ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΚΚ1ΝΙΩΊΉ (Δικηγόρος, Δ.Ν., μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Γυναικών Δικηγόρων Αθηνών «ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΥΔΗ» )Έννοια έμφυλης βίας και προβλεπόμενες κυρώσεις
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΝΑΣΟΣ ΜΑΡΙΝΗΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Οπαδική βία στις μέρες μας
Η οπαδική βία – άλλως – ο χουλιγκανισμός έχει λάβει στις μέρες μας ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Λόγω της πολυπλοκότητας του φαινομένου είναι ιδιαίτερα δυσχερής η αντιμετώπισή του. Παρά τις προσπάθειες των κρατικών μηχανισμών για επίλυση του φαινομένου, σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το πρόβλημα συνεχώς οξύνεται με ραγδαίους ρυθμούς και τα Κράτη συχνά αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν τους Νόμους τους. Ακολουθώντας τους Ευρωπαϊκούς Νόμους και μέτρα ενάντια στον Χουλιγκανισμό, το 1980 η Ελλάδα συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της Ε.Ε κι έγινε προσπάθεια από την Πολιτεία με ποινικό και επιχειρησιακό τρόπο να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της οπαδικής βίας. Η Πολιτεία τα τελευταία χρόνια συνεχώς αυστηροποιεί τις ποινές σε αθλητικό επίπεδο. Κατά πόσο όμως οι οπαδοί στην Ελλάδα “αποδέχονται” την αναγκαιότητα επιβολής αυστηρών μέτρων, ως μέτρα καταστολής της οπαδικής βίας και τι πράττει ταυτόχρονα η Πολιτεία στον αντίποδα επ’ αυτού;
Το βράδυ της 31ης Ιανουάριου του 2022 έγινε το τελευταίο θύμα τυφλού οπαδικού μίσους στην περιοχή Χαριλάου της Θεσσαλονίκης . Ο Άλκης δεν ήταν οργανωμένος σε σύνδεσμος, δεν συμμετείχε σε επεισόδια και δεν προκάλεσε κανέναν. 40 ημέρες μετά από αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, το Μάρτιο του 2022 η Ολομέλεια της Βουλής καλείται να τοποθετηθεί για μια σειρά από διατάξεις που καθιερώνουν αυστηρότερη αντιμετώπιση μεμονωμένων ή οργανωμένων πράξεων οπαδικής βίας και επιδιώκουν σύμφωνα με την Κυβέρνηση -δήθεν- την κάθαρση του Αθλητικού χώρου από τα κακοποιά στοιχεία που καπηλεύονται το όνομα και την ιστορία της εκάστοτε ομάδας. Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επεσήμαναν πως οι ιδιοκτησίες των ομάδων συμπράττουν με το πολιτικό καθεστώς, συνεπεία αυτού είναι οτι τις περισσότερες -αν όχι όλες τις- φορές που λαμβάνουν χώρα επεισόδια, τα αθλητικά σωματεία έχουν τη δυνατότητα να συγκρατήσουν τη βία. Υπογράμμισαν (τα κόμματα της αντιπολίτευσης) ότι οι διατάξεις που ψηφίζονται επί σειρά ετών δεν καταπολέμησαν τα αίτια του φαινομένου της οπαδικής βίας εξού και δεν υπήρξε ουσιαστική αντιμετώπιση της.
Πληθώρα διατάξεων μέχρι σήμερα υπήρξε πληθώρα νόμων και διατάξεων, που επιχειρούσαν την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας με μέτρα, κυρίως, κατασταλτικού χαρακτήρα. Κάθε νόμος ή διάταξη, νομοθετική, διοικητική ή πειθαρχικού χαρακτήρα, κινούνταν σε αυστηρότερη κατεύθυνση.
Παράλληλα, και ο χαρακτήρας της αστυνομικής εποπτείας μεταβαλλόταν για την αποτροπή των φαινομένων βίας, διαφοροποιείτο, προσαρμοζόταν, αναλόγως της κλιμάκωσης του φαινομένου. Το φαινόμενο της οπαδικής βίας μπορεί να μετατοπίστηκε από τα γήπεδα στις γειτονιές -άλλωστε για μεγάλο διάστημα τα γήπεδα ήταν άδεια λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας- όμως συνεχίζει να στερεί ζωές, συνεχίζει να πληγώνει τον αθλητισμό.
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, πολλές φορές τα κόμματα της αντιπολίτευσης επεσήμαναν πως οι ιδιοκτησίες των ομάδων και τα αθλητικά σωματεία και γνωρίζουν τους τρόπους και έχουν τους τρόπους να συγκρατήσουν τη βία. Υπογράμμισαν, εξάλλου, ότι οι διατάξεις που ψηφίζονται, επί σειρά ετών, δεν καταπολέμησαν τα αίτια του φαινομένου της οπαδικής βίας και γι’ αυτό υπήρξε αδυναμία στην αντιμετώπισή της.
Στόχευση μέτρων για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, καθιέρωση ειδικού ποινικού αδικήματος για όλους όσοι κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και στην κατάργηση της κατ’ εξαίρεση δυνατότητας του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής στον δράστη των πράξεων αθλητικής βίας, ώστε πλέον οι δράστες τέτοιων πράξεων να εκτίουν άμεσα και υποχρεωτικά την ποινή.
«Είναι άραγε τα μέτρα αυτά αναποτελεσματικά; Μήπως είναι και επικίνδυνα ;
Πρέπει να αναλογισθούμε τον κίνδυνο μήπως τα αυστηρότερα μέτρα, ως προς τις λέσχες και όχι ως προς τα σωματεία, οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτους πλέον χούλιγκαν που να μη βρίσκονται κάτω από καμία ομπρέλα.
Η οπαδική βία απαιτεί επένδυση στην πρόληψη και όχι στην καταστολή, «το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν», Και η αυστηροποίηση της νομοθεσίας, δεν είναι λύση καθώς ενδέχεται να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αναλογικότητας και να προκύψει δυσαναλογία μεταξύ εγκλήματος και ποινής.
Οι οπαδικοί στρατοί -και μέσα σε αυτούς οι φασιστικές εγκληματικές συμμορίες που δρουν ανενόχλητες και σκορπούν τον τρόμο- είναι σύμφυτα με την επιχειρηματική δράση στον αθλητισμό.
Μήπως όσον και αυξηθούν οι ποινές , όσο κι αν αυστηροποιηθεί το πλαίσιο , η βία θα είναι εδώ, γιατί πρέπει να αντιμετωπισθούν οι αιτίες και οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν πρέπει να την υποθάλπουν.
Αυστηρότερο πλαίσιο στον Νόμο
Κάθε αθλητικό σωματείο, τμήμα αμειβομένων αθλητών ή αθλητική ανώνυμη εταιρεία μπορεί να έχει μόνο μία λέσχη και με προϋποθέσεις παραρτήματα. Έδρα της λέσχης θα είναι η έδρα του αθλητικού σωματείου, του τμήματος αμειβομένων αθλητών ή της αθλητικής ανώνυμης εταιρείας, το οποίο θα αναρτά υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του τα στοιχεία της λέσχης για λόγους διαφάνειας και νόμιμης δράσης της. Σε περίπτωση παραβίασης οποιασδήποτε υποχρέωσης που προβλέπεται στον ν. 2725/1999 για τις λέσχες, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού μπορεί να ανακαλεί την ειδική αθλητική αναγνώριση, να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα και ποινή διεξαγωγής αγώνων χωρίς θεατές.
Για τη δημιουργία παραρτήματος λέσχης. Απαιτείται προσκόμιση δικαιολογητικών και τουλάχιστον 50 υποψήφια μέλη μόνιμοι κάτοικοι του δήμου όπου ιδρύεται η λέσχη. Αναστέλλεται ή και ανακαλείται η άδεια λειτουργίας λέσχης ή παραρτήματος εφόσον ασκηθεί ποινική δίωξη σε μέλος λέσχης ή παραρτήματος για συγκεκριμένα εγκλήματα αθλητικής βίας.
Αυξάνονται τα κατώτατα και ανώτατα όρια των προβλεπόμενων ποινών για τα αδικήματα της ρίψης αντικειμένων στον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου, για τα αδικήματα της εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων πριν, μετά ή κατά τη διάρκεια της αθλητικής συνάντησης.
Καθιερώνεται ειδικό ποινικό αδίκημα για όλους όσοι κατά τη διάρκεια των αθλητικών αγώνων έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, δυσχεραίνοντας την ανίχνευση και καταγραφή τους από τις συσκευές καταγραφής εικόνας που λειτουργούν εντός των αγωνιστικών χώρων, καθώς και την ταυτοποίησή τους.
Καθιερώνεται η υποχρεωτική επιβολή περιοριστικών όρων στο δράστη εγκλημάτων αθλητικής βίας, όταν η εκδίκαση της υπόθεσης αναβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο στην αυτόφωρη ή την τακτική διαδικασία.
Καταργείται η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής στον δράστη των πράξεων αθλητικής βίας. Πλέον, οι δράστες τέτοιων πράξεων θα εκτίουν άμεσα και υποχρεωτικά την ποινή. Προβλέπεται η απαγόρευση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής που επιβλήθηκε και η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Θα συσταθεί στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Ψηφιακό Μητρώο Μελών των λεσχών φιλάθλων, με στόχο την πιο αποτελεσματική εποπτεία των αθλητικών σωματείου, των τμημάτων αμειβομένων αθλητών και των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών, επί τθ3ν αναγνωρισμένων λεσχών τους και των οργανωμένων φιλάθλων μελών τους αλλά και τη δυνατότητα άμεσης παρέμβασης στο εν λόγω μητρώο από την Αστυνομική Διεύθυνση Πρόληψης Αθλητικής Βίας.
Επεκτείνεται η δυνατότητα του αρμόδιου οργάνου του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού να επιβάλει περαιτέρω διοικητικά μέτρα για την αντιμετώπιση φαινομένων βίας που σχετίζονται με τον αθλητισμό. Επίσης, η Διαρκής Επιτροπή για την Αντιμετώπιση της Βίας θα μπορεί να επιβάλει πρόστιμα για επεισόδια εντός ή εκτός αγωνιστικών χώρων, μη παροχή στοιχείων από τα αθλητικά σωματεία, τα τμήματα αμειβομένων αθλητών, τις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες, περιπτώσεις παρότρυνσης, υποκίνησης, ενθάρρυνσης ή επιδοκιμασίας επεισοδίων, ρατσιστικών συμπεριφορών, και εν γένει, φαινομένων βίας από τον έντυπο, ηλεκτρονικό Τύπο και από το διαδίκτυο.
Προβλέπεται πως λύεται άμεσα και αυτοδίκαια η σύμβαση μίσθωσης ή παραχώρησης χρήσης ακινήτου για τη στέγαση λέσχες, αν μέσα σε τρεις μήνες από τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης δεν χορηγηθεί στη λέσχη η απαιτούμενη άδεια της αστυνομικής Αρχής. Αναλόγως, επιβάλλεται πρόστιμο και στον εκμισθωτή που μισθώνει ή ανέχεται τη συνέχιση της μίσθωσης χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αστυνομικής Αρχής.
Η τραγική αφορμή της δολοφονίας του Αλκή Καμπανού μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα ώστε η Πολιτεία να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στις εγκληματικές οργανώσεις που χρησιμοποιούν τον “οπαδικό” μανδύα για να διευρύνουν τη δραστηριότητά τους, συχνά, δε, εμφορούνται από ακροδεξιές ή και νεοναζιστικές ιδέες».
Η οπαδική βία «έχει εξελιχθεί σε μορφή οργανωμένου εγκλήματος με σταθερή δομή, διάρκεια στον χρόνο και στόχο την τέλεση διάφορων κακουργημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωποκτονιών και είναι δυστυχώς άρρηκτα συνδεδεμένη με επιχειρηματικά συμφέροντα στον αθλητισμό, αλλά και την εγκληματική δράση φασιστικών συμμοριών.
Η επιχειρηματική δράση στον αθλητισμό, για να μπορέσει να πετύχει τους στόχους της, χρειάζεται και τους “στρατούς” για να επιβάλλουν τις επιδιώξεις υπερπροέδρων και μεγαλοπαραγόντων.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ (Εισαγγελέας Πρωτοδικών) Μορφές ενδοοικογενειακής βίας ΠΚ καιν 3500/06
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΜΑΡΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ (Δικηγόρος, ΜΔΕ Κοινωνικής Πολιτικής, Συντονίστρια Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου για ταΈμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα "ΔΙΟΤΙΜΑ") Τα δικαιώματα της παθούσης στην ποινική διαδικασία
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΒΟΥΛΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ (Δικηγόρος Αθηνών, αν.μέλοςΔΣ Ενωσης) Παιδοφιλία. Νομικό πλαίσιο-προτάσεις
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ(Πρόεδρος Εφετών, ΔΝ Εργατικού Δικαίου Πανεπιστημίου August-Bebel, Potsdam) Γυναυωκτονία, Δόκιμος ή αδόκιμος όρος
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ & ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ 23ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Θ. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ΔΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ AUGUST–BEBEL, POTSDAM
ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑ: ΔΟΚΙΜΟΣ Ή ΑΔΟΚΙΜΟΣ ΟΡΟΣ
Με αιτία ή αφορμή την ανθρωποκτονία γυναίκας σε συγκεκριμένη υπόθεση ακούστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική κοινωνία, όχι από νομικούς, αλλά από δημοσιογράφους, η λέξη «γυναικοκτονία». Έκτοτε ακούγεται σε κάθε περίπτωση ανθρωποκτονίας μίας γυναίκας από έναν άνδρα, στο πλαίσιο του εκάστοτε ρεπορτάζ, οπότε, υποβάλλεται στον μέσο πολίτη μια αντίληψη, ότι πρόκειται για έναν όρο, μια έννοια, ήδη από καιρό ενσωματωμένη στη γλώσσα, που σημαίνει, ότι ένας άντρας σκοτώνει μία γυναίκα, επειδή είναι γυναίκα. Εμείς, όμως, ως συνήγοροι και δικαστές, όταν συντάσσουμε δικόγραφα και όταν εκδίδουμε αποφάσεις, δεν κάνουμε και δεν πρέπει να κάνουμε ρεπορτάζ. Αρθρώνουμε – και είμαστε υποχρεωμένοι να αρθρώνουμε – επιστημονικό λόγο. Κανένας ανακριτής δεν θα συνέτασσε κατηγορητήριο με την κατηγορία της «γυναικοκτονίας από πρόθεση» και κανένα δικαστήριο δεν θα καταδίκαζε έναν άνδρα επί τη βάσει αυτής της κατηγορίας, διότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη «γυναικοκτονία», Ούτε, βέβαια, κάποιος συνήγορος, υπερασπιστής της κατηγορίας, θα παρίστατο ευπροσώπως σε ένα ακροατήριο, υποστηρίζοντας υπόθεση «γυναικοκτονίας από πρόθεση » ή «…από αμέλεια» και, εάν ακόμα αυτό θα συνέβαινε, κάθε συνήγορος του κατηγορουμένου θα αντέτεινε, ότι δεν υπάρχει αδίκημα «γυναικοκτονία». Θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει;
Η «γυναικοκτονία» παρουσιάζεται ως όρος για το έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο, ο οποίος, γενικά, ορίζεται ως «η δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών επειδή είναι γυναίκες», αν και οι ορισμοί ποικίλλουν ανάλογα με το πολιτισμικό τους πλαίσιο. Ο ορισμός χρησιμοποιεί τη έκφραση «δολοφονία γυναικών», αντί της έκφρασης «ανθρωποκτονία γυναικών». Η λέξη « γυναικοκτονία » καταγράφηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία 1820 – 1830. Για πρώτη φορά είχε χρησιμοποιηθεί στην Αγγλία το 1801 για να υποδηλώσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας». Το 1848, η λέξη εμφανίζεται στο λεξικό νομικών όρων του Wharton. Η φεμινίστρια συγγραφέας Diana E.H. Russell ήταν το πρώτο πρόσωπο που καθόρισε και διέδωσε αυτόν τον όρο στη σύγχρονη εποχή, το 1976. Ορίζει τη λέξη ως «τη δολοφονία γυναικών από άντρες επειδή είναι γυναίκες». Άλλες φεμινίστριες δίνουν έμφαση στην πρόθεση ή τον σκοπό της πράξης που απευθύνεται σε γυναίκες ειδικά επειδή είναι γυναίκες. Άλλοι περιλαμβάνουν και τη θανάτωση γυναικών από γυναίκες. τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο. Επίσης ως «γυναικοκτονία» χαρακτηρίζεται σταθερά – από μη νομικούς φορείς – η δολοφονία ( και ποτέ η ανθρωποκτονία ) γυναικών και κοριτσιών για λόγους τιμής, η δολοφονία γυναικών λόγω προίκας, η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξ’ αιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου, η δολοφονία αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, η βρεφοκτονία και εμβρυοκτονία βασισμένη στην επιλογή φύλου, περιπτώσεις, ο ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, η δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και ο θάνατος μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής που είναι επιβλαβής στις γυναίκες. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν συζύγος ή συντρόφος, ανεξάρτητα από το αν ο δράστης ή η δράστις έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα. Προτείνεται η εισαγωγή στον ΠΚ αυστηρότερων ποινών σε περιπτώσεις «γυναικοκτονιών» με διαφόρους τρόπους. Κατά την άποψη αυτή η ένταξη θα μπορούσε να γίνει είτε προσθέτοντας ως βάση διακρίσεως τη διάκριση λόγω φύλου [ άρθρο 82Α ΠΚ ], είτε εισάγοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 ΠΚ. Από την άλλη και στο υπάρχον πλαίσιο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μία νομολογία η οποία θα εντάσσει στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής άρθρο 79 Π.Κ. τον παράγοντα της έμφυλης βίας. Κατά μία άλλη άποψη, ναι μεν η νομική αναγνώριση του φαινομένου, της εκ δόλου δηλαδή αφαίρεσης της ζωής γυναικών επειδή είναι γυναίκες, δεν συνιστά ένα νέο αδίκημα, διότι πρόκειται για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, αλλά, θα πρέπει να τιμωρείται βαρύτερα, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τελείται λόγω του γεγονότος ότι το θύμα είναι γυναίκα. Στη Γερμανία προβληματίζονται ως προς την ποινική αντιμετώπιση της «γυναικοκτονίας», καθώς δεν υφίσταται ως ιδιαίτερο ποινικό αδίκημα. Ο γερμανικός ποινικός κώδικας προβλέπει αφενός, το αδίκημα τoυ φόνου [ «Mord» άρθρο 211 ] και, αφετέρου, της ανθρωποκτονίας [ «Totschlag», άρθρο 212 ]. Με το μεν 211 ορίζεται ποιος είναι φονέας ( Mörder ) και είναι αυτός που θανατώνει έναν άνθρωπο ( όχι ειδικότερα μία γυναίκα ) με ποταπά κίνητρα, τα οποία καθορίζονται με σαφήνεια και ο οποίος τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, με το δε 212, αυτός που θανατώνει έναν άνθρωπο, χωρίς να είναι δολοφόνος, άρα αυτός που έχει θανατώσει άνθρωπο, αλλά όχι με τα ποταπά κίνητρα του 211, χαρακτηρίζεται ως ανθρωποκτόνος [ Totschläger ], ο οποίος τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή όχι μικρότερη των πέντε ετών και σε επιβαρυντικές περιπτώσεις με ποινή ισόβιας κάθειρξης [ παρ. 1 άρθρου 212 ], ενώ, σε ελαφρές περιπτώσεις με στερητική της ελευθερίας ποινή από ένα έως δέκα έτη [ παρ. 2 άρθρου 212 ]. Με αυτή τη ποινική διάκριση, η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του Göttingen, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορηθείς σύζυγος για την θανάτωση της συζύγου του για φόνο και όχι για ανθρωποκτονία, χαιρετίστηκε ως ένα σημαντικό βήμα – αλλά όχι από νομικούς κύκλους – προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών και της αυστηρότερης τιμωρίας των δραστών. Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε το ανωτέρω δικαστήριο, ήταν, ότι έκρινε, όχι ότι υπήρξε «γυναικοκτονία», δηλαδή, δολοφονία μίας γυναίκας από έναν άνδρα, επειδή ήταν γυναίκα, αλλά, ότι υπήρξε μία δολοφονία ενός ανθρώπου από έναν άνθρωπο με ποταπά κίνητρα. Το να θανατώσει ένας άντρας μία γυναίκα, επειδή είναι γυναίκα, δεν συμπεριλαμβάνεται ως ποταπό κίνητρο στην ρύθμιση του 211 γερμανικού ΠΚ. Θα μπορούσε, μήπως, να εισαχθεί μία τέτοια διάκριση στον ελληνικό ΠΚ ή μήπως θα μπορούσε να προβλεφθεί η «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυμο αδίκημα;
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, « Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Με την εν λόγω διάταξη καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου εκ μέρους των κρατικών οργάνων. Από τις συζητήσεις στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή προκύπτει πως η διάταξη αυτή υιοθετήθηκε, επειδή θεωρήθηκε, ότι «Η αναγνώρισις του ανθρώπου ως υπέρτατης αξίας του κοινωνικού βίου προσιδιάζει εις τα Δημοκρατικά πολιτεύματα». Το Σύνταγμα του 1975 απέβλεψε στον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία χάριν της οποίας οργανώνεται η έννομη τάξη και νομιμοποιείται η εξουσία, υπό την έννοια δε αυτή προβλέφθηκαν τα επιμέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τα όργανα της Πολιτείας δεν υποχρεούνται μόνο να σέβονται και να μην θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της [ ΑΠΟλ. 40/1998, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ] από κάθε απειλή Κράτους και ιδιωτών και να αποκαθιστούν την προστασία της, όταν έχει αποδεδειγμένα, ήτοι μετά από δίκαιη δίκη, αυτή πληγεί, είτε από το Κράτος, είτε από ιδιώτες, στην περίπτωση δε αυτή, με βάση την αρχή της τριτενέργειας, ήτοι της ισχύος των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις [ άρθρο 25 παρ. 1 Σ. ]. Το καθήκον των θεσμών και των οργάνων της Πολιτείας να προστατεύουν από κάθε απειλή και να αποκαθιστούν την προστασία του θεμελιώδους έννομου αγαθού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθίσταται επιτακτικότερο, από το γεγονός, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ εξαιρείται από τη δυνατότητα της συνταγματικής αναθεωρήσεως [ άρθρο 110 παρ. 1 Σ ] και από την δυνατότητα αναστολής της ισχύος της [ άρθρο 48 παρ. 1 Σ ]. Στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της 10.12.1948 του ΟΗΕ σημειώνεται, ότι η αναγνώριση της αξιοπρέπειας αποτελεί θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο. Η δεσμευτικότητα της διάταξης αυτής, ως προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για την εσωτερική έννομη τάξη, κατοχυρώνεται, με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποίαν « Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης…», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου, η αξία του ανθρώπου αποτελεί κοινή συνισταμένη των συνταγματικών παραδόσεων των Κ-Μ της ΕΕ και αποτελεί στοιχείο του ενωσιακού δικαίου [ ΔΕΚ C – 377/98, Συλλογή Νομολογίας 2001, σελ. Ι -7079, σκέψεις 70 -77, ], στην εφαρμογή του οποίου η Ελλάδα υποχρεούται ως Κ-Μ της ΕΕ [ βλ. ερμηνευτική δήλωση άρθρου 28 Σ ]. Στο άρθρο 10 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της 16.12.1966, κυρωθέντος δια του Ν. 2462/1997 [ ΦΕΚ Α΄ 25 ], ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του αντιμετωπίζεται με ανθρωπισμό και σεβασμό της εγγενούς ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 Σ είναι ο άνθρωπος, ως φυσικό πρόσωπο, με τη σωματική, πνευματική και κοινωνική υπόστασή του, τελεί δε υπό την προστασία του Κράτους, ανεξαρτήτως των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του κάθε ανθρώπου και αδιακρίτως ιθαγένειας. Η αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως έλλογο και συνειδητό ον, ήτοι, ως πρόσωπο, συνιστά την αξιοπρέπειά του. Αυτή είναι που τον προσδιορίζει ως άνθρωπο και τον καθιστά υποκείμενο δικαίου, ήτοι, φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και απαγορεύει τη χρησιμοποίησή του ως απλού αντικειμένου για την εξυπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, πυρήνας της εθνικής, ενωσιακής και της διεθνούς έννομης τάξης είναι ο Άνθρωπος, ανεξάρτητα από το φύλο του, τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, την κοινωνική του θέση και οποιαδήποτε άλλη βιολογική ή κοινωνική ιδιότητά του. Για αυτόν τον λόγο ο μόνος αποδεκτός νομικά όρος, ο οποίος δεν επιτρέπεται όχι μόνο να αντικατασταθεί, αλλά και να υποκατασταθεί από κάποιον άλλον, σε περίπτωση θανατώσεως ενός προσώπου από κάποιο άλλο, είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια, είναι ο όρος «ανθρωποκτονία». Εάν υιοθετήσουμε τη λέξη «γυναικοκτονία» θα πρέπει να υιοθετήσουμε και τη λέξη «ανδροκτονία». Έτσι, όμως, θα παραμερίσουμε ανεπίτρεπτα τον Άνθρωπο, θα εξοβελίσουμε την ανθρώπινη υπόσταση από το δίκαιο, θα πλήξουμε τον πυρήνα του δικαίου και θα το καταστήσουμε κενό περιεχομένου. Όταν ένας άντρας θανατώνει μία γυναίκα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν μία γυναίκα θανατώνει έναν άνδρα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν ένας άντρας θανατώνει έναν άντρα, για οποιαδήποτε αιτία, όταν μία γυναίκα θανατώνει μία γυναίκα, για οποιαδήποτε, είτε από πρόθεση, είτε από αμέλεια, είναι ένας άνθρωπος που θανατώνει έναν άνθρωπο και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης είναι η μόνη που επιβάλλεται σε κάθε άνθρωπο που από πρόθεση θανάτωσε έναν άνθρωπο. Καμμία άλλη βαρύτερη ποινή δεν μπορεί να υπάρξει, στην περίπτωση που ένας άντρας θανάτωσε από πρόθεση μία γυναίκα, επειδή ήταν γυναίκα. Η λέξη «γυναικοκτονία» σήμερα ή η λέξη «ανδροκτονία» αύριο, ή οποιαδήποτε άλλη μεθαύριο που πιθανόν θα στοχεύσει στην συνειδησιακή υποκατάσταση της έννοιας «Άνθρωπος» δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί ούτε συνταγματικά, ούτε με βάση το δίκαιο της ΕΕ, ούτε μα βάση το Διεθνές Δίκαιο. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να υπάρξει ιδιαίτερο αδίκημα «γυναικοκτονία», το οποίο, δεν θα μπορούσε να επιφέρει άλλη ποινή από αυτήν της ισόβιας κάθειρξης, η οποία προβλέπεται για την ανθρωποκτονία. Δεν μπορεί η ανθρωποκτονία μίας γυναίκας να είναι δολοφονία και όχι ανθρωποκτονία, γιατί η γυναίκα είναι Άνθρωπος. Δεν μπορεί να αποτελέσει η ανθρωποκτονία μίας γυναίκας βάση διακρίσεως στο άρθρο 82Α του Π.Κ., ούτε επιβαρυντική περίσταση απευθείας στο άρθρο 299 Π.Κ., αφού δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί διάκριση της αξίας της ζωής του Ανθρώπου με κανένα κριτήριο. Για αυτόν τον λόγο, δεν επιτρέπεται να αναπτυχθεί μία νομολογία η οποία θα εντάσσει στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής τον παράγοντα της έμφυλης βίας, ούτε μπορεί να τιμωρείται βαρύτερα, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τελείται λόγω του γεγονότος ότι το θύμα είναι γυναίκα.
Ολοκληρώνω την εισήγησή μου με τις εξής παρατηρήσεις: α) Θεωρώ, ότι όσα ανέπτυξα, είναι αυτονόητα. Δυστυχώς, όμως, έχουμε εισέλθει σε μία εποχή, στην οποίαν τα αυτονόητα δεν πρέπει να παραλείπονται, β) από τα 27 Κ-Μ της ΕΕ η Κύπρος είναι το μόνο, μέχρι σήμερα, που έχει θεσπίσει την «γυναικοκτονία» ως ιδιώνυμο αδίκημα. Φυσικά, η προβλεπόμενη ποινή είναι η « δια βίου φυλάκιση », ήτοι, η ισόβια κάθειρξη, άρα, αυτομάτως, αναιρείται η αναγκαιότητα θέσπισης της θανάτωσης μίας γυναίκας από έναν άνδρα ως ιδιώνυμο αδίκημα. Κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως όχι μακρινή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενδέχεται να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για τον ορισμό της « γυναικοκτονίας » και την δημιουργία αυτοτελούς αδικήματος, παρά το ότι τέτοια θέσπιση αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ. Εάν αυτό συμβεί, τότε, τα Κ-Μ, δεν θα αποπέμψουν την πρόταση ως αυτονοήτως αβάσιμη, αλλά θα αρχίσουν συζητήσεις, οι οποίες, μετά από κάποιο διάστημα, θα οδηγήσουν σε έναν συμβιβασμό, ο οποίος θα σημαίνει την υποχρέωση των Κ-Μ να εισαγάγουν στους ποινικούς κώδικές τους την « γυναικοκτονία » ως αδίκημα διακριτό από την ανθρωποκτονία. Ίσως, αυτή η παραβίαση θεμελιώδους κανόνα δικαίου αποφευχθεί, εφόσον τα Κ-Μ ζητήσουν γνωμοδότηση από το ΔΕΕ και αυτό γνωμοδοτήσει κατά της εισαγωγής της «γυναικοκτονίας». Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε, σε λίγα χρόνια, θα κάνουμε συνέδρια για το ποιος είναι Άνθρωπος.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΕΛΕΝΗ ΤΡΟΒΑ (Δικηγόρος, Δ.Ν., Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής τηςΈνωσης Γυναικών Δικηγόρων Αθηνών και φίλων «ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΥΔΗ») Οριοθέτηση της παιδικής ηλικίας κατά τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και γυναικεία υπόσταση
Εισήγηση 23 ου Συνεδρίου Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων Αθήνα 13-11-2022- Ίδρυμα Ευγενίδου
Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας των παιδιών και οριοθέτηση της παιδικής ηλικίας κατά τη Σύμβαση δικαιωμάτων του παιδιού: η παιδίσκη του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ελένη Τροβά
Δν δικηγόρος
Περιεχόμενα
Η επίδραση του διεθνούς δικαίου στις εθνικές νομοθεσίες. 4
Κρίσιμα ηλικιακά ορόσημα κατά τον ΠΚ.. 8
Σκοπός των διατάξεων η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας του παιδιού. 8
Η γενετήσια ελευθερία και ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός. 14
Παρατήρηση ως προς το ζήτημα της ηλικιακής κλιμάκωσης του νόμου. 15
Μέθοδοι αντιμετώπισης του ζητήματος. 19
Εισαγωγή
Η ερωτική δραστηριότητα ενηλίκων με παιδιά αποτελεί παλαιά γνωστή πρακτική η οποία όμως τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε ακραίες αποκαλύψεις οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε νομοθετικά μέτρα. Το 1531, ο Μαρτίνος Λούθηρος ισχυρίστηκε ότι ο πάπας Λέων Χ είχε ασκήσει βέτο σε ένα μέτρο σύμφωνα με το οποίο οι καρδινάλιοι έπρεπε να περιορίσουν τον αριθμό των αγοριών που κρατούσαν για την ευχαρίστησή τους, «αλλιώς θα διέδιδε σε όλο τον κόσμο πόσο ανοιχτά και ξεδιάντροπα ο Πάπας και οι καρδινάλιοι στη Ρώμη ασκείτε τη σοδομία».
Ο Μαρσιάλ Μασιέλ, ιδρυτής και ηγέτης της Λεγεώνας του Χριστού (ρωμαιοκαθολικό θρησκευτικό τάγμα που αποτελείται από ιερείς και υποψήφιους για το ιερατείο). Ο εξέχων Μεξικανός Ρωμαιοκαθολικός ιερέας είχε κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον 60 ανηλίκους, ήταν πατέρας έξι παιδιών από τρεις γυναίκες και ήταν ο αγαπημένος του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Ο Μαρσιάλ Μασιέλ, ο οποίος πέθανε το 2008 ήταν ίσως ο πιο διαβόητος παιδεραστής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και κακοποιούσε ακόμη και τα παιδιά τα δικά του, που έκανε κρυφά με δύο γυναίκες ζώντας διπλή ζωή! Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από ιερείς έχει λάβει σημαντική προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Φιλιππίνες, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστραλία. Περιστατικά έχουν επίσης αναφερθεί σε άλλα έθνη σε όλο τον κόσμο. Το 1995, ο αυστριακός Καρδινάλιος Χανς Χέρμαν Γκροέρ παραιτήθηκε από τη θέση του ως Αρχιεπίσκοπος της Βιέννης λόγω καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση, όμως παρέμεινε Καρδινάλιος. Από το 1995, περισσότεροι από 100 ιερείς από διάφορες περιοχές της Αυστραλίας καταδικάστηκαν για σεξουαλική κακοποίηση. Στην Αυστραλία σύμφωνα με μια ομάδα υποστήριξης και υπεράσπισης για θύματα σεξουαλικής κακοποίησης που σχετίζονται με την Εκκλησία, από το 2011 υπήρξαν πάνω από 100 περιπτώσεις στις οποίες καθολικοί ιερείς έχουν κατηγορηθεί για σεξουαλικά αδικήματα παιδιών. Η κακοποίηση παιδιών δεν περιορίζεται βέβαια σε δράση μέρους του ιερατείου.
Είναι ευρέως γνωστή περίπτωση του Μαρκ Ντιτρού οδήγησε στη μεγαλύτερη πορεία διαμαρτυρίας στο Βέλγιο μετά το β Παγκόσμιο πόλεμο και σημαντικός αριθμός Βέλγων που είχαν το ίδιο επώνυμο ζήτησαν την αλλαγή του. Ο Βέλγος, πρώην ηλεκτρολόγος είχε απαγάγει και βιάσει έξι κορίτσια ηλικίας 8 έως 19 ετών στα τέλη της 10ετιας του ’90 ενώ κατέγραφε σε βίντεο τις πράξεις του και έθαψε ζωντανά δύο από αυτά τα παιδιά. Τέσσερα παιδιά άφησε σε ένα υπόγειο κελί όπου τα είχε φυλακίσει, με αποτέλεσμα να πεθάνουν δύο από αυτά από ασιτία, ενώ εκείνος εξέτιε τετράμηνη ποινή για κλοπή αυτοκινήτου.
Ο διάλογος παραμένει όμως έντονος από διάφορες οπτικές και μάλιστα στις Κάτω Χώρες, το κόμμα PNVD[1], το οποίο υποστηρίζει τη νομιμοποίηση της παιδεραστίας και την κατοχή παιδικής πορνογραφίας, είναι καλά εδραιωμένο. Στη Γαλλία εξάλλου δύο γίγαντες ηλεκτρονικού εμπορίου, η Amazon και η Cdiscount προσέφεραν για πρώτη φορά προς πώληση και στη συνέχεια απέσυραν μια κούκλα σεξ με σώμα παιδικού μεγέθους και η Netflix δημιούργησε μια σκανδαλώδη σειρά με τίτλο «Cuties» («Mignonnes»), με εξαιρετικά σεξουαλικά υπονοούμενα για κορίτσια .
Με την ταχεία ψηφιοποίηση των κοινωνιών μας, η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών εμφανίζεται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο. Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Εθνικό Κέντρο για τα Εξαφανισμένα και Εκμεταλλευόμενα Παιδιά (NCMEC), έχει καταγράψει μια δραματική αύξηση στις αναφορές διαδικτυακής σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών την τελευταία δεκαετία. Ο αριθμός των αναφορών παγκοσμίως αυξήθηκε από 1 εκατομμύριο το 2010 σε περισσότερες από 21,7 εκατομμύρια το 2020 και εκτινάχθηκε σε υψηλό ρεκόρ των 29,3 εκατομμυρίων το 2021, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν 85 εκατομμυρίων εικόνων και βίντεο[2].
Το φαινόμενο εμφανίζεται πλέον με ευρύτητα και στη χώρα μας, αν και δεν είναι νέο. Κάθε μήνα του 2022, η ΕΛ.ΑΣ. διαχειριζόταν 4 υποθέσεις βιασμού ανηλίκων. Συνολικά από τον Ιανουάριο, μέχρι και τον Αύγουστο, τα θύματα έφτασαν τα 57, παρουσιάζοντας αύξηση 58,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα το 2021.
Η ελληνική λογοτεχνία κοσμείται από το έργο του Μεγάλου Ανατολικού με προκλητικές περιγραφές βιασμών μικρών παιδιών και μάλιστα κοριτσιών. Ο συγγραφέας Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-5 και εξέδωσε το έργο αυτό στις αρχές του 20ου αιώνα ως ένδειξη ελευθεροφροσύνης κατά τα πρότυπα του Μαρκισίου Ντε Σαντ.
Η σύγχρονη πραγματικότητα εκθέτει τα παιδιά σε ιδιαίτερες προτιμήσεις ενηλίκων οι οποίες ποινικοποιούνται μεν αλλά επιτρέπουν εύκολα την απαλλαγή των δραστών.
Πολύ συχνά και με σκοπό την απαλλαγή τους από ποινικές συνέπειες οι παιδοβιαστές υποστηρίζουν ότι δεν γνώριζαν την ηλικία των θυμάτων τους και ότι αυτά έμοιαζαν ως πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας. Το επιχείρημα αυτό ακούσθηκε ήδη για τη μικρούλα δωδεκάχρονη από τον Κολωνό που οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε συνειδητοποίηση για την έκταση του προβλήματος μέσω των ΜΜΕ. Η αλήθεια βέβαια είναι αντίθετη. Οι παιδοβιαστές επιθυμούν τα θύματά τους να είναι παιδιά και μάλιστα όσο το δυνατόν μικρότερα: όπως ακριβώς η παιδίσκη του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το ζήτημα της γνώσης της ηλικίας του θύματος λοιπόν στα αδικήματα αυτά είναι κρίσιμο και συμποσούται στο κατά πόσον απαιτείται δόλος ως προς τη γνώση της ηλικίας και συνιστά τη βασική υπερασπιστική γραμμή των παιδοβιαστών μετά τη θεσμοθέτησης της ηλικίας συναίνεσης η οποία δεν επιτρέπει την άρση του αδίκου λόγω ύπαρξης συγκατάθεσης του θύματος. Η ανάλυση αυτή θα επιδιώξει μια εναλλακτική προσέγγιση αυτών των εγκλημάτων και της ερμηνευτικής αντιμετώπισης της εθνικής νομοθεσίας αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι επιδιώκει την κάμψη της αρχής της νομιμότητας των ποινών.
Η επίδραση του διεθνούς δικαίου στις εθνικές νομοθεσίες
Τα τελευταία χρόνια θεσπίσθηκαν μια σειρά διατάξεων που έχουν ως σκοπό την τιμωρία των προσώπων που έχουν σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδιά σύμφωνα με τις επιταγές του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου, όπως θα αναλύσουμε διεξοδικά. Το συγκεκριμένο έγκλημα είναι ίσως το μόνο το οποίο σε κάποιες έννομες τάξεις συνδέεται με την διατήρηση της «αντικειμενικής» ποινικής ευθύνης[3] την οποία επαναφέρει στη επιστημονική συζήτηση[4].
Οι σύγχρονες εθνικές διατάξεις υιοθετούν μέσω της επίδρασης του διεθνούς δικαίου αφενός το θεσμό της «ηλικίας συναίνεσης»[5] της ηλικίας κάτω από την οποία δηλαδή δεν απαιτείται ολωσδιόλου έρευνα του κατά πόσον το θύμα συναινούσε στις πράξεις που έλαβαν χώρα σε βάρος του αφετέρου την ηλικιακή κλιμάκωση των θυμάτων, όπως θα δούμε, για την επιβολή ποινών ενώ επάγονται συνέπειες εφόσον ο δράστης είχε δόλο δηλαδή γνώριζε μεταξύ άλλων την ακριβή ηλικία του παιδιού η οποία οδηγεί σε κλιμάκωση των συνεπειών σύμφωνα με το νόμο. Κατά τον τρόπο αυτό αίρεται το ενδεχόμενο άρσης του αδίκου μιας πράξης λόγω ύπαρξης συναίνεσης από τον παθόντα[6]. Κατόπιν αυτού παραμένει κρίσιμο ζήτημα για την ενοχή του δράστη το ζήτημα της υπαιτιότητας και ιδίως του δόλου ως προς την ακριβή ηλικία του θύματος. Στα συγκεκριμένα αδικήματα συνεπώς ο δόλος αποκτά ιδιάζοντα χαρακτήρα στο μέτρο που η θέσπιση της ηλικίας συναίνεσης πλέον δεν επιτρέπει την άρση του αδίκου για άτομα κάτω της ηλικίας συναίνεσης.
Παρατηρεί κανείς λοιπόν ότι ο συνδυασμός της ηλικιακής κλιμάκωσης σε συνδυασμό με την ανάγκη ύπαρξης δόλου ως προς τη γνώση της ηλικίας του θύματος μπορεί θεωρητικά να αθωώσει τους δράστες εφόσον αποδείξουν ότι δεν γνώριζαν την ηλικία του θύματος ή να επιτρέψει την επιβολή ελαφρύτερων ποινών.Το ζήτημα αυτό είναι πολύ γνωστό στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο από το οποίο προέρχεται και η ηλικία συναίνεσης ως θεσμική επιλογή. Στην πραγματικότητα το αγγλοσαξωνικό δίκαιο αποδέχεται ένα τύπο κακοποίησης ή βιασμού τον λεγόμενο statutory rape[7] ο οποίος αφορά τα άτομα κάτω της ηλικίας συναίνεσης και παράλληλα θεσπίζει τεκμήριο γνώσης της ηλικίας απαγορεύοντας την υπεράσπιση του θύτη στη βάση ότι δεν γνώριζε την ηλικία του θύματος. Το 2022 η νομοθεσία της Φλόριντα όρισε στο άρθ. 794.021 με τίτλο: Άγνοια ή πεποίθηση ως προς τη ηλικία του θύματος δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι:«όταν στο κεφάλαιο αυτό, η ποινικοποίηση της συμπεριφοράς προϋποθέτει το θύμα να έχει συγκεκριμένη ηλικία, η άγνοια αυτής δεν αποτελεί υπεράσπιση του κατηγορούμενου. Ούτε η ψευδής παρουσίαση της ηλικίας του θύματος από το θύμα ούτε η καλή πίστη του θύτη ως προς την ηλικία του θύματος μπορεί να αποτελέσει γραμμή υπεράσπισης» [8].
Για την επίλυση του ζητήματος αυτού μία προσέγγιση σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και ανάλογη με τη θέσπιση της ηλικίας συναίνεσης είναι κατά τη γνώμη μας σύμφωνη με τις διεθνείς συμβάσεις, το ενωσιακό δίκαιο και το Σύνταγμα, αν και εκτιμούμε ότι στην πράξη θα απαιτηθεί και εθνική ρύθμιση του ζητήματος όπως έγινε και με την ηλικία συναίνεσης οπότε ρυθμίσθηκε τεκμήριο από το νόμο[9].
Ο δόλος ως προς τη γνώση της ηλικίας του θύματος αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις για τις γυναίκες σε σχέση με τις οποίες η εφηβεία συνδέεται με την ορατή έναρξη των εμμήνων και το σχηματισμό του σώματος κατά τρόπο που θα επέτρεπε με ευκολία σε κάποιον δράστη να ισχυρισθεί ότι έμοιαζε με «μεγάλη γυναίκα». Το αντικείμενο του προβληματισμού μας όμως ισχύει ταυτόσημα και για τα αγόρια της ηλικίας αυτής.
Η σύγχρονη ελληνική νομοθεσία περιλαμβάνει σειρά διατάξεων που συνδέονται με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας παιδιών σε συνέχεια της προσαρμογής της σε διεθνείς συμβάσεις τις οποίες συνυπέγραψε η Ελλάδα και της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
Καθοριστική υπήρξε εξάλλου και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 7 Απριλίου 2011, και υπογράφηκε στις 11 Μαΐου 2011 κατά την 121η συνεδρίαση του Συμβουλίου, στην Κωνσταντινούπολη, γνωστή ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (2011), η οποία κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν. 4531/2018 «Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών και ΙΙΙ) Άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και λοιπές διατάξεις» και έθεσε ως βάση στοιχειοθέτησης των πράξεων σεξουαλικής βίας την ελλείπουσα συγκατάθεση του θύματος. Οι διατάξεις αυτές αποδέχονται την ηλικία συναίνεσης κατά τον τρόπο του αγγλοσαξωνικού δικαίου δεν αποδέχονται όμως το δεύτερο στοιχείο που υιοθετεί το αγγλοσαξωνικό δίκαιο για τον statutory rape δηλαδή την αντικειμενική ευθύνη του δράστη ως προς τη γνώση της ηλικίας του θύματος εφόσον αυτό είναι νεότερο της ηλικίας συναίνεσης.
Σήμερα τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα 336 επόμενα παρέχουν ένα πλαίσιο για την προστασία των παιδιών από παλαιές και σύγχρονες μορφές καταπάτησης των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού[10]. Είχαν προηγηθεί η Διακήρυξη της Γενεύης του 1924 για τα Δικαιώματα του Παιδιού και στην Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού, που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση στις 20 Νοεμβρίου 1959 και που αναγνωρίσθηκε στην Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ιδιαίτερα στο άρθρο 10) και στο Καταστατικό και στα αρμόδια όργανα των ειδικευμένων οργανισμών και διεθνών οργανώσεων που μεριμνούν για την ευημερία του παιδιού[11].
Οι διατάξεις αυτές της ποινικής νομοθεσίας χαρακτηρίζονται λοιπόν, όπως ήδη σημειώθηκε, από την κλιμάκωση των ποινών ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και για την ανάγκη συνδρομής δόλου ως προς τη γνώση της ηλικίας του θύματος[12].
Επί παραδείγματι
Το άρθ. 348Γ ΠΚ αναφέρει ότι:
Α) Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο προκειμένου να συμμετάσχει σε πορνογραφικές παραστάσεις ή διοργανώνει αυτές, τιμωρείται,
α) αν ο ανήλικος δεν συμπλήρωσε τα (12) έτη, με κάθειρξη,
β) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα (12) αλλά όχι τα (14) έτη, με κάθειρξη έως (10) έτη,
γ) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα (14) έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών.
Ο δράστης θα πρέπει να έχει δόλο ως προς τη γνώση της ηλικίας του θύματος γεγονός που δεν είναι τόσο εύκολα διακριτό πρέπει να σημειωθεί.
Παθητικό υποκείμενο των άνω διατάξεων μπορεί να είναι κάθε ανήλικο, αγόρι ή κορίτσι μέχρι 18 ετών. Η συμπλήρωση της ηλικίας κρίνεται κατά τα άρθρα 127, 241 εδ. γ και 243 εδ. γ του ΑΚ, δηλαδή επέρχεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους προς την ημερομηνία γέννησης. Και ακριβώς εδώ έγκειται η αξία της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς μόνο στην ύλη αυτής εντάσσονται οι γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους άνω των 15 ετών, όταν δεν υπάρχει βία ή απειλή βίας (336 ΠΚ) ή αμοιβή του ανηλίκου (351Α ΠΚ). Είναι αδιάφορο αν το ανήλικο θύμα έχει ή όχι γενετήσια πείρα, εάν πήρε ή όχι τη σχετική πρωτοβουλία για τη γενετήσια πράξη, εάν συναίνεσε σε αυτήν ή τέλος εάν συνδεόταν συναισθηματικά με τον δράστη (ΑΠ 1274/2011).
Κρίσιμα ηλικιακά ορόσημα κατά τον ΠΚ
Από τις διατάξεις που παρατίθενται προκύπτουν ότι θεσμοθετούνται ορόσημα τα οποία ενεργοποιούν την εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων:
- 12ο έτος
- 14ο έτος
- 15ο έτος
Κρίσιμο επίσης είναι το κατά πόσον τα χρονικά αυτά ορόσημα έχουν συμπληρωθεί κατά το χρόνο τέλεσης των σχετικών αδικημάτων.
Η ηλικία συναίνεσης ορίζεται αυτή του 15ου έτους στην ελληνική νομοθεσία.
Σκοπός των διατάξεων η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας του παιδιού
Το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο προάγουν συνεπώς ένα πλαίσιο προστασίας του παιδιού όπως και πολλά εθνικά Συντάγματα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν αδιευκρίνιστα το παιδί, τον ανήλικο, την ανηλικότητα κάνοντας χρήση ορολογίας που σχετίζεται με διαφορετική νομοθετική καταγωγή και καθιστά σαφή την αβεβαιότητα που προκύπτει από την υιοθέτηση επιλογών από διάφορα συστήματα κανόνων χωρίς συστηματική κατανόηση του καθεστώτος το οποίο προάγουν συνολικά. Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η προστασία του παιδιού και των δικαιωμάτων του όπως αποτυπώνονται στη νομοθεσία και ιδίως η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας του παιδιού[13]. Ο συγκεκριμένος προβληματισμός έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την ερμηνεία ώστε να διαπιστωθεί αν είναι δυνατό η προστασία του παιδιού να κάμψει έστω ερμηνευτικά την αρχή νομιμότητας της ενοχής και την αρχή του καταλογισμού που επίσης θεωρείται ότι κατοχυρώνεται σε συνταγματικό επίπεδο εφόσον η γνώση της ηλικίας του θύματος θα επέτρεπε την αθώωση των παιδοβιαστών με αρκετή ευκολία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις ως προς τη σχέση της προστασίας του παιδιού με αυτή της «ανηλικότητας».
Η ανηλικότητα
Η ανηλικότητα μεταφράζει τη γαλλική λέξη minorite η οποία συνδέεται με την ηλικία σεξουαλικής ωρίμανσης του εφήβου. Διαφοροποιείται εντελώς με την ενηλικίωση κατά τους κανόνες του κράτους που αφορούν στο δικαίωμα ψήφου κλπ.
Η ανηλικότητα ως επιλογή του ηπειρωτικού δικαίου συνδέθηκε ξεκάθαρα με την συναίνεση η οποία μπορεί να υπάρξει όταν η ανηλικότητα παρέλθει και συνήθως τοποθετείται σε χαμηλό ηλικιακό όριο. Στη βάση της γαλλικής θεωρίας το πέρας της ανηλικότητας που είναι περίπου το 13ο έτος επέτρεπε την ελεύθερη συναίνεση του εφήβου σε σεξουαλική δραστηριότητα.
Σήμερα η νομολογία παρότι έχει υιοθετηθεί η ηλικία συναίνεσης στο 15ο έτος στη χώρα μας διατηρεί τον όρο ανηλικότητα παρότι η νομοθεσία προσφέρει τον όρο παιδί μέσω της κύρωσης της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού θέτοντας το 18ο έτος ως πέρας της παιδικής ηλικίας. Η αλήθεια είναι ότι τα κείμενα βαίνουν παράλληλα και δεν επιδιώκουν να συγχρονίζονται.
Η υιοθέτηση του 18ου για την υιοθέτηση της έννοιας παιδί υπήρξε κοινή σταθερά για όλα τα σχετικά διεθνή και ευρωπαϊκά νομοθετικά κείμενα που ασχολήθηκαν με την αντιμετώπιση του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας, αναφερόμενα βέβαια στο παιδί και τα δικαιώματά του. Έτσι, η ηλικία των 18 ετών προβλέπεται και από την πρόσφατη Οδηγία της ΕΕ ως αποδεκτό ηλικιακό όριο (άρ. 2 εδ. α).
Ελάχιστα αποκλίνουσα προσέγγιση, επιφυλάσσεται πάντως στο θέμα του ορισμού της ανηλικότητας από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το κυβερνοέγκλημα με την αναγνώριση δυνατότητας γενικής επιφύλαξης των κρατών μερών και καθιέρωση ως ορίου ανηλικότητας τα 16 έτη. Σε παρόμοια κατεύθυνση κινείται και η απόφαση-πλαίσιο με τη δυνατότητα εξαίρεσης από το αξιόποινο πράξεων παραγωγής και κατοχής (όχι διακίνησης) υλικού που απεικονίζει πρόσωπο «το οποίο έχει φτάσει σε ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης» (για το ελληνικό δίκαιο μεγαλύτερο των 15 ετών), εφόσον πρόκειται για αποκλειστική και ίδια χρήση με συγκεκριμένες περαιτέρω προϋποθέσεις. Αυτές οι διατάξεις δεν υιοθετήθηκαν ωστόσο από τον Έλληνα νομοθέτη. Από την Οδηγία 2011/93/ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας με την οποία αντικαθίσταται η απόφαση πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ.
Η «ανηλικότητα» σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί προστατευόμενο από το δίκαιο έννομο αγαθό. Ορίζεται, λοιπόν, κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία ως εξής: «η ανηλικότητα, η οποία έχει αναχθεί σε έννομο αγαθό, προστατεύεται δηλαδή η αγνότητα της νεανικής ηλικίας, η οποία είναι αδύναμη να αυτοπροστατευτεί και η ομαλή εξέλιξη της γενετήσιας ζωής του ανηλίκου»[14]. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ωστόσο, η ανηλικότητα αποτελεί διαφορετικό προστατευτέο έννομο αγαθό από την αγνότητα της παιδικής ηλικίας[15]. Η νομολογία κάνει χρήση του όρου ανηλικότητα και όχι τόσο «παιδί» όρος που συνδέεται κυρίως με τη διεθνή προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού όπως ορίζεται ειδικά.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι η νομολογία επιλέγει προς το παρόν την έννοια της ανηλικότητας και όχι αυτήν του παιδιού όπως ορίζεται στις διεθνείς συμβάσεις και το ενωσιακό δίκαιο που ορίζουν και κατοχυρώνουν δικαιώματα.
Το παιδί
Η παιδική ηλικία προστατεύεται συνταγματικά στο άρθρ. 21 Σ. χωρίς προσδιορισμό ηλικιακού οροσήμου. Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, στο Άρθρο 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού ορίζεται ότι «θεωρείται παιδί κάθε ανθρώπινο ον μικρότερο των δεκαοκτώ ετών». Αυτή είναι η νομική παράμετρος που χρησιμοποιείται επί του παρόντος, μεταξύ άλλων και στο ενωσιακό δίκαιο, για να οριστεί τι θεωρείται παιδί.
Στο πλαίσιο του δικαίου της ΕΕ, δεν παρατίθεται ενιαίος επίσημος ορισμός του «παιδιού» σε καμία από τις συνθήκες, την παράγωγη από αυτές νομοθεσία ή τη νομολογία αλλά γίνεται δεκτός ο ορισμός του διεθνούς δικαίου. Ο ορισμός του παιδιού μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου ανάλογα με το κανονιστικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, στη νομοθεσία της ΕΕ που διέπει τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της ΕΕ και των μελών των οικογενειών τους, ως «παιδιά» ορίζονται «οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι»[16], προκρίνοντας έτσι τη βιολογική και οικονομική διάσταση έναντι της διάστασης που βασίζεται στη μειονοτική ιδιότητα. Σε κάποιες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ αποδίδονται διαφορετικά δικαιώματα στα παιδιά ανάλογα με την ηλικία τους. Στην οδηγία 94/33/ΕΚ για την προστασία των νέων κατά την εργασία (Οδηγία για τους Εργαζόμενους Νέους)[17], για παράδειγμα, η οποία ρυθμίζει την πρόσβαση των παιδιών στην τυπική απασχόληση και τις συνθήκες της τυπικής απασχόλησης στα κράτη μέλη της ΕΕ, γίνεται διάκριση μεταξύ των «νέων» (γενικός όρος για όλα τα πρόσωπα κάτω των 18 ετών), των «εφήβων» (κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών και κάτω των 18 ετών, ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται στην υποχρέωση της σχολικής υποχρέωσης πλήρους χρόνου) και των «παιδιών» (κάθε νέος ο οποίος δεν έχει φθάσει το 15ο έτος της ηλικίας – και που στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει τυπική απασχόληση). Άλλοι τομείς του ενωσιακού δικαίου, ιδίως δε οι τομείς εκείνοι στους οποίους η δράση της ΕΕ είναι συμπληρωματική της δράσης των κρατών μελών (όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση, η μετανάστευση και η εκπαίδευση) διαφοροποιούνται σε σχέση με το εθνικό δίκαιο ως προς ποια πρόσωπα θεωρούνται παιδιά. Στις περιπτώσεις αυτές κατά κανόνα υιοθετείται ο ορισμός της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Στο πλαίσιο του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις περισσότερες πράξεις που αφορούν τα παιδιά υιοθετείται ο ορισμός του παιδιού όπως διατυπώνεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σχετικά παραδείγματα είναι το Άρθρο 4 στοιχείο δ) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων ή το Άρθρο 3 στοιχείο α) της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών κατά της Γενετήσιας Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης (Σύμβαση Lanzarote)[18]. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του άρθ. 3 από την οποία προκύπτει η βούληση προστασίας του παιδιού όπως ορίζεται στη Διεθνή Σύμβαση
«Άρθρο 3 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης: α. ο όρος «παιδί» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο κάτω των 18 ετών, β. ο όρος «γενετήσια εκμετάλλευση και κακοποίηση των παιδιών» συμπεριλαμβάνει τη συμπεριφορά, όπως αυτή αναφέρεται στα άρθρα 18 έως 23 της παρούσας Σύμβασης, γ. ο όρος «θύμα» σημαίνει κάθε παιδί που υφίσταται γενετήσια εκμετάλλευση ή κακοποίηση»
Σημαντική επίσης είναι και η διατύπωση του άρθ. 11.2 Αρχές που αναφέρεται στο πρακτέο όταν η ηλικία του θύματος δεν μπορεί να εξακριβωθεί.
«Προστατευτικά μέτρα και αρωγή στα θύματα Άρθρο 11 Αρχές 1. Κάθε Μέρος θεσμοθετεί αποτελεσματικά κοινωνικά προγράμματα και δημιουργεί δομές που συνδυάζουν περισσότερες επιστημονικές ειδικότητες, για να παράσχει την απαραίτητη υποστήριξη στα θύματα, τους στενούς συγγενείς τους και οποιονδήποτε είναι υπεύθυνος για τη φροντίδα τους. 2. Κάθε Μέρος λαμβάνει τα απαιτούμενα νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι, όταν η ηλικία του θύματος δεν μπορεί να εξακριβωθεί, και υπάρχουν λόγοι να θεωρείται ότι το θύμα είναι παιδί, του παρέχονται τα μέτρα προστασίας και συνδρομής που προβλέπονται για τα παιδιά, μέχρις ότου επαληθευτεί η ηλικία του».
Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν παρέχεται ορισμός του παιδιού, αλλά στο Άρθρο 1 ορίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα της Σύμβασης σε «όλα τα εξαρτώμενα εκ της δικαιοδοσίας τους πρόσωπα». Στο Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι η χρήση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση πρέπει να εξασφαλίζεται «ασχέτως διακρίσεως» για οποιονδήποτε λόγο, και δη λόγω ηλικίας6[19]. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κάνει δεκτές προσφυγές από και για λογαριασμό παιδιών ανεξάρτητα από την ηλικία τους7[20] . Στη νομολογία του έχει κάνει δεκτό τον ορισμό του παιδιού που διατυπώνεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού8[21], αποδεχόμενο την έννοια του «κάθε ανθρώπινου όντος μικρότερου των δεκαοκτώ ετών». Το ίδιο ισχύει και για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (ΕΚΧ) και την ερμηνεία του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΚΚΔ)[22] .
Εκτιμούμε ότι ο κρίσιμος ορισμός που οφείλει να είναι ενιαίος ερμηνευτικά είναι αυτό της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Ιστορικά, παρατηρούμε ότι ο πρώτος ορισμός του «παιδιού» στη Σύμβαση του ΟΗΕ προέβλεπε το όριο των 18 ετών, σημειώνοντας όμως ως εξαίρεση την περίπτωση που «η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα, σύμφωνα με την ισχύουσα για το παιδί (εθνική) νομοθεσία» . Η επιλογή του πιο πάνω ορίου, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε τη μεγιστοποίηση της προστασίας των παιδιών, δεν έμεινε χωρίς αντίλογο. Αντίθετα, μάλιστα, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης υποστηρίχθηκε ότι η ηλικία έπρεπε να μειωθεί στα δεκαπέντε έτη ή έστω «να τυποποιηθεί η ηλικία των 18 ετών ως έσχατο σημείο ανηλικότητας, εκτός και αν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κάποιου κράτους – μέρους, το παιδί έχει συμπληρώσει νωρίτερα την ηλικία της ωριμότητας/ενηλικίωσης». Εξαιτίας της έλλειψης υποστήριξης για τη θέση της μείωσης του ηλικιακού ορίου, ο ορισμός παρέμεινε τελικά στα δεκαοχτώ έτη με περιορισμένες εξαιρέσεις.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την πρόβλεψη της Σύμβασης του ΟΗΕ, όχι μόνο δεν υπήρξε καμία επιφύλαξη σχετικά με το ενδεχόμενο αναγνώρισης κατώτερου ορίου από κάποια κράτη (όπως στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης ETS 201), αλλά σε κάποιες περιπτώσεις – όπως σε αυτήν της απόφασης – πλαισίου 2004/68/ΔΕΥ- υποστηρίχθηκε ότι «ενδείκνυται να θεωρείται παιδί κάθε άτομο ηλικίας κατώτερης των 18 ετών, ακόμη κι αν έχει φθάσει σε κάποιο βαθμό ωριμότητας». Όμοια αντιμετώπιση επιφυλάσσεται, άλλωστε, και από την Οδηγία 2011/93/ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, η οποία αντικαθιστά την προαναφερθείσα απόφαση – πλαίσιο[23].
Αξίζει να σημειωθεί ότι και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης[24] αναφέρει στους ορισμούς ότι ο όρος «γυναίκες» συμπεριλαμβάνει κορίτσια ηλικίας κάτω των 18 ετών, αποδεχόμενη ουσία ως μόνο ηλικιακό όριο αυτό του 18ου έτους.
Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι ο ορισμός του παιδιού όπως γίνεται δεκτός από το διεθνές δίκαιο οφείλει να είναι ενιαίος και να αποτελεί ερμηνευτικό οδηγό και στην εθνική νομοθεσία ακόμη και σε συνταγματικό επίπεδο όταν συνυπάρχει κατοχύρωση τόσο της προστασίας τους παιδιού όπως και της αρχής της νομιμότητας της ποινής κατά το ελληνικό Σύνταγμα.
Η σεξουαλική αυτοδιάθεση
Τα δικαιώματα του παιδιού όπως κατοχυρώνονται βέβαια θέτουν ενώπιον του ερμηνευτή το δικαίωμα της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης το οποίο δεν είναι αυτονόητα συμβατό με θεσμούς περιοριστικούς της βούλησης του ατόμου όπως αυτός της «ηλικίας συναίνεσης»[25]. Ένας σύγχρονος διάλογος για το κανονιστικό πλαίσιο των αδικημάτων σεξουαλικής φύσης κατά του παιδιού θα πρέπει να λάβει υπόψη και το δικαίωμα αυτό. Η συζήτηση αυτή βέβαια θα επαναφέρει στο προσκήνιο τη γαλλική επιχειρηματολογία[26] η οποία επί έτη απέρριπτε την θεσμοθέτηση ηλικίας συναίνεσης και εν γένει του αγγλοσαξωνικού μοντέλου ως προς τα σεξουαλικά αδικήματα με παιδιά θεωρώντας της ιδιαίτερα συντηρητική και ξεπερασμένη σε ευθεία αντίθεση μάλιστα με το LGBT κίνημα και τις βασικές του παραδοχές[27].
Η γενετήσια ελευθερία και ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός
Η γενετήσια ελευθερία παράλληλα κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα συνδυαστικά στα άρθρα 2 παρ. 1 (για τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου), 5 παρ. 1 (για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας), 9 παρ. 1β (για το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 21 παρ. 1 (για την προστασία της οικογένειας) αλλά και σε διεθνή κείμενα, όπως το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (για την προστασία της ιδιωτικής ζωής) και τα άρθρα 19 παρ. 1 (για την προστασία του παιδιού από κάθε μορφή βίας συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής βίας) και 27 παρ. 1 (για την αναγνώριση του δικαιώματος ομαλής ψυχοσωματικής ανάπτυξης του παιδιού) της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1990 στη Νέα Υόρκη. Ενδεικτικά αναφέρεται η ΑΠ 715/2020, η οποία δέχεται ότι με τη διάταξη αυτή προστατεύεται η γενετήσια ελευθερία των ανηλίκων, οι οποίοι, λόγω των ιδιαίτερων και δη συγκεκριμένων σχέσεων εμπιστοσύνης με το δράστη, είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε γενετήσιες προσβολές από αυτόν. Η γενετήσια ελευθερία προστατεύεται λοιπόν ως ειδικότερη έκφανση της προσωπικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος. Ο Ποινικός Κώδικας αντιλαµβάνεται ως έγκληµα κατά της γενετήσιας ελευθερίας κάθε κάµψη της βούλησης του προσώπου στο πεδίο της γενετήσιας αυτοδιάθεσης, προκειµένου αυτό να ενεργήσει ή να ανεχθεί γενετήσια πράξη. Η ελευθερία αυτή καλύπτει την επιλογή συντρόφου, την επιλογή της στιγμής, του τόπου και του τρόπου των ερωτικών πράξεων. Δέχεται ο νομοθέτης ότι το δικαίωµα αυτό δεν απεµπολείται ποτέ ούτε αδρανεί έστω και προσωρινά, και γι’ αυτό είναι από άποψη αδίκου δυνατή η τέλεση αδικήµατος κατά της γενετήσιας ελευθερίας ακόµα και στο πλαίσιο διαπροσωπικής ή νοµικής σχέσεως όπου οι γενετήσιες πράξεις είναι κοινωνικά αναµενόµενες, καθώς η προς τούτο συναίνεση δεν µπορεί ποτέ να θεωρηθεί αμετάκλητη[28].
Η γενετήσια ελευθερία αποτελεί μείζον ζητούμενο για τα δικαιώματα του παιδιού και οφείλει να προστατεύεται με κάθε τρόπο. Κατά την ερμηνεία των διατάξεων των εγκλημάτων κατά τη γενετήσιας ελευθερίας συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του διεθνούς δικαίου και του Συντάγματος κατά τρόπο που να μην θεσπίζονται εξαιρέσεις ή θέσεις που να μειώνουν την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.
Παρατήρηση ως προς το ζήτημα της ηλικιακής κλιμάκωσης του νόμου
Παρατηρείται συνεπώς ότι οι διατάξεις που ενσωμάτωσε η ελληνική νομοθεσία αναφέρονται στην προστασία των παιδιών και δεν προβαίνουν σε ηλικιακή διαφοροποίηση ως προς το είδος της προστασίας ή των επιβαλλόμενων ποινών. Κριτική για το ιδιαίτερα υψηλό όριο των 18 ετών ως όριο ανηλικότητας όπως τίθεται από τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα (σε αντίθεση με τα 16 που προκρίνονται στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο: Αγγλία, Ουαλία, Ηνωμένες Πολιτείες. Τούτο σημαίνει ότι το όριο αυτό θεσμοθετήθηκε ως ενιαίο και ότι τυχόν διαφοροποίηση απαιτεί τροποποίηση των διεθνών συμφωνιών, δεν μπορεί δε να προκύπτει ερμηνευτικά.
Ενώ όμως η έννοια παιδί προσδιορίζεται με κριτήριο το 18ο έτος τα ηλικιακά ορόσημα που θέτει ο νόμος για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας που αφορούν σε παιδιά διαφοροποιούνται. Παράλληλα με την θέσπιση της ηλικίας συναίνεσης (και πάλι με ηλικιακό ορόσημο) που δεν επιτρέπει πλέον την άρση του αδίκου λόγω της ύπαρξης συγκατάθεσης δημιουργείται ένα σημαντικό παράδοξο που εμπλέκει τους δράστες με την υποχρέωση ελέγχου ηλικιών διόλου αυτονόητο ενόψει της αναγκαιότητας του δόλου γνώσης της ηλικίας.
Άλλωστε, από πλευράς του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, για την Εμπορία Παιδιών, την Παιδική Πορνεία και την Παιδική Πορνογραφία, καμία πρόβλεψη σχετικά με το ζήτημα δεν υπάρχει -παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κρατών υποστήριξε την θεσμοθέτηση του ορίου των 18 ετών ως απώτερο όριο προστασίας των παιδιών από οποιουδήποτε είδους σεξουαλική εκμετάλλευση με την εξαίρεση της περίπτωσης συναίνεσης ενός παιδιού το οποίο εμπίπτει στην ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης[29] . Στο 3ο άρθρο της αν Σύμβασης όπως σημειώσαμε ήδη άλλωστε δίνεται ο ορισμός του «παιδιού» (με τον κλασικό ευρύ ορισμό και χωρίς πρόβλεψη εξαίρεσης από αυτόν) ως «το άτομο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών». Στο 2ο άρθρο της Οδηγίας : (εδ. α) παιδί νοείται ως «κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών».
Ενδεικτικό του πόσο αμφισβητήσιμος είναι ο προσδιορισμός της ακριβούς ηλικίας ενός εφήβου είναι η θέσπιση κανόνων για τον προσδιορισμό αυτής από Ευρωπαϊκό γραφείο Ασύλου το 2013 [30]. Οι μέθοδοι που προτείνονται για τον υπολογισμό της ηλικίας των αιτούντων άσυλο είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθούν από τον δυνάμει παιδοβιαστή για να επιβεβαιώσει την ηλικία του θύματός του ώστε να υπολογίσει ακριβώς και το είδος της ποινής που επάγεται η πράξη του.
Σε εποχές λοιπόν που θέτονται κριτήρια για την ηλικία τόσο σύνθετα ο δόλος γνώσης της ηλικίας δεν μπορεί παρά να προβληματίζει ιδιαίτερα και να θέτει εκ νέου την ενδεχόμενη αντικειμενική ευθύνη ως προς τη γνώση της ηλικίας του παιδιού στα εγκλήματα σεξουαλικής παραβίασης των παιδιών.
Το ζήτημα του δόλου
Η υπαιτιότητα συνιστά επιμέρους στοιχείο της ενοχής στο ποινικό δίκαιο με συνταγματικό έρεισμα. Σύμφωνα με την αξιολογική/κανονιστική/δεοντολογική έννοια της ενοχής, η έννομη τάξη μέμφεται το δράστη διότι επέλεξε να τελέσει μια άδικη πράξη καίτοι μπορούσε να πράξει διαφορετικά, ήτοι να επιλέξει τη συμμόρφωση προς τις επιταγές του δικαίου («δεοντολογικό» ή «αξιολογικό» στοιχείο της ενοχής). Σύμφωνα λοιπόν με την συγκεκριμένη προσέγγιση της έννοιας της ενοχής, αυτή η δυνατότητα επιλογής, το «δύνασθαι άλλως πράττειν» είναι το θεμέλιο της ενοχής και τονίζεται παραπέρα πως οποιοσδήποτε ψυχικός σύνδεσμος δεν αρκεί για να τον υποκαταστήσει[31]. Στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων όμως παρατηρείται το παράδοξο ο δράστης να είναι πολύ συχνά παιδόφιλος, να δρα δηλαδή έτσι λόγω των προσωπικών του ερωτικών επιλογών οι οποίες κατατάσσονται από τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας[32]. Άλλοτε πάλι στα αδικήματα αυτά οι δράστες ακόμη και αν δεν είναι παιδόφιλοι ενεργούν με πλήρη πεποίθηση δικαίου λόγω διαφορετικής ηθικής επιλογής που θεωρεί την ερωτική σχέση με παιδιά πλήρως αποδεκτή. Ας μην ξεχνάμε τη γαλλική περιπέτεια μετά το Μάη του 68 που οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού προοδευτικού χώρου[33] να υποστηρίζει την παιδοφιλία[34]. Για τα εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας των παιδιών κατά το σύστημα που επικρατεί απαιτείται λοιπόν δόλος[35]. Ο δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος)[36] περιλαμβάνει τη γνώση της σχέσης εμπίστευσης και της ηλικίας του θύματος και τη θέληση τέλεσης της γενετήσιας πράξης με αυτό. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει και όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος ενώ η πλάνη περί την ηλικία του θύματος, που υφίσταται επί πρόωρης σωματική[37], ως ανάπτυξης αυτού, είναι πραγματική και αίρει τον δόλο[38]. Τούτο απλά σημαίνει ότι αν ο δράστης υποστηρίξει ότι το ανήλικο θύμα του έμοιαζε μεγαλύτερο των ορίων που θέτει ο νόμος δεν συντρέχει η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.Πιο αναλυτικά υποκειμενικά, η πράξη κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη[39]. Ο δράστης δηλαδή πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος[40]. Δηλαδή, ο δόλος πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ηλικίας του παθόντος. Είναι δυνατό ο δράστης να τελεί σε πραγματική πλάνη ως προς την ηλικία του παθόντος, η οποία αίρει τον δόλο, λ.χ. από πρόωρη σωματική ανάπτυξη.Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης[41]. Θα πρέπει αρχικά να επισημάνουμε ότι στα συγκεκριμένα εγκλήματα ζητούμενο των δραστών είναι το θύμα να είναι παιδί διότι τέτοια είναι η σεξουαλική τους προτίμηση. Θα ήταν δηλαδή λόγος αντιστροφής των άνω επιχειρημάτων εφόσον για τον παιδεραστή ζητούμενο είναι να είναι παιδί το θύμα και δεν υπάρχει περίπτωση να θυματοποίησε παιδί κατά λάθος ή από αμέλεια όπως συχνά προκύπτει ο ισχυρισμός. Το ζήτημα του δόλου ως προς τη γνώση της ηλικίας του παθόντος δημιουργεί εξάλλου σημαντικά ερμηνευτικά ζητήματα αν σκεφθεί κανείς ότι οι έφηβοι μπορούν εύκολα να υποδύονται τους μεγαλύτερους σε ηλικία αλλά και οι δράστες μπορούν να δηλώσουν την αμφιβολία τους ως προς την ηλικία του θύματος. Η εκδοχή αυτή οδηγεί σε απαλλαγή δραστών που αποδεδειγμένα επιδίδονται σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας παιδιών και τούτο αποδεικνύεται από τη νομολογία πλέον αλλά και από τις δηλώσεις των συνηγόρων πολλών δραστών στα ΜΜΕ. Η νομολογία αυτή διατηρείται ακόμη και έως το 2020 οπότε και φθάνει η έρευνά μας με αποδοχή ισχυρισμών ως προς την εικόνα του θύματος που καθιστούν την αντικειμενική πρόβλεψη για την ηλικία του εντελώς ρευστή.Το ζήτημα του δόλου ως προς την ηλικία του θύματος εκτιμούμε ότι θα πρέπει να επιλυθεί με κάποια ερμηνευτική προσέγγιση διαφορετικά αίρεται ο σκοπός της προστασίας των συγκεκριμένων διατάξεων κάτω από το πρόσχημα της αδυναμίας διάγνωσης της πραγματικής ηλικίας του θύματος. Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι το αγγλοσαξωνικό σύστημα κανόνων από το οποίο προέρχεται η «ηλικία συναίνεσης» δεν απαιτεί δόλο γνώσης της ηλικίας του θύματος εισάγοντας μια σημαντική εξαίρεση στην αρχή της υπαιτιότητας που σχολιάζεται από τη θεωρία σε μεγάλο βαθμό.
Μέθοδοι αντιμετώπισης του ζητήματος
Η λογική ερμηνεία έχει ήδη οδηγήσει ορθά στη νομολογιακή παραδοχή ότι αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος καθώς θα ήταν παράδοξο τουλάχιστον να απαιτεί ο παιδοβιαστής στοιχεία ταυτότητας του βιαζόμενου προτού ολοκληρώσει το έγκλημά του. Θα πρέπει στο σημείο αυτό βέβαια να γίνει μία παρατήρηση με δεδομένο ότι διεθνώς αλλά και στη χώρα μας τα εγκλήματα αυτά συντελούνται κατά κανόνα σε περιβάλλοντα όπου η ηλικία του παιδιού είναι γνωστή: συγγενείς, δάσκαλοι, προπονητές δύσκολα μπορούν να ισχυρισθούν ότι δεν γνώριζαν την ηλικία του παιδιού και ξεγελάσθηκαν από την εικόνα του. Το ζήτημα της ηλικίας θα ήταν περιορισμένης σημασίας βέβαια στις περιπτώσεις που τα εγκλήματα αυτά λαμβάνουν χώρα στο οικογενειακό, σχολικό ή στενό κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών όπως συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων[42]. Ο παππούς και ο δάσκαλος δύσκολα μπορούν να ισχυρισθούν ότι δεν γνώριζαν την ηλικία του θύματος. Σήμερα όμως λόγω του διαδικτύου τα παιδιά εκτίθενται σε ένα ευρύτερο πεδίο θυματοποίησης όπου ο δράστης εύκολα ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε την ηλικία του θύματος. Η λογική ερμηνεία συνεπώς επιτρέπει να υιοθετηθεί νομολογιακά ο ενδεχόμενος δόλος ως επαρκής για την υπαιτιότητα του δράστη. Τι θα γίνει όμως στις περιπτώσεις που ο δράστης θα ισχυρισθεί ότι το θύμα έμοιαζε μεγαλύτερο και πώς θα μπορέσει κανείς να εντοπίσει την ηλικία του θύματος σε μία εποχή που τα παιδιά εύκολα υποδύονται άτομα μεγαλύτερης ηλικίας;
Εξάλλου με δεδομένο ότι το παιδί ορίζεται ως έννοια στο διεθνές δίκαιο και οι διατάξεις που θεσπίζονται δεν έχουν καμία ηλικιακή κλιμάκωση κατά τα προαναφερόμενα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κάθε ερμηνεία που κατατείνει σε απαλλαγή δραστών εφόσον καλύπτονται τα κριτήρια που θέτει το διεθνές δίκαιο είναι αντίθετη σε αυτό. Εφόσον γίνει δεκτή μια τέτοια προσέγγιση νομολογιακά θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τεκμαίρεται η γνώση της ηλικίας του θύματος και δεν απαιτείται αποδεδειγμένη γνώση αυτής εφόσον είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών. Υπό την έννοια αυτή δεν θα απαιτείτο διερεύνηση του δόλου ως προς την ηλικία του θύματος ολωσδιόλου. Μία τέτοια θέση θα ήταν αρκετά κοντά στο αγγλοσαξωνικό σύστημα κανόνων και τις παραδοχές του από το οποίο άλλωστε προέρχεται και η «ηλικία συναίνεσης».
Με δεδομένο συνεπώς ότι η σύμφωνη με το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία δεν φαίνεται εύκολα αποδεκτή νομολογιακά, θα πρέπει να εισαχθεί ειδική πρόβλεψη που να επιλύσει το ζήτημα κατά τρόπο κατά τρόπο που να μην είναι αποδεκτή η διερεύνηση του δόλου ως προς την ηλικία του θύματος ακόμη και αν είναι δεκτά τα ηλικιακά ορόσημα που θέτει ο νόμος. Μία τέτοια διάταξη θα μπορούσε να αφορά επίσης και αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως προς το δόλο για την ηλικία του θύματος. Tέτοιου είδους διατάξεις εισήχθησαν και ως προς την παραγραφή των αδικημάτων κατά ανηλίκων σταδιακά μετά από σχετικό επιστημονικό διάλογο με αποτέλεσμα να προβλέπεται ότι ο χρόνος εκκίνησης της παραγραφής είναι μετά την ενηλικίωση. Αντίστοιχου τύπου διάταξη είναι αυτή της «ηλικίας συναίνεσης» που εισάγεται ώστε να μην απαιτείται διερεύνηση της συναίνεσης του ανηλίκου κάτω των 15 ετών για το έγκλημα του βιασμού η οποία και «ευθύνεται» για το ζήτημα που τίθεται πλέον για το σύνολο των κρατών μελών της ΕΕ. Θα ανέμενε κανείς το ζήτημα να επιλυθεί στο πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών που υιοθέτησαν αυτό το μοντέλο γνωρίζοντας ότι το πρώτο ζήτημα που θέτει είναι εκείνο του μη επιτρεπτού ισχυρισμού του «mistake of age».
Μία τέτοια λύση θα έθετε πάντως ζήτημα συνταγματικότητας όπως ήδη έγινε στις ΗΠΑ για τον statutory rape το αδίκημα του νόμιμου ή καταστατικού βιασμού συνδέεται λοιπόν με την αποδοχή αντικειμενικής ευθύνης στο ποινικό δίκαιο που γίνεται δεκτή στις ΗΠΑ από αρκετές Πολιτείες αν και είναι αντικείμενο συζήτησης ως προς τη συνταγματικότητά του[43]. Παρά το γεγονός ότι εκφράσθηκαν έντονοι προβληματισμοί ως προς τη συνταγματικότητα του λεγόμενου «καταστατικού βιασμού» μόνον ένα δικαστήριο έκρινε ευθέως αντισυνταγματική διάταξη τέτοιου είδους στην περίπτωση της υπόθεσης ‘Meloon v. Helgemore’ (1977)[44].
Συμπέρασμα
Τα σεξουαλικά αδικήματα που αφορούν σε παιδιά σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με ηθικές εκτιμήσεις αλλά και με την εξέλιξη των ηθών. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία επιχειρείται ένας συγκερασμός κριτηρίων, νομικών συστημάτων και διαφορετικών θεωριών στο πλαίσιο της παγκόσμιας τάξης κανόνων η οποία δεν μπορεί παρά να αφήνει κενά. Ένα τέτοιο πρόβλημα προκύπτει από το δόλο ως προς την ηλικία του θύματος. Το διεθνές δίκαιο βρίσκεται αρκετά βήματα μπροστά από τις εθνικές νομοθεσίες πολλές εκ των οποίων ακόμη θεωρούν, στο πλαίσιο ιδίως της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης των παιδιών, ότι δεν χρειάζεται υπερβολική αυστηρότητα στην ερμηνεία αυτών των διατάξεων.
Το ζήτημα όμως του δόλου ως προς την ηλικία του θύματος σεξουαλικού εγκλήματος είναι σημαντικό διότι αναδεικνύει το όλο ζήτημα που προέκυψε από την υιοθέτηση του αμερικανικού προτύπου χωρίς όμως την θέσπιση της απαγόρευσης ισχυρισμού ως προς το mistake of age όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω. Με ένα τρόπο οι διατάξεις που καθιερώνονται μπορούν να είναι ανεφάρμοστες καθώς τούτος είναι ο βασικός ισχυρισμός των δραστών σε όλες τις έννομες τάξεις.
Δεδομένης της αμφίβολης συνταγματικότητας μίας επιλογής όπως αυτής το αμερικανικού δικαίου οι διεθνείς συμβάσεις και το ενωσιακό δίκαιο θα πρέπει να επιχειρήσουν να βρουν λύση με αυτόνομη αντίληψη και εμβάθυνση της παρούσας συγκυρίας χωρίς πρόσδεση σε υφιστάμενα συστήματα κανόνων. Η σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο ερμηνεία θα ήταν μία πρώτη προσέγγιση την οποία όμως δεν αναμένουμε να ασπασθούν με ευκολία οι εθνικές νομοθεσίες. Τα εθνικά δίκαια θα ακολουθήσουν εφόσον τους προταθεί μία λύση μέσω κανόνων του διεθνούς δικαίου όπως ακριβώς έγινε με την ηλικία συναίνεσης. Ως τότε, όλοι οι παιδοβιαστές θα ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν την ηλικία του θύματος και ότι νόμιζαν ότι ήταν μεγαλύτερα και ξεπερνούσαν την ηλικία συναίνεσης αλλά και όλα τα άλλα ηλικιακά ορόσημα που θέτει η νομοθεσία. Δεν πιστεύουμε, μα την αλήθεια, ότι η νομοθεσία επιθυμούσε να τους προστατεύσει τόσο πολύ[45].
[1] F. Bernard, The Dutch Paedophile Emancipation Movement , 1987.
[2] https://www.rainn.org/statistics/children-and-teens
[3] Η σύνδεση αδίκου και ενοχής δεν ήταν πάντοτε δεδομένη κατά την ιστορική νομική πορεία το ανθρώπου κατά το διάβα του σε αυτό τον κόσμο. Στην πρώτη εξελικτική φάση της ανθρωπότητας (όπως θα παρουσιαστεί και σε επόμενο κεφάλαιο στην ιστορική αναδρομή), η ποινική τιμωρία του δράστη και η ποινή είχε έναν καθαρό φυσικό αυτοματισμό και ήταν απόρροια της πράξη τους δράστη. Η ποινή αυτή που επιβαλλόταν σχεδόν αμέσως, απέβλεπε είτε στην ικανοποίηση του συναισθήματος της εκδίκησης είτε στην αποκατάσταση μ’ έναν δεισιδαιμονικό τρόπο μιας «μαγικής» τάξης του κόσμου που διαταράχθηκε από την εγκληματική πράξη, αρκούσε για την τιμώρηση του δράστη απλά και μόνο το γεγονός ότι η συμπεριφορά του υπήρξε η αιτία για την παραγωγή ενός ανεπιθύμητου αποτελέσματος. Το σύστημα που επικρατούσε ήταν ένα «αιτιοκρατικό» σύστημα ή αλλιώς ένα σύστημα «αντικειμενικής ευθύνης». Ο Feuerbach ήταν ο θεωρητικός χάρη στο οποίο τα φιλελεύθερα ιδεώδη του «Κράτους Δικαίου» έθεσαν ανεξίτηλη σφραγίδα στην διαμόρφωση του ποινικού δόγματος της σύγχρονης εποχής και κατέστησαν την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» βασική προϋπόθεση κάθε εννοιολογικής διαμορφώσεως στον τομέα της ποινικής επιστήμης. Με την μεγάλη αυτή αρχή, εγκαινιάζεται η σύγχρονη εποχή του ποινικού δικαίου στο πεδίο του καταλογισμού της ενοχής του δράστη.
[4] Αντί πολλών βλ. Φ. Παζαρτζή, Η ποινική καταστολή στο διεθνές δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2007
[5] Για τους προβληματισμούς που προκάλεσε το ζήτημα της συναίνεσης και της θέσπισης «ηλικίας συναίνεσης» βλ. M. Bouvier Romero, Le traitement juridique des délits sexuels sur mineurs, une enquête de sociologie législative et judiciaire, THÈSE DE DOCTORAT de l’Université de recherche Paris Sciences et Lettres PSL Research University, 2018, σελ 333 επ. https://hal.science/tel-02145378/file/THESE_Bouvier_Romero.pdf
[6] Βλ. Παρασκευόπουλος Ν. Φυτράκης, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022 σελ 47 επόμενα με αναλυτική βιβλιογραφία.
[7] Αναλυτικά για τη μορφή αυτή του βιασμού στις ΗΠΑ και την κάθε πολιτεία ξεχωριστά την έκδοση του Αμερικανικού Δικηγορικού Συλλόγου σε
αναλυτικά για την εξέλιξη του καταστατικού βιασμού και του ζητήματος της υπαιτιότητας σε
- L. Myers, Reasonable Mistake of Age: A Needed Defense to Statutory Rape, 64 MICH. L. REV. 105 (1965). Available at: https://repository.law.umich.edu/mlr/vol64/iss1/6
Και https://repository.law.umich.edu/cgi/viewcontent.cgi?params=/context/mlr/article/5448/&path_info=
για την εξέλιξη και τη συνταγματικότητα του καταστατικού βιασμού αντί πολλών βλ. M. L. Payne, Constitutionality of Statutory Rape: Michael v. Superior Court of Sonoma County, 17 Tulsa L. J. 350 (2013). Σε https://digitalcommons.law.utulsa.edu/tlr/vol17/iss2/7
βλ. ακόμη A.Hamdani, Mens Rea and the Cost of Ignorance, Virginia Law Review, Vol. 93, No. 2 (Apr., 2007), σελ 415-457 και σε https://www.jstor.org/stable/25050348
[8] 794.021 Ignorance or belief as to victim’s age no defense.—When, in this chapter, the criminality of conduct depends upon the victim’s being below a certain specified age, ignorance of the age is no defense. Neither shall misrepresentation of age by such person nor a bona fide belief that such person is over the specified age be a defense.
[9] Μια ιδιαίτερη προσέγγιση στο θέμα βλ. σε Α. Μάνεσης, Η πραγμάτωση της συνταγματικής προστασίας της ανήλικης νεότητας στο ισχύον δίκαιο, Χαριστήρια στον Ι. Δεληγιάννη 3, 1992.
[10] Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού Υιοθετήθηκε και παραμένει ανοικτή για υπογραφή, κύρωση και προσχώρηση με την από 20 Νοεμβρίου 1989 44/25 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών1 Έναρξη ισχύος : 20 Σεπτεμβρίου 1990 σύμφωνα με το άρθρο 49 Κείμενο : Παράρτημα στην Απόφαση 44/125 της Γενικής Συνέλευσης [όπως κυρώθηκε με τον Ν. 2101 της 2/2 Δεκεμβρίου 1992: κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ 192, τ. Α΄) και Προαιρετικό Πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού σε σχέση με την ανάμιξη παιδιών σε ένοπλη σύρραξη Ν. 3080/2002 ΦΕΚ Α’ 312
Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία Ν. 3625/2007 ΦΕΚ Α’ 290
Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με τη διαδικασία επικοινωνίας (δεν έχει κυρωθεί έως σήμερα από την Ελλάδα)
[11] Αντί πολλών Π. Νάσκου-Περράκη, Η διεθνής σύμβαση του Ο. Η. Ε για τα δικαιώματα του παιδιού και η εσωτερική έννομη τάξη, ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002.
[12] Παρασκευόπουλος Ν. Φυτράκης, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022, Μ. Μαργαρίτη/Ά. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία Εφαρμογή, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2020, σελ. 987
[13] Αναλυτικά σε Παρασκευόπουλου- Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022, σελ, 297 επ
[14] ΑΠ 887/2020 ιστοσελίδα Αρείου Πάγου
[15] ΑΠ 784/2007, ΠΧρ 2008, σελ. 231, ΑΠ 501/2006, ΠΧρ 2007, σελ. 39 κ
[16] Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ ΕΟΚ, 72/194/ ΕΟΚ, 73/148/ ΕΟΚ, 75/34/ ΕΟΚ, 75/35/ ΕΟΚ, 90/364/ ΕΟΚ, 90/365/ ΕΟΚ και 93/96/ ΕΟΚ (ΕΕ 2004 L 158, σ. 2), ΕΕ L 158, 30 Απριλίου 2004 και ΕΕ L 158, 29 Απριλίου 2004, Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ).
[17] Οδηγία 94/33/ΕΚ της 22ας Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία, ΕΕ 1994 L 216, Άρθρο 3.
[18] Συμβούλιο της Ευρώπης, Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών κατά της Γενετήσιας Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης, Σειρά Συνθηκών Συμβουλίου της Ευρώπης CETS Αριθ. 201, 25 Οκτωβρίου 2007. Ν. 3727/2008 Κύρωση και εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και άλλες διατάξεις.
[19] ΕΔΔΑ, Schwizgebel κατά Ελβετίας, Αριθ. 25762/07, 10 Ιουνίου 2010. Βλ. επίσης FRA και ΕΔΔΑ (2010), σελ. 102.
[20] Βλ. για παράδειγμα, ΕΔΔΑ, Marckx κατά Βελγίου, Αριθ. 6833/74, 13 Ιουνίου 1979, όπου ο προσφεύγων ήταν έξι χρονών όταν εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.
[21] ΕΔΔΑ, Güveç κατά Τουρκίας, Αριθ. 70337/01, 20 Ιανουαρίου 2009· ΕΔΔΑ, Çoşelav κατά Τουρκίας, Αριθ. 1413/07, 9 Οκτωβρίου 2012.
[22] ΕΕΚΔ, Defence for Children International (DCI) κατά Κάτω Χωρών, Αριθ. 47/2008, 20 Οκτωβρίου 2009, σκέψη 25.
[23] Ν.4267/2014 Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις.
[24] Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Κωνσταντινούπολη, 11.5.2011 https://rm.coe.int/1680462536
[25] Γ. Καραβοκύρης, Συναίνεση και Αυτονομία: με αφορμή τα όρια της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης στη νομολογία του ΕΔΔΑ, https://www.constitutionalism.gr/1594-synainesi-kai-aytonomia-me-aformi-ta-oria-tis-sexo/
[26] Αντί πολλών βλ, Apologie de la pédophilie, https://fr.wikipedia.org/wiki/Apologie_de_la_p%C3%A9dophilie με αναλυτικές παραπομπές. Les années 1970-1980, âge d’or de l’apologie de la pédophilie en France
- A. Chemin, 28 février 2020, https://www.lemonde.fr/idees/article/2020/02/28/les-annees-1970-1980-age-d-or-de-l-apologie-de-la-pedophilie_6031113_3232.html
A-C. Ambroise-Rendu, Une histoire de la pédophilie. XIXe-XXIe siècles, Fayard, J.Bérard, De la libération des enfants à la violence des pédophiles. La sexualité des mineurs dans les discours politiques des années 1970 », Genre, sexualité & société [En ligne], 11 | Printemps 2014, mis en ligne le 01 juillet 2014, consulté le 13 décembre 2022. URL : http://journals.openedition.org/gss/3134 ; DOI : https://doi.org/10.4000/gss.3134
[27] Αναλυτικά σε Παρασκευόπουλο- Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022, σελ, 280 επ με αναλυτική βιβλιογραφία.
[28] Αναλυτικά σε Παρασκευόπουλο- Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022, σελ, 287 επ και Παρασκευόπουλο Ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός ως κοινό έννομο αγαθό του ΙΘ κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, ΤιμΤομ Αλεξιάδη 2010, σελ. 799 επ.
[29] Βλ. σχετικά και Dennis M., Newly adopted Protocols to the Convention on the Rights of the Child, The American Journal of International Law, vol. 94, 4, 2000, σελ. 789 – 796.
[30] European Asylum Support Office, EASO σχετικά με τις πρακτικές εκτίμησης της ανηλικότητας στην Ευρώπη 2013, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2014https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/bz0213783eln.pdf
[31] Μυλωνόπουλος Χρ., Ποινικό Δίκαιο: Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 579 επ. και Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, 6η αναθεωρημένη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001, σελ. 181 κλπ
[32] Αναφέρουμε σε σχέση με την παιδοφιλία ότι δεν ορίζεται στο δίκαιο αλλά μόνον σε ιατρικά εγχειρίδια όπου και τυποποιείται. Στην παιδοφιλία δηλαδή υπάρχουν έντονες, σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις και συμπεριφορές που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ή παιδιά πριν τη εφηβεία (γενικά ηλικίας 13 ετών ή νεότερα) και σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V) για τουλάχιστον έξι μήνες. Πολλά από τα άτομα με τη διαστροφή αυτή είναι ταυτόχρονα ή υπήρξαν κατά το παρελθόν, επιδειξιομανείς ή εφαψιομανείς και πολλοί έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις βιασμού. Περαιτέρω σημειώνεται ότι στη σύγχρονη εποχή παρατηρείται εντυπωσιακή έξαρση πορνείας σε όλες τις χώρες ανά την Υφήλιο . Η πλέον πρόσφατη μορφή του DSM, το DSM-IV (American Psychiatric Association, 1994) ορίζει ως εξής τα διαγνωστικά κριτήρια για την παιδοφιλία19: Α. Επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές τάσεις, φαντασιώσεις ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά (μικρότερα των 13 ετών).
[33] Πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση της εξέλιξης στη Γαλλία με αναλυτική νομολογιακή παρουσίαση σε Georges Vigarello, Le viol d’enfant : de la tolérance au scandale, L’Histroire 1997 σε https://www.lhistoire.fr/le-viol-denfant-de-la-tol%C3%A9rance-au-scandale
[34] Βλ και το βιβλίο “La familia grande” της Camille Kouchner, θετής κόρης του γνωστού πολιτικού επιστήμονα και πρώην Ευρωβουλευτή Olivier Duhamel. Στο βιβλίο αυτό, όπου η Kouchner περιγράφει την ζωή μιας οικογένειας της γαλλικής πολιτικής ελίτ αλλά και τα σκοτεινά της μυστικά, αποκαλύπτεται ότι ο Duhamel παρενοχλούσε σεξουαλικά για χρόνια τον -τότε ανήλικο- δίδυμο αδερφό της συγγραφέως. Ο Duhamel έχει έκτοτε παραιτηθεί από τη θέση του στο Εθνικό ίδρυμα Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας, ενώ τον ακολούθησαν και διοικητικά μέλη του ιδρύματος αλλά και του γνωστού πανεπιστημίου Sciences Po, που φαίνεται να γνώριζαν το έγκλημα του συναδέλφου τους.
[35] Παρασκευόπουλος Ν. Φυτράκης, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2022.
[36] Βλ. αντί πολλών για το δόλο Μανωλεδάκης Ι., Σκέψεις για τη σημασία της νομολογίας του Αρείου Πάγου στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 2001, σελ. 753 επ., Hirsch H.-J., Η αρχή της ενοχής και η λειτουργία της στο ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 1995, σελ. 129 επ., σε απόδοση στα ελληνικά από Μπιτζιλέκη Ν./ Φελουτζή Κ. 2. Jakobs G., Η αδιαφορία ως έμμεσος δόλος, ΠοινΔικ 2004, σελ. 59 επ., σε απόδοση στα ελληνικά από Βαθιώτη Κ., Χαραλαμπάκης Α., Η υπαιτιότητα ως «εργαλείο» αντεγκληματικής πολιτικής, ΠοινΧρ 2004, σελ. 681 επ, Τσιρίδης Π., Ο ενδεχόμενος δόλος, θεωρία και πρακτική, ΠοινΧρ 2002, σελ. 961 επ, Παπαγεωργίου – Γονατάς Στ., Ο ενδεχόμενος δόλος, Δογματικές ιδιαιτερότητες και κοινωνικές παράμετροι, ΠοινΧρ 2003, σελ. 163 επ. Μυλωνόπουλος Χρ., Βαρειά αμέλεια: Αξίζει να τιμωρείται βαρύτερα; ΠοινΛογ 2006, σελ. 725 επ. Μυλωνόπουλος Χρ., Ο Ποινικός Κώδικας ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον. Απολογισμός και Προοπτικές, ΠοινΛογ 2002, σελ. 5 επ.
[37] Ολ.ΑΠ. 3/2018 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»
[38] Ο δράστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 15 ετών, αρκεί, όμως, ως προς το σημείο αυτό και ο ενδεχόμενος δόλος που υπάρχει όταν ο δράστης αμφιβάλλει ως προς την ηλικία του παθόντος. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχουν σημασία (ΟλΑΠ3/2018, Α.Π.785/2012, Α.Π. 1244/2011).
[39] ΑΠ 347/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»
[40] Ολ.ΑΠ. 3/2018 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» και ΑΠ 347/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»
[41] ΑΠ 851/2019
[42] ΑΠ 317/2021 Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 129-135/2020 απόφασής του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων σ’αυτή αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ’ είδος (ανωμοτί κατάθεση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης που αναγνώστηκαν, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως κατά πιστή μεταφορά τα εξής: “Ο κατηγορούμενος, ηλικίας ήδη 52 ετών, διαζευγμένος, από το 2012, πατέρας δύο παιδιών και κάτοικος …, περιστασιακά εργαζόμενος ως αυτοκινητιστής και εργάτης, γνώριζε τον ανήλικο, γεννημένο στις 8.9.1998, ήδη ενηλικιωθέντα Δ. Σ., καθόσον τα παιδιά του και ιδίως η μεγαλύτερη κόρη του, έκαναν παρέα μαζί του, ενώ επίσης γνώριζε και την πατρική του οικογένεια πολλά έτη πριν την τέλεση της πράξης. Δεν αμφισβητείται ότι είχε γνώση της ηλικίας του θύματος, με βάση τα παραπάνω στοιχεία.
[43] J. F. Reich, No Provincial or Transient Notion: The Need for a Mistake ansient Notion: The Need for a Mistake of Age – Defense in Child Rape Prosecutions, University of Miamy, 2004, https://repository.law.miami.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1900&context=fac_articles
Eκεί σημειώνει μεταξύ άλλων πάντως ότι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο της Αλάσκα δέχθηκε αντισυνταγματικότητα τέτοιας διάταξης.
«Only the Alaska Supreme Court has held unconstitutional a statute disallowing the mistake of age defense. A pair of Alaska decisions, State v. Guest and State v. Fremgen, caused that state to follow and then advance the Hernandez principle beyond the limitation of legislative abrogation of a mens rea requirement»
[44] R. Eidson, Constitutionality of Statutory Rape Laws, UCLA Law Review Volume: 27 Issue: 3 Dated: (February 1980) σελ 757-815
- L. Payne, Constitutionality of Statutory Rape: Michael v. Superior Court of Sonoma County, 17 Tulsa L. J. 350 (2013). Σε https://digitalcommons.law.utulsa.edu/tlr/vol17/iss2/7
[45] Τον Μάιο του 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας έκρινε ότι οι υφιστάμενοι νόμοι περί βιασμού ήταν αντισυνταγματικοί, δεδομένου ότι εμπόδιζαν τον κατηγορούμενο να υπερασπιστεί τον εαυτό του (π.χ. ότι είχε εύλογα πιστέψει ότι ο αντίδικος ήταν πάνω από την ηλικία συναίνεσης). [Αυτό οδήγησε στην απελευθέρωση ατόμων που κρατούνται βάσει του νόμου περί βιασμού και οδήγησε σε δημόσια αιτήματα για αλλαγή του νόμου με τη θέσπιση νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης. Στις 2 Ιουνίου 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας έκανε δεκτή την προσφυγή του κράτους κατά της απελευθέρωσης ενός τέτοιου προσώπου, του «κ. Α». Λίγο αργότερα το πρόσωπο αυτό συνελήφθη εκ νέου για να συνεχίσει να εκτίει την ποινή του. Αναλυτικά σε https://www.rte.ie/news/2006/0523/76569-sex/
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΕΤΑΛΑΣ (Δικηγόρος Πειραιά, μέλος ΔΣ Πειραιά) Μορφές Ενδοοικογενειακής Βίας και ποινικές συνέπειες
Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ
= Ομιλία Βασιλείου Κ. Πεταλά στο Συνέδριο Ποινικολόγων =
Η ενδοοικογενειακή βία στην Ελληνική έννομη τάξη συνιστά αδίκημα που τιμωρείται από τις διατάξεις του Ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 4531/2018 και ισχύει. Οι διατάξεις του Ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 312 και 333 του νέου Ποινικού Κώδικα, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο ως σύνθετο μοτίβο συμπεριφοράς και περιλαμβάνει ενεργητική ή παθητική βία, σε όλες του τις μορφές, ψυχολογικής, σωματικής, σεξουαλικής και συναισθηματικής, με τις παράλληλες προβλέψεις των άρθρων 308 -311 ΠΚ για τη σωματική βλάβη και τις διακρίσεις της.
Α) Ο ειδικός Ποινικός Νόμος Ν. 3500/2006
Σε Εθνικό Νομικό Επίπεδο, εφαρμόζεται σε ένα κύκλο προσώπων, όπου εμπλέκονται α) οι γονείς και τα ανήλικα ή ενήλικα παιδιά (είτε βιολογικά, είτε με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, είτε εξ υιοθεσίας), β) οι σύζυγοι, που συνδέονται με γάμο, γ) τα πρόσωπα εκείνα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης και τα τέκνα του, δ) οι συγγενείς α’ και β’ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας που συνδέονται με τους γονείς/συζύγους, ε) οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως δ’ βαθμού, εφόσον συνοικούν, στ) ο επίτροπος, ο ανάδοχος, ο δικαστικός συμπαραστάτης, από τη στιγμή που είναι μέλη της οικογένειας, αλλά και τα πρόσωπα που τελούν υπό επιτροπεία, υπό αναδοχή και υπό δικαστική συμπαράσταση, ζ) οι μόνιμοι σύντροφοι και τέκνα κοινά ή ενός εξ αυτού, η) οι τέως σύζυγοι, θ) οι τέως μόνιμοι σύντροφοι και ι) τα μέρη Συμφώνου Συμβίωσης που έχει λυθεί.
Επίσης, σε Ευρωπαϊκό Νομικό Επίπεδο, κατά τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), η ενδοοικογενειακή βία συνίσταται: “σε πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα”. Με την άσκηση της ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι απειλείται η υγεία και η συνοχή όλης της οικογένειας, είτε αναφερόμαστε στις γυναίκες είτε στα παιδιά.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν το ΕΔΔΑ καλείται να εξετάσει τυχόν παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υιοθετεί μία διαφορετική στάση απέναντι στην έννοια της οικογένειας, δηλαδή, η έννοια της «οικογενειακής ζωής» αποτελεί μία «αυτόνομη έννοια», η οποία δεν ερμηνεύεται κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύεται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Η ύπαρξη ή μη της οικογενειακής ζωής συνιστά ζήτημα πραγματικό, το οποίο εξαρτάται από την ύπαρξη πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών. Έτσι, και τα μέλη μίας οικογένειας, τα οποία δε συγκατοικούν λόγω διάστασης, δε στερούνται της προστασίας της οικογένειας.
Β) Με το νέο Ποινικό Κώδικα η προστασία και η διασφάλιση της οικογενειακής γαλήνης έχει καταστεί ακόμα πιο σαφής.
Στο άρθρο 312 ΠΚ ο νομοθέτης επιβάλλει αυστηρότερη ποινή στις περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί σωματική βλάβη σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή σε ανήλικο, εφόσον βρίσκεται στην προστασία ή την επιμέλειά του βάσει δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης ή συνοικούν με το δράστη ή βρίσκονται σε σχέση εργασίας ή υπηρεσίας μαζί του. Στη συνέχεια, ο ποινικός νομοθέτης ρυθμίζει τις επιβαλλόμενες ποινές ανάλογα με το βαθμό της σωματικής κάκωσης που πραγματοποιείται σε κάθε περίπτωση :
Συγκεκριμένα : α) για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) για την πράξη του άρθρου 310 παρ. 1 εδ. α΄, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη.
Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.
Τέλος, σημαντικό είναι ότι, με την πρόκληση σωματικής βλάβης σε βάρος ανηλίκου εξομοιώνεται και η τέλεση των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων ενώπιον ανηλίκου, καθώς και η θέση σε παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των ίδιων προσώπων.
Στο άρθρο 330 ΠΚ για την παράνομη βία αναφέρονται τα εξής:
1) Όποιος με σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του.
2) Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με τον δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης,
Ενώ στο άρθρο 333 του Π.Κ. υπάρχει ρύθμιση της ενδοοικογενειακής απειλή και προβλέπονται τα ακόλουθα:
1) Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκφρασμένη αντίθετη βούλησή του.
2) Επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν η πράξη τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.
Στις νέες διατάξεις του ΠΚ, ήτοι στα άρθρα 330, 333, και 312 ΠΚ ο νομοθέτης επέλεξε να περιορίσει την έννομη προστασία της ενδοοικογενειακής βίας σε ορισμένες «σχέσεις εγγύτητας» σε αντίθεση με τη διευρυμένη ερμηνεία του ΕΔΔΑ. Έτσι, οι νέες ποινικές διατάξεις εφαρμόζονται σε πράξεις που έχουν τελεσθεί εις βάρος α) συζύγου ή του συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, β) ανηλίκου ή γ) ανυπεράσπιστου προσώπου, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την : επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης, ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας.
Μάλιστα, οι σχέσεις εγγύτητας του άρθρου 312 ΠΚ απαντώνται και στα άρθρα 330 και 333 ΠΚ. Καλύπτεται έτσι και η τελούμενη στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας απειλή επί του νέου άρθρου 333 του νέου ΠΚ, όπου στην παρ. 2 απειλούνται ποινές έως τρία έτη ή χρηματική ποινή για τα αναλυτικώς οριζόμενα πρόσωπα.
Παρομοίως, στο άρθρο 330 του νέου ΠΚ, ενώ στην παράγραφο 1 έχει ενταχθεί αμετάβλητο το βασικό έγκλημα της παράνομης βίας του προϊσχύσαντος άρθρου 330 ΠΚ, στην παρ. 2 του τροποποιημένου άρθρου εντάσσεται η ενδοοικογενειακή τέλεση της πράξης ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΧΩΡΟ, MIA ΣΧΕΣΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΗΣΗΣ την οποία συναντάμε και στο άρθρο 333 ΠΚ που αφορά την απειλή.
3) Σχετικά με τη σωματική βλάβη, η κάκωση του θύματος στα πλαίσια της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας που στοιχειοθετείται στο αρ. 6 §1 του ειδικού Ν. 3500/2006, συνδέεται με πράξεις κατά της σωματικής ακεραιότητας του θύματος – πάντα μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, και, τιμωρείται το μέλος της οικογένειας που προξενεί (με πρόθεση) σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του ή που με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη.
Αν η σωματική βλάβη δύναται να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη πραγματώνεται το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του αρ. 6, που αποτελεί διακεκριμένη παραλλαγή του αρ. 309 ΠΚ. Επισημαίνεται ότι στην ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη (6 § 2 εδάφιο α΄Ν.3500/2006 ) η διαφορά που πρέπει να προσεχθεί σε σχέση με το 309 ΠΚ είναι ότι αρκεί για τη στοιχειοθέτηση αυτής η δυνατότητα να προκληθεί κίνδυνος ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα και δεν απαιτείται όπως στο αρ. 309 ΠΚ, η επικνδυνότητα να προκύπτει από τον τρόπο τέλεσης της πράξης. Αν τελικά επακολουθήσει βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος, τότε η πράξη είναι κακούργημα και πραγματώνεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 παρ.2 του Ν. 3500/2006 που είναι η αντίστοιχη παραλλαγή του αρ. 310 §1 ΠΚ. και γίνεται λόγος για ένα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενο έγκλημα, αφού ο δράστης ναι μεν έχει δόλο για την τέλεση της πράξης της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, αλλά η επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος- που πάντα συνδέεται με αιτιωδώς με το βασικό έγκλημα- είναι αποτέλεσμα της αμέλειάς του (αρ. 29 ΠΚ).
Επιπλέον, σύμφωνα με το αρ. 6 §2, εδ. γ’ του Ν.3500/2006, αν ο υπαίτιος επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του, τιμωρείται με κάθειρξη, δέον όπως υπάρξει προσέγγιση με γνώμονα το αρ. 310 §3 ΠΚ. Ο νομοθέτης δεν προβλέπει περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας με θανατηφόρο αποτέλεσμα και επομένως εφαρμόζεται το άρθρο 311 Π.Κ.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 §3 Ν. 3500/2006 προστατεύονται οι εγκυμονούσες καθώς και άτομα που είναι λόγω της θέσης τους αδύναμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (ηλικιωμένοι, ανήλικοι, ασθενείς κτλ) (βλ. αναφορά μου ανωτέρω στο 333 παρ.2 ΠΚ).
Θεωρείται, επίσης, θύμα ενδοοικογενειακής βίας όχι μόνο ο άμεσα παθών επί του οποίου μπορεί να ασκείται σωματική βία, αλλά και ο ανήλικος (μέλος της οικογένειας) που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μίας βίαιης και καταδικαστέας συμπεριφοράς μέσα στους κόλπους της οικογένειας, διότι η ελληνική έννομη τάξη είναι πλέον πεπεισμένη ότι τα παιδιά που βιώνουν χρόνια την ενδοοικογενειακή βία (σε κάθε της μορφή) σχεδόν αναπότρεπτα καταλήγουν σε παραβατικές συμπεριφορές, αφού αυτές οι βίαιες σκηνές και εικόνες στιγματίζουν την ψυχή τους. Δεν απαιτείται, επομένως, να αποδειχτεί η ψυχική βλάβη του ανηλίκου ενώπιον του οποίου τελείται μία εγκληματική πράξη στην οικογένεια, αλλά αρκεί η παρουσία του στο χώρο.
Με την πράξη του αρ. 6 § 4 εδάφιο α΄του Ν.3500/2006 τυποποιείται ως διακεκριμένη παραλλαγή σωματικής βλάβης ο βασανισμός του θύματος και η πρόκληση ψυχικής βλάβης, ιδίως με πράξεις εγκλεισμού ή απομόνωσής του, για τις οποίες ελήφθησαν υπόψη οι προβλέψεις του αρ. 137 Α § 2, 3 ΠΚ.
Η μεθοδευμένη πρόκληση σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, είναι συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Αυτό σημαίνει ότι αν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την κάμψη της βούλησης του θύματος δεν ανακοπούν από οποιαδήποτε αιτία, εν τέλει, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε βλάβη της υγείας εκείνου. Η τελευταία παράγραφος (5) του αρ.6 του Νόμου 3500/2006 περί Ενδοοικογενειακής Βίας, διευρύνει τον κύκλο των ενδεχόμενων δραστών αφού σε αυτούς πλέον συγκαταλέγονται και όσοι εργάζονται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας και η άδικη πράξη τους στρέφεται κατά προσώπου που δέχεται τις εκεί υπηρεσίες τους. Ο λόγος για τον οποίο ο Νομοθέτης προέβη σε αυτή την πρόβλεψη είναι αφενός διότι το θύμα είναι συνήθως – αν όχι πάντα- ένα πρόσωπο που χρήζει φροντίδας και ειδικής μέριμνας ενώ ταυτόχρονα ο θύτης συνήθως έχει δημιουργήσει μαζί του μία ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης.
Σχετικά με την απλή σωματική βλάβη στα πλαίσια της ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με το Διαχρονικό δίκαιο του 308 ΠΚ. άξιες μνείας είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου , οι ΑΠ 446/2022 και ΑΠ 551/2022, με τις οποίες καθορίζεται η διάκριση μεταξύ της ενδοοικογενειακής βίας και της απλής σωματικής βλάβης του άρθρου 308 ΠΚ.
Σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 του νέου Π.Κ., όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με χρηματική ποινή και εναλλακτικά με παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ για την απλή σωματική βλάβη είναι ευμενέστερη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, δυσμενέστερη όμως ως προς την προβλεπόμενη στο εδ. β’ πράξη της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης, αφού η πράξη φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος (άρθρο 18 του νέου ΠΚ), ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα φέρει χαρακτήρα πταίσματος (άρθρο 18 αυτού), τα πταίσματα δε ήδη έχουν καταργηθεί, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 468 του νέου ΠΚ.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται, είτε στην πρόκληση σωματικής κάκωσης, είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και που διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες.
Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω ιδιώνυμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απαιτείται πέραν της πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων. Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις, πόνος κ.λπ., ενώ βλάβη της υγείας κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, εν όψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητάς της, σε απλή, επικίνδυνη, βαριά και θανατηφόρα. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος, προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν.
Οι παγκόσμιες έρευνες γύρω από το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, και η ενδελεχής μελέτη των ευρημάτων, οδηγούν στην ορθή διερεύνηση των οικογενειακών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων, με τους οποίους συνδέεται η ενδοοικογενειακή βία και συμβάλλουν, αφενός, στην εισαγωγή νέων πρακτικών και μεθόδων καταπολέμησης της, αφετέρου, στην πολύπλευρη προσπάθεια για εξεύρεση των βέλτιστων στρατηγικών πρόληψης και πάταξης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας – κατά συνέπεια – αποτελεί μια πραγματική και συνεχή πρόκληση για την Πολιτεία και το Νομοθέτη.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΙΚΑΙΝΑΣ (Δικηγόρος Αθηνών) Ο δράστης και το προφίλ του στο ρατσιστικό έγκλημα
Το προφίλ του δράστη και του θύματος στο ρατσιστικό έγκλημα.
Το 2014 με το νόμο 4285/2014, το ρατσιστικό έγκλημα ανάγεται σε ξεχωριστό άρθρο του Ποινικού Κώδικα (81Α ΠΚ). Η τελευταία τροποποίηση έλαβε χώρα με το Ν. 4619/2019, με τον οποίο διατηρήθηκε η ειδική διάταξη της αυστηρότερης τιμώρησης του ρατσιστικού εγκλήματος με τη θέσπιση του νέου άρθρο 82 Α ΠΚ, και κατάργηση του άρ.81Α ΠΚ.
To Άρθρο 82Α μας αναφέρει το πότε έχει τελεστεί ένα Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και τα πλαίσια ποινής:
Με το νέο ΠΚ, το Ποινικό Δίκαιο λειτουργεί, όχι μόνο ως μέσο προστασίας των εννόμων αγαθών, αλλά και ως μέτρο ελευθερίας των πολιτών με γνώμονα την ισότητα. Η μόνη αλλαγή που υιοθετείται στο νέο ΠΚ είναι η απλοποίηση του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνονται τα νέα πλαίσια ποινής. Προβλέπεται ειδικότερα ότι στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, το ελάχιστο όριο της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων, το ελάχιστο όριο αυτής αυξάνεται κατά ένα έτος και στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Η επαύξηση της ποινής αφορά σε όλα τα αδικήματα του ΠΚ, αφού κάτι αντίθετο δεν προβλέπεται στη διάταξη του άρ 82Α ΠΚ. Μένοντας μόνο στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, η κατηγορία των ρατσιστικών εγκλημάτων μπορεί να διευρυνθεί, αγγίζοντας ακόμη και το σύνολο των ποινικών αδικημάτων στον ΠΚ.
Ποινικό ρατσιστικό έγκλημα και ηθικά κατακριτέο, μπορεί να είναι π.χ. η σωματική βλάβη ατόμου που επελέγη ως θύμα λόγω χρώματος, φυλής, γενετήσιου προσανατολισμού, αναπηρίας κλπ., μπορεί να θεωρηθεί και, π.χ. η ψευδορκία, εφόσον αυτή γίνεται σε βάρος ατόμου που επελέγη λόγω των χαρακτηριστικών που αναφέρονται στο άρθρο 82ΑΠΚ, ο εμπρησμός, εφόσον με την πυρκαγιά προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο με τα χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α ΠΚ, η πλαστογραφία, εφόσον προκλήθηκε βλάβη ή υπήρχε σκοπός βλάβης παθόντα με τα ίδια ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Με την απαλοιφή της έννοιας του «μίσους» και την αντικατάστασή της από την έννοια της επιλογής του θύματος λόγω των χαρακτηριστικών του, ποινικοποιείται, πλέον, από το Ν.4356/2018 που τροπ. το άρ.81Α ΠΚ, και ήδη με τον νέο ΠΚ, η διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος όταν η επιλογή του παθόντος γίνεται λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, θρησκείας, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, και επισύρονται επαυξημένες ποινές.
(«Άρθρο 81Α Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου το ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΙΝΗΣ διαμορφώνεται: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο της ποινής αυξάνεται στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά ένα (1) έτος. β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα (10) έτη, το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη. γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται. Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου ποσού μετατροπής.»
Κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, ανεξάρτητα αν είναι Έλληνες ή αλλοδαποί, απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων», ενώ ο εισαγγελέας πρέπει να ξεχωρίσει τα κίνητρα και να τονίσει το ρατσιστικό κίνητρο.
ΛΑΘΟΣ ΔΡΑΣΤΗ: Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή όταν ο δράστης στοχοποιεί ένα άτομο ή περιουσιακό στοιχείο γιατί πιστεύει ότι ανήκει στην προστατευόμενη ομάδα, παρότι δεν ανήκει σε αυτήν. Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρει το κίνητρο του δράστη και όχι η ταυτότητα του παθόντος ή η συμμετοχή του στην προστατευόμενη ομάδα (Εγκ.Εισ.Α.Π.05/2018, Π.Δ/νη 2019/127). Επομένως, το ιδιαίτερο αντικείμενο της εισαγγελικής έρευνας συγκεντρώνεται στην «επιλογή του παθόντος». Αν από τη διερεύνηση της υπόθεσης προκύψει ότι ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω ρατσιστικών κινήτρων, αποφασίζοντας να προσβάλει τα ατομικά του αγαθά ή την προσωπική του ακεραιότητα, ακριβώς λόγω των ανωτέρω χαρακτηριστικών του παθόντος, τότε το έγκλημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ρατσιστικό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το είδος του εγκλήματος.
Η εγκληματική συμπεριφορά
Χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένα άρθρα του Ειδικού Μέρους του Π.Κ, το άρθρο 82Α ΠΚ εισάγει στοιχεία εγκληματικής συμπεριφοράς που προσδίδουν στα εγκλήματα με ρατσιστικά εγκλήματα τα χαρακτηριστικά του Ιδιώνυμου Εγκλήματος. (είναι η άδικη πράξη που δε φέρει μεν τα βασικά χαρακτηριστικά εγκλήματος, αλλά τα τυπικά κάποιου άλλου βασικού αδικήματος. επομένως το αδίκημα εκείνο το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από έναν ειδικό ποινικό νόμο).
Καθίσταται Ιδιώνυμο διότι στη βασική συμπεριφορά του εκάστοτε βασικού εγκλήματος, προστίθεται η πρόσθεση του αντικειμενικού στοιχείου του «παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών του …» κ επομένως καθίσταται εξειδίκευση του βασικού εγκλήματος με αυτοτέλεια έναντι του τελευταίου.
Κοινωνική αναγκαιότητα
Η αυστηροποίηση της ποινικής απαξίας του ρατσιστικού φαινομένου, ως εισάγεται με το άρθρο 82Α ΠΚ, καταδεικνύει την πολιτειακή αναγνώριση των συνεπειών των εγκλημάτων αυτών καθώς και την αναγκαιότητα της προστασίας του θύματος και της κοινωνίας συνολικά. Πέρα από όσα ο νέος νόμος αναφέρει, απαιτείται να ληφθεί ειδική μέριμνα και σε άλλους τομείς πέραν του ποινικού, με βασικό γνώμονα την κοινωνικοποίηση των υποψήφιων θυμάτων και δραστών. Για την αποτελεσματικότητά τους είναι, εξ αντικειμένου, απαραίτητες η σύμπραξη και η συνεργασία του κράτους με τους τοπικούς φορείς, την τοπική κοινότητα, τις ενώσεις των πολιτών με σκοπό τη διασκόρπιση των αποτελεσμάτων στη κοινωνία και τη μακροπρόθεσμη επίδρασή τους σε αυτή.
Ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο, παρά την τιμωρητική &παιδευτική λειτουργία του ποινικού νόμου, δεν είναι αποτελεσματικό, πρώτον, εάν μένει ανεφάρμοστο, και, δεύτερον, εάν δεν συμπορεύεται με άλλα κοινωνικά μέτρα κ δράσεις της Πολιτείας που προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τονίζεται ότι ο όρος «έγκλημα μίσους» («hate crime») χρησιμοποιείται εκτενώς, ωστόσο υπάρχει και ο όρος «bias crime» που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «έγκλημα προκατάληψης». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο ορισμούς συνίσταται στο ότι το έγκλημα μίσους (hate crime) αποτυπώνει τις εγκληματικές ενέργειες εκείνες κατά τη διενέργεια των οποίων ο δράστης εμφορείται από μίσος για το θύμα του και αυτό εκφράζει μέσω της πράξης του. Στο πλαίσιο της έννοιας του εγκλήματος προκατάληψης (bias crime), ο δράστης δεν είναι απαραίτητο να διακατέχεται από το αίσθημα του μίσους προς το θύμα του, αλλά αρκεί να το επιλέγει λόγω μιας βαθιάς ριζωμένης προκατάληψης.
Ένα ακόμα στοιχείο, που βρίσκεται στον πυρήνα των εγκλημάτων μίσους είναι, ότι δε θέτουν στο επίκεντρο το θύμα, αλλά αυτό που το θύμα αντιπροσωπεύει.
Τα εγκλήματα μίσους προσβάλλουν ευθέως και στον πυρήνα της την ταυτότητα του ατόμου καθ’ εαυτή (φυλή, χρώμα, θρησκεία, σεξουαλικός προσανατολισμός κ.λπ.), πλήττουν δηλαδή αμέσως την ίδια υποκειμενική και υπαρξιακή του υπόσταση, με αποτέλεσμα να προκαλείται μεγαλύτερη βλάβη συγκριτικά με άλλου είδους εγκλήματα, καθώς το θύμα δεν είναι δυνατόν να αλλάξει βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του (π.χ. χρώμα δέρματος, σεξουαλική προτίμηση) ή δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα τα αποκηρύξει.
-Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως η διατήρηση της τυποποίησης του ρατσιστικού εγκλήματος σε αυτοτελή διάταξη του ΠΚ έχει ως απόρροια το ρατσιστικό κίνητρο να αξιολογείται από τον Εισαγγελέα ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά και στο στάδιο της αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης
Ο δράστης και το προφίλ του στο ρατσιστικό έγκλημα
Εκτιμάται ότι 49% των εγκλημάτων μίσους διαπράττονται από τους δράστες που είναι άγνωστοι στο θύμα. Τα επεισόδια λαμβάνουν χώρα συνήθως σε δημόσιους χώρους, συμπεριλαμβανομένων δρόμων, πάρκων, αστικών κέντρων και μέσων μαζικής μεταφοράς. Συγκεκριμένα, τα μέσα μεταφοράς φαίνεται να αποτελούν χώρους εντός τον οποίων εκδηλώνονται συχνά περιστατικά ρατσιστικής βίας και αισθήματα κοινωνικής δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, φόβου και θυμού ενάντια στο διαφορετικό, καθώς οι επιβάτες ερχόμενοι σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους της «διαφοράς» σε κλειστούς και συνωστισμένους χώρους, ενδέχεται να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις τους.
Κατά την έρευνα που διεξήγαγα διαπίστωσα τέσσερις κατηγορίες δραστών, ήτοι: τους δράστες που επιδιώκουν τη «συγκίνηση», τους «αμυντικούς» δράστες, τους «εκδικητικούς» δράστες-δράστες «των αντιποίνων» και τους δράστες που βρίσκονται σε «αποστολή» υπέρ της πατρίδας.
à Στην Ελλάδα: Η αποστροφή για την «αλλοδαπότητα» και τη διαφορετικότητα καταγράφηκε επιπλέον σε περιστατικά κατά ατόμων που θεωρούνται «ξένοι», αν και Έλληνες πολίτες. Οι άνθρωποι αυτοί στοχοποιούνται λόγω χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Οι δράστες αυτών των περιστατικών εκδηλώνουν εθνικιστικά αντανακλαστικά βάσει μιας απλουστευμένης αντίληψης που έχουν για τους δεσμούς αίματος μεταξύ των πολιτών ενός Κράτους. Οι ως άνω παρατηρήσεις επιβεβαιώνονται και ως προς τις επιθέσεις κατά ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος , Τρανς , Queer και Ίντερσεξ άτομα).
Τέλος, σημαντική αύξηση παρουσιάζουν οι καταγραφές περιστατικών με δράστες εμπλεκόμενους ένστολους. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών αυτών, τα θύματα κατήγγειλαν σωματική βία σε δημόσιο χώρο, αλλά και εντός αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας.
Το 2021 καταγράφηκαν 72 ρατσιστικά περιστατικά – ΛΟΑΤΚΙ (36 περιστατικά) και μετανάστες (28 περιστατικά) τα περισσότερα θύματα, ένα περιστατικό αφορούσε αναπηρία.
Σε 43 περιστατικά συμμετείχαν πολίτες ως δράστες, σε 7 περιστατικά οι δράστες ήταν δημόσιοι λειτουργοί και σε 20 οι θύτες ήταν ένστολοι.
Η έκθεση της οργάνωσης «Κράτος εν κράτει» μιλάει για συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας.
Κατά την ειδική έκθεση του Συνήγορου του Πολίτη, η πλειοψηφία των ρατσιστικών επιθέσεων, για διάφορους λόγους, είτε δεν καταγγέλλεται καθόλου, είτε καταγγέλλεται αλλά δεν καταγράφεται, είτε καταγράφεται αλλά όχι ως ρατσιστική.
Το πρόβλημα παραμένει δυσεπίλυτο για λόγους όπως:
α) η αδράνεια και απροθυµία αστυνοµικών, β) η άρνηση σύλληψης δραστών ή καταγραφής περιστατικών και, από την πλευρά των θυμάτων, α) ο φόβος είτε της σύλληψης είτε του στιγματισμού και β) η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να δικαιωθούν,
!!!!!Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για κλασική περίπτωση αθέατης εγκληματικότητας, στη έκταση της οποίας φαίνεται να συμβάλει η στάση και συμπεριφορά κρατικών οργάνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιοχές στις οποίες κατά τεκμήριο παρατηρείται ιδιαίτερη έξαρση του φαινομένου, όπως π.χ. σε μεγάλο τμήμα του κέντρου της Αθήνας, τα αστυνομικά τμήματα καταγράφουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ μικρό αριθμό περιστατικών όπου αναγνωρίζεται ρατσιστικό κίνητρο. Ο Συνήγορος του Πολίτη εκτιμά ότι η δραματική αύξηση του αριθμού των καταγγελιών για ρατσιστικές επιθέσεις αλλά και της κλιμακούμενης έντασης της βίας, από τον Μάιο του 2012 και μετά αντανακλά μεταξύ άλλων και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέτρεψαν την εκπροσώπηση στο εθνικό Κοινοβούλιο ενός ακροδεξιού κόμματος (της ΧΑ), το οποίο διακρίνεται για τον πρωτοφανή σε οξύτητα και επιθετικότητα εθνικιστικό/ρατσιστικό, ξενοφοβικό και μισαλλόδοξο πολιτικό λόγο.
Πρέπει επίσης να προβληματίσει ιδιαίτερα η καταγραφή περιστατικών βίας µε ρατσιστικό κίνητρο από παλιότερες ή νεοπαγείς οργανωμένες ομάδες, µε τρόπο δράσης που παραπέμπει σε άτυπες ρατσιστικές πολιτοφυλακές (ένοπλα σώματα που συγκροτούνται από πολίτες για τη διατήρηση της τάξης), ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιοχές (έχει καταγραφεί περιστατικό στην Κυψέλη).
Έντονη ανησυχία προκαλούν μαρτυρίες για την παθητική στάση αστυνομικών οργάνων σε τέτοιου είδους περιστατικά, και µία διαφαινόμενη απροθυμία έγκαιρης παρέμβασης ή και στη συνέχεια αποτελεσματικής διερεύνησης για την αποκάλυψη των δραστών. Ακόμη περισσότερο, όταν αστυνομικοί φέρονται να προβαίνουν σε καταχρηστική άσκηση βίας µε ρατσιστικά κίνητρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στην έκθεση του 2013 για θέματα ρατσισμού, διακρίσεων και μισαλλοδοξίας έχει εξάγει το συμπέρασμα ότι «οι δημόσιες αρχές διστάζουν να αναγνωρίσουν τη βαρύτητα και τον κοινωνικό αντίκτυπο του φαινόμενου. (το σκέφτηκα πολύ να το αναφέρω αυτό ενώπιών σας διότι είμαι και καθηγητής στη σχολή αξιωματικών της Ελληνικής αστυνομίας και νιώθω περίεργα, όμως όλες οι εργασίες και όλα τα άρθρα και η θεωρία που μελέτησα για να βγάλω ένα μικρό απόσταγμα της ύλης αυτής, ανέφεραν κάποια αρνητική στάση της αστυνομίας και οφείλουμε να την αποτυπώσουμε).
Πρόβλημα μεγάλο και δυσεπίλυτο δημιουργούν: -οι δραστηριότητες παλιά της «Χρυσής Αυγής» σε βάρος μεταναστών και άλλων, -ζητήματα που σχετίζονται με την αντιμετώπιση των μεταναστών και οι συλλήψεις πολιτικών και άλλων ατόμων που κατηγορούνται για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας. Τα πιο σημαντικά προβλήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καταγράφει η έκθεση του U.S. State Department, αφορούν σε απρόκλητη ρατσιστική βία κατά μεταναστών και ατόμων που θεωρούνται «ξένοι», όπως επίσης και οι συνθήκες σε κέντρα κράτησης μεταναστών και φυλακές, οι διακρίσεις εις βάρος των Ρομά και η εκμετάλλευση των παιδιών Ρομά.
Η αντιπρόσωπος του ύπατου αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Μαρία Κλάρα Μάρτιν, τόνισε ότι είναι εξαιρετικά λυπηρό στον 21ο αιώνα να υπάρχει ακόμα σε όλο τον κόσμο η βία λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, γλώσσας και ταυτότητας. Επίσης, δήλωσε σοκαρισμένη για την ρατσιστική επίθεση κατά ασυνόδευτων ανηλίκων σε δομή της Θεσσαλονίκης από Κουκουλοφόρους το 28-12-2020.
Άλλα ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ στα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν:
..σε κακομεταχείριση και παρατεταμένη κράτηση των παράνομων μεταναστών (στο Αλλοδαπών παρόλο που αθωώθηκαν ή εξέτισαν την ποινή τους, κρατούνται ακόμα και για 18 μήνες), στην περιορισμένη πρόσβαση στη διαδικασία αίτησης ασύλου (συρροή απορρίψεων ασύλου σε ποσοστό 80%+), στην κακομεταχείριση κρατουμένων από τις δυνάμεις ασφαλείας, στην κράτηση και απέλαση ασυνόδευτων ανηλίκων μεταναστών (μένουν σε δομές για μήνες), στην ανεπαρκή παροχή νομικής συνδρομής και κοινωνικής υποστήριξης προς τους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες (επέκταση θεσμού νομικής βοήθειας), σε περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου και της θρησκείας, στην ενδοοικογενειακή βία, σε περιστατικά αντισημιτισμού (η συστηματική αντίθεση προς την Εβραϊκή φυλή) και στην εμπορία ανθρώπων.
Μάλιστα, στο κεφάλαιο των παραβιάσεων και κακοποιήσεων, καταγράφονται καταγγελίες πολλών διεθνών οργανισμών και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) εναντίον αστυνομικών και μελών του Λιμενικού για κατάχρηση εξουσίας σε βάρος παράνομων μεταναστών και αιτούντων άσυλο και εναντίον σωφρονιστικών υπαλλήλων. Ειδικότερα, σημειώθηκαν πολλά περιστατικά κακοποίησης μεταναστών σε αστυνομικά τμήματα, κέντρα κράτησης και φυλακές, ενώ παρατίθεται και καταγγελία της οργάνωσης Human Rights Watch (HRW) για περιστατικά κακομεταχείρισης από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Ξένιος Ζευς» παλαιότερα.
Το προφίλ του θύματος στην Ελλάδα
Αξίζει να σημειωθούν και οι επιθετικές ενέργειες κατά προσφύγων που κατέγραψε το Δίκτυο σε άλλες εκφάνσεις της καθημερινότητας.
Διακρίνονται δύο βασικές τάσεις, ήτοι τα περιστατικά κατά τη μετακίνηση οικογενειών προσφύγων και ασυνόδευτων ανηλίκων με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τα περιστατικά με δράστες γείτονες ή ιδιοκτήτες ακινήτων στις οικίες που διαμένουν πρόσφυγες. Περαιτέρω, καταγράφηκαν και άλλα περιστατικά με θύματα μητέρες με παιδιά καθώς και περιστατικά κατά της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και κατά ΡΟΜΑ (Στα περιστατικά που καταγράφηκαν κατά Ρομά συγκαταλέγεται και η ανθρωποκτονία του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη στο Πέραμα από αστυνομικά πυρά-36 σφαίρες κατά των τριών νεαρών Ρομά!!!)
Ψυχολογικός αντίκτυπος στο θύμα
Οι αντιδράσεις των συγκεκριμένων θυμάτων περιλαμβάνουν θυμό, αίσθηση «σοκ», φόβο, κατάθλιψη, άγχος, και απώλεια αυτοπεποίθησης. Μάλιστα, η βλάβη που δέχεται το θύμα ενός εγκλήματος μίσους στην αυτονομία του, δηλαδή την αίσθηση ότι ελέγχει την ζωή του, και στην προσωπική του αξιοπρέπεια, είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι σε ένα θύμα του ίδιου εγκλήματος όταν τελείται χωρίς κίνητρο μίσους. Είναι πολύ συχνότερη η εμφάνιση κατάθλιψης, τάσεων απομόνωσης, άγχους κ.λπ. στα θύματα τέτοιου είδους εγκλημάτων απ’ ότι στα υπόλοιπα εγκλήματα.
Δεν αποκλείεται ο στιγματισμός αυτός του θύματος να φτάνει σε ακραία αποτελέσματα, όπως την προσπάθεια να «αλλάξουν» ώστε να μην στοχοποιηθούν ξανά, ή ακόμη και την αυτοκτονία.
Τελευταίος παράγοντας που επιδεινώνει τη ψυχολογική κατάσταση του θύματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν τα τυχόν παρευρισκόμενα κατά την επίθεση άτομα. Τα χαμηλά επίπεδα υποστήριξης του θύματος από τους μάρτυρες που έτυχε να βρίσκονται στο τόπο και το χρόνο της επίθεσης, καθορίζουν αρνητικά τα μετατραυματικά συμπτώματα των θυμάτων, ενώ η προσπάθεια αποτροπής της και η συμπαράσταση προς το θύμα διευκολύνουν τη προσαρμογή, διότι το απενοχοποιούν και το κάνουν να πιστέψει ότι δεν έφταιξε για ό,τι συνέβη. Συνήθως, οι παρευρισκόμενοι θεατές θεωρούν τα θύματα υπεύθυνα για την κακοτυχία τους, τα λυπούνται ή απλά τα αγνοούν. Πολλές φορές τέλος, είτε από αδιαφορία ή προσωπικό φόβο σπεύδουν να εγκαταλείψουν το τόπο της επίθεσης και αρνούνται απλά να παράσχουν την οποιαδήποτε βοήθεια.
Σε ορισμένες χώρες δεν αναγνωρίζεται η ρατσιστική βία είτε γιατί η αστυνομία δείχνει απρόθυμη να αποδώσει το ρατσιστικό κίνητρο που παρουσιάζει δυσχέρεια απόδειξης ενώ αντ ‘αυτού επικεντρώνεται στην εγκληματικότητα των μεταναστών, είτε γιατί οι επίσημες στατιστικές και το ποινικό δίκαιο έχουν την τάση να βλέπουν τη ρατσιστική βία σαν μεμονωμένα περιστατικά βίας, παρά σαν μια διαδικασία, η οποία όχι μόνο περιλαμβάνει έναν αριθμό καταστάσεων θυματοποίησης αλλά και καλλιεργείται μέσα σε μια κοινωνία.
Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (1966), αναφέρεται στην υποχρέωση των κρατών να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, και να προωθούν αυτόν το σεβασμό, αναγνωρίζοντάς τα, ως τη βάση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο. Επίσης, τονίζεται πως «το ιδανικό των ανθρώπινων υπάρξεων που είναι ελεύθερα και απαλλαγμένα από το φόβο και τη δυστυχία, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον δημιουργηθούν προϋποθέσεις με τις οποίες ο καθένας θα μπορεί να απολαμβάνει τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά του δικαιώματα καθώς και τα αστικά και πολιτικά του.». Στην ίδια κατεύθυνση, και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
Στις 21 Δεκεμβρίου 1965, υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών η Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων, η οποία αποτελεί ίσως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για την καταπολέμηση των διακρίσεων και της καταπάτησης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών
ΕΣΔΑ: Με το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου, που ετέθη σε ισχύ στις 1.4.2005 και το οποίο η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει κυρώσει ακόμη (!!!), ορίζεται ειδικότερα ότι: «Η απόλαυση κάθε δικαιώματος που προβλέπεται στο νόμο πρέπει να διασφαλίζεται χωρίς καμία διάκριση, που βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την πολιτική ή άλλη γνώμη, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση». Στην παρ. 2 σημειώνεται εξάλλου ρητά ότι: «Κανείς δεν θα υφίσταται διακρίσεις από οποιαδήποτε δημόσια αρχή ιδίως βάσει των λόγων που αναφέρονται στην παρ. 1».
Η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας εντάχθηκε στο πλαίσιο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με την απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, με την οποία η ΕΕ παρενέβη στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών ως προς δύο είδη αδικημάτων. Ζήτησε αφενός να ποινικοποιήσουν την από πρόθεση δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους με ρατσιστικό κίνητρο, (δηλ. κατά προσώπων που προσδιορίζονται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών τους, ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής τους), δηλ. να αναγάγουν σε έγκλημα τη δημόσια ρητορεία βίας, και αφετέρου να προβλέψουν επιβάρυνση της ποινής για την τέλεση οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος από ρατσιστικά ή ξενοφοβικά κίνητρα, δηλ. την επιβάρυνση της ποινής των εγκλημάτων ρατσισμού
………….//………….
Δεδομένου ότι το ρατσιστικό κίνητρο συνδέεται άμεσα με τις αντιλήψεις που έχει υιοθετήσει ο δράστης, η απόδειξή του είναι ένα ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Σε πολλές περιπτώσεις ο τρόπος τέλεσης του αδικήματος πιστοποιεί την ύπαρξή του, όπως π.χ. ο σχεδιασμός σβάστικας σε Συναγωγή των Εβραίων. Ωστόσο, η διαπίστωσή του δεν είναι πάντα τόσο προφανής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σχετική έρευνα από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εστιάζεται σε προηγούμενες συμπεριφορές του δράστη, σε στοιχεία της προσωπικότητάς του, στις γενικότερες αντιλήψεις του σε συνδυασμό με τις συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, τα οποία αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για τη διάγνωση της ενοχής του (π.χ. επίθεση κατά των μεταναστών ύστερα από συγκέντρωση – ομιλία, στην οποία επιδοκιμάζεται η βία του ρατσισμού
Για τη στοιχειοθέτηση ενός εγκλήματος μίσους απαιτείται η συνδρομή δύο βασικών στοιχείων, ήτοι:
πρώτον, η διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος, (όπως απειλή, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σωματική βλάβη, ανθρωποκτονία ή και κάθε άλλο αδίκημα που προβλέπεται σε ποινικό νόμο) το οποίο στρέφεται κατά ατομικού ή κοινωνικού έννομου αγαθού, και
δεύτερον η σύνδεση αυτού του ποινικού αδικήματος με κίνητρα μίσους, προκατάληψης, εχθρότητας ή ρατσισμού με μία κατηγοριοποιημένη ομάδα πληθυσμού, εξαιτίας του στίγματος, που αυτή η ομάδα φέρει κοινωνικά και η οποία εκπροσωπείται μέσα από την επιλογή του θύματος. Η επίθεση του δράστη είναι μεν απρόκλητη, το θύμα όμως δεν επιλέγεται τυχαία ως άτομο, αλλά επειδή ανήκει σε μια ομάδα που συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος τους.
Τέλος μπορούμε να αναφέρουμε τα είδη του ρατσισμού:
Φυλετικός: με κριτήριο διάκρισης των ατόμων το χρώμα του δέρματος (λευκοί, μαύροι, ερυθρόδερμοι, κιτρινόχρωμοι) είτε με βάση διαχωρισμού τη φυλετική καταγωγή (ξανθή Άρεια φυλή – Εβραίοι).
Εθνικός: διαφοροποίηση των ανθρώπων με γνώμονα την εθνική τους καταγωγή (στον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο το γερμανικό έθνος θεωρούσε ότι ήταν ανώτερο από τα άλλα).
Θρησκευτικός: η διάκριση των ατόμων εστιάζεται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους (Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες). Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν σε διάφορες θρησκείες. Αυτό φυσικά δεν τους κάνει ανώτερους οι κατώτερους από κάποιους άλλους, μιας και όλοι είναι απλά άνθρωποι, ίδιοι, απλά με διαφορετικά πιστεύω και χαρακτηριστικά.
Πολιτισμικός: οι λαοί διαιρούνται με κριτήριο το πολιτιστικό τους επίπεδο (πολιτιστική ανωτερότητα του δυτικού κόσμου σε σχέση με τον υπανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο)
Κοινωνικοοικονομικός: με κριτήριο την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ατόμων (πλούσιοι-φτωχοί), το μορφωτικό τους επίπεδο (μορφωμένοι-αμόρφωτοι), το φύλο (γυναίκες-άνδρες), το επάγγελμα (πνευματικοί άνθρωποι-χειρώνακτες), τη σωματική ή νοητική ικανότητα (αρτιμελείς-άνθρωποι με ειδικές ανάγκες), την υγεία, τις συνήθειες, τη σεξουαλική συμπεριφορά (φορείς του AIDS, εξαρτημένοι σε εθιστικές ουσίες, ομοφυλόφυλοι), την εμφάνιση.
Πολιτικός: διάκριση των ατόμων με κριτήριο την πολιτική τους ιδεολογία και την κομματική τους ένταξη (δημοκράτες, συντηρητικοί, φιλοβασιλικοί)
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΥΛΟΥ (Δικηγόρος Πειραιά) Οπαδική βία και η επαναφορά του Ιδιώνυμου. Μπορεί να είναι μέρος της λύσης στο πρόβλημα;
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΙΔΙΩΝΥΜΟΥ ΣΑΝ ΛΥΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ.
Αγαπητοί κύριοι και κυρίες Σύνεδροι,
Η τοποθέτηση μου επί των ζητημάτων που συνολικά αναφέρονται στα πλαίσια των αδικημάτων της λεγόμενης «οπαδικής ή αθλητικής βιας» γίνεται με αφορμή πρόσφατες, αλλά και παλαιότερες, σκέψεις, δημοσιεύματα, αναλύσεις, αναφορές, δικαστική και τελικά πολιτική βούληση επί του τρόπου αντιμετώπισης της.
Μάλιστα τούτη την ώρα που γίνεται η συζήτηση μας, ξεκινά ένα από τα λεγόμενα «μεγάλα ντέρμπι» του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο συγκεντρώνει τα βλέματα των ελλήνων φιλάθλων, μερικές εκατοντάδες μέτρα από εδώ που βρισκόμαστε. Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι παρά το σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, ο αθλητισμός, για μερίδα των συμπολιτών μας αποτελεί μια καθημερινή απασχόληση που τους κεντρίζει το ενδιαφέρον, ενώ ειδικά για το ποδόσφαιρο είναι χαρακτηριστική η φράση ως «όπιο των λαών».
Είναι, κατά συνέπεια, για την κοινωνία μας και για τον νομικό κόσμο απαραίτητο να ασχοληθεί επί των ζητημάτων που γεννούνται στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας εντός των πλαισιών του αθλητισμού.
Πλαισίων που είναι σε πολλές περίπτωσεις δυσδιάκριτα, αφού οι παραβάτες έχουν προέλευση από άλλους χώρους και βρίσκουν «καταφύγιο» στην ομάδα, στα λεγόμενα «οπαδικά κινήματα» και στους χώρους που αυτά κινούνται.
Η αντιμετώπιση της λεγόμενης οπαδικής βίας έχουν χρειαστεί αρκετές Νομοθετικές ρυθμίσεις, κατά καιρούς, σε όλες τις μορφές, από το πλέγμα Νόμων και τροπολογιών, έως και την θεσμοθέτηση κανόνων λειτουργίας εντός και εκτός αθλητικών εγκατάστασεων. Η νομοθετική ρύθμιση που περισσότερο από όλες έμεινε γνωστή, συγκέντρωσε τα «φώτα» της δημοσιότητας, τις «ευλογίες» αλλά και τα «πυρά» της κοινωνίας, ανάλογα από την σκοπιά του καθενός εξ ημών, δεν μπορεί να είναι άλλη από τον λεγόμενο «Νόμο Ορφανού», που πήρε το όνομα της από τον τότε Υφυπουργο Αθλητισμού, το έτος 2006 και καταργήθηκε αργότερα από τον νεότερο Υφυπουργό Αθλητισμού, Γιάννη Ιωαννίδη. Χαρακτηριστικό ότι αμφότεροι υπήρξαν άνθρωποι του αθλητισμού, πριν την πολιτική διαδρομή τους, αλλά και μέλη του ίδιου πολιτικού χώρου.
Η στυγνή δολοφονία του 19χρονου Αλκη, πριν λίγους μήνες στην Θεσσαλονίκη, γιατί δεν απάντησε ανάλογα στην ερώτηση “τι ομάδα είναι”, ήταν για πολλούς η σταγόνα αίματος που ξεχείλισε το ποτήρι ώστε να επανέλθει η συζήτηση για την επαναφορά του λεγόμενου “ιδιώνυμου” σε αδικήματα οπαδικής βίας. Ομως, αν κάποιος επιχειρήσει μια βόλτα στο Διαδίκτυο, θα δει ότι τα όσα λέγονται τώρα είχαν ειπωθεί και μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Φιλόπουλου, το 2007, στο ραντεβού θανάτου μεταξύ οπαδών του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στην Παιανία, και μετά τον θάνατο από ξυλοδαρμό του φιλάθλου του Εθνικού Κώστα Κατσούλη, το 2014, από οπαδούς του Ηροδότου, και μετά τα όσα συνέβησαν στο «Πανθεσσαλικό» στον τελικό ΠΑΟΚ – ΑΕΚ στο περίφημο ραντεβού στην “γεφυρα” στον Βόλο, και βέβαια πριν από περίπου δύο έτη, όταν έπεφτε νεκρός, πάλι στη Θεσσαλονίκη, ο Βούλγαρος οπαδός Τόσκο Μποζατζίσκι.
Το 2006, ο τότε υφυπουργός Γιώργος Ορφανός νομοθετεί και βάζει στην καθημερινότητά μας τον όρο «ιδιώνυμο αδίκημα», δηλαδή την άμεση φυλάκιση όσων αποδεδειγμένα μετείχαν σε επεισόδια σε γήπεδα. Ο Νόμος Ορφανού δεν κράτησε για πολύ (περίπου 2 έτη), καθώς ο διάδοχός του Γιάννης Ιωαννίδης τον έβαλε στο ντουλάπι της ιστορίας. Το 2012, το ιδιώνυμο επανήλθε με τον νόμο Γερουλάνου – Μπιτσαξή, ο οποίος όμως έθετε πιο αυστηρά κριτήρια για την εφαρμογή του (οι δράστες να είναι υπότροποι ή ιδιαίτερα επικίνδυνοι), ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε και ο Σταύρος Κοντονής με νεότερο νομοσχέδιο ενώ αλλαγές θέλησε να επιφέρει και ο νυν Υπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης. Μάλιστα μετά τα επεισόδια του Βόλου το 2017 γραφόταν ότι ο τότε Υφυπουργός κ. Βασιλειάδης σκεπτόταν να επαναφέρει τον Νόμο Ορφανού.
Παρατήρηση – Όλοι οι πολιτικοί, όλων των παρατάξεων είχαν, κατά την άποψη του ομιλητή καλές προθέσεις. Τα αποτελέσματα δεν ήταν το ίδιο. Προσπάθησαν με μια “δρακόντεια” διάταξη να καταδείξουν την πρόθεσή τους και τελικά την πρόθεση της κοινωνίας να παταχθεί ένα κοινωνικό φαινόμενο μέσω της αυστήρης αντιμετώπισης του με την σχετική Νομοθετική ρύθμιση.
Όμως, αρχικά να διευκρινήσουμε τι σημαίνει ιδιώνυμο – Σε απλή ορολογία Ιδιώνυμο χαρακτηρίζεται το αδίκημα εκείνο το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από ειδικό ποινικό νόμο. Κατά μία εκδοχή το αδίκημα που λαμβάνει τον χαρακτηρισμό του ιδιώνυμου αποτελεί «παραλλαγή» και ταυτόχρονα παρέκκλιση κάποιου βασικού εγκλήματος. Και αυτό διότι ο ειδικός νόμος που περιγράφει την αξιόποινη πράξη κατά κανόνα αυστηροποιεί το πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισής της (πρόβλεψη για επιβολή μεγαλύτερων ποινών, διεύρυνση του χρόνου παραγραφής κ.ά.).
Ωστόσο, άλλοι νομικοί κάνουν λόγο για «ιδιάζουσες περιστάσεις οι οποίες επηρεάζουν τόσο βαθιά την ηθικοκοινωνική απαξία, ώστε να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του βασικού εγκλήματος». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος «ιδιώνυμο» χρησιμοποιήθηκε, πρώτη φορά, στο νομικό μας σύστημα το 1929 με τον Νόμο 4229, ο οποίος ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου – προσοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, για να μην υπάρξει κάποιο μπέρδεμα, ειδικά από τους νεότερους στο ακροατήριο.
Ηταν νόμος περί «μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών», ο οποίος είχε ως στόχο την ποινικοποίηση ιδεών που κρίνονταν «ανατρεπτικές» ή «αναρχικές» και χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός καταστολής των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για το πρώτο νομοθετικό μέτρο κατά του ΚΚΕ. Με ότι αυτό συνεπάγεται και με την ερμηνεία που ο καθένας θέλει να δώσει.
Όμως στην προκειμένη περίπτωση, η αυστηρή αντιμετώπιση του φαινομένου μπορεί να δώσει λύση? Ερώτημα στο οποίο οι απόψεις διίστανται. Διότι η κοινωνική απαξία της πράξης, η ιδιάζουσα περίσταση της, μπορεί να οδηγήσει με την ίδια έννοια του ιδιώνυμου αδικήματος – πέραν της όποιας ιδιαίτερης ιστορικής της φόρτισης- να χαρακτηριστεί βαθιά ρατσιστική. Σημαίνει ότι δημιουργείται ένα καθεστώς εξαίρεσης για μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (δεν έχει επί της αρχής καμία σημασία πόσο συμπαθής ή αντιπαθής είναι), η οποία στερείται μια σειρά δικαιωμάτων που σχετίζονται με τη δίκαιη δίκη, την αναλογικότητα των ποινών, τον ανασταλτικό τους χαρακτήρα κ.λ.π.
Κίνδυνος άμεσης φυλάκισης, για μια μέρα, για δέκα ημέρες, για δύο μήνες, για οποιαδήποτε ποινή ή αδίκημα χωρίς καμία άλλη εναλλακτική και δίχως εξέταση της υπόθεσης έστω στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως αδικήματος (π.χ. εξύβριση, απειλή, βιά κατά υπαλλήλου, σωματικές βλάβες ή φθορά ξένης ιδιοκτησίας κ.α.), την στιγμή που βαρύτατες πράξεις – αδικήματα σε όλη την γκάμα του ποινικού κώδικα ή άλλων ειδικών ποινικών νόμων (γνωστοί σε όλους μας) μπορεί να ανασταλλεί η εκτέλεση της ποινής για πολλές και διαφορετικές αιτίες.
Προσοχή: στερείται βασικά δικαιώματά του ο κάθε κατηγορύμενος για το ίδιο ακριβώς αδίκημα, που αν συμβεί σε χώρο ανεξάρτητο από τις οπαδικές προτιμήσεις, θα κριθεί με διαφορετικό τρόπο και δεν θα πάει φυλακή ο καταδικασμένος. Μπορεί ένα τέτοιο καθεστώς εξαίρεσης να γίνεται αποδεκτό σε μια δημοκρατική Πολιτεία, δηλαδή να οδηγούμαστε στο σημείο που να μην απολαμβάνει ο κάθε πολίτης βασικές αρχές ενός κράτους δικαίου, που αποτελούν θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος και του νομικού πολιτιτισμού μας. Κανείς, θεωρώ, δεν μπορεί να απαντήσει θετικά σε μια τέτοιου είδους νομοθετική ρύθμιση. Και τι θα συμβεί, για παράδειγμα, εάν ο κατηγορούμενος στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τελικά αθωωθεί?
Σε αντιδιαστολή, θα απαντήσει κάποιος, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο κ. Ορφανός πρόσφατα ερωτηθείς για τον Νόμο του, ότι «Στην αρχή και εμείς δεν το περιμέναμε να αποδώσει τόσο άμεσα αυτό το μέτρο. Όταν εφαρμόστηκε ο συγκεκριμένος νόμος είχαμε 60% μείωση των επεισοδίων. Μετά έγινε οπισθοχώρηση. Πήγε πίσω μια κοινωνική κατάκτηση για ένα μεγάλο πρόβλημα.
Η διάταξη που ψηφίστηκε δεν έστελνε κανέναν απευθείας στη φυλακή. Προσδιόριζε αδικήματα και καθόριζε ποινές, όπως συμβαίνει παντού, σε όλες τις παραβατικές πράξεις. Από εκεί και πέρα, ήταν και είναι στην ευχέρεια της Δικαιοσύνης να πράξει τα δέοντα. Να επιβάλει, δηλαδή, τις ανάλογες ποινές. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να σταματήσει η ατιμωρησία που υπήρχε και δυστυχώς υπάρχει ακόμα και σήμερα. Και με την ευκαιρία να αναφέρω ότι ο λαός μας λέει το εξής σοφό: “O φόβος φυλάει τα έρμα”. Οι χούλιγκαν δεν τολμούσαν να κάνουν επεισόδια και η Πολιτεία οφείλει να υπερασπιστεί το δικαίωμα των ποδοσφαιρόφιλων να πηγαίνουν στο γήπεδο». (SportFm – 2022)
Όταν εφαρμόστηκε το ιδιώνυμο στον αθλητισμό τα κρούσματα βίας στο επαγγελματικό πρωτάθλημα μειώθηκαν κατά 80% (σύμφωνα με μελέτες της ΕΛ.ΑΣ.), ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι πωλήσεις των εισιτηρίων. Η αιτία της βελτίωσης των συνθηκών πιθανόν να ανάγεται στο γεγονός ότι ήταν πως ﷽γεγονί, για παρατα βιολιολι ον Οκτ ΤΟΥ ΙΔΙΩΝΥΜΟΥ ΣΑΝ ΛΥΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ οι θερμόαιμοι της εξέδρας γνώριζαν πως ενδέχεται να βρεθούν στην φυλακή αν συλληφθούν για πρόκληση επεισοδίων στα γήπεδα. Ευπρόσωπα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το ιδιώνυμο έφερε σχετική ηρεμία στις εξέδρες μέχρι που καταργήθηκε.
Σήμερα επανέρχονται οι σκέψεις για επαναφορά του ιδιώνυμου γιατί τα ελληνικά γήπεδα και όχι μόνο έχουν γίνει το βασίλειο του χουλιγκανισμού. Πιθανές αλλαγές θα μπορούσαν να είναι, η μετά την σύλληψη του προσώπου επιβολή περιοριστικών όρων στους κατηγορουμένους ώστε να τους απαγορεύεται η παρουσία τους σε αθλητικούς χώρους για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και μόνο η περαιτέρω τέλεση εκ μέρους τους νέων σχετικών αδικημάτων να οδηγεί σε φυλάκιση τους. Η εφαρμογή τέτοιου είδους διατάξεων, που εν μέρει ήδη ισχύουν, ειδικά με τα υπάρχοντα τεχνικά μέσα σε Αστυνομικά Τμήματα ή άλλους χώρους δείχνει μάλλον δύσκολα εφαρμόσιμη, όμως το κυριότερο είναι να εξαλειφθεί η γάγγραινα του χουλιγκανισμού και να μπορούμε όλοι μας, μαζί με τα παιδιά μας, να χαρούμε όλους τους αθλητικούς χώρους.
Τελικά στην απάντηση του σχετικού ερωτήματος μπορούμε να δώσουμε μια συγκερκιμένη απάντηση? Μάλλον ειναι μια δύσκολη εξίσωση, όμως θα ήθελα να μοιραστώ μια προσωπική εμπειρία ώστε να γίνει εντιληπτό το πως αντιμετώπιζαμε το πρόβλημα σε πρακτικό επίπεδο. Το διάστημα που ήταν σε ισχύει ο Νόμος Ορφανού κληθηκα κατά την αυτόφωρη διαδικασία να υπερασπιστώ 3 νεαρούς, κατηγορούμενους για αδικήματα αθλητικής βίας, ήτοι εξύβρσης απείλης, αντίστασης κατά Αστυνομικών υπαλλήλων, σωματική βλάβη κατά Αστυνομικών και φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Τρεις νεαρούς φοιτητές, οι οποιοι σήμερα είναι ο ένας ναυπηγός, ο δεύτερος επιχειρηματίας και ο τρίτος ιδιωτικός υπάλληλος. Οι νεαροί κινδύνευαν να οδηγηθούν άμεσα στην φυλακή σε περίπτωση καταδίκης τους, με άγνωστά αποτελέσματα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Μετά κόπων και βασάνων η διαδικασία στο αυτόφωρο πλημμελειοδικείο αναβλήθηκε 2 φορές, μάλλον με την επιείκια του Δικαστηρίου και των τότε Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών του, οι οποίοι γνώριζαν τις επιπτώσεις τυχόν καταδίκης τους, η οποία “έμοιαζε” πολύ πιθανή από το υλικό της δικογραφίας και από “σκόνη” που είχε σηκωθεί λόγω των επεισοδίων που είχαν λάβει χώρα στο συγκεκριμένο αγώνα.
Μετά το πέρας 5 ετών, όπου η υπόθεση αναβλήθηκε άλλες 6 φορές (κυρίως λόγο πέρατος του ωραρίου των Γραμματέων, αφού πλέον είχαμε βρεθεί εκτός αυτόφωρης διαδικασίας), με την “άνεση” που παρείχε η αλλαγή του Νομοθετικού πλαισίου, τελικά και οι 3 νεαροί αθώωθηκαν, αφού δεν μπορούσε να υπάρξει θετική ταυτοποίησή τους από τους 12 μάρτυρες Αστυνομικούς και 3 Δημοσιογράφους, που προσήλθαν να καταθέσουν για την υπόθεση. Οι οικογένεις τους αναριωτούνται έως και σήμερα πως θα είχε εξελιχθεί η ζωή των ιδίων και των οικογένειων τους, αν εκείνες τις πρώτες ημέρες, κατά την αυτόφωρη διαδικασία, είχε υπάρξη καταδίκη τους και τελικά είχαν οδηγηθεί στην φυλακή. Τροφή για σκέψη, για όλους μας όταν επιθυμούμε να εφαρμόσουμε αυστηρές Νόμοθετικές ρυθμίσεις, ακόμα και εάν οι προθέσεις είναι καλές….
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΘΕΟΔΩΡΑ ΓΚΟΓΚΑ (Δικηγόρος του Κέντρου γιαταΈμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα "ΔΙΟΤΙΜΑ", ΜΔΕ Σπουδών Φύλου / Ερευνήτρια σε ζητήματα φύλου) Το φαινόμενο της Εμπορίας Ανθρώπων με έμφαση στον μεταναστευτικό και προσφυγικό πληθυσμό
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΤΖΟΥΛΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ - ΣΤΡΑΓΓΑ (ομ. Καθηγήτρια του Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος) Υποκλοπές: συνταγματικές παράμετροι
ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ
Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ομότιμη καθηγήτρια Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Παρακολουθώντας μακρόθεν, λόγω προσωρινής διαμονής μου στο Λουξεμβούργο, τις πολυπληθείς συζητήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των συναδέλφων μου συνταγματολόγων σε σχέση με το διαχρονικό και σε όλα τα καθεστώτα ανακύπτον πρόβλημα των υποκλοπών – άλλως επισυνδέσεων, κατά τη σύγχρονη ορολογία – αναρωτήθηκα αν πράγματι η συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών και μάλιστα και εις βάρος πολιτικών προσώπων, όπως στην περίπτωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, και ο προσδιορισμός των νομικών συνεπειών τους είναι τόσο πολύπλοκα ζητήματα, ώστε να χυθεί τόσο μελάνι και να προκληθεί τόσο «συνταγματικό» πάθος. Από την άλλη πλευρά, δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι η πολιτική αξιολόγηση είναι ικανή να προκαλέσει ατέρμονες συζητήσεις οι οποίες, όπως είναι φυσικό, ποικίλλουν ανάλογα και με την πολιτική τοποθέτηση των συνταγματολόγων. Χωρίς να αμφισβητώ το ότι το Σύνταγμα είναι νόμος πολιτικός, προσπάθησα σε όλη την ακαδημαϊκή μου πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό να οριοθετώ σαφώς τη συνταγματική από την πολιτική αξιολόγηση γεγονότων.
Και όμως η συνταγματική αξιολόγηση των συγκεκριμένων υποκλοπών και των νομικών συνεπειών τους –με εξαίρεση ίσως το πολυπλοκότερο ζήτημα της συνταγματικής νομιμότητας της επίμαχης παρακολούθησης αρχηγού πολιτικού κόμματος και ευρωβουλευτού– δεν απαιτεί σε πολλά ζητήματα παρά στοιχειώδεις γνώσεις συνταγματικού δικαίου. Κυρίως το άμεσο ή έμμεσο αίτημα ορισμένων συναδέλφων μου συνταγματολόγων προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να παραιτηθεί, ως δήθεν συνταγματική επιταγή, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο Σύνταγμα.
Πράγματι στο ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνεται ρητώς το απόρρητο της «ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» και μάλιστα ως «απόλυτα απαραβίαστο» (άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο 1). Παρ’όλη όμως αυτή την διακηρυσσόμενη απολυτότητα του απαραβιάστου, το ίδιο το Σύνταγμα στο δεύτερο εδάφιο της ιδίας συνταγματικής διάταξης προβλέπει τη δυνατότητα εξαιρέσεων, ορίζοντας ταυτοχρόνως και τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους. Ανατίθεται, συγκεκριμένα, στον κοινό νομοθέτη να ορίσει «τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Τέλος, το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη και τον καθορισμό των σχετικών με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής η οποία διασφαλίζει το ανωτέρω απόρρητο. Πράγματι τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές υλοποίησε ο κοινός νομοθέτης βασικά με τον Νόμο 2225/1994 «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» και τον Νόμο 3115/2003 «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 του Νόμου 4790/2021.
Τρία είναι τα ζητήματα τα οποία ήταν αναγκαίο να κριθούν από συνταγματική σκοπιά: Πρώτον, υπόκειται ο αρχηγός κόμματος ή/και ο βουλευτής στις ανωτέρω εξαιρέσεις του άρθρου 19; Δεύτερον, οι συγκεκριμένες υποκλοπές ήταν νόμιμες ή παράνομες; Τρίτον, η παραίτηση του Πρωθυπουργού ήταν συνταγματικώς επιβεβλημένη; Σε αυτά τα τρία ερωτήματα θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις με βάση μόνον το ισχύον Σύνταγμα.
Η ευρωπαϊκή διάσταση των υποκλοπών δεν είναι δυνατόν να ερευνηθεί στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Περιορίζομαι απλώς να αναφέρω ότι ανάλογη προστασία με το ελληνικό Σύνταγμα παρέχουν και διεθνή κείμενα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔ της ΕΕ). Η συνταγματική προστασία ενισχύεται συνεπώς, τουλάχιστον καταρχάς, από την ΕΣΔΑ, τον ΧΘΔ της ΕΕ και ιδίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εντούτοις, το άρθρα 8 της ΕΣΔΑ (στο οποίο σημειωτέον γίνεται λόγος για προστασία της αλληλογραφίας και όχι των επικοινωνιών) θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με το γράμμα του, ότι παρέχει μικρότερη προστασία του απορρήτου σε σχέση με το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. Αυτό συμβαίνει διότι το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ ναι μεν απαιτεί και αυτό την ύπαρξη νόμου για την επέμβαση δημόσιας αρχής στο δικαίωμα προστασίας των επικοινωνιών, πλην όμως διευρύνει, σε σύγκριση με το ελληνικό Σύνταγμα, τις εξαιρέσεις για τις οποίες επιτρέπεται η παραβίαση του απορρήτου. Στους λόγους εθνικής ασφάλειας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 19 παρ. 1 Συντ.) προστίθενται η δημόσια ασφάλεια, η οικονομική ευημερία της χώρας, η προάσπιση της τάξεως και η πρόληψη ποινικών παραβάσεων, η προστασία της υγείας ή της ηθικής ή η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων (άρθρο 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ).
– Ουσιαστικό και προσωπικό προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ.
Με αφορμή την παρακολούθηση των επικοινωνιών του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υποστηρίχθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. περί προστασίας του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου και κυρίως οι εκεί προβλεπόμενες εξαιρέσεις δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί βουλευτών και γενικότερα πολιτικών προσώπων. Για την κατηγορία αυτή εφαρμόζεται η, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από συναδέλφους, ειδική σε σχέση με το 19 παρ. 1 Συντ. διάταξη του άρθρου 61 Συντ. περί ανευθύνου των βουλευτών, η οποία θεωρείται ότι καθιερώνει ένα ειδικό βουλευτικό απόρρητο. Πιo συγκεκριμένα έγινε επίκληση του άρθρου 61 παρ. 3 Συντ., σύμφωνα με το οποίο ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε. Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη, σύμφωνα με το γράμμα τους οι διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 και 61 παρ. 3 Συντ. έχουν διαφορετικό ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής: προστασία του απορρήτου η μεν, καθιέρωση του ανευθύνου των βουλευτών η δε. Συνεπώς, δεν μπορεί να τεθεί εν προκειμένω ζήτημα για σχέση γενικής και ειδικής διάταξης. Περαιτέρω, ουδαμώς μπορεί να συναχθεί από το Σύνταγμα η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να εξαιρέσει τους βουλευτές από την προστασία του απορρήτου στο άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. και να τους υπαγάγει σε σχέση με το απόρρητο σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς. Εν πρώτοις, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση ως προς τον κύκλο των προσώπων που εμπίπτουν σε αυτή. Η αποδοχή της άποψης ότι ο συντακτικός νομοθέτης εξήρεσε τους βουλευτές από την προστασία του απορρήτου στο άρθρο 19 παρ. 1 θα οδηγούσε στη δυνατότητα διεύρυνσης της προστασίας των βουλευτών έναντι των λοιπών πολιτών και σε σχέση και με άλλες συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Μια τέτοια όμως ερμηνεία θα κατέλυε το σύστημα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγκαθίδρυσε ο συντακτικός νομοθέτης. Όπου ο τελευταίος θέλησε να διαφοροποιήσει την έκταση της συνταγματικής προστασίας σε σχέση με μια κατηγορία ατόμων, το έπραξε ρητά (όπως λ.χ. στο άρθρο 16 ως προς την προστασία των καθηγητών των ΑΕΙ και αυτήν του υπολοίπου διδακτικού προσωπικού).
Κατά συνέπεια, και οι βουλευτές υπόκεινται κατ’αρχήν στις συνταγματικές εξαιρέσεις της προστασίας του απορρήτου. Είναι δε άλλο το ζήτημα, αν η ιδιότητα του βουλευτή ή και του (απλού) αρχηγού κόμματος θα πρέπει να ληφθεί υποχρεωτικά υπόψη κατά τον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας συγκεκριμένης υποκλοπής. Με δεδομένο ότι ο υποστάς την υποκλοπή αρχηγός κόμματος δεν είναι και βουλευτής, είναι προφανές ότι όλη αυτή η συζήτηση είχε θεωρητική μόνο αξία και δεν σχετίζοταν με την επίμαχη υποκλοπή. Παρ’όλο δε ότι ο αρχηγός του κόμματος έχει και την ιδιότητα του ευρωβουλευτή, θα ξεπερνούσε τα όρια του παρόντος άρθρου η ενασχόληση με αντίστοιχες με το άρθρο 63 Συντ. ρυθμίσεις για το ανεύθυνο, οι οποίες προβλέπονται και στο ενωσιακό δίκαιο για τους ευρωβουλευτές.
– Η συνταγματική αξιολόγηση των υποκλοπών
Υποστηρίχθηκε από ένα σημαντικό αριθμό συναδέλφων μου ότι η συγκεκριμένη πράξη υποκλοπής έναντι του αρχηγού κόμματος είναι παράνομη. Με ελάχιστες εντούτοις εξαιρέσεις, η παρανομία αυτή ούτε εξειδικεύθηκε ούτε θεμελιώθηκε επαρκώς στο Σύνταγμα.
Εισαγωγικά θα πρέπει να λεχθεί ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πολλαπλός και πολυσχιδής. Η πράξη πρέπει να συνδυάζει την τυπική με την ουσιαστική συμφωνία της με το Σύνταγμα και να στηρίζεται επιπλέον σε μια συνταγματικώς ανεπίληπτη νομοθεσία.
Παρ’όλη την απαξία που νοιώθω για τις υποκλοπές εν γένει, ομολογώ ότι με βάση τα μέχρι σήμερα γνωστά πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη πράξη έχω δυσκολία να σπεύσω να την κρίνω από συνταγματική σκοπιά. Ούτε μπορώ να στηριχθώ για ένα τόσο σοβαρό θέμα που άπτεται και του δημοκρατικού πολιτεύματος σε «διαρροές» ή δημοσιογραφικές εικασίαες. Δεν είναι προς το παρόν γνωστά επαρκή στοιχεία που θα μου επέτρεπαν να κρίνω αντικειμενικά, αν η συγκεκριμένη υποκλοπή στερείται επαρκούς αιτιολογίας ή αν παρεβίασε οπωσδήποτε την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή τον έλεγχο της αναγκαιότητας και καταλληλόλητας του ληφθέντος μέτρου καθώς επίσης συνάφεια της βαρύτητας του μέτρου εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, που, όπως υποστηρίζεται, ήταν η προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ελλείψει στοιχείων είναι μη δυνατός και ο έλεγχος κατά πόσον έγινε η επιβεβλημένη στάθμιση μεταξύ των δύο συγκρουομένων συνταγματικών αγαθών, της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, από τα όργανα που απεφάσισαν για την υποκλοπή. Προτού κρίνω συνεπώς τη συνταγματικότητα της υποκλοπής είναι οπωσδήποτε αναγκαία η ύπαρξη περισσοτέρων πληροφοριών, όπως λ.χ. σε ποιά στοιχεία βασίστηκε η εισαγγελεύς ώστε να συναινέσει στην παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού κόμματος από την ΕΥΠ. Όταν γίνουν γνωστά περισσότερα από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση, θα επανέλθω και θα τοποθετηθώ οριστικά με συνταγματικά επιχειρήματα για το κύρος της πάντως εκ πρώτης όψεως αμφιβόλου ουσιαστικής νομιμότητας παρακολούθησης. Γιατί ως προς την τυπική νομιμότητα δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι τηρήθηκαν οι κατά τον νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες.
– Σχετικά με τη συμφωνία του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος με το Σύνταγμα, θεωρώ ότι, τόσο σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 19 Συντ. εγγυήσεις όσο και στην εκεί προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή στην οποία ανατίθεται η διασφάλιση του απορρήτου, η νομοθεσία, στην οποία στηρίχθηκε η επίμαχη υποκλοπή, εμφανίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, ως αμφιβόλου συνταγματικότητας και χρήζει τροποποιήσεων.
Ως προς τις εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 Συντ., θεωρώ ότι ο νομοθέτης δεν εξεπλήρωσε τη συνταγματική εντολή που του δίνεται κατά τρόπο απόλυτα σύμφωνο με το Σύνταγμα. Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, και μάλιστα και αλλοδαπών ανωτάτων δικαστηρίων, η δημοκρατική αρχή επιβάλλει όπως σοβαρές αποφάσεις που άπτονται της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων λαμβάνονται από τον ίδιο τον νομοθέτη και όχι από την διοίκηση. Θεωρώ ότι η υλοποίηση από τον Έλληνα νομοθέτη της συνταγματικής αυτής επιταγής, δηλαδή να ορίσει ο ίδιος κατά το δυνατόν λεπτομερώς τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, δεν πληροί αυτήν την προϋπόθεση. Γενικότερα, θεωρώ ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι αμφιβόλου συνταγματικότητας, διότι ο νομοθέτης παρέλειψε να προσδιορίσει ο ίδιος εγγύτερα αφενός ποιες δημόσιες αρχές και σε ποιες περιπτώσεις μπορούν να ζητήσουν την άρση του απορρήτου και αφετέρου ποια είναι τα μέσα δικαστικής προστασίας που μπορούν να ασκηθούν κατά των σχετικών αποφάσεων.
Με δεδομένο ότι σε ένα Κράτος Δικαίου δεν υπάρχει κατ’αρχήν χώρος, ο οποίος να μην υπόκειται στο δίκαιο και τον δικαστικό έλεγχο, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) υπόκειται και αυτή στο Σύνταγμα και τους νόμους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη για τις λεγόμενες «κυβερνητικές πράξεις» – δηλαδή ορισμένες πράξεις του αρχηγού του Κράτους ή των οργάνων της Κυβέρνησης, οι οποίες συνδέονται με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας ή τη λειτουργία της Κυβέρνησης – ένα μέρος της θεωρίας επικρίνει τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά το μέρος που δέχεται κατ’απόλυτο τρόπο ότι είναι δικαστικά ανέλεγκτες και υποστηρίζει ότι η νομοθετική διάταξη που προβλέπει τον εν λόγω αποκλεισμό από τον δικαστικό έλεγχο είναι αντισυνταγματική.
Ο νομοθέτης θα πρέπει συνεπώς να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του δικαστικού ελέγχου, εγκαθιδρύοντας ευρύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους δικαστικού ελέγχου των πράξεων της ΕΥΠ, οι οποίες περιορίζουν το κατά το Σύνταγμα απόλυτο δικαίωμα απορρήτου των επικοινωνιών. Είναι πάντως αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί από τον νομοθέτη η ιδιομορφία και συγκεκριμένα ο ευαίσθητος χαρακτήρας αυτών των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία και φέρει την ευθύνη και την υποχρέωση προστασίας της εθνικής ασφάλειας.
Περαιτέρω, θεωρώ ότι η μείωση της παρεχόμενης προστασίας του απορρήτου με το Νόμο 4790/2021 δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατοτητά της με συνταγματικές διατάξεις και αρχές και χρήζει περαιτέρω ελέγχου. Όπως γίνεται συγκεκριμένα δεκτό από μέρος της θεωρίας και εν μέρει και από τη νομολογία, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται να μη προβαίνει σε ουσιώδεις μεταβολές επί τα χείρω του επιτευχθέντος επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών, και μάλιστα κατά τρόπον αυθαίρετο. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση 40/1998 του Αρείου Πάγου, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι νόμος που προβλέπει την απόσβεση αστικών κυρώσεων, πιο συγκεκριμένα αξιώσεων χρηματικής ικανοποίησης από προσβολές της τιμής που τελέστηκαν διά του τύπου και των Μ.Μ.Ε., αντιβαίνει στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ. περί προστασίας της ανθρώπινης αξίας, διότι καταργεί το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας και ως εκ τούτου αντίκειται στη συνταγματική προστασία της ανθρώπινης αξίας. Αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μερικές αποφάσεις, αντικείμενο των οποίων ήταν οι μειώσεις μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο συνεπεία της οικονομικής κρίσης, ελάβε υπόψη του και την ανθρώπινη αξία ως περιορισμό της ελευθερίας του νομοθέτη, χωρίς εντούτοις το Δικαστήριο να καταλήξει στην αντισυνταγματικότητα των επίμαχων ρυθμίσεων λόγω προσβολής της αξίας του ανθρώπου. Από την οπτική αυτή γωνία η πρόσφατη τροποποίση της νομοθεσίας (άρθρο 87 του Νόμου 4790/2021) με την οποία καταργήθηκεε ρητά και σε κάθε περίπτωση η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί την λήψη του μέτρου της άρσης του απορρήτου, μετά την λήξη της άρσης, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε (άρθρο 3 του Νόμου 2225/1994), επέφερε σημαντική μείωση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και θα μπορούσε να ελεγχθεί ως αντισυνταγματική.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η ισχύουσα νομοθεσία χρήζει επανελέγχου και συμπλήρωσης. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρόσφατη ΠΝΠ, με την οποία προβλέφθηκε η συμμετοχή και δεύτερου εισαγγελέα στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Είναι πάντως ελπιδοφόρο το γεγονός και ταυτοχρόνως ευτύχημα ότι Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση συμφωνούν στην ανάγκη ευρύτερης νομοθετικής θωράκισης του απορρήτου των επικοινωνιών, ακόμη και σε περίπτωση που η προστασία αυτή έρχεται αντιμέτωπη με την προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας.
– Οι συνταγματικές συνέπειες της παραβίασης του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας
Υποστηρίχθηκε κατά κόρον από ομοτέχνους μου, άλλοτε με συνέπεια και άλλοτε όχι, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει στον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί. Και όμως ο προσδιορισμός των νομικών συνεπειών της παραβίασης του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας που απορρέουν από το Σύνταγμα είναι μονόδρομος και δεν απαιτεί κατά την άποψή μου ιδιαίτερη συζήτηση μεταξύ των Καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου. Δημιουργείται πραγματικά απορία πως με ελάχιστες εξαιρέσεις η πλειονότητα των συνταγματολόγων υποστηρίζει ότι επειδή η υποκλοπή είναι κατ’αυτούς παράνομη επιβάλλεται υποχρεωτικά η παραίτηση του Πρωθυπουργού και τον καλούν να παραιτηθεί, χωρίς όμως να επικαλούνται κάποιες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές για να θεμελιώσουν το σχετικό τους αίτημα. Δεν θα είχα καμμία αντίρρηση και ενδεχομένως θα μπορούσα υπό προϋποθέσεις και να συμφωνήσω με το αίτημα αυτό, εάν καθίστατο σαφές ότι το αίτημα αυτό είναι αμιγώς πολιτικό.
Εντούτοις το Σύνταγμα προβλέπει ρητώς δύο μόνον περιπτώσεις υποχρεωτικής παραίτησης του Πρωθυπουργού στα άρθρα 38 παρ. 2 (σε περίπτωση που εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του) και 84 (μετά από πρόταση δυσπιστίας) και δεν προβλέπει άλλη περίπτωση εξαναγκασμού του Πρωθυπουργού σε παραίτηση, όπως λ.χ. ως συνέπεια οιασδήποτε πολιτικής του ευθύνης. Μια τέτοια υποχρέωση παραίτησης δεν μπορεί όμως να θεμελιωθεί ούτε και με κάποια συνταγματική αρχή ή ακόμη και «Συνθήκη του Πολιτεύματος». Κατά συνέπεια, συνταγματική υποχρέωση του Πρωθυπουργού να παραιτηθεί ως κύρωση για την πολιτική ευθύνη, την οποία σημειωτέον ανέλαβε αμέσως ο ίδιος, δεν μπορεί να βρει κάποιο έρεισμα στο ισχύον Σύνταγμα.
Τέλος, νομικές συνέπειες ανακύπτουν σε σχέση με τον θιγέντα αρχηγό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Πράγματι, εάν δεν είναι εφικτή η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής άμεσης δικαστικής προστασίας, ο θιγείς μπορεί να καταφύγει στην έμμεση δικαστική προστασία διεκδικώντας από το Κράτος αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης. Με δεδομένο ότι σήμερα γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι αστική ευθύνη του Κράτους μπορεί να γεννηθεί και από νόμιμες πράξεις, δεν είναι εν προκειμένω αποφασιστικής σημασίας, αν η υποκλοπή ήταν νόμιμη ή παράνομη.
– Επίμετρο: Η πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού και του θιγέντος αρχηγού κόμματος
Κλείνοντας τη συνταγματική αξιολόγηση των σχετιζόμενων με τις υποκλοπές ζητημάτων θα επιθυμούσα να εκφράσω σύντομα και την προσωπική μου πολιτική αξιολόγηση των υποκλοπών.
Σε αντίθεση με την έλλειψη συνταγματικής επιταγής για παραίτηση, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη πολιτικής ευθύνης του Πρωθυπουργού. Η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική και επιτείνεται ιδιαίτερα μετά την υπαγωγή της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού και την επιλογή του διοικητή της ΕΥΠ από τον ίδιο. Η τόλμη του Πρωθυπουργού να ομολογήσει και να αναλάβει ευθύς εξαρχής την πολιτική του ευθύνη δεν επαρκεί. Σίγουρα όμως δεν επαρκεί ούτε και η απομάκρυνση του Αρχηγού της ΕΥΠ και του Διευθυντή του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι αρμοδιότητες της ΕΥΠ είναι εκ της φύσης τους ιδιαίτερα ευαίσθητες και απαιτούν εχεμύθεια, εντούτοις ειδικά σε τόσο σοβαρές περιπτώσεις, όπως η παρακολούθηση ενός αρχηγού κόμματος, και μάλιστα της Αντιπολίτευσης, ο Πρωθυπουργός έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί επισταμένα τις πράξεις και παραλείψεις του πρωταρχικά ενώπιον του Κοινοβουλίου και σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του εκλογικού σώματος. Θα πρέπει να συμβάλει στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος στην διαλεύκανση ενός τόσο σοβαρού για ένα δημοκρατικό καθεστώς ζητήματος και στην απόδοση ευθυνών στους υπευθύνους.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού. η παραίτησή του ή μη. Είναι σφόδρα πιθανό ότι η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην παραιτηθεί είναι το προϊόν στάθμισης μεταξύ προσωπικής πολιτικής του ευθιξίας και των συγκεκριμένων συνθηκών που βαρύνουν αυτή τη στιγμή τη Χώρα μας, δηλαδή της ιδιαίτερης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, της πανευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, της σαφούς επιδείνωσης της οικονομίας, της καλπάζουσας αύξησης του πληθωρισμού και της πάντα παρούσας πανδημίας. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αλλά και οι εν γένει αντιδράσεις των πολιτών ενισχύουν, τουλάχιστον προς το παρόν, την άποψη ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η πολιτική επιλογή του Πρωθυπουργού μπορεί να δικαιολογηθεί πολιτικά.
Πολιτική είναι όμως και η ευθύνη του θιγόμενου αρχηγού κόμματος που ανακύπτει από την άρνησή του να συμβάλει στην επάνοδο της πολιτικής ζωής της χώρας στην κανονικότητα και στην ενασχόληση των πολιτικών με τα τρέχοντα καυτά θέματα που μαστίζουν όλη την Ευρώπη και κυρίως με τα ελληνοτουρκικά θέματα που βρίσκονται σε ιδιαίτερη καμπή λόγω του τουρκικού επεκτατισμού. Η προταθείσα από την Κυβέρνηση ενημέρωσή του για τις επίμαχες υποκλοπές από την ΕΥΠ ατομικά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί υποχρεωτικά ως εξωθεσμική. Η κατάργηση της νομοθετικής ρύθμισης, η οποία προέβλεπε ευρύτερη προστασία του απορρήτου σε σχέση με τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινος ούτε ότι η ενημέρωση απαγορεύεται ούτε ότι μια ενδεχόμενη ενημέρωση από θεσμικό παράγοντα είναι εξωθεσμική. Με δεδομένο τον ευαίσθητο χαρακτήρα των στοιχείων της υποκλοπής θα ήταν, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, αν όχι πολιτικά επιβεβλημένη, τουλάχιστον ευκταία μια πρώτη ενημέρωση του θιγέντος αρχηγού κόμματος. Άλλωστε μια ενημέρωση δεν θα τον αποστερούσε, εφόσον θεωρούσε ότι η ενημέρωση δεν ήταν ικανοποιητική, από το δικαίωμά του να επανέλθει, και μάλιστα όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε νομικό επίπεδο. Βέβαιο είναι ότι η άρνηση αυτή ούτε προσφέρει κάτι στην διαλεύκανση της υπόθεσης, διατηρεί δε την σχετική αβεβαιότητα για την παρανομία ή τη νομιμότητα κρατικών πράξεων εις το διηνεκές. Στο ότι η τακτική αυτή δεν ωφελεί πολιτικά το κόμμα αυτό της αντιπολίτευσης αντικατοπτρίζεται και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Για να χυθεί άπλετο φως στις παρακολουθήσεις πρέπει να συμπράξουν όλοι: πρωταρχικά μεν η Κυβέρνηση και ο φέρων την ευθύνη Πρωθυπουργός, αλλά εξίσου επιτακτική είναι και η σύμπραξη της αντιπολίτευσης. Το ζήτημα των υποκλοπών είναι πολύ σοβαρό για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος για να γίνει αντικείμενο πολιτικών παιχνιδιών, ειδικά σε μια εποχή που η χώρα αντιμετωπίζει πολλαπλά και σοβαρά προβλήματα τόσον στο εσωτερικό όσον και στο εξωτερικό.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΜΑΡΙΖΑΝΑ ΚΙΚΙΡΗ (Δικηγόρος Αθηνών) Έξαρση ενδοοικογενειακής βίας κ έμφυλης βίας στον καιρό της πανδημίας
Η ενδοοικογενειακή βία και κυρίως η βία κατά των γυναικών δεν είναι ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ένα φαινόμενο χρόνιο και σύνθετο, του οποίου οι πραγματικές διαστάσεις έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες. Πράγματι, το φαινόμενο αυτό, έως και πρόσφατα, σπάνια καταγγελλόταν από τα εκάστοτε θύματα λόγω της παραδοσιακής εκείνης αντίληψης που θέλει τα όσα λαμβάνουν χώρα εντός των τειχών της οικογένειας να αποσιωπώνται, να γίνονται ανεκτά ή και να συγκαλύπτονται προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή συνοχή.
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα φαινόμενο, το οποίο αφορά ανεξαιρέτως όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και ασκείται ως επί το πλείστον σε βάρος των γυναικών και των ανηλίκων. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την τέλεση επιθετικών και εξαναγκαστικών συμπεριφορών, όπως ιδίως λεκτικών, σωματικών, σεξουαλικών, ψυχολογικών επιθέσεων, οικονομικών εκβιασμών ακόμη και συμπεριφορών υπό τη μορφή παραμέλησης (έλλειψη φροντίδας, στέρηση ιατρικής περίθαλψης ή εκπαίδευσης). Πράγματι, τα Δικαστήρια πολλές φορές έχουν αντιμετωπίσει ζητήματα ξυλοδαρμού και μάλιστα ξυλοδαρμού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή ξυλοδαρμού μέχρι λιποθυμίας, χειροδικίας, ύβρεων, εκβιασμών. Όταν λοιπόν, οι παραπάνω περιπτώσεις κακοποίησης τελούνται μεταξύ ατόμων που συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς ή βρίσκονται εντός μίας έγγαμης ή συντροφικής σχέσης διαλαμβάνουν τον χαρακτήρα της ενδοοικογενειακής βίας. Πηγή του φαινομένου αυτού αποτελεί η ανάγκη του δράστη για άσκηση εξουσίας στο θύμα του ή εντός της οικογένειάς του προκειμένου να κάμψει, υποτάξει και διατηρήσει υπέρ του τον έλεγχο και την κυριαρχία του στο χώρο. Ο χώρος που το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται, δηλαδή εντός της οικογένειας ή του ζευγαριού επιτρέπει να αναπτύσσεται η μορφή αυτή κακοποίησης ως επαναλαμβανόμενο και συχνό φαινόμενο με πολλαπλές, αν όχι καθημερινές, πράξεις βίας κατά του θύματος.
Τα τελευταία, ωστόσο, έτη το φαινόμενο αυτό αντιμετωπίζεται μέσα από μία νέα οπτική γωνία, μέσα από μία νέα αντίληψη για μηδενική ανοχή στη βία μέσα στο σπίτι. Πράγματι, αναγνωρίζεται πλέον η ενδοοικογενειακή βία ως μία σοβαρή κοινωνική παθογένεια, η οποία πλήττει τα δικαιώματα των θυμάτων και παραβιάζει τις ατομικές ελευθερίες τους με ανεπιθύμητα αποτελέσματα σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι νέες αυτές αντιλήψεις οδήγησαν σε μία σαρωτική μεταρρύθμιση των οικογενειακών έννομων σχέσεων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε παγκόσμιο επίπεδο υπό το φως των Διακηρύξεων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Στο πλαίσιο της ενίσχυσης των μέτρων κατά της ενδοοικογενειακής βίας και της αποτελεσματικότερης προστασίας των θυμάτων ψηφίστηκε ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία.
Τα περιστατικά δολοφονίας γυναικών που πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα, όπως και οι αυξανόμενες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, οδήγησαν τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πλιώτα, στην έκδοση εγκυκλίου προς όλους τους εισαγγελείς της χώρας, προκειμένου να βρίσκονται σε απόλυτη επαγρύπνιση για την αντιμετώπιση των εγκληματικών πρακτικών που έχουν προκαλέσει αίσθηση, με θύματα γυναίκες και ευάλωτα άτομα.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παραγγέλει τους εισαγγελείς να παραπέμπουν αμέσως στο Αυτόφωρο και να κινούνται οι σχετικές διαδικασίες συλλήψεως για τους δράστες εγκλημάτων ενδοοικο-γενειακής βίας, με θύματα γυναίκες, παιδιά ή άλλα ευάλωτα άτομα, ενώ για τις σοβαρές περιπτώσεις εγκληματικών συμπεριφορών, όπως γυναικοκτονίες, βαριές κακοποιήσεις εντέλλεται να εκδικάζονται οι σχετικές υποθέσεις κατά απόλυτη προτεραιότητα.
Παράλληλα, ο κ. Πλιώτας ζητά από τους εισαγγελείς να κινούνται άμεσα παρέχοντας κάθε νομική δυνατότητα στα θύματα των ενδοοικογενειακών κακοποιήσεων και σε πλήρη συνεργασία με αρμόδιες δομές και κρατικές αρχές.
Σας παραθέτω συγκεκριμένους αριθμούς σχετικά με την αύξηση των περιστατικών της ενδοοικογενειακής βίας μετά την πανδημία.
- 413 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκαν το 2020
Συγκεκριμένα 192 περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε σχέση με το 2019.
Αύξηση των κρουσμάτων της ενδοοικογενειακής με την συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών να έχουν ως θύματα γυναίκες κατέγραψαν τα στατιστικά της Ελληνικής Αστυνομίας λόγω των συνθηκών που διαμόρφωσε η πανδημία και επειδή η προσπάθεια ενθάρρυνσης των θυμάτων να καταγγέλλουν την κακοποίησή τους αποδίδει.
Την προηγούμενη χρονιά η Ελληνική Αστυνομία ανέλαβε 5.413 περιστατικά ενδοοικογενειακές βίας με θύματα 4.243 γυναίκες (73%) και 1.566 άνδρες. Το 83% των δραστών των περιστατικών αυτών ήταν άνδρες (4.963) και 217 γυναίκες.
Σχεδόν 28 δικογραφίες την ημέρα, σχηματίζονταν κατά μέσο όρο για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, απειλών και σωματικών βλαβών, τους πρώτους έξι μήνες του 2022.
Σε 5.139 ανέρχεται ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων του «μισού» 2022, την ώρα που όλο το 2021, ο σχετικός αριθμός ήταν 8.776, με τον μέσο όρο να ανέρχεται στις 24 καταγγελίες την ημέρα, και 5.413 το 2020, δηλαδή 15 δικογραφίες βίας το 24ωρο. Υποθέσεις άγριου ξύλου, ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης με θύματα γυναίκες, άνδρες και παιδιά, έχουν διπλασιαστεί από το 2020 μέχρι σήμερα .
Οκτώ «κρυφές» ή καταγγελμένες υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας κατέληξαν στις δολοφονίες γυναικών, το πρώτο επτάμηνο του 2022, με τις 3 από αυτές σε χρονικό διάστημα … 36 ωρών.
Για κάθε θύμα που επικοινωνεί με τις αρχές, υπάρχουν 1 – 2 ακόμα, «αόρατα», που δεν αποκαλύπτει ποτέ τη φρίκη που βιώνει, με ανυπολόγιστο αριθμό περιστατικών να μην καταγράφονται σε επίσημες στατιστικές. Την … «καραντίνα» ενδοοικογενειακής βίας, που έζησαν μέσα στο 2020, χιλιάδες γυναίκες στα χέρια πρώην και νυν τους, έχει διαδεχτεί ένα τεράστιο «κύμα» νέων βίαιων συμβάντων.
Οι παραπάνω τρομακτικοί αριθμοί του πρώτου 6μήνου του 2022, δεν αποτυπώνουν το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, καθώς ο «γολγοθάς» που περνάνε αρκετά θύματα, μένει «άγνωστος». Γυναίκες που δεν καταγράφονται ούτε στις στατιστικές, ούτε στις γραμμές τηλεφωνικής υποστήριξης, ούτε στα συμβουλευτικά κέντρα κι όμως ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται.
Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 48%, ενώ ο αριθμός των γυναικών που έπεσαν θύματα κατά 57%, όταν μάλιστα οι 6 στις 10 γυναίκες που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας δεν απευθύνονται ποτέ στις αρχές.
Η Αττικής και η Θεσσαλονίκη εύλογα παρουσιάζουν τα περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας – απειλών και σωματικών βλαβών, λόγω πληθυσμού. Η ηλικία δραστών και θυμάτων είναι κατά πλειοψηφία μεταξύ 35 και 60 χρονών. Οι περιπτώσεις αφορούν κυρίως βία ανάμεσα σε συζύγους, συντρόφους και ζευγάρια, ενώ υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό που αφορά εκδήλωση βίας γονέων προς τα παιδιά τους.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα περισσότερα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκαν τον Μάιο, με τον αριθμό να ανέρχεται στις 995 υποθέσεις, περίπου 32 την ημέρα κατά μέσο όρο, και ακολουθούν ο Ιούνιος με 895, ο Ιανουάριος με 827, ο Απρίλιος με 822, ο Φεβρουάριος με 802 και 798 τον Μάρτιο.
Από τα δυόμιση χρόνια, θλιβερός «πρωταθλητής» σε αριθμό υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας είναι ο Αύγουστος του 2021 με 1.369, δηλαδή περίπου 44 δικογραφίες την ημέρα, και ακολουθεί ο Σεπτέμβριος του ίδιου χρόνου με 1.124, περίπου 37 υποθέσεις και καταγγελίες την ημέρα.
Αυτά τα 2,5 χρόνια, έχουν καταγραφεί συνολικά 20.578 δράστες υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας και 21.937 θύματα αυτής. Από το συνολικό αριθμό των δραστών, το ίδιο χρονικό διάστημα, οι 16.762 ήταν άνδρες και οι 3.816 γυναίκες. Από το σύνολο των θυμάτων οι 16.224 ήταν γυναίκες και οι 5.713 άνδρες.
Το πρώτο 6μηνο τους 2022, οι 4.558 δράστες ήταν άνδρες και οι 1.097 ήταν γυναίκες, ενώ 4.606 ήταν τα θύματα γυναίκες και 1.580 άνδρες. Το 2020 οι άνδρες δράστες ανέρχονταν στους 4.663 και 987 οι γυναίκες, ενώ 4.243 ήταν τα θύματα γυναίκες και 1.566 οι άνδρες. Τοπ 2021 αυτοί οι αριθμοί εκτινάχθηκαν κάτι π ου αναμένεται να γίνει και το 2022, καθώς οι άνδρες δράστες ήταν 7.571 και 1.732 γυναίκες, ενώ τα θύματα ήταν 7.375 γυναίκες και 2.567 άνδρες.
Πρόσφατη ειδική έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που έγινε ανάμεσα σε πολίτες γυναίκες των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, προκειμένου να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας σε διάφορους τομείς της ζωής τους και ειδικώτερα αναφορικά με την βία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ευρήματα της δημοσκόπησης, τρεις στις τέσσερις γυναίκες (77%) στην Ε.Ε. πιστεύουν ότι η πανδημία του Covid-19 έχει οδηγήσει σε αύξηση της σωματικής και ψυχολογικής βίας κατά των γυναικών. Σε 25 από τις 27 χώρες της Ε.Ε. (δηλαδή εκτός από τη Φιλανδία και την Ουγγαρία) το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 50%, με τα ποσοστά να φτάνουν το 93% στην Ελλάδα και το 83% στην Κύπρο.
Ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, οι ερωτηθείσες απάντησαν ότι πρέπει να γίνει πιο εύκολη η καταγγελία, μεταξύ άλλων και στην αστυνομία, περιστατικών βίας εις βάρος γυναικών (58%), να δοθούν περισσότερες δυνατότητες στις γυναίκες να ζητούν βοήθεια, για παράδειγμα μέσω τηλεφωνικών γραμμών υποστήριξης (40%), να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση και η κατάρτιση της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών πάνω στο θέμα (40%) και να ενισχυθεί η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών (38%).
Η πανδημία του COVID-19 βαθαίνει τις έμφυλες ανισότητες για τις γυναίκες και τα κορίτσια πρόσφυγες.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας του COVID-19 απειλεί τις ζωές και τα δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών που είναι προσφύγισσες, εκτοπισμένες και ανιθαγενείς προειδοποιεί η ΄Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας.
«Οι άνευ προηγουμένου κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν πολλές ζωές σε κίνδυνο. Βλέπουμε μια εξαιρετικά ανησυχητική αύξηση για περιστατικά έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανο-μένης της ενδοοικογενειακής βίας, των αναγκαστικών γάμων, της παιδικής εργασίας και της εφηβικής εγκυμοσύνης», δήλωσε ο ΄Υπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi.
Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στις αυξανόμες κοινωνικοοικονο-μικές πιέσεις, τις εντονότερες εντάσεις στα σπίτια και τις κοινωνίες, καθώς και στο κλείσιμο των σχολείων, όλα αποτέλεσμα της φτώχειας που σχετίζεται με την πανδημία. Ορισμένες επιζήσασες καταφεύγουν ακόμα και στη δραστική λύση να αποσύρουν τις καταγγελίες τους λόγω της οικονομικής τους εξάρτησης από τους κακοποιητικούς συντρόφους τους.
«Βλέπουμε πολύ σοβαρές εκδηλώσεις της ανισότητας μεταξύ των φύλων ανάμεσα σε πληθυσμούς που είναι στην πιο ευάλωτη και μειονεκτική θέση στον κόσμο. Πρόκειται για μια τραγική οπισθοδρόμηση σε κάποια από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα στον τομέα της ισότητας των φύλων που έχουν αποκτηθεί με πολύ κόπο τις τελευταίες δεκαετίες», πρόσθεσε ο κ. Grandi.
Περίπου το 85% των προσφύγων παγκοσμίως φιλοξενούνται σε αναπτυσσόμενες χώρες και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ανθρωπιστική βοήθεια ή την ημερομίσθια εργασία. Πολλοί έχουν πλέον χάσει τα ασταθή μέσα βιοπορισμού τους και έχουν βρεθεί σε κατάσταση ακραίας φτώχειας με καταστροφικές και ευρείες επιπτώσεις.
«Εκτός από τους αυξανόμενους κινδύνους βίας, κακοποίηση, σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, που συνιστούν συνέπειες της έμφυλης ανισότητας, οι επιπτώσεις της πανδημίας αποδεικνύεται ότι είναι καταστροφικές και για την εκπαίδευση των κοριτσιών προσφύγων. Πολλά κορίτσια είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν το σχολείο και εξαναγκάζονται σε εργασία, πώληση ή γάμο», τόνισε η επικεφαλής του τομέα προστασίας της ΄Υπατης Αρμοστείας, Gillian Triggs.
Αν και οι ανθρωπιστικοί εταίροι εκτιμούν ότι επιπλέον 13 εκατομμύρια κορίτσια βρίσκονται σήμερα σε κίνδυνο να εξαναγκαστούν σε γάμο λόγω της πανδημίας, ορισμένες οικογένειες προσφύγων καταφεύγουν ήδη σε πρόωρους γάμους καθώς λυγίζουν κάτω από την ακραία φτώχεια.
«Οι αναπηρίες, η περιθωριοποίηση, η διαφοροποίηση του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου επιδεινώνουν τις διακρίσεις και αυξάνουν τον κίνδυνο να υποστούν βία οι γυναίκες και τα κορίτσια που είναι προσφύγισσες, εκτοπισμένες και ανιθαγενείς», πρόσθεσε η κα Triggs.
Οι περισσότερες χώρες της Ε.Ε. έχουν νόμους για την αντιμετώπιση της βίας που στρέφεται κατά ατόμων λόγω του φύλου τους ή των σεξουαλικών τους προτιμήσεων. Ωστόσο, η ανυπαρξία κοινού ορισμού της έμφυλης βίας και κοινών κανόνων για την αντιμετώπισή της συμβάλουν στη διαιώνιση του προβλήματος. Γι’ αυτό και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως ζητήσει τη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων.
Μολονότι τα θύματα είναι στην πλειονότητά τους γυναίκες και κορίτσια, υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου τα θύματα είναι άνδρες και άτομα ΛΟΑΔΜ+. Οι επιπτώσεις του φαινομένου απαντώνται τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της οικογένειας, της κοινότητας και της οικονομίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2021, οι ευρωβουλευτές κάλεσαν την Επιτροπή να συμπεριλάβει τη βία λόγω φύλου ως έγκλημα στο ευρωπαϊκό δίκαιο, στην ίδια κατηγορία με εγκλήματα όπως το εμπόριο ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων, το ηλεκτρονικό έγκλημα και η τρομοκρατία, εξασφαλίζοντας κοινούς νομικούς ορισμούς, πρότυπα και ελάχιστες ποινικές κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη. Στόχος τους είναι η καλύτερη καταπολέμηση της έμφυλης βίας σε όλη την Ε.Ε.
Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί συνέχεια της έκκλησης που απηύθυνε το Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο, ζητώντας τη θέσπιση ευρωπαϊκής οδηγίας για την πρόληψη και καταπολέμηση κάθε μορφής έμφυλης βίας. Οι ευρωβουλευτές είχαν τότε τονίσει την ανάγκη θέσπισης «ευρωπαϊκού πρωτοκόλλου σχετικά με την έμφυλη βία σε περιόδους κρίσης» με στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος και τη στήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Οι υπηρεσίες προστασίας, όπως οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας, η παροχή ασφαλούς στέγασης και φροντίδας στα θύματα πρέπει να συμπεριληφθούν ως «βασικές υπηρεσίες» στο εν λόγω σχέδιο σε κάθε χώρα της Ε.Ε., σύμφωνα με το Κοινοβούλιο.
Το 22% των γυναικών εκτιμάται ότι έχει πέσει θύμα σωματικής και/ή σεξουαλικής βίας και το 43% έχει βιώσει ψυχολογική βία. Η πλειοψηφία αυτών των περιστατικών δεν καταγγέλλεται.
Τα περιστατικά βίας μεταξύ στενών συντρόφων, τα οποία αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έχουν αντίκτυπο σε όλη την οικογένεια. Τον Οκτώβριο του 2021, το Κοινοβούλιο ζήτησε τη λήψη άμεσων μέτρων για την προστασία των θυμάτων ενδοσυντροφικής βίας στο πλαίσιο διαμαχών για την επιμέλεια τέκνων. Επιπλέον, κατά την εξέταση υποθέσεων επιμέλειας, οι ακροάσεις θα πρέπει να διεξάγονται σε περιβάλλον φιλικό προς τα παιδιά από ειδικούς. Οι ευρωβουλευτές κάλεσαν επίσης τα κράτη μέλη να βοηθήσουν τα θύματα να επιτύχουν οικονομική ανεξαρτησία, επιτρέποντας στις γυναίκες να εγκαταλείψουν καταχρηστικές και βίαιες σχέσεις.
Κατά τη σύνοδο ολομέλειας του Απριλίου 2022, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν από την Επιτροπή να προτείνει δέσμη κοινών κατευθυντήριων γραμμών για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στα πλαίσια διαδικασιών αστικού, διοικητικού και οικογενειακού δικαίου. Σύμφωνα με το ψήφισμα, η ακρόαση του ανηλίκου πρέπει να διεξάγεται είτε από δικαστή είτε από εκπαιδευμένο εμπειρογνώμονα και δεν πρέπει να του ασκείται πίεση, μεταξύ άλλων και από τους γονείς. Το Κοινοβούλιο κάλεσε επίσης τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις δικαστικές αποφάσεις σε διασυνοριακές οικογενειακές διαφορές που αφορούν παιδιά, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν απαγωγές παιδιών από γονείς, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το συμφέρον του παιδιού.
Η πανδημία του κορονοϊού έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση της
βίας κατά των γυναικών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο διαδίκτυο γενικότερα. Τον Δεκέμβριο του 2021, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν έναν κοινό ορισμό για την έμφυλη βία στον κυβερνοχώρο σε επίπεδο ποινικού δικαίου, καθώς και εναρμονισμένες ελάχιστες και μέγιστες ποινές. Το αίτημα βασίζεται σε έκθεση του 2016 για τη διαδικτυακή παρενόχληση.
Ο ενδεικτικός κατάλογος των πράξεων που θα πρέπει να καλύπτει η νομοθεσία περιλαμβάνει την παρενόχληση στον κυβερνοχώρο, τη διαδικτυακή παρακολούθηση, τις παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής, την καταγραφή και ανταλλαγή εικόνων σεξουαλικής επίθεσης, τον εξ αποστάσεως έλεγχο ή την παρακολούθηση (συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών κατασκοπείας / «spy apps»), τις απειλές και εκκλήσεις για άσκηση βίας, τη σεξιστική ρητορική μίσους, την προτροπή σε αυτοτραυματισμό, την παράνομη πρόσβαση σε μηνύματα ή λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την παράβαση των δικαστικών απαγορεύσεων επικοινωνίας και την εμπορία ανθρώπων.
Η ολοκλήρωση της προσχώρησης της Ε.Ε. στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας εξακολουθεί να αποτελεί πολιτική προτεραιότητα. ΄Ολα τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, ορισμένα όμως δεν την έχουν επικυρώσει ακόμα. Τον Ιανουάριο του 2021, το Κοινοβούλιο χαιρέτισε την πρόθεση της Επιτροπής να προτείνει μέτρα για την επίτευξη των στόχων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης μέσα το 2021 αν τα εν λόγω κράτη μέλη συνεχίσουν να παρεμποδίζουν την επικύρωσή της από την Ε.Ε.
Το Κοινοβούλιο έχει υιοθετήσει νόμους και ψηφίσματα για να βοηθήσει στην εξάλειψη του ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων (ΑΓΓΟ) παγκοσμίως. Αν και η συγκεκριμένη τακτική είναι παράνομη στην Ε.Ε. και τα κράτη – μέλη διώκουν τέτοιες πρακτικές, εκτιμάται ότι περίπου 600.000 γυναίκες που ζουν στην Ευρώπη έχουν υποβληθεί σε ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων και άλλα 180.000 κορίτσια διατρέχουν υψηλό κίνδυνο.
Το 2019, «Οι Αναστηλωτές» (The Restorers), μια ομάδα πέντε φοιτητών από την Κένυα, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μια εφαρμογή βοηθώντας τα κορίτσια να αντιμετωπίσουν τον ΑΓΓΟ, ήταν μεταξύ των φιναλίστ για το βραβείο Ζαχάρωφ για την ελευθερία της σκέψης του ΕΚ.
Το 2014, το Κοινοβούλιο απένειμε το βραβείο Ζαχάρωφ στον γυναικολόγο Ντένις Μουκουέγκε για το έργο που έχει προσφέρει βοηθώντας χιλιάδες γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής βίας και ομαδικού βιασμού στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
- 1 στις 3 γυναίκες στην Ε.Ε. έχει πέσει θύμα σωματικής και / ή σεξουαλικής βίας από την ηλικία των 15 ετών
- Πάνω από το ήμισυ των γυναικών έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση
- Μία στις πέντε σχεδόν γυναίκες έχει υποστεί σωματική και / ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο.
ΕΔΔΑ: ΄Αγρια δολοφονία ενός έτους παιδιού από τον πατέρα του. ΄Ασκηση Ενδοοικογενειακής Βίας. Καταδίκη και αποτυχία των αρχών να προστατέψουν τα θύματα!
Lardi κατά Ιταλίας της 7/4/2022 (αρ. προσφυγής 10929/2019). ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Δολοφονία παιδιού από πατέρα. Ενδοοικογενειακή Βία σε βάρος συντρόφου και παιδιών. Υποχρέωση των αρχών για άμεση λήψη μέτρων. Δικαίωμα στη ζωή.
Η προσφεύγουσα και τα δύο ανήλικα παιδιά της ήταν θύματα ενδοοικογενειακής βίας από τον σύντροφό της και πατέρα των παιδιών, ο οποίος έπασχε από διπολική διαταραχή και μανιοκατάθλιψη. Είχε ασκήσει αρκετές καταγγελίες περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, ωστόσο οι εισαγγελείς είχαν παραμείνει παθητικοί μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας και η αδράνειά τους είχε επιτρέψει στον σύντροφό της να συνεχίσει να την απειλεί, να την παρενοχλεί και να της επιτίθεται ανεμπόδιστα και ατιμώρητα έως ότου σημειώθηκε το πιο ακραίο περιστατικό βίας, του μαχαιρώματος μέχρι θανάτου του ανήλικου παιδιού της ηλικίας ενός έτους. ΄Ασκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και διακριτική μεταχείριση.
Το Στρασβούργο σημείωσε ότι οι Εθνικές Αρχές δεν είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να προβούν σε άμεση και προληπτική αξιολόγηση του κινδύνου επανάληψης των βίαιων πράξεων που διαπράχθηκαν κατά της προσφεύγουσας και των παιδιών της.
Ειδικότερα, οι αρχές είχαν παραμείνει παθητικές μπροστά στο σοβαρό κίνδυνο κακομεταχείρισης της προσφεύγουσας ενώ όφειλαν να αξιολογήσουν τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής βίας και να λάβουν τα κατάλληλα και επαρκή μέτρα. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί από τις αρχές, σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, από την στιγμή που υπήρξε καταγγελία. Οι αρχές όχι μόνο δεν αντέδρασαν άμεσα όπως απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά αδράνησαν εντελώς. Επομένως δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια και δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να προστατέψουν τη ζωή της προσφεύγουσας και των παιδιών της.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι επίμαχες παραλείψεις, ως επισήμανση οποιασδήποτε διακριτικής συμπεριφοράς εκ μέρους των αρχών. Κατά συνέπεια η καταγγελία που αφορούσε το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 32.000,00 ευρώ για ψυχική οδύνη.
Ξυλοδαρμοί, απαγωγές ακόμη και ακρωτηριασμός χεριών καταγρά-
φονται στο πλαίσιο της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας. Οι γυναίκες θύματα, τέσσερις τον αριθμό, δικαιώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η πρώτη προσφεύγουσα μαχαίρωσε τον σύντροφό της, καθώς εκείνος την έσπρωχνε από το μπαλκόνι. Της ασκήθηκε ποινική δίωξη και καταδικάστηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης ενώ δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του συζύγου της.
Η δεύτερη κατήγγειλε ότι ο πρώην σύζυγός της την γρονθοκόπησε και την έριξε από τις σκάλες και το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι προφανώς είχε αυτοτραυματιστεί.
Η τρίτη δέχτηκε επίθεση περίπου 20 φορές μέσα σε οκτώ χρόνια από τον πρώην σύζυγό της. Οι αρχές αρνήθηκαν να ασκήσουν ποινική δίωξη.
Η τέταρτη παντρεύτηκε και όταν ανακοίνωσε στον σύζυγό της ότι θέλει διαζύγιο, αυτός την απείλησε να την σκοτώσει, την έκλεισε στο αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε παντού. Κατήγγειλε την συμπεριφορά του στην αστυνομία και ένας αξιωματικός της αστυνομίας της είπε ότι έπρεπε να αποσύρει την καταγγελία καθώς οι πράξεις του συζύγου ήταν απλώς μια «εκδήλωση αγάπης». Στη συνέχεια ο σύζυγός της την απήγαγε, την έδεσε και της έκοψε τα χέρια με τσεκούρι!
Ωστόσο, αξίζει αναφοράς το σοκαριστικό γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές δεν απέδωσαν ευθύνες στους θύτες. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ, «συνολικά, οι υποθέσεις των προσφευγουσών απέδειξαν ότι οι αρχές δεν είχαν εξετάσει τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ως χρήζοντα δικαιολογημένης παρέμβασης. Οι εθνικές αρχές είχαν παθητική στάση στην αντιμετώπιση ενός γνωστού κινδύνου, επιτρέποντας τη συνέχιση της κακοποίησης των προσφευγουσών».
Και σε άλλο σημείο της απόφασης: «…το κράτος είχε ουσιαστικά “παραιτηθεί” από την υποχρέωσή του να διερευνήσει όλες τις περιπτώσεις κακομεταχείρισης, με τις αρχές να έχουν χρησιμοποιήσει κάθε είδος ένδικου μέσου, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς στο εσωτερικό δίκαιο ― το οποίο καθόρισε ένα αρκετά υψηλό όριο αναφορικά με τραυματισμούς οι οποίοι θεωρούνται διωκόμενοι και δεν καθιστούν ορισμένα είδη ενδοοικογενειακής βίας διωκόμενα ― για να μην κινήσουν ποινικές έρευνες. Ακόμη και όταν έρχονται αντιμέτωποι με ακράδαντα στοιχεία για αδικήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως, όπως σοβαρούς τραυματισμούς ή απειλές κατά της ζωής, οι αρχές είχαν αποφύγει την άσκηση ποινικής δίωξης και είχαν ολοκληρώσει τις έρευνές τους βασιζόμενοι σε βιαστικά ή αβάσιμα συμπεράσματα. Το κράτος είχε αποτύχει να διερευνήσει αποτελεσματικά την κακομεταχείριση που είχαν υποστεί οι προσφεύγουσες κατά παραβίαση αυτής της πτυχής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ».
ΑΠΟΦΑΣΗ
Tunikova κ.α. κατά Ρωσίας της 14.12.2021 (αρ. προσφ. 55974/16, 53118/17, 27484/18 και 28011/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ενδοοικογενειακή βία. Έμφυλη βία. Ανάγκη νομοθετικών μεταρρυθμίσεων για την καταστολή τέτοιων περιστατικών.
Οι προσφεύγουσες γυναίκες υπέστησαν διάφορες μορφές απειλών και βίας από πρώην συντρόφους/συζύγους τους, μεταξύ των οποίων, ενδοοικογενειακή βία, σωματικές βλάβες ακόμη και σοβαρό ακρωτηριασμό.
Η πρώτη προσφεύγουσα μαχαίρωσε τον σύντροφό της, καθώς εκείνος την έσπρωχνε από το μπαλκόνι. Της ασκήθηκε ποινική δίωξη και καταδικάστηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης ενώ δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του συζύγου της.
Η δεύτερη κατήγγειλε ότι ο πρώην σύζυγός της την γρονθοκόπησε και την έριξε από τις σκάλες και το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι προφανώς είχε αυτοτραυματιστεί.
Η τρίτη δέχτηκε επίθεση περίπου 20 φορές μέσα σε οκτώ χρόνια από τον πρώην σύζυγό της. Οι αρχές αρνήθηκαν να ασκήσουν ποινική δίωξη.
Η τέταρτη παντρεύτηκε και όταν ανακοίνωσε στον σύζυγό της ότι θέλει διαζύγιο, αυτός την απείλησε να την σκοτώσει, την έκλεισε στο αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε παντού. Κατήγγειλε την συμπεριφορά του στην αστυνομία και ένας αξιωματικός της αστυνομίας της είπε ότι έπρεπε να αποσύρει την καταγγελία καθώς οι πράξεις του συζύγου ήταν απλώς μια «εκδήλωση αγάπης». Στη συνέχεια ο σύζυγός της την απήγαγε, την έδεσε και της έκοψε τα χέρια με τσεκούρι!
Όλες οι προσφεύγουσες κατήγγειλαν την αποτυχία των εγχώριων αρχών να θεσπίσουν νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση πράξεων ενδοοικογενειακής βίας και να αποδώσουν ευθύνες στους δράστες.
Επικαλούμενες το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης), το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) και το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), οι προσφεύγουσες κατήγγειλαν ιδίως, την αποτυχία της Πολιτείας να τις προστατεύσει από την ενδοοικογενειακή βία, την έλλειψη προληπτικών αλλά και κατασταλτικών μέτρων και την εν γένει αδυναμία καταπολέμησης της έμφυλης βίας, η οποία ισοδυναμούσε με διακρίσεις κατά των γυναικών.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι οι ρωσικές αρχές δεν είχαν θεσπίσει κανένα νομικό πλαίσιο για την αποτελεσματική καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, δεν είχαν αξιολογήσει τους κινδύνους επαναλαμβανόμενης βίας, και δεν είχαν διεξαγάγει αποτελεσματική έρευνα για την ενδοοικογενειακή βία που είχαν υποστεί οι προσφεύγουσες.
Διαπίστωσε ακόμη ότι, όσον αφορά την προστασία από τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής βίας γενικώς, οι γυναίκες στη Ρωσία βρίσκονται σε κατάσταση de facto διακρίσεων.
Το ΕΔΔΑ, έκρινε ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) και παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Παράλληλα συνέστησε βάσει του άρθρου 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση αποφάσεων) της ΕΣΔΑ ότι είναι επείγον να γίνουν αλλαγές στην εθνική νομοθεσία και πρακτική για την αποφυγή παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 330.660 ευρώ ως αποζημίωση στην τέταρτη προσφεύγουσα, και 40.000 ευρώ για ηθική βλάβη! Σε κάθε μία από τις υπόλοιπες τρεις προσφεύγουσες επιδίκασε 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες, Natalya Tunikova, Yelena Gershman, Irina Petrakova και η Margarita Gracheva, που γεννήθηκαν το 1972, 1978, 1980 και 1992 αντίστοιχα, είναι υπήκοοι της Ρωσίας οι οποίες ζουν στη Μόσχα. Είναι όλες φερόμενα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Μετά από πολλά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, η πρώτη προσφεύγουσα μαχαίρωσε τον σύντροφό της, καθώς εκείνος την έσπρωχνε από το μπαλκόνι. Της ασκήθηκε ποινική δίωξη και καταδικάστηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης στον σύντροφό της, ενώ η δική της καταγγελία εναντίον του δεν έγινε δεκτή. Η αστυνομία αρνήθηκε να διερευνήσει τις απειλές του συντρόφου. Ο ειρηνοδίκης διέκοψε τη διαδικασία, κρίνοντας ότι η κατά 15 λεπτά καθυστερημένη άφιξή της στην ακρόαση ισοδυναμούσε με ανάκληση των καταγγελιών της.
Η δεύτερη προσφεύγουσα παντρεύτηκε το 2012 και δύο χρόνια αργό-
τερα απέκτησε μια κόρη. Ήδη από το 2015 δέχτηκε επίθεση από τον σύζυγό της πολλές φορές, ακόμη και μπροστά στην κόρη τους. Έφερε μώλωπες και κοψίματα. Η αστυνομία αρνήθηκε να διεξαγάγει έρευνα, δηλώνοντας ότι τα τραύματά της δεν ήταν επαρκώς σοβαρά για να ασκηθεί αυτεπάγγελτη δίωξη. Οι καταγγελίες της μέσω έγκλησης κρίθηκαν επίσης ανεπαρκείς και επομένως οι προσπάθειές της ήταν ανεπιτυχείς, ιδίως επειδή το αδίκημα του ξυλοδαρμού είχε αφαιρεθεί από τον ποινικό κώδικα. Σχετικά με ένα περιστατικό όπου ισχυρίστηκε ότι ο πρώην σύζυγός της τη γρονθοκόπησε, με αποτέλεσμα να πέσει από τις σκάλες, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι δεν είχε αυτοτραυματιστεί αργότερα.
Το 2006 η τρίτη παντρεύτηκε (πήρε διαζύγιο το 2015) και ζούσε στο διαμέρισμα του συζύγου της με τα δύο τους παιδιά. Σύμφωνα με την ίδια, δέχτηκε επίθεση περίπου 20 φορές μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια. Οι αρχές αρνήθηκαν να ασκήσουν ποινική δίωξη, δηλώνοντας ότι η απειλή εναντίον της δεν ήταν «πραγματική» και ότι ο ξυλοδαρμός υπόκειται μόνο σε υποβολή έγκλησης, η προθεσμία της οποίας είχε παρέλθει.
Μετά από πολλές ανατροπές, ξεκίνησε έρευνα για τις βίαιες πράξεις του πρώην συζύγου της. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν για τυπικούς λόγους. Κρίθηκε ένοχος για δύο κατηγορίες ξυλοδαρμού και η ποινή ακυρώθηκε αργότερα με αιτιολογία τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων. Μετά από αναστολές και επαναλήψεις των διαδικασιών επήλθε παραγραφή για το υπόλοιπο τμήμα της δίωξης το έτος 2018.
Το 2012 η τέταρτη παντρεύτηκε έναν άνδρα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Τον Οκτώβριο του 2017, όταν εκείνη ανακοίνωσε ότι θέλει διαζύγιο, ο σύζυγός της έγινε βίαιος, της έσκισε το διαβατήριο, την απείλησε να την σκοτώσει, την έκλεισε στο αυτοκίνητο, την ακολουθούσε παντού στην πόλη και επέμενε να την μεταφέρει από και προς τη δουλειά. Αναζήτησε άσυλο στο σπίτι της μητέρας της. Αφού κατήγγειλε τα ανωτέρω περιστατικά στην αστυνομία, ένας αξιωματικός της αστυνομίας της είπε ότι έπρεπε να αποσύρει την καταγγελία, καθώς οι πράξεις του συζύγου ήταν απλώς μια «εκδήλωση αγάπης» και την συμβούλεψε απλώς να «περιορίσει την επικοινωνία μαζί του».
Στις 11 Δεκεμβρίου 2017 ο σύζυγος απήγαγε την προσφεύγουσα, την έδεσε και της έκοψε τα χέρια με τσεκούρι, γεγονός που της προξένησε μόνιμη απώλεια του δεξιού της χεριού. Το αριστερό της χέρι επανασυνδέθηκε με το υπόλοιπο σώμα αλλά είχε περιορισμένη λειτουργία. Τελικά ο σύζυγός της κατηγορήθηκε για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια κάθειρξη.
Η προσφεύγουσα και θύμα του ακρωτηριασμού προσπάθησε να ασκήσει δίωξη στον αστυνομικό για επαγγελματική αμέλεια. Ο εισαγγελέας δεν βρήκε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των ενεργειών του επιθεωρητή και της επίθεσης εναντίον της. Ο εποπτεύων εισαγγελέας δεν εκκίνησε ξανά την έρευνα, ισχυριζόμενος ότι δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει με τον επιθεωρητή.
Η πρώτη καταδίκη για δημόσια υποκίνηση σε βία ή μίσος για λόγους ταυτότητας φύλου.
Συγκεκριμένα στις 3 Οκτωβρίου 2017, λίγες ημέρες προτού ψηφιστεί η νομοθεσία για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου (ν. 4491/2017) και ενώ ο νόμος συζητείτο στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και είχε λάβει ιδιαίτερη δημοσιότητα, παλαίμαχος αθλητής, ανάρτησε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (facebook) το ακόλουθο κείμενο:
«Εύχομαι οι πρώτες αλλαγές φύλου να γίνουν στα παιδιά αυτών που ψήφισαν αυτό το αίσχος. Να δω με τι καμάρι θα κυκλοφορήσουν.
ΥΓ Νομιμοποιείστε και τους παιδόφιλους να ολοκληρώσετε τα εγκλήματα».
Με αυτήν του τη δήλωση, πέραν της λανθασμένης ορολογίας («αλλαγή φύλου») που είναι εξόχως κακοποιητική αυτή καθ’ αυτή, «εύχεται» (υπόρρητα εν είδη κατάρας) να συμβεί κάτι (κακό κατά την άποψή του) σε παιδιά άλλων (δεν εκφέρει δηλαδή κάποια άποψη – αξιολογική κρίση) με βάση συγκεκριμένο χαρακτηριστικό (τη ταυτότητα φύλου τους), παραλλή-λως όμως εξομοιώνει τη κατάσταση των διεμφυλικών / τρανς προσώπων με ένα βαρύ ποινικό αδίκημα τη παιδοφιλία, ενώ αναφέρεται σε «εγκλήματα».
Ακολούθως, η αείμνηστη Πρόεδρος του ΣΥΔ, Μαρίνα Γαλανού, φέροντας το φορτίο και την ευθύνη της εκπροσώπησης της κοινότητας των διεμφυλικών προσώπων, αλλά και με την ιδιότητα της Εμπειρογνώμονος του Συμβουλίου της Ευρώπης σε θέματα ταυτότητας φύλου, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Μαρίνα υπήρξε και μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τη κατάρτιση του επίμαχου Σχεδίου Νόμου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, ανακοίνωσε πως θα προβεί σε μήνυση κατά του παλαίμαχου αθλητή με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο.
Εντός ολίγων λεπτών και για χρονικό διάστημα αρκετών ημερών, η Μαρίνα, ελάμβανε αγοραία υβριστικά, μα κυρίως απειλητικά μηνύματα για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή της από ακολούθους – οπαδούς του παλαίμαχου αθλητή που κάποιοι εξ αυτών μάλιστα το δήλωναν στα υβριστικά και απειλητικά τους μηνύματα, γεγονός που τέκμαιρε την απόλυτη σύνδεση των δηλώσεων του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή που ως δημόσιο πρόσωπο είχε ιδιαίτερη αναγνώριση ακόμη και σήμερα λόγω της προβολής του ως αθλητής από το Euro 2004 και εντεύθεν, με υποκίνηση και διέγερση τρίτων προσώπων (οπαδών του καθ’ ακρίβεια) σε απειλητικές πράξεις, τόσο κατά της Προέδρου μας, Μαρίνας Γαλανού, όσο και κατά των διεμφυλικών / τρανς προσώπων.
Η έγκληση της Μαρίνας Γαλανού, προχώρησε και λίγους μήνες προτού φύγει από κοντά μας έλαβε τη κλήτευση από το δικαστήριο για να πραγματοποιηθεί η δίκη του και (δυστυχώς μόνο) κατά ενός μόνο που την εξύβρισε με χυδαίο τρόπο.
Μετά από δύο αναβολές, η δίκη πραγματοποιήθηκε, χτες, 3 Νοεμβρίου 2022, στο Η’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που μετά την εξέταση τριών μαρτύρων κατηγορίας που η Μαρίνα είχε θέσει (την νυν Πρόεδρο του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών και συνεργάτιδα της Μαρίνας, Άννα Απέργη Κωνσταντινίδη, την Πάρβη Πάλμου, Ψυχοθεραπεύτρια του ΣΥΔ, και τον σύζυγό της Θάνο Βέσση), το δικαστήριο αποδέχτηκε καθ’ ολοκληρίαν τα επιχειρήματα της μηνύτριας, κατά του πρώτου για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους λόγω ταυτότητας φύλου των θυμάτων (άρθρο 1 Ν.927/1979) και του δεύτερου για εξύβριση με τρανσφοβικά χαρακτηριστικά (άρθρο 82Α και 361 ΠΚ), και καταδίκασε τον πρώτο κατηγορούμενο σε δέκα (10) μήνες φυλάκιση και πέντε χιλιάδες (5.000) Ευρώ χρηματικό πρόστιμο αναγνωρίζοντάς του μόνο το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, καθώς και τον έτερο που εξύβρισε τη Μαρίνα σε επτά (7) μήνες φυλάκιση με αναστολή. Οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση.