ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ ΜΑΡΙΑ (Δικηγόρος Αθηνών) Σύγκριση της ιδρυματικής μεταχείρισης των εγκληματιών του λευκού κολλάρου και των εγκληματιών του οργανωμένου εγκλήματος στις ελληνικές φυλακές.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ (Δικηγόρος Πατρών) Ταυτόχρονη αρμοδιότητα ανεξάρτητης αρχής Ν.Ε.Ε.Δ. και Ανακριτή.
|
|
|
|
|
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ |
|
|
|
|
|
|
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Σ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ |
|||
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω |
|||
Και Σ υ ν ε ρ γ α τ ώ ν |
|||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Πάτρα, Δ. Γούναρη 9 – 11 (Τ.Κ. 262 21) |
|
|
|
Τηλ. : (2610) 225.363 |
|
|
|
Fax : (2610) 270.591 |
|
|
Πάτρα, 09/07/2022
22ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ – Συνδιοργάνωση με Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών, 9-10/07/2022
Εισήγηση με θέμα :
Ταυτόχρονη αρμοδιότητα ανεξάρτητης αρχής Ν.Ε.Ε.Δ. και Ανακριτή.
Η εισήγησή μου διαρθρώνεται σε τρία κεφάλαια :
Ι. Η συγκεκριμένη υπόθεση η οποία κατέληξε στην έκδοση του υπ’ αριθμ. 1/2022 βουλεύματος της Α’ τακτικής ποινικής Ολομέλειας Αρείου Πάγου
ΙΙ. Νομική βάση – Θεωρία – Νομολογία :
- Διαχρονικό Δίκαιο (Ν. 4557/2018 πριν και μετά τις τροποποιήσεις με τους Ν. 4816 και 4855/2021)
- Αξιολογικές έννοιες : Βάσιμες υπόνοιες – σοβαρές ενδείξεις
ΙΙΙ. Προβληματισμοί που δημιουργούνται από το σκεπτικό του 1/2022 βουλεύματος Ολομέλειας ΑΠ
Ι. Η συγκεκριμένη υπόθεση η οποία κατέληξε στην έκδοση του υπ’ αριθμ. 1/2022 βουλεύματος της Α’ τακτικής ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
Υπερασπίσθηκα εξ αρχής την υπόθεση η οποία διήλθε από τα ακόλουθα στάδια:
- Έκδοση της 62/7.6.2019 ΔΙΑΤΑΞΗΣ της Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστη-ριότητες (εφεξής ΑΡΧΗ)
Δέσμευση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων 15 ατόμων κατηγορουμένων για τα αδικήματα των άρθρ. 187, 386, 394 ΠΚ και 66 παρ. 1 και 6 Ν. 4174/2013
Η ΑΡΧΗ ελαβε γνώση με κοινοποίηση από το ΣΔΟΕ Αττικής δικογραφίας η οποία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Αθηνών συνοδεία δύο συλληφθέντων και ανατέθηκε σε Ανακριτή ήδη από 03/11/2018 ο οποίος, μετά την απολογία, τους άφησε ελεύθερους με περιοριστικό όρο απαγόρευσης εξόδου από την χώρα.
- Προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών με δύο βασικους λόγους :
- Αναρμοδιότητα καθ’ ύλην της ΑΡΧΗΣ, δεδομένου ότι η δικογραφία ανατέθηκε σε Ανακριτή και διεξάγεται τακτική ανάκριση (άρθρ. 42 παρ. 1 και 3 Ν. 4557/2018) και
- Έλλειψη συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου : Και της τυπικής ( : διεξαγωγή έρευνας από την ΑΡΧΗ) και των ουσιαστικών ( : επείγουσα περίπτωση) – συνδρομή των προϋποθέσεων παρ. 1 και 3 άρθρ. 42)
- Η έκδοση του υπ’ αριθμ. 4445/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών με σύμφωνη πρόταση Εισαγγελέα :
Έκανε δεκτή την προσφυγή και για τους δύο ως άνω λόγους – δέχθηκε δε, οσον αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΑΡΧΗΣ, τα ακόλουθα :
«… Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει κατά την διάρκεια της ανάκρισης συντρέχουσα αρμοδιότητα του Ανακριτή και του Προέδρου της Αρχής, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα περίττευε η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 42 Ν. 4557/2018 από τον Ανακριτή, διότι κάθε φορά που, δυνάμει των άρθρ. 34 παρ. 1 και 49 παρ. 2 του νόμου αυτού, η Αρχή λάμβανε πληροφορίες … … σχετικά με την τέλεση των αδικημάτων του άρθρ. 2 ή 4 του νόμου, θα μπορούσε ο Πρόεδρός της να διατάξει τα επαχθή αυτά μέτρα και να μενει χωρίς νόημα η σχετική πρόβλεψη για τον Ανακριτή με αποτέλεσμα να τίθενται εκποδών οι γενικές εξουσίες του Ανακριτή κατά το στάδιο της ανάκρισης και να οδηγούμεθα στο δογματικά παράδοξο να επιβάλλονται αυτά τα δικονομικά μέτρα μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπων που έχουν πλέον την ιδιότητα του κατηγορουμένου, όχι από τα αρμόδια δικαστικά όργανα (Ανακριτη, Δικαστικό Συμβούλιο) αλλά από μία Διοικητική Αρχή…»
- Άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου κ. Βασίλειο Παπαδά για υπέρβαση εξουσίας (484 παρ. 1 στ Κ.Ποιν.Δ.) και η έκδοση του υπ’ αριθμ. 45/2021 βουλεύματος του Ζ’ ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου :
Το βούλευμα εκδόθηκε κατά πλειοψηφία δύο μελών (τα οποία έκριναν όσα και το προσβληθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων) και η υπόθεση παραπέμφθηκε στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Σημειωτέον ότι :
Μέχρι την έκδοση του ως άνω βουλεύματος του Ζ’ ποινικού τμήματος, δεν υπήρχε νομολογιακή θέση του Αρείου Πάγου (τουλάχιστον δεν εντόπισα σχετικό βούλευμα), η δε ως άνω πλειοψηφούσα άποψη δέχθηκε αντίθετες παρατηρήσεις από την κ. Α. Διονυσοπούλου (Ποιν.Χρ. 2021, σελ. 687 επ.)
- Το επίμαχο 1/2022 βούλευμα της Α’ τακτικής ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου :
Δέχθηκε ρητά την συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΑΡΧΗΣ και συνακόλουθα του Προέδρου της, βασιζόμενη κυρίως :
(α) στην παρ. 7 άρθρ. 42 Ν. 4557/2018 όπου προβλέπεται η συνέχιση της έρευνας της ΑΡΧΗΣ και μετά την διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα «… διάταξη η οποία δεν μεταβλήθηκε παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του άρθρ. 42 του νόμου αυτού…»
(β) στην κρίση ότι δεν θα ήταν λογικό να διεξάγεται έρευνα από την ΑΡΧΗ χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου της για λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων «… ιδιαίτερα ενόψει της ιδιότητάς του ως εν ενεργεία ή επί τιμή Εισαγγελικού λειτουργού…»
(γ) στην έλλειψη ρητής διάταξης από την οποία να προκύπτει ότι η ΑΡΧΗ και ο Πρόεδρός της καθίστανται αναρμόδιοι πλέον μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας.
(δ) στον σκοπό του Ν. 4557/2018 ο οποίος μεταξύ άλλων συνί-σταται στον εντοπισμό και ανάκτηση του «μαύρου χρήματος»
(ε) στο ότι η προϋπόθεση της «κατεπείγουσας περίπτωσης» δεν αποκλείεται να συντρέχει και κατά το στάδιο της ανάκρισης
και τέλος
(στ) στην μεταβατική διάταξη άρθρ. 15 Ν. 4637/2019 (έναρξη ισχύος 18/11/2019)
- Έκδοση της 244/2022 διαπιστωτικης πράξης του Εισαγγελέα Πλημ/κων Αθηνών
Διαπιστώνει την παρέλευση των χρονικών ορίων διάρκειας και συνεπώς την αυτοδίκαιη άρση της ισχύος της διάταξης του ως άνω Προέδρου της ΑΡΧΗΣ.
ΙΙ. Νομική βάση – Θεωρία – Νομολογία :
1.- Διαχρονικό Δίκαιο :
♦ Ίσχυε ο Ν. 4557/2018 πριν τις τροποποιήσεις του με το Ν. 4637/2019 (μεταβατική διάταξη άρθρ. 15 – ισχύς από 18/11/2019) και Ν. 4816 και 4851/2021
- άρθρ. 42 παρ. 1, 2 και 3 (Συμβούλιο σε προανάκριση ή προκαταρκτική – Ανακριτής, προϋπόθεση «βασιμες υπόνοιες»
- άρθρ. 42 παρ. 5 (σε συνδυασμό με παρ. 1, 2 και 3, ΑΡΧΗ, προϋποθέσεις, επείγουσα περίπτωση, «βασιμες υπόνοιες»)
- άρθρ. 48 περ. δ΄ (Πρόεδρος ΑΡΧΗΣ, προσωρινή δέσμευση, προϋπόθεση «βάσιμες υπόνοιες»
♦ Ν. 4637/2019, μεταβατική διάταξη άρθ. 15 – ισχύς από 18/11/2019 :
Οι διατάξεις του Προέδρου της ΑΡΧΗΣ υποβάλλονται εντός (6) μηνών (ήτοι έως 19/05/2020) στον Ανακριτή ή το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο που αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη αυτών
♦ Τροποποιήσεις με Ν. 4816 και 4855/2021 :
- άρθρ. 42 παρ. 1, 2 και 3 (Συμβούλιο σε προανάκριση ή προκαταρκτική προϋπόθεση «βάσιμες υπόνοιες» – Ανακριτής, προϋπόθεση «σοβαρές ενδείξεις»
- άρθρ. 42 παρ. 7 (σε συνδυασμό με παρ. 1, 2 και 3, ΑΡΧΗ, προϋποθέσεις, επείγουσα περίπτωση, «βασιμες υπόνοιες»)
- άρθρ. 48 περ. δ΄ (Πρόεδρος ΑΡΧΗΣ, προσωρινή δέσμευση, προϋπόθεση «βάσιμες υπόνοιες»
2.- Αξιολογικές έννοιες : Βάσιμες υπόνοιες – σοβαρές ενδείξεις
Μετά τις τροποποιησεις με τους ως άνω νόμους το 2021 απαιτούνται πλέον «σοβαρές ενδείξεις» στο πλαίσιο της τακτικής ανάκρισης – προφανώς κατ’ αναλογία προς τον όρο της διάταξης του άρθρ. 282 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.
Σύμφωνα με την ορθότερη θεωρητική και νομολογιακή εκδοχή :
Οι απαιτούμενες σοβαρές ενδείξεις είναι ισχυρότερες από τις απαιτούμενες για την παραπομπή του κατηγορουμένου «επαρκείς ενδείξεις»
Ανδρουλάκης Ν. Θεμελιώδεις έννοιες 2007, 350
Θ. Δαλακούρας, τιμητικός τόμος για ν. Ανδρουλάκη 2003, 253 επ.
Κονταξής Αθ. 1835
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Προσωρινή κρατηση, Υπερ. 1991, 950 επ.
Αντίθετα :
Λ. Μαργαρίτης, Κ.Ποιν.Δ. 2022, υπό άρθρ. 282, σελ. 87
Βλέπετε :
Μελέτη Β. Αρβανίτη σε Ποιν.Δικ. 4, 2022, σελ. 550 επ.
(με αφορμή δημοσίευσης του ως άνω 1/2022 βουλεύματος Ολ. ΑΠ)
ΙΙΙ. Προβληματισμοί που δημιουργούνται από το σκεπτικό του 1/2022 βουλεύματος Ολομέλειας ΑΠ
(Α) Κρίνω σκόπιμο, πριν παραθέσω τους προβληματισμούς μου, να αναφερθώ στη νομική φύση της ΑΡΧΗΣ και των αρμοδιοτητων της και του Προέδρου της, όσον αφορά την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων άρθρ. 42 και 48 Ν. 4557/2018.
Κατ’ αρχήν είναι πάγια η νομολογία του ΣτΕ (μετά τις αποφάσεις 4427 και 4428/2014 – Τμήμα Δ) ότι :
«…Το ως άνω μέτρο της δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το μέτρο που λαμβάνεται –με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέως– σε περίπτωση διεξαγωγής τακτικής ανακρίσεως εις βάρος κατηγορουμένων για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικώς καθ’ όμοιον τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (δικαστικό συμβούλιο) σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 4 και 5 του ν. 3691/2008, το οποίο τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, οι πράξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με τις οποίες λαμβάνεται το εν λόγω διωκτικό μέτρο, προσβάλλονται απαραδέκτως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει δικαιοδοσίας. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Διομ. Κυριλλόπουλου, οι ως άνω πράξεις υπόκεινται, κατ’ αρχήν, στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Συντάγματος, ως πράξεις προερχόμενες από όργανο διοικητικής αρχής…»
Όσον αφορά τα ποινικά Δικαστήρια, επικρατούσα είναι η αποψη σύμφωνα με την οποία η δέσμευση του Προέδρου της ΑΡΧΗΣ :
«…Έχει διφυή χαρακτήρα καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογης αποδείξεων όσο και για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από την μία πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόχρεου ώστε αυτή να βρει αντικείμενο, από την άλλη δε τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με την δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα…»
Συμβ.ΠλημΛαρ. 140/2020 (δεκτή η εισαγγελική πρόταση) Αρμ. 2020, 1368
Βλέπετε και παρατηρήσεις σε βούλευμα Συμβ.Πλημ.Αθ. 2463/2021 :
Μ. Τσερτσίδη σε ΠοινΔ. 2/2022 σελ. 274
με αναφορά του ως άνω βουλεύματος 45/2021 Ζ’ Ποιν.Τμήματος ΑΠ
Έχει μάλιστα χαρακτηρισθεί και ως «δικονομική πράξη διπλής λειτουργίας» με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η αξιολόγησή της υπό το πρίσμα των ατομικών δικαιωμάτων
Δ. Συμεωνίδη, Κατασχέσεις την ποινική διαδικασία και
προστασία ατομικών δικαιωμάτων, 2010, σελ. 65 επ., 202 επ., 311 επ.
(Β) Στην συνέχεια παραθέτω προβληματισμούς που δημιουργούνται από το ως άνω 1/2022 βούλευμα Ολομέλειας ΑΠ – κατ’ αντιστοιχία με τα αναφερθέντα ήδη επιχειρήματα στα οποία βασίζει την κρίση του :
♦ Αντίκρουση του υπο (α) επιχειρήματος :
Το επιχείρημα αυτό αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι η παρ. 7 άρθρ. 42 κατά την τελολογική και γραμματική ερμηνεία, αναφέρεται στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας από την ΑΡΧΗ, όταν δεν έχει εκκινήσει η ποινική διαδικασία – αφορά δηλαδή ένα πρωθύστερο στάδιο, κατά το οποίο θεωρείται επιβεβλημένη η έκδοση διάταξης δέσμευσης από τον Πρόεδρο της ΑΡΧΗΣ.
Αυτή η προσέγγιση επιρρωνύεται και από την διατύπωση : «… Το αντίγραφο της διάταξης του Προέδρο της Αρχής διαβιβάζεται αμελητί στον αρμοδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει την συνέχιση της έρευνας από την Αρχή…»
Αλλ’ ακόμα κι αυτή η περίπτωση έκδοσης διάταξης στο αρχικό στάδιο έρευνας έχει δεχθεί κριτική λόγω της μετάθεσης επαχθών ανακριτικών πράξεων σε ένα πρωθύστερο στάδιο.
Ετσι και
Β. Αρβανίτης ο.π. ΠοινΔικ. 4, 2022, σελ. 550
♦ Αντίκρουση του υπο (β) επιχειρήματος :
Και το επιχείρημα αυτό, που αποτελεί επανάληψη του υπό (α) προβάλλεται αλυσιτελώς δεδομένου ότι καθίσταται σαφές από την γραμματική διατύπωση, ότι η έρευνα της ΑΡΧΗΣ συνεχίζεται προφανώς μετά την έκδοση της διάταξης δέσμευσης και την διαβίβαση αντιγράφου της στον αρμόδιο Εισαγγελέα.
Δεν υφίσταται λοιπόν αναγκαιότητα έκδοσης νέας διάταξης διαρκούσης της έρευνας της ΑΡΧΗΣ.
Όσον δε αφορά την επισήμανση ότι ο Πρόεδρος της ΑΡΧΗΣ είναι εν ενεργεία ή επί τιμή Εισαγγελικός Λειτουργός, δεν εξισώνει την ΑΡΧΗ με δικαστικό όργανο της ποινικής δικαιοσύνης.
♦ Αντίκρουση του υπο (γ) επιχειρήματος :
Η απουσία οποιασδήποτε διάταξης από την οποία να προκύπτει ότι η ΑΡΧΗ και ο Πρόεδρός της καθίστανται αναρμόδιοι μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας, μπορεί ευλόγως να ερμηνευθεί και υπέρ του αντιθέτου :
Απουσιάζει επίσης διάταξη που να προβλέπει παράλληλη αρμοδιότητα ΑΡΧΗΣ και οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης, μετά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας.
♦ Αντίκρουση του υπο (δ) επιχειρήματος :
Πράγματι «…ο σκοπός το Ν. 4557/2018 συνίσταται μεταξύ άλλων στον αποτελεσματικό εντοπισμό και ανάκτηση του μαύρου χρήματος…»
Ο Μ Ω Σ :
Αυτός ο σκοπός υπηρετείται στο ακέραιο – και μάλιστα με τα εχέγγυα δικαστικής κρίσης – από τις δικονομικές και ουσιαστικές δυνατότητες που παρέχονται στο Δικαστικό Συμβούλιο (κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης) και στον Ανακριτή κατά την διάρκεια της ανάκρισης από τον ίδιο το Ν. 4557/2018 (άρθρ. 42 παρ. 1 έως 6) αλλά και από τον Κ.Ποιν.Δ.
Ποιόν σκοπό, λοιπόν, υπηρετεί η συντρέχουσα παράλληλη αρμοδιότητα και της ΑΡΧΗΣ και των αρμόδιων δικαστικών οργάνων ; ;
Η οποία, σημειωτέον, μόνο προβλήματα διαδικαστικής αλλά και ουσιαστικής φύσεως μπορεί να δημιουργήσει – όπως λ.χ. στην παράλληλη άσκηση δύο προσφυγών των ενδιαφερομένων, μια κατά της διάταξης της ΑΡΧΗΣ και μια κατά της διάταξης του Δικαστικού Συμβουλίου ή του Ανακριτή.
♦ Αντίκρουση του υπο (ε) επιχειρήματος :
Πράγματι «…η προϋπόθεση της κατεπείγουσας περίπτωσης δεν αποκλείεται να συντρέχει και κατά το στάδιο της ανάκρισης….»
Ο Μ Ω Σ :
Τα αρμόδια ως άνω δικαστικά όργανα (Δικαστικό Συμβούλιο ή Ανακριτής) έχουν δικονομικές και ουσιαστικές δυνατότητες που παρέχονται και από το Ν. 4557/2018 – και μάλιστα με τα εχέγγυα δικαστικής κρίσης – αλλά και από τον Κ.Ποιν.Δ.
♦ Αντίκρουση του υπο (στ) επιχειρήματος :
Η επίκληση «…της μεταβατικής διάταξης του άρθρ. 15 Ν. 4637/2019 η οποία προέβλεπε την εντός προθεσμίας διαβίβαση των διατάξεων περί οριστικών μέτρων του Προέδρου της ΑΡΧΗΣ, ο χρόνος ισχύος της οποίας είχε παρέλθει στον Ανακριτή ή στο Δικαστικό Συμβούλιο, προκειμένου να αποφανθούν για την επικύρωσή τους…», μόνο ως αντεπιχείρημα μπορεί να λειτουργήσει :
Ακριβώς λόγω των ζητημάτων που προέκυψαν από την συχνή έκδοση διατάξεων της ΑΡΧΗΣ ή του Προέδρου της και μάλιστα καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, δεν κατέστη δυνατός στην πράξη ο έλεγχος της υπέρβασης του ανώτατου ορίου ισχύος τους, με αποτέλεσμα ο νομοθέτης να κρίνει απαραίτητη την θεσμοθέτηση της ως άνω μεταβατικής διάταξης – προκειμένου να επιλύσει οριστικά τα προβλήματα που είχαν συσσωρευθεί.
(Γ) Ενόψει των ανωτέρω και με δεδομένα :
- την απουσία ρητής διάταξης που να επιτρέπει ή να αποκλείει παράλληλες αρμοδιότητες της ΑΡΧΗΣ (και του Προέδρου της) και των δικαστικών οργάνων μετά την κίνηση της ποινικής διαδικασίας,
- την εκφρασθείσα θέση της τακτικής Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με το ως άνω 1/2022 βούλευμα και τους προβλημα-τισμούς που γεννά
καταλήγω στην πεποίθηση πως το ζήτημα πρέπει να ρυθμισθεί νομοθετικά με οριοθέτηση της αρμοδιότητας της ΑΡΧΗΣ ή του Προέδρου της για έκδοση διατάξεων μέχρις του σταδίου έναρξης της ποινικής διαδικασίας με την άσκηση ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο Εισαγγελέα
Παραμένει ικανό πεδίο αρμοδιότητας προς έκδοση διάταξης της ΑΡΧΗΣ και του Προέδρου της στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας από αυτήν (υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 7 άρθρ. 42 Ν. 4557/2018) και μέχρις ότου ασκηθεί ποινική δίωξη.
Όσον αφορά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, και λόγω της φύσεώς της δεν θα δημιουργήσει προβλήματα η συντρέχουσα αρμοδιότητα του Δικαστικού Συμβουλίου και της ΑΡΧΗΣ (ή του Προέδρου της), δεδομένου ότι για την έκδοση διαταξεων σε αυτό το στάδιο απαιτούνται απλώς «βάσιμες υπόνοιες» και όχι «σοβαρές ενδείξεις» που απαιτούνται κατά την διάρκεια της τακτικής ανάκρισης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΚΟΝΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ (Δικηγόρος Ιωαννίνων, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου ΑΠΘ, Αντιδήμαρχος Πολιτισμού και Πρόεδρος Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ιωαννιτών). Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Τροποποιήσεις. Άυλες αξίες.
22ο Συνέδριο Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων
Πάτρα, 9/7 έως 10/7/2022
Εισήγηση: Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Ν. 4557/2018 Τροποποιήσεις Άυλες Αξίες
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, το λεγόμενο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» (money laundering) ορίζεται ως η διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη εσόδων ή η παράνομη πηγή ή χρήση εσόδων προεχόμενα από εγκληματικές δραστηριότητες και τα οποία στη συνέχεια μεταμφιέζονται με τέτοιο τρόπο ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται ως νόμιμη (Βλ. ΑΠ991/2018, ΑΠ1290/2017, ΑΠ1149/2017, ΑΠ1550/2016), η οποία αποτελεί ένα αναγκαίο ή λειτουργικό στάδιο συντέλεσης και τελείωσης των περισσότερων και κυριότερων οικονομικών εγκλημάτων, χωρίς την εκτέλεση του οποίου η τέλεση οικονομικού εγκλήματος θα καθίστατο απρόσφορη και αναποτελεσματική για τον δράστη του οικονομικού εγκλήματος, που αν δεν προβεί σε νομιμοποίηση αδυνατεί να αξιοποιήσει τα προϊόντα της εγκληματικής του δράσης. Συνεπώς η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά το αναγκαίο λειτουργικό στάδιο ενός επιτυχούς οικονομικού εγκλήματος, διότι ο δράστης οικονομικού εγκλήματος με τη νομιμοποίηση των εσόδων από αυτό, μπορεί να κρύψει τον παράνομο πλούτο του, να αποφύγει την κατηγορία εναντίον του, την σύλληψη και καταδίκη του, να επενδύσει τα χρήματα από τις εγκληματικές πράξεις του και ενδεχομένως να χρηματοδοτήσει την περαιτέρω εγκληματική του δραστηριότητα.
Ο ν. 4557/2018 (ΦΕΚ Α 139/30-7-2018) περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ήρθε να ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015.
Με το ν. 4734/2020 (ΦΕΚ Α 196/8-10-2020) εισήχθησαν σημαντικές τροποποιήσεις στο ν. 4557/2018, δεδομένου ότι ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ης Μαΐου 2018 για την τροποποίηση της αρχικής 2015/849/ΕΕ Οδηγίας καθώς και το τρίτο άρθρο της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2019. Σκοπός δε του συγκεκριμένου νόμου είναι, κατά το νομοθέτη, η περαιτέρω ενίσχυση του νομικού πλαισίου για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που αυτές ενέχουν, σκοπός που επιτυγχάνεται με την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της ανωτέρω Οδηγίας (ΕΕ) 2018/843.
Για αυτό, άλλωστε, αντικαταστάθηκε το άρθρο 1 του ν.4557/2018 με το άρθρο 3 του ν. 4816/2021 που αναφέρεται στον σκοπό του νόμου που είναι η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς και η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.
Β) ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ Ν. 4557/2018
Ο ν. 4557/2018 έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα με 12 διαφορετικά νομοθετήματα, οι πιο σημαντικές δε αλλαγές έχουν επέλθει με τους ν. 4734/2020 (ΦΕΚ Α 196/8-10-2020) και ν. 4816/2021 (ΦΕΚ Α 118/9-7-2021). Οι τελευταίες μικρές αλλαγές στο νόμο επήλθαν με το άρθρο 55 του ν. 4920/2022 (ΦΕΚ Α 74/15-4-2022) και το άρθρο 80 ν. 4941/2022 (ΦΕΚ Α 113/16-6-2022).
Ι) Κατά το νομοθέτη, ο νόμος 4734/2020 με τις τροποποιήσεις που επέφερε, ενισχύει το νομικό πλαίσιο για την πρόληψη και καταπολέμηση του φαινομένου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, διευρύνοντας τις δυνατότητες συνεργασίας των εμπλεκομένων αρμόδιων φορέων καθώς και την πρόσβαση σε μητρώα και διαθέσιμες πληροφορίες. Οι πρόσφατες υποθέσεις όπου εμπλέκονται πιστωτικά ιδρύματα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέδειξαν την ανάγκη θέσπισης αυστηρότερων κανόνων (πρβλ. την Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την αξιολόγηση των πρόσφατων εικαζόμενων υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε., Ιούλιος 2019) καθώς τυχόν νομοθετικά κενά σε ένα κράτος μέλος έχουν αντίκτυπο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο και στην ενιαία αγορά. Κατά το νομοθέτη, αποτρέπεται ισχυρά το ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την ενίσχυση της διαφάνειας των εταιρικών και λοιπών νομικών οντοτήτων και μορφωμάτων και της συνολικής διαφάνειας του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4734/2020, το πεδίο εφαρμογής των υπόχρεων οντοτήτων διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλαμβάνει τους παρόχους υπηρεσιών ανταλλαγής εικονικών νομισμάτων και παραστατικών περιουσιακών νομισμάτων (δηλαδή κερμάτων και χαρτονομισμάτων τα οποία αναγνωρίζονται ως νόμιμο χρήμα και ηλεκτρονικού χρήματος μίας χώρας που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές στη χώρα έκδοσής του) καθώς και τους παρόχους υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών, οι οποίοι μέχρι τότε δεν είχαν υποχρέωση να εντοπίζουν την ύποπτη δραστηριότητα, οπότε οι εγκληματικές ομάδες ήταν σε θέση να μεταφέρουν κεφάλαια αγνώστου προελεύσεως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εντός δικτύων εικονικών νομισμάτων, συγκαλύπτοντας μεταφορές ή επωφελούμενες από ένα ορισμένο βαθμό ανωνυμίας που προσφέρουν οι συγκεκριμένοι πάροχοι. Περαιτέρω, επιδιώχθηκε η εναρμόνιση της εφαρμογής ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για τρίτες χώρες, οι οποίες καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως χώρες υψηλού κινδύνου, μειώνονται τα κατώτατα όρια βάσει των οποίων απαλλάσσονται τα υπόχρεα πρόσωπα από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας στις προπληρωμένες κάρτες, επιδιώκονται βελτιωμένη πρόσβαση σε ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο καθώς και διαφάνεια όσον αφορά στη δομή των νομικών προσώπων και οντοτήτων με βασικό στόχο τον περιορισμό της ανωνυμίας στις συναλλαγές που επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης των ορίων και μέγιστων ποσών των ανώνυμων προπληρωμένων καρτών κάτω από τα οποία τα υπόχρεα πρόσωπα επιτρέπεται να μην εφαρμόζουν ορισμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας προς τον πελάτη.
ΙΙ) Με το ν. 4816/2021 ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία, η Οδηγία (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου και ενισχύεται η εφαρμογή της υφιστάμενης εθνικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ούτως ώστε αυτή να επικαιροποιηθεί και ευθυγραμμιστεί με τις πρόσφατες νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις σε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο και να καταστεί δυνατή η αποτελεσματικότερη και ταχύτερη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών.
Ειδικότερα, προβλέπεται η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2018/1673/ΕΕ, η επικαιροποίηση του καταλόγου των βασικών αδικημάτων, η αναδιαμόρφωση των προβλεπόμενων πλαισίων ποινής, η ευθυγράμμιση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας δέσμευσης και δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με τον Ποινικό Κώδικα, η πρόβλεψη των κυρώσεων για τα νομικά πρόσωπα και οντότητες.
Γ) ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑ
Ι) Ποια εγκλήματα συνιστούν εγκλήματα νομιμοποίησης παράνομων εσόδων
Α)Το άρθρο 2 ν. 4557/2018, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4816/2021, αναφέρεται στο αντικείμενο του νόμου, δηλαδή στο ποια εγκλήματα συνιστούν εγκλήματα νομιμοποίησης: 1. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) συνιστούν οι εξής πράξεις: α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του (παράδειγμα: ο δράστης της βασικής εγκληματικής πράξης μετέτρεψε περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευσή της. Συγκεκριμένα προέβη, δια εταιρείας, της οποίας ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος ήταν συγκατηγορούμενός του, που ενεργούσε ως αχυράνθρωπος, για λογαριασμό του, στην τοποθέτηση μέρους της περιουσίας, προερχόμενης από το βασικό έγκλημα, δια της αγοράς, μέσω της εταιρείας, ακινήτων [Βλ. ΑΠ 1308/2019, ΑΠ 1309/2019]), β) η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται ή την κυριότητα επ` αυτής, ή τα σχετικά με αυτή δικαιώματα, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα (παράδειγμα: ο κατηγορούμενος διοχέτευσε από κοινού με τη συγκατηγορούμενή του μέρος των κεφαλαίων που περιήλθαν σε αυτούς, διενεργώντας χρηματιστηριακές αγορές μετοχών διαφόρων εταιρειών στο όνομα του ιδίου και της συζύγου του, προς τον σκοπό να αποκρύψουν την αληθή προέλευσή τους, προκειμένου να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα [Βλ. ΑΠ 1080/2019]),γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα (παράδειγμα: ο κατηγορούμενος απέκτησε και δέχθηκε στην κατοχή του κινητά πράγματα και συγκεκριμένα αυτοκίνητα και εξαρτήματα αυτοκινήτων, τα οποία προήλθαν από κλοπές άγνωστων δραστών, που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κοπές και τα οποία είχε εναποθέσει, ως δικά του περιουσιακά στοιχεία, σε αποθηκευτικό χώρο, μισθωμένο και χρησιμοποιούμενο από τον ίδιο ως συνεργείο αυτοκινήτων [Βλ. 2197/2018]), δ) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα (παράδειγμα: ο δράστης έλαβε στην κατοχή του, διαχειρίστηκα, χρησιμοποίησε και διοχέτευσε μέσω ατονικών και κοινών τραπεζικών λογαριασμών, περιουσία χρηματικού ποσού, που είχε περιέλθει σε αυτόν προς τον σκοπό της συγκάλυψης παράνομης προέλευσης της περιουσίας, εν γνώσει του ότι επρόκειτο για έσοδα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητές του]).
Αξίζει να επισημανθεί ότι δεν συνιστούν πια (μετά το ν. 4816/2021) ξεχωριστούς τρόπους τέλεσης του αδικήματος οι λεγόμενες υποστάσεις της οργάνωσης του ξεπλύματος (δηλαδή η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον προσώπων προς τέλεση των ως άνω πράξεων των περιπτώσεων α – δ) και της απόπειρας διάπραξης ξεπλύματος, της υποκίνησης, διευκόλυνσης ή παροχής συμβουλών προς τέλεση αυτού καθώς η αξίωση ποινικής τιμώρησης καλύπτεται, ήδη, από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
Β)Πότε στοιχειοθετείται το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε επίπεδο αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης; Προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) την τέλεση ενός άλλου, χρονικά πρότερου αδικήματος, που συνιστά το βασικό έγκλημα, από το οποίο κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία), υποκειμενικά δε άμεσο δόλο ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων, επιπλέον δε στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή τη μετατροπή ή μεταβίβαση της περιουσίας και επιπλέον σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεων του, οπότε υφίσταται έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση. Το κύριο ή βασικό έγκλημα πρέπει να ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων, τα οποία προσδιορίζονται περιοριστικά στο νόμο. Η τέλεση του βασικού εγκλήματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων (Βλ. ΑΠ516/2021, ΑΠ674/2021, ΑΠ871/2020, ΑΠ882/2020, ΑΠ528/2020, ΑΠ1309/2019, ΑΠ 1308/2019, ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1372/2018, ΑΠ 991/2018, ΑΠ 1281/2017κλπ.). α) Έτσι, στον πρώτο τρόπο τέλεσης του αδικήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων με τη μετατροπή ή τη μεταβίβαση περιουσίας, απαιτείται πέραν της γνώσης ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων και επιπλέον σκοπός απόκρυψης ή συγκάλυψης της παράνομης προέλευσης της περιουσίας αυτής ή σκοπός παροχής συνδρομής σε άλλον, που ενέχεται στην προηγούμενη εγκληματική δράση, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Συνεπώς υφίσταται έγκλημα σκοπού δηλαδή με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται δηλαδή σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε εσόδων (Βλ. ΑΠ1309/2019, ΑΠ 1308/2019 κλπ.) β) Για την στοιχειοθέτηση της απόκρυψης ή συγκάλυψης της αλήθειας, απαιτείται ο δράστης αν και γνωρίζει την αλήθεια ως προς τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με την περιουσία άλλων δικαιωμάτων, παρά ταύτα προβαίνει σε ενέργεια ή ενέργειες για να κρύψει την αλήθεια (κατά τρόπο όμοιο με αυτό της απάτης).γ) Για τη θεμελίωση του αδικήματος της απόκτησης, κατοχής ή χρήσης παράνομης περιουσίας απαιτείται σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης ο δράστης να έχει δόλο όχι μόνο ως προς την παράνομη πράξη που διαπράττει αλλά πρέπει και εδώ να έχει ειδικό δόλο και ως προς την προέλευση της περιουσίας και μάλιστα δόλο με τη μορφή της επιδίωξης («εν γνώσει») και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος.
δ) Η τέταρτη μορφή νομιμοποίησης είναι η πλέον χαρακτηριστική και κλασική του αδικήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων με την τοποθέτηση από τον δράστη των εσόδων του ή των εσόδων άλλου από παράνομες δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή τη διακίνηση μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα παράνομων εσόδων. Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιείται από τον δράστη η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα, προκειμένου να προβεί στο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», υλοποιώντας: α) το στάδιο της τοποθέτησης, όπου ο δράστης τοποθετεί τα χρήματα που προέρχονται από την παράνομη δραστηριότητα, ως επένδυση στο γενικότερο οικονομικό σύστημα, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (Τράπεζες και άλλους οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα σύμφωνα με το άρθρο 3 ν.4557/2018), β) το στάδιο της στρωματοποίησης (ή δαστρωμάτωσης) των παράνομων εσόδων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κατά το οποίο ο δράστης μετακινεί τα χρήματα στην ίδια Τράπεζα ή σε διάφορες Τράπεζες διαστρωματικά, δηλαδή με πολυεπίπεδες μετακινήσεις σε λογαριασμό του ιδίου ή διαφορετικών προσώπων, με την χρήση εικονικών εταιρειών, προβαίνει σε τεμαχισμό του αρχικού ποσού σε μικρότερα, παρεμβάλει πολλούς λογαριασμούς, πολλές συναλλαγές και πολλούς χρηματοπιστωτικούς φορείς και σε διάφορες χώρες με σκοπό να απομακρύνει τα ίχνη των περιουσιακών κεφαλαίων από την αρχική τους προέλευση, μεταμφιέζοντας τις αληθείς πηγές των περιουσιακών κεφαλαίων και γ) το στάδιο της ενσωμάτωσης (ή ολοκλήρωσης), κατά το οποίο ο δράστης επανατοποθετεί τα περιουσιακά κεφάλαια σε κλάδους νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας, όπως σε αγορά ακινήτων, επιχειρήσεων, εταιρειών κλπ. έτσι ώστε τα κεφάλαια αυτά να επιστρέψουν στο χρηματοοικονομικό σύστημα ως καθ’ όλα νόμιμα κεφάλαια. (Βλ. ΑΠ516/2021, ΑΠ674/2021, ΑΠ871/2020, ΑΠ882/2020, ΑΠ528/2020, ΑΠ1309/2019, ΑΠ 1308/2019, ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1372/2018, ΑΠ 991/2018, ΑΠ 1281/2017κλπ.)
Γ) Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 ν. 4557/2018, ως ισχύει μετά την τροποποίησή της, «2. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού. Δεν απαιτείται να είναι αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ξένου κράτους οι δραστηριότητες που, αν είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα, θα συνιστούσαν ένα από τα βασικά αδικήματα των περ. α`, β`, γ`, δ, η`, θ`, ια`, ιγ`, ιθ` του άρθρου 4 του παρόντος και του άρθρου 323Α περί εμπορίας ανθρώπων του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ., 4619/2019, Α` 95)».Έτσι ισχύει μεν ο θεμελιώδης κανόνας του διπλού αξιοποίνου δηλαδή εφόσον οι δραστηριότητες αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του αλλοδαπού κράτους, στο έδαφος του οποίου έχουν λάβει χώρα οι δραστηριότητες νομιμοποίησης (Βλ. ΑΠ 1309/2019 Ζ’ Τμ., Βασικό έγκλημα τελεσθέν στην αλλοδαπή. Η νομιμοποίηση τιμωρείται και στην περίπτωση που το βασικό έγκλημα τελέστηκε στην αλλοδαπή, αρκεί το βασικό έγκλημα να είναι αξιόποινο και κατά τους νόμους του κράτους τέλεσης της πράξης. Η εν λόγω προϋπόθεση συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου), θεσπίζονται δε σημαντικές εξαιρέσεις του κανόνα αυτού, αφού στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι δεν απαιτείται να είναι αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ξένου κράτους, οι δραστηριότητες οι οποίες, αν είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα θα συνιστούσαν ένα από τα βασικά αδικήματα των περιπτώσεων α, β, γ, δ, η, θ, ια, ιγ, ιθ του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (ήτοι α) η εγκληματική οργάνωση 187Π.Κ., β) οι τρομοκρατικές πράξεις, η τρομοκρατική οργάνωση και αξιόποινη υποστήριξη και χρηματοδότησή τους κατά 187Α, 187ΒΠ.Κ. και 32 έως 32 ν. 4689/2020, γ) η δωροληψία και η δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών κατά 159, 159Α και 237Π.Κ. και η δωροληψία και η δωροδοκία υπαλλήλου κατά 235 και 236Π.Κ., δ) η εμπορία επιρροής-μεσάζοντες και η δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα κατά τα άρθρα 237Α και 396 ΠΚ και η δωροδοκία – δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα κατά το άρθρο 132 του ν. 2725/1999 (Α` 121), η) η διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας κατά το άρθρο 348 ΠΚ, η πορνογραφία ανηλίκων κατά το άρθρο 348Α ΠΚ, η προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους κατά το άρθρο 348Β ΠΚ, οι πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων κατά το άρθρο 348Γ ΠΚ, η μαστροπεία κατά το άρθρο 349 ΠΚ και η γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής κατά το άρθρο 351Α ΠΚ, θ) τα εγκλήματα των άρθρων 20 έως και 23 του ν. 4139/2013 (Α` 74) περί εξαρτησιογόνων ουσιών, ια) τα εγκλήματα των άρθρων 53, 54, 55, 61 και 63 του ν. 3028/2002 (Α` 153) περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιγ) τα εγκλήματα των παρ. 5 έως και 8 του άρθρου 29 και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014 (Α` 80) περί μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης, ιθ) η πειρατεία κατά το άρθρο 215 του ν.δ. 187/1973 (Α` 261) και η εμπορία ανθρώπων του άρθρου 323Α του Π.Κ.), οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις αρκεί το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες αποτελούν βασικά αδικήματα στην Ελλάδα και δεν απαιτείται να είναι αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του ξένου κράτους στο έδαφος του οποίου τελέσθηκαν. Δ) Σύμφωνα δε με τη νέα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 ν. 4557/2018, «3. Καταδίκη για τα αδικήματα της παρ. 1 είναι δυνατή όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό αδίκημα του άρθρου 4, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση με κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, μεταξύ των οποίων και η ταυτότητα του δράστη.».
Με τη διάταξη παραμένει σαφές ότι με την συγκεκριμένη ρύθμιση, καταδίκη για αδικήματα νομιμοποίησης είναι δυνατή μόνον όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από βασικό αδίκημα. Όμως το ότι κατά τη νέα διάταξη δεν απαιτείται η στοιχειοθέτηση με κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται με την εγκληματική δραστηριότητα, αποτελεί μία προβληματική ρύθμιση από την άποψη των αρχών του κράτους δικαίου, καθόσον ένα καίριο στοιχείο της στοιχειοθέτησης και ταυτοποίησης του βασικού αδικήματος είναι η ταυτότητα του δράστη, η οποία είναι σημαντική και για τον υπό συζήτηση νόμο 4557/2018, αφού αυτός ρυθμίζει σημαντικές έννομες συνέπειες ανάλογα με το αν η τέλεση του βασικού εγκλήματος έγινε από το ίδιο πρόσωπο που τέλεσε και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή άλλο πρόσωπο, δηλαδή αν πρόκειται για «αυτοξέπλυμα» ή «ετεροξέπλυμα».
ΙΙ) ΒΑΣΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Α) Το άρθρο 4 του ν. 4557/2018 τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4816/2021, ώστε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2018/1673. Στο νέο άρθρο γίνεται ειδική και εξατομικευμένη παράθεση των βασικών αδικημάτων, ώστε να περιληφθούν στο νόμο τα ρητά αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας εγκλήματα. Παράλληλα γίνεται και η αναγκαία επικαιροποίηση με βάση τις διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα.
Η πρώτη κατηγορία βασικών αδικημάτων συμπεριλαμβάνει ορισμένα ρητά απαριθμούμενα στο νόμο, με περιοριστική απαρίθμηση, βασικά αδικήματα, που τυποποιούνται ειδικά ως αυτοτελείς και διακριτές πράξεις που συνιστούν εγκληματική δραστηριότητα και η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των τριών μηνών, από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος, όπως η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε με το ν. 4816/2021.
Από τη συγκριτική αντιπαραβολή της ισχύουσας διάταξης με την προϊσχύσασα προκύπτει ότι είναι επιεικέστερη η ισχύουσα, δεδομένου ότι αναφέρεται σε κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης με ελάχιστο όριο άνω των τριών μηνών, συνεπώς η ισχύουσα διάταξη προβλέπει όριο της ποινής της στερητικής της ελευθερίας, πέρα και πάνω από το οποίο ένα έγκλημα καθίσταται βασικό αδίκημα του νόμου για την καταπολέμηση νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, ενώ η προϊσχύσασα αναφερόταν σε κάθε άλλο αδίκημα χωρίς να θεσπίζει κατώτερο – ελάχιστο όριο φυλάκισης, δηλαδή αδίκημα που τιμωρείτο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 10 ημερών.
Β) Τέλεση του αδικήματος όταν το βασικό αδίκημα είναι φοροδιαφυγή
Ο κυριότερος προβληματισμός που ανακύπτει, στην προκειμένη περίπτωση, από την ένταξη των φορολογικών παραβάσεων στη λίστα των βασικών αδικημάτων του νόμου περί ξεπλύματος είναι του κατά πόσο δύναται να υπαχθεί στην έννοια της προερχόμενης από το βασικό αδίκημα περιουσίας η εξοικονόμηση μίας δαπάνης που επιτυγχάνει ο δράστης μέσω της φοροδιαφυγής και κατά πόσο το ποσό του φόρου που ο δράστης δεν κατέβαλε στη φορολογική αρχή συνιστά «βρώμικη» περιουσία. Οι δύο ως άνω προβληματισμοί στηρίζονται αφενός, στον κατά νόμο προσδιορισμό της έννοιας της περιουσίας που περιλαμβάνει αύξηση του ενεργητικού και όχι αποφυγή μείωσης αυτού και, αφετέρου, στην παραδοχή ότι η περιουσία που εξοικονομεί ο δράστης και ισούται με το ύψος του φόρου που απέφυγε να καταβάλει προς τη φορολογική διοίκηση δεν προέρχεται από το αδίκημα της φοροδιαφυγής, αλλά αντιθέτως προϋπάρχει του εν λόγω αδικήματος ως νόμιμη περιουσία, η οποία δεν μπορεί να καταστεί αναδρομικά «βρώμικη», δηλαδή κατόπιν μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς τη φορολογική διοίκηση και τέλεση της φοροδιαφυγής. Εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν οι περιπτώσεις της λήψης επιστροφής ΦΠΑ ή λοιπών φόρων με εξαπάτηση της φορολογικής αρχής και της επ’ αμοιβή έκδοσης εικονικού ή πλαστού φορολογικού στοιχείου, καθώς σε αυτές, πράγματι, έχουμε αύξηση της περιουσίας του δράστη και όχι αποφυγή μείωσης αυτής (Βλ. σχετ. ΣυμβΠλημ/ών Αθηνών 3721/2017, Τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν βασικό έγκλημα της νομιμοποίησης, ελλείψει εγκληματικής προέλευσης της περιουσίας. Ειδικότερα, η αύξηση της περιουσίας του δράστη έχει συντελεσθεί στο πλαίσιο νόμιμης συναλλαγής, η δε μη απόδοση στο Δημόσιο του αναλογούντος φόρου, αν και προσπορίζει στο δράστη περιουσιακό όφελος, συνιστάμενη στην εξοικονόμηση δαπάνης, ωστόσο δεν αποτελεί περιουσία ευθέως προερχόμενη από τη φοροδιαφυγή).
ΙΙΙ) ΥΠΟΧΡΕΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
Στο άρθρο 5 του ν. 4557/2018, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4734/2020, ορίζονται τα υπόχρεα πρόσωπα, σε ενσωμάτωση του άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
Υπόχρεα πρόσωπα είναι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που υπόκεινται στις έννομες υποχρεώσεις του νόμου 4557/2018 για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Στη διάταξη απαριθμούνται τα υπόχρεα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι εξωτερικοί λογιστές – φοροτεχνικοί, οι ορκωτοί ελεγκτές – λογιστές και οι εταιρείες ορκωτών ελεγκτών – λογιστών που έχουν εγγραφεί στο δημόσιο μητρώο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι ιδιώτες ελεγκτές, οι μεσίτες ακινήτων, οι μεσίτες πιστώσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα και κάθε πιστωτικός φορέας του ν. 4436/2016, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι έμποροι και οι εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας άνω των 10.000€, οι επιχειρήσεις καζίνο κλπ.
Μεταξύ των υπόχρεων προσώπων είναι και οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι όταν συμμετέχουν, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους, σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ή συναλλαγές επί ακινήτων και όταν βοηθούν στον σχεδιασμό ή τη διενέργεια συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με: εα) την αγορά ή πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, εβ) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, εγ) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, καθώς και τη σύσταση χρηματικών παρακαταθηκών και προεχόντως αυτών που αφορούν σε εγγυοδοσίες που διατάσσονται από τη δικαστική αρχή στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, εδ) τις αναγκαίες εισφορές για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εε) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, εμπιστευμάτων (trusts), εταιρειών εμπιστευματικής διαχείρισης, επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή ανάλογων σχημάτων ή αντίστοιχων νομικών μορφωμάτων.Κατά μία άποψη, η ανωτέρω ευθέως από το νόμο απορρέουσα υποχρέωση των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων είναι ασύμβατη με το δημόσιο λειτούργημά τους και την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πελατών τους. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι δεν είναι υπόχρεα πρόσωπα, σε περίπτωση ποινικής υπόθεσης, που αναλαμβάνουν σε οποιοδήποτε στάδιό της, καθόσον προέχει εν προκειμένω το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου.Στο δε άρθρο 6 αναφέρονται οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του νομοθετήματος
- IV) ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Το άρθρο 39 ν. 4557/2018, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 ν. 4816/2021, καθορίζει τις επιβλητέες ποινές σε περίπτωση τέλεσης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Έτσι, ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο τα άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας 2018/673. Παράλληλα προσαρμόζεται το άρθρο 39 προς το σύστημα ποινών του νέου και ισχύοντος Ποινικού Κώδικα.
Α)Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη της παρ. 1 στοιχ. α΄ του άρθρου 39, για τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στη βασική τους μορφή, προβλέπεται ποινή κάθειρξης πέντε (5) έως οκτώ (8) ετών. Επιβάλλεται επίσης σωρευτικά και χρηματική ποινή από 300 έως 1000 ημερήσιες μονάδες.
Επιεικέστερη διάταξη ως προς τις στερητικές της ελευθερίας ποινές:
Με την προϊσχύσασα διάταξη για την ίδια πράξη προβλεπόταν κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή από 20.000 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 463παρ.3 εδ. Α’ του νέου Π.Κ. (με ισχύ από 1/7/2019 και εφεξής), όπου σε ειδικούς ποινικούς νόμους απειλείται ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83περ. γ’ του νέου Π.Κ., οπότε αντί για την προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης έως 10 έτη, έπρεπε να επιβάλλεται κάθειρξη έως έξι (6) έτη ή φυλάκιση ενός (1) έτους.
Το ισχύον σήμερα πλαίσιο ποινής ισχύει για τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στη βασική τους μορφή, τα οποία τελούνται από 9/7/2021 και εφεξής.
Για τα εγκλήματα, τα οποία έχουν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4816/2021, δηλαδή πριν από την 9/7/2021 και μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού, στη βασική τους μορφή, το πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι το προβλεπόμενο ως άνω από έξι (6) έτη κάθειρξης μέχρι ένα (1) έτος φυλάκισης.
Επιεικέστερη διάταξη ως προς τις χρηματικές ποινές:
Σύμφωνα με την προϊσχύσασα διάταξη η χρηματική ποινή προβλεπόταν από 20.000€ έως 1.000.000€, ενώ σύμφωνα με την ισχύουσα από 300 έως 1.000 ημερήσιες μονάδες. Επομένως η ισχύουσα διάταξη είναι επιεικέστερη και αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις αδικημάτων νομιμοποίησης παράνομων εσόδων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 4816/2021, εφόσον η υπόθεση δεν έχει εκδικασθεί αμετακλήτως.
Β)Διακεκριμένες μορφές – επιβαρυντικές περιπτώσεις, όπου σε όλες προβλέπεται ποινή κάθειρξης έως 10 έτη και χρηματική ποινή από 1.000 έως 5.000 ημερήσιες μονάδες
1η) Η πράξη τελείται από υπόχρεο φυσικό πρόσωπο κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
2η) Η πράξη τελείται, προς όφελος υπόχρεου νομικού προσώπου ή οντότητας, από φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου (ή της οντότητας) και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού.
3η) Το αντικείμενο της νομιμοποίησης υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των 120.000 ευρώ.
4η) Η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης, προέρχεται από τα κακουργήματα των περιπτώσεων α’, β’, γ’, η’, θ΄ του άρθρου 4 ν. 4557/2018.
5η) Η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης, προέρχεται από τα κακουργήματα των άρθρων 323Α, 374, 380παρ. 2 και 385 παρ. 3 εδ. β’ Π.Κ. και της παρ. 5 του άρθρου 29 και άρθρου 30 ν. 4251/2014 (Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης).
Στο άρθρο 39 παρ. 1 γ του ν. 4557/2018 προβλέπονται και δύο επιβαρυντικές περιστάσεις, αυτή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης κακουργηματικών πράξεων νομιμοποίησης και αυτή της τέλεσης κακουργηματικών πράξεων νομιμοποίησης από μέλος εγκληματικής οργάνωσης, οπότε προβλέπεται ποινή κάθειρξης και χρηματική ποινή από 2.000 έως 10.000 ημερήσιες μονάδες.
Γ) Εάν το βασικό αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος: α) η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή έως 300 ημερήσιες μονάδες και β) σε περίπτωση που συντρέχει επιβαρυντική περίσταση κατ’ επάγγελμα τέλεσης του αδικήματος, η ποινή είναι κάθειρξη και χρηματική ποινή από 2.000 έως 10.000 ημερήσιες μονάδες (άρθρο 39 παρ. 1γ ν. 4557/2018).
Σε σχέση με την προϊσχύσασα διάταξη, η ισχύουσα διάταξη είναι επιεικέστερη ως προς την στερητική της ελευθερίας ποινή, δεδομένου ότι αυτή προβλέπει χαμηλότερο το ανώτερο όριο ποινής, που είναι τα τρία (3) έτη, έναντι της προϊσχύσασας που προέβλεπε ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, είναι δε επιεικέστερη και ως προς την χρηματική ποινή.
Επίσης, άλλη πλημμεληματική περίπτωση είναι αυτή του άρθρου 39 παρ. 1 στ ν. 45557/2018 σύμφωνα με την οποία, ο υπαίτιος εγκλήματος απόκτησης, κατοχής ή χρήσης περιουσίας, που είναι οικείος του υπαίτιου του βασικού αδικήματος και δεν είναι συμμέτοχος του βασικού αδικήματος, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή έως 500 ημερήσιες μονάδες. Ο συγκεκριμένος όμως κανόνας δεν εφαρμόζεται, αν συντρέχουν περιστάσεις κατ’ επάγγελμα τέλεσης της νομιμοποίησης από τον οικείο.
Κατά την ισχύουσα διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 39 ν. 4557/2018, άλλη μία περίπτωση πλημμεληματικής αντιμετώπισης του αδικήματος, είναι αυτή του υπαλλήλου του υπόχρεου νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου υπόχρεου προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών προσώπου, παραλείπει να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία κατά παράβαση των διατάξεων, οπότε τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και χρηματική ποινή έως 200 ημερήσιες μονάδες.
Δ) Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1ε ν. 4557/2018, η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία για τις πράξεις νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, εφόσον όμως τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων αυτών είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, εκτός εάν για την πράξη της νομιμοποίησης απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή με υψηλότερο ανώτατο όριο, οπότε ο αυτουργός ή συμμέτοχος της πράξης νομιμοποίησης τιμωρείται και για τη νομιμοποίηση παρά την καταδίκη του για το βασικό έγκλημα. Ο σκοπός της διάταξης είναι η αποφυγή της διπλής τιμωρίας, για την ίδια ουσιαστικά πράξη.
Επιπλέον, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, που έχουν προκύψει από το βασικό έγκλημα, δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος, εκτός εάν συντρέχουν οι περιστάσεις της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της νομιμοποίησης.
- V) Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Με το άρθρο 42 του ν. 4557/2018, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 4816/2021, επήλθαν τροποποιήσεις σε σχέση με την προϊσχύσασα διάταξη και αναγκαίες προσαρμογές προς τις ρυθμίσεις του νέου Κ.Π.Δ. και αναφέρεται στη δέσμευση και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων του κατηγορούμενου στο στάδιο της κύριας ανάκρισης για το αδίκημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή για το βασικό αδίκημα είτε της προκαταρκτικής εξέτασης ή της προανάκρισης καθώς και σε όλη την προβλεπόμενη διαδικασία αυτών.
Στο άρθρο 44 του ν. 4557/2018 ρυθμίζεται η πρόσβαση δικαστικών αρχών σε αρχεία και στοιχεία, πρέπει δε να επισημανθεί ότι η εξουσία των Εισαγγελικών και Δικαστικών Αρχών σε περίπτωση έρευνας για εγκλήματα νομιμοποίησης εκτείνεται σε
Με το άρθρο 47 θεσπίζεται η μετονομασία της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 σε Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, προσδιορίζονται οι σκοποί αυτής, η οποία έχει διοικητική και λειτουργική ανεξαρτησία, προβλέπεται η συγκρότησή της Αρχής από τον Πρόεδρο (ο όποιος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επί τιμή) και 17 μέλη, η θητεία τους και η εκπροσώπησή της.
Με το άρθρο 42 παρ. 7 του ν. 4557/2018, όπως διαμορφώθηκε, προβλέπεται η δυνατότητα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, θυρίδων και χρηματοπιστωτικών μέσων, εν γένει, καθώς και η απαγόρευση μεταβίβασης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, κατόπιν έκδοσης διάταξης του προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι α) η διεξαγωγή έρευνας από την αρχή προς εντοπισμό πράξεων νομιμοποίησης ή βασικών αδικημάτων, β) η συνδρομή βάσιμων υπονοιών ότι έχει τελεστεί βασικό αδίκημα ή πράξη νομιμοποίησης και γ) η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης (λ.χ. κίνδυνος άμεσης εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέσω αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων και συγκάλυψης ιχνών αδικημάτων των δραστών). Πρόκειται για μέτρο που λαμβάνει η αρχή σε βάρος υπόπτου προκειμένου, στο πλαίσιο της έρευνας της, α) να συλλέξει πληροφορίες και αποδείξεις για την τέλεση βασικών αδικημάτων και πράξεων νομιμοποίησης και β) να αδρανοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου, διατηρώντας αυτά ακέραια, εμποδίζοντας τον, παράλληλα, ιδίως από τη χρήση του οικονομικού (τραπεζικού) συστήματος.
Σύμφωνα με τη με αριθμ. 1/2022 Ολ.Α.Π., η αρμοδιότητα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες να διενεργεί τις σχετικές έρευνες, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν. Η αρμοδιότητα αυτή του Προέδρου της Αρχής έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου. Καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του έκρινε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ότι δεν υφίσταται η ως άνω αρμοδιότητα, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης. Αναιρεί την 4445/2019 ΠΛΗΜΜ ΑΘ (ΣΥΜΒ). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 45/2021 ΑΠ (ΠΟΙΝ). Σύμφωνα με την ΑΠ 4/2022 (Ολ.) η δέσμευση αυτή επιβλήθηκε λόγω της ένταξης του ως άνω κατηγορούμενου, με την απόφαση …………….2019 της Προέδρου της “Αρχής”, στον συντασσόμενο και τηρούμενο από αυτή (“Αρχή”), κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 50 του Ν. 4557/2018, κατάλογο σχετιζόμενων, με την τρομοκρατία, προσώπων, και, συνεπώς, συνιστούν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αυτοτελή μέτρα τα οποία λήφθηκαν από ανεξάρτητη διοικητική αρχή στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της αποκλειστικά για την πρόληψη ή την καταστολή σχετικών πράξεων, κατά τη διάταξη δε της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου, ανακαλούνται αυτές (αποφάσεις) από την ίδια “Αρχή” είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση των προσδιοριζόμενων στις αποφάσεις πραγματικών δικαιούχων ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, αν η “Αρχή” πειστεί ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη τους, κατά της απορριπτικής δε, για τη σχετική αίτηση προς την “Αρχή”, απόφασης αυτής (“Αρχής”) προβλέπεται η άσκηση από τα θιγόμενα πρόσωπα προσφυγής, η οποία έχει το χαρακτήρα του ειδικού ένδικου βοηθήματος και έχει αποσυσχετιστεί από την εκδίκαση της σχετικής ποινικής κατηγορίας, αποκλειστικά δε αρμόδιο να αποφανθεί επί αυτής (προσφυγής) είναι, κατά τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 50 του Ν. 4557/2018, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέτρο αυτό μπορεί να διαταχθεί πριν από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία και πριν ακόμη ο δράστης αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου μετά από άσκηση ποινικής δίωξης. Το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο έχει απόλυτη νομική αδυναμία διάθεσης και χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων. Δύναται, ωστόσο, α) να ασκήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 42 παρ. 4 του ν. 4557/2018 προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επίδοση της διάταξης της αρχής ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης (επειδή, λόγου χάρη, η δεσμευμένη περιουσία έχει νόμιμη προέλευση, όπως όταν έχει αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της τέλεσης του βασικού αδικήματος, είτε επειδή δεν συνδέεται με το όφελος που φέρεται να αποκομίστηκε, όπως συμβαίνει λ.χ. με δεσμευμένους μισθούς και συντάξεις, ή είναι απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του υπόπτου κ.ο.κ.) καθώς και β) να αιτηθεί από την εκδούσα αρχή την ανάκληση της εκδοθείσας διατάξεως λόγω συνδρομής νέων περιστατικών στο πρόσωπο του υπόπτου ή μελών της οικογένειας του.
Πράγματι, τα δικαστήρια αίρουν την επιβληθείσα δέσμευση όταν δεν συνέτρεξαν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις για την επιβολή της. Ειδικότερα με την ΣυμΠλημΑθ 3216/2019 κρίθηκε ότι δε δύναται να αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης τραπεζικές καταθέσεις που εισέρχονται στους λογαριασμούς έχοντας εγγυημένα νόμιμη προέλευση που προκύπτει, αδιαμφισβήτητα, και από τη σχετική τους αιτιολογία. Το απόσπασμα της αποφάσεως έχει επί λέξει ως εξής «Συγκεκριμένα, από το αντίγραφο κίνησης του δεσμευθέντος λογαριασμού προκύπτει πως σε αυτόν, ανά δεκαπενθήμερο, κατατίθεται από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, με την αιτιολογία «μισθός», η μισθοδοσία της, ως δημοσίας υπαλλήλου του εν λόγω δημοσίου φορέα. Τα δε χρηματικά μεγέθη που κατατίθενται περιοδικά στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό με την ανωτέρω ασφαλώς εξακριβωθείσα προέλευση, ως εγκείμενα σε μισθοδοσία από δημόσιο οργανισμό, εξ ορισμού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, δεν είναι δυνατό να σχετίζονται με παράνομη δραστηριότητα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, και δη αυτή της παθητικής δωροδοκίας εν προκειμένω, ούτε να αποτελούν αποκυήματα τέτοιας έκνομης πρακτικής».
Με την ΣυμΠλημΑθ. 3721/2017, περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι δεν δύναται η δεσμευμένη περιουσία να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα καθώς αποκτήθηκε προγενέστερα του φερόμενου χρόνου τέλεσης του βασικού αδικήματος. Η απόφαση έκανε, ιδίως, δεκτά τα ακόλουθα: «Κατ’ ακολουθίαν, προέκυψε ότι αφενός ο ……….. του … δεν είχε στην κατοχή του κάποια περιουσία κατά τα έτη 2008-2016 (χρονικό διάστημα κατά το οποίο δύναται να τελεστεί το αδίκημα της νομιμοποίησης του προϊόντος που απέκτησε από το βασικό αδίκημα), την οποία είτε απαλλοτρίωσε είτε απέκρυψε με άλλο τρόπο είτε συνέμειξε με έτερα περιουσιακά στοιχεία του είτε μετέφερε σε λογαριασμούς τρίτων κ.λπ., με αποτέλεσμα να μην προκύπτουν, ως προς αυτόν, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, επαρκείς ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος, δυνάμει του οποίου δεσμεύτηκαν από την Αρχή, λόγω κατεπείγοντος, τα ανωτέρω περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία προφανώς και δεν σχετίζονται με το διερευνώμενο από την Αρχή αδίκημα, αφού αυτά είχαν αποκτηθεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο από την τέλεση του βασικού αδικήματος. (ΠΟΙΝΧΡ 2018/544) Ενώ, συχνή είναι η αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων για λόγους ικανοποίησης βιοτικών αναγκών των φερόμενων ως υπόπτων δραστών. Επ’ αυτού κρίνει η ΣυμβΑΠ 1374/2020 κατά την οποία ««προβλέπεται η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που εντάσσονται στον κατάλογο των υπόπτων, πλην, όμως, από τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται η αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών τους στοιχείων. Από την επισκόπηση της προσαβαλλόμενης απόφασης της Β` Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της απόφασης ../24-3-2020 Προέδρου της ίδιας Αρχής προκύπτει ότι έχει δεσμευτεί το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος. Η δέσμευση, όμως αυτή, χωρίς περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων και του σκοπού τον οποίο αυτά εκπληρώνουν, δε πληροί το σκοπό του νόμου, διότι δεν μπορεί να κριθεί, αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ούτε αν από αυτά και τα τυχόν εισοδήματά τους ο προσφεύγων καλύπτει τις γενικότερες αναγκαίες δαπάνες διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, τα έξοδα για τη νομική του υποστήριξη και τα βασικά έξοδα για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων». Δ) Τροποποιήσεις – Άυλες αξίες Με το νόμο 4947/2022 (ΦΕΚ Α 124/23.06.2022) επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλα νομοθετήματα.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, με τις διατάξεις του Μέρους Α’ επιδιώκεται η αντιμετώπιση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών με τον ορισμό των συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων σχετικά με αυτά τα μέσα πληρωμής, προκειμένου να συνεχισθεί ανεμπόδιστα η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και να διευκολυνθεί η διάδοση της καινοτομίας στον τομέα των τεχνολογιών πληρωμών.
Επιπλέον, στόχος είναι η διεύρυνση της προστασίας των παραδοσιακών υλικών μέσων πληρωμής και στα άυλα μέσα πληρωμής, που σχετίζονται με το ψηφιακό περιβάλλον, καθώς και η διευκόλυνση της πρόληψης των αδικημάτων αυτών και η παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα.
Το Μέρος Β’ αυτού στοχεύει στη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48 και της απόφασης – πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και η αποτελεσματική εφαρμογή τους, καθώς και στην πλήρη ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας 541/2017 και την ενίσχυση της εθνικής έννομης τάξης με τα κατάλληλα νομοθετικά εργαλεία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Περαιτέρω, σκοπό αποτελεί η επιτάχυνση της εκδίκασης ποινικών υποθέσεων και της έκδοσης αποφάσεων και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων εκδικητικής πορνογραφίας, η οποία ως πράξη δεν τυποποιούνταν ως τώρα ως ποινικό αδίκημα.
Στο άρθρο 41, σχετικά με την αναβολή της δίκης, η τροποποίηση του άρθρου 349 του ΚΠΔ, αφορά στην παρ. 2Α, η οποία διαμορφώνεται ως ακολούθως: «2A. Για την υποβολή αιτήματος αναβολής που συνίσταται σε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας λόγω συμμετοχής του σε άλλη δίκη ή διαδικασία, απαιτείται, αυτός που προβάλλει το κώλυμα να προσκομίζει υποχρεωτικά στο δικαστήριο κάθε νομιμοποιητικό, διαδικαστικό ή άλλο έγγραφο, με το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος της αναβολής. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής.»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος αντέδρασε δικαίως θα λέγαμε, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι: η όποια προσπάθεια στοχοποίησης των δικηγόρων, ως υπεύθυνων για την αναβολή της συζήτησης υποθέσεων και για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, είναι απαράδεκτη και αποπροσανατολιστική. Παράλληλα, αμφισβητείται η δικαιοδοτική κρίση του δικαστή, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος, κατ’ άρθρο 87 του Συντάγματος, να αποφασίζει. Οι καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης έχουν συγκεκριμένες αιτίες, τις οποίες το δικηγορικό σώμα έχει αναδείξει και στηλιτεύσει, κατ’ επανάληψη και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που, ως φαίνεται, έχει ενοχλήσει πολλούς.
Η προωθούμενη διάταξη παραβιάζει βασικές αρχές της ποινικής δίκης, αφού στερεί από τους διαδίκους και ιδίως από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα εκπροσώπησής τους από τον δικηγόρο της επιλογής τους και μάλιστα χωρίς να υφίσταται ιδιαίτερος λόγος, όπως σε περίπτωση κινδύνου παραγραφής του αδικήματος.
Οι κυριότερες αλλαγές που επέρχονται με το νέο νόμο σχετικά με τα άυλα μέσα πληρωμής, τα οποία είναι οι ψηφιακές μορφές πληρωμής, όπως πληρωμές μέσω κινητών συσκευών, ηλεκτρονικά πορτοφόλια και εικονικά νομίσματα, είναι οι ακόλουθες: προστίθεται στον Π.Κ. το άρθρο 209 σχετικά με την παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής, το άρθρο 210 που αφορά στην παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής, το άρθρο 210Α σχετικά με την αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής, το άρθρο 210Β που περιλαμβάνει τις διακεκριμένες περιπτώσεις εγκληματικής οργάνωσης κατά την τέλεση των κακουργημάτων των άρθρων 207, 208 και 209 Π.Κ. Επιπλέον προστίθεται το άρθρο 379 Π.Κ. που αφορά στην φθορά ψηφιακών δεδομένων και το άρθρο 379Α στις διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης. Με το άρθρο δε 21 του ν. 4947/2022 αυξάνεται ο αριθμός των εγκλημάτων για τα οποία είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων.
Ε) ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από τα όσα εξετέθησαν καθίσταται αντιληπτό ότι οι υπό κρίση ποινικές διατάξεις του ν. 4557/2018 περιγράφουν ένα από τα δυσχερέστερα στην τυποποίηση του αδικήματα λόγω της πολυπλοκότητας και της πολυμορφίας εμφάνισής του στην πράξη. Πολλά, δε, από τα βασικά αδικήματα που περιγράφονται στη λίστα του αρ. 4 εγείρουν προβληματισμούς σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να παράξουν «βρόμικη» περιουσία. Τέτοια είναι και τα αναφερθέντα στο παρόν, φορολογικά αδικήματα. Η αλήθεια είναι πώς, μέσω της οικείας πολυσχιδούς νομοθεσίας, ο νομοθέτης προσπαθεί να εντοπίσει κάθε μορφή νομιμοποίησης (εντάσσοντας στα βασικά αδικήματα ακόμη και περιπτώσεις που δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τις λοιπές νομοθετικές αξιολογήσεις και ορισμούς) και να προβλέψει κάθε εγκληματικό ελιγμό δραστών. Περαιτέρω οι διωκτικές αρχές, με εξαιρετική συχνότητα, προβαίνουν σε δυσβάσταχτα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος των υπόπτων σε σύνολο περιουσιακών στοιχείων, αδιακρίτως, δεσμεύοντας πολλές φορές και περιουσία νόμιμης προέλευσης. Ωστόσο, μέσα από τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται στον κατηγορούμενο και κατόπιν της κατάλληλης νομικής υποστήριξης δύναται ο τελευταίος να εκθέσει τη νομιμότητα των συναλλαγών του και να αξιώσει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ποινικών διατάξεων.
Ελένη Γρ. Ακονίδου
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Αρεοπαγίτης) Η ελευθερία της έκφρασης, τα ΜΜΕ και η Δικαιοσύνη.
22ο επιστημονικό συνέδριο Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων, Πάτρα 9-10/7/2022
Η ελευθερία της έκφρασης τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η Δικαιοσύνη.
Εισηγητής
Γεώργιος Γρ. Παπαγεωργίου
Πρόεδρος Εφετών Πειραιά
LLM (HULL UK) Διεθνές Δίκαιο
Η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας[1] αποτελεί όψη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της οργανωτικής βάσης του πολιτεύματος μας που αποβλέπει στην εξασφάλιση της Ελευθερίας των πολιτών μέσω της αμοιβαίας εξισορρόπησης και του αμοιβαίου ελέγχου που επέρχεται όταν μία εξουσία περιστέλλει και περιορίζει την άλλη . εκτός από θεμέλιο του Κράτους δικαίου, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί η σύνδεση της δικαστικής Ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και γενικώς του ποιοτικού δικαστικού συστήματος με την οικονομική ανάπτυξη.
Η δικαστική ανεξαρτησία συνίσταται στην ελευθερία του δικαστή να αποφαίνεται αποκλειστικά με βάση τη συνείδηση του στηριζόμενος στον νόμο χωρίς να υπόκειται σε πιέσεις εκφοβισμό Η επιρροή από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται. οι δικαστικοί ανεξαρτησία δεν είναι προνόμιο των δικαστών άλλα εγγύηση υπέρ των πολιτών για την εμπέδωση του κράτους δικαίου και των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τους. Εξάλλου η ανεξαρτησία συμπλέκεται στενά με την αμεροληψία το άλλο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της δικαστικής λειτουργίας ανεξάρτητος δικαστής είναι και αμερόληπτος
Θεμέλιο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι το άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος και ο κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών που εξειδικεύει τις συνταγματικές διατάξεις[2]. Εκτός όμως από τον καταστατικό μας Χάρτη την ανεξαρτησία των δικαστών και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνουν και διεθνή κείμενα άλλοτε του ήπιου (soft law ) λεγόμενου και άλλοτε του κατά κυριολεξία δικαίου του αυστηρού.
Ενδεικτικά στη δικαστική ανεξαρτησία αναφέρεται η Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ , το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το νόμο 2462 του 1977 ,[3] το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ[4] που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη , καθώς επίσης και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ όπου στο άρθρο 47 κατοχυρώνεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. το ΕΔΔΑ έχει κρίνει κατ΄ επανάληψη ότι ανεξαρτησία δεν αποκλειστικά βάσει των αντικειμενικών δεδομένων σχετίζονται με το κατά τον νόμο status των δικαστών.
Η δικαστική ανεξαρτησία μπορεί να απειληθεί με πλάγιο με έμμεσο τρόπο με τη συνεχή αμφισβήτηση και τον σχολιασμό την υπονομευτική για το κύρος της κριτική δικαστικών αποφάσεων και ενεργειών.
Όπως αναφέρει και ο Βασίλειος Ανδρουλάκης[5], δεν αποτελεί πρόβλημα η άσκηση Κριτικής των δικαστικών αποφάσεων και ο σχολιασμός των δικαστικών ενεργειών. Το Σύνταγμα δεν τοποθετεί τη δικαιοσύνη και τους δικαστές στο απυρόβλητο ούτε επιτρέπει μόνο μία επιστημονική η κριτική των οι ενέργειες της δικαιοσύνης αναμφίβολα Είναι και αυτές αντικείμενο του δημοσίου δημοκρατικού διαλόγου. ζήτημα δημιουργείται όταν επιχειρείται ή φαίνεται να επιχειρείται αθέμιτος επηρεασμός των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, κυρίως όταν ο σχολιασμός αφορά εκκρεμή υπόθεση υπ’ αυτή την έννοια ακόμα και μέσω μιας εγκωμιαστικής εκδήλωσης γνώμης επιχειρείται επηρεασμός της δικαιοσύνης.
Εύστοχες είναι οι παρατηρήσεις του επίτιμου αντεισαγγελέα του Α.Π. κ. Μαρκή στο θέμα αυτό για το πως αντιμετωπίζονται στο εσωτερικό της δικαιοσύνης, οι προσπάθειες επηρεασμού και καθοδήγησης από εξωγενείς παράγοντες που αν και διατυπώθηκαν το 2018 είναι ακόμη επίκαιρες[6].
«Μεγάλος αριθμός δικαστικών λειτουργών και κυρίως εκείνοι που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και τη συγκρότησή τους παραμένουν αδιάφοροι και ενεργούν ψύχραιμα και κατά συνείδηση. Ένας μικρός αριθμός θέλγεται από τους επαίνους και τα συγχαρητήρια και φροντίζει να συμπλέει προς την κατεύθυνση αυτή. Άλλους, ελάχιστους φοβίζουν οι επιθέσεις και τα αρνητικά δημοσιεύματα, κυρίως όταν πρόκειται για επιθέσεις κατά συγκεκριμένου προσώπου. Τέλος υπάρχει ένας μικρός αριθμός δικαστικών λειτουργών που οι οποιεσδήποτε επιθέσεις, όχι μόνον δεν τους πτοούν, αλλά λειτουργούν προς αντίθετη κατεύθυνση για να αποδείξουν ότι διαθέτουν δικαστικό φρόνημα που δεν κάμπτεται από οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση».
Ο τύπος διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία . Ωστόσο οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν πάντα κατά νου τα κείμενά τους μπορεί ηθελημένα ή όχι να υποσκάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο ρολό των δικαστηρίων[7].
Όπως έχει παρατηρηθεί από την κυρία Γκάνα Μαρία [8] η συστηματική στρεβλή περιγραφή γεγονότων σε συνδυασμό με τη στοχευμένη προβολή σκανδάλων, διαρροών και αδόκιμων στιγμών στα κοινωνικά δίκτυα έχει ως αναπόδραστο μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωση του θεσμού, την κάμψη του φρονήματος των δικαστών και τελικώς την απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη. Και όταν η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη απολεσθεί, η υπονόμευση της ανεξαρτησίας της είναι προ των πυλών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Πολωνία, όπου με το πρόσχημα της καταπολέμησης της διαφθοράς στο δικαστικό σώμα υιοθετήθηκαν μέτρα που βάλλουν ευθέως κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας και έχουν οδηγήσει τη χώρα σε καταδίκη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση των αρχών της δικαστικής ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας .
Η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται νομοθετικά από το ευρύ πλέγμα των άρθρων 14 παρ. 1 του Συντάγματος, 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 19 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 19 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακηρύξεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ενεργητική της μορφή, πρόκειται ουσιαστικά για την ενεργή άσκηση της ελευθερίας του λόγου από τον φορέα του δικαιώματος ως πηγή μηνυμάτων επικοινωνιακού περιεχομένου, ενώ η παθητική της μορφή ορίζεται ως η ικανότητα κάθε ατόμου να συνιστά αποδέκτη μηνυμάτων.
Το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης με τους παρακάτω όρους:
- Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
- Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν,την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι υψίστης σημασίας. Ο ρόλος του “δημόσιου φύλακα” είναι κάτι που το ΕΔΑΔ έχει τονίσει σε πολλές περιπτώσεις.
Στην υπόθεση Castells εναντίον Ισπανίας[9], το Δικαστήριο αναφέρει
«ότι η ελευθερία του Τύπου προσφέρει στο κοινό ένα από τα καλύτερα μέσα ανακάλυψης και διαμόρφωσης άποψης για τις ιδέες και συμπεριφορές των πολιτικών τους αρχηγών. Συγκεκριμένα, δίνει στους πολιτικούς την ευκαιρία να στοχάζονται και να σχολιάζουν τις ανησυχίες της κοινής γνώμης. Αυτό, συνεπώς, δίνει τη δυνατότητα στον καθένα να συμμετέχει σε ελεύθερο πολιτικό διάλογο, που είναι η θεμελιώδης ιδέα μιας δημοκρατικής κοινωνίας.».
Επιπλέον στην υπόθεση Pedersen and Baadsgaard v. Denmark[10], το δικαστήριο επιβεβαίωσε τον ουσιαστικό ρόλο του ελεύθερου τύπου στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Καθήκον του οποίου είναι να μεταδίδει – κατά τρόπο συνεπή προς τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του – πληροφορίες και ιδέες για όλα τα θέματα δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την απονομή της δικαιοσύνης. Όχι μόνο ο Τύπος έχει το καθήκον να μεταδώσει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες. το κοινό έχει επίσης δικαίωμα να τα λάβει. Αν ήταν διαφορετικά, ο Τύπος δεν θα ήταν σε θέση να παίξει τον ζωτικό του ρόλο του «δημόσιου φύλακα».
Σε ότι αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης σε σχέση με την δικαιοσύνη παρατηρούμε ότι μπορεί να τεθούν περιορισμοί σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις : 1. Περιορισμοί ως προς την κριτική για την διαχείριση της δικαιοσύνης 2. Περιορισμοί για την αναφορά συγκεκριμένης ενεργούς υποθέσεως και 3, Περιορισμοί για την ελευθερία της έκφρασης στους παράγοντες απονομής της δικαιοσύνης. .
Στην υπόθεση THE SUNDAY TIMES v. THE UNITED KINGDOM [11] , το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι η φράση «εξουσία της δικαστικής εξουσίας» περιλαμβάνει, ειδικότερα, την έννοια ότι τα δικαστήρια είναι και γίνονται δεκτά από το ευρύ κοινό ως το κατάλληλο βήμα για την εξακρίβωση των νόμιμων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την επίλυση των σχετικών διαφορών. Επιπλέον, ότι το ευρύ κοινό έχει σεβασμό και εμπιστοσύνη στην ικανότητα των δικαστηρίων να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία. Και ως εκ τούτου συνεχίζει το ΕΔΔΑ , στην υπόθεση ΜΟRICE , μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητο να προστατευθεί αυτή η εμπιστοσύνη έναντι αβάσιμων καταστρεπτικών επιθέσεων, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι οι δικαστές που έχουν επικριθεί υπόκεινται σε καθήκον διακριτικότητας που τους εμποδίζει να απαντήσουν[12]. Η ειδική ιδιότητα των δικηγόρων τους δίνει κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης ως διαμεσολαβητές μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διασφάλιση ότι τα δικαστήρια, των οποίων η αποστολή είναι θεμελιώδης σε ένα κράτος που βασίζεται στο κράτος δικαίου, απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του κοινού.[13] Ενώ υπόκεινται σε περιορισμούς στην επαγγελματική τους συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι διακριτική, έντιμη και αξιοπρεπής, απολαμβάνουν επίσης αποκλειστικά δικαιώματα και προνόμια που μπορεί να διαφέρουν από τη μια δικαιοδοσία στην άλλη – μεταξύ αυτών, συνήθως, ένα ορισμένο περιθώριο όσον αφορά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στο δικαστήριο [14].
Περιορισμός από την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και την προστασία της προσωπικότητας .
Για την σωστή εφαρμογή του άρθρου 10 τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να εφαρμόσουν τα πρότυπα που είναι σύμφωνα με τις αρχές που ενσωματώνονται στο άρθρο 10 [15]
Όταν καλείται να εξετάσει την αναγκαιότητα μιας παρέμβασης σε μία δημοκρατική κοινωνία προς συμφέρον της «προστασίας της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων», το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να διαπιστώσει εάν οι εγχώριες αρχές πέτυχαν μία δίκαιη ισορροπία όταν προστατεύουν δύο αξίες που εγγυώνται από την Σύμβαση οι οποίες μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους σε ορισμένες περιπτώσεις, δηλαδή, από την μία πλευρά, η ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται από το Άρθρο 10 και από την άλλη πλευρά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 8 [16]. Παρόλα αυτά, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 8, μία προσβολή κατά της υπόληψης ενός ατόμου πρέπει επιτύχει ένα ορισμένο επίπεδο σοβαρότητας και να εκτελεστεί κατά τρόπο που να προκαλεί ζημία στο προσωπικό προνόμιο του δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής[17] . Από την άλλη πλευρά, το Άρθρο 8 δεν μπορεί να είναι βάσιμο προκειμένου να υπάρξει καταγγελία για απώλεια φήμης η οποία είναι η αναμενόμενη συνέπεια των προσωπικών ενεργειών ενός προσώπου, όπως για παράδειγμα, η διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος [18].
Όπου το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης αντισταθμίζεται με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, τα αντίστοιχα κριτήρια που παρατίθενται στη νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνουν: (α) συνδρομή σε διάλογο γενικού ενδιαφέροντος· (β) πόσο γνωστό είναι το άτομο που αφορά και ποιο ήταν το θέμα της δημοσίευσης· (γ) προηγούμενη συμπεριφορά του προσώπου που αφορά· (δ) μέθοδος λήψης πληροφοριών και εγκυρότητα αυτών· (ε) περιεχόμενο, μορφή και συνέπειες της δημοσίευσης· και (στ) σοβαρότητα της κύρωσης που επιβλήθηκε [19]
Όταν οι εθνικές αρχές έχουν σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου, απαιτούνται σοβαροί λόγοι προκειμένου να υποκαταστήσει την άποψή του με την άποψη των εθνικών δικαστηρίων[20]. Κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει την προσαπτόμενη επέμβαση υπό το πρίσμα της υπόθεσης στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν κατά του προσφεύγοντος και του πλαισίου στο οποίο διατυπώθηκαν[21] .
Προσέξτε όμως : μια ιδιωτική διαφορά μεταξύ του διευθύνοντος συμβούλου μιας εταιρίας και της πρώην νομικής συμβούλου της, η οποία δεν έγινε ευρύτερα γνωστή στο κοινό – δεν παρέχει καμία δικαιολογία για την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας που θεωρείται κρατική παρέμβαση . Μια τέτοια κύρωση από τη φύση της αναπόφευκτα λειτουργεί κατασταλτικά στην ελευθερία της έκφρασης, και το συμπέρασμα αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η εκτέλεση της ποινής του προσφεύγοντος ανεστάλη, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια η καταδίκη δεν διαγράφηκε [22]
Η κρατική επέμβαση με την επιβολή ποινικής κύρωσης πρέπει να παραμένει το ultimum refugium
Δεν είναι τυχαίο ούτε συμπτωματικό ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Ψήφισμα του της 16ης Σεπτεμβρίου 2021 σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και την περαιτέρω επιδείνωση του κράτους δικαίου στην Πολωνία [23] αναφέρεται και στην κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα αυτή.
Ως μέτρα για την ορθή κάλυψη μιας είδησης δικαστικού ενδιαφέροντος θα μπορούσαν να νοηθούν τα κατωτέρω :
- Εξισορρόπηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη με το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση
- Η παροχή πληροφοριών ή η διατύπωση γνωμών σχετικά με ποινικές υποθέσεις δεν θα πρέπει να υποκινούν μίσος ή προκατάληψη στην κοινωνία
- Δημοσιοποίηση πληροφοριών με τρόπο που δεν προάγει τις διακρίσεις
- Επανόρθωση σφαλμάτων ή δημοσιευμένων πληροφοριών που αποδεικνύονται ανακριβείς
Ελπίζω το συνέδριο να συνδράμει στην εύρεση ισόρροπων λύσεων μεταξύ του κοινού συμφέροντος όλων των κοινωνών που είναι αυτό της δικαιοσύνης και να εκλείψει πλέον «το περιβάλλον της επικοινωνιακής βαρβαρότητας», όπως το κατονόμασε ο καθηγητής κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος[24].
[1] Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΣΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ, του Παν. Δανιά – Εφέτη Δ.Δ. – Προέδρου Δ.Σ. της Ένωσης Δ.Δ.
https://lawnet.gr/law-news/i-dikastiki-anexartisia-ston-21o-aiona-tou-pan-dania-efeti-d-d-proedrou-d-s-tis-enosis-d-d/
[2] Ευάγγελου Ρίκου-Παναγιώτη Κατράλη «Αι Εξουσίαι των Δικαστών», ΝοΒ 1982/1423 (ιδίως σελ. 1424-1425 και 1432-1433, Η δικαστική ανεξαρτησία και η πολιτική εξουσία στη δικαστική πρακτική”, ο Αβραάμ Σταθόπουλος εκδόσεις Νομική βιβλιοθήκη
[3] ΕΕΕΕ 18.12.2000 , c 364/1
[4] Νόμος 2329/1953
[5] Ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας , Θεωρία και πράξη διοικητικού δικαίου ,2018 σελ. 319
[6] (https://ekyklos.gr/
sb/573-omilia-v-markis-stin-ekdilosi-koino-peri-dikaiou-aisthima-vs-kratos-dikaiou.html )
[7] ΕΔΔΑ Αποφάσεις : Worm κατά Αυστρίας, 29-8-1997, σκέψη 47 και Bédat κατά Ελβετίας, 29-3-2016, σκέψη 51.
[8] Ο δικαστής μιλάει μόνο μέσω των αποφάσεών του; Επανεξέταση μιας παραδοσιακής αντίληψης για τη δικαιοσύνη στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον, Μαρία Γκάνα, Πάρεδρος ΣτΕ
[9] Απόφαση 23 Απριλίου 1992, Σειρά A νο. 23
[10] 17 December 2004
[11] Application no. 6538/74 26 April 1979
[12] Καρπέτας κατά Ελλάδας Προσφυγή αριθ. 6086/10 Sgarbi, κατά Ιταλίας (déc.), αριθ. 37115/06, 21 Οκτωβρίου 2008 και Sophie Floquet et Francis Esménard κατά Γαλλίας (déc.), αριθ. 29064/08 και 29979/08, 10 Ιανουαρίου 2012).
[13] Morice v. France [GC], §§ 132-139; Schöpfer v. Switzerland, §§ 29-30; Nikula v. Finland, § 45; Amihalachioaie v. Moldova, § 27; Kyprianou v. Cyprus [GC], § 173; André and Another v. France, § 42; Morice v. France, § 42; and Bagirov v. Azerbaijan, §§ 78 and 99.
[14] Morice v. France [GC], § 133; Steur v. the Netherlands, § 38.
[15] σχετικά Lindon, Otchakovsky-Laurens και July εναντίον Γαλλίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 21279/02 και αρ. 36448/02, §45, ΕΔΔΑ 2007-IV, και Mengi κατά Τουρκίας, αρ. 13471/05 και αρ.38787/07, §48, 27 Νοεμβρίου 2012).
[16] βλ. MGN Limited εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 39401/04, §142, 18 Ιανουαρίου 2011).
[17]Βλ. Bedat εναντίον Ελβετίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ.56925/08, §72, ΕΔΔΑ 2016 και Axel Springer AG εναντίον Γερμανίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 39954/08, §83, 7 Φεβρουαρίου 2012, και A. εναντίον Νορβηγίας, αρ.28070/06, §64, 9 Απριλίου 2009)
[18] Βλ. Axel Springer AG, όπως αναφέρεται ανωτέρω, §83, και Sidabras και Dziautas εναντίον Λιθουανίας, αρ.55480/00 και αρ.59330/00, §49, ΕΔΔΑ 2004-VIII).
[19] βλ. Falzon εναντίον Μάλτας, αρ.45791/13, §55, 20 Μαρτίου 2018· δείτε επίσης, Von Hannover εναντίον Γερμανίας (αρ.2) [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ.40660/08 και αρ.60641/08, §§108-113, ΕΔΔΑ 2012· Axel Springer AG, όπως αναφέρεται ανωτέρω, §§89-95, Ungvary και Irodalom Kft εναντίον Ουγγαρίας, αρ.64520/10, §45, 3 Δεκεμβρίου 2013, Satakunnan Markkinaporssi Oy και Satamedia Oy εναντίον Φιλανδίας, [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ.931/13, §§165-166, ΕΔΔΑ 2017 (αποσπάσματα)).
[20] βλ. MGN Limited, ό.π., §§ 150 και 155· Palomo Sánchez και λοιποί, ό.π., § 57· και, πιο πρόσφατα, Haldimann και λοιποί κατά Ελβετίας, αρ. 21830/ 09, §§ 54 – 55, ΕΔΔΑ 2015
[21] βλ. Radobuljac κατά Κροατίας, αρ. 51000/ 11, § 57, 28 Ιουνίου 2016)
[22] (βλ. ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΑΤΑΛΑΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Προσφυγή υπ’ αριθ. 1864/18, Παρασκευόπουλος κατά Ελλάδος, αριθ. 64184/11, παρ. 42, 28 Ιουνίου 2018, Marchenko κατά Ουκρανίας, αριθ. 4063/04, παρ. 52, 19 Φεβρουαρίου 2009, και Malisiewicz-Gąsior κατά Πολωνίας, αριθ. 43797/98, παρ. 67, 6 Απριλίου 2006).
[23] (2021/2880(RSP)) (2022/C 117/16)
[24] Ηλίας Γ. Αναγνωστόπουλος: Επικοινωνιακή βαρβαρότητα και θεσμική καχεξία δέκατο πέμπτο τεύχος του Nova Criminalia, της νέας περιοδικής έκδοσης της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων τον Μάιο του 2022, https://hcba.gr/wp-content/uploads/2022/05/NC-15-2.pdf
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Οικονομικό έγκλημα και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Εισηγητής: Εμμανουήλ Φρ. Αναστασάκης, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο
Η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων στο οικονομικό έγκλημα προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στα άρθρα 261 και 262, στον ν. 4557/2018 για την Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE) και στο άρθρο 36 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με το τίτλο «Εξουσίες εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος» στα φορολογικά κυρίως αδικήματα, οπότε περιοριζόμαστε σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο. Από τις ανωτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις τις περισσότερες εγγυήσεις παρέχει η ρύθμιση των άρθρων 261 και 262 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την έννοια ότι σ’ αυτές τις διατάξεις προβλέπεται η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον ανακριτή, ενώ έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη για οικονομικό αδίκημα είναι δε αναγκαία και η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα. Οπότε, σε ένα οικονομικό αδίκημα, ως βασικό κύριο αδίκημα χωρίς να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προβλέπεται μια διαδικασία, η οποία παρέχει κάποια εχέγγυα, καθώς μετά τη δέσμευση δύναται ο κατηγορούμενος και ο ενδιαφερόμενος τρίτος, να προσφύγει στο Δικαστικό Συμβούλιο επιδιώκοντας την αποδέσμευση. Ωστόσο, η κατάσταση διαφοροποιείται όταν επέμβει παράλληλα με την υπόθεση που ανακρίνεται και η Αρχή για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ενώ έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ένα οικονομικό αδίκημα, π.χ απάτη σε βαθμό κακουργήματος και για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και η υπόθεση βρίσκεται στον ανακριτή, έχουν απολογηθεί οι κατηγορούμενοι κι έχουν αφεθεί ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, διαβιβάζεται από την αστυνομία το διαβιβαστικό της και στην Αρχή για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προκειμένου να διερευνηθεί αν τελέστηκε και το αδίκημα αυτό. Στη συνέχεια, μόλις παραληφθεί το διαβιβαστικό, διατάσσεται από την Αρχή προκαταρκτική εξέταση και αμέσως χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη έρευνα, χωρίς να έχει εκκινήσει η διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης, επιβάλλεται δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου!!! Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, εκτός του διαβιβαστικού της Αστυνομίας, δεν έχουν αποσταλεί άλλα στοιχεία, από το φάκελο της δικογραφίας , στην Πρόεδρο της Αρχής.
Και ενώ υπάρχει η δυνατότητα να μην δεσμευθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία καθώς στην παράγραφο 2 του άρθρου 261 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται ότι « Εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του κατηγορουμένου ή του τρίτου και των οικογενειών τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων» στην παραπάνω περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη.
Οπότε, ο ήδη κατηγορούμενος για το βασικό αδίκημα και ύποπτος για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή ο τρίτος π.χ. ένας συνδικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση, στερούμενος οποιαδήποτε δυνατότητα τέλεσης οικονομικής συναλλαγής.
Προβληματική είναι επίσης η περίπτωση της παράλληλης αρμοδιότητας ήτοι της αρμοδιότητάς της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, να διενεργεί τις σχετικές έρευνες, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου, παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν.
Σ’ αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση αρμοδιοτήτων έλυσε πρόσφατα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 1/2022 απόφαση. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄αρ. 45/2021 ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου η οποία είχε κρίνει, με οριακή πλειοψηφία, ότι το αρμόδιο όργανο να επιλύσει το θέμα της άρσεως της δέσμευσης, σε αυτή τη περίπτωση, είναι το Δικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή το Δικαστικό Συμβούλιο της τακτικής ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, η Ολομέλεια έκρινε ότι η αρμοδιότητα αυτή του Προέδρου της Αρχής έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου κρίνοντας ότι καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του έκρινε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ότι δεν υφίσταται η ως άνω αρμοδιότητα, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης.
Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν ο Άρειος Πάγος, (διαφωνώ με αυτήν την νομολογιακή προσέγγιση), επέλυσε το θέμα υπέρ της Αρχής, ότι δηλαδή μπορεί παράλληλα και η Αρχή να επιβάλλει δέσμευση και ο Ανακριτής και η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών να αποφασίσει την άρση αποτελεί υπέρβαση εξουσίας και εξ αυτού του λόγου αναιρέθηκε το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, μόνο το Δικαστικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο, όπως ακριβώς το προβλέπει ο νομοθέτης στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Επίσης, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αρ. 4/2022 απόφαση, που εκδόθηκε πρόσφατα, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αλλά σε σχέση με θέματα χρηματοδότησης τρομοκρατίας έκρινε, μετά από αναίρεση υπέρ του Νόμου, ότι η Απόφαση δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων προσώπου, κατόπιν ένταξής του στον κατάλογο προσώπων σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, ανακαλείται από την ίδια την Αρχή, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε ύστερα από σχετική αίτηση. Τυχόν απορριπτική απόφαση υπόκειται σε προσφυγή, επί της οποίας αποφαίνεται το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση, ως Συμβούλιο. Καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του ήρε το Δικαστήριο της ουσίας δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
Ας πάμε όμως σε ένα άλλο θέμα που έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία, αυτό του Οικονομικού Εισαγγελέα. Έστω λοιπόν ότι υποβάλλεται μία ψευδής ανώνυμη καταγγελία στο Σ.Δ.Ο.Ε. στην οποία αναφέρεται ότι συγκεκριμένος ελεύθερος επαγγελματίας φοροδιαφεύγει και έχει αδήλωτες καταθέσεις σε χώρες της αλλοδαπής. Η ψευδής αυτή καταγγελία διαβιβάζεται στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ο οποίος σύμφωνα με τα άρθρα 33επ. έως 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι υποχρεωμένος να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση την οποία αναθέτει, στο Σ.Δ.Ο.Ε., το οποίο διενεργεί στον ψευδώς καταγγελλόμενο ελεύθερο επαγγελματία φορολογικό έλεγχο για να διαπιστώσει αν πράγματι η ανώνυμη καταγγελία είναι βάσιμη. Ταυτόχρονα όμως, ο οικονομικός εισαγγελέας, εκδίδει μια διάταξη στην οποία δεσμεύονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία του καταγγελλομένου, μεταξύ των οποίων και οι τραπεζικοί του λογαριασμοί.
Ο καταγγελλόμενος δικαιούται ν’ ασκήσει προσφυγή μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοση της διάταξης, η οποία πρέπει να έχει επιδοθεί εντός προθεσμίας 20 ημερών και να ζητήσει την ακυρότητα της διάταξης, η οποία επέβαλε την δέσμευση για πολύ σοβαρούς λόγους απόλυτης ακυρότητας. Από ποιο δικαιοδοτικό όργανο εξετάζεται αυτή η προσφυγή; Εξετάζεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών, αυτό εξαρτάται από τον Οικονομικό Εισαγγελέα (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) που εκδίδει τη διάταξη. Στη συνέχεια ο Οικονομικός Εισαγγελέας, ο ίδιος που εξέδωσε τη Διάταξη, που εδρεύει σε άλλο χώρο από το Εφετείο Αθηνών προτείνει στο Συμβούλιο επί της ασκηθείσας προσφυγής. Κατόπιν το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο δεν έχει γνώση της δικογραφίας, η οποία δεν έχει σχηματισθεί διότι διεξάγεται μία προκαταρκτική εξέταση από το ΣΔΟΕ, το οποίο επικαλείται ότι δεν έχει ακόμα συλλέξει τα στοιχεία και δεν πρέπει να ακουμπήσουμε την έρευνα ενώ δεν έχει καν κληθεί ο ύποπτος που καταγγέλθηκε. Τι αποφαίνεται το Δικαστικό Συμβούλιο; Απορρίπτει την προσφυγή.
Ποιες είναι μετά οι δυνατότητες του ψευδώς καταγγελομένου: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από μια αίτηση μερικής αποδέσμευσης προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.
Υποτίθεται ότι ο νομοθέτης έχει προβλέψει ότι 9 μήνες μπορεί να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση. Ωστόσο, το ΣΔΟΕ δεν μπορεί να ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση στο χρονικό διάστημα αυτό γιατί είναι υποστελεχωμένο και εκκρεμούν περίπου 2800 έλεγχοι.
Φτάνουμε στους 9 μήνες και χωρίς να κληθεί ο εις βάρος του οποίου διεξάγεται η προκαταρκτική εξέταση στο Συμβούλιο να πει τις απόψεις του, αυτόματα άλλους 9 μήνες παρατείνεται η δέσμευση και αυτό ισχύει τελευταία με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος έχει τροποποιηθεί 3 φορές από τότε καθώς, νωρίτερα με τον ν.2523/1997 ήταν απεριόριστο το όριο και η δέσμευση δεν ήρετο σχεδόν ποτέ!
Η ρύθμιση αυτή λοιπόν προσβάλλει συνταγματικές ελευθερίες, όπως της ιδιοκτησίας, της οικονομικής ελευθερίας, της αναλογικότητας. Ουσιαστικά δηλαδή το Δικαστικό Συμβούλιο είναι ένα διεκπεραιωτικό όργανο, χωρίς να δύναται να πράξει κάτι άλλο από το να ακούει τον Οικονομικό Εισαγγελέα, ο οποίος είναι ταυτόχρονα ελεγκτής και ελεγχόμενος. Δεν υπάρχει άλλη λύση σε αυτό εκτός από μία ριζική αλλαγή της νομοθεσίας.
Φτάνουμε, λοιπόν, να προσπαθούμε σε μία τέτοια περίπτωση να βρούμε λύσεις και το κυριότερο είναι ότι δεν δεσμεύονται μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του καταγγελλόμενου, αλλά και του άσχετου τρίτου, τυχόν συνδικαιούχου, ο οποίος αδυνατεί να πράξει ο,τιδήποτε. Η μόνη λύση που δέχονται τα συμβούλια είναι η μερική αποδέσμευση.
Οπότε, αντιλαμβάνεστε ότι ο νομοθέτης στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά αυτό που καταφέρνει είναι να προκαλεί σύγχυση στον εφαρμοστή με αποτέλεσμα να διαφεύγουν οι πραγματικοί δράστες τέτοιων εγκλημάτων, οι οποίοι έχουνε φροντίσει νωρίτερα να έχουν βγάλει τα χρήματά τους στο εξωτερικό, σε άλλα ονόματα, να έχουν αγοράσει μέσω εξωχώριων εταιρειών ακίνητα σε διάφορα κράτη της αλλοδαπής ή σε φορολογικούς παραδείσους, όπου ο διακρατικός έλεγχος είναι σχεδόν αδύνατος.
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι:
Αρκεί η ιδιότητα του εκδίδοντος την πράξη δέσμευσης ως δικαστικού λειτουργού και η δυνατότητα προσφυγής του θιγομένου εκ των υστέρων στο δικαστικό συμβούλιο για να υπάρχει ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος τήρησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων λήψης του μέτρου;
Είναι στη σωστή κατεύθυνση η υπάρχουσα ρύθμιση ή πρέπει να αλλάξουμε πορεία;
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Νέα νομολογιακά δεδομένα εφαρμογής ηπιότερου νόμου σε φορολογικά αδικήματα μετά την 2319/2021 ΣτΕ β! τμήμα και την 2042/2022 εγκύκλιο ΑΑΔΕ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗ
Με τη με αριθμό 2319/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας έταμε ένα δυσχερές ζήτημα που αφορά στη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή.
Είναι χρήσιμο να θυμήσουμε ότι τα πρόστιμα για αποδοχή εικονικών τιμολογίων ως προς τη συναλλαγή φορολογικών στοιχείων ανέρχονταν αρχικώς, υπό το καθεστώς ισχύος του Νόμου 2523/1997, σε ποσοστό ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ – 200% – της καθαρής αξίας του εικονικού φορολογικού στοιχείου, εφόσον η αξία αυτή υπερέβαινε το ποσό των 1.200 ευρώ.
Ακολούθως, με το άρθρο 55 παράγραφος 2 του Νόμου 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), το οποίο ίσχυσε για παραβάσεις που τελέστηκαν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (26.7.2013) και μετά, το εν λόγω πρόστιμο περιορίστηκε, από το πολύ μεγάλο αυτό ποσοστό του 200%, σε μόλις ένα τέταρτο αυτού, ήτοι σε ποσοστό 50% της καθαρής αξίας του εικονικού φορολογικού στοιχείου.
Στην συνέχεια με το άρθρο 3 παράγραφος 4 (περιπτώσεις α’ και β’) του νόμου 4337/2015 καταργήθηκαν οι διατάξεις της 2 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Δ. από 1.2.2016
Έπειτα, μάλιστα, με το άρθρο 7 παρ. 6 του ιδίου νόμου καταργήθηκαν και οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997.
Περαιτέρω, με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 του παραπάνω νόμου 4337/2015 ορίστηκε ότι για τις παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων – Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992, Α’ 84) και του νόμου 4093/2012, που διαπράχθηκαν μέχρι την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 και κατά την κατάθεση του ν. 4337/2015 (που έγινε στις 17.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, επιβάλλεται πρόστιμο που ανέρχεται σε ποσοστό 40% της καθαρής αξίας του εικονικού φορολογικού στοιχείου.
ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ ΔΗΛΑΔΗ ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΕΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΑΛΛΑΓΕΣ.
Η ανωτέρω διαχρονική εφαρμογή τριών (3) διαφορετικών νομοθετημάτων, ήτοι των νόμων 2523/1997 και 4174/2013 και 4337/2015) και οι οποίες καταφανέστατα ρύθμισαν με διαφορετικό τρόπο την ίδια παράβαση, δημιούργησε, ευλόγως από πλευράς των φορολογουμένων αμφιβολίες και ανασφάλεια δικαίου και αναφανδόν ανέδειξε το ζήτημα εφαρμογής της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης διοικητικής κύρωσης.
Κατόπιν των παραπάνω διαδοχικών ρυθμίσεων που ίσχυσαν στο πεδίο της επιβολής κυρώσεων για την παράβαση της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο εξέτασης σχετικού λόγου προσφυγής, υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με το εάν η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης κύρωσης έχει πεδίο εφαρμογής επί της καταργητικής των οικείων κυρώσεων διάταξης του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015 και η οποία ως αποτέλεσμα επιφέρει τη δικαστική ακύρωση των σχετικών προστίμων, ή μήπως ο ανωτέρω νεότερος νόμος δεν είναι συγκρίσιμος με τους προηγούμενους (ν. 2523/1997 και 4174/2013), όσον αφορά τις εκεί προβλεπόμενες παραβάσεις ή κυρώσεις, εφόσον συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού, κανονιστικού πλαισίου υποχρεώσεων του διοικουμένου.
Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης διοικητικής κύρωσης αποτελεί γενική αρχή του φορολογικού μας δικαίου και στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσω την εξαιρετική αυτήν απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου : <<
Επειδή, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου με δικαιολογητικό έρεισμα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) και -όταν πρόκειται για χρηματική κύρωση- περί αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος επί της περιουσίας (άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄), οι οποίες δεσμεύουν τον νομοθέτη όσον αφορά τη ρύθμιση, με διατάξεις μεταβατικού δικαίου, των υποθέσεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων που εκκρεμούν ενώπιον της Διοίκησης ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτός κρίνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη και καταστολή των οικείων παραβάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω της θέσπισης διοικητικών κυρώσεων ηπιότερων σε σχέση με τις ήδη προβλεπόμενες στον νόμο. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η οποία έχει τον χαρακτήρα κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο ευμενέστερος ή μη για τους φορολογούμενους χαρακτήρας του νεότερου νόμου που προβλέπει κύρωση για ορισμένη φορολογική παράβαση δεν κρίνεται γενικώς αλλά ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης κατόπιν σύγκρισης όλων των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων διοικητικού δικαίου που αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη της διοικητικής παράβασης έως και την εκδίκαση της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστήριο και εξέτασης ποια από τις ρυθμίσεις αυτές, εφαρμοζόμενη στο σύνολό της, άγει, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υπόθεσης, στην ελαφρύτερη διοικητική κύρωση. Πάντως, η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο όσον αφορά την προβλεπόμενη διοικητική παράβαση ή κύρωση (λ.χ. σε περίπτωση μεταβολής της φύσης των προβλεπόμενων κυρώσεων) είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου (λ.χ. σε περίπτωση κατάργησης για το μέλλον της οικείας ουσιαστικής ή διαδικαστικής υποχρέωσης, πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 459/2013), ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.
Ωστόσο η ανωτέρω αρχή δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όταν ο νεότερος νόμος περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων είτε δεν είναι συγκρίσιμος με τον προηγούμενο όσον αφορά την προβλεπόμενη διοικητική παράβαση ή κύρωση είτε συνδέεται αναπόσπαστα με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, ώστε να μην απηχεί διαφορετική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονταν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (πρβλ. 7μ. ΣτΕ 1438/2018, 351, 352, 1389, ΣτΕ 2691/2019, ΣτΕ 2221/2018, ΣτΕ 2734/2020, πρβλ. ΣτΕ 1582/2020).>>
Το ΣτΕ εν προκειμένω έκρινε, κατά πλειοψηφία, μειοψηφησάντων δύο μελών της 7μελούς συνθέσεως του Δικαστηρίου, ότι:
(α) Η νεότερη ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η’ και παρ. 2 περ. ε’ του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το πρόστιμο που συνδεόταν με την καθαρή αξία εκάστου φορολογικού στοιχείου (αρχικά 200% και ακολούθως 50%) και προέβλεψε μόνο κατ’ αποκοπή πρόστιμο ίσο με 2.500 ευρώ ανά χρήση – φορολογική περίοδο, είναι συγκρίσιμη τόσο με τις προγενέστερες διατάξεις του Ν. 2523/1997 (αρ. 5) και του Ν. 4174/2013 (αρ. 55 παρ. 2), που προέβλεπαν αντίστοιχα τα άνω πρόστιμα όσο και με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 4337/2015 που προέβλεπε πρόστιμο 40% της καθαρής αξίας του εικονικού φορολογικού στοιχείου,
(β) Η εν λόγω νεότερη ρύθμιση δεν συνδέεται με τη θέσπιση νέου, ουσιωδώς διαφορετικού κανονιστικού πλαισίου ουσιαστικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου,
(γ) Η θεσπισθείσα με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 νέα ρύθμιση περί των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων για την επίμαχη δεν αποτελεί στοιχείο συναφές με το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής της διοικητικής κύρωσης, εφόσον, άλλωστε, δεν μεταβάλλει επί το αυστηρότερον το καθεστώς της ποινικής ευθύνης για την προαναφερόμενη παράβαση η δε πρόβλεψη παραλλήλως ποινικών και διοικητικών κυρώσεων για την επίμαχη παράβαση ουδόλως εμποδίζει την ενεργοποίηση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης και
(δ) Η κατάργηση του προστίμου για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων απορρέει από την εκ μέρους του νομοθέτη εκτίμηση της πρόβλεψης των ποινικών παραβάσεων και κυρώσεων ως προσφορότερης και αποτελεσματικότερης, έναντι των οικείων διοικητικών κυρώσεων. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΞΙΟΤΙΜΟΙ κ.κ. ΣΥΝΕΔΡΟΙ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΛΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ : Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΔΙΝΕΙ ΔΙΑΡΡΗΔΗΝ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ.
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις το ΣτΕ έκρινε ότι σύμφωνα με την Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης η νεότερη ρύθμιση του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η και παρ. 2 περ. ε του ν. 4174/2013 και του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 55 παρ. 2 περ. γ του ν. 4174/2013 (καθώς και του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4337/2015, το οποίο κατήργησε το άρθρο 5 του ν. 2523/1997) και προβλέπει το άνω κατ’ αποκοπήν πρόστιμο, εφαρμόζεται από το διοικητικό δικαστήριο κατόπιν παραδεκτής προβολής σχετικού λόγου ένδικης προσφυγής (βλ. 7μ. ΣτΕ 1438/2018, ΣτΕ 351/2019) και για παραβάσεις λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, αναγόμενες στο διάστημα ισχύος του άρθρου 5 παρ. 10 περ. β του ν. 2523/1997.
Η ανωτέρω νομολογία είναι, με βεβαιότητα, καταλυτική, αναφορικά με τις, σοβαρότερες κατά τεκμήριο, παραβάσεις της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς περιορίζει ΔΡΑΜΑΤΙΚΆ τα επιβαλλόμενα πρόστιμα για τις παραβάσεις αυτές, δεδομένου ότι το επιβλητέο, κατά την κρίση του ΣτΕ, πρόστιμο των 2.500 ευρώ, επιβαλλόμενο άπαξ, ανά φορολογικό έτος κρίνεται αντικειμενικά ΑΚΡΩΣ επιεικές εν σχέσει με τη φύση της οικείας παράβασης. Κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει και ως ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΜΙΚΡΟ, πλην όμως εδώ επανερχόμαστε στην θεώρηση ότι ο Δικαστής ο κατεξοχήν ΑΡΜΟΔΙΟΣ να επιβάλλει ποινές είναι ο ΠΟΙΝΙΚΟΣ Δικαστής και κατά την γνώμη μου αυτό είναι ορθό.
Θεωρούμε ότι η ανωτέρω νομολογία τυγχάνει εφαρμογής επί όλων των προστίμων του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997, τα οποία ακολούθως προβλέφθηκαν στο άρθρο 55 παρ. 2 του Ν. 4174/2013, οι διατάξεις του οποίου καταργήθηκαν με τον Ν. 4337/2015, όπως τα πρόστιμα για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, για αποδοχή εικονικών ως προς το πρόσωπο φορολογικών στοιχείων, καθώς και για μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση φορολογικών στοιχείων.
Για τις εν λόγω παραβάσεις, ανεξαρτήτως του νομοθετικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης αυτών (Ν. 2523/1997, 4174/2013 ή 4337/2015) αλλά και ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης των οικείων καταλογιστικών πράξεων, επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο των 2.500 ευρώ, εφόσον είναι ευμενέστερο για τον φορολογούμενο, πρόστιμο το οποίο, βεβαίως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις της νομολογίας αυτής, θα επιβάλλεται και επί παραβάσεων που διαπράττονται από την έναρξη ισχύος του Ν. 4337/2015 και μετά.
Τέλος πρέπει να υπομνηστεί ότι η Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ευμενέστερης κύρωσης δεν λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο κατόπιν προβολής (με το δικόγραφο της προσφυγής ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων προσφυγής) αντίστοιχου λόγου από τον προσφεύγοντα, ο οποίος βαρύνεται να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή, κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, προσδιορίζοντας τη νεότερη ρύθμιση, η οποία άγει, κατά τους ισχυρισμούς του, σε ελαφρύτερη γι’ αυτόν κύρωση, ενόψει των συνθηκών της περίπτωσής του.
Για να κάνουμε όλα τα ανωτέρω λίγο πιο απτά και συγκεκριμένα, ας παραθέσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας :
για παράδειγμα, εάν το έτος 2021 διαπιστωθεί παράβαση λήψης εικονικού φορολογικού στοιχείου για ανύπαρκτη συναλλαγή, αναγόμενη στο φορολογικό έτος 2014, θα επιβληθούν, σε βάρος του παραβάτη – με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων -, οι εξής κυρώσεις:
– πρόστιμο ύψους 2.500 Ευρώ, σύμφωνα με τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 54 παρ. 1 περ. η’ και παρ. 2 περ. ε’ του Ν. 4174/2013 και
– ποινικές κυρώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013.
Συμπερασματικά, η ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ έβαλε σε τάξη ένα εξαιρετικά επαμφοτερίζον ζήτημα και για πρώτη φορά – εξ όσων μπορέσαμε να ανατρέξουμε στη Νομολογία – ΑΝΑΦΑΝΔΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑΡΡΗΔΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ, γεγονός σημαντικό και -ας μου επιτραπεί η προσωπική παρατήρηση- αναπάντεχο.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ΕΦΕΞΗΣ πως θα χρησιμοποιήσει η Ποινική Δικαιοσύνη αυτήν την πρωτοκαθεδρία.
ΠΑΤΡΑ, 9.7.22
Ιωάννης Καλαϊτζίδης
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Το οικονομικό έγκλημα στο ναυτικό δίκαιο.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΖΩΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (Δικηγόρος Αγρίνιου) Η κακούργηματική κλοπή και υπεξαίρεση κατά το νέο ποινικό κώδικα
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Η κακουργηματική Κλοπή και Υπεξαίρεση κατά τον νέο ποινικό κώδικα (άρθρα 374 και 375 παρ. 2 και 3 ΠΚ).
****************************
Είναι γεγονός, ότι στο 23ο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα που περιλαμβάνει τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών (ιδιοκτησία και περιουσία), τόσον υπό το προγενέστερο, όσον και υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, τα αδικήματα της Κλοπής και της Υπεξαιρέσεως θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πρωταγωνιστές, αφ’ ενός διότι καλύπτουν μεγάλο μέρος της ύλης, εάν όχι σχεδόν το σύνολό της, καθ’ όσον αφορά στο έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, αφ’ ετέρου διότι απαντώνται σε πληθώρα υποθέσεων με μεγάλη συχνότητα στην καθημερινή δικηγορική και δικαστηριακή πρακτική. Θα ήτο λοιπόν αδύνατον τα δύο αυτά αδικήματα και δη υπό την κακουργηματική τους μορφή να μείνουν αναλλοίωτα στις ευρείες και ριζικές, άλλοτε προς την σωστή κατεύθυνση, άλλοτε εγείροντας σκέψεις και έντονες συζητήσεις, τροποποιήσεις που επέφερε το νέο νομοθετικό καθεστώς των Ν. 4619/2019, 4623/2019, 4637/2019 και 4855/2021.
Καθ’ όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής υπό την κακουργηματική του μορφή, το οποίον είναι ευρέως γνωστό και στον ποινικό κώδικα επιγράφεται ως Διακεκριμένη Κλοπή υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς είχε την ακόλουθη νομοτυπική μορφή:
«Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία αφαιρέθηκε πράγμα αφιερωμένο σ’ αυτή, β) αν αφαιρέθηκε πράγμα επιστημονικής καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) αν αφαιρέθηκε πράγμα που μεταφερόταν με οποιοδήποτε δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο ή ήταν τοποθετημένο σε χώρο προορισμένο για εναπόθεση πραγμάτων προς μεταφορά ή παραλαβή ή μεταφερόταν από ταξιδιώτη, δ) αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσοτέρους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες, ε) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.».
Μεταγενεστέρως δε κατόπιν των τελευταίων αλλεπαλλήλων τροποποιήσεων, δεδομένου, ότι η εν προκειμένω διάταξη υπέστη τροποποιήσεις υπό των Ν. 4619/2019 και 4637/2019 έλαβε την ακόλουθη μορφή: «1. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών.».
Από την απλή και μόνο επισκόπηση των δύο διατάξεων προκύπτει εξόφθαλμα, ότι η νέα διάταξη είναι πιο περιορισμένη περιπτωσιολογικά, μη περιλαμβανομένων των περιπτώσεων των μεταφερομένων πραγμάτων του ταξιδιώτη και της κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελεσθείσης κλοπής ως περιπτώσεις τελέσεως του εγκλήματος της κλοπής υπό μορφήν κακουργήματος. Αξιοσημείωτον όμως τυγχάνει το γεγονός, ότι η περίπτωση α’, ήτις αφορά το αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας έχει εμπλουτισθεί, κατά τρόπον ώστε ωσαύτως να περιορίζει το εύρος εφαρμογής της. Τούτο διότι πέραν της προϋποθέσεως να αποτελεί το κλαπέν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας, πρέπει ταυτόχρονα να είναι και αντικείμενο καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, συνθήκη η οποία με βάση την διατύπωση της διατάξεως φαίνεται, ότι δέον όπως συντρέχει σωρευτικώς, ώστε να υφίσταται εξ αντικειμένου στοιχειοθέτηση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος υπό την συγκεκριμένη περίπτωση. Άλλως εάν πρόκειται απλώς και μόνον διά αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας μεν, ουχί όμως καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, τότε ομιλούμε περί στοιχειοθετήσεως του εγκλήματος της απλής κλοπής του άρθρου 372 ΠΚ.
Επιπλέον, δέον να σημειωθεί, ότι με την εισαγωγή των διατάξεων του Ν. 4619/2019 η ανωτέρω αύτη ειδικότερη περίπτωση του πρώην ποινικού κώδικα, περί ενώσεως προσώπων επί σκοπώ τελέσεως περισσοτέρων κλοπών ή ληστειών είχε καταργηθεί ως διακεκριμένη μορφή κλοπής, διατηρηθεισών μόνο τριών περιπτώσεων, ήτοι της αφαιρέσεως από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγματος αφιερωμένου σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, της αφαιρέσεως πράγματος επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο και της αφαιρέσεως αντικειμένου ή αντικειμένων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Βραδύτερον όμως η ένωση προσώπων αναβίωσε και επανήλθε ως περίπτωση δ’ μόλις έξι μήνες μετά, με τον ανατροποποιητικό Ν. 4637/2019, πλην όμως ήδη διαμορφωθέντος ενός ευνοϊκότερου νομικού καθεστώτος μεταξύ 01-07-2019 και 18-11-2019 διά τους κατηγορουμένους κακουργηματικώς υπό το πρίσμα της περιπτώσεως αυτής και φυσικά υποχρεωτικώς εφαρμοστέου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 2 ΠΚ, στο πλαίσιο του οποίου πλείστες όσες περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών ανηκουσών σε αυτήν την κατηγορία και εχουσών αυτήν την μορφή, καθιστάμενες πλημμελήματα, παρεγράφησαν. Με τον τρόπο δε που εισήχθη και ισχύει έκτοτε υφίσταται και ένας περιορισμός στην περίπτωση της ενώσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων, όπου πλέον έχει απαλειφθεί εντελώς η διαζευκτική αναφορά του αδικήματος της ληστείας, πλάι σε αυτό της κλοπής, συνθήκη διά της οποίας η νομοτυπική μορφή του συγκεκριμένου εδαφίου εξ αντικειμένου να καλύπτει την ένωση και οργάνωση επί αποκλειστικώ σκοπώ τελέσεως περισσοτέρων κλοπών.
Επιπροσθέτως των ανωτέρω αλλαγών, έχει πλέον προστεθεί και 2η παράγραφος, η οποία αναφέρει ότι: «Αν η κλοπή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.». Η ανωτέρω προσθήκη έλαβε χώρα ως απόρροια της καταργήσεως του Ν. 1608/1950, οι διατάξεις του οποίου εστρέφοντο κατά των λεγομένων καταχραστών δημοσίου χρήματος και αξίζει να σημειωθεί, ότι εξ απόψεως αξιοποίνου τυγχάνει βαρύτερο έγκλημα σε σχέση με αυτό της πρώτης παραγράφου που αφορά παθόντα ιδιώτη, τυγχάνον ωσαύτως και ευρύτερης παραγραφής, ήτοι το πλαίσιο ποινής είναι κάθειρξη 10 έως 15 έτη, η δε παραγραφή εικασετής.
Περεταίρω, σχετικώς με το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, ωσαύτως σημειώθηκαν και εδώ εκτεταμένες αλλαγές διαμορφωθείσης της εν τέλει νομοτυπικής του μορφής ως ισχύει σήμερον ως εξής: «Αν η αξία του αντικειμένου στην παρ. 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.»
Και εδώ είναι σαφείς οι αλλαγές που έχουν προκύψει, καθ’ όσον πλέον το μοναδικό κριτήριο με βάση το οποίο το αδίκημα της υπεξαιρέσεως αναβιβάζεται σε κακούργημα είναι η αξία του αντικειμένου να υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ, με εκάστη ετέρα πράξη υπεξαιρέσεως να διώκεται πλέον πλημμεληματικά. Η δε παλαιοτέρα περίπτωση ως απετυπούτο εις την 2αν παράγραφο της προϊσχυσάσης διατάξεως, συμφώνως προς την οποία αποτελούσε υπεξαίρεση κακουργηματικής μορφής η ιδιοποίηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας εμπεπιστευμένου στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, αποτελεί πλέον απλώς επιβαρυντική περίσταση της πλημμεληματικής υπεξαιρέσεως διαμορφώνοντας ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίνου με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους έναντι της απλής μορφής του 1ου εδαφίου της παραγράφου 1 όπου η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή και φυλάκιση και χρηματική ποινή αντιστοίχως εάν πρόκειται απλώς για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, χαμηλότερης των 120.000 ευρώ.
Σαφώς στο πλαίσιο του ελλείματος της κάλυψης τοιούτου είδους αδικημάτων εις βάρος του δημοσίου, ένεκα, ως προελέχθη, της καταργήσεως του Ν. 1608/1950 και στην παρούσα διάταξη προσετέθη αυτοτελής σχετική παράγραφος, όπου και εδώ υφίσταται πλαίσιο ποινής τουλάχιστον δέκα ετών καθείρξεως σε σχέση με την περίπτωση κατά την οποία παθών τυγχάνει ιδιώτης και ευρύτερος χρόνος παραγραφής έως είκοσι έτη.
Είναι προφανές, ότι οι διαφορές μεταξύ του προηγούμενου σε σχέση με το ισχύον νομικό καθεστώς τυγχάνουν εν πολλοίς κατανοητές και σχετικώς ευδιάκριτες εκ της επισκοπήσεως και μελέτης των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 374 και 375 ΠΚ σε συνδυασμό προς την μελέτη του κειμένου του συνόλου των τροποποιητικών νόμων. Όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι διαφορές που επέφεραν τροποποιήσεις σχετικώς με διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου επέχουσες δικονομική υφή, που έλαβον χώρα συνοδά προς τις αλλαγές των βασικών διατάξεων.
Έτσι λοιπόν η παλαιοτέρα διάταξη περί εμπράκτου μετανοίας του άρθρου 379 ΠΚ, μετακόμισε στο άρθρο 381 του νέου ποινικού κώδικα εμπλουτισμένη σε σχέση με την προγενέστερη. Είναι απαραίτητο βέβαια να σταθούμε και χρειάζεται να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις και παρατηρήσεις, διότι η έντονη νομοπαρασκευαστική διάθεση των τελευταίων δύο ετών έχει οδηγήσει σε αλλεπάλληλες μεταβολές και μάλιστα επί των ήδη μεταβληθεισών διατάξεων. Έτσι σημαντικές είναι οι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Ν. 4619/2019, όπου παρέμεινε η έμπρακτη μετάνοια ως λόγος ολικής ή μερικής εξάλειψης του αξιοποίνου σε περίπτωση ολοσχερούς ή μερικής κατ’ αντιστοιχίαν εξόφλησης του παθόντος εκ μέρους του δράστη, η οποία όμως ως συνθήκη εξαλείψεως του αξιοποίνου με το νέο καθεστώς και συμφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 2 και 3 του άρθρου 381 ΠΚ διατηρεί τις ευεργετικές της συνέπειες δι’ αμφότερα τα αδικήματα της κακουργηματικής κλοπής και κακουργηματικής υπεξαιρέσεως ακόμη και στην περίπτωση που λάβει χώρα έως και την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο, σε αντίθεση με το παλαιό άρθρο 379 ΠΚ και ειδικότερον συμφώνως προς τας διατάξεις της παρ. 1 τούτου, όπου η δυνατότης αύτη υφίστατο έως του χρονικού σημείου προ της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξετάσεως του δράστου από τας αρχάς και σαφώς προ της διώξεώς του.
Επιπλέον, καθ’ όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής, εισήχθη για πρώτη φορά με το εδάφιον β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 381 η περίπτωση της αποχής διά διατάξεως του εισαγγελέως από την άσκηση ποινικής διώξεως σε επίπεδο προδικασίας και η παύση αυτής κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία από το δικάζον δικαστήριο οιουδήποτε βαθμού ουσίας σε περίπτωση δηλώσεως του παθόντος, ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστου, κατ’ αντιστοιχία προς την δήλωση στην εξ αμελείας σωματική βλάβη προκληθείσα κατά την οδήγηση οχήματος του άρθρου 315 ΠΚ παλαιότερα και 314 παρ. 2 ΠΚ ως ισχύει σήμερον. Σημειωτέον όμως, χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής το γεγονός, ότι εν συνεχεία με τον Ν. 4855/2021, ήτοι μόλις δέκα πέντε περίπου μήνες αργότερα η ανωτέρω περίπτωση εξαλείψεως του αξιοποίνου και αποχής του εισαγγελέα από την ποινική δίωξη και παύσεως αντιστοίχως της ποινικής διώξεως κατόπιν της δηλώσεως του παθόντος περί μη επιθυμίας ταύτης καταργήθηκε εκ νέου καθ’ όσον αφορά το αδίκημα της κλοπής, περιορισμένης μόνον της διατάξεως στην έμπρακτη μετάνοια ως συνεχίζει να αποτυπούται εις την νομοτυπική μορφή των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 381 ΠΚ. Πλην όμως αξιοσημείωτο τυγχάνει το γεγονός, ότι εν προκειμένω διατηρείται η ευεργετική συνέπεια τυχόν δηλώσεως του παθόντος περί μη επιθυμίας της ποινικής διώξεως, ακόμη και κατόπιν της καταργήσεώς της κατά τ’ ανωτέρω σχετικώς με αδικήματα τελεσθέντα έως την 12-11-2021, οπότε και ίσχυσε ο Ν. 4855/2021, στο πλαίσιο της αρχής της αναδρομικής ισχύος του ευνοϊκότερου νόμου κατά τας διατάξεις του άρθρου 2 ΠΚ.
Αξιοσημείωτο τυγχάνει το γεγονός, ότι πέραν των άλλων σημειώθηκε διαφοροποίηση και ως προς τον τρόπο ενάρξεως της ποινικής διαδικασίας και της διώξεως. Η τροποποίηση βέβαια αυτή αφορά το αδίκημα της υπεξαιρέσεως, το οποίο από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο κατά το παρελθόν τυγχάνει πλέον απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενο τοιούτο και υπό μορφήν κακουργήματος, ως προκύπτει εκ των διατάξεων του εδαφίου α’, της παρ. 1, του άρθρου 381 ΠΚ, μόνο όμως καθ’ όσον αφορά τις περιπτώσεις σχετικώς με ιδιώτες, διότι στην περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 375 ΠΚ, όπου παθόν κακουργηματικής υπεξαιρέσεως είναι το δημόσιο, έχει διατηρηθεί ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας της διώξεως. Η μεταστροφή αυτή του νομοθέτη, ως προς τον τρόπο ενάρξεως της ποινικής διώξεως είναι προφανές ότι έγκειται στον πρόδηλο άμεσα συνδεδεμένο με το πρόσωπο του παθόντος ατομικό χαρακτήρα που διακρίνει τα έννομα αγαθά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και αυτός τυγχάνει και ο βασικός παράγοντας επί τη βάσει του οποίου το σύνολο σχεδόν των αδικημάτων του 23ου κεφαλαίου που αφορούν τα συγκεκριμένα αυτά έννομα αγαθά, μεταξύ των οποίων και αυτό της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ επί παραδείγματι, κατέστησαν απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα, τόσον ως προς την πλημμεληματική, όσον και ως προς την κακουργηματική τους μορφή. Η επιλογή αυτή, η οποία δύναται να είπει τις, ότι διαθέτει ένα ορθό ουσιαστικό έρεισμα, επί τη βάσει της προδιαληφθείσης προσεγγίσεως περί της ατομικότητος του υλικού αντικειμένου των εν προκειμένω εγκλημάτων, εγείρει ωστόσο ζητήματα με πρώτιστο την διαφοροποίηση ως προς την διατήρηση του αυτεπαγγέλτου χαρακτήρα της διώξεως καθ’ όσον αφορά το σύνολο των περιπτώσεων κακουργημάτων εις βάρος του δημοσίου, κυρίως υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας που εύστοχα μπορεί να διατυπωθεί η άποψη, ότι ενδεχομένως παραβιάζεται εν προκειμένω, διότι η ιδιοκτησία και η περιουσία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ποιοτικά ανώτερη, εάν αφορά το δημόσιο έναντι ενός ιδιώτη, ο οποίος μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν διαθέτει και τους ίδιους μηχανισμούς προστασίας των εννόμων αυτών αγαθών του σε σχέση με τους κρατικούς φορείς.
Στην ίδια κατεύθυνση περί ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής της αναλογικότητος κινείται και η διαφοροποίηση του πλαισίου ποινής ωσαύτως στις περιπτώσεις, όπου παθόν τυγχάνει το δημόσιο διαμορφωθέντος ενός βεβαρυμμένου αξιοποίνου καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών. Πράγματι και στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται μία ποιοτική διάκριση, η οποία δύσκολα δύναται να βρει ουσιαστικό, αλλά και νομικό έρεισμα, συμφώνως προς το οποίο να δικαιολογηθεί. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί και η σκέψη, ότι με τον τρόπο αυτό ευθέως υποβιβάζεται το έννομο αγαθό, φορέας του οποίου τυγχάνει ο πολίτης. Η αυτή σκέψη δύναται να διατυπωθεί και σχετικώς με την εφαρμογή ευρύτερου πλαισίου παραγραφής των αδικημάτων πάλι υπέρ των εννόμων αγαθών του δημοσίου.
Τίθεται επίσης ακόμη ένα ζήτημα σχετικά με τον λόγο διά τον οποίο η κλοπή, ουχί μόνον υπό την κακουργηματική διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 374 αλλά και υπό την πλημμεληματικού χαρακτήρα κλοπή του άρθρου 372 παρέμεινε αυτεπαγγέλτως διωκομένη. Και στο σημείο αυτό καταθέτων την προσωπική μου άποψη θεωρώ, ότι η στροφή προς την κατεύθυνση της κατ’ έγκλησιν διώξεως καθ’ όσον αφορά αδικήματα αφορούντα έννομα αγαθά προεχόντως ατομικού χαρακτήρα, ως η ιδιοκτησία και η περιουσία, τυγχάνει προς την σωστή κατεύθυνση, ίσως όμως να είναι κατά τι υπερβολική η επέκταση της κατ’ έγκληση διώξεως καθ’ όσον αφορά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, όπου ο εκάστοτε παθών είναι προφανές, ότι χρήζει μίας σαφώς πιο διευρυμένης προστασίας, κατ’ αναλογίαν προς μίαν ευρύτερη ζημία και τρώση του εννόμου αγαθού του στην περίπτωση του κακουργήματος, την οποία δεν παρέχει μόνον η επέκταση του αξιοποίνου, αλλά χρειάζεται και η άμεση κινητοποίηση του ποινικού μηχανισμού και της διωκτικής αρχής άνευ ενεργείας του παθόντος για την καταπολέμηση των υψηλής ποινικής απαξίας αδίκων τούτων πράξεων.
Κατά συνέπεια θα έπρεπε διά την διαμόρφωση μίας ισορροπίας και την εξάλειψη οιασδήποτε διακριτικής μεταχείρισης οιουδήποτε φορέα του εν προκειμένω εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας και πάντα υπό το πρίσμα της ευνοϊκής υπέρ του κατηγορουμένου προσεγγίσεως ως προς την εφαρμογή των ποινικών διατάξεων να υπάρξει συστοιχία του τρόπου ενάρξεως της διώξεως, του πλαισίου ποινής και του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων της κακουργηματικής κλοπής και υπεξαιρέσεως και στην περίπτωση όπου παθόν τυγχάνει το δημόσιο, ήτοι κατ’ εγκλήσιν δίωξη, κάθειρξη έως δέκα έτη και δεκαπενταετής παραγραφή και για πράξεις εις βάρος του δημοσίου. Προσέτι δε ίσως θα έπρεπε και το αδίκημα τουλάχιστον της πλημμεληματικής κλοπής να καταστεί κατ’ έγκλησιν διωκόμενο εντός του προαναφερθέντος πλαισίου.
Τέλος και παρά τας διαφόρους τροποποιήσεις και μεταβολές ως ανωτέρω ανεπτύχθησαν, ουδεμία διαφοροποίηση σημειώθηκε μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων εν σχέσει προς το καθεστώς των μεταξύ τους σχέσεων συρροής. Η υπεξαίρεση υφ’ οιανδήποτε μορφήν της πλημμεληματική ή κακουργηματική τοιαύτη παραμένει αενάως ο υπερχειλής σκοπός τελέσεως του αδικήματος της κλοπής, ωσαύτως ως πλημμεληματικού ή κακουργηματικού χαρακτήρα που δεν είναι άλλος από την ιδιοποίηση του αφαιρεθέντος πράγματος, τελούντα μεταξύ τους τα αδικήματα ταύτα σε σχέση φαινομένης κατ’ ιδέα συρροής απορροφηθείσης της υπεξαιρέσεως από την κλοπή ως συντιμωρητή υστέρα πράξη.
Πάτρα 09-07-2022
Κωνσταντίνος Ανδρ. Ζώης
Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΟΘΩΝ (Δικηγόρος Θεσσαλονίκης) Η Δικηγορία την εποχή της Πληροφορίας. Μια νέα πραγματικότητα.
Η ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ – ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚOΤΗΤΑ
Στην εποχή της ταχύτητας της πληροφορίας και της ψηφιακής – ηλεκτρονικής επικοινωνίας, που η είδηση μεταδίδεται αστραπιαία, οι διατάξεις περί μυστικότητας της προδικασίας δοκιμάζονται εντονότατα. Και αυτό γιατί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, απηχούν τις πρακτικές μίας άλλης εποχής, τελείως διαφορετικής στον τρόπο επικοινωνίας και διασποράς των ειδήσεων, για τον λόγο δε αυτό έρχονται συχνά σε σύγκρουση με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που χρειάζεται εκσυγχρονισμό – προσαρμογή στα νέα δεδομένα, την ίδια στιγμή που, παγκοσμίως, η νομική κοινότητα παρακολουθεί τις εξελίξεις άλλοτε με αμηχανία και άλλοτε με έντονο προβληματισμό. Η δημιουργία νέων δεδομένων στην διακίνηση της πληροφορίας, ειδικά μετά την καθολική διάδοση της χρήσης του διαδικτύου, δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα : Μετέφερε στον κόσμο της ψηφιακής επικοινωνίας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, και εισέβαλε βίαια σε κάθε χώρο παραβιάζοντας κάθε έννοια ιδιωτικότητας. Αυτή η νέα πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και τον χώρο της δικαιοσύνης. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε παρακολουθούμε την διεξαγωγή τηλεδικαστηρίων, αλλά και διαδικτυακών δικαστηρίων μέσα από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης (όπως π.χ. το τουίτερ) ή άλλους διαδικτυακούς χώρους. Τα “ηλεκτρονικά” αυτά δικαστήρια είναι μία νέα μορφή αξιολόγησης υποθέσεων, ειδικά αυτών που κατά καιρούς απασχολούν την επικαιρότητα και συγκεντρώνουν το κοινωνικό ενδιαφέρον, η οποία γίνεται κατά τρόπο τελείως αυθαίρετο, γίνεται από άτομα που δεν έχουν ούτε την γνώση, ούτε την εμπειρία, ούτε την εξειδίκευση να ασκήσουν τέτοιες εξουσίες, γίνεται κατά τρόπο ανεύθυνο (πολλές φορές υπό καθεστώς ανωνυμίας των συμμετεχόντων) και δημιουργεί μία σειρά από κινδύνους τους οποίους η νομική κοινότητα θα πρέπει να βρει άμεσα τρόπους να περιορίσει.
Σε αυτά τα ψηφιακά δικαστήρια, και περισσότερο στις ποινικές υποθέσεις που απασχολούν την κοινή γνώμη, παρατηρείται το φαινόμενο, παράλληλα με την διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον των αρμοδίων οργάνων (Διωκτική Αρχή, Ανακριτής, Δικαστήριο) να διεξάγεται και μία άλλη διαδικασία, τηλεοπτική ή διαδικτυακή. Και ενώ η δικαστική διαδικασία διέπεται από συγκεκριμένους, ρητούς νομοθετικούς κανόνες που κωδικοποιούνται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η δεύτερη φέρεται τελείως απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη. Κύριο παράδειγμα η καθημερινή βάναυση παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας από τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ, όπου διάφορα πρόσωπα χωρίς κανένα απολύτως ηθικό ή νομικό δικαίωμα, διατυπώνουν άποψη επί υποθέσεως που βρίσκεται ακόμη σε στάδιο έρευνας ή προκαταρκτικής κρίσης από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, υιοθετώντας μάλιστα μία σκληρή – αιμοβόρα διάθεση σε βάρος του εκάστοτε κατηγορουμένου, εναρμονισμένη πλήρως με τις εκάστοτε ανάγκες «εξασφάλισης» ενός πρόθυμου ακροατηρίου. Τα λαϊκά δικαστήρια μίας άλλης εποχής βρίσκουν έκφραση μέσα από τέτοιες τηλεδίκες, όπου διάφοροι αυτόκλητοι δικαστές προσεγγίζουν την υπόθεση του κατηγορουμένου με ξεκάθαρα αφοριστική διάθεση, εκδίδουν οιονεί καταδικαστικές αποφάσεις και «προτείνουν» σκληρές ποινές, με συνοπτικές διαδικασίες. Με τον τρόπο αυτό, και κατά παρέκκλιση της αρχής του φυσικού δικαστή, ο εκάστοτε κατηγορούμενος γίνεται βορά στα άγρια θηρία των τηλεοπτικών και διαδικτυακών μέσων, με κίνδυνο να μετατρέψουμε, σταδιακά, το τεκμήριο της αθωότητας σε τεκμήριο ενοχής.
Ειδικά κατά την διάρκεια της προδικασίας στις ποινικές υποθέσεις, όπου η μυστικότητα είναι ένα από τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα προβλήματα που προκαλούνται είναι πολλά και σοβαρά. Σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.2 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος δικαιούται κατά την διάρκεια της ανάκρισης να λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων μία φορά ανά (30) ημέρες. Τί γίνεται όμως όταν η αρχή της μυστικότητας της διαδικασίας παραβιάζεται συστηματικά και κατά τρόπο επιδεικτικό και απροκάλυπτο από τους τρίτους ; Στην πολύκροτη υπόθεση που χειρίζομαι αυτήν την περίοδο αντιμετωπίζω καθημερινά το φαινόμενο της ανέλεγκτης διαρροής εγγράφων της δικογραφίας, τα οποία διακινούνται καθημερινά στα μέσα ενημέρωσης, με άμεση συνέπεια, ο άμεσα ενδιαφερόμενος να μαθαίνει τα «μαντάτα» πάντα τελευταίος. Με δεδομένη την αδυναμία ή απροθυμία των Αρχών να ελέγξουν το φαινόμενο της διαρροής, που έχει γίνει πλέον μόνιμη πρακτική, είναι ένα σοβαρό ζήτημα προς προβληματισμό, τί εξυπηρετεί πλέον η σκοπιμότητα αυτής της διάταξης, της οποίας η αρχική επιδίωξη ήταν η προστασία της διαδικασίας της ανάκρισης από εξωτερικές παρεμβολές ή προσκόμματα, κατέληξε ωστόσο να αποτελεί βίαιη και κατάφωρη παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς ο τελευταίος κατέληξε να είναι ο μόνος που δυσκολεύεται στην πρόσβαση στα στοιχεία της ανάκρισης και καταλήγει, στην πράξη, να ενημερώνεται για την πορεία της διαδικασίας σε βάρος του από τα … ΜΜΕ. Εδώ πρόκειται για μονόδρομο : Εάν δεν μπορεί να τηρηθεί η μυστικότητα για όλους δεν έχει κανένα νόημα να επιβάλλεται μόνον στον κατηγορούμενο και, αναφορικά με την σχετική διάταξη, υπάρχει άμεση ανάγκη προσαρμογής.
Άλλο σύγχρονο φαινόμενο που αντιμετωπίζουμε στην δικαστηριακή πρακτική είναι η δημιουργία συγκεκριμένης κατεύθυνσης στην αστυνομική και δικαστική έρευνα από τα ΜΜΕ. Ανάλογα με την θέση του σε σχέση με κάθε ποινική υπόθεση, κάθε τρίτο πρόσωπο που διαθέτει δημόσιο λόγο, μπορεί να αλλοιώσει την πορεία μίας έρευνας με μία σειρά από πρακτικές που πλήττουν κάθε αρχή ορθής απονομής του δικαίου. Η δημόσια τοποθέτηση μαρτύρων που έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου και αλλοιωμένη την φωνή τους ή εμφανίζονται σε τηλεοπτικά μέσα με γυρισμένες πλάτες για να αποκρύπτουν την ταυτότητα τους ή χρηστών του διαδικτύου που κρύβονται πίσω από ένα ψευδώνυμο, δημιουργεί μία τάξη σύγχρονων «δήμιων» που συμμετέχουν σε μία εικονική δίκη που δεν διέπεται από κανέναν κανόνα και είναι απολύτως ανέλεγκτη. Και ενώ ο νομοθέτης διαθέτει μία σειρά από άρθρα του ΚΠΔ (209 επ.) στην θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων που αφορούν την λήψη και αξιοποίηση της κατάθεσης του μάρτυρα στην ποινική διαδικασία, όπως π.χ. την κατάθεση των στοιχείων ταυτότητας κάθε προσώπου που καταθέτει (ώστε να υποβάλλεται με τον τρόπο αυτό σε νομικό έλεγχο αναφορικά με την τέλεση τυχόν ποινικών αδικημάτων), την υποχρέωση να κατονομάζει την πηγή της εκάστοτε πληροφόρησης του, την απαγόρευση ερωτήσεων που φέρουν παραπειστικό χαρακτήρα, την διατύπωση αυθαίρετων προσωπικών κρίσεων, αλλά και την κατ’αντιπαράσταση εξέταση μαρτύρων οι καταθέσεις των οποίων φέρουν πρόδηλα αντίθετο περιεχόμενο, για την ηλεκτρονική «τηλεδίκη» τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν.
Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται ολοένα και συχνότερα το φαινόμενο να φέρονται στην επικαιρότητα στοιχεία ποινικών υποθέσεων που προκύπτουν από την ακατάσχετη και ανέλεγκτη ροή πληροφοριών αμφιβόλου πιστότητας και όχι από την επίσημη δικαστική έρευνα, όπως αυτή προβλέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με τον τρόπο αυτό, ο εκάστοτε κατηγορούμενος στοχοποιείται και υποβάλλεται ως έρμαιο σε κοινωνικό κανιβαλισμό με παράνομη προσβολή της ιδιωτικότητας και της προσωπικής του ζωής (το φαινόμενο του ρεπορτάζ της “κλειδαρότρυπας”). Συχνά δε, θύματα τέτοιων καταστάσεων πέφτουν ακόμη και τα πρόσωπα του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος του κατηγορουμένου, τα οποία, παρότι μή εμπλεκόμενα σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία σε βάρος τους, βρίσκονται στο επίκεντρο και γίνονται αντικείμενα παράνομης εισβολής στην προσωπική ζωή και παραβίασης του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθ.38 ν.4624/2019), αλλά και αντικείμενα τιμωρητικής συμπεριφοράς εντός του κοινωνικού τους περιβάλλοντος για πράξεις για τις οποίες δεν φέρουν καμία απολύτως προσωπική ευθύνη.
Το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο στις υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων που συναπαρτίζονται από λαϊκούς δικαστές (ενόρκους). Στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια η πλειοψηφία των μελών, δηλ. οι ένορκοι, δεν διαθέτουν την σχετική εμπειρία, δεν είναι πρόσωπα εξοικειωμένα στην αυστηρή τήρηση των νομικών κανόνων που διέπουν την αποδεικτική διαδικασία, αλλά είναι πρόσωπα εκτεθειμένα σε όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα και τις παραβιάσεις των διατάξεων για την τήρηση της διαδικασίας, πράγμα που επίσης εγκυμονεί κινδύνους : Εδώ ελλοχεύει ο άμεσος-σοβαρός κίνδυνος να βρεθεί ο κατηγορούμενος για την οριστική εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας, ενώπιον ενός δικαστηρίου η πλειοψηφία των μελών του οποίου θα έχει ήδη ξεκάθαρη-σχηματισμένη άποψη για το ζήτημα της ενοχής του, πριν ακόμη καλά-καλά αρχίσει η σε βάρος του διαδικασία μέσα στην δικαστική αίθουσα, καθιστώντας έτσι μάταιη για την πλευρά του κατηγορουμένου κάθε προσπάθεια αντίκρουσης της κατηγορίας.
Πάμε τώρα να δούμε ποια είναι η θέση του δικηγόρου μπροστά στα νέα αυτά δεδομένα και την νέα πραγματικότητα που δημιουργείται.
Στα πλαίσια της δημόσιας – “ηλεκτρονικής” δίκης, της τηλεόρασης ή του διαδικτύου, παρατηρείται εσχάτως το φαινόμενο να καθίστανται οι ποινικές υποθέσεις που συγκεντρώνουν κοινωνικό ενδιαφέρον, αντικείμενο ανεύθυνης δημόσιας τοποθέτησης από μία σειρά ανθρώπων που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον χώρο της δικαιοσύνης : Τηλεπαρουσιαστές/Τηλεπαρουσιάστριες, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, ψυχίατροι αλλά και ιατροί κάθε ειδικότητας, αναλυτές προσώπου, συνδικαλιστές αστυνομικοί, ηθοποιοί, τραγουδιστές, φωτομοντέλα, τηλεπερσόνες και διάφοροι άλλοι, αποκτούν δημόσιο βήμα και λαμβάνουν αυτόκλητα και αυθαίρετα ρόλο ανακριτή, δικαστή, παραγματογνώμονα ή και …μάρτυρα, επιλαμβάνονται του ζητήματος της ενοχής αλλά και της επιμέτρησης της ποινής και επιχειρηματολογούν ανεύθυνα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε βάρος των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Ποιά είναι η θέση του δικηγόρου λοιπόν μπροστά σε αυτή την – νέα – κατάσταση που διαμορφώνεται, πολύ περισσότερο ποια θα πρέπει να είναι η θέση του υπερασπιστή, όταν ο εντολέας του γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαπόμπευσης και η θέση του καταρρακώνεται από εξωδικαστικούς μηχανισμούς που παραβιάζουν όλα τα βασικά του δικαιώματα ; Εδώ υποστηρίζονται δύο απόψεις : Σύμφωνα με την πρώτη ο δικηγόρος δεν δέχεται να μεταφέρει τις θέσεις του εντολέα του σε επίπεδο δημόσιας ηλεκτρονικής επικοινωνίας και απέχει από κάθε ανάλογη δημόσια συζήτηση. Η λύση αυτή έχει, ωστόσο, δύο βασικά προβλήματα : Αφενός η σχετική αποχή του νομικού δεν επιφέρει και ματαίωση των σχετικών νομικά απαράδεκτων πρακτικών που ήδη αναλύθηκαν διεξοδικά, με άλλα λόγια, τα λαϊκά δικαστήρια που άλλοτε ονομάζονται “τηλεδίκες”, άλλοτε διαδικτυακές συνομιλίες “space” και άλλοτε απλές “συζητήσεις θεμάτων επικαιρότητας”, πραγματοποιούνται έτσι κι αλλιώς, οπότε είτε θα γίνουν με την δυνατότητα έκφρασης των θέσεων του εκάστοτε κατηγορουμένου μέσω του συνηγόρου του, είτε χωρίς αυτές. Χωρίς την συμμετοχή ενός υπερασπιστή που θα διατυπώσει δημόσια την θέση-απάντηση του κατηγορουμένου, η θέση αυτή δεν θα τεθεί ποτέ δίπλα στις δημόσιες κατηγορίες σε βάρος του και έτσι η υπόθεση κινδυνεύει να λυθεί οριστικά πριν ακόμη καλά-καλά εισαχθεί προς εκδίκαση από το αρμόδιο Δικαστήριο – ειδικά στα δικαστήρια που αποτελούνται κατά πλειοψηφία από απλούς πολίτες, όπως έχει ήδη αναλυθεί. Αφετέρου ο αγώνας του κατηγορουμένου να διακηρύξει την άρνηση του στην κατηγορία καθίσταται άνισος, καθώς για τον μεν υπερασπιστή του υφίστανται περιορισμοί στην δυνατότητα άρθρωσης δημοσίου λόγου, την ίδια στιγμή που για όλα τα υπόλοιπα μέρη του δημοσίου διαλόγου επικρατεί απόλυτη ασυδοσία, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά περιγραφόμενα. Με άλλα λόγια δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι, στα πλαίσια δημοσιοποίησης μίας ποινικής υπόθεσης, άποψη μπορεί να διατυπώσει ο ανώνυμος μάρτυρας, η τηλεπαρουσιάστρια, το φωτομοντέλο, ο κάθε τρίτος που δεν έχει ούτε την δυνατότητα ούτε την γνώση να επισκοπήσει μία ποινική δικογραφία, αλλά δεν μπορεί να διατυπώσει ο νομικός επιστήμονας και ειδικά ο υπερασπιστής που ασκεί το ιερό έργο, την δύσκολη αποστολή της υπεράσπισης.
Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, ο υπερασπιστής, ως εκπρόσωπος του εκάστοτε κατηγορουμένου σε σχέση με την κατηγορία που αυτός καλείται να αντιμετωπίσει, είναι εκ της αποστολής του υποχρεωμένος να εισέλθει στον δημόσιο διάλογο, να αρθρώσει, να διακοινώσει τις θέσεις του εντολέα του, να απαντήσει δημόσια στις δυσμενείς κρίσεις, την δημόσια διαπόμπευση και την παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εκάστοτε εντολέα, να καταγγείλει τις παραβάσεις της κείμενης νομοθεσίας, να παλέψει, ως εκ της αποστολής του είναι υποχρεωμένος, για την προάσπιση των συμφερόντων του πελάτη του. Ο νομικός παραστάτης – επιστήμονας θα πρέπει να ακούγεται και να καθοδηγεί, με την επιστημονική του εξειδίκευση, τον σχετικό δημόσιο διάλογο.
Η πάγια θέση των δικηγορικών συλλόγων που θέλουν τον δικηγόρο να είναι εκφραστής των απόψεων του εκάστοτε εντολέα του μόνον εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου και όχι στα πλαίσια οποιουδήποτε δημοσίου διαλόγου είναι, λοιπόν, αναμφισβήτητα, αναχρονιστικές και μεταφέρουν την πραγματικότητα μίας άλλης εποχής, και η εποχή αυτή σίγουρα δεν είναι η ψηφιακή εποχή, η εποχή της πληροφορίας. Συχνά, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η δημόσια εμφάνιση ενός δικηγόρου αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό ή είναι (για διάφορους κατά καιρούς και συχνά αντιφατικούς λόγους) ανεπίτρεπτη, αλλά εδώ θα πρέπει να σημειωθεί το εξής : Πολύ συχνά, συνάδερφοί μας απασχολούν την δημοσιότητα για ζητήματα που αφορούν εκφάνσεις της προσωπικής τους ζωής, διατύπωση αυθαίρετων απόψεων, συμπεριφορές «ιντριγκαδόρικες», μικροπρεπείς, κακεντρεχείς ή ανταγωνιστικές, καθώς και εξεζητημένες συμπεριφορές («καμώματα») προς εξασφάλιση προβολής και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Εάν λοιπόν θα έπρεπε να εφαρμοστεί κάποιος έλεγχος σε βάρος του δικηγόρου που προβάλλεται δημόσια, μάλλον από αυτήν την κατηγορία συναδέλφων θα έπρεπε να αρχίσει ο σχετικός έλεγχος και, πάντως, όχι στο επίπεδο του υπερασπιστή που μπαίνει στην δημόσια «αρένα» με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση υπερασπιστικών καθηκόντων.
Συνοψίζοντας, στην εποχή της πληροφορίας η αποστολή του νομικού θα πρέπει να διακρίνεται από εξωστρέφεια και επικοινωνιακή τακτική. Ο δικηγόρος εκτός από παραστάτης στα δικαστήρια, είναι σύμβουλος, είναι νομικός εκπρόσωπος, είναι διαμεσολαβητής και, στις υποθέσεις ποινικού περιεχομένου, είναι, σε όλα τα επίπεδα, υπερασπιστής. Όπως σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής δραστηριότητας, έτσι και στην άσκηση της δικηγορίας, η ψηφιακή εποχή γεννά νέα δεδομένα και δημιουργεί νέες ευκαιρίες, στις οποίες ο κλάδος πρέπει να ανταποκριθεί με ανοικτούς ορίζοντες σκέψης, πρωτοβουλία, επαγγελματισμό και επιστημονική συνέπεια.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΤΑΥΡΙΑΝΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Δημοσιότητα Ποινικής Δίκης. Διάσκεψη-Προσωπικά Δεδομένα.
22ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
ΠΑΤΡΑ 9-10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2022
ΕΙΣΗΓΗΣΗ: Περικλή Σταυριανάκη του Μάρκου Δικηγόρου ΔΣΑ
ΘΕΜΑ
«ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ – ΔΙΑΣΚΕΨΗ – ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΈΝΑ»
***************************************
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Σε ΔΙΚΗ με ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ και με ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: Ο δικαστής μπορεί να διαβάσει προηγουμένως τη δικογραφία της υπόθεσης επί της οποίας θα αποφανθεί; Πώς θα περιοριστεί ο δικαστής μόνο στο υλικό της ακροαματικής διαδικασίας και ποιό το υλικό για τη Διάσκεψη των δικαστών..
Ο συνταγματικός Νομοθέτης υιοθέτησε το διαχρονικό αξίωμα πως «η γυναίκα του Καίσαρος δεν αρκεί να είναι «τίμια» αλλά πρέπει και να φαίνεται», για να μπορέσει έτσι: αφενός για να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι υφίσταται ασφάλεια δικαίου και αφετέρου για να εδραιώσει την εμπιστοσύνη του Λαού στις δικαστικές αποφάσεις.
Για το λόγο αυτό ακριβώς θέσπισε τη Δημοσιότητα της Δίκης ώστε να είναι στο «φως» και ενώπιον όλων, όσα εξελίσσονται σ’ αυτήν, και να φαίνεται ότι όντως είναι η δικαιοσύνη «τιμία» δηλαδή «Δίκαιη».
Προφορικότητα της διαδικασίας
Θεωρήθηκε όμως, και σωστά, πως μόνη η δημοσιότητα της Ποινικής Δίκης δεν είναι αρκετή για να αποδοθεί πράγματι το «Δίκαιο» από την Δικαιοσύνη, ή άλλως για να έχουμε την λεγόμενη «Δίκαιη δίκη» που θέλει και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Γι’ αυτό ακριβώς και ο νομοθέτης με το άρθρο 331 ΚΠΔ όρισε την «Προφορικότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο».
Με την «προφορικότητα της διαδικασίας» αξιοποιείται, λειτουργεί και έχει νόημα η «δημοσιότητα της ποινικής δίκης», που άλλως θα ήταν μάλλον αναποτελεσματική.
Η «προφορικότητα» της διαδικασίας επιτυγχάνεται με το άκουσμα των καταθέσεων των μαρτύρων, της απολογίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά και με την ανάγνωση των όποιων εγγράφων προσκομίζονται στην ακροαματική διαδικασία απ’ όλες τις πλευρές, και τίθενται υπόψη των δικαστών.
Παράλληλα όμως με την «προφορικότητα της διαδικασίας», διασφαλίζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκεί το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 358 ΚΠΔ, να δίδει τις όποιες εξηγήσεις του, απέναντι σε κάθε αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζεται στο δικαστήριο.
Βασικές αρχές Ποινικής Δίκης
Κατόπιν όλων αυτών θα λέγαμε με πάρα πολύ απλές λέξεις, πως ο Νομοθέτης προκειμένου να εξασφαλίσει την «δίκαιη δίκη» όρισε:
Πρώτο την «Δημοσιότητα» της ποινικής δίκης», ώστε να ξεδιπλώνεται όλο το υλικό της δίκης μπροστά στο ακροατήριο, στο οποίο δεν πρέπει να παραμένει ούτε η ελάχιστη υποψία ότι η Δικαιοσύνη είτε μεροληπτεί είτε δεν κάνει σωστά τη δουλειά της.
Δεύτερο την «προφορικότητα» της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο, ώστε να «ακούγονται» υποχρεωτικά με κάθε τρόπο, όλα όσα διαμείβονται στην ακροαματική διαδικασία και τα οποία είναι εκείνα που περιέρχονται σε γνώση του Δικαστηρίου.
Η έναρξη της Ποινικής Διαδικασίας
Αυτά βέβαια είναι τα οριζόμενα από τον νόμο.
Τώρα έχει ενδιαφέρον να εστιάσουμε σε ότι βλέπουμε να συμβαίνει στην πράξη στην ακροαματική διαδικασία, ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων, παντού και χωρίς καμιά εξαίρεση.
Θα ξεκινήσουμε από τη «δικογραφία» που σχηματίζεται για κάθε υπόθεση που πρόκειται να εκδικαστεί, και μετά που θα φτάσει η Κλήση στον Κατηγορούμενο, κατ’ άρθρο 321§6 ΚΠΔ(παλαιό 325), «οι δικογραφίες παραμένουν κατά τις εργάσιμες μέρες και ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο».
Πρόσβαση στη «δικογραφία» έχουν ο υποστηρίζων την κατηγορία, ο κατηγορούμενος, ο Εισαγγελέας της έδρας, αλλά και οι δικαστές που θα δικάσουν την υπόθεση.
Το τεράστιο ερώτημα που τίθεται και θα μας απασχολήσει είναι, αν θα πρέπει να λαμβάνουν γνώση της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί ο διευθύνων την συζήτηση ή και τα άλλα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου, που θα εκδικάσουν την υπόθεση;
Ορίζει βέβαια η Δικονομία μας στο άρθρο 344, ότι κατά την έναρξη της δίκης «Μετά τη λήψη των στοιχείων της ταυτότητας του κατηγορουμένου, τη νομιμοποίηση του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας και των συνηγόρων τους, ο Εισαγγελέας απαγγέλλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία. Κατόπιν ο διευθύνων τη συζήτηση, υποδεικνύει την δυνατότητα συνδιαλλαγής, εφόσον αυτή προβλέπεται, ζητεί από τον κατηγορούμενο να διατυπώσει τη θέση του απέναντι στην κατηγορία, υπενθυμίζοντας του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία. Στην συνέχεια εκφωνεί τον κατάλογο των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων που κλητεύθηκαν».
Όσο και αν στην πράξη, μόνο στη διαδικασία ενώπιον των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, ο Εισαγγελέας απαγγέλλει την κατηγορία, εν τούτοις οπωσδήποτε για να έχει αυτή την υποχρέωση να απαγγέλλει την κατηγορία και μάλιστα εν συντομία, πρέπει να έχει γνώση της δικογραφίας.
Αντίθετα όμως, για όλα αυτά που ορίζεται ότι κάνει ο διευθύνων την συζήτηση, δεν αποτελεί προϋπόθεση η γνώση της δικογραφίας.
Παρά ταύτα είναι δεδομένο ότι κατά την έναρξη της διαδικασίας έρχεται ο διευθύνων την συζήτηση στην έδρα, είτε με την δικογραφία ανά χείρας, είτε αυτή να είναι τοποθετημένη μπροστά του, και την διαχειρίζεται πλέον εκείνος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
Το χειρότερο όμως και το πλέον επικίνδυνο είναι, το γνωστό σε όλους μας, ότι τουλάχιστον ο «διευθύνων τη συζήτηση» έχει πάρει τη δικογραφία πριν την έναρξη της δίκης, και όπως λέμε, την έχει μελετήσει.
Το ερώτημα εδώ είναι αν είναι νόμιμη η προηγούμενη ανάγνωση της δικογραφίας από τον δικαστή, που πρόκειται να αποφανθεί.
Πρέπει να γίνεται έτσι;
Πρέπει ο διευθύνων τη συζήτηση ή ο οποιοσδήποτε δικαστής που πρόκειται να εκδικάσουν την υπόθεση, να έχουν πρόσβαση στην δικογραφία επί της οποίας θα αποφασίσουν;
Πριν δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό, θέλουμε να θυμίσουμε τα παρακάτω που σίγουρα τα ξέρουμε όλοι μας:
α) Ορίζεται ρητά στο άρθρο 177 ΚΠΔ ότι ο δικαστής πρέπει να αποφασίζει με «απροσωπόληπτη κρίση».
β) Παράλληλα αξιώνουν «δικαστική αμεροληψία» αφενός το πνεύμα του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου, αλλά και αφετέρου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως μάλιστα ρητά αναφέρεται σ’ αυτά και η Αιτιολογική Έκθεση του άρθρου 14§2 Νέου ΚΠΔ.
γ) και τέλος σύμφωνα με το άρθρο 14§2 ΚΠΔ δεν μπορούν να ασκήσουν δικαστικά καθήκοντα ούτε ο ανακριτής, ούτε και ο δικαστής που συνέπραξε στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο…..
Εδώ τίθεται το ερώτημα ποιος είναι ο λόγος που αποκλείονται τα παραπάνω δικαστικά πρόσωπα, από την συμμετοχή τους στην ποινική διαδικασία;
Η απάντηση είναι ότι τα δικαστικά αυτά πρόσωπα αποκλείονται από την ποινική διαδικασία στο ακροατήριο, μόνο και μόνο διότι κάποια στιγμή ακόμα και σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν κληθούν να δικάσουν, έλαβαν γνώση της δικογραφίας….
Πράγματι είναι εύλογο, αν έχεις λάβει γνώση της δικογραφίας, με όση ανάγνωση έχεις κάνει, να χάνεις την λεγόμενη «δικαστική αμεροληψία», όχι ασφαλώς ηθελημένα ούτε από εμπάθεια ή κακία, αλλά από απλή ανθρώπινη αδυναμία……
Θεωρεί ακόμα και ο νομοθέτης ότι η προηγούμενη ανάγνωση από τον δικαστή της δικογραφίας, έστω και σε απώτερο χρόνο, επί της οποία πρόκειται να αποφανθεί, ότι είναι ανθρώπινο να του δημιουργεί, όσο και αν δεν το θέλει, μια «προκατάληψη» είτε μεγάλη είτε μικρή.
Είναι απόλυτα βέβαιο ότι με την προηγούμενη ανάγνωση της δικογραφίας, ο δικαστής έχει χάσει εν όλω ή εν μέρει την «δικαστική του αμεροληψία» και δεν πρέπει πλέον να εκδικάσει την υπόθεση και να αποφανθεί επ’ αυτής.
Οι δικαστές όταν ανεβαίνουν στην έδρα θα πρέπει να είναι εντελώς «ανύποπτοι», «ανυποψίαστοι» και «απροκατάληπτοι» για την υπόθεση που θα εκδικάσουν, όπως ακριβώς είναι «ανύποπτοι», «ανυποψίαστοι» και «απροκατάληπτοι» και οι ένορκοι όταν κληρώνονται και πρόκειται να αποφανθούν, στα ΜΟΔ ή στα ΜΟΕ.
Έτσι μόνο θα μπορεί ο δικαστής να εξασφαλίσει την λεγόμενη «δικαστική αμεροληψία».
Αφήνουμε το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων, λόγω του μεγάλου αριθμού των δικογραφιών, ο δικαστής δεν έχει τον απαραίτητο χρόνο να διαβάσει στο σύνολο της την δικογραφία, και αναγκαστικά είναι υποχρεωμένος να διαβάσει μόνο ένας μέρος της, είτε μικρό είτε μεγάλο, και ουδείς γνωρίζει αν στα έγγραφα που έχει αναγνώσει, συγκαταλέγονται και όλα τα σημαντικά έγγραφα που εμπεριέχονται σ’ αυτήν, και αν έχει αποκομίσει τη σωστή εικόνα από την ανάγνωση….
Είναι εντελώς αδιανόητο, η προηγούμενη γνώση της δικογραφίας που είχε ο δικαστής, είτε επειδή εκτέλεσε Ανακριτικά καθήκοντα είτε επειδή συνέπραξε στην έκδοση ενός βουλεύματος, να αποτελεί λόγο αποκλεισμού του από το να συμμετέχει στο δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση, και από την άλλη ο διευθύνων την συζήτηση ή ο δικαστής που θα κρίνει και θα εκδώσει απόφαση, να παίρνει προηγουμένως και να διαβάζει και να μελετά τη σχετική δικογραφία…..
Είναι πέρα για πέρα βέβαιο πως από τη στιγμή που θα μελετήσει ένας δικαστής μια δικογραφία, «σχηματίζει άποψη» για τον κατηγορούμενο, αλλά και για την υπόθεση γενικότερα, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει, και δεν θα «σχηματίσει την άποψη», από την ακροαματική διαδικασία…
«Προκαταλαμβάνεται» θα λέγαμε ο δικαστής, ασφαλώς και αθέλητα για τον κατηγορούμενο και την υπόθεση, είτε θετικά είτε αρνητικά, και έτσι παύει να διαθέτει την «δικαστική αμεροληψία» με την οποία οφείλει να βγει στην έδρα για να δικάσει, δηλαδή να κρίνει και να αποφασίσει….
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ
Θα μου πείτε τι προτείνουμε.
Δεν προτείνουμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που ορίζει αφενός ο νόμος και αφετέρου το πνεύμα της ίδιας της Ποινικής Δικονομίας.
Για μας λοιπόν εκτός από την πλευρά της υπεράσπισης και της υποστήριξης της κατηγορίας, μόνον ο Εισαγγελέας της έδρας έχει δικαίωμα, πριν την δίκη, να λάβει γνώση της δικογραφίας και να την μελετήσει όσο εκείνος νομίζει ότι αρκεί, για να ασκήσει τα καθήκοντα του, ως κατηγορούσα Αρχή.
Ουδείς δικαστής της σύνθεσης του Δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση, επιτρέπεται να λάβει γνώση της δικογραφίας της υπόθεσης επί της οποίας πρόκειται να αποφανθεί.
Διότι ο δικαστής οφείλει να έχει στη διάθεση του μόνο το υλικό που θα προκύψει από την ακροαματική διαδικασία, δηλαδή μόνον αυτό που θα προέρχεται από τις μαρτυρικές καταθέσεις, την απολογία του κατ/νου από τα έγγραφα που θα αναγνωστούν, από τα στοιχεία που θα επιδειχθούν, και απ’ όσα άλλα θα ακουστούν στο δικαστήριο, και βάσει αυτών και μόνο, έχει υποχρέωση να αποφανθεί, και όχι βάσει της δικογραφίας που ασφαλώς δεν πρέπει να έχει αναγνώσει προηγουμένως.
Γι’ αυτό ακριβώς η δικογραφία, εκτός από τα δικαστικά γραφεία, μπορεί να βρίσκεται μόνο στα χέρια του Εισαγγελέα.
Ο Εισαγγελέας είναι και εκείνος που θα πρέπει να «Εισάγει» την δικογραφία στο Δικαστήριο και να την προσκομίσει στην έδρα όπου θα εκδικαστεί η υπόθεση.
Ο Εισαγγελέας είναι εκείνος που πρέπει, αφού απαγγείλει την κατηγορία, να διαχειριστεί την δικογραφία καθ’ όλη τη διάρκεια διεξαγωγής της δίκης, και όχι αυτός που διευθύνει την διαδικασία.
Δεν είναι τυχαίο το ότι ορίζεται στο άρθρο 333 ΚΠΔ πως «Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον Εισαγγελέα και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλλουν ερωτήσεις… δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα….. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλλει πρόσθετες ερωτήσεις στους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους καθώς και στους κατηγορούμενους για ζητήματα που θεωρεί αναγκαία για την πληρέστερη διασαφήνιση της υπόθεσης και δημοσιεύει την απόφαση».
Δεν δημιουργεί βλάβη στην ποινική διαδικασία, αν ο διευθύνων την συζήτηση υποβάλλει πρώτος απ΄ όλους ερωτήσεις στον όποιο εξεταζόμενο, χωρίς να έχει διαβάσει την δικογραφία, αφού μπορεί να επανέλθει και να ερωτήσει όποια στιγμή θελήσει, όπως μπορούν και οι δικαστές.
Οπωσδήποτε όμως εκείνος που πρώτος θα εξετάσει ουσιαστικά τον κάθε εξεταζόμενο, είναι ο Εισαγγελέας της έδρας, που με την γνώση της δικογραφίας που έχει, γνωρίζοντας δηλαδή τις διάφορες καταθέσεις, τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία, είναι σε θέση να εξετάσει τον καθένα μάρτυρα, και τον κατηγορούμενο, να επισημαίνει αντιφάσεις και να κάνει όλα εκείνα που κάνει σήμερα.
Αν και σήμερα αντί γι’ αυτόν, αυτά τα κάνει ο διευθύνων την διαδικασία.
Ο Εισαγγελέας που «κατέχει» τη δικογραφία, επιβάλλεται να γνωρίζει το περιεχόμενο της για να μπορεί να ανασύρει από αυτήν οποιοδήποτε έγγραφο ή οτιδήποτε άλλο στοιχείο περιέχεται στην δικογραφία, που μπορεί να στηρίξει την κατηγορία ή ακόμα και να την αποδυναμώσει, και να τα εισφέρει στο Δικαστήριο για να αναγνωστούν, ώστε να λάβουν γνώση και οι δικαστές αλλά και οι άλλοι παράγοντες τις δίκης.
Στην συνέχεια, στη σειρά τους βέβαια, τόσο ο υποστηρίζων τη κατηγορία όσο και η υπεράσπιση, δικαιούνται να υποβάλλουν ερωτήσεις και παράλληλα να προσκομίσουν έγγραφα και άλλα στοιχεία στο Δικαστήριο, όπως ακριβώς δηλαδή γίνεται και σήμερα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο διευθύνων και το Δικαστήριο λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των προφορικών καταθέσεων, παραλαμβάνουν επί της έδρας όσα έγγραφα και λοιπά στοιχεία προσκομίστηκαν από τους παράγοντες της δίκης και αναγνώστηκαν, και έτσι έχουν γνώση όλου του περιεχομένου της ακροαματικής διαδικασίας.
Με τον τρόπο αυτό γίνεται χρήση όλων των στοιχείων που προσκομίζονται και ο προεδρεύων αλλά και τα μέλη της σύνθεσης, όπως επίσης και οι υπερασπιστές της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος, μπορούν να υποβάλλουν ερωτήσεις, πάντοτε με το προνόμιο του κατηγορούμενου να μιλά τελευταίος (Άρθρο 333§3β ΚΠΔ)
Είναι σαφές ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί όλο το δικαστήριο να υποβάλλει και τις οποιεσδήποτε άλλες επιπλέον ερωτήσεις, αλλά και διευκρινήσεις (αρθ. 357 ΚΠΔ), επί του υλικού που εμφανίστηκε κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ, ο διευθύνων την διαδικασία και οι δικαστές, λαμβάνοντας γνώση των όποιων στοιχείων προσκομίζονται από τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους, μπορεί ανά πάσα στιγμή και εκείνος να κάνει και τις δικές του επιπλέον ερωτήσεις και να ζητήσει τις όποιες διευκρινήσεις απαιτούνται, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι δικαστές.
Επαναλαμβάνεται ότι οι δικαστές μπορούν να ρωτούν απεριόριστα και ανά πάσα στιγμή, χωρίς να απαιτείται, μετά απ’ αυτούς, να δίνεται ο λόγος στους άλλους διαδίκους, εκτός από τον κατηγορούμενο (Άρθρο 333§3α ΚΠΔ).
Στο τέλος βέβαια θα ακολουθήσει η απολογία του Κατηγορουμένου ο οποίος θα απαντήσει στις ερωτήσεις του διευθύνοντος την διαδικασία, του Εισαγγελέα, των Δικαστών, αλλά και με τη μεσολάβηση του διευθύνοντος τη συζήτηση θα απαντήσει στις ερωτήσεις του υποστηρίζοντος την κατηγορία, και έτσι θα δώσει τις όλες τις αναγκαίες εξηγήσεις.
Με τον τρόπο αυτό:
Α. Θα έχουν πρόσβαση σ’ όλο το υλικό της ακροαματικής διαδικασίας, όλα τα μέρη, δηλαδή οι δικαστές, ο Εισαγγελέας, ο υποστηρίζων την κατηγορία και ο κατηγορούμενος, και
Β. Οι δικαστές θα έχουν για την υπόθεση επί της οποίας θα αποφανθούν, μόνο τα δεδομένα που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, που είναι και το πρέπον.
Γ. Θα έχει δημιουργηθεί στα χέρια του διευθύνοντος την συζήτηση και των δικαστών, θα λέγαμε, μια «μίνι δικογραφία» στην οποία θα διαλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο το σύνολο των εγγράφων και λοιπών στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια διεξαγωγής της δίκης.
Είναι ευνόητο ότι και ο διευθύνων την συζήτηση όσο και οι άλλοι δικαστές, μπορούν να τηρούν προσωπικές σημειώσεις, δεδομένου ότι, τουλάχιστον στις δίκες για κακουργήματα είναι υποχρεωτική πλέον η τήρηση των πρακτικών με «φωνοληψία», και ελλείπουν επομένως, επειδή έχουν καταργηθεί, τα «πρόχειρα πρακτικά».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
Μετά την απολογία του Κατηγορουμένου και την κήρυξη του πέρατος της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως ορίζει το άρθρο 366 ΚΠΔ, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο σε Εισαγγελέα και συνηγόρους για να γίνουν οι αγορεύσεις.
Μετά το πέρας των αγορεύσεων ο διευθύνων τη συζήτηση με τους δικαστές, θα αποσυρθούν για «την μυστική διάσκεψη» που ορίζει το άρθρο 369§2 ΚΠΔ, στη οποία όμως παρίσταται και ο Γραμματέας.
Δεν αντιλαμβάνομαι βέβαια, γιατί όπως παρίσταται ο Γραμματέας δεν θα μπορούσαν να παρίστανται και οι συνήγοροι, αφού αυτό δεν θα αναιρούσε τη μυστικότητα της διάσκεψης.
Οι δικαστές αποσύρονται για διάσκεψη αλλά δεν πρέπει να πάρουν μαζί τους την αρχική δικογραφία, αλλά μόνο τα έγγραφα και στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, τις καταθέσεις των οποίων έγινε χρήση στο ακροατήριο, και τα οποία συγκρότησαν την δικογραφία που ονομάσαμε «μίνι δικογραφία», και ασφαλώς τα όσα ακούστηκαν στο ακροατήριο.
Ο Εισαγγελέας της έδρας από το άλλο μέρος, θα πάρει μαζί του το υπόλοιπο της αρχικής δικογραφίας, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην διαδικασία, αλλά έχει απομείνει μετά την αφαίρεση απ’ αυτήν των εγγράφων και των στοιχείων που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο και συγκρότησαν την λεγόμενη «μίνι δικογραφία», και η οποία είναι πλέον στα χέρια των δικαστών, και με αυτό το υπόλοιπο της δικογραφίας ο Εισαγγελέας θα αποχωρήσει από το χώρο της δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και από το χώρο στον οποίο έχουν αποσυρθεί οι δικαστές για διάσκεψη.
Με τον τρόπο αυτό θα έχουν πράγματι οι Δικαστές στην διάθεση τους μόνο το αποδεικτικό υλικό που έχει εισφερθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, δηλαδή τα όσα άκουσαν και διάβασαν, με απλά λόγια μόνο το υλικό που εισφέρθηκε στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον τους και ενώπιον του κατηγορούμενου, και με βάση αυτό το υλικό θα κληθούν να αποφασίσουν.
Εφόσον τηρηθούν αυτά είναι βέβαιο ότι θα εκλείψει παντελώς η απαράδεκτη και αντιδικονομική τακτική, κατά την οποία, όταν αποσύρεται για διάσκεψη το Δικαστήριο, μπορεί να διαβάζει και να λαμβάνει υπόψη ή έστω να επηρεάζεται, από στοιχεία της δικογραφίας που δεν είχαν προσκομιστεί στην ακροαματική διαδικασία, και για τα οποία στερήθηκε το δικαίωμα του ο κατηγορούμενος να δώσει τις εξηγήσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 358 ΚΠΔ.
Πρακτικές τέτοιες έχουν εκδηλωθεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις και τις έχουμε βιώσει όλοι μας, όταν ενώ μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, αναμέναμε την έκδοση απόφασης, σύμφωνα με αυτά που ακούστηκαν στο ακροατήριο, ολωσδιόλου αναπάντεχα, εισπράξαμε μια εντελώς άλλη δικαστική κρίση, η οποία δεν φαίνεται ότι ήταν προϊόν της ακροαματικής διαδικασίας που είχε προηγηθεί …
Αυτές δυστυχώς οι απαράδεκτες πρακτικές είχαν διαπιστωθεί και κατά τον Αναιρετικό έλεγχο, και πλείστες όσες αποφάσεις έχουν αναιρεθεί, ακριβώς επειδή είχαν ληφθεί υπόψη έγγραφα που δεν είχαν αναγνωστεί.
Εφόσον τηρηθούν όλα όσα προηγουμένως επισημάναμε, τότε η απόφαση που δημόσια θα απαγγείλει το ποινικό δικαστήριο, θα είναι μια απόφαση που ασφαλώς θα εκφράζει αποκλειστικά και μόνον όλα όσα ακούστηκαν στην δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, και χωρίς αστερίσκους.
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Θεωρούμε ότι είναι η απόλυτη αντινομία να θεωρούμε σαν προσωπικό δεδομένο μια διαδικασία που είναι υποχρεωτικά δημόσια αλλά και μια απόφαση που και εκείνη εκδίδεται υποχρεωτικά δημόσια.
Το δημόσια εξελισσόμενο γεγονός μιας δίκης δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίζεται ως «Προσωπικό Δεδομένο» εκείνου στον οποίο αφορά.
Δεν μπορούμε να λέμε ότι είναι ελεύθερη η είσοδος σε ένα ποινικό δικαστήριο, ότι ακόμα μπορούμε να δούμε και το πρόσωπο του κατηγορούμενου, αλλά δεν μπορούμε να δημοσιοποιήσουμε το δημόσια εξελισσόμενο γεγονός της δίκης και του κατηγορούμενου.
Δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίζονται ως «Προσωπικά δεδομένα» γεγονότα που εξελίσσονται δημόσια, και η «απόφαση» μιας δίκης που επίσης απαγγέλλεται «δημόσια».
Άσε που προκειμένου περί επωνύμων που οδηγούνται στα δικαστήρια, δεν υφίσταται ως «Προσωπικό δεδομένο» ούτε η πορεία της δίκης ούτε βέβαια και το αποτέλεσμα της….
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η «δημοσιότητα της ποινικής δίκης» σε συνδυασμό με την εφαρμογή ης «προφορικότητας» της διαδικασίας, αποτελούν εγγύηση για την «δίκαιη δίκη», ενώ όταν ο Δικαστής δεν λαμβάνει γνώση της δικογραφίας πριν εκδώσει απόφαση, διασφαλίζεται η «δικαστική αμεροληψία», που αξιώνουν η ΕΣΔΑ και το ΕΔΔΑ. (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Η επιδίωξη όλων των ανωτέρω αποτελούν πεδίο δόξης λαμπρό για Μας και για την Ένωση μας…..
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ (Αντεισαγγελέας Εφετών, Προϊστάμενος Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ναυπλίου), Η νεοσυσταθείσα Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.ΥΚΙΩΤΗ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (Καθηγήτρια
ΗΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ
τ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗ Μ.Ε.Α. ΣΤΗΝ Ε.Ε.
Η νεοσυσταθείσα Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.
Ι. Εισαγωγή
Η δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελίας (EPPO: European Public Prosecutor’s Office) με αρμοδιότητα την καταπολέμηση των εγκλημάτων κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης για πολλά χρόνια. Ως αφετηρία της σύλληψης της ιδέας της δημιουργίας του ΕΡΡΟ θεωρείται «Η έκκληση της Γενεύης», η οποία έγινε τον Οκτώβριο του 1996, από μια ομάδα ευρωπαίων δικαστών για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, στο πλαίσιο του οποίου οι δικαστές θα μπορούσαν, χωρίς τα τότε κωλύματα της διπλωματικής οδού, να ερευνούν και να ανταλλάσουν πληροφορίες για τις ανακρίσεις που διενεργούν. Η συνέχεια δόθηκε με την πρόβλεψη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Corpus Juris το 2000, το οποίο παρουσιάστηκε ως σχέδιο ενός ενιαίου κειμένου ποινικών διατάξεων, με ρυθμίσεις, ουσιαστικού & δικονομικού δικαίου, άμεσα εφαρμοστέου στα κράτη μέλη με σκοπό την αποκλειστική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. και με την έκδοση της Πράσινης Βίβλου σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, καθώς και της έκθεσης για τη συνέχεια που θα δοθεί στην Πράσινη Βίβλο, της 19ης Μαρτίου 2003. Συνεπώς είκοσι ένα χρόνια μετά την ανακοίνωση από τους εμπειρογνώμονες του Corpus Juris της σύστασης μιας ευρωπαϊκής εισαγγελίας και τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την υποβολή της πρότασής της από την Επιτροπή, ο κανονισμός για την ίδρυση του EPPO έλαβε τη συναίνεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 5 Οκτωβρίου 2017 και τελικά εγκρίθηκε από το ΣΔΕΥ στις 12 Οκτωβρίου 2017 στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας με 20 συμμετέχοντα κράτη μέλη και συνολικά 22 στο παρόν στάδιο. (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχική Δημοκρατία, Φινλανδία ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν η Μάλτα και η Ολλανδία).
Ο κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. στις 31 Οκτωβρίου 2017 και τέθηκε σε ισχύ στις 20 Νοεμβρίου 2017.
Ο EPPO θα είναι ανεξάρτητο ευρωπαϊκό γραφείο εισαγγελίας αρμόδιο για τη διερεύνηση και δίωξη των εγκλημάτων που ορίζονται στην οδηγία 1371/2017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (“οδηγία PIF”) .
Η νομική βάση για την ίδρυση του ΕΡΡΟ είναι η πρόβλεψη του αρ. 86 παρ.1 ΣΛΕΕ, η παρ.1 της οποίας ορίζει ότι: «Για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία μέσω κανονισμών, μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εκ της Eurojust. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εφόσον δεν επιτευχθεί ομοφωνία, ομάδα αποτελούμενη από εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το σχέδιο κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η νομοθετική διαδικασία στο Συμβούλιο αναστέλλεται. Αφού συζητήσει το ζήτημα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναπέμπει, εντός τετραμήνου από την αναστολή αυτή, το σχέδιο στο Συμβούλιο προς θέσπιση. Εντός της αυτής προθεσμίας, σε περίπτωση μη συμφωνίας, και εφόσον εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη επιθυμούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου κανονισμού, τα εν λόγω κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»
Η αρμοδιότητα του ΕΡΡΟ προβλέπεται στο αρ. 86 παρ.2 ΣΛΕΕ στην οποία ορίζεται ότι: «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την καταζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης, ενδεχομένως σε σύνδεση με την Ευρωπόλ, των δραστών αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως τα συμφέροντα αυτά ορίζονται στον κανονισμό της παραγράφου 1, καθώς και των συνεργών τους. Ασκεί δε ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών την ποινική δίωξη των αδικημάτων αυτών».
Σημαντική διάταξη για την τυχόν μελλοντική επέκταση των αρμοδιοτήτων του ΕΡΡΟ αποτελεί το αρ. 86 παρ.4 ΣΛΕΕ στο οποίο ορίζεται ότι: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται, ταυτόχρονα ή σε μεταγενέστερο στάδιο, να εκδώσει απόφαση για την τροποποίηση της παραγράφου 1, προκειμένου να επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, και για την κατ’ επέκταση τροποποίηση της παραγράφου 2 όσον αφορά τους δράστες σοβαρών εγκλημάτων με επιπτώσεις σε πολλά κράτη μέλη καθώς και τους συνεργούς τους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και διαβούλευση με την Επιτροπή.»
ΙΙ. Νομοθετική πρωτοβουλία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 17.7.2013 νομοθετική πρωτοβουλία αποτελούμενη από δύο προτάσεις κανονισμών: α) την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) και β) την μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνεργασίας για την Ποινική Δικαιοσύνη (Eurojust). Επίσης, εξέδωσε δύο ανακοινώσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την καλύτερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της μεταρρύθμισης της Eurojust. Κοινή προσέγγιση των αιτιολογικών σκέψεων/προοιμίων αυτής της νομοθετικής δέσμης αποτελούσε ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. δεν προστατεύονται επαρκώς και η διασυνοριακή απάτη στον τομέα του Φ.Π.Α. προκαλεί σημαντικές απώλειες στους εθνικούς προϋπολογισμούς καθώς τα υπάρχοντα όργανα της Ε.Ε. (OLAF, EUROJUST, EUROPOL) δεν μπορούν να διενεργούν ποινικές έρευνες ή να ασκούν διώξεις σε υποθέσεις απάτης.
Επίσης οι προσπάθειες των εθνικών διωκτικών αρχών είναι αποσπασματικές και περιορίζονται στα όρια του εκάστοτε οικείου κράτους μέλους, ενώ τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν πάντοτε τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων σε βάρος του προϋπολογισμού της Ε.Ε. Επισημαίνεται επίσης ότι ο μικρός αριθμός διώξεων συνοδεύεται από χαμηλά ποσοστά ανάκτησης των ποσών που έχουν χαθεί λόγω απάτης, ενώ τα πρόσωπα που διαπράττουν απάτες σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ ή που δημιουργούν περίπλοκα σχήματα για τη διάπραξη απάτης στον τομέα του ΦΠΑ (π.χ. απάτη τύπου Carousel), με απώλεια εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια ευρώ, γνωρίζουν ότι έχουν πολλές πιθανότητες να οικειοποιηθούν το προϊόν των εγκλημάτων τους, καθώς βασίζονται στην έλλειψη συνεκτικής επιβολής του νόμου στην Ε.Ε. και στην ανομοιομορφία της ποινικής αντιμετώπισης ανά κράτος μέλος.
Συμπερασματικά η αρχή της νομοθετικής πρωτοβουλίας συνίσταται στην παραδοχή πως όταν υπάρχει ένας «ομοσπονδιακός προϋπολογισμός» με χρήματα που προέρχονται από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και των οποίων η διαχείριση υπόκειται σε κοινούς κανόνες χρειάζονται και «ομοσπονδιακά εργαλεία» για την αποτελεσματική του προστασία σε όλη την Ένωση.
ΙΙΙ. Αρμοδιότητα
Σύμφωνα με το αρ. 4 του κανονισμού η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, δίωξη, παραπομπή, ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών καθώς και των συνεργών τους των αξιόποινων πράξεων οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης που προβλέπονται στην οδηγία 1371/2017 και καθορίζονται από το κανονισμό. Για το σκοπό αυτό η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες, ασκεί πράξεις ποινικής δίωξης, εκτελεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρμόδια δικαστήρια των κρατών μελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης.
Η οδηγία θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις στον τομέα της πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με τον καθορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων.
Για τους σκοπούς της οδηγίας, ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται όλα τα έσοδα και δαπάνες που καλύπτονται αποκτώνται μέσω ή οφείλονται: α) στον προϋπολογισμό της Ένωσης, β) στους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης που έχουν ιδρυθεί βάσει των Συνθηκών ή στους προϋπολογισμούς των οποίων αυτά ασκούν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση και εποπτεία.
Όσον αφορά τα έσοδα που προκύπτουν από τους ιδίους πόρους Φ.Π.Α. έχουμε εφαρμογή μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων κατά του κοινού συστήματος Φ.Π.Α. όταν οι εκούσιες ενέργειες ή παραλείψεις διαπράχθηκαν σε διασυνοριακές πρακτικές εξαπάτησης σχετικά με:
- i) τη χρήση ή την υποβολή ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων που σχετίζονται με τον Φ.Π.Α. με αποτέλεσμα τη μείωση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης,
- ii) την αποσιώπηση πληροφοριών που συνδέονται με τον Φ.Π.Α. κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα ή
iii) την ορθή παρουσίαση των δηλώσεων Φ.Π.Α. για τους σκοπούς της δόλιας συγκάλυψης της μη καταβολής ή της παράνομης σύστασης δικαιωμάτων στις επιστροφές Φ.Π.Α. συνδέονται με το έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών της Ένωσης και περιλαμβάνουν συνολική ζημία τουλάχιστον 10.000.000 ευρώ.
Η έννοια των σοβαρών αδικημάτων κατά του κοινού συστήματος Φ.Π.Α. όπως θεσπίστηκε από την οδηγία 2006/112/EΚ του Συμβουλίου αναφέρεται στις πλέον σοβαρές μορφές απάτης στον τομέα του Φ.Π.Α. ιδίως: α) στην αλυσιδωτή απάτη, β) την απάτη περί τον Φ.Π.Α. μέσω αφανών εμπόρων, γ) την απάτη περί τον Φ.Π.Α. στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης που εγείρουν σοβαρές απειλές για το κοινό σύστημα Φ.Π.Α. και ως εκ τούτου για τον προϋπολογισμό της Ένωσης.
Τα αδικήματα κατά του κοινού συστήματος Φ.Π.Α. θεωρούνται σοβαρά: α) όταν συνδέονται με την επικράτεια δύο ή περισσότερων κ-μ β) προκύπτουν από δόλιο σχέδιο στο πλαίσιο του οποίου διαπράττονται κατά διαρθρωμένο τρόπο με σκοπό την αδικαιολόγητη κατάχρηση του κοινού συστήματος Φ.Π.Α. γ) προκαλούν συνολική ζημία τουλάχιστον 10.000.000 ευρώ
Αναφορικά με την απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης επιβάλλει τη θέσπιση κοινού ορισμού της απάτης, ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και καλύπτει κάθε δόλια συμπεριφορά που αφορά τα έσοδα, τις δαπάνες και τα στοιχεία του ενεργητικού σε βάρος του γενικού προϋπολογισμού της Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένων δημοσιονομικών πράξεων, όπως δανειοληπτικές & δανειοδοτικές δραστηριότητες
Προβλέπονται επίσης και άλλα ποινικά αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης καθώς σύμφωνα με το αρ. 4 παρ.1-3, συνιστούν ποινικά αδικήματα: α) η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με αντικείμενο περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από τα ποινικά αδικήματα που καλύπτονται από την οδηγία, β) η παθητική και η ενεργητική δωροδοκία δημόσιου λειτουργού και γ) η υπεξαίρεση δημόσιου λειτουργού.
- IV. Δομή
- i. Βασικά χαρακτηριστικά
Ο ΕΡΡΟ θα είναι μια ανεξάρτητη και εξαιρετικά εξειδικευμένη εισαγγελική υπηρεσία στην οποία οι εισαγγελείς της θα έχουν δικαίωμα να διενεργούν συντονισμένες έρευνες σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ανταλλάσσοντας πληροφορίες με ταχείες διαδικασίες και καταβάλλοντας κοινές προσπάθειες για τη διασφάλιση του συντονισμού των ερευνών, τη ταχεία δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και όπου απαιτείται την υποβολή αιτημάτων σύλληψης υπόπτων στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη διενέργεια ερευνών και την άσκηση διώξεων.
Ο ΕΡΡΟ θα εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες των κρατών μελών και θα συγκεντρώνει εμπειρογνωσία σε τομείς όπως η ανάλυση του εγκλήματος, η φορολογία, η λογιστική ή η πληροφορική και θα εγγυάται ομαλούς διαύλους επικοινωνίας χωρίς γλωσσικούς φραγμούς. Οι εισαγγελείς της θα συνεργάζονται με απρόσκοπτες διαδικασίες ως μέλη μιας ενιαίας υπηρεσίας, υπερβαίνοντας το πλαίσιο της χρονοβόρας και περίπλοκης ad hoc συνεργασίας ανά υπόθεση μεταξύ διαφορετικών εθνικών αρχών. Θα έχει μια ευρύτερη εικόνα της κατάστασης και ως εκ τούτου θα εντοπίζει και θα παρακολουθεί ευκολότερα υποθέσεις απάτης και άλλα εγκλήματα. Η οργανωτική δομή της υπηρεσίας θα επιτρέπει την ταχεία και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων κατά τη διεξαγωγή των ποινικών ερευνών και διώξεων ανεξάρτητα από τον αριθμό των κρατών μελών που συμμετέχουν σε αυτές ενώ θα διασφαλίζει ότι εκπροσωπούνται όλα τα εθνικά νομικά συστήματα των κρατών μελών και ότι ο χειρισμός των ερευνών και των διώξεων στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους θα γίνεται κατ’ αρχήν από εισαγγελείς με γνώση των επιμέρους νομικών συστημάτων
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα δομηθεί σε δύο επίπεδα:
Σε κεντρικό επίπεδο με το συλλογικό όργανο (κολλέγιο) το οποίο θα αποτελείται από τον Ευρωπαίο Γενικό Εισαγγελέα και 22 Ευρωπαίους Εισαγγελείς (1/ανά συμμετέχον κράτος μέλος), δύο εκ των οποίων θα είναι αναπληρωτές του Ευρωπαίου Γενικού Εισαγγελέα και τον διοικητικό διευθυντή.
Σε αποκεντρωμένο (εθνικό) επίπεδο με τους Εντεταλμένους Ευρωπαίους Εισαγγελείς η έδρα των οποίων θα βρίσκεται στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και θα είναι τουλάχιστον 2 ανά κράτος μέλος.
Το κολλέγιο λαμβάνει αποφάσεις για στρατηγικά θέματα, καθώς και για γενικά θέματα που ανακύπτουν από μεμονωμένες υποθέσεις, ιδίως για την εξασφάλιση της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας και της συνοχής της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα κράτη μέλη καθώς και για άλλα θέματα που προσδιορίζονται στον κανονισμό, ενώ δεν λαμβάνει επιχειρησιακές αποφάσεις σε μεμονωμένες υποθέσεις.
Το κολλέγιο συστήνει μόνιμα τμήματα, εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και αποφασίζει με απλή πλειοψηφία καθώς κάθε μέλος δικαιούται να προκαλέσει ψηφοφορία για θέματα που αποφασίζονται από το συλλογικό όργανο και διαθέτει μία ψήφο. Η ψήφος του ευρωπαίου γενικού εισαγγελέα υπερισχύει μόνο σε περίπτωση ισοψηφίας.
Βασικές αρμοδιότητες των μονίμων τμημάτων είναι η λήψη των αποφάσεων για την: α) παραπομπή υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης (ποινική δίωξη-παραπομπή), β) αρχειοθέτηση υπόθεσης, γ) εφαρμογή απλουστευμένης διαδικασίας δίωξης και την εντολή στον ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα να ενεργήσει με σκοπό την οριστική περάτωση της υπόθεσης, δ) παραπομπή υπόθεσης στις εθνικές αρχές, ε) εκ νέου κίνηση έρευνας.
Το μόνιμο τμήμα, αποφασίζει με απλή πλειοψηφία, διενεργεί ψηφοφορία κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε μέλους του, ενώ κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο και η ψήφος του προέδρου υπερισχύει μόνο σε περίπτωση ισοψηφίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται μετά από σύσκεψη στις συνεδριάσεις του τμήματος βάσει, κατά περίπτωση, του σχεδίου απόφασης που υπέβαλε ο επιληφθείς ευρωπαίος εντεταλμένος εισαγγελέας, ενώ έχει πρόσβαση κατόπιν αιτήματος σε όλο το υλικό της δικογραφίας για το σκοπό της προετοιμασίας των αποφάσεων του.
Επιπροσθέτως των μόνιμων μελών, στις διαβουλεύσεις του μόνιμου τμήματος συμμετέχει ο ευρωπαίος εισαγγελέας που εποπτεύει την έρευνα ή την δίωξη στο κράτος μέλος καταγωγής του, ο οποίος έχει δικαίωμα ψήφου με συγκεκριμένες εξαιρέσεις που ορίζονται ρητά στο κανονισμό ενώ το μόνιμο τμήμα μπορεί επίσης να καλεί άλλους ευρωπαίους εισαγγελείς ή ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που σχετίζονται με την υπόθεση να παρίστανται στις συνεδριάσεις του χωρίς δικαίωμα ψήφου.
- ii. Καθήκοντα
- A. Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο ευρωπαίος γενικός εισαγγελέας είναι ο προϊστάμενος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχει τα ακόλουθα καθήκοντα και αρμοδιότητες:
- οργανώνει τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, διευθύνει τις δραστηριότητές της και λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τον κανονισμό διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
- εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έναντι των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οποιουδήποτε τρίτου.
Επιπλέον, ο ευρωπαίος γενικός εισαγγελέας έχει τα ακόλουθα καθήκοντα και αρμοδιότητες σύμφωνα με τον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία:
- υποβάλλει πρόταση στο συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως προς τους διορισμούς στις θέσεις των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων και του διοικητικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
- καταρτίζει πρόταση κανονισμού διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
- υποβάλλει πρόταση στο συλλογικό όργανο για τη σύσταση μόνιμων τμημάτων.
- συμμετέχει στις συνεδριάσεις των μόνιμων τμημάτων και προεδρεύει αυτών, σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
- προετοιμάζει τις τακτικές συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου και προεδρεύει αυτών.
- καταρτίζει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία διορισμού του, πρόταση για λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 109 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (κανόνες διαφάνειας).
- καταρτίζει το σχέδιο των δημοσιονομικών κανόνων στους οποίους υπόκειται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βάσει πρότασης του διοικητικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
- καταρτίζει για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, προβλέψεις των εσόδων και των δαπανών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει πρότασης του διοικητικού διευθυντή.
- υποβάλλει προτάσεις για εκτελεστικούς κανόνες και έγγραφα προγραμματισμού προς έγκριση από το συλλογικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 114 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
- συνέρχεται σε τακτική βάση με τον πρόεδρο της Eurojust για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος και, όπου απαιτείται, συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου της Eurojust.
- συνέρχεται σε τακτική βάση με τους επικεφαλής άλλων αρμόδιων οργάνων της Ε.Ε., όπως η Europol και η OLAF, και των σχετικών δικτύων οργανισμών της Ένωσης (ΔΕΥ).
- εκτελεί οποιοδήποτε άλλο καθήκον, όπως προβλέπεται στον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Ο Ευρωπαίος γενικός εισαγγελέας διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με κοινή συμφωνία, κατόπιν διαδικασίας επιλογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
- B. Οι Αναπληρωτές Ευρωπαίοι Γενικοί Εισαγγελείς
Το Συλλογικό Όργανο διορίζει δύο Ευρωπαίους Εισαγγελείς ως αναπληρωτές ευρωπαίους γενικούς εισαγγελείς για ανανεώσιμη περίοδο θητείας τριών ετών, η οποία ωστόσο δεν θα υπερβαίνει τις περιόδους θητείας τους ως Ευρωπαίων Εισαγγελέων.
Η διαδικασία επιλογής διέπεται από τον κανονισμό διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Οι αναπληρωτές ευρωπαίοι γενικοί εισαγγελείς διατηρούν το καθεστώς τους ως Ευρωπαίων Εισαγγελέων.
Γ. Οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς
Σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι ευρωπαίοι εισαγγελείς:
- εποπτεύουν τις έρευνες και τις διώξεις για τις οποίες είναι υπεύθυνοι οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς που χειρίζονται την υπόθεση στο κράτος μέλος καταγωγής τους εξ ονόματος του μόνιμου τμήματος και σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει δώσει σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3, 4 και 5.
- παρουσιάζουν περιλήψεις των υποθέσεων υπό την εποπτεία τους και κατά περίπτωση, προτάσεις αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν από το αρμόδιο μόνιμο τμήμα, βάσει σχεδίων αποφάσεων που εκπόνησαν οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς.
- δύναται να υποκαθιστούν άλλους ευρωπαίους εισαγγελείς, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.1 εδ.2 και τους εσωτερικούς κανονισμούς του EPPO.
- δύναται, σε συγκεκριμένη περίπτωση και σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και με τις οδηγίες που έδωσε το αρμόδιο μόνιμο τμήμα, να δώσουν κατευθύνσεις στον ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση, όποτε είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική διαχείριση της έρευνας ή της δίωξης ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ή για να εξασφαλιστεί η συνεπής λειτουργία του EPPO.
- συνδέουν και λειτουργούν ως δίαυλοι πληροφόρησης μεταξύ των μόνιμων τμημάτων και των ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στα οικεία κράτη μέλη προέλευσης τους.
- παρακολουθούν την εκτέλεση των καθηκόντων του EPPO στα αντίστοιχα κράτη μέλη τους, σε στενή διαβούλευση με τους ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς.
- φροντίζουν, σύμφωνα με το κανονισμό και τον εσωτερικό κανονισμό του EPPO, να παρέχονται όλες οι σχετικές πληροφορίες από την κεντρική υπηρεσία στους ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς και αντιστρόφως.
- εκτελούν κάθε άλλο καθήκον, όπως προβλέπεται στο κανονισμό του EPPO.
Δ. Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, οι ευρωπαίοι εισαγγελείς:
- ενεργούν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα αντίστοιχα κ-μ τους και έχουν τις ίδιες εξουσίες με τους εθνικούς εισαγγελείς όσον αφορά την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης.
- είναι υπεύθυνοι για τις έρευνες και τις διώξεις τις οποίες έχουν κινήσει, οι οποίες τους έχουν ανατεθεί ή των οποίων έχουν επιληφθεί κάνοντας χρήση του δικαιώματος ανάληψης υπόθεσης.
- ακολουθούν την καθοδήγηση και τις εντολές του μόνιμου τμήματος που έχει αναλάβει την υπόθεση καθώς και τις εντολές του εποπτεύοντος ευρωπαίου εισαγγελέα.
- είναι υπεύθυνοι για την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης.
- έχουν την αρμοδιότητα να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
- να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
- να ασκούν τα διαθέσιμα ένδικα μέσα σύμφωνα πάντοτε με το ισχύον εθνικό δίκαιο.
- V. Τα δικονομικά δικαιώματα των υπόπτων
Ο κανονισμός περιλαμβάνει ένα ενισχυμένο και ολοκληρωμένο σύνολο δικονομικών εγγυήσεων, που θα διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων και των άλλων προσώπων που εμπλέκονται σε έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, με βάση τόσο την υφιστάμενη νομοθεσία της Ε.Ε. όσο και τα εθνικά δικαιώματα υπεράσπισης.
Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι ο ύποπτος έχει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει η νομοθεσία της Ε.Ε. και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δικαιώματα αυτά παρατίθενται ρητά και περιλαμβάνουν τα εξής:
- το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση,
- το δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας,
- το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και ενημέρωσής τους σε περίπτωση κράτησης,
- το δικαίωμα σιωπής και σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας,
- το δικαίωμα στο ευεργέτημα της πενίας,
- το δικαίωμα προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων, ορισμού εμπειρογνωμόνων και εξέτασης μαρτύρων.
- Επιπλέον, ο ύποπτος έχει τα δικαιώματα υπεράσπισης που αναγνωρίζονται από την εθνική νομοθεσία η οποία διέπει τη διαδικασία.
- VI. Οι σχέσεις του EPPO με την OLAF και την Eurojust
Οι μελλοντικές σχέσεις του EPPO με άλλα θεσμικά όργανα, οργανισμούς, όργανα και οργανισμούς της Ε.Ε. έχουν μεγάλη σημασία για τη λειτουργία του. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρχουν επικαλύψεις στις εντολές και ότι ο νόμος είναι σαφής ως προς το ποιος κάνει τι. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την OLAF και την Eurojust, παρόλο που οι εντολές του EPPO, της OLAF και της Eurojust διαφέρουν σημαντικά τόσο όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής όσο και τη φύση. Ο κανονισμός προβλέπει ότι ο ΕΡΡΟ μπορεί να συνεργάζεται αποτελεσματικά με άλλους φορείς της Ε.Ε, όπως η Eurojust (άρθρο 100), η OLAF (άρθρο 101), η Εuropol (άρθρο 102), καθώς και άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης (άρθρο 103).
Για το λόγο αυτό, για λόγους σαφήνειας, είναι ευκταίο να ευθυγραμμιστούν τα νομικά μέσα της OLAF και της Eurojust, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές τους σχέσεις με τον EPPO. Ο πρόσφατος κανονισμός για την Eurojust (Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018), αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σχέση μεταξύ του EPPO και της Eurojust.
Ομοίως, η μελλοντική σχέση μεταξύ της OLAF και του EPPO πρέπει να αντικατοπτρίζεται ορθά στο κανονισμό της OLAF, ο οποίος βρίσκεται υπό αναθεώρηση. Ωστόσο, ο κανονισμός του EPPO καθορίζει επαρκώς τη σχέση μεταξύ αυτών των οργάνων της Ε.Ε.
Όσον αφορά τις σχέσεις του EPPO με την OLAF, το αρ.101 καθορίζει τις βασικές πτυχές της συνεργασίας μεταξύ των δύο φορέων. Ο EPPO θα δημιουργήσει και θα διατηρήσει στενή σχέση με την OLAF με βάση την αμοιβαία συνεργασία στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους. Η OLAF θα παραμείνει αρμόδια για διοικητικές έρευνες παρατυπιών, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων απάτης, που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε., καθώς και σοβαρά παραπτώματα του προσωπικού της Ε.Ε.
Καθώς δεν συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η OLAF θα συνεχίσει να έχει αρμοδιότητα αναφορικά με τις διοικητικές έρευνές της σε σχέση με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη με τον ίδιο τρόπο όπως και σήμερα.
Στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η OLAF θα πρέπει να εγκαθιδρύσουν και να διατηρούν στενή συνεργασία με στόχο την εξασφάλιση της συμπληρωματικότητας των εντολών τους και την αποφυγή αλληλεπικαλύψεων. Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF δεν θα κινεί διοικητική έρευνα παράλληλη με έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ζητήσει από την OLAF να υποστηρίξει ή να συμπληρώσει τις ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν διεξάγει έρευνα, η OLAF θα διατηρεί την εξουσία να κινήσει διοικητική έρευνα με δική της πρωτοβουλία, σε στενή διαβούλευση όμως με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να παρέχει στην OLAF σχετικές πληροφορίες ώστε η τελευταία να εξετάζει τις ενδεδειγμένες διοικητικές ενέργειες.
VII. Οι σχέσεις του EPPO με μη συμμετέχοντα κράτη μέλη
Δεδομένου ότι δεν επιθυμούν όλα τα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στον EPPO, ο κανονισμός προβλέπει, στο αρ.105 ότι ο EPPO μπορεί να συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με μη συμμετέχοντα κράτη μέλη σχετικά με την ανταλλαγή στρατηγικών πληροφοριών και την απόσπαση αξιωματικών-συνδέσμων στον EPPO. Επιπλέον, ο EPPO μπορεί να ορίσει, σε συμφωνία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σημεία επαφής στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία σύμφωνα με τις ανάγκες του EPPO.
Το αρ.105 παρ.3 ορίζει ότι, ελλείψει νομικής πράξης σχετικά με τη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και των διαδικασιών παράδοσης μεταξύ του ΕΡΡΟ και των αρμόδιων αρχών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κοινοποιούν στον ΕΡΡΟ (ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των εφαρμοστέων ενωσιακών πράξεων για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις) τις υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΕΡΡΟ.
Η επιστροφή στο κεκτημένο της Ένωσης για τη δικαστική συνεργασία, δηλαδή τα διάφορα μέσα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, μπορεί να είναι ένας βιώσιμος τρόπος για αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ του EPPO και των μη συμμετεχόντων κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας (αρ. 4 ΣΛΕΕ).
VIII. Οι σχέσεις του EPPO με τρίτες χώρες
Όσον αφορά τις τρίτες χώρες, ο κανονισμός προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο EPPO θα πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του όσο το δυνατόν ευρύτερα, έτσι ώστε, υπό ορισμένες συνθήκες, οι έρευνες και οι διώξεις του να επεκταθούν σε αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους των κρατών μελών. Αυτό σημαίνει ότι ο EPPO θα μπορούσε να διερευνήσει μια υπόθεση απάτης σχετικά με τα κονδύλια της Ε.Ε. σε μια τρίτη χώρα, εάν ο ύποπτος είναι υπάλληλος της Ε.Ε, πολίτης της Ε.Ε. ή εάν υπάρχει κάποιος άλλος πραγματικός σύνδεσμος που μπορεί να αποδειχθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 104, ο EPPO θα έχει διάφορους διαδοχικούς τρόπους συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών. Ειδικότερα: α) ο EPPO μπορεί να συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με τις αρχές τρίτων χωρών προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία, η ανταλλαγή πληροφοριών και η απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων στον EPPO, β) οι διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Ε.Ε. ή στις οποίες έχει προσχωρήσει η Ε.Ε. σε τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του EPPO, δεσμεύουν τον EPPO σε σχέση με τρίτες χώρες. Ελλείψει τέτοιων πολυμερών συμφωνιών, ένα κράτος μέλος της Ε.Ε. αναγνωρίζει και ενημερώνει τον ΕΡΡΟ ως αρμόδια αρχή, εφόσον επιτρέπεται βάσει της σχετικής πολυμερούς διεθνούς συμφωνίας και με την επιφύλαξη της αποδοχής της τρίτης χώρας.
Ως εναλλακτική λύση, οι ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς, οι οποίοι συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως εθνικοί εισαγγελείς ταυτόχρονα, μπορούν να προσφύγουν στις εξουσίες τους ως εθνικών εισαγγελέων και να ζητήσουν νομική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις από τις αρχές των τρίτων χωρών. Αυτό μπορεί να συμβεί βάσει διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί από το εμπλεκόμενο στην υπόθεση κράτος μέλος ή βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Τέλος, ο EPPO μπορεί να ζητήσει νομική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις από τρίτες χώρες σε μια συγκεκριμένη περίπτωση σε ad hoc βάση.
- IX. Μελλοντικές εξελίξεις
Η Επιτροπή παρουσίασε στις 17.9.2018 με σχετικό έγγραφο της (12190/18) την πρωτοβουλία, με την οποία θα συνεπαγόταν αλλαγή στη Συνθήκη, προκειμένου να επεκταθούν οι αρμοδιότητες του EPPO σε τρομοκρατικά εγκλήματα που πλήττουν περισσότερα από ένα κράτος μέλος στο πλαίσιο της συνολικής και ενισχυμένης ευρωπαϊκής αντίδρασης σε τρομοκρατικές απειλές.
Η σχετική ανακοίνωση συνοδευόταν από ένα παράρτημα με πρωτοβουλία της Επιτροπής για την ενδεχόμενη έγκριση απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την τροποποίηση του άρθρου 86 παρ. 1 & 2 της ΣΛΕΕ με σκοπό την επέκταση της αρμοδιότητας του EPPO σε τρομοκρατικά αδικήματα που πλήττουν περισσότερα από ένα κράτη μέλη.
Το άρθρο 86 παρ.4 της ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων του EPPO. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ.4 της ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να εκδώσει απόφαση για την τροποποίηση του άρθρου 86 της ΣΛΕΕ για την επέκταση των εξουσιών του EPPO σε σοβαρό έγκλημα που πλήττει περισσότερα του ενός κ-μ, ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα αφού λάβει τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπή η ενισχυμένη Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (ΕΡΡΟ) θα βελτιώσει την καταπολέμηση της τρομοκρατίας καλύπτοντας τα υφιστάμενα κενά αναφορικά με τους κάτωθι τομείς :
- Συντονισμένες έρευνες: Σήμερα, τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι αρμόδια να ερευνούν και να διώκουν εγκλήματα τρομοκρατίας, αλλά οι εξουσίες τους περιορίζονται στα εθνικά τους σύνορα. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι υπεύθυνη για τις έρευνες και θα κατευθύνει τις διάφορες αρχές των κρατών μελών και τους οργανισμούς της Ε.Ε. που ασχολούνται με υποθέσεις τρομοκρατίας οι οποίες αφορούν περισσότερα από ένα κράτη μέλη.
- Έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών: Αν και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος με επιτυχείς περιπτώσεις διασυνοριακής συνεργασίας, η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με ποινικές υποθέσεις μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την έρευνα και τη δίωξη εγκλημάτων τρομοκρατίας εξακολουθεί σήμερα να είναι ενίοτε πολύ αργή. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένοι τρομοκράτες να αποφεύγουν τη ποινική δίωξη. Με την ολοκληρωμένη δομή της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα είναι σε θέση να αποκτήσει μοναδική εικόνα των δραστηριοτήτων των τρομοκρατών σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ενώ θα έχει καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες από τα κράτη μέλη μέσω των Ευρωπαίων Εισαγγελέων που απαρτίζουν το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων. Θα είναι στην πλέον κατάλληλη θέση ώστε να συλλέγει και να ανταλλάσσει πληροφορίες σε ολόκληρη την Ένωση, με τους οργανισμούς Eurojust και Europol της Ε.Ε., καθώς και με τρίτες χώρες·
- Συνοχή των ερευνών στα διάφορα κράτη μέλη: σήμερα, υπάρχει ο κίνδυνος τρομοκρατικές υποθέσεις που αφορούν περισσότερα από ένα κράτη μέλη να ερευνώνται με ασυντόνιστο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο την επιτυχή δίωξη. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα διευθύνει κεντρικά τις έρευνες, ανεξαρτήτως του τόπου όπου έλαβαν χώρα τα εγκλήματα, και στη συνέχεια θα συνδέει καλύτερα την έρευνα και τη δίωξη. Επιπλέον, η ενισχυμένη Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ως παράγοντας ενωσιακού επιπέδου, θα αποφύγει την αναποτελεσματική παράλληλη δίωξη συναφών υποθέσεων, που συχνά θέτει σε κίνδυνο την επιτυχή καταπολέμηση των εγκλημάτων τρομοκρατίας.
Ενόψει της προγραμματισμένης συνόδου κορυφής του Συμβουλίου της Ε.Ε. το Μαΐο του 2019, η Επιτροπή κάλεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προωθήσει την πρωτοβουλία αυτή από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να αποφασίσει σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σε εγκλήματα τρομοκρατίας που αφορούν περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει ομόφωνα την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Επιτροπή μπορεί να προωθήσει περαιτέρω αυτή τη διαδικασία, προτείνοντας τροποποίηση του κανονισμού για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΑΡΑΒΕΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ (Δικηγόρος Θεσσαλονίκης) Φύση του Οικονομικού εγκλήματος - Διάκριση του απο άλλες συναφείς έννοιες - Η σχέση του με το οργανωμένο έγκλημα - «εταιρίες βιτρίνα».
ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΘΕΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ: Η φύση του οικονομικού εγκλήματος – Η διάκρισή του από άλλες συναφείς έννοιες – Η σχέση του με το οργανωμένο έγκλημα – οι «εταιρίες – βιτρίνα».
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο ασχολούμαστε με το λεγόμενο οικονομικό έγκλημα. Είναι κάτι το οποίο εμφανίστηκε πρόσφατα ή προϋπήρχε άραγε;
Ασφαλώς και το οικονομικό έγκλημα δεν είναι κάτι το καινοφανές. Ήδη από τη δεκαετία του 60 και του 70 ήρθαν στο φως πολύκροτες υποθέσεις εμπορίας όπλων, μεγάλων υπεξαιρέσεων κτλ στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις που συντάραξαν το πανελλήνιο, ήταν μεταξύ άλλων, η υπόθεση της Siemens, η περίφημη λίστα Λαγκάρντ, το σκάνδαλο Κοσκωτά, το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι, η υπόθεση Novartis κτλ.
Η ραγδαία αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών τις τελευταίες 4 κυρίως δεκαετίες, αύξησε την ικανότητα των οικονομικών εγκληματιών, των εγκληματιών του «λευκού κολάρου», όπως ονομάστηκαν, να διαπράττουν τα λεγόμενα «οικονομικά εγκλήματα» σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνταν όχι μόνο στο έδαφος της χώρας όπου αυτοί δρουν και διαβιούν αλλά σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλέον επίπεδο. Άλλωστε τα οικονομικά εγκλήματα είναι, περισσότερο από κάθε άλλη κατηγορία εγκλημάτων, στενότερα συνδεδεμένα με τους όρους, τη δομή και τη λειτουργία του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος κάθε επιμέρους περιοχής. Για αυτό και αναφέρεται συχνά ότι η οικονομική εγκληματικότητα έχει «τοπικιστικό χαρακτήρα», καθότι αποτελεί συνάρτηση της δομής και της ποιότητας κάθε οικονομίας και ιδίως των αδυναμιών της. Αυτές τις αδυναμίες προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ο οικονομικός εγκληματίας.
Άλλωστε, το οικονομικό έγκλημα ανέκαθεν υπήρξε και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κέρδος και με το χρήμα, που αποτελούν κινητήρια δύναμη στην ιστορία γενικότερα του ανθρώπου. Η οικονομική εγκληματικότητα έχει μία καθαρά ωφελιμιστική κατεύθυνση, καθότι εδράζεται, επιδιώκει και στοχεύει στην απόκτηση κέρδους.
Άφευκτος λοιπόν κρίθηκε η ανάγκη και η βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των κρατών – μελών να προασπίσουν με καλύτερο τρόπο τα οικονομικά τους συμφέροντα απέναντι στους οικονομικούς εγκληματίες, εν όψει του γεγονότος ότι από την πολυπλοκότητα των δικαιϊκών κανόνων των κρατών – μελών υπήρχαν και υπάρχουν κενά, τα οποία εκμεταλλεύονται οι δράστες των οικονομικών εγκλημάτων.
Η δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη, η συνακόλουθη οικονομική ύφεση που αυτή έφερε, η εξάπλωση των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών επιχειρήσεων, το ύψος των οικονομικών συναλλαγών που πλέον έχει φθάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν, η κρίση ρευστότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι μερικές από τις αιτίες αύξησης των οικονομικών εγκλημάτων τα τελευταία χρόνια.
Τρανό παράδειγμα της συνεχούς προσπάθειας προσαρμογής στην πάταξη της οικονομικής εγκληματικότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η ποινικοποίηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (άρθρο 396 ΠΚ), διάταξη που εισήχθη στον ελληνικό ποινικό κώδικα κατ’ απαίτηση και συμμόρφωση με ενωσιακή επιταγή.
Ακολούθως και τα συνοδευτικά αδικήματα των οικονομικών εγκλημάτων, δηλαδή εγκλήματα διαφθοράς, ήρθαν στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, γιατί πιεστήκαμε από τις ίδιες τις καταστάσεις αλλά και από κάποιες ενωσιακές επιταγές, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς, η οποία θεωρήθηκε ότι δεν ήταν λυσιτελής στην εσωτερική έννομη τάξη μας
Τι είναι όμως οικονομικό έγκλημα; Δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας σαφής ορισμός διότι η έννοια αυτή δεν είναι έννοια ποινική αλλά έννοια προερχόμενη από την εγκληματολογία. Διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, οι οποίες μπορούν να συγκεντρωθούν και να κατηγοριοποιηθούν σε 2 μεγάλες κατηγορίες – σχολές σκέψεων που προσπάθησαν να δώσουν τον ορισμό του οικονομικού εγκλήματος κινούμενες από διαφορετική σκοπιά: Έτσι διαμορφώθηκε η έννοια του οικονομικού εγκλήματος με βάση την προσωποπαγή αντίληψη και η έννοια του οικονομικού εγκλήματος με βάση την πραγματοπαγή αντίληψη.
- Προσωποπαγής Αντίληψη
Η προσωποπαγής αντίληψη συνδέεται με το πρόσωπο του ατόμου που τελεί το αδίκημα. Συνιστά πρωτίστως, μια εγκληματολογική προσέγγιση, αφ’ ης στιγμής συνδέεται με το πρόσωπο του δράστη των οικονομικών εγκλημάτων. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, έρχεται να δώσει μία απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι εκείνος ο οποίος ονομάζεται ή είναι ο οικονομικός εγκληματίας. Με αυτό δεν ασχολήθηκε το Ποινικό Δίκαιο, αλλά η εγκληματολογία, ήδη από την εποχή του Σάδερλαντ, που μίλησε για το οικονομικό έγκλημα, για τα εγκλήματα των ισχυρών, τα εγκλήματα του «λευκού κολάρου» και τα εγκλήματα του ψηλού πίλου (ψηλού καπέλου), τα οποία συνέχονται με το πρόσωπο. (ποιος φορούσε λευκό κολάρο: ο δράστης, ποιος φορούσε ψηλό πίλο: ο δράστης).
Λευκό κολάρο είναι η οικονομική εγκληματικότητα στις επιχειρήσεις, καθότι ο επιχειρηματίας φορούσε λευκό κολάρο, σε αντίθεση με τον εργαζόμενο που φορούσε μπλε κολάρο, ενώ από την άλλη πλευρά ψηλό πίλο, φορούσαν κυρίως οι πολιτικοί, δηλαδή αξιωματούχοι που μπορεί να επιδίδονται σε οικονομικό έγκλημα, αλλά και σε εγκλήματα διαφθοράς. Εδώ κινούμαστε γύρω από την έννοια των λεγόμενων εγκλημάτων των ισχυρών. Ουσιαστικά είναι αξιοσέβαστα πρόσωπα, που έχουν υψηλή κοινωνική θέση. Είναι δύσκολη πολύ η απόδειξή τους γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να έρθει στην επιφάνεια το οικονομικό έγκλημα, καθότι τα άτομα αυτά θεωρούνταν ότι ήταν στο απυρόβλητο και δεν διώκονταν. Και τότε και τώρα ακόμη, είναι πολύ δύσκολη η απόδειξή τους και είναι πολλές οι ευκαιρίες που δίνονται για την τέλεσή τους, πολύ περισσότερες ενδεχομένως από τις ευκαιρίες που έχουν άλλα άτομα.
Επίσης, στα συγκεκριμένα άτομα, υπήρχε μια πεποίθηση ατιμωρησίας, δηλαδή ότι ο ισχυρός, ο επιχειρηματίας, το άτομο που χαίρει κοινωνικής εκτίμησης και ο πολιτικός δεν θα πληγούν και δεν είναι εύκολο να τους διώξεις, ιδιαίτερα εκείνη την παλαιά εποχή. Τώρα φθάσαμε στο αντίθετο άκρο ή φθάνουμε εκεί, δηλαδή να στρεφόμαστε πολύ εύκολα και άκριτα κατά των ισχυρών, μόνο επειδή έχουν κύρος και δύναμη και κάποιοι έστω και αναίτια θέλουν να τους πλήξουν, κάτι το οποίο είναι και το τελείως άλλο άκρο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι οι κατώτερες οικονομικά τάξεις περνούν στο απυρόβλητο. Οπότε, γενικότερα, υπήρχε αυτό το πρόβλημα.
Συνδέεται, λοιπόν, το πρόσωπο του δράστη και το κοινωνικοοικονομικό του επίπεδο. Από την άλλη, όμως πλευρά, αυτό δεν είναι εντελώς άσχετο με το Ποινικό Δίκαιο, και θυμίζει delicta propria, δηλαδή τα ιδιαίτερα εγκλήματα, όπως αυτό της δωροδοκίας. Η δωροδοκία, η οποία προϋποθέτει στο δημόσιο τομέα την ιδιότητα του υπαλλήλου, τόσο στο ελληνικό όσο και στο κυπριακό δίκαιο, είναι delictum proprium. Δεν μπορεί να τελεστεί από οποιονδήποτε (εννοούμε την πρώην παθητική δωροδοκία). Δωροδότης είναι οποιασδήποτε, ενώ δωρολήπτης δεν μπορεί να είναι οποιασδήποτε για να τελέσει δωροδοκία στον δημόσιο τομέα, πρέπει να είναι υπάλληλος.
- Πραγματοπαγής Αντίληψη
Η πραγματοπαγής αντίληψη δεν είναι συνδεδεμένη με το πρόσωπο. Έχει να κάνει με το προστατευόμενο έννομο αγαθό, το οποίο είναι υπερατομικό, σε αντίθεση με τα εγκλήματα «κοινού» ποινικού δικαίου, και στις συνέπειες που συνεπάγεται η προσβολή του.
Έχει ως βάση τον κύκλο των προστατευόμενων έννομων αγαθών και φυσικά το ποινικό δίκαιο κλίνει προς το σημείο αυτό. Για το ποινικό δίκαιο σημασία δεν έχει τόσο το πρόσωπο του δράστη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων delicta propria αδικημάτων, αλλά σημασία έχει ο κύκλος των προσβαλλομένων έννομων αγαθών. Είναι δόγμα και το κεντρικό μας μέγεθος είναι το έννομο αγαθό και φυσικά μαζί με αυτό, είναι οι ποινικές διατάξεις που προστατεύουν το έννομο αυτό αγαθό.
Οπότε, η πραγματοπαγής αντίληψη, περί οικονομικού εγκλήματος, συνιστά μία προσέγγιση από τη σκοπιά του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, σε αντίθεση με την προσωποπαγή, που κινείται με γνώμονα το έρεισμα και το θεωρητικό υπόβαθρο των οικονομικών εγκλημάτων, που ήταν η εγκληματολογία. Οπότε, εφόσον μιλάμε για έννομο αγαθό, μιλάμε για εγκληματική πράξη. Εδώ είναι το πράγμα, δηλαδή η πράξη.
Βασικός άξονας της θεώρησης αυτής είναι τα προσβαλλόμενα από τα οικονομικά εγκλήματα έννομα αγαθά (το ποιοτικό κριτήριο) και δευτερευόντως, το μέγεθος της προσβολής (το ποσοτικό κριτήριο).
Επομένως, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι, η πραγματοπαγής αντίληψη/θεώρηση, δίνει απάντηση στο ερώτημα ποιο είναι το οικονομικό έγκλημα και γιατί τιμωρείται, σε αντίθεση με την προσωποπαγή αντίληψη που δίνει απάντηση στο ποιος είναι ο οικονομικός εγκληματίας.
Προσπαθώντας να καταλήξουμε σε έναν ορισμό του οικονομικού εγκλήματος με βάση τις παραπάνω θεωρίες θα λέγαμε ότι ως οικονομικό έγκλημα ορίζεται «κάθε μη-βίαιο έγκλημα, που τελείται στο πλαίσιο μιας πραγματικής ή απατηλής οικονομικής δραστηριότητας και βλάπτει ή θέτει σε κίνδυνο όχι μεμονωμένα άτομα αλλά την ευρύτερη οικονομική ζωή του τόπου και του κοινωνικού συνόλου, ακόμα και αν οι ζημίες αυτές κατά καιρούς δεν είναι εμφανείς ή αντιληπτές».
Με βάση τον παραπάνω αναφερόμενο ορισμό, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το οικονομικό έγκλημα είναι έγκλημα βλάβης (η εγκληματική συμπεριφορά βλάπτει) αλλά και έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης (η εγκληματική συμπεριφορά εκθέτει σε κίνδυνο) την οικονομική ζωή μιας περιοχής – ενός κράτους ως σύνολου ή επί μέρους περιοχές της.
Τα οικονομικά εγκλήματα είναι εγκλήματα του επιφανειακά προσαρμοσμένου κοινωνικο-οικονομικά ενεργού πληθυσμού μιας χώρας που δύναται να προκαλέσουν κλονισμό στο οικονομικό σύστημα καθαυτό. Τελούνται στο πλαίσιο μιας πραγματικής ή απατηλής οικονομικής δραστηριότητας, θέτοντας σε κίνδυνο όχι το κάθε άτομο (φυσικό ή νομικό μεμονωμένα) αλλά την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου όπου διαπράττονται ως σύνολο. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά του οικονομικού εγκλήματος με άλλες συναφείς έννοιες όπως τα εγκλήματα που τελούνται κατά περιουσιακών αγαθών ή με το οργανωμένο έγκλημα.
Ειδικότερα, ένα έγκλημα για να χαρακτηριστεί ως οικονομικό έγκλημα πρέπει να στρέφεται εις βάρος μιας μεγάλης κατηγορίας ή μερίδας προσώπων. Δηλαδή, η πράξη ώστε να αποτελέσει οικονομικό έγκλημα θα πρέπει να στρέφεται και να απειλεί την εσωτερική έννομη τάξη και την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, σε αντίθεση με τα εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, τα οποία προστατεύουν ατομικά έννομα αγαθά, όπως είναι η περιουσία ή η ιδιοκτησία. Αυτό το στοιχείο αυτομάτως δίνει τη δυνατότητα κατανόησης ότι μπορώ να το διακρίνω από τα εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, τα λεγόμενα εγκλήματα του «κοινού» ποινικού δικαίου. (δηλαδή όπως είναι το άρθρο 386 του ΠΚ (αδίκημα απάτης). Εδώ όντως πλήττεται η περιουσία του ατόμου ή μπορεί να επιδίδομαι σε αδικήματα που πλήττουν την ιδιοκτησία του ατόμου. (π.χ. κλοπές κατ’ εξακολούθηση). Και τούτο διότι στα εγκλήματα που τελούνται κατά ατομικών μεμονωμένων περιουσιακών αγαθών δεν πλήττεται, δεν βάλλεται η εσωτερική έννομη τάξη και η κοινωνική συνοχή.
Ας υποθέσουμε, επί παραδείγματι ότι έχουμε τον Α, ο οποίος επανειλημμένως τελεί απάτες, δηλαδή επιδίδεται σε απάτη κατ’ εξακολούθηση. Μπορούμε να πούμε ότι είναι οικονομικός εγκληματίας, ότι διαπράττει οικονομικό έγκλημα; Ή ακόμη ο Α μαζί με τον Β και τον Γ επιδίδεται σε τέλεση απατών κατ’ εξακολούθηση.
Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούμε να μιλάμε ότι υπάρχει περίπτωση οικονομικού εγκλήματος. Prima facie θα πρέπει το έγκλημα να έχει αντίκτυπο στην γενική οικονομική ζωή του τόπου. *Δεν παίζει ρόλο το μέγεθος της πληθυσμιακής ομάδας που επηρεάζεται.
Κατηγορίες Οικονομικών Εγκλημάτων
- Φορολογικά Aδικήματα
Ελλάδα: Ν 4174/2013-τροπ. Ν 4745/2020+Ν 4764/2020
- Λαθρεμπορία-Τελωνειακά αδικήματα
Ελλάδα: Ν 2960/2001-τροπ. Ν 4745/2020
- Νομιμοποίηση Εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
Ελλάδα: Ν 4557/2018
- Ποινική αντιμετώπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.-Κοινοτική απάτη-«Ευρωαπάτη»
Ελλάδα: Ν 4689/2020 (ενσωμάτωση Οδηγίας(ΕΕ) 2017/1371)
- Χρηματιστηριακά αδικήματα/Κεφαλαιαγορά
Ελλάδα: Ν 4443/2016
- Πτωχευτικά αδικήματα
Ελλάδα: Πτωχευτικός Κώδικας (Ν 3588/2007) και ήδη ο Κώδικας Αφερεγγυότητας (ν. 4738/2020 και ν. 4818/2021).
- Λοιπά οικονομικά εγκλήματα: Πόθεν Έσχες-Αδικήματα Ανταγωνισμού-Πνευματική Ιδιοκτησία-Ακάλυπτη Επιταγή. Ηλεκτρονική οικονομική εγκληματικότητα.
Παρόλες τις διαφορετικές εκφάνσεις του οικονομικού εγκλήματος εμφανίζονται κοινά χαρακτηριστικά τα οποία συνοπτικά παρουσιάζονται κατωτέρω:
- Οι οικονομικοί εγκληματίες τις περισσότερες φορές είναι άτομα που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και δυνατότητα χρήσης πληροφοριών και μέσων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δυσκολία στην αποκάλυψή τους.
- Τα οικονομικά εγκλήματα τις περισσότερες φορές εκτελούνται υπό τη «νόμιμη σκεπή» επιχειρηματικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αποτελώντας ουσιαστικά κατάχρηση της εμπιστοσύνης των εργαζόμενων μερών.
- Οι δράστες των οικονομικών εγκλημάτων είναι νόμιμα και αιτιολογημένα «παρόντες στη σκηνή του εγκλήματος» καθώς τα ως άνω εγκλήματα εκτελούνται κυρίως στην ιδιωτική σφαίρα, γεγονός που τα καθιστά αόρατα.
- Το έδαφος ανάπτυξης των οικονομικών εγκλημάτων είναι πρόσφορο λόγω των ελλειμάτων πληροφόρησης και ελέγχου, αλλά και της ανυπαρξίας ουσιαστικής λογοδοσίας μέσα στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς.
- Τα οικονομικά εγκλήματα συχνά σχετίζονται με την αλληλεπίδραση ευκαιρίας-εκλογίκευσης-κινήτρου.
- Δεν υπάρχει ο κλασικός τύπος οικονομικού εγκληματία.
Υπάρχει σχέση και σύνδεση του οικονομικού με το οργανωμένο έγκλημα; Είναι έννοιες επάλληλες ή αντίρροπες άραγε;
Το οργανωμένο έγκλημα, είναι το έγκλημα που τελείται στα πλαίσια μιας δομημένης και με διαρκή δράση εγκληματικής ομάδας. Ως «οργανωμένο οικονομικό έγκλημα» νοούνται όλες οι δραστηριότητες οργανωμένων εγκληματικών ομάδων οι οποίες κάνουν κατάχρηση χρηματοοικονομικών συστημάτων ή συστημάτων πληρωμών με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους.
Γνωρίζετε τον λόγο που ο Έλληνας νομοθέτης δεν υιοθέτησε την πρόβλεψη της Σύμβασης του Παλέρμο και δεν συμπεριέλαβε στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 187 του ΠΚ το οικονομικό όφελος; Διότι λόγω του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα θα οδηγούσε σε απαλλαγή όλων των υποθέσεων εγκληματικών οργανώσεων που δεν είχαν οικονομικό κίνητρα για τη συγκρότηση και τη δράση τους (ίδετε σχετικά υποθέσεις ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, 17 ΝΟΕΜΒΡΗ, ΠΥΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ κλπ)
Το Οργανωμένο έγκλημα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, εμπλεκόμενων ατόμων, επιπέδων οργάνωσης, μέσων και μορφών διάπραξης εγκλημάτων.
Οι όροι οικονομική εγκληματικότητα και οργανωμένο έγκλημα αναφέρονται καταρχήν σε διαφορετικά επίπεδα, ο πρώτος αναφέρεται και χαρακτηρίζει τομείς δραστηριοτήτων και κατηγορίες πράξεων και ο δεύτερος τον τρόπο δράσης.
Βασικές διαφορές Οργανωμένου και Οικονομικού Εγκλήματος είναι:
- Το Οργανωμένο Έγκλημα αποτελεί προϊόν μιας ομάδας ανθρώπων ενώ το οικονομικό έγκλημα μπορεί να είναι έργο και ενός μόνο ατόμου.
- Το οικονομικό έγκλημα κινείται στο χώρο της νόμιμης αγοράς, εκμεταλλευόμενο τις κανονιστικές ή άλλες εγγενείς αδυναμίες του συστήματος καθώς και τα θεσμικά κενά ενώ το Οργανωμένο έγκλημα κινείται στο χώρο της παράνομης, της απαγορευμένης αγοράς, ζώντας παρασιτικά και απομυζώντας τους χυμούς που διαθέτει το οικονομικό σύστημα.
- Τρίτη διαφορά είναι ότι στο οικονομικό έγκλημα υπάρχει περιορισμένος τομέας χώρος δράσης για τον οικονομικό εγκληματία ενώ στο οργανωμένο έγκλημα οι τομείς δράσης μιας εγκληματικής οργάνωσης είναι απεριόριστοι ή άλλως καταφανώς περισσότεροι.
- Τέλος, ουσιώδης διαφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η δράση: Στο οικονομικό έγκλημα ο δράστης χρησιμοποιεί πράξεις εξαπάτησης ή διαφθοράς και δωροδοκίας, δηλαδή τρόπους που δεν περιέχουν βία ενώ στο οργανωμένο έγκλημα ο συνήθης τρόπος επιβολής του δράστη είναι η άσκηση τρομοκρατίας ή απειλών και πιέσεων προς επίτευξη των σκοπών του και μόνο επικουρικά η χρήση μηχανισμού διαφθοράς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το οργανωμένο έγκλημα κινείται μόνο στο χώρο της παρανομίας, αντιθέτως μάλιστα το οργανωμένο έγκλημα έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε διάφορους τομείς του κοινωνικού ιστού και του πολιτικού και οικονομικού γίγνεσθαι κάθε χώρας. Για το λόγο αυτό δεν νοείται οργανωμένο έγκλημα αποκομμένο από την οικονομική ζωή ενός τόπου. Το οργανωμένο έγκλημα επιδιώκει και έχει αγαστές σχέσεις με τις νόμιμες επιχειρήσεις, επιζητώντας σχέσεις που να κερδίζουν και οι 2 πλευρές:
Αφενός, η εγκληματική οργάνωση επιθυμεί σύναψη σχέσεων με νόμιμες επιχειρήσεις για τη μεγιστοποίηση των κερδών της οργάνωσης μέσω επένδυσης σε κερδοφόρες νόμιμες επιχειρήσεις της περιοχής δράσης της ή και εξαγορά τους αλλά και για να νομιμοποιήσει («ξεπλύνει») χρήμα προερχόμενο από τις παράνομες δραστηριότητές της. Αφετέρου και οι νόμιμες επιχειρήσεις έχουν όφελος από μία τέτοια συνεργασία, καθότι μέσω της εγκληματικής οργάνωσης βρίσκουν χρηματοδότηση εκτός τραπεζικού τομέα, είτε γιατί αυτές οι επιχειρήσεις στερούνται πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό, είτε διότι δανειζόμενες χρήματα από την εγκληματική οργάνωση αυξάνουν τα αποθέματά τους σε ρευστό και αγοράζοντας τοις μετρητοίς τα προϊόντα εμπορίας τους, έχουν περισσότερο κέρδος – ακόμη και μετά την πληρωμή του τόκου επί του δανεισθέντος κεφαλαίου στην οργάνωση – από τα να αγόραζαν μικρότερες ποσότητες και μέσω πίστωσης ή με επιταγές, με χρήση του τραπεζικού τομέα.
Για το λόγο αυτό, το Οργανωμένο έγκλημα χρησιμοποιεί κατά κόρον «εταιρίες – βιτρίνα». Η ίδρυση από την Οργάνωση νόμιμων επιχειρήσεων («εταιρίες – βιτρίνες») στις περιοχές δράσης της ώστε να επιτυγχάνεται ευκολότερα η νομιμοποίηση («ξέπλυμα») των εσόδων της από τις εγκληματικές δραστηριότητες και να μεγιστοποιούνται τα κέρδη της.
Οι «εταιρίες – βιτρίνες» της εγκληματικής οργάνωσης προσφέρουν κάλυψη στις παράνομες δραστηριότητες της καθότι εμφανίζεται ότι απασχολούν αυτές νόμιμα προσωπικό, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της ανεργίας στην περιοχή, πληρώνουν φόρους για τα κέρδη τους και ένσημα για την κοινωνική ασφάλιση των υπαλλήλων τους, γεμίζοντας με έσοδα τα κρατικά ταμεία, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στην κοινωνική και οικονομική ζωή των χωρών που δραστηριοποιούνται οι «εταιρίες – βιτρίνα».
Το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα:
Η οικονομική εγκληματικότητα στην Ελλάδα εμφανίζει τις τελευταίες δεκαετίες μια διαρκώς αυξητική τάση.
Με βάση το Corruption Perception Index του 2020 που αφορά τον δείκτη αντίληψης για τη διαφθορά η Ελλάδα το 2020 έπεσε από την 60η θέση στην 59η θέση και η Κύπρος στην 42η θέση, πέφτουν και οι 2 δηλαδή μία θέση. Το 100 αντιστοιχεί στην εξαιρετικά αδιάφθορη χώρα, ενώ το 0 αντιστοιχεί στην εξαιρετικά διεφθαρμένη χώρα. Στο 12 είναι το Σουδάν και η Σομαλία που εμφανίζονται ως πιο διεφθαρμένες χώρες, ενώ στη θέση 88 βρίσκονται η Δανία, η Φιλανδία και η Νέα Ζηλανδία, δηλαδή οι λιγότερο διεφθαρμένες χώρες.
Ανεξάρτητα όμως από την αξιοπιστία των στατιστικών δεδομένων, είναι εμφανές ότι και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η γενικότερη νοοτροπία για εύκολο, γρήγορο και μεγάλο κέρδος τείνει να δεσπόζει και στην Ελλάδα, ως υποπροϊόν της ίδιας της εγκληματικής κουλτούρας.
Άλλωστε, όπως αναφέρει και η θεωρία του Merton, όσο περισσότερο στενεύουν οι δυνατότητες για χρησιμοποίηση θεμιτών μέσων για την επίτευξη του στόχου της κοινωνικής καταξίωσης, τόσο πιο έντονη θα αισθάνονται την ανάγκη οι κοινωνοί να προσφεύγουν σε μεθοδεύσεις αθέμιτες και παράνομες προς; Την επίτευξη του στόχου τους.
Για το λόγο αυτό και η Ελληνική Πολιτεία και ο Έλληνας νομοθέτης έχει επιδοθεί σε έναν επίπονο και επίμονο αγώνα να θέσει τα οικονομικά εγκλήματα υπό έλεγχο καθότι αυτά δημιουργούν, ως προελέχθη, ευρύτατα προβλήματα για το κοινωνικό σύνολο και την οικονομική ζωή της χώρας και εφόσον η καταπολέμησή τους δεν συνεπάγεται δυσάρεστες κοινωνικο – οικονομικές παρενέργειες.
Επίλογος – Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να θυμόμαστε και να μην λησμονούμε δεν τα κάτωθι:
Η οικονομική εγκληματικότητα χαρακτηρίζεται από μία συνεχή διείσδυση στην οικονομική ζωή των χωρών και ένα επίσης πολύ σημαντικό μέγεθος, είναι ότι δημιουργεί τεράστια βλάβη σε μεγάλα κοινωνικά σύνολα. Αυτό αποτελεί το ποσοτικό χαρακτηριστικό –κοινωνιολογικό μέγεθος του οικονομικού εγκλήματος.
Από την άλλη πλευρά έχουμε το ποιοτικό χαρακτηριστικό, το οποίο συναρτάται με το έννομο αγαθό, το οποίο είναι υπερατομικό, είναι συλλογικό, σε αντίθεση με το ατομικό έννομο αγαθό.
Λαμβάνοντας δε υπόψη το γεγονός ότι η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η ανάπτυξη του διαδικτύου προσφέρει νέες ευκαιρίες για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, οποιοσδήποτε κατάλογος οικονομικού και χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα εγκληματικών πράξεων δεν μπορεί να θεωρείται πλήρης ή εξαντλητικός.
Οι ιδιαιτερότητες του οικονομικού εγκλήματος σε σχέση με το κοινό ποινικό έγκλημα δημιουργούν δυσκολίες στην αντιμετώπισή του από την πλευρά των διωκτικών αρχών. Οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στις πολυάριθμες εκφάνσεις του οικονομικού εγκλήματος, στην «άυλη» κίνηση του μέσω οικονομικών, χρηματιστηριακών, τραπεζικών και λοιπών συναλλαγών και κυρίως στο «μανδύα» νομιμότητας υπό τον οποίο κινείται. Σε πολλές περιπτώσεις εμπλέκονται κρατικοί υπάλληλοι, διωκτικά όργανα, δικαστικά και πολιτικά πρόσωπα, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ελλειμάτων στην πολιτική βούληση και δράση.
Για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος απαιτείται εξειδίκευση και διαρκής κατάρτιση τόσο των διωκτικών όσο και των ελεγκτικών οργάνων, καθώς οι μορφές εμφάνισης του εν λόγω εγκλήματος είναι διαρκώς αναπτυσσόμενες και η ζημία από τη διάπραξή του δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη.
Η GRECO είναι μία πολύ σημαντική επιτροπή που αποτελείται από ομάδα κρατών για την καταπολέμηση της διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σημαντικές είναι οι 20 κατευθυντήριες γραμμές της GRECO κατά της διαφθοράς, δηλαδή τους 20 πυλώνες, τους οποίους η GRECO, η Επιτροπή Κρατών θεωρεί ότι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τα κράτη της Ευρώπης, ειδικότερα σε όλη τους τη νομοθέτηση.
Ολοκληρώνοντας, καθίσταται σαφές ότι η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα που συνδέεται άρρηκτα με την οικονομική λειτουργία του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος και για αυτό καταβάλλονται διαρκείς προσπάθειες βελτίωσης του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, ή σωστότερα μια προσπάθεια ολοκληρωτικής αλλαγής του νομικού συστήματος για την πληρέστερη αντιμετώπιση των οικονομικών εγκλημάτων. Το τρίπτυχο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των οικονομικών εγκλημάτων είναι και πρέπει να είναι το εξής: ΓΝΩΣΗ – ΒΟΥΛΗΣΗ – ΛΥΣΗ
Γνώση του προβλήματος που λέγεται οικονομικό έγκλημα και των τρόπων λειτουργίας του.
Βούληση πάταξης και αντιμετώπισής του σε κρατικό αλλά και διεθνές επίπεδο.
Λύση με την υιοθέτηση των κατάλληλων μέτρων και πρωτοβουλιών σε κρατικό και διεθνές επίπεδο που θα οδηγήσουν στην περιστολή αυτού του φαινομένου και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του.
Σας ευχαριστώ θερμά.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΣΥΚΙΩΤΗ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου FREDERICK) Οι τροποποιήσεις του Ν.4557/2018.
Οι αλλαγές που επήλθαν στη νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με το ν.4557/2018 και τα μεταγενέστερα νομοθετήματα . [ Εισήγηση στο 22ο Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμεων Δικηγόρων]
Κατερίνα Συκιώτη –Χαραλαμπάκη
Δικηγόρος, Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Frederick Κύπρου
Η νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εμφανίζει στη χώρα μας μια ιδιαιτερότητα. Ενώ από τη θέσπιση του πρώτου σχετικού νομοθετήματος στην Ελλάδα του ν.2331/95 μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μόλις 27 ετών η σχετική νομοθεσία έχει υποστεί τέσσερις ριζικές και εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις με τους ν. 3424/2005, ν.3691/2008, ν.4557/2018 ν.4816/2021 και δεκάδες μικρότερης έκτασης μεταρρυθμίσεις με διάφορα νομοθετήματα με τελευταία νομοθετική παρέμβαση του ν. 4920/2022 .
Το γεγονός αυτό εξηγείται κυρίως από το ότι η νομοθεσία για το ξέπλυμα αποτελεί κατά κύριο λόγο παράγωγο Κοινοτικών Οδηγιών ή Ευρωπαϊκών νομοθετικών προτύπων τα οποία δεσμεύεται η Ελλάδα να μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο.
Ένας δεύτερος λόγος έγκειται στις συνεχώς και συχνά ραγδαία μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες που εξαναγκάζουν το νομοθέτη να αναπροσαρμόζει το νομοθετικό πλαίσιο επί διαρκούς βάσεως.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσθήκη ορισμού ως προς την έννοια του ηλεκτρονικού χρήματος με το ν.4734/2020 καθώς επίσης και των εννοιών του εικονικού νομίσματος και του ψηφιακού πορτοφολιού,
Σκοπός της παρούσας σύντομης εισήγησης είναι να επισημάνουμε τις πιο ενδιαφέρουσες από τις πάμπολλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επήλθαν στη νομοθεσία για το ξέπλυμα με το ν. 4557/2018 καθώς και με τα μεταγενέστερα νομοθετήματα.
- Όσον αφορά την περιγραφή των πράξεων που αποτελούν σύμφωνα με το νόμο, νομιμοποίηση εσόδων ήδη με το ν.3691/2008 είχε προστεθεί στο σχετικό κατάλογο στο άρθρο 2 υπό στοιχείο ε, η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσοτέρων από τις στα προηγούμενα εδάφια αναφερόμενες πράξεις και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα. Με το ν.4557/2018 προστέθηκε και εδάφιο στ΄ όπου πράξη νομιμοποίησης θεωρείτο και η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις. Και οι δύο αυτές προσθήκες καταργήθηκαν τελικά με το άρθρο 4 ν.4816/2021 που έθεσε σε εφαρμογή την τελευταία μέχρι σήμερα ενσωματωμένη Οδηγία ΕΕ/ 2018/1673
- Ήδη με το ν. 3691/2008 είχε προστεθεί 3η παράγραφος στο άρθρο 2 η οποία εισήγαγε κανόνα Ποινικού Διεθνούς Δικαίου που προέβλεπε ότι νομιμοποίηση εσόδων υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία, έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται ο γνωστός μας και από τις γενικές διατάξεις Ποινικού Διεθνούς Δικαίου (άρθρα 5 επ. ΠΚ) κανόνας του λεγόμενου διττού αξιοποίνου, δηλαδή της προϋπόθεσης η πράξη να είναι αξιόποινη τόσο στο ξένο κράτος διάπραξης όσο και στην Ελλάδα. Όμως με την μεταγενέστερη προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην παρ.2 του άρθρου 2 του ν.4557/2018, με το άρθρο 4 ν. 4816/2021, ο κανόνας αυτός του διττού αξιοποίνου ουσιαστικά καταργείται πλέον για τα περισσότερα από τα συνιστώντα βασικά αδικήματα νομιμοποίησης και αρκεί πλέον η πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή να είναι αξιόποινη μόνο κατά το ελληνικό ποινικό δίκαιο.
- Ενδιαφέρουσα είναι και η προσθήκη επίσης στο άρθρο 2 με το άρθρο 4 ν.4816/2021 νέας παραγράφου 3 σύμφωνα με την οποία καταδίκη για τα αδικήματα της παρ.1 είναι δυνατή όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό αδίκημα του άρθρου 4 χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση με κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα μεταξύ των οποίων και η ταυτότητα του δράστη. Η διατύπωση αυτή αποτελεί σοβαρό ρήγμα στην έννοια του κράτους δικαίου αφού αρκείται σε μια αχνή και αόριστη προσέγγιση του βασικού αδικήματος χωρίς τη διαπίστωση του οποίου όμως νομιμοποίηση δεν είναι δυνατή.
Πέραν τούτου έρχεται σε αντίθεση και με την πάγια μέχρι σήμερα άποψη της νομολογίας η οποία δεχόταν ότι η βασική εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως πρέπει να προσδιορίζεται διαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες ακόμα κι αν δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία κατ΄ αυτών και να αποδεικνύεται με δικανική βεβαιότητα καθώς η τέλεσή της αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της νομιμοποίησης εσόδων ( βλ. αντί άλλων Εφ. Ναυπλ. 64/2020 ΠοινΧρ. 2021 σελ. 377). Μάλιστα η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου ήταν ακόμη πιο απόλυτη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Έτσι η ΑΠ 1318/2019 ( ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δέχτηκε ότι για να υπάρχει ειδικά αιτιολογημένη καταδικαστική κρίση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα θα πρέπει το βασικό αδίκημα να προσδιορίζεται με επάρκεια ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τις ενέργειες του υπαιτίου και τις λοιπές περιστάσεις τέλεσής του και να αποδεικνύεται με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα, καθόσον η τέλεσή του αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Αυτό ακριβώς το τελευταίο φαίνεται να παρέβλεψε ο νομοθέτης με την πρόσφατη νομοθετική μεταρρύθμιση που προαναφέραμε. Πάντως, ευτυχώς, απ’ ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω και οι μετά τη θέσπιση του ν. 4816/21 αποφάσεις της νομολογίας δεν αφίστανται προς το παρόν από τις απαιτήσεις που είχαν τεθεί στο παρελθόν.
- Όσον αφορά τον κατάλογο των βασικών αδικημάτων παρατηρούμε τα εξής: πρώτον με τις διαδοχικές τροποποιήσεις του άρθρου 4 με τους ν.4557/2018, 4734/2020, 4736/2020 και 4816/2021 προστέθηκαν στα βασικά αδικήματα η διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας κατά το άρθρο 348 ΠΚ, η πορνογραφία ανηλίκων κατά το άρθρο 348 Α ΠΚ, η προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους κατά το άρθρο 348 Β ΠΚ, οι πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων κατά το άρθρο 348 Γ ΠΚ,, η μαστροπεία κατά το άρθρο 349 ΠΚ και η γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής κατά το άρθρο 351 ΠΚ.
δεύτερον: Με τις μεταγενέστερες του ν.4557/2018 τροποποιήσεις μειώθηκε το ελάχιστο όριο ποινής των λοιπών εγκλημάτων από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και τα οποία μπορούν να αποτελέσουν βασικό αδίκημα νομιμοποίησης από τους 6 στους 3 μήνες .
Αξιοσημείωτη είναι η εμμονή του νομοθέτη να συμπεριλαμβάνει, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της θεωρίας και ενίοτε και αντίθετες αποφάσεις της νομολογίας, στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων και εγκλήματα από τα οποία εξ ορισμού δεν παράγεται άμεσα και αιτιακά όπως απαιτεί πάγια η νομολογία μας περιουσία. Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εδώ η ενεργητική δωροδοκία που συνεχίζει να συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων του άρθρου 4 υπό στοιχείο γ, παρότι είναι προφανές ότι γι αυτόν που δίνει το δώρο δεν παράγεται άμεσα περιουσία, η δε αντίρρηση που ενίοτε εκφράζεται ότι αυτός αποκτά ωφελήματα από την πράξη δωροδοκίας παραβλέπει το γεγονός ότι εδώ πρόκειται περί εμμέσων ωφελημάτων και όχι άμεσης απόκτησης περιουσίας.
Δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 το οποίο συνεχίζει επίσης να συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων παρότι είναι προφανές ότι από τη μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο δεν παράγεται άμεσα και αιτιακά περιουσία για τον μη καταβάλλοντα. Αυτό έχουν δεχτεί και αποφάσεις της νομολογίας.
Άσχετα με τα ανωτέρω η συμπερίληψη της περίπτωσης του άρθρου 25 του ν.1882/1990 στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων είναι κατ’ αποτέλεσμα αλυσιτελής, ενόψει του γεγονότος ότι το αδίκημα αυτό έχει ουσιαστικά καταργηθεί με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 469 του ν.ΠΚ, περιοριζόμενο πλέον σε περιορισμένης συχνότητας στην πράξη περιπτώσεις μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο.
- Σε ακολουθία με την προσθήκη της έννοιας του ψηφιακού πορτοφολιού και του εικονικού νομίσματος με το άρθρο 4 του 4734/2020 προστέθηκαν στη διάταξη του άρθρου 5 που περιγράφει τα υπόχρεα πρόσωπα και οι περιπτώσεις των παρόχων υπηρεσιών ανταλλαγής μεταξύ εικονικών νομισμάτων και παραστατικών νομισμάτων ( νέα περίπτωση ιβ΄ της παρ.1 του άρθρου 5) και οι πάροχοι υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών (νέα περίπτωση ιγ΄ της παρ.1 του άρθρου 5).
6.Ως προς τις ποινικές κυρώσεις η διάταξη του άρθρου 39 παρ.1 του 4557/2018 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 ν.4816/2021. Εδώ καταρχήν το ανώτατο όριο ποινής καθείρξεως για τη βασική μορφή νομιμοποίησης μειώθηκε από τα 10 στα 8 έτη και η χρηματική ποινή, προσαρμοσμένη πλέον στο νέο σύστημα του ν. 4619/19 του ν.ΠΚ δηλαδή προβλέπεται πλέον σε ημερήσιες μονάδες. Επίσης δημιουργήθηκε ενδιάμεση βαθμίδα βαρύτητας με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης έως 10 έτη για τις κάτωθι περιπτώσεις:
α) αν το αντικείμενο της νομιμοποίησης υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των 120.000 ευρώ β) αν η πράξη τελείται από υπόχρεο φυσικό πρόσωπο κατά την άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας γ) αν η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης προέρχεται από τα κακουργήματα της εγκληματικής οργάνωσης, της τρομοκρατίας, της δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων, δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, των εγκλημάτων κατά του νομίσματος, των εγκλημάτων προσβολής της ανηλικότητας, των εγκλημάτων περί τα ναρκωτικά καθώς και των εγκλημάτων κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας του ΠΚ και του κώδικα μετανάστευσης(4251/2014) Τέλος προβλέπεται και η διακεκριμένη μορφή τιμωρούμενη με κάθειρξη έως 15 έτη στην περίπτωση που ο υπαίτιος ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης η οποία επιδιώκει την τέλεση πράξεων νομιμοποίησης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί το εξής:. όπως είδαμε παραπάνω η συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση συγκαταλέγεται και στις περιπτώσεις της ενδιάμεσης βαρύτητας της μορφής του εγκλήματος νομιμοποίησης. Η διαφορά με την βαρύτερη διακεκριμένη μορφή έγκειται στο ότι στην πρώτη περίπτωση ( κάθειρξη μέχρι 10 έτη) αρκεί η περιουσία να προήλθε από αδίκημα συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση ενώ στη δεύτερη περίπτωση ( κάθειρξη μέχρι 15 έτη) πρέπει η πράξη νομιμοποίησης να επιδιώκεται δηλαδή να αποτελεί σκοπό της εγκληματικής οργάνωσης.
7.Εξελίξεις στη νομοθεσία είχαμε και ως προς το διαχρονικά επίκαιρο ζήτημα της δυνατότητας ταύτισης του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποίησης με τον δράστη του βασικού αδικήματος. Όπως είναι γνωστό υπό το καθεστώς του αρχικού ν.2331/1995 το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας ελλείψει ρητής νομοθετικής ρυθμίσεως απέκλειε την ταύτιση στο ίδιο πρόσωπο του δράστη αμφότερων των αδικημάτων. Η νομολογία μετά από αρχικά ουδέτερη στάση για πρώτη φορά με την ΣυμβΑΠ 1231/2004 δέχτηκε ότι η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποίησης αποκλείεται μόνον στην περίπτωση του σκοπού παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις ενεργητικό υποκείμενο του εν λόγω εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοδήποτε ακόμα και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά αδικήματα. Με το ν 3424/2005 προβλέφθηκε ρητά ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαίτιου και για τις πράξεις νομιμοποίησης αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εδώ βλέπουμε πλέον να χρησιμοποιείται για την αποδοχή τη πραγματικής συρροής το κριτήριο του συνολικού σχεδιασμού δράσης.
Με το ν. 3691/2008 επανελήφθη η προηγούμενη πρόβλεψη ότι δηλαδή η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για την πράξη νομιμοποίησης θέτοντας όμως την προϋπόθεση αντί του κριτηρίου του «συνολικού σχεδιασμού δράστης» που είχε ο προηγούμενος νόμος, τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης νομιμοποίησης «να είναι διαφορετικά του βασικού εγκλήματος». Το ίδιο ακριβώς επανέλαβε στο άρθρο 39 παρ.1 εδ. ε’ και ο ν.4557/2018. Με το ν.4816/2021 προστέθηκε στην ίδια διάταξη και δεύτερο εδάφιο που εισάγει εξαίρεση από τον παραπάνω γενικό κανόνα για τις περιπτώσεις απόκτησης κατοχής ή χρήσης περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα και προβλέπει ότι ο αυτουργός ή ο συμμέτοχος τέτοιου είδους πράξεων μένει ατιμώρητος αν κριθεί ένοχος με την ίδια ή με προγενέστερη απόφαση για την τέλεση του αδικήματος, εκτός αν για την πράξη της νομιμοποίησης απειλείται στερητική της ελευθερίας ποινή με υψηλότερα ανώτατο όριο.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η εξέλιξη αυτή της νομοθεσίας τείνει εν μέρει προς μια ορθολογικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος της συρροής βασικού εγκλήματος και εγκλήματος νομιμοποίησης στο ίδιο πρόσωπο σε σχέση με ό,τι ίσχυε, κυρίως σε επίπεδο νομολογίας κατά τα πρώτα έτη ισχύος της νομοθεσίας για το ξέπλυμα
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ (Δικηγόρος Πειραιά) Μια contra legem νομολογιακή προσέγγιση. Η περίπτωση του άρθρου 469 ΠΚ.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (Δικηγόρος Πατρών) Τηλεοπτικές Δίκες. Οιονεί προδικασία ποινικής δίκης. Ευνοούμενοι-Θιγόμενοι.
Το φαινόμενο των τηλεοπτικών δικών που διεξάγονται με τη συμμετοχή δικηγόρων, δημοσιογράφων και επαγγελματιών διαφόρων ειδικοτήτων τείνει να λάβει με όρους επικαιρότητας διαστάσεις επιδημίας. Με όχημα το εύλογο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ενημέρωση και το γεγονός ότι κάποιες υποθέσεις δικαιολογημένα απασχολούν την κοινή γνώμη, γίνεται σαφής υπέρβαση της διαχωριστικής γραμμής της απλής έγκυρης πληροφόρησης και πλήττεται βάναυσα το θεμελιώδες τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου το οποίο αποτελεί βασικό πυλώνα του Ποινικού Δικαίου και κατοχυρώνεται από το άρθρο. 6 παρ 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το άρθρο 28 παρ 1 του Συντάγματος. Ακόμη και στο άρθρο 71 του ν. 4620/2019, ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τηλεοπτικές δίκες να υποκαθιστούν τα δικαστηριακά όργανα και να δημιουργούν πολλές φορές ενόχους και να καταστρέφουν κοινωνικές ζωές πριν αποφανθεί ο φυσικός δικαστής.
Από εκεί και πέρα πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό.
Στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται δικαστικά η αθωότητα κάποιου, η ζημιά που έχει επέλθει εις αυτόν από την προηγηθείσα τηλεοπτική δίκη είναι κατά το μάλλον ή ήττον μη αναστρέψιμη. Αυτό είναι μια παρενέργεια της τηλεοπτικής δίκης που δεν είναι νομικά και ηθικά αποδεκτή.
Ακόμη όμως και εις τις περιπτώσεις που η δικαστική κρίση συμβαδίζει με την απόφαση «ενοχής» στην προηγηθείσα τηλεοπτική δίκη, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι η απόφαση αυτή έχει λιγότερο ή περισσότερο επηρεασθεί και υπονομευθεί από το περιεχόμενο της τηλεοπτικής δίκης. Παρέχεται έτσι άλλοθι εις τον κάθε κατηγορούμενο να ισχυρισθεί ότι υπονομεύτηκαν οι συνθήκες της δίκαιης δίκης του και ότι αυτές οι συνθήκες είναι εκείνες που προκάλεσαν -προδιαμόρφωσαν την καταδίκη του και όχι οι πράξεις που του αποδίδονται.
Σε κάθε περίπτωση οι τηλεοπτικές δίκες δυσχεραίνουν το έργο των αρμόδιων δικαστικών αρχών και οφείλουμε όλοι να στηρίξουμε την ανεπηρέαστη απονομή της δικαιοσύνης από τον φυσικό δικαστή.
Όσο μεγαλύτερη προσήλωση δείχνουμε στους κανόνες μιας δίκαιης δίκης, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων. Όσο απομακρυνόμαστε από τους κανόνες αυτούς τόσον μειώνεται η αποδοχή των αποφάσεων.
Μια άλλη παράμετρος της τηλεοπτικής δίκης είναι ότι υπονομεύει τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορουμένου τα οποία γίνονται κτήμα της κοινωνίας και παραβιάζει την μυστικότητα της ποινικής προδικασίας, η οποία κάποιες φορές δυσχεραίνει την αναζήτηση της πραγματικής αλήθειας.
Απέναντι σε αυτές τις καταστάσεις ο κάθε κατηγορούμενος είναι αδύναμος και απροστάτευτος όποια επιλογή και αν κάνει. Αν επιλέξει να ακολουθήσει το θεσμικό δρόμο και να απαντήσει μόνο στα αρμόδια δικαστικά όργανα κινδυνεύει ανεπανόρθωτα από την μονόπλευρη παρουσία της υποθέσεώς του στη λεγόμενη τηλεοπτική δίκη και την μεταγενέστερη αδυναμία του να αποκαταστήσει αυτή την διαμορφωμένη κρίση. Αν επιλέξει να μετάσχει εκών -άκων στην τηλεοπτική δίκη βιώνει μια τραυματική και εξουθενωτική εμπειρία, η οποία τον στιγματίζει ανεξάρτητα από την όποια έκβαση της δίκης του στα αρμόδια δικαστικά όργανα.
Ένας άλλος κίνδυνος που ελλοχεύει εις τις τηλεοπτικές δίκες είναι η συμμετοχή προσώπων, ειδικών η μη, οι οποίοι χωρίς να έχουν πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό της κάθε υποθέσεως εκφέρουν κρίσεις και συμπεράσματα, τα οποία είναι αυθαίρετα και αναντίστοιχα με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Οι κρίσεις αυτές διαμορφώνουν εκ των προτέρων ένα σκηνικό στην κοινή γνώμη που άλλοτε ταυτίζεται με τους φερόμενους ως δράστες κι άλλοτε με τα θύματα.
Αρκετές φορές οι τηλεοπτικές δίκες τροφοδοτούνται με τις λεγόμενες «έγκυρες πληροφορίες», οι οποίες δεν εδράζονται σε στοιχεία της δικογραφίας και το κυριότερο δεν επιβεβαιώνονται από τη δικαστική εξέλιξη των πραγμάτων, με συνέπεια πολλές κρίσεις και συμπεράσματα να ερείδονται επί εσφαλμένης βάσεως.
Πρόσφατα θεσμικοί φορείς και συγκεκριμένα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η ολομέλεια των προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, η Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών (ΙΣΑ), ανέδειξαν το θέμα των τηλεοπτικών δικών διατυπώνοντας τις σκέψεις ότι προσβάλλουν βάναυσα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του Έλληνα πολίτη, ότι συνιστούν καταπάτηση δικαιωμάτων, όπως το τεκμήριο αθωότητας, ο σεβασμός της αρχής της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η διαφύλαξη του ιατρικού απόρρητου και ότι προσβάλλουν τον νομικό πολιτισμό της χώρας μας και επισήμαναν την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την εξάλειψη του φαινομένου αυτού. Αν η κατάσταση αυτή αφεθεί ως έχει θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο και θα γίνει τμήμα της «κουλτούρας μας». Κι αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε ως κοινωνία και ως άτομα.
Ευελπιστώ ότι η προσπάθεια των θεσμικών φορέων να βάλουν ένα φρένο στο φαινόμενο των τηλεοπτικών δικών θα τελεσφορήσει και ότι θα εκλείψει αυτό το φαινόμενο αυτό, χωρίς βέβαια να θίγεται το καθόλα σεβαστό και νόμιμο δικαίωμα στην ενημέρωση.