal/sustainability.

[77] UNGA Resolution 66/288. Annex: The FutureWeWant. 2012. Available online: https://undocs.org/en/A/RES/66/288 para.88.

[78] Ivanova, M. Can the Anchor Hold? Rethinking the United Nations Environment Programme for the 21st Century;Yale Publishing Services Center: New Haven, CT, USA, 2005, p.15-30.

[79] Σημειωτέον ότι οι Περιβαλλοντικές Συνελεύσεις των ΗΕ (UNEAs) τροφοδοτούν με τα αποτελέσματά τους το Forum Υψηλού Πολιτικού Επιπέδου του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (HLPF), ως προς το περιβαλλοντικό σκέλος της βιώσιμης ανάπτυξης. Ενόψει τούτου, ο προγραμματισμός των UNEA γίνεται πριν  τις εργασίες του HLPF, που λαμβάνουν χώρα ετησίως, κάθε Ιούλιο. To Σκέλος Υψηλού Επιπέδου (Υπουργικό Σκέλος) των Περιβαλλοντικών Συνελεύσεων έπεται μίας τελικής Προπαρασκευαστικής τεχνικής Συνάντησης (Open Ended Committee of the Permanent Representatives – OECPR) στην οποία συμμετέχουν υπηρεσιακοί εκπρόσωποι των κρατών-μελών του ΟΗΕ και  άλλων διεθνών οργανισμών, μέρος της οποίας είναι ανοιχτό και σε εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων και κυρίως των διεθνών περιβαλλοντικών ΜΚΟ. Σκοπός της τελικής Προπαρασκευαστικής Συνάντησης είναι η τελική επεξεργασία του κειμένου των δεκάδων σχεδίων Αποφάσεων που πρόκειται να υιοθετηθούν από τη UNEA αλλά και του κειμένου της Υπουργικής Διακήρυξης που υιοθετείται από τους Υπουργούς κατά το Σκέλος Υψηλού Επιπέδου.

 

 

[80] Carol Annette Petsonk, The role of the United Nations environment programme (UNEP) in the development of international environmental law, in: American University International Law Review 5, no.2 (1990), p.351-391 (351).

 

[81] Βλ. Damilola S. Olawuyi, Advancing Climate Justice in International Law: An Evaluation of the United Nations Human Rights-Based Approach, in: Florida A&M University Law Review, Volume 11, N.1, p.103 ff. (111), p.104, Available at: http://commons.law.famu.edu/famulawreview/vol11/iss1/3 , Crispin Tickell, Climatic change and world affairs 1-10 (Maryland: University Press of America Inc., 1986), also GREENPEACE INT’L & EUROPEAN RENEWABLE ENERGY COUNCIL, Energy [r]evolution: A Sustainable World Energy Outlook 9-12 (Jan. 2007), http://www.erec.org/fileadmin/erec_docs/Documents/Publications/energy revolution.pdf.

[82] Cyclone Pam Hits Vanuatu, BBC NEWS (Mar. 16, 2015), http://www.bbc.com/news/world-asia-31901998.

[83] Nigeria Under Water, BBC NEWS (Nov. 28, 2012), http://www.bbc.com/news/world-africa-20469249 .

[84] Eric Reeves, South Sudan: Dams, Droughts, Desertification and Water Wars, ALLAFRICA (July 1, 2013), http://allafrica.com/stories/201307020667.html .

[85] Tory Dunnan & Karen Smith, Record-Setting Heat Wave Turns Fatal in Southwest, CNN (June 30, 2013), http://www.cnn.com/2013/06/30/us/southwest-heat/

[86] Γ.Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, Β΄εκδ., 2011, σ.6.

[87]   Για τη συμβολή του Ο.Η.Ε. στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης βλ. Alex Evans, The UN’s role on sustainable development, July 2012, in: New York University, Center on International Cooperation.

[88] Πρβλ. Thomas F. McInerney, UNEP, International Environmental Governance, and the 2030 Sustainable Development Agenda (2017), https://wedocs.unep.org/bitstream/handle/20.500.11822/21247/UNEP_IEG_2030SDA.pdf?sequence=1&isAllowed=y

[89] Βλ.Carol Annette Petsonk, The role of the United Nations environment programme (UNEP) in the development of international environmental law, in: American University International Law Review 5, no.2 (1990), p.351-391.  Βλ. και https://www.unep.org/about-un-environment/why-does-un-environment-matter/secretariats-and-conventions

 

[90] Thomas F. McInerney, UNEP, International Environmental Governance, and the 2030 Sustainable Development Agenda (2017), https://wedocs.unep.org/bitstream/handle/20.500.11822/21247/UNEP_IEG_2030SDA.pdf?sequence=1&isAllowed=y

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΧΕΙΡΔΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 19.03.22

 

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

                                                                                               Βασίλη Χειρδάρη

           Η προστασία του περιβάλλοντος από μια διαμαρτυρία φανατικών οικολόγων, τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μια διάσταση καθολική σε παγκόσμιο επίπεδο.

          Το λιώσιμο των πάγων, η εμφανής αλλαγή του κλίματος και η επιμονή της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας που με αξιοζήλευτη συνέπεια και σοβαρότητα εφιστά με αδιάλειπτο τρόπο το σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα που είναι πλέον υπαρκτό και εμφανίζεται στην καθημερινότητα, έχει βοηθήσει στην πλήρη συνειδητοποίησή του, παρά τις παλινωδίες των πολιτικών (βλ. Τραμπ) και τις αντιδράσεις των οικονομικά βλαπτομένων (όπως επιχειρήσεις κ.α.). Το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα επιδεινώθηκε και με τον εντελώς πρόσφατο και συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, που καθιστά περισσότερη επιτακτική την λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων χωρίς καθυστερήσεις και παλινωδίες.

           Να σημειωθεί ότι η Ουκρανία διαθέτει την έβδομη μεγαλύτερη εγκατεστημένη πυρηνική δυναμικότητα στον κόσμο και τη δεύτερη στην Ευρώπη, μετά τη Γαλλία. Οι εκρήξεις σε πυρηνικά εργοστάσια, αποθήκες πετρελαίου και σε αποθήκες πυρομαχικών ξυπνούν μνήμες από το ατύχημα του 1986 στο Τσερνόμπιλ και αποδεικνύουν πως δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένη. Τα σενάρια προκαλούν τρόμο. Οι αντιδραστήρες που βρίσκονται σε λειτουργία είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε περίπτωση διακοπής του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εάν η τροφοδοσία ενός πυρηνικού σταθμού με ρεύμα καταστεί αδύνατη λόγω σφοδρού βομβαρδισμού, αυτό θα μπορούσε να απενεργοποιήσει την ψύξη του αντιδραστήρα. Σε ένα χειρότερο σενάριο θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάρρευση του όλου συστήματος, όπως στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, συνοδευόμενη από «μαζική έκλυση ραδιενέργειας». Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για την υγεία και τους οικολογικούς κινδύνους τέτοιων περιστατικών είναι συγκεκριμένοι για τον τόπο και καταστροφικοί για το οικοσύστημα, το οποίο απειλείται καθημερινά.

           Ο κίνδυνος απειλής του περιβάλλοντος σε ευρωπαϊκό – και παγκόσμιο – επίπεδο οδήγησε τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασχοληθούν ενεργότερα με το ζήτημα της προστασίας του συλλογικά.

          Μέσα στη φαρέτρα των μέτρων που έχει επιλέξει η Ε.Ε. για να αντιμετωπίσει τις προσβολές κατά του περιβάλλοντος είναι και οι ποινικές κυρώσεις για τα λεγόμενα περιβαλλοντικά εγκλήματα.

        Τι είναι άραγε  το περιβαλλοντικό έγκλημα;

         Ως τέτοιο θεωρείται κάθε πράξη που παραβιάζει την περιβαλλοντική νομοθεσία και βλάπτει σοβαρά ή θέτει σε κίνδυνο το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

Τα πλέον αναγνωρισμένα  περιβαλλοντικά εγκλήματα είναι:

  1. Η παράνομη εκπομπή ή απόρριψη ουσιών στον αέρα, στο νερό ή στο έδαφος
  2. το παράνομο εμπόριο ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος
  3. η παράνομη μεταφορά ή απόρριψη αποβλήτων, και
  4. το παράνομο εμπόριο ειδών άγριας ζωής.

          Ποινικές κυρώσεις για παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας

           Η  Ε.Ε. έχει επιλέξει την μορφή των Οδηγιών για να αντιμετωπίσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα, που σημαίνει ότι αφήνει επιλογές στα κράτη μέλη για τον τύπο και τα μέσα που θα υλοποιήσουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, το οποίο δεσμεύει τα κράτη.

            Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα οι παρακάτω Οδηγίες της Ε.Ε. που αφορούν την ποινική προστασία του περιβάλλοντος:

  • Η οδηγία 2008/99/ΕΚ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου που καθορίζει μια σειρά περιβαλλοντικών αδικημάτων που τιμωρούνται ως ποινικά αδικήματα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
  • Στα αδικήματα αυτά περιλαμβάνονται όλα τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, καθώς και η παράνομη άσκηση επικίνδυνων δραστηριοτήτων (όπως η παραγωγή ή διαχείριση πυρηνικών υλικών) και η παράνομη επεξεργασία αποβλήτων.

         Σύμφωνα με την οδηγία, όλες οι χώρες της ΕΕ πρέπει να εφαρμόζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις για περιβαλλοντικά εγκλήματα, εφόσον αυτά διαπράττονται με πρόθεση ή λόγω βαριάς αμέλειας. Η ηθική αυτουργία, η υποβοήθηση και η συνέργεια σε περιβαλλοντικό έγκλημα τιμωρούνται επίσης ως ποινικά αδικήματα.

          Αφετηρία για την ουσιαστική ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί η δεκαετία του 1980. Έκτοτε με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ (1992) και του Άμστερνταμ (1997), η προστασία του περιβάλλοντος αναβαθμίζεται διαρκώς και κατατάσσεται σταθερά στις αρχές και στους σκοπούς της Ευρωπαϊκής  Ένωσης. Όσον αφορά συγκεκριμένα το ποινικό δίκαιο, η πρώτη προσπάθεια για την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου έγινε με τη Σύμβαση της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο το 1998. Μολονότι η Σύμβαση αυτή θεωρείται σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη του ποινικού δικαίου του περιβάλλοντος στην ΕΕ, δεν κατάφερε παρά τις προσδοκίες να επικυρωθεί από τα συμβαλλόμενα κράτη. Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο ότι έχει επικυρωθεί, μέχρι και σήμερα  μόνο από ένα κράτος την Εσθονία! Αντιλαμβάνεται κανείς την απροθυμία των κρατών για επικύρωση δεσμευτικών συμβάσεων που αφορούσαν το περιβάλλον.

         Είναι γεγονός ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν συγκαταλέγεται στον κατάλογο των τομέων ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακό χαρακτήρα του άρθρου 83 παρ. 1 της Συνθήκης για την Λειτουργεία της Ε.Ε. (ΣΛΕΕ). Ωστόσο η Επιτροπή κατατάσσει τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος σε εκείνους για τους οποίους θα μπορούσε «να μελετηθεί διεξοδικότερα ο δυνητικός ρόλος του ποινικού δικαίου ως μέσου αναγκαίου για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της νομοθεσίας».

           Στο σημείο αυτό και για να γίνει πιο κατανοητή η ευρωπαϊκή προσπάθεια για την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος χρήζουν σύντομης αναφοράς δύο Οδηγίες και οι αντίστοιχοι νόμοι με τους οποίους ενσωματώθηκαν στην Ελληνική Έννομη τάξη.

             Πρόκειται για τις Οδηγίες 2008/99/ΕΚ και 2008/98/ΕΚ που ενσωματώθηκαν στη χώρα μας με τον Νόμο 4042/2012 και αφορούν το πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων και τη Ρύθμιση θεμάτων Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.

            Σημαντική είναι και η Οδηγία 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών κυρώσεων, για αδικήματα ρύπανσης και ενσωματώθηκε με τον Νόμο 4037/2012. Η Οδηγία 2005/35/ΕΚ είχε ως στόχο την πρόληψη των περιβαλλοντικών ζημιών που οφείλονται σε ατυχήματα, ενώ ενσωμάτωνε στην Κοινοτική νομοθεσία τα διεθνή πρότυπα που αφορούν τη ρύπανση.

          Παράλληλα ενίσχυε τη συνεργασία μεταξύ των λιμενικών αρχών των κρατών μελών, καθώς θα τύγχανε εφαρμογής από όλα τα πλοία που θα βρίσκονταν σε ευρωπαϊκά ύδατα ανεξαρτήτως σημαίας.

           Μάλιστα στο προοίμιό της αναφέρεται κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή. Οριζόταν ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διεξάγει μελέτη σκοπιμότητας σχετικά με τη θέσπιση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής, ειδικά για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό έγινε τελικά πράξη το 2016 κυρίως λόγω των τεράστιων μεταναστευτικών ροών που δέχτηκε η ΕΕ, λόγω του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Με αφορμή την Οδηγία 2005/35/ΕΚ, η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ, το ΔΕΚ με την απόφασή του C-440/2005 δέχτηκε ότι παρότι η Ε.Ε. δεν έχει γενικά ποινική αρμοδιότητα, δύναται εντούτοις να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις» για την εξασφάλιση της καταπολέμησης των σοβαρών προσβολών σε βάρος του περιβάλλοντος.

           Μετά την τροποποίησή της από την Οδηγία 2009/123/ΕΚ στόχος της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ είναι πλέον να ενσωματωθούν τα διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από τα πλοία στο ενωσιακό δίκαιο και να διασφαλισθεί ότι επιβάλλονται οι ενδεδειγμένες κυρώσεις. Συγκεκριμένα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τυποποιήσουν ως αξιόποινες πράξεις όλες τις απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από τα πλοία, εφόσον αυτές συνεπάγονται υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και οι κυρώσεις θα πρέπει να στρέφονται τόσο εναντίον του αυτουργού και των συμμετόχων.

           Στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε σε μία ενδιαφέρουσα πρόταση, για το χώρο του ποινικού δικαίου. Πρότεινε, να αποτελούν ποινικά αδικήματα και οι ήσσονος σημασίας προσβολές του περιβάλλοντος όταν, συνολικά αξιολογούμενες, καταλήγουν σε υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων. Η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο των τριών ευρωπαϊκών Οδηγιών με τους Ν. 4042/2012 και 4037/2012 επέφερε μια σημαντική αναβάθμιση του εσωτερικού συστήματος ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος. Ακόμη κι έτσι όμως, το ποινικό δίκαιο του περιβάλλοντος στη χώρα μας εξακολουθεί να αποτελεί περιθωριακό αντικείμενο του εν γένει ποινικού δικαίου.

 

          Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΕΑ ΟΔΗΓΙΑ

             Είναι γεγονός ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι επαρκής με τις υφιστάμενες Οδηγίες αλλά και με την απροθυμία των κρατών μελών της Ε.Ε. σε μια ευρύτερη των Οδηγιών προστασία του περιβάλλοντος.

            Συνειδητοποιώντας την ελλειπτικότητα αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί να δώσει  λύση και να ενισχύσει την προστασία αυτή με διεύρυνση της  εμβέλειας των κυρωτικών  ποινικών  κανόνων με την πολύ πρόσφατη πρόταση της 15 Δεκεμβρίου 2021 για «ενίσχυση της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου» προς τα υπόλοιπα όργανα της ΕΕ. Στόχος της πρότασης είναι να καταστεί αποτελεσματικότερη η προστασία του περιβάλλοντος, απαιτώντας από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα ποινικού δικαίου. Η πρόταση καθορίζει νέα περιβαλλοντικά εγκλήματα, προβλέπει ένα ελάχιστο επίπεδο κυρώσεων και ενισχύει την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας στον τομέα της επιβολής της ποινικής νομοθεσίας. Επίσης με την νέα αυτή πρόταση, θέλει να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να στηρίξουν και να βοηθήσουν τα άτομα που καταγγέλλουν περιβαλλοντικές παραβάσεις και να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές. Η πρόταση αυτή θα συμβάλει στην προστασία της φύσης και των φυσικών πόρων, καθώς και στην υγεία και στην ευημερία των πολιτών.

           ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ:

            Με βάση την αξιολόγηση των ισχυόντων κανόνων, η πρόταση  για νέα Οδηγία προτείνει ένα ευρύτερο φάσμα αδικημάτων και αυξημένη ασφάλεια δικαίου παρέχοντας συγκεκριμένες και σαφείς περιγραφές των ποινικών αδικημάτων.

            Οι οκτώ νέες κατηγορίες ποινικών αδικημάτων που προτείνονται στην αναθεωρημένη οδηγία για το περιβαλλοντικό έγκλημα είναι:

  1. παράνομο εμπόριο ξυλείας
  2. παράνομη ανακύκλωση πλοίων
  3. παράνομη άντληση νερού από υπόγεια ή επιφανειακά ύδατα
  4. σοβαρές παραβιάσεις της νομοθεσίας της ΕΕ για τα χημικά
  5. σοβαρές παραβιάσεις που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των φθοριούχων αερίων του θερμοκηπίου
  6. σοβαρές παραβιάσεις της νομοθεσίας για χωροκατακτητικά ξένα είδη με ανησυχία της Ένωσης
  7. σοβαρή παράκαμψη των απαιτήσεων για τη λήψη άδειας ανάπτυξης και τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούν σημαντικές ζημιές
  8. πηγή απόρριψης ρυπογόνων ουσιών από τα πλοία

 

 

            Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΕΑ ΟΔΗΓΙΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΝΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

             Οι κύριες κυρώσεις για ποινικά αδικήματα εν γένει είναι οι ποινές στερητικές της ελευθερίας και τα πρόστιμα. Η πρόταση αναγνωρίζει ότι, επιπλέον, άλλες κυρώσεις και μέτρα ενδέχεται να είναι κατάλληλες και αναγκαίες. Προτείνονται νέες πρόσθετες κυρώσεις, όπως η ανάκληση αδειών, ο αποκλεισμός από την πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση και η αποκατάσταση του κατεστραμμένου περιβάλλοντος. Οι επικουρικές κυρώσεις συχνά θεωρούνται πιο αποτελεσματικές από τις οικονομικές κυρώσεις, ειδικά για νομικά πρόσωπα. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην αποκατάσταση, ως μορφή αποτελεσματικής κύρωσης που έχει διττό χαρακτήρα οικονομικό – κυρωτικό και περιβαντολογικό.

           Για να εξασφαλιστεί ότι η τιμωρία είναι αποτελεσματική, ανάλογη και κατάλληλη, προτείνονται ελαφρυντικές και επιβαρυντικές περιστάσεις. Στις επιβαρυντικές περιστάσεις περιλαμβάνονται η σοβαρότητα της ζημίας που προκλήθηκε, η εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος και τα παράνομα κέρδη που παράγονται ή προσδοκώνται. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις περιλαμβάνουν την παροχή στις αρχές χρήσιμων πληροφοριών που διαφορετικά δεν θα είχαν λάβει. Μακροπρόθεσμα, οι προτεινόμενες κυρώσεις αναμένεται να αποτρέψουν και να μειώσουν τη συχνότητα περιβαλλοντικών καταχρήσεων και να συμβάλουν σε μια κουλτούρα συμμόρφωσης με τους περιβαλλοντικούς κανόνες της ΕΕ σε ολόκληρη την ΕΕ.

          Άραγε αρκεί η υπό συζήτηση νέα οδηγία για να δημιουργήσει επαρκές κυρωτικό περιβάλλον για την αποτροπή περιβαντολογικών εγκλημάτων;

         Ασφαλώς και όχι. Χρειάζεται μεγαλύτερη εγρήγορση από τα κράτη μέλη και από τον εθνικό νομοθέτη αλλά και από τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την τήρηση της νομοθεσία ώστε αυτή να είναι αποτελεσματική, ρεαλιστική και να μπορέσει να εφαρμοστεί.

         Παρακάτω παραθέτω και κάποιες διεθνείς τάσεις  για την πληρέστερη ποινική προστασία του περιβάλλοντος.

 

          ΟΙΚΟΚΤΟΝΙΑ (ecocide)

          Καθώς οι συνθήκες του περιβάλλοντος διαρκώς μεταβάλλονται, κρίνεται απαραίτητη μια αναπροσαρμογή των αιτιών που προκαλούν τη συνεχή υποβάθμισή του. Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος «οικοκτονία» (ecocide). Με τον όρο «οικοκτονία» επιχειρείται να περιγραφεί το διεθνές οικολογικό έγκλημα που καταστρέφει το περιβάλλον και συνακόλουθα την επιβίωση κάθε είδους ζωής πάνω στον πλανήτη. Κάποιοι επιστήμονες προτιμούν τον όρο «γεωκτονία» (geocide).

       Για την «οικοκτονία»  δεν απαιτείται αποκλειστικά δόλος, αλλά αρκεί και αμέλεια του υπαιτίου. Είναι γεγονός ότι μερικά από τις μεγαλύτερα περιβαλλοντικά εγκλήματα και  τραγωδίες που έχει βιώσει ο πλανήτης οφείλονται σε αμέλεια των υπαιτίων και όχι σε δόλο.

       Χαρακτηριστικό παράδειγμα τραγικής αμέλειας είναι το ατύχημα του Τσερνόμπιλ. Υπάρχει και η άποψη (Berat, Drumbl) να αναγνωριστεί η οικοκτονία ως διεθνές έγκλημα.

        Άλλη πρόταση που συζητείται στη διεθνή σκακιέρα  είναι  η ψήφιση μιας διεθνούς σύμβασης για να ρυθμίσει όλα τα συναφή ζητήματα για τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος καθώς και η ίδρυση ενός Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαστηρίου που θα έχει δικαιοδοσία εκδίκασης όλων των διεθνών εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος. Ένα παράδειγμα στοιχειοθέτησης του διεθνούς εγκλήματος της οικοκτονίας μπορούσε να θεωρηθεί η δραστηριότητα των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, όπου σημειώθηκε ακραία συμπεριφορά σε βάρος του περιβάλλοντος. Οικολογικές καταστροφές υπήρξαν και κατά την αρχαιότητα όπως η επανειλημμένη καταστροφή των αθηναϊκών καλλιεργειών από τους Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Παρόλο που δεν έχει υπάρξει ακόμη ξεκάθαρη πρόταση για τον τρόπο ένταξης του διεθνούς εγκλήματος της «οικοκτονίας» στο σύστημα του διεθνούς ποινικού δικαίου, αυτό μπορούσε  να συνιστά αυτόνομο και αυτοτελές έγκλημα του διεθνούς δικαίου, τιμωρούμενο τόσο σε πολεμική περίοδο  όσο και σε καιρό ειρήνης και να μην υφίσταται απλά ως είδος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ή εγκλήματος πολέμου.

                                                                ΕΠΙΛΟΓΟΣ

          Δυστυχώς τα περιβαλλοντικά εγκλήματα σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες εγκλημάτων, είναι πραγματικά σε θέση να απειλήσουν την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, την ίδια τη γη, την χλωρίδα και την πανίδα. Μπορούν να διαλύσουν έναν ολόκληρο πλανήτη και να αφανίσουν μακροπρόθεσμα ακόμα και την ίδια τη ζωή. Μέσω αυτών κινδυνεύει μεσοπρόθεσμα η ειρήνη, η ασφάλεια και η ευημερία της παγκόσμιας κοινότητας Οι κίνδυνοι αυτοί, που μεγαλώνουν καθημερινά,  επιτάσσουν τον χαρακτηρισμό των περιβαλλοντικών εγκλημάτων  ως διεθνών και ίσως  καθιστούν επιτακτική την υπαγωγή της εκδίκασης των βαρύτερων εξ αυτών από ένα μόνιμο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

         Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα είναι δύσκολο να εξαφανιστούν Θεωρούνται μάλιστα ιδιαίτερα προσοδοφόρα – μπορεί να είναι εξίσου επικερδή με την παράνομη εμπορία ναρκωτικών και όπλων – αλλά διώκονται με ελάχιστη συχνότητα, ενώ οι κυρώσεις είναι πολύ μικρές σε σχέση με το δυσμενές αποτέλεσμα που παράγουν. Οι παράγοντες αυτοί τα καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικά για τις ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που κερδίζει τεράστια ποσά με ελαχιστοποιημένο κίνδυνο και μικρές κυρώσεις. Το εξαιρετικά δυσχερές στην καταπολέμηση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων είναι ότι είναι δύσκολο να διερευνηθούν και να παραπεμφθούν δικαστικά.

        Έτσι οι ποινικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο γενικότερα μπορεί να αποτελέσουν ένα ισχυρό μοχλό στην αποτελεσματική καταπολέμηση των εγκλημάτων αυτών. Μόνο με σημαντικές και αποτελεσματικές ποινικές κυρώσεις που θα συνδυαστούν με σοβαρότατες οικονομικές  κυρώσεις θα μπορέσει η ανθρωπότητα να υπερασπιστεί με επάρκεια την ύπαρξή της.   Άραγε το μέλλον της  ζωής, των ανθρώπων και του πλανήτη μας εξαρτάται από το αποτελεσματικό οπλοστάσιο του ποινικού δικαίου; Το μέλλον θα το δείξει…               

Βασίλης Χειρδάρης

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies και άλλες τεχνολογίες καταγραφής για να εξασφαλίσει την σωστή λειτουργία της, την δυνατότητά σας να επικοινωνήσετε μαζί μας, να δημιουργήσει στατιστικά για την χρήση της και να παρέχει πληροφορίες από τρίτους. View more
Cookies settings
Accept
Πολιτική Απορρήτου
Privacy & Cookies policy
Cookie name Active
Πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων του παρόντος δικτυακού τόπου 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (εφεξής η «Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων» ή «ΠΠΠΔ») αφορά στον δικτυακό τόπο της Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων(ΕΠΜΔ). Η ΕΠΜΔ είναι δημιουργός και δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων του παρόντος δικτυακού τόπου (εφεξής «ο δικτυακός τόπος») με όνομα χώρου («domain name»): https://vimapoinikologwn.gr/. Η ΕΠΜΔ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Για τον λόγο αυτό έχει εκπονήσει την παρούσα Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προκειμένου να ενημερώσει τους χρήστες σχετικά με τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών τους δεδομένων, τα οποία συλλέγονται στο πλαίσιο λειτουργίας του παρόντος δικτυακού τόπου. Ο δικτυακός τόπος περιλαμβάνει συνδέσμους («links») προς άλλους δικτυακούς τόπους, οι οποίοι βρίσκονται υπό την ευθύνη τρίτων. 2. ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (Σημ.: Οι ορισμοί ακολουθούν το άρ. 4 του ΓΚΠΔ) Προσωπικά Δεδομένα: κάθε πληροφορία μέσω της οποίας είναι ταυτοποιήσιμο ή μπορεί να ταυτοποιηθεί ένα φυσικό πρόσωπο («Υποκείμενο των δεδομένων»). Υπεύθυνος επεξεργασίας: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, το Ίδρυμα επιτελεί ρόλο Υπευθύνου Επεξεργασίας. Εκτελών την επεξεργασία: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του Υπευθύνου Επεξεργασίας. Υποκείμενο Προσωπικών Δεδομένων: το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου. Eν προκειμένω, Υποκείμενα των δεδομένων είναι οι χρήστες του δικτυακού τόπου. «Αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες. 3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΝΟΜΑ 4. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων μπορείτε να επικοινωνείτε με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων της ΕΠΜΔ στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: epmdikigoron@gmail.com . 5. ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Όταν ο χρήστης επισκέπτεται τον δικτυακό τόπο της ΕΠΜΔ και εφ’ όσον: 1. αλληλεπιδρά με αυτόν, 2. πραγματοποιεί είσοδο στην «περιοχή μελών της ΕΠΜΔ χρησιμοποιώντας όνομα λογαριασμού και κωδικό πρόσβασης 3. πραγματοποιεί εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο(newsletter), 4. συμπληρώνει πρότυπες σελίδες (φόρμες), συλλέγονται δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα. Οι σκοποί των επεξεργασιών που διενεργούνται στο πλαίσιο λειτουργίας του δικτυακού τόπου, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και οι αντίστοιχες νομικές βάσεις περιγράφονται ακολούθως: 1. Επικοινωνία φυσικών προσώπων με την ΕΠΜΔ μέσω πρότυπης σελίδας (φόρμας) Στις περιπτώσεις που επικοινωνείτε  με την ΕΠΜΔ μέσω πρότυπης σελίδας (φόρμας επικοινωνίας), επεξεργαζόμαστε τα ακόλουθα προσωπικά σας δεδομένα: 1. Ονοματεπώνυμο, 2. Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου («email»), 3. Οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο περιλαμβάνεται στο μήνυμά σας. Η νομική βάση της επεξεργασίας εξαρτάται από τη φύση – το αντικείμενο του μηνύματός σας και είναι η συμμόρφωση με τις έννομες υποχρεώσεις της ΕΠΜΔ, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και η υποστήριξη των μελών του κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (αρ. 6 παρ. 1 περ. γ και ε ΓΚΠΔ, Ν. 4194/2013). Σε περίπτωση που στο αίτημά σας περιλαμβάνονται και προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγορικών, η νομική βάση της επεξεργασίας είναι το αρ. 9 περ. 2 περ. ε ΓΚΠΔ. Πρόσβαση στα προσωπικά σας δεδομένα έχουν τα αρμόδια Τμήματα της  ΕΠΜΔ, προκειμένου να απαντήσουν στο αίτημά σας. Τα προσωπικά σας δεδομένα διατηρούνται μέχρι τη διεκπεραίωση του ζητήματος στο οποίο αφορά το μήνυμά σας, εκτός εάν διάταξη νόμου προβλέπει περαιτέρω αποθήκευση ή εάν τα δεδομένα είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη των νομικών αξιώσεων της ΕΠΜΔ. 2. Επικοινωνία μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Στις περιπτώσεις που απευθύνετε κάποιο μήνυμα στο Ίδρυμα μέσω των αναρτημένων στον δικτυακό τόπο διευθύνσεων, επεξεργαζόμαστε τα ακόλουθα προσωπικά σας δεδομένα: 1. Ονοματεπώνυμο, 2. Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου («email»), 3. Οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο περιλαμβάνεται στο μήνυμά σας. Η νομική βάση της επεξεργασίας εξαρτάται από τη φύση – το αντικείμενο του μηνύματός σας και είναι η συμμόρφωση με τις έννομες υποχρεώσεις της ΕΠΜΔ, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και η υποστήριξη των μελών του κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (αρ. 6 παρ. 1 περ. γ και ε ΓΚΠΔ, Ν. 4194/2013). Σε περίπτωση που στο αίτημά σας περιλαμβάνονται και προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγορικών, η νομική βάση της επεξεργασίας είναι το αρ. 9 περ. 2 περ. ε ΓΚΠΔ. Πρόσβαση στα προσωπικά σας δεδομένα έχουν τα αρμόδια Τμήματα της ΕΠΜΔ, προκειμένου να απαντήσουν στο αίτημά σας. Τα προσωπικά σας δεδομένα διατηρούνται μέχρι τη διεκπεραίωση του ζητήματος στο οποίο αφορά το μήνυμά σας, εκτός εάν διάταξη νόμου προβλέπει περαιτέρω αποθήκευση ή εάν τα δεδομένα είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη των νομικών αξιώσεων της ΕΠΜΔ.   3.  Αποστολή ενημερωτικού δελτίου (newsletter) Σε  περίπτωση που επιλέξετε να εγγραφείτε στο «Newsletter» της ΕΠΜΔ, θα επεξεργαστούμε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας (email). Σκοπός της επεξεργασίας είναι η αποστολή των ενημερώσεων της ΕΠΜΔ. Η νομική βάση της επεξεργασίας είναι η συγκατάθεσή σας (άρ. 6 παρ. 1(α) ΓΚΠΔ). Η αποστολή του ενημερωτικού δελτίου γίνεται μέσω του λογισμικού της εταιρείας Sitecore, η οποία διενεργεί την επεξεργασία για λογαριασμό της ΕΠΜΔ (Εκτελούσα την επεξεργασία) και έχει πρόσβαση στους καταλόγους με τις διευθύνσεις των παραληπτών. Διατηρούμε τα προσωπικά σας δεδομένα για όσο χρονικό διάστημα παραμένετε εγγεγραμμένοι στη λίστα αποδεκτών μας και τα διαγράφουμε σε περίπτωση ανάκλησης της συγκατάθεσής σας 4. Περαιτέρω, με αυτοματοποιημένο τρόπο μπορεί να συλλεχθούν πληροφορίες όπως: * η διαδικτυακή διεύθυνση του χρήστη (IP address). Η διεύθυνση ΙΡ καθορίζεται από τον πάροχο της σύνδεσης μέσω της οποίας ο επισκέπτης / χρήστης έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και στη συνέχεια στον δικτυακό τόπο. Η διεύθυνση ΙΡ και λοιπά στοιχεία που ενδέχεται να συναχθούν μέσω αυτής (επί παραδείγματι η τοποθεσία του χρήστη - σε επίπεδο πόλης) διατηρούνται μόνον υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, * ο τύπος του προγράμματος περιήγησης (browser) και το λειτουργικό σύστημα, * οι δικτυακοί τόποι και συνδέσεις τις οποίες επιλέγει o χρήστης (με «κλικ») εντός σελίδας του δικτυακού τόπου, * οι βασικές πληροφορίες σύνδεσης με τον εξυπηρετητή, * οι πληροφορίες που συλλέγονται μέσω λογισμικού όπως “HTML cookies”, “Flash cookies”, “web beacons” και άλλων παρόμοιων τεχνολογιών. 5. ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ – ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τα προσωπικά σας δεδομένα δεν διαβιβάζονται σε τρίτους, εξαιρουμένου του παρόχου υπηρεσιών ανάπτυξης, υποστήριξης και φιλοξενίας του δικτυακού τόπου. O εν λόγω πάροχοw (Εκτελούντες την Επεξεργασία) έχει παράσχει συμβατικώς εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών σας δεδομένων. Τα δεδομένα αποθηκεύονται σε εξυπηρετητές. 6. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Η ΕΠΜΔ διευκολύνει την άσκηση των κάτωθι δικαιωμάτων. Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων κατά τα ανωτέρω από την ΕΠΜΔ μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στη διεύθυνση epmdikigoron@gmail.com Στην ίδια διεύθυνση μπορείτε να ασκήσετε τα εξής δικαιώματα: 1. Δικαίωμα πρόσβασης: έχετε δικαίωμα να μάθετε αν επεξεργαζόμαστε την εικόνα σας και, εφόσον αυτό ισχύει, να λάβετε αντίγραφο αυτής. 2. Δικαίωμα διόρθωσης: έχετε το δικαίωμα να μας ζητήσετε να διορθώσουμε ανακριβή σας δεδομένα ή να συμπληρώσουμε ελλιπή δεδομένα 3. Δικαίωμα περιορισμού: έχετε δικαίωμα να μας ζητήσετε να περιορίσουμε την επεξεργασία, όπως για παράδειγμα να μη διαγράψουμε δεδομένα τα οποία θεωρείτε απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων. 4. Δικαίωμα εναντίωσης: έχετε δικαίωμα να αντιταχθείτε στην επεξεργασία. 5. Δικαίωμα διαγραφής: έχετε δικαίωμα να ζητήσετε να διαγράψουμε δεδομένα σας. 6. Δικαίωμα ανάκλησης της συγκατάθεσης: ειδικά ως προς την αποστολή σε εσάς του ενημερωτικού δελτίου, έχετε επιπλέον το δικαίωμα να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας. 7. Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή: Αν θεωρείτε ότι είστε δυσαρεστημένοι από τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τα προσωπικά σας δεδομένα, μπορείτε να υποβάλετε καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων: https://www.dpa.gr/polites/katagelia_stin_arxi. Η ΕΠΜΔ δεν διενεργεί αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων. 7. Τροποποίηση της παρούσας πολιτικής Η ΕΠΜΔ διατηρεί το δικαίωμα, όταν το κρίνει σκόπιμο, να τροποποιεί την παρούσα Πολιτική, είτε εν όλω είτε εν μέρει, και να αναρτά την τροποποίηση αυτή στον παρόντα δικτυακό τόπο. Οποιαδήποτε τροποποίηση στην παρούσα θα ισχύει αμέσως μόλις αυτή αναρτηθεί στον δικτυακό τόπο. Συνιστάται στους χρήστες να συμβουλεύονται την παρούσα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να είναι βέβαιοι ότι έχουν υπ’ όψιν τους την πιο πρόσφατη έκδοσή της.
Save settings
Cookies settings