ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ (Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών, Ανακρίτρια Ν.4022/2011) Η έννοια της περιουσίας στα εγκλήματα νομιμοποίησης
Είναι κοινά παραδεκτό ότι, διαχρονικά και παρά τις συνεχείς επικαιροποιήσεις της νομοθεσίας στο έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το ζήτημα του προσδιορισμού του όρου «περιουσία», η οποία νομιμοποιείται ως προερχόμενη από εγκληματική δραστηριότητα, αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία. Και τούτο, διότι, κατά τον έλληνα νομοθέτη, για να πραγματωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος απαιτείται η «περιουσία», η οποία αποτελεί το υλικό αντικείμενο αυτού, να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, δηλαδή από πρότερη πράξη. Ο κύκλος των πρότερων πράξεων καθορίστηκε αρχικά στο άρθρο 1 παρ. 1α΄ του Ν. 2331/95 και διευρύνθηκε αλλεπάλληλα με επόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις και τελευταία με το άρθρο 5 του Ν. 4816/2021, κατόπιν συμμόρφωσης του έλληνα νομοθέτη με την 1673/2018 (ΕΕ) οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στην προβληματική του προσδιορισμού του όρου «περιουσία» έχουν συμβάλει περισσότεροι από ένας παράγοντες: Από τη μια, η ασαφής διατύπωση του νομοθέτη, που, στο άρθρο 2 του Ν. 4557/2018, αρκείται κατά την περιγραφή του αντικειμένου νομιμοποίησης στη φράση «περιουσία που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα» και στο άρθρο 4 του ιδίου νόμου, όπως αυτό τροποποιήθηκε πρόσφατα με το Ν. 4816/2021, περιλαμβάνει γενική ρήτρα για τα βασικά αδικήματα, ορίζοντας «κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των 3 μηνών, από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος». Από την άλλη, το ερώτημα ποια ακριβώς προϊόντα περιλαμβάνονται στον κύκλο των πρόσφορων αντικειμένων νομιμοποίησης, δηλαδή εάν περιλαμβάνονται μόνο τα αμέσως προερχόμενα από την πρότερη εγκληματική πράξη ή και τα εμμέσως προερχόμενα απ’ αυτήν. Στη δεύτερη δε περίπτωση τίθεται, επίσης, το περαιτέρω ερώτημα σε ποιο στάδιο τυχόν μετατροπών του αρχικού προϊόντος το μετατρεπόμενο περιουσιακό στοιχείο θεωρείται ότι παύει να προέρχεται από την πρότερη εγκληματική πράξη και δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον στην έννοια της νομιμοποιούμενης «περιουσίας».
Στην όλη προβληματική συμβάλλει, όπως εύστοχα παρατηρεί η Διονυσοπούλου, και το γεγονός ότι υπάρχει ένα ζήτημα σε ό,τι αφορά τη σχέση των διατάξεων περί δημεύσεων στη νομοθεσία για τη νομιμοποίηση, δηλαδή μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε δήμευση ως προϊόντα πρότερων εγκληματικών συμπεριφορών και των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να θεωρηθούν πρόσφορα αντικείμενα νομιμοποίησης, ως προϊόντα των συμπεριφορών αυτών. Σε αντίθεση με ξένες νομοθεσίες, στην ελληνική νομοθεσία για τη νομιμοποίηση, λόγω του ευρύτατου πεδίου εφαρμογής των διατάξεων περί δημεύσεως, οι οποίες μάλιστα κατόπιν της διεύρυνσης του καταλόγου των πρότερων πράξεων έχουν ουσιαστικά καταργήσει τις περί δημεύσεως ρυθμίσεις του ΠΚ, δεν είναι δυνατό ένα περιουσιακό στοιχείο να μην είναι πρόσφορο αντικείμενο νομιμοποίησης, γιατί δεν είναι προϊόν πρότερης εγκληματικής πράξης, αλλά την ίδια στιγμή το ίδιο περιουσιακό στοιχείο να μπορεί να δημευθεί ως προϊόν πρότερης πράξης. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι εκ των πραγμάτων θα πρέπει καταρχήν τουλάχιστον να ταυτιστεί ο κύκλος των δημευτέων περιουσιακών στοιχείων με τον κύκλο των πρόσφορων αντικειμένων νομιμοποίησης. Η ίδια δε η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Έλληνας νομοθέτης διευρύνοντας τον κατάλογο των πρότερων πράξεων και εξακολουθώντας να συνδέει τις ρυθμίσεις περί δημεύσεως με την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης, περιέπλεξε τα ζητήματα καθορισμού του κύκλου των αντικειμένων της νομιμοποίησης, οδηγώντας συχνά την ερμηνευτική προσπάθεια σε ανυπέρβλητες δυσχέρειες ή σε λύσεις ξένες προς την πραγματικότητα της οικονομικής ζωής .
Πάντως, κεντρικό σημείο του όλου ζητήματος αποτελεί το ερώτημα, πότε ένα περιουσιακό στοιχείο θεωρείται ότι «προήλθε» από εγκληματική δραστηριότητα. Κατά τα πρώτα χρόνια ισχύος της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση, είχε διατυπωθεί, με αρκετή έμφαση, μία άποψη που στηριζόταν στην ιστορικοβουλητική και λογικοσυστηματική ερμηνεία της νομοθεσίας για το ξέπλυμα, θεωρώντας ότι, κύριος στόχος αυτής, είναι η πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο ενισχύεται με το ξέπλυμα χρημάτων που προέρχονται από τις εγκληματικές δραστηριότητες. Η άποψη αυτή ασκούσε άμεση επιρροή και στο ζήτημα του προσδιορισμού της «περιουσίας» που προήλθε από τη νομιμοποίηση, υπό την έννοια ότι, παρότι δεν αναγράφεται ρητά στον νόμο, θα πρέπει, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης, ο δράστης να εξασφαλίζει κάποιο «νόμιμο τίτλο» για τα παράνομα έσοδά του. Το τελευταίο θα συμβαίνει χαρακτηριστικά όταν τα παράνομα έσοδα «επενδυόμενα» σε μία εταιρία – βιτρίνα εμφανίζονται στη συνέχεια σαν «νόμιμα» κέρδη της εταιρίας αυτής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτή την άποψη, νομιμοποίηση εσόδων και ύπαρξη οργανωμένης εγκληματικής οργάνωσης, είναι όροι αλληλένδετοι και λειτουργούν σε δύο επίπεδα: εκείνο που δημιουργεί τα παράνομα έσοδα και εκείνο που στη συνέχεια τα νομιμοποιεί («ξέπλυμα»). Συνακόλουθα, και ως «περιουσία» νοείται εκείνη που ανήκει σε μία εγκληματική ομάδα που δραστηριοποιείται στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, και η οποία περιουσία θα αποτελέσει τμήμα ενός οικονομικού συνόλου, που πρόκειται να επενδυθεί σε νόμιμους ή νομιμοφανείς τομείς της οικονομίας, ώστε να αποτελέσει έναν ακόμη αρμό για την ενίσχυση της διεισδυτικότητας της εγκληματικής ομάδας στην οικονομία και στην εξουσία.
Την άποψη αυτή υιοθέτησαν μεμονωμένα και ορισμένες αποφάσεις Δικαστηρίων. Έτσι, το ΣυμβΠλημΑθ, με το 2912/2004 Βούλευμά του, δέχθηκε ότι «…. η περιουσία, που νομιμοποιείται, απαιτείται να προέρχεται από μια οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι να υπάρχουν στοιχεία τα οποία οδηγούν στην ύπαρξη οργανωμένης εγκληματικής δράσης, με δομή και υποδομή. Η ορθότητα της άποψης αυτής συνάγεται και από το κείμενο του νόμου, κυρίως όμως από την ιστορική και συστηματική ερμηνεία της νομοθετικής πρόβλεψης, δοθέντος ότι, από την ανάγνωση της Εισηγητικής Έκθεσης του Ν. 2331/1995, διαπιστώνεται ότι η νομοθετική βούληση δεν στοχεύει στην ποινικοποίηση πράξεων απλής απόκρυψης των εγκληματικών εσόδων, αφού τέτοιες, όπως είναι η αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, υπάγονται εύκολα στο πραγματικό του άρθρου 394 του Ποινικού Κώδικα, αλλά πράξεων νομιμοποίησης και ένταξης των εσόδων αυτών στη νόμιμη οικονομική διαδικασία. Βέβαια, επ’ αυτής της απόψεως, μπορεί να διατυπωθεί η αντίρρηση ότι στο κείμενο του νόμου δεν υφίσταται η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, άρα ότι είναι ανεπίτρεπτη η ερμηνεία των διατάξεων υπό το πρίσμα μιας ανύπαρκτης νομικά έννοιας. Ωστόσο, το οργανωμένο έγκλημα, ως έννοια, συναντάται και τα στοιχεία του προσδιορίζονται στο κείμενο της Διεθνούς Σύμβασης του Παλέρμο».
Η ορθότητα της ανωτέρω απόψεως, δηλαδή της εξάρτησης της παραγωγής περιουσίας από οργανωμένη εγκληματική ομάδα, έχει αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι συρρικνώνει εξαιρετικά το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως και είναι αμφίβολο εάν ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος ρητά υιοθέτησε την αρχή της «προέλευσης», προτιμώντας την από την αρχή της «εγκληματικής οργάνωσης». Την αρχή της προέλευσης είχε προηγουμένως υιοθετήσει και ένα μέρος της θεωρίας, κυρίως λόγω των σοβαρών μειονεκτημάτων της έτερης αρχής, όπως η αδυναμία απόδειξης της ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης και η έλλειψη νομικής προσωπικότητας που δεν της επιτρέπει να αποκτά εμπράγματα και άλλα δικαιώματα.
Ανεξάρτητα, όμως, των ανωτέρω, ήδη η Νομολογία, κυρίως των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, είχε προσπαθήσει αρχικά να περιορίσει την έννοια της προερχόμενης από εγκληματική δραστηριότητα περιουσίας σε έλλογα πλαίσια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ΣυμβΠλημΑθ 2171/2005, η οποία, ασχολούμενη με το αδίκημα της νομιμοποίησης προϊόντων λαθρεμπορίας, έκρινε ότι, στο άρθρο 2 του Ν. 2331/1995, με τον όρο «οποιαδήποτε περιουσία προέρχεται από την προαναφερόμενη εγκληματική δραστηριότητα», νοείται το περιουσιακό εκείνο προϊόν που μια προηγούμενη άδικη πράξη δημιούργησε, ο δε περιγραφόμενος στην αντικειμενική υπόσταση όρος «εγκληματική δραστηριότητα» χρησιμοποιείται με την στενή τεχνική έννοια. Δεν υπάγεται, δηλαδή, οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί αφηρημένα ως τέτοια δραστηριότητα, αλλά μόνο συγκεκριμένες αποκλειστικά και περιοριστικά απαριθμούμενες αξιόποινες συμπεριφορές, με βάση τον ορισμό που το άρθρο 1 του ιδίου νόμου αναφέρει. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε δηλαδή, τη δημιουργία ενός γνήσιου κυρωτικού κανόνα, ο οποίος, στη διατύπωση της αξιόποινης συμπεριφοράς, περιλαμβάνει έναν όρο «εγκληματική δραστηριότητα», για την ερμηνεία του οποίου ο ίδιος ο νόμος μας παραπέμπει καταρχάς σ’ έναν τεχνικό όρο (δηλαδή στην εγκληματική δραστηριότητα του άρθρου 1 περ. α΄ του Ν. 2331/1995) και ο τελευταίος, με τη σειρά του, μας υποχρεώνει να προστρέξουμε, για την ακριβή κάθε φορά συμπλήρωση του περιεχομένου του, σ’ ένα προσδιορισμένο μεν κατάλογο εγκληματικών συμπεριφορών αυτοτελώς όμως τυποποιημένων ως αξιόποινων πράξεων, είτε σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους είτε στον Ποινικό Κώδικα και πάντως σε άλλα διαφορετικά νομοθετήματα, που βρίσκονται έξω από το κείμενο του Ν. 2331/1995.
Αναφορικά, τώρα, με τη φύση του «προϊόντος» της εγκληματικής δραστηριότητας που προηγήθηκε, θα μπορούσε καταρχήν να θεωρηθεί οποιοδήποτε προϊόν δημιουργεί αυτή;;;; Θα μπορούσε, δηλαδή, να θεωρηθεί τέτοιο προϊόν και η ίδια η ναρκωτική ουσία που προήλθε από τη συγκομιδή των δενδρυλλίων ινδικής κάνναβης, και τα έσοδα από την πώλησή της, και το κλοπιμαίο, και τα λαθραία εμπορεύματα ή το ύψος των διαφυγόντων δασμών ή το όργανο που αφαιρέθηκε από κάποιο άνθρωπο;;;; Από την ίδια τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 γίνεται φανερό ότι ποινικό ενδιαφέρον συγκεντρώνει, όχι οποιοδήποτε προϊόν προέρχεται από την προηγούμενη δραστηριότητα, αλλά μόνο εκείνο που έχει οικονομική αξία και μάλιστα πρέπει να προκύπτει άμεσα και αιτιακά από την τέλεση της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας, να συνιστά δηλαδή το «έσοδο» που αποκόμισε ο δράστης με την πραγμάτωσή της και εξαιτίας της πραγμάτωσής της και να μην προκύπτει έμμεσα, ως προϊόν άλλων εγκληματικών πράξεων, που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εγκλημάτων του άρθρου 1. Συμπερασματικά, ο δράστης της λαθρεμπορίας, για να διωχθεί περαιτέρω για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, θα πρέπει να έχει αποκτήσει από την τέλεσή της κάποιο περιουσιακό εισόδημα, που να απορρέει από την αμοιβή που τυχόν έλαβε για να εκτελέσει και να αποπερατώσει τον εγκληματικό του σκοπό ή το τίμημα από την πώληση και τη μεταβίβαση των λαθραίων εμπορευμάτων σε τρίτους. Η παραδοχή της αντίθετης άποψης θα οδηγούσε σε αντίνομα και ανεπιεική αποτελέσματα και θα προσέκρουε στο δικαιοπολιτικό χαρακτήρα και σκοπό της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 καθώς, στο βαθμό που δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι ο δράστης της λαθρεμπορίας αποκόμισε κάποιο περιουσιακό έσοδο από την τέλεσή της, δεν θα ήταν ορθό να αναγορεύεται ως τέτοιο «έσοδο» αυτό καθ’ αυτό το αντικείμενο της λαθρεμπορίας, που αντιστοιχεί σε διαφυγή φόρων και δασμών.
Μια άλλη διάκριση που αξίζει να αναφερθεί είναι εκείνη του όρου «περιουσία» και του όρου «σκοπούμενη περιουσιακή ωφέλεια», που προσδίδεται για παράδειγμα στην κακουργηματική πλαστογραφία, η οποία διώκεται ανεξαρτήτως εάν η ωφέλεια αυτή επιτεύχθηκε. Γι’ αυτό, άλλωστε, η πράξη αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των εγκληματικών πράξεων και συμπεριφορών του νόμου για τη νομιμοποίηση. Έτσι, κάτι που θα αναφερθεί και παρακάτω με αφορμή τα φορολογικά αδικήματα, είναι ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική πράξη, απαιτείται η ύπαρξη περιουσιακού εισοδήματος και δεν αρκεί η περιουσιακή ωφέλεια με την μορφή της αποσόβησης της μείωσης της περιουσίας του δράστη από την τέλεση κάποιας εγκληματικής ενέργειας.
Εξάλλου, και η επιστήμη έχει προσπαθήσει να οριοθετήσει την έννοια της «περιουσίας» που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ξεκινώντας από έναν γενικότερο ορισμό της έννοιας της «περιουσίας», η οποία συμπεριλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα καθώς και τα έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Όπως ορθά τονίζεται, στη γλωσσική διατύπωση του νόμου, πέραν του νοήματος της έκφρασης «προέρχεται», δεν δίνεται καμία άλλη πληροφορία σχετικά με την αιτιακή – παραγωγική σχέση τής προς νομιμοποίηση περιουσίας με την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να θεωρηθεί υλικό αντικείμενο των εγκλημάτων νομιμοποίησης κάθε οικονομικά μετρήσιμη ωφέλεια του δράστη, άμεση ή έμμεση, η οποία προέρχεται από ένα προηγούμενο έγκλημα.
Πράγματι, αυτή την κατεύθυνση, της ακραίας δηλαδή διεύρυνσης της έννοιας της περιουσίας, ακολουθεί συνειδητά και ο νομοθέτης, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, στην παράγραφο 11 του προοιμίου της Οδηγίας 2014/42/ΕΕ σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρεται ρητά ότι είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί η υφιστάμενη έννοια των προϊόντων του εγκλήματος, ώστε να συμπεριλαμβάνει τα άμεσα προϊόντα που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και όλα τα έμμεσα οφέλη, περιλαμβανόμενης της μεταγενέστερης επανεπένδυσης ή μετατροπής άμεσων προϊόντων. Συνεπώς, στα προϊόντα μπορεί να περιλαμβάνεται οποιασδήποτε μορφής περιουσιακό στοιχείο, ακόμα και εκείνο που έχει μετατραπεί ή μεταμορφωθεί, πλήρως ή εν μέρει, σε άλλο περιουσιακό στοιχείο και εκείνο που έχει αναμιχθεί με περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από νόμιμες πηγές, ως την εκτιμώμενη αξία των αναμεμειγμένων προϊόντων. Μπορεί, επίσης, να περιλαμβάνει και το εισόδημα ή άλλα οφέλη που προέρχονται από προϊόντα εγκλήματος ή από περιουσιακά στοιχεία στα οποία μετατράπηκαν ή μεταμορφώθηκαν τέτοια προϊόντα ή αναμείχθηκαν μ’ αυτά.
Στο σημείο αυτό, προβληματισμούς εγείρει και το ζήτημα πότε ένα περιουσιακό προϊόν σταματά να θεωρείται ότι συνεχίζει να προέρχεται από το βασικό αδίκημα, λόγω των μετατροπών και των μεταβολών που έχει υποστεί, ώστε να μην επιβαρύνεται υπέρμετρα η ομαλή ροή της οικονομίας. Γίνεται αποδεκτό ότι, όταν το περιουσιακό στοιχείο έχει χάσει πλέον τη λειτουργική και ανταλλακτική του αξία, εξαιτίας φθοράς, χρήσης ή ατυχήματος, παύει να θεωρείται εφεξής ως προερχόμενο από το βασικό αδίκημα, με περαιτέρω συνέπεια και το πρόσωπο που έχει τη φυσική εξουσίασή του να μην τελεί νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Π.χ. το πολυτελές αυτοκίνητο, αξίας χιλιάδων ευρώ, που αγοράστηκε με χρήματα προερχόμενα από εμπόριο ναρκωτικών και στη συνέχεια πουλήθηκε για παλιοσίδερα, μολονότι στην πραγματικότητα εξακολουθεί να προέρχεται από το βασικό αδίκημα, εντούτοις θα πρέπει να θεωρηθεί ότι απώλεσε πλέον την εγκληματική του προέλευση και ο αγοραστής του δεν θα διωχθεί για ξέπλυμα. Επίσης, όπως συνάγεται από το άρθρο 40 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 4557/2018, η απόκτηση του αρχικού περιουσιακού προϊόντος του βασικού αδικήματος από καλόπιστο τρίτο έχει ως συνέπεια τη διακοπή του συνδέσμου της αμεσότητας, ώστε εφεξής αυτό να δύναται να κυκλοφορεί «καθαρό» στις συναλλαγές. Η ύπαρξη γνώσης κρίνεται κατά το χρόνο της κτήσης του περιουσιακού στοιχείου και όχι μεταγενέστερα. Συνεπώς, ο καλόπιστος τρίτος δεν διαπράττει νομιμοποίηση αν, μετά την απόκτηση του προϊόντος, πληροφορηθεί την εγκληματική του προέλευση. Το ίδιο ισχύει και για εκείνον που αποκτήσει από τον καλόπιστο τρίτο, ακόμα και εάν ο ίδιος είναι κακόπιστος, γνωρίζει δηλαδή την εγκληματική προέλευση του μεταβιβασθέντος στοιχείου, αφού το τελευταίο έχει ήδη καθαρθεί. Στη συνέχεια, φυσικά, το προϊόν που «εξυγιάνθηκε», προφανώς και μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο προς νομιμοποίηση περιουσιακό στοιχείο, στο πλαίσιο μιας νέας, μεταγενέστερης, εγκληματικής δραστηριότητας. Π.χ Ο Α δωρίζει πίνακα ζωγραφικής στη Β δίχως εκείνη να γνωρίζει ότι είναι προϊόν υπεξαίρεσης. Η Α δεν τελεί νομιμοποίηση. Αν η Α, με τη σειρά της, δωρίσει τον πίνακα στο φίλο της Γ, και πάλι δεν υπάρχει πράξη νομιμοποίησης ακόμη κι αν ο Γ γνωρίζει ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Τέλος, αν η Α ή ο Γ δωρίσουν τον πίνακα σε δημόσιο υπάλληλο για να πετύχουν ευνοϊκή μεταχείριση σε υπόθεσή τους, τότε το προϊόν αποκτά και πάλι την ιδιότητα του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα – δωροδοκία αυτή τη φορά – και είναι, στο πλαίσιο αυτό, προϊόν νομιμοποίησης, συνδεόμενο πια με την τελευταία εγκληματική δραστηριότητα.
Ένα άλλο ζήτημα που συνδέεται με την ακραία διεύρυνση της έννοιας της «περιουσίας», με την οποία συντάσσεται, έστω και σιωπηρά, και η Νομολογία, είναι το εάν η «περιουσία» αυτή μπορεί να προέρχεται ακόμα και από εγκλήματα, τα οποία, από τη φύση τους δεν είναι δυνατό να παράγουν περιουσιακό όφελος, τουλάχιστον υπέρ εκείνου που υποτίθεται ότι προβαίνει στην πράξη νομιμοποίησης. Κλασσικά παραδείγματα εγκλημάτων οικονομικής φύσεως με την ευρεία έννοια, τα οποία δεν φαίνεται να παράγουν περιουσία, αποτελούν η απιστία και η ενεργητική δωροδοκία. Στο μεν πρώτο, από την απλή και μόνο ανάγνωση του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα, δεν προκύπτει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, όφελος για τον δράστη του εγκλήματος. Ομοίως και στο δεύτερο, ούτε από τη διατύπωση του άρθρου 236 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, ούτε από εκείνη του άρθρου 237 παρ. 2, δεν προκύπτει ευθέως ωφέλημα για τον δωροδοκούντα, το οποίο να μπορεί στη συνέχεια να αποτελέσει αντικείμενο νομιμοποίησης. Παρόλ’ αυτά, συχνά η Νομολογία δέχεται ότι, και από αυτού του είδους τα εγκλήματα, μπορεί, παρά τις εντυπώσεις που προκύπτουν από τη γραμματική διατύπωσή τους στο νόμο, να παρασχεθεί «περιουσία», την οποία ο δράστης του εγκλήματος αυτού μπορεί να νομιμοποιήσει.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το 1463/2016 Βούλευμα του ΣυμβΠλημΑθ, το οποίο υποστηρίζει την άποψη ότι και το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας παράγει περιουσία. Συνοπτικά, επικαλείται τα εξής τρία επιχειρήματα: Πρώτον, το ότι η ενδιάμεση αφαίρεση (από το Ν. 3424/2005) του εγκλήματος της ενεργητικής δωροδοκίας από τον κατάλογο των εγκληματικών δραστηριοτήτων που οδηγούν σε νομιμοποίηση, δεν σημαίνει αποκλεισμό της ως άνω δυνατότητας, δεδομένου ότι καλύπτεται από την ακροτελεύτια παράγραφο στη γενική διάταξη που περιγράφει τον κατάλογο των εγκληματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την οποία συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές «κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ». Δεύτερον, λόγω της συμπερίληψης των εγκλημάτων της ενεργητικής δωροδοκίας αλλοδαπού δημοσίου λειτουργού, καθώς και υπαλλήλων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων, που έγινε με το Ν. 3424/2005, από την οποία συνάγεται ότι δεν μπορεί ο νομοθέτης να συμπεριέλαβε τις σχετικές ρυθμίσεις στο έλασσον και να απέκλεισε το μείζον, που είναι η ενεργητική δωροδοκία ημεδαπών δημοσίων υπαλλήλων. Ως τρίτο και ουσιαστικότερο επιχείρημα προβάλλει ότι ο δωροδότης μπορεί να αποκομίσει περιουσία «προερχόμενη» από την ενεργητική δωροδοκία, συνιστάμενη όχι στο δώρο, το οποίο μειώνει την περιουσία του, αλλά στην περιουσιακή ωφέλεια που εξασφαλίζει μέσω της εξαγορασμένης με τη δωροδοκία ενέργειας.
Με την άποψη αυτή έχει συνταχθεί και ο Ναμίας, επικαλούμενος μεταξύ άλλων και το δικαιοπολιτικό επιχείρημα ότι θα συνιστούσε αξιολογική αντινομία να δημεύεται μόνο το δώρο στην παθητική δωροδοκία και όχι το όφελος από την αντιπαροχή που λαμβάνει ο δωροδότης, σαν να υπονοείτο ότι η απαξία της πράξης της δωροληψίας ενέχει μεγαλύτερη ηθική απαξία από εκείνη της δωροδοκίας. Ομοίως έχουν συνταχθεί και οι Σοφός/Οικονόμου, υπό την προϋπόθεση ότι τα χρήματα που αφορούν το ωφέλημα της δωροδοκίας πρέπει να τελούν σε υλική και λειτουργική αντιστοιχία με αυτά που δίνονται προκειμένου να υλοποιηθεί η υπόσχεση του ωφελήματος.
Ένα δεύτερο ζήτημα, που σχετίζεται με τα εγκλήματα της δωροδοκίας, είναι εάν το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας αποφέρει εισόδημα, δηλαδή περιουσία, ακόμα και όταν τελείται με τη μορφή της απαίτησης, με δεδομένο, όπως είναι προφανές, ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν λαμβάνει χώρα μετατόπιση περιουσίας από τον δωροδοκούντα στο δωροδοκούμενο. Η Νομολογία δέχεται, σχεδόν ανεπιφύλακτα, μια τέτοια δυνατότητα, αρχικά με το βούλευμα 570/2006 του ΣυμβΑΠ και στη συνέχεια με σειρά άλλων βουλευμάτων, που συντάσσονται ως προς τις παραδοχές τους μ’ αυτό.
Το αντίθετο υποστηρίζει, σχεδόν ομόφωνα, η θεωρία κυρίως με το επιχείρημα ότι το δώρο, που απλώς έχει απαιτηθεί από τον δωροδοκούμενο και δεν έχει ακόμα δοθεί σ’ αυτόν, δεν έχει ακόμα προκύψει ως περιουσιακό προϊόν, αφού ακόμα δεν έχει αποκτηθεί, και άρα δεν μπορεί να αποτελέσει έσοδο προς νομιμοποίηση. Κατά την ίδια άποψη, το γεγονός ότι ο νομοθέτης επιλέγει να μεταθέσει προς τα εμπρός το κατώφλι της αξιόποινης συμπεριφοράς στην περίπτωση λ.χ της δωροδοκίας, θεσπίζοντας ως τέτοια ήδη την απαίτηση του ωφελήματος ή την υπόσχεσή του, χωρίς να απαιτείται να ακολουθήσει και η λήψη του, δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση, αφού σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι μπορεί να ισχύσει το ίδιο και στο παρακολουθητικό αδίκημα του ξεπλύματος, ενόψει της ετερότητας των προστατευόμενων εννόμων αγαθών από τις οικείες διατάξεις.
Τέλος, ένα άλλο μείζον ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο σχολιασμού και αντιπαράθεσης τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία είναι εκείνο που διερευνά εάν δύναται να παραχθεί «περιουσία» από τα εγκλήματα της φοροδιαφυγής, δηλαδή εάν το όφελος που προκύπτει από τη φοροδιαφυγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεπλύματος. Στη θεωρία επικρατεί η άποψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φορολογικών αδικημάτων δεν παράγει άμεσα και αιτιακά «περιουσία», κατά τη έννοια των διατάξεων περί νομιμοποίησης.
Στο κλασσικό αδίκημα φοροδιαφυγής, δηλαδή στην υποβολή ανακριβούς δηλώσεως, το νόμιμο εισόδημα που αποκτά ο φορολογούμενος από το επάγγελμά του και εν συνεχεία παραλείπει να δηλώσει στη δήλωση του φόρου εισοδήματος, δεν το καθιστά αναδρομικά βρώμικο.
Ομοίως δεν μπορεί να νοηθεί ξέπλυμα περιουσίας, που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, και στην περίπτωση που ο δράστης δεν καταβάλλει βεβαιωμένα χρέη στο Δημόσιο. Η παράλειψη καταβολής δεν καθιστά αναδρομικά ή εφεξής εγκληματική την προέλευση της όποιας περιουσίας του παραλείποντος. Κατά τον Τριανταφύλλου, η αντίθετη θέση, που εξομοιώνει την εξοικονόμηση δαπανών με την απόκτηση περιουσίας μέσω εγκληματικών δραστηριοτήτων, παραβιάζει το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, ήτοι την απαγόρευση αναλογικής εφαρμογής ποινικών διατάξεων εις βάρος του κατηγορουμένου, πέραν, βέβαια, και της αντικειμενικής αδυναμίας να εντοπιστεί το τμήμα της περιουσίας που έχει μολυνθεί.
Περιουσία προερχόμενη από βασικό αδίκημα φοροδιαφυγής μπορεί να υπάρξει μόνο επί αύξησης του ενεργητικού της περιουσίας του δράστη, λ.χ. με την απόκτηση της κυριότητας ενός πράγματος, μιας απαίτησης ή ενός δικαιώματος εν γένει. Στα βασικά εγκλήματα του άρθρου 3 εδ. ιη΄ αυτό συμβαίνει μόνο επί λήψης επιστροφής ΦΠΑ ή λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών, με παραπλάνηση μάλιστα της φορολογικής αρχής, δηλαδή έναν από τους τρόπους τέλεσης του εγκλήματος του άρθρου 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997. Στο συγκεκριμένο τρόπο τέλεσης, ο δράστης αποκτά ευθέως και άμεσα περιουσία που προέρχεται από την τέλεση της φοροδιαφυγής. Ομοίως, τέλεση νομιμοποίησης συντρέχει και στην περίπτωση της έκδοσης εικονικών ή πλαστών τιμολογίων, όταν ο δράστης λαμβάνει αμοιβή για την έκδοσή τους από τον ωφελούμενο (άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997). Αντικείμενο νομιμοποίησης είναι τότε όχι κάποιο ποσό φόρου, αλλά η ίδια η αμοιβή του δράστη, την οποία μάλιστα νομιμοποιεί περαιτέρω με έναν ή περισσότερους από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 2 του Ν. 3691/2008.
Η Νομολογία, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να συμμερίζεται απόλυτα και να συντάσσεται με την προαναφερόμενη άποψη της θεωρίας, αφού, στην πράξη, ασκούνται κατά κανόνα ποινικές διώξεις, πέραν του βασικού αδικήματος φοροδιαφυγής και για εκείνο της νομιμοποίησης. Κατ’ αποτέλεσμα, όμως, την αποδέχεται. Έτσι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με τα υπ’ αριθμ. 2171/2005 και 112/2016 Βουλεύματα, κρίνοντας με το μεν πρώτο επί του βασικού αδικήματος της λαθρεμπορίας και με το δεύτερο επί του αδικήματος της φοροδιαφυγής, αποφάνθηκε ότι «για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική πράξη απαιτείται η ύπαρξη περιουσιακού εισοδήματος και δεν αρκεί η περιουσιακή ωφέλεια που επέρχεται μέσω της αποφυγής μείωσης της περιουσίας του δράστη από την τέλεση κάποιας εγκληματικής ενέργειας». Το ίδιο έκρινε και το ΣυμβΠλημΓρεβ με το 70/2017 Βούλευμά του.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΥΚΙΩΤΗ (Δικηγόρος Αθηνών, Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου FREDERICK Λευκωσίας) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στα πλαίσια νομιμοποίησης
2/4/2023 Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
24o Συνέδριο Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων εισήγηση με θέμα «Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στο πλαίσιο νομιμοποίησης»
Κατερίνα Συκιώτη Χαραλαμπάκη, Δικηγόρος, Επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Frederick University Cyprus
Στην παρ.2 του άρθρου 2 του ν.4557/2018 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.4816/2021 περιγράφονται περιοριστικά και όχι ενδεικτικά, οι επιμέρους πράξεις που συνιστούν κατά τη βούληση του νομοθέτη, πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. ‘Ετσι όπως έχουν καταστρωθεί στο νόμο οι καθέκαστον περιπτώσεις νομιμοποίησης αποκτούν τη μορφή «υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος» με την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσης αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορεί να εναλλαχθούν, δηλαδή όταν η νομιμοποίηση τελείται από ένα και το αυτό πρόσωπο με περισσότερους από τους περιγραφόμενους τρόπους τελείται ένα μόνον έγκλημα με χρόνο τέλεσης τη στιγμή που εκδηλώθηκε η πρώτη από τις περισσότερες συντρέχουσες συμπεριφορές.
Μια εξ αυτών είναι και η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο ( 2 παρ.1 εδ δ του ν.4557/2018) νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή την διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Με την υπαλλαγή αυτή ο νομοθέτης εκφράζει την αγωνία του για όσο το δυνατόν μεγαλυτερη πληρότητα στην αντιμετώπιση ενεργειών που φέρουν το σπέρμα της νομιμοποίησης, με δεδομένο ότι η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ως ειδικότερη πράξη νομιμοποίησης θα μπορούσε κάλλιστα να υπαχθεί σε μια από τις γενικότερες υπαλλαγές (απόκρυψη,συγκάλυψη) . Πρόκειται εδώ για μια εξειδίκευση η οποία νομοτεχνικά μεν είναι μάλλον περιττή , η επιλογή όμως έγινε από τον νομοθέτη προφανώς ενόψει της συχνότητας που εμφανίζει στην καθημερινή πράξη, δηλαδή ενόψει του γεγονότος ότι οι περισσότερες στατιστικά πράξεις νομιμοποίησης λαμβάνουν χώρα με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Για την τοποθέτηση χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό λοιπόν θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Σχετικά με την ρύθμιση αυτή ανακύπτουν περισσότερα ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με το ότι σε περιπτώσεις όπως αυτές που εξετάζουμε, ο δράστης του βασικού εγκλήματος και του εγκλήματος της νομιμοποίησης μέσω τοποθέτησης στον χρηματοπιστωτικό τομέα συμπίπτουν.
Η παλαιότερη νομολογία κυρίως αυτή προ της εισαγωγής του ν. 3601/2008 είχε επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν οι πράξεις αυτές πράξεις νομιμοποίησης, κυρίως επικαλούμενη το γενικότερο πρόβλημα που ίσχυε μέχρι τη τη θέσπιση του ν. 3424/2005 και αφορά στη δυνατότητα ταύτισης στο ίδιο πρόσωπο του υποκειμένου του δράστη του βασικού αδικήματος και του δράστη του αδικήματος της νομιμοποίησης.
Με βάση το σκεπτικό αυτό, ο δράστης του βασικού εγκλήματος που τοποθετούσε τα παράνομα έσοδα από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν μπορούσε να είναι και αυτουργός του αδικήματος της νομιμοποίησης. (ΕφΘες 1825/2013)
Η μεταγενέστερη νομολογία βοηθούμενη και από τις τροποποιήσεις του κειμένου του νόμου, δέχεται ότι στη σύμπτωση αυτή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα αρκεί να υπήρχε στο πρόσωπο του δράστη συνολικός σχεδιασμός δράσης, έτσι η ΑΠ 469/2018.
Για τη χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα χαρακτηριστική είναι η ΑΠ 1308/2019 που αναλύει αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο νομιμοποίησης. Σύμφωνα με αυτή, αυτό συμβαίνει όταν ο δράστης ενεργεί ατομικά και προβαίνει ειτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσω άλλου προσώπου αλλά για λογαριασμό του ίδιου, σε κατάθεση χρημάτων που απέκτησε από την εγκληματική δραστηριότητα σε ίδιον αυτού προσωπικό λογαριασμό ή ακόμη και σε κοινό λογαριασμό με άλλον, και οι λογαριασμοί αυτοί περιλαμβάνουν και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές. Έτσι ο δράστης αποκρύβει τις παράνομες οικονομικές του συναλλαγές υπό άλλες νόμιμες και με τη μέθοδο της ανάμειξης ενώνει τα εισοδήματα που προέρχονται τόσο από τις νόμιμες όσο και από τις παράνομες δραστηριότητες, καταθέτοντας αυτά σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομά του. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή η πράξη του γίνεται προς το σκοπό πρόκλησης σύγχυσης και αβεβαιότητας ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων και έχει ως απώτερο στόχο την απόκτηση νόμιμου τίτλου γι αυτά, ώστε να εμφανίζονται νόμιμα. Από αυτά συνάγεται ότι το πλεον ευαίσθητο σημείο της όλης λειτουργίας είανι το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο δια της λογιστικοποίησης της ροής των κεφαλαίων και της ουσιαστικής εξαφάνισης της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, μέσω των διάφορων νομικών τύπων εταιρικών σχημάτων σε συνδυασμό και με τη λειτουργία του τραπεζικού απορρήτου, μπορεί εύκολα να καλύψει τα ίχνη της προέλευσης των παράνομων κεφαλαίων και τελικά να επιτρέψει την επένδυσή τους σε νόμιμες ή νομιμοφανείς δραστηριότητες.( παρόμοια και η ΑΠ 1036/2020).
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση που υπάγει ρητά τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στις επιμέρους πράξεις νομιμοποίησης , πρωτοεισήχθη με το ν.3691/2008 οπότε το διαχρονικού δικαίου ζήτημα που τίθεται εδώ είναι τι συμβαίνει με πράξεις τοποθέτησης σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έλαβαν χώρα πριν τις 5/8/2008, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3691/2008. Το κενό επιχείρησε να καλύψει η νομολογία με το επιχείρημα ότι και υπό το καθεστώς του προΙσχύσαντος δικαίου μπορεί μεν η συγκεκριμένη συμπεριφορά να μην προβλέπονταν ευθέως ως τρόπος νομιμοποίησης, εντάσσονταν όμως στην έννοια της απόκρυψης ή της απόκτησης και κατοχής περιουσίας που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα που τυποποιούντο ήδη πριν την ισχύ του ν.3691/2008 ρητά ως επιμέρους πράξεις νομιμοποίησης. (έτσι και οι ΑΠ 1161/2010ΑΠ 2044/2010, ΑΠ 235/2013).
Η στάση αυτή της νομολογίας απεικονίζεται στην ΑΠ 871/2020 που δέχθηκε ότι στον δυσμενέστερο στο σύνολό του ν. 3691/2008 τυποποιείται για πρώτη φορά μεν και ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, όμως και υπό το καθεστώς ισχύος του προηγούμενου νόμου, δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα να γίνει με κατάθεση αυτών σε τράπεζα, εφόσον ο δράστης συγκάλυπτε με τον τρόπο αυτό την παράνομη προέλευση των εσόδων, επιχειρώντας να τους προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση μέσω του τραπεζικού συστήματος.(αυτά δέχοναι και οι ΑΠ 469/2018. ΑΠ 516/2021).
Το τρίτο και πιο καίριο ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα ερώτημα έχει να κάνει με το κατά πόσον η απλή κατάθεση χρηματικού ποσού έστω και αν αυτό προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, σε τραπεζικό λογαριασμό , μπορεί να θεωρηθεί πράξη νομιμοποίησης. Το ερώτημα αυτό παραμένει καίριο ακόμα και υπό την σημερινή διατύπωση στο ν. 4557/2018, παρά τη ρητή διατύπωση στο κείμενο του νόμου,
υπό την έννοια ότι ερωτάται εάν ώς τοποθέτηση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να θεωρηθεί και η απλή κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό ή εάν χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό.
Από την παλαιότερη νομολογία,ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η ΣυμβΕφΛαρ 50/2004 που είχε δεχθεί ότι η νομιμοποίηση είναι μια σύνθετη ενέργεια που τη συγκροτούν περισσότερες φάσεις χωρίς ωστόσο να είναι πάντοτε αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ούτε πάλι η χρησιμοποίηση του συστήματος αυτού είναι σε κάθε περίπτωση αρκετή για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα αυτό.Επομένως όταν ο δράστης ειδικά αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο πρόσωπο, καταθέτει τα χρήματα που έχει αποκτήσει από την εγκληματική του δράση σε δικό του προσωπικό λογαριασμό ή ακόμη και σε λογαριασμό που διατηρεί από κοινού με άλλον, η πράξη του ναι μεν συνιστά πράξη απόκρυψης πλην όμως αυτή μόνη δεν του προσδίδει κανένα νόμιμο τίτλο για τα παράνομα έσοδά του όπως θα συνέβαινε αν μετά από μια σειρά τραπεζικών συναλλαγών με την παρεμβολή και άλλων, κατάφερνε να εμφανίσει ότι τα παράνομα χρήματα δεν κατατέθηκαν από αυτόν, αλλά έχουν προέλευση διαφορετική. Είναι λ.χ. προϊόντα κερδών από τη συμμετοχή του σε μια εταιρεία. Η απλή κατάθεση από τον ίδιον σε τραπεζικό του λογαριασμό δεν διαφέρει στην ουσία σε τίποτε από την απλή απόκρυψη στο σπίτι του. Στην αντίθετη κατεύθυνση η ΑΠ 235/2013 κρίνει ότι ο δράστης έτσι αποκρύβει τις παράνομες οικονομικές του συναλλαγές υπό άλλες νόμιμες και με τη μέθοδο της αναμείξεως ενώνει τα ειςοδήματα που προέρχονται τόσο από τις νόμιμες όσο και από τις παράνομες δραστηριότητες . στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ΑΠ 871/2020 και η ΕφΝαυπλ12/2021.0
Αποφάσεις όπως η ΑΠ 726/2021 αιτιολογούν τον χαρακτηρισμό της τοποθέτησης χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό ως πράξη νομιμοποίησης με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή η πράξη γίνεται με σκοπό πρόκλησης σύγχυσης και αβεβαιότητας ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων με απώτερο στόχο την απόκτηση νόμιμου τίτλου για αυτά ώστε να εμφανίζονται ως νόμιμα. Στην ίδια κατεύθυνση και η ΑΠ 732/2021.
Τέλος δε λείπουν και οι ενδιάμεσες απόψεις στη νομολογία που δέχονται μεν τη δυνατότητα να θεωρηθεί και η απλή κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος του εγκλήματος,πράξη νομιμοποίησης,προσανατολιζόμενες όμως στο κείμενο του νόμου, προσαπαιτούν να συντρέχει σε αυτές τις περιπτώσεις οπωσδήποτε σκοπός να προσδοθεί με την κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό νομιμοφάνεια στα εγκληματικά έσοδα. Η απλή κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος του εγκλήματος χωρίς το σκοπό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης. ( έτσι και η ΕφΘες 1825/2013).
Τώρα η διατύπωση στη διάταξη του νόμου οδηγεί σε πρώτη ανάγνωση στο να δεχθεί κανείς σχεδόν ανεπιφύλακτα την εκδοχή ότι και η απλή κατάθεση του προϊόντος του εγκλήματος σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί πλέον να αποτελέσει αυτοτελή πράξη νομιμοποίησης. Αυτό προκύπτει από τον όρο τοποθέτηση των παράνομων εσόδων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όμως εδώ θα πρέπει να εξετασθεί και ένας πρόσθετος αναγκαίος όρος που είναι η προσφορότητα της συγκεκριμένης ενέργειας να προσδώσει νομιμοφάνεια στα εν λόγω παράνομα έσοδα. Τέτοια προσφορότητα στην περίπτωση απλής κατάθεσης σε λογαριασμό και μάλιστα του ίδιου του δράστη του βασικού εγκλήματος, κατά την άποψή μας δεν υπάρχει, διότι σε αυτή την περίπτωση αυτό που συμβαίνει είναι ότι όχι μόνον δεν συγκαλύπτονται τα πραγματικά στοιχεία των εμπλεκομένων, αλλά αντίθετα αποκαλύπτεται σχεδόν αυτόματα και αυτονόητα, τόσο η εγκληματική συμπεριφορά όσο και η συσχέτισή της με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Συγκάλυψη όπως έχει υποστηριχθεί θα υπήρχε αντίθετα, αν ο δράστης μετά την κατάθεση χρημάτων προέβαινε σε μια σειρά συναλλαγών, διατραπεζικών μεταβιβάσεων και χρηματοοικονομικών πράξεων όπως αγορά μετοχών με ταυτόχρονη πώλησή τους και εν συνεχεία κατάθεση του τιμήματος πώλησης σε άλλη τράπεζα με παράλληλη εντολή μεταβίβασής του σε τρίτη τράπεζα από την οποία το αναλάμβανε και το επανατοποθετούσε σε αγορά ακινήτου έτσι ώστε να υπάρξει δικαιολόγηση της κατοχής των συγκεκριμένων χρημάτων και εμφάνιση άλλης πηγής προέλευσής τους από την πραγματική. Αυτή την προσφορότητα συγκάλυψης, ως άγραφο αλλά αναγκαίο όρο συνδεόμενο μάλιστα άρρηκτα με το υποκειμενικό στοιχείο του σκοπού να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα παράνομα έσοδα, αναγνωρίζει και η νομολογία.
Έτσι σύμφωνα με την ΑΠ 189/2019 πέραν της γνώσης για την παράνομη προέλευση των εσόδων απαιτείται στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος δηλαδή την μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας και σκοπός απόκρυψης ή συγκάλυψης της περιουσίας απαιτείται δηλαδή σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε.
Με άλλα λόγια ο σκοπός αυτός εξυπακούει αυτονόητα και την προσφορότητα της συγκεκριμένης ενέργειας να εξυπηρετηθεί αυτός ο σκοπός. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την απλή κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό πολλώ δε μάλλον όταν δικαιούχος είναι ο ίδιος ο αυτουργός ή συμμέτοχος του βασικού εγκλήματος. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε και από το επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιείται από τη νομολογία, ότι μετά την κατάθεση των παράνομων εσόδων στον τραπεζικό λογαριασμό τα παράνομα αυτά χρήματα αναμειγνύονται με τα νόμιμα που τυχόν υπάρχουν ήδη στο λογαριασμό και αποκτούν νομιμοφάνεια. Από τη στιγμή που στο ηλεκτρονικό σύστημα της τράπεζας έχει καταγραφεί η κατάθεση του συγκεκριμένου χρηματικού ποσού αυτό αποτελή αυτοτελή τραπεζική συναλλαγή η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να ελεγχθεί ως προς την προέλευσή της, την νομιμότητα της αιτίας της κλπ, ανεξάρτητα από τις λοιπές τυχόν νόμιμες συναλλαγές που έχουν λάβει χώρα μέσω του ίδιου τραπεζικού λογαριασμού . Κατά συνέπεια ούτε αυτό το επιχείρημα από τη νομολογία δεν ευσταθεί. Έτσι και η ΑναφΕισαγΠλημΛεσβ 604/2021 σύμφωνα με την οποία η τοποθέτηση των παρανόμων κτηθέντων εσόδων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η οποία αντιστοιχει στην έννοια της κατοχής αποτελεί την πρώτη εκ των τριών φάσεων νομιμοποίησης και ως εκ τούτου η απλή κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχο ή συνδικαιούχο τον δράστη, εκφεύγει του πεδίου του αυτοξεπλύματος διότι εν όψει των αυξημένων καθηκόντων επιμελείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δημιουργεί μάλλον παρά αποκρύπτει τα ίχνη της παράνομης περιουσίας.
Και τέλος ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη δυνατότητα δήμευσης είναι το εάν η κατάθεση ενός συγκεκριμένου ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό ακόμη και υπό την εκδοχή ότι αποτελεί από μόνη της πράξη νομιμοποίησης «μολύνει» το λογαριασμό στο σύνολό του ακόμη και αν υπάρχουν ήδη σε αυτόν άλλα ποσά των οποίων δεν αμφισβητείται η νομιμότητα ή επηρεάζει τον εν λόγω λογαριασμό μόνον κατά το μέτρο της κατάθεσης των παρανόμως κτηθέντων χρημάτων. Αν και έχει υποστηριχθεί και η πρώτη εκδοχή, θεωρούμε ορθότερη τη δεύτερη, ως ανταποκρινόμενη στη λογική και στη δικαιοπολιτική αξίωση περιορισμού του δρακοντειου μέσου της δήμευσης μόνο στο μέτρο που εξυπηρετεί τους σκοπούς της και όχι πέρα από αυτούς.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΔΑΚΗΣ (Δικηγόρος Πειραιά) Αντίκτυπο της αυστηρής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο κοινωνικό κράτος της Ελλάδος και επιρροές στην ασφάλεια των ΜΜΜ
ΑΝΤΙΚΤΥΠΟ ΤΗΣ ΑΥΣΤΗΡΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΣΤΗΝ
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΜΜM
Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται πλέον υπό την «ενισχυμένη
εποπτεία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
« Έτσι τελειώνει ένας δωδεκαετής κύκλος που έφερε πόνο στους πολίτες,
στασιμότητα της οικονομίας και διαίρεση της κοινωνίας. (…) Σήμερα
σηματοδοτεί το τέλος των Μνημονίων και όλων όσων έχουν επιβληθεί στο
όνομά τους: μη βιώσιμοι φόροι και περικοπές μισθών και συντάξεων.
Τραπεζικοί έλεγχοι και υποθήκες δημόσιας περιουσίας, ο
πρωθυπουργός. Υποβάθμιση της Εθνικής Άμυνας, της Δημόσιας Παιδείας
και Υγείας. Αλλά και περιθωριοποίηση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρώπη
και στον κόσμο. Ευτυχώς, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν», είπε ο
πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις 20ης Αυγούστου 2022
που κάνει λόγο για μια «ιστορική ημέρα για την Ελλάδα και τους Έλληνες»
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πως δώδεκα χρόνια μετά τη
διάσωση της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα των δανειστών,το
κοινωνικό κράτος δικαίου και η συνολική λειτουργία των
θεσμικών οργάνων είναι τόσο υποβαθμισμένα που είναι πλέον
αμφίβολο αν πληροί τα ευρωπαϊκά πρότυπα;
Ζούμε στην χώρα των ψευδαισθήσεων. Διότι εντέλει,
ψευδαίσθηση αποδεικνύεται η κατ’ επανάληψιν διακηρυχθείσα από
δυο διαδοχικές κυβερνήσεις αναγγελία, ότι τα μνημόνια τελείωσαν
και η χώρα έχει απελευθερωθεί από την κηδεμονία «τροϊκανών»,
«θεσμών» και απαιτητικών εταίρων. Ίσως να μην θέλαμε να δούμε
κατάματα την πραγματικότητα.
Το τραγικό όμως δυστύχημα των Τεμπών μας φέρνει
απέναντί της. Οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτό (πέραν από την επιφάνεια
σταθμαρχών, σημάνσεως και παραλείψεων) ανάγονται στα ερείπια που
άφησαν στην χώρα τα μνημόνια. Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχουν μέχρι
στιγμής δει το φως της δημοσιότητος, σχετικά με την τραγωδία, βλέπουμε
τα στοιχεία να καταλήγουν σε έναν κοινό παρονομαστή. Ότι οι εξαρτήσεις
και τα «προαπαιτούμενα» είναι οι απώτερες αιτίες του κακού.
Η εθνική εταιρεία σιδηροδρόμων της εποχής πλήρωσε
το τίμημα, διαλυμένη και αποδιοργανωμένη, γεννώντας μεταξύ άλλων
την Hellenic Train, ιδιοκτησία ιταλικών συμφερόντων που
διστάζουν να επενδύσουν εκεί.
Και προς υπεράσπισή του, το ελληνικό κράτος, ξεπλυμένο από
το στόχαστρο της Επιτροπής των Βρυξελλών μόνο από το καλοκαίρι του
2022, στερείται βάναυσα των μέσων για να αντιμετωπίσει
την απαξίωση του δικτύου.
Επίσης, πέρα από τις νέες προβλέψιμες ασυναρτησίες για
την «κατάχρηση» των δημόσιων πόρων και των κοινοτικών επιδοτήσεων, η
Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει την ευπρέπεια να αντλήσει μια
ειλικρινή κοινωνική, οικονομική και οικολογική αξιολόγηση των μέτρων
που έχει επιβάλει στην Ελλάδα εδώ και δεκαπέντε χρόνια.Το τραγικό
σιδηροδρομικό δυστύχημα της Ελλάδας προκλήθηκε από τη λιτότητα και
τις ιδιωτικοποιήσεις.
Τα συνδικάτα είχαν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι οι
περικοπές στο πλέον ιδιωτικοποιημένο σιδηροδρομικό δίκτυο θα
προκαλούσαν σοβαρό ατύχημα, αλλά ούτε η κυβέρνηση ούτε τα εταιρικά
μέσα ενημέρωσης της χώρας εισάκουσαν τις εκκλήσεις.
Από το ελληνικό πακέτο διάσωσης, ένα σταθερό
χαρακτηριστικό των συντηρητικών ήταν η δαιμονοποίηση των
συνδικάτων, φιμώνοντας τις προσπάθειες των εργαζομένων να κρούσουν
τον κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.
Γιατί δεν εφαρμόστηκε τηλεματική ή άλλα μέτρα
ασφαλείας;Μέχρι το 2010, το χρέος του ΟΣΕ έφτανε τα 10
δισεκατομμύρια ευρώ ή το 4% του ελληνικού ΑΕΠ. Έως το 2013, η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναθέσει δεκαεννέα συμβάσεις για την
εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης συνολικής αξίας 460
εκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν λειτουργεί σε κρίσιμα
μέρη του δικτύου όπως η Κοιλάδα των Τεμπών.
Τα τραίνα πωλήθηκαν, αλλά δεν εξυγιάνθηκαν. Τα πήραν οι
Ιταλοί έναντι πινακίου φακής. Μόνο και μόνον, διότι «κάτι» έπρεπε να
πάρουν και οι Ιταλοί, αφού οι Γερμανοί είχαν πάρει τα αεροδρόμια και οι
Κινέζοι τα λιμάνια.
Το αποκάλυψε ο κ. Βαρουφάκης παρουσιάζοντας τον διάλογο
που είχε σχετικώς, ως υπουργός Οικονομικών, με τον πρόεδρο του
Euroworking Group, Τόμας Βίζερ. Στην επισήμανσή του, πως η
ιταλική εταιρεία είναι πτωχευμένη και αδυνατεί να επενδύσει σημαντικά
ποσά στο σιδηροδρομικό δίκτυο, ο Ευρωπαίος επίσημος είχε απαντήσει
με κυνισμό: «Κάτι πρέπει να πάρουν»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει έναν διαχωρισμό
μεταξύ της διαχείρισης του δικτύου, το οποίο δεν αποφέρει
έσοδα, και της προσοδοφόρας μεταφοράς επιβατών και
εμπορευμάτων, η οποία έχει ιδιωτικοποιηθεί και εκποιηθεί
όπως και η υπόλοιπη δημόσια περιουσία της Ελλάδας σε ξένη
εταιρεία. Για τους σιδηροδρόμους, είναι μια ιταλική εταιρεία που
τσεπώνει τα κέρδη, για τα αεροδρόμια, μια γερμανική εταιρεία. Από
την άλλη, το βάρος της συντήρησης των υποδομών εξακολουθεί να
βαρύνει την ελληνική κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, τον
φορολογούμενο.
Τα δώσαμε για να συμφωνήσουν στην χρηματοδότηση
της Ελλάδος. Όμως όσα χρόνια πριν και αν έγινε αυτός ο διάλογος, τα
επίχειρα τα πληρώνουμε ακόμη… Τα τραίνα μας ανήκουν στους
Ιταλούς, ο έλεγχος των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών έχει
κατακερματισθεί. Οι δε έμπειροι υπάλληλοι του ΟΣΕ –αυτοί που κάποτε
εξασφάλιζαν την λειτουργία των τραίνων χωρίς σύστημα τηλεδιοίκησης και
μοντέρνες σημάνσεις, έχουν απομακρυνθεί. Το 40% του προσωπικού
απομακρύνθηκε. Όλοι, παλαιοί και έμπειροι υπάλληλοι. Έφυγαν λόγω
των απαιτήσεων για περικοπές. Ήταν προαπαιτούμενο. Και φεύγοντας
δεν είχαν καν την ευκαιρία να εκπαιδεύσουν νεωτέρους. Γιατί νεώτεροι δεν
είχαν προσληφθεί. Και αυτό, προαπαιτούμενο.
Και αν νομίζει κανείς ότι τα προαπαιτούμενα τελείωσαν τότε,
ας δει την τρέχουσα ειδησεογραφία. Προαπαιτούμενο είναι να γίνονται
οι πλειστηριασμοί των κατοικιών των Ελλήνων. Αν δεν το
επιτρέψουμε, δεν πρόκειται να μας χορηγηθεί η επενδυτική
βαθμίδα την οποία δικαιούμαστε. Νόμοι με άλλα προαπαιτούμενα
ψηφίζονται, κατ’ απαίτησιν των εταίρων προκειμένου να εκταμιευθούν τα
κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τα μνημόνια δηλαδή παραμένουν εν ισχύι. Ίσως να μην
λέγονται πλέον μνημόνια, αλλά η χώρα παραμένει δεσμευμένη. Και
κρίσιμες υποδομές –όχι μόνον οι σιδηροδρομικές– έχουν καταστεί
ερείπια, χωρίς να υπάρχει ελπίδα αποκαταστάσεως, όσο τουλάχιστον
παραμένουμε υπό την δαμόκλειο σπάθη των προαπαιτουμένων.
Η χώρα μας , που εξακολουθεί να είναι οικονομικά
εύθραυστη, δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τις πολιτικές λιτότητας.
« Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις περισσότερες
από τις δεσμεύσεις οικονομικής πολιτικής της ” προς την Ευρωομάδα. Οι
μεταρρυθμίσεις που απαίτησε από αυτήν εφαρμόστηκαν παρά την
πανδημία covid και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναγνώρισαν οι
Βρυξέλλες σε ανακοίνωσή τους. Οι κίνδυνοι μετάδοσης του ελληνικού
χρέους σε άλλες χώρες μέλη, που τόσο έχουν πανικοβάλει τους επενδυτές,
έχουν «μειωθεί σημαντικά», χαιρετίζει η Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ανάπτυξη 4% φέτος, ενώ κατά
μέσο όρο στην ευρωζώνη αναμένεται να ανέλθει στο 2,6%. Όμως, παρά
την αισιοδοξία που επιδεικνύεται, οι Έλληνες θα πρέπει να
αισθάνονται τις επιπτώσεις ενός χρέους που εξακολουθεί να
αντιπροσωπεύει το 180% του ΑΕΠ της χώρας και συνεχίζει να
επιβαρύνει την οικονομία της,του οποίου η μείωση ήταν και
η δικαιολογία για τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Αξιοσημείωτο είναι δε ,ότι σε απόφαση που εξέδωσε, το
Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «η μετατροπή μιας
δημόσιας εταιρείας σε ιδιωτική εταιρεία με στόχο το κέρδος
δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με τη συνέχεια της προσφοράς
οικονομικά προσιτών και ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών».
Δεν τολμάμε να διανοηθούμε για πόσο ακόμη θα κρατήσει αυτό,
καθώς βλέπουμε τις κυβερνήσεις μας να μην τολμούν να λάβουν τις
δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται για να ξεφύγουμε από τον φαύλο
κύκλο των εξαρτήσεων. Ο δε κρατικός μηχανισμός σέρνεται πίσω από
μιαν εφιαλτική πραγματικότητα…
Δυστυχώς, η τραγωδία των Τεμπών είναι μόνον η κορυφή
του παγόβουνου ενός συνεχιζόμενου ελληνικού δράματος, η λύση
του οποίου απέχει ακόμη πολύ…
Αυτή η οργή της Ελληνικής Κοινωνίας δεν στρέφεται μόνο
κατά των ελληνικών αρχών, κατά της σιδηροδρομικής εταιρείας
Hellenic Train, αλλά και κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σύγκρουση δύο συρμών που σκότωσε τουλάχιστον 57
ανθρώπους στη Λάρισα δεν είναι απλώς θέμα ανθρώπινου λάθους: δείχνει
την ερειπωμένη κατάσταση ενός σιδηροδρομικού δικτύου σε μια χώρα
που έχει υποβληθεί τα τελευταία χρόνια σε μια βίαιη θεραπεία
λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις μέσω του Ελληνικού Ταμείου
Αποκρατικοποιήσεων (Taiped). Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης
πραγματοποιήθηκε σε ένα πλαίσιο πλήρους αδιαφάνειας και σε ένα
πλαίσιο απολύτως άγριας λιτότητας.
Αυτό το ταμείο, στο οποίο το κράτος μεταβίβασε σταδιακά όλα
τα εμπορεύσιμα περιουσιακά του στοιχεία με σκοπό τη
ρευστοποίηση τους, έχει έναν κατάλογο που ζαλίζει. Τριάντα οκτώ
αεροδρόμια, δώδεκα λιμάνια, η εταιρεία ηλεκτρισμού, το φυσικό
αέριο, οι σιδηρόδρομοι, τα ταχυδρομεία, τα Ελληνικά Πετρέλαια,
τέσσερις ιαματικές πηγές, 700 χιλιόμετρα αυτοκινητοδρόμων, εκατό
μαρίνες, ξενοδοχεία, ένα νεογοτθικό κάστρο 2.000 m2 στο νησί της
Κέρκυρας, εκατοντάδες εκτάρια γης που συνορεύουν με παραδεισένιες
παραλίες και το 49% των πανεπιστημίων έχει αγοραστεί από ιδιωτικές
εταιρείες, κάτι που είναι αντισυνταγματικό.Ολα βρίσκονται στην
ιστοσελίδα του Taiped. «Ιδιωτικοποιούν ακόμη και την είσπραξη
φόρων» έχοντας ως προτεραιότητα: την ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών καθώς η διάσωση των τραπεζών αποτελεί προτεραιότητα της
Τρόικας. «Μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ως πολίτης, και δικαίως, ότι
πρόκειται για λευκή επιταγή προς τις τράπεζες», δηλώνει η Céline
Antonin, OFCE. Είναι πάνω απ’ όλα ένας τρόπος μετατροπής του
ιδιωτικού χρέους των τραπεζών και των πιστωτών σε δημόσιο
χρέος…
Το πενταμελές διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας
«αποκρατικοποίησης», είχε στελεχωθεί από τον ιδιωτικό τομέα και τις
ελληνικές τράπεζες. Ο διευθύνων σύμβουλος της Taiped, Γιάννης Εμίρης,
ήταν υπεύθυνος για την επενδυτική τραπεζική της Alpha Bank.
Συνοδευόμενη από δύο «παρατηρητές» που διορίζονται από την Ευρωζώνη
και την ΕΕ, η ομάδα αυτή ήταν επομένως υπεύθυνη για τη ρευστοποίηση
της ελληνικής δημόσιας περιουσίας και έχοντας «απόλυτη εξουσία επί
των αποφάσεων». Τυχόν περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονταν στο
Ταμείο επρέπε να πωληθούν ή να ρευστοποιηθούν: “Δεν επιτρέπεται η
επιστροφή περιουσιακών στοιχείων στο Κράτος”. Η μεγάλη πώληση
– «το μεγαλύτερο πρόγραμμα εκποίησης στον κόσμο» . Στο τιμόνι: Ελληνικές
ιδιωτικές εταιρείες και η Τρόικα.
Συνεπώς «η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση δεν ήταν
το μεγαλύτερο μέλημα της Τρόικας», δήλωσε ο Χάρης Γκρολέμης,
επικεφαλής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Αν ήθελαν
πραγματικά να βοηθήσουν τη χώρα, θα το είχαν κάνει λιγότερο βίαια και
περισσότερο αλληλέγγυα. Αλλά το κύριο πράγμα για αυτούς ήταν να
προστατεύσουν το ευρώ και να επιβάλει πειθαρχία στις χώρες που
δεν ακολουθούν αυστηρά τους κανόνες του Μάαστριχτ.
Η σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου και στην Ελλάδα,
με συνταγματική βέβαια αναθεώρηση, είναι επιτακτική. Μόνο ένα
τέτοιο μόνιμο και εξειδικευμένο δικαστικό όργανο, με ολιγομελή σύνθεση,
από αναγνωρισμένου κύρους νομομαθείς, αυστηρά δε υπερκομματικό,
είναι σε θέση να διασφαλίσει τη συγκεντρωτική και ενιαία, αυθεντική και
πειστική κρίση για τη συνταγματικότητα του νόμου. Το ισχύον σήμερα
σύστημα του παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας της
διάταξης που καλείται εκάστοτε να εφαρμοστεί από το συμπτωματικά
αρμόδιο δικαστήριο, συχνά πρωτοβάθμιο, οδηγεί σε χρονίζουσες
νομολογιακές διακυμάνσεις, σε αβεβαιότητας δικαίου, σε όψιμη
ανατροπή διαμορφωμένων καταστάσεων και σε διάψευση της
εμπιστοσύνης των πολιτών. Έχει, επομένως, αρνητική επιρροή στην
κοινωνική συμβίωση, στον οικονομικό σχεδιασμό και στις
επενδύσεις. Ο συγκεντρωτικός έλεγχος συνταγματικότητας πρέπει να
γίνεται, κυρίως, προληπτικά εφόσον, μετά την ψήφιση αλλά πριν από τη
δημοσίευση του νόμου, τούτο ζητηθεί από ορισμένα ανώτατα πολιτειακά
όργανα ή από ομάδα 50 τουλάχιστον βουλευτών, κατά το επιτυχημένο
πρότυπο του γαλλικού Conseil constitutionnel (Συνταγματικού
Συμβουλίου), ώστε να αποτρέπεται η εισαγωγή στην έννομη τάξη
αντισυνταγματικών διατάξεων. Θα μπορεί, όμως, να γίνεται και εκ των
υστέρων, ύστερα από παραπεμπτική απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον
του οποίου το δίλημμα της συνταγματικότητας ανακύπτει. Στο
Συνταγματικό αυτό Δικαστήριο πρέπει να δοθούν και όλες οι κατά το
άρθρο 100 του Συντάγματος αρμοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού
Δικαστηρίου, καθώς και ορισμένες αρμοδιότητες από αυτές που σήμερα
ανήκουν σε Ανεξάρτητες Αρχές, επιπλέον δε να του ανατεθεί η εκδίκαση
ορισμένων ‘συνταγματικών προσφυγών’, κατά το πρότυπο του
γερμανικού Verfasungsgericht.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ -ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΑΖΙΡΗΣ (Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, επικ. Καθηγητής ΑΠΘ) Η εξάρτηση της πράξης νομιμοποίησης από το αξιόποινο του βασικού αδικήματος
Η εξάρτηση της νομιμοποίησης εσόδων από το αξιόποινο του βασικού αδικήματος[1]
Γιάννης Ναζίρης, Επίκ. Καθ. ΑΠΘ, Δικηγόρος
- Εισαγωγή
Στην πράξη αναφαίνεται, ενίοτε, η τάση να αντιμετωπίζεται η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σαν αυτόνομη σε σχέση με την πράξη που συγκροτεί το βασικό αδίκημα. Τούτο παρατηρείται κατά το στάδιο που προηγείται της κίνησης της ποινικής δίωξης, κατά την κίνηση της ποινικής δίωξης, αλλά πολλές φορές και αρκετά μετά από αυτήν.
Έτσι:
- Θεωρείται επαρκής η γνωστοποίηση της φερόμενης νομιμοποίησης κατά την προκαταρκτική εξέταση, χωρίς όμως να διευκρινίζονται τα περιστατικά που συγκροτούν το βασικό αδίκημα, ενίοτε δε ούτε καν η διάταξη που τυποποιεί το τελευταίο. Εδώ εγείρεται ζήτημα σε σχέση με την αξίωση – ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης – να τίθενται υπόψη του υπόπτου τόσο οι νομικές διατάξεις όσο και τα ειδικότερα θέματα ως προς τα οποία καλείται αυτός να παράσχει εξηγήσεις.[2]
- Κινείται ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα χωρίς να περιλαμβάνονται οι διατάξεις που τυποποιούν το βασικό αδίκημα παρά μόνο εκείνες του Ν. 4557/2018.[3] Από τυπική άποψη, η έλλειψη αυτή δεν παράγει ακυρότητα της ποινικής δίωξης, κατ’ ουσίαν όμως υφίσταται ζήτημα επαρκούς στοιχειοθέτησης της κατηγορίας.
- Καλείται σε απολογία ο κατηγορούμενος από τον ανακριτή χωρίς γνωστοποίηση των διατάξεων που τυποποιούν το βασικό αδίκημα, κρίνεται δε η επιβολή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού επί αυτής της βάσης. Παραβλέπεται έτσι, ενίοτε, ότι δεν είναι δυνατόν να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για πράξη νομιμοποίησης[4] χωρίς να προκύπτει με σαφήνεια το βασικό αδίκημα. Έτσι όμως είναι δυνατό να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ακόμη και προσωρινή κράτηση χωρίς ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης σε ό,τι αφορά το βασικό αδίκημα. Ενίοτε, μάλιστα, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο ακόμη και για την ίδια την πράξη της νομιμοποίησης είναι μια αναφορά της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σχετικά με τη διαπίστωση «ύποπτων» συναλλαγών.[5]
Ωστόσο η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν είναι ασύνδετη με το βασικό αδίκημα. Αντιθέτως, είναι εξαρτημένη από αυτό, ώστε η στοιχειοθέτησή της προϋποθέτει (σύστοιχα) στοιχειοθέτηση του βασικού αδικήματος, με τον προσήκοντα, βέβαια, βαθμό υπονοιών ανάλογα με το διαδικαστικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση. Αντίστοιχα, θα πρέπει να ελέγχεται – ήδη από την προδικασία – η νομική βασιμότητα της κατηγορίας ως προς το βασικό αδίκημα. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα αναδειχθούν ορισμένες πτυχές της εξάρτησης της νομιμοποίησης από το βασικό αδίκημα.
- Ο επαρκής καθορισμός του βασικού αδικήματος ως προϋπόθεση της νομιμοποίησης
Για να μπορεί να γίνει λόγος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, απαιτείται να έχει προηγηθεί ένα άλλο έγκλημα, το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο των βασικών αδικημάτων. Η αξίωση αυτή δεν αποτελεί απλώς τυπική προϋπόθεση, αφού η τέλεση βασικού αδικήματος συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι, απουσία του πρώτου, δεν υφίσταται το δεύτερο. Είναι βέβαια αληθές, ότι η άσκηση ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει την ποινική δίωξη ή την καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα.[6] Εντούτοις, η ύπαρξη του βασικού αδικήματος θα πρέπει να προκύπτει σαφώς, και μάλιστα με τον ίδιο βαθμό υπονοιών που αξιώνεται (ανάλογα με το διαδικαστικό στάδιο) και για την πράξη της νομιμοποίησης. Συνακόλουθα, γίνεται πάγια δεκτό ότι η ανωτέρω βασική εγκληματική δραστηριότητα, η οποία κατά λογική και νομική αναγκαιότητα ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν αρκεί απλώς να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τους δράστες[7] (ου μην και τους παθόντες) αυτής, έστω και αν δεν έχει αποδοθεί κατηγορία ή η σχετική πράξη έχει υποκύψει σε παραγραφή, αλλά και να αποδεικνύεται με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα, όπως ισχύει και για τα υπόλοιπα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.[8] Τούτο μάλιστα αποτελεί προϋπόθεση ακόμη και για τη θεμελίωση επαρκών ενδείξεων ενοχής, οι οποίες αξιώνονται, π.χ., κατά την αξιολόγηση των εγγράφων της ανάκρισης από το δικαστικό συμβούλιο)[9] ή, ακόμη νωρίτερα, από τον Εισαγγελέα μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.[10] Είναι λοιπόν προφανές, ότι χωρίς βασικό αδίκημα δεν μπορεί να σταθεί κατηγορία για τη νομιμοποίηση ούτε καν σε επίπεδο προδικασίας.[11]
Η τέλεση βασικού αδικήματος ως προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της νομιμοποίησης συνεφέλκεται και αξίωση για θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στις πράξεις που συγκροτούν το πρώτο και το δεύτερο, αντίστοιχα.[12] Τούτο πρέπει να αντανακλά και στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, στην οποία πρέπει να αποτυπώνεται η παραπάνω σύνδεση.[13] Αυτονόητο είναι, εξάλλου, ότι η τέλεση του βασικού αδικήματος θα πρέπει να προηγείται χρονικά της πράξης νομιμοποίησης, άλλως θα μιλούσαμε για σχήμα πρωθύστερο που δεν επιτρέπει την παραδοχή νομιμοποίησης ούτε καν στο επίπεδο της πιθανολόγησης.[14]
Εξάλλου, μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3691/2008, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε βάρος του δράστη του βασικού εγκλήματος, θα πρέπει οι πράξεις νομιμοποίησης που τέλεσε να είναι διακριτές (διαφορετικές ποιοτικά) από τις πράξεις του βασικού εγκλήματος.[15] Έτσι, πράξεις οι οποίες αποτελούν τμήμα ή συνιστούν την ουσιαστική αποπεράτωση της προηγούμενης εγκληματικής δραστηριότητας δεν συνιστούν και δεν μπορούν να εννοηθούν ως αυτοτελείς «πράξεις νομιμοποίησης». Και από αυτή την άποψη, επομένως, είναι αναγκαία η εξειδίκευση της πράξης που συγκροτεί το βασικό αδίκημα, ώστε να μπορεί αυτή να αντιδιασταλεί προς την αποδιδόμενη πράξη της νομιμοποίησης καθεαυτήν.
- Χρονικά και τοπικά όρια ισχύος των διατάξεων που τυποποιούν το βασικό αδίκημα και το αδίκημα της νομιμοποίησης
Η εξάρτηση του αδικήματος της νομιμοποίησης από το βασικό αδίκημα αναδεικνύεται και στα πεδία των χρονικών και των τοπικών ορίων ισχύος των διατάξεων που τυποποιούν αμφότερα. Ειδικότερα:
3.1. Χρονικά όρια
Είναι ασφαλώς δυνατό η πράξη που συγκροτεί τη νομιμοποίηση εσόδων να επηρεαστεί από νομοθετικές μεταβολές που αφορούν το βασικό αδίκημα.[16] Εδώ μπορούν να διακριθούν οι εξής περιπτώσεις:
- Τυχόν αποχαρακτηρισμός της πράξης που συγκροτεί το βασικό αδίκημα συμπαρασύρει σε αποχαρακτηρισμό (και) την πράξη της νομιμοποίησης κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 39 παρ. 4 Ν. 4557/2018 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ. Συνακόλουθα, ελλείψει νομικής βάσης για την κίνηση ή τη συνέχιση της ποινικής δίωξης, κατά περίπτωση, θα πρέπει, ως προς την πράξη της νομιμοποίησης: α. να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο[17] ή να εκδοθεί διάταξη απορριπτική της έγκλησης[18] από τον Εισαγγελέα, εφόσον δεν έχει ακόμη κινηθεί ποινική δίωξη∙ β. να εκδοθεί βούλευμα αποφαινόμενο να μην απαγγελθεί κατηγορία, εφόσον έχει μεν κινηθεί ποινική δίωξη αλλά δεν έχει παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο∙[19] γ. να εκδοθεί αθωωτική απόφαση,[20] εφόσον η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο,[21] ή να παύσει η εκτέλεση της (έστω και αμετάκλητα καταγνωσθείσας) ποινής, εφόσον αυτή δεν είχε εκτιθεί ολοκληρωτικά. Θα πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι, εφόσον η πράξη που συγκροτεί το βασικό αδίκημα κατέστη ανέγκλητη ακόμη και μετά την αμετάκλητη καταδίκη του δράστη για το τελευταίο, και μάλιστα ακόμη και μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε γι’ αυτό, επέρχεται αποχαρακτηρισμός της πράξης νομιμοποίησης συνεπαγόμενος τα παραπάνω ανάλογα με το διαδικαστικό στάδιο.[22]
- Τυχόν μείωση της ποινής που απειλείται για το βασικό αδίκημα επιδρά εμμέσως και στην πράξη νομιμοποίησης, αφού είναι δυνατόν να την καταστήσει πλημμεληματική κατ’ αντανάκλαση, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 περ. δ΄ Ν. 4557/2018, «αν το βασικό αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή έως τριακόσιες (300) ημερήσιες μονάδες».[23] Είναι, δε, προφανές, ότι η διάταξη αυτή είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί και αναδρομικά, εφόσον η πράξη που συγκροτεί το βασικό αδίκημα καταστεί πλημμέλημα, ενώ χαρακτηριζόταν ως κακούργημα κατά τον χρόνο τέλεσης τόσο της ίδιας όσο και της πράξης νομιμοποίησης.[24] Μάλιστα δεν θα ενδιαφέρει, ως προς την έμμεση επίπτωση στη δίκη για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, το κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ διαδικαστικό όριο του αμετακλήτου της απόφασης που αφορά το βασικό αδίκημα,[25] αρκεί ο ευμενέστερος νόμος ως προς το βασικό αδίκημα να τέθηκε σε ισχύ πριν το αμετάκλητο της απόφασης ως προς τη νομιμοποίηση καθεαυτή.[26] Αυτά, μάλιστα, είναι δυνατό να οδηγήσουν σε εξάλειψη του αξιοποίνου της νομιμοποίησης, εφόσον, για παράδειγμα, αυτή καταστεί πλημμέλημα μετά τη συμπλήρωση πενταετίας (ή οκταετίας στην περίπτωση της επιδικίας) από τον χρόνο τέλεσής της, με αποτέλεσμα την επέλευση παραγραφής.[27]
3.2. Τοπικά όρια
Δεν σπανίζουν σήμερα περιπτώσεις στις οποίες η πράξη που συγκροτεί το βασικό αδίκημα έχει τελεστεί στο εξωτερικό, ενώ τα έσοδα που προέρχονται από αυτό (ή μέρος αυτών) νομιμοποιούνται στην Ελλάδα.[28] Σε τέτοιες υποθέσεις, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται ως προς την πράξη νομιμοποίησης βάσει της αρχής της εδαφικότητας.[29] Από την άλλη, η πράξη που προηγείται της νομιμοποίησης θα πρέπει – πέρα από επαρκώς προσδιορισμένη – να εμπίπτει στον κανόνα δικαίου που τυποποιεί ένα από τα βασικά αδικήματα του καταλόγου που περιλαμβάνεται στον (ημεδαπό) Ν. 4557/2018. Επιπλέον, θα πρέπει ως προς αυτή να πληρούται η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου,[30] εκτός εάν εμπίπτει στην περιοριστική απαρίθμηση του εδ. β΄ του άρθρου 2 παρ. 2 Ν. 4557/2018.[31] Εξάλλου, η ικανοποίηση της αξίωσης του διττού αξιοποίνου προϋποθέτει διαπίστωση ότι η πράξη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, όχι μόνο πληροί τα στοιχεία της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο αλλοδαπό δίκαιο,[32] αλλά είναι και πλήρως άδικη και καταλογιστή, χωρίς παράλληλα να συντρέχει κάποιος λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου.[33]
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εν λόγω πράξη θα πρέπει να πληροί τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος, όπως αυτό τυποποιείται στην ημεδαπή ποινική νομοθεσία, την οποία – σε τελική ανάλυση – εφαρμόζουν τα ελληνικά δικαστήρια. Για παράδειγμα, η απάτη,[34] η απάτη με υπολογιστή[35] και η απάτη σχετικά με τις επιχορηγήσεις[36] αποτελούν βασικά αδικήματα ενόψει της νομιμοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. ζ΄ Ν. 4557/2018. Όταν οι οικείες πράξεις φέρονται τελεσθείσες εν όλω ή εν μέρει στο εξωτερικό ή τελούνται από αλλοδαπό δράστη ή στρέφονται κατά αλλοδαπού παθόντα, είναι πιθανό να διεκδικούν εφαρμογή (και) οι νόμοι έτερου κράτους.[37] Για να τιμωρηθεί όμως στην Ελλάδα είτε η αρχική πράξη είτε η εξαρτημένη από αυτήν πράξη νομιμοποίησης, θα πρέπει να συγκροτείται βασικό αδίκημα με βάση την οικεία διάταξη του ημεδαπού Ποινικού Κώδικα, ανεξάρτητα από τη στοιχειοθέτηση του οικείου αδικήματος με βάση την (ενδεχομένως ευρύτερη) νομοτυπική μορφή της αντίστοιχης αλλοδαπής διάταξης.[38]
- Εξάλειψη του αξιοποίνου ή απαλλαγή από την ποινή του βασικού αδικήματος
Ενόψει του εξαρτημένου χαρακτήρα της νομιμοποίησης από το βασικό αδίκημα, η εξάλειψη του αξιοποίνου (μεταξύ άλλων)[39] του τελευταίου συμπαρασύρει και το πρώτο (με ρητή εξαίρεση μόνο στην περίπτωση της παραγραφής[40] και, κατά νομική συνεκδοχή, της πάλαι ποτέ αποσβεστικής προθεσμίας[41] που κατέλυε το αξιόποινο των υπουργικών αδικημάτων[42]). Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 4 Ν. 4557/2018:
«Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, δικαστικής άφεσης της ποινής, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, εξαλείφεται το αξιόποινο, δεν επιβάλλεται ποινή, κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η παρούσα δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο του βασικού αδικήματος εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής».
4.1. Οριστική έλλειψη της έγκλησης / Μη υποβολή δήλωσης προόδου της διαδικασίας
Η οριστική έλλειψη της έγκλησης επί κατ’ έγκληση διωκόμενου βασικού αδικήματος (είτε λόγω μη υποβολής εντός τριμήνου από τη γνώση του παθόντος[43] είτε λόγω παραίτησης[44] είτε λόγω ανάκλησης[45]) συνιστά ασφαλώς λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου υπό την έννοια του άρθρου 39 παρ. 4 Ν. 4557/2018, και επομένως εμπίπτει στην υπό συζήτηση διάταξη. Είναι βέβαια αληθές, ότι η πλειονότητα των βασικών αδικημάτων διώκονται αυτεπαγγέλτως, με αποτέλεσμα να μην εγείρεται καν η σχετική προβληματική. Με τον νέο Ποινικό Κώδικα, ωστόσο, καθιερώθηκε η κατ’ έγκληση δίωξη σοβαρών αδικημάτων (ακόμη και σε βαθμό κακουργήματος),[46] τα οποία απασχολούν συχνά την πράξη (και) ως βασικά αδικήματα ενόψει της νομιμοποίησης των εσόδων που παράγουν. Ειδικότερα:
- Σύμφωνα με το άρθρο 381 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ, το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ’ άρθρο 375 ΠΚ διώκεται κατ’ έγκληση, και μάλιστα όχι μόνο στη βασική ή την προνομιούχα μορφή του, αλλά ακόμη και στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, η οποία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.[47]
- Σύμφωνα με το άρθρο 405 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ, το αδίκημα της απάτης κατ’ άρθρο 386 ΠΚ διώκεται κατ’ έγκληση, και μάλιστα όχι μόνο στη βασική ή την προνομιούχα μορφή του, αλλά ακόμη και στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθρου 386 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, η οποία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.[48]
- Σύμφωνα με το άρθρο 405 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ, το αδίκημα της απάτης με υπολογιστή κατ’ άρθρο 386Α ΠΚ διώκεται κατ’ έγκληση, και μάλιστα όχι μόνο στη βασική ή την προνομιούχα μορφή του, αλλά ακόμη και στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθρου 386Α παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, η οποία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος.[49]
- Σύμφωνα με το άρθρο 405 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ ΠΚ, το αδίκημα της απιστίας διώκεται κατ’ έγκληση, και μάλιστα όχι μόνο στη βασική του μορφή, αλλά ακόμη και στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθρου 390 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ (η οποία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος), εφόσον στην τελευταία περίπτωση η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα.[50]
- Σύμφωνα με το άρθρο 405 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ, το αδίκημα της τοκογλυφίας κατ’ άρθρο 404 ΠΚ διώκεται κατ’ έγκληση, και μάλιστα όχι μόνο στη βασική του μορφή, αλλά ακόμη και στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ, η οποία τιμωρείται (εκ νέου από τα τέλη του 2021[51]) σε βαθμό κακουργήματος.[52]
Και είναι μεν αληθές ότι τα αδικήματα αυτά διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα,[53] ωστόσο η νομοθετική μεταβολή που επέφερε ως προς τον τρόπο δίωξής τους ο νέος Ποινικός Κώδικας τυγχάνει και αναδρομικής εφαρμογής, αφού πρόκειται για ευμενέστερες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, καλώντας σε εφαρμογή το άρθρο 2 ΠΚ.[54] Συνακόλουθα, τυχόν οριστική έλλειψη της έγκλησης επιφέρει εξάλειψη του αξιοποίνου των εν λόγω βασικών αδικημάτων, αποκλείοντας εφεξής τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της επακόλουθης νομιμοποίησης των εσόδων τους. Ως προς την πράξη της νομιμοποίησης, επομένως, θα πρέπει να εκδίδεται αθωωτική (εν στενή εννοία) απόφαση κατ’ άρθρο 368 εδ. α΄ περ. α΄ ΚΠΔ ή, στην προδικασία, βούλευμα αποφαινόμενο να μην απαγγελθεί κατηγορία κατ’ άρθρο 311 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ.
Τα ίδια ισχύουν, εξάλλου, και στην περίπτωση που υπήρχε, κατά τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα, εκκρεμής διαδικασία (ανοιγείσα υπό τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα χωρίς την υποβολή έγκλησης). Σε μια τέτοια περίπτωση, η μη υποβολή δήλωσης προόδου της διαδικασίας από τον παθόντα άγει σε κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης για το βασικό αδίκημα, και σε αθωωτική απόφαση (ή βούλευμα να μην απαγγελθεί κατηγορία, κατά περίπτωση) για την εξαρτημένη πράξη της νομιμοποίησης, εφόσον εξέλιπε το αναγκαίο θεμέλιο αυτής.[55] Κατά μείζονα λόγο, δεν στοιχειοθετείται η πράξη της νομιμοποίησης όταν δεν είχε καν κινηθεί ποινική δίωξη αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν καθεστώς (ώστε δεν εφαρμόζεται η «μεταβατικού» χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ[56]), αλλά διατηρείται η αξίωση υποβολής έγκλησης εντός τριών μηνών από τότε που το αδίκημα κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενο[57] ή, σε περίπτωση μεταγενέστερης γνώσης του παθόντος, από αυτήν.[58]
Τέλος, ανακύπτει και μία επιπλοκή στην περίπτωση της συρροής, ιδιαίτερα (αλλά όχι μόνον) επί πλειόνων παθόντων. Σε περίπτωση τέλεσης πλειόνων πράξεων (ανεξάρτητα από το εάν συγκροτείται κατ’ εξακολούθηση τέλεση ή όχι) που συγκροτούν βασικό αδίκημα διωκόμενο κατ’ έγκληση τόσο στη βασική μορφή όσο και στη διακεκριμένη παραλλαγή του,[59] ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε επιμέρους ποσού προϋποθέτει υποβολή έγκλησης από κάθε παθόντα, άλλως το αντίστοιχο ποσό δεν είναι δυνατό να προσμετρηθεί στο συνολικό ποσό είτε του βασικού αδικήματος (π.χ.: της απάτης με υπολογιστή) είτε της νομιμοποίησης.[60] Και από αυτή την άποψη, λοιπόν, προκύπτει το αδόκιμο της καθιέρωσης κατ’ έγκληση δίωξης ως προς τα προαναφερθέντα αδικήματα.[61]
4.2. Έμπρακτη μετάνοια / εντελής ικανοποίηση του παθόντος
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω έμπρακτης μετάνοιας, όπου αυτή προβλέπεται για το βασικό αδίκημα.[62] Σε αυτή την περίπτωση, η πλήρωση των προϋποθέσεων έμπρακτης μετάνοιας άγει σε αθωωτική απόφαση τόσο για το βασικό αδίκημα καθεαυτό[63] όσο και για την πράξη της νομιμοποίησης.[64]
Παρόμοια λύση έχει προκριθεί και για την περίπτωση της εντελούς ικανοποίησης,[65] η οποία άγει σε απαλλαγή από την ποινή για ορισμένα βασικά αδικήματα.[66] Κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 39 παρ. 4 Ν. 4557/2018, θα πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να χωρήσει απαλλαγή από την ποινή (και) ως προς την πράξη της νομιμοποίησης των εσόδων της αντίστοιχης εγκληματικής δραστηριότητας.
Σε αυτόν τον χώρο, είναι δυνατό να ανακύψουν ειδικότερα ζητήματα, όπως για παράδειγμα επί μερικής ικανοποίησης του παθόντος ή επί ικανοποίησης του παθόντος από έναν εκ των πλειόνων συναιτίων του βασικού αδικήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα επηρεάζεται έμμεσα και η νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από το εν λόγω αδίκημα:
- Στη μεν περίπτωση της μερικής ικανοποίησης του παθόντος, θα επέρχεται μερική εξάλειψη του αξιοποίνου ως προς το βασικό αδίκημα,[67] που είναι δυνατό να προσδώσει – κατ’ αντανάκλαση – πλημμεληματικό χαρακτήρα στη νομιμοποίηση[68] ή έστω να μειώσει την ανώτατη επιβλητέα ποινή, εφόσον έχει χωρήσει καταδίκη για το βασικό αδίκημα.[69]
- Εφόσον εκδηλωθεί έμπρακτη μετάνοια (ή, εν πάση περιπτώσει, χωρήσει εντελής ικανοποίηση) από έναν εκ των πλειόνων συναιτίων του βασικού αδικήματος, θα ωφελείται μόνο εκείνος ο δράστης που εκδήλωσε την έμπρακτη μετάνοια (ή ικανοποίησε τον παθόντα, αντίστοιχα), και μάλιστα τόσο σε σχέση με το βασικό αδίκημα όσο και σε σχέση με τη νομιμοποίηση των εσόδων που προήλθαν από αυτό. Η παραδοχή αυτή είναι απόρροια του προσωπικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου (ή απαλλαγής από την ποινή αντίστοιχα).
Θα πρέπει, πάντως, να διακρίνει κανείς τις περιπτώσεις της ποινικής συνδιαλλαγής[70] ή της ποινικής διαπραγμάτευσης[71] ως προς το βασικό αδίκημα (εφόσον παρέχονται οι σχετικές δυνατότητες), που δεν καταλύουν το αξιόποινο της πράξης νομιμοποίησης ούτε και οδηγούν σε απαλλαγή από την ποινή.[72] Άλλο το ζήτημα ότι, εφόσον προηγήθηκε καταδίκη για το βασικό αδίκημα και επιβλήθηκε μειωμένη ποινή, η τελευταία θα θέσει και το ανώτατο όριο επιβλητέας ποινής για τη νομιμοποίηση βάσει του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 39 παρ. 1 περ. ε΄ Ν. 4557/2018.
4.3. Άφεση της ποινής του βασικού αδικήματος
Μια τελευταία περίπτωση που μπορεί να αναφερθεί είναι η δικαστική άφεση της ποινής του βασικού αδικήματος. Πέρα από ειδικές ρυθμίσεις που έχουν κατά καιρούς εισαχθεί, η δυνατότητα αυτή υφίσταται πλέον και με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 104Β παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, ενόψει του πλημμεληματικού χαρακτήρα αρκετών από τα βασικά αδικήματα του καταλόγου που περιέχεται στο άρθρο 4 Ν. 4557/2018. Πράγματι, είναι νοητή η δικαστική άφεση της ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις, π.χ. για τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 104Β παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ.[73] Εφόσον το δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της άφεσης της ποινής, θα εκδοθεί αθωωτική απόφαση τόσο για το βασικό αδίκημα καθεαυτό[74] όσο και για τη νομιμοποίηση των εσόδων που προήλθαν από αυτό.
- Καταληκτικές σκέψεις
Από την επισκόπηση της νομολογίας που προηγήθηκε προκύπτει ότι, σε γενικές γραμμές, τόσο το Ανώτατο Ακυρωτικό όσο και τα δικαστήρια της ουσίας αντιλαμβάνονται ορθά τη σχέση ανάμεσα στο βασικό αδίκημα και τη νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από αυτό. Η ένταξη του πρώτου στα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του δεύτερου αναφαίνεται ιδίως στην αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, όπου αξιώνεται η αποτύπωση της χρονικής ακολουθίας των πράξεων που συγκροτούν, διαδοχικά, το βασικό αδίκημα και τη νομιμοποίηση των οικείων εσόδων, καθώς και η αιτιώδης προέλευση της νομιμοποιούμενης περιουσίας από το βασικό αδίκημα. Εντοπίζεται επίσης στην εξάλειψη του αξιοποίνου του βασικού αδικήματος, που συμπαρασύρει και τη νομιμοποίηση κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, με μόνη εξαίρεση την παραγραφή του βασικού αδικήματος, που δεν επιδρά μεν ως τέτοια στη νομιμοποίηση, αλλά καλεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της διάπραξης του βασικού αδικήματος, που δεν παύει και σε αυτή την περίπτωση να προϋποτίθεται για την τιμώρηση του δράστη με βάση τις διατάξεις του Ν. 4557/2018.
Τα ζητήματα που απομένουν συνδέονται, κατά κανόνα, με τα διαδικαστικά στάδια που προηγούνται της δικαστικής κρίσης επί της ουσίας της υπόθεσης, όπως όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή ακόμη και στην κύρια ανάκριση, όταν η ανάγκη για μέτρα εξασφαλιστικά της «ύποπτης» περιουσίας συχνά παραμερίζει την ανάγκη για σταθερή πρόσδεση της φερόμενης νομιμοποίησης με το βασικό αδίκημα. Έτσι, είναι δυνατό τα περιουσιακά στοιχεία ενός κατηγορουμένου (ή ακόμη και υπόπτου) να δεσμευθούν για παρατεταμένο χρονικό διάστημα,[75] ενώ δεν προκύπτουν επί της ουσίας ενδείξεις για προέλευσή τους από πράξη που να συγκροτεί κάποιο βασικό αδίκημα. Η ορθή αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στο βασικό αδίκημα και το ξέπλυμα, και η πιστή εφαρμογή των οικείων κανόνων ήδη από τα πρώιμα στάδια μιας υπόθεσης, είναι δυνατό να αμβλύνει τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη.
[1] Πρώτη δημοσίευση: ΠοινΔικ 4/2023, σελ. 459.
[2] Βλ. άρθρο 244 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ, που προβλέπει το ελάχιστο περιεχόμενο της γνωστοποίησης, έστω κι αν η σχετική υποχρέωση δεν εξικνείται στο επίπεδο της σύνταξης κατηγορητηρίου.
[3] «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE) και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ Α΄ 139/30.7.2018.
[4] Όπως αξιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 282 επ. ΚΠΔ σχετικά με την επιβολή περιοριστικών όρων, κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και προσωρινής κράτησης.
[5] Ακόμη και στο πλαίσιο δικαστικής συνδρομής, διατάσσεται η έκδοση εκζητουμένου προσώπου / αποφασίζεται η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης χωρίς να περιγράφεται στο αίτημα / ΕΕΣ του εκζητούντος κράτους με πληρότητα το βασικό αδίκημα. Βλ. ΣυμβΑΠ 304/2022, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου.
[6] Βλ. άρθρο 39 παρ. 3 Ν. 4557/2018.
[7] Ο προσδιορισμός των δραστών είναι δυνατό να αποτελέσει κρίσιμη παράμετρο και ενόψει της άσκησης ενδίκου μέσου από έναν ή περισσότερους από τους κατηγορουμένους. Βλ., λ.χ., ΑΠ 957/2021, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, με την οποία αναιρέθηκε απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών λόγω υπέρβασης εξουσίας [άρθρο 510 παρ. 1 στ. Θ΄ ΚΠΔ] που προκλήθηκε από παραβίαση της αρχής της μη χειροτέρευσης [άρθρο 470 ΚΠΔ]: ειδικότερα, ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί για νομιμοποίηση συγκεκριμένου παράνομου προϊόντος (και μόνον αυτού), και μάλιστα, σε αντίθεση με τους λοιπούς αναιρεσείοντες, χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των πράξεων∙ εντούτοις μετά την άσκηση αναίρεσης και την επανεισαγωγή της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι επιβαρύνεται και αυτός για «συνολική ροή μαύρου χρήματος», κρίση που όμως αφορούσε μόνο τους δύο άλλους αναιρεσείοντες, στη δημευθείσα περιουσία των οποίων γινόταν αναφορά, ενώ στον εν λόγω αναιρεσείοντα και τη δημευθείσα περιουσία αυτού γινόταν αναφορά μετά την ως άνω κρίση για τους άλλους δύο.
[8] Βλ., εντελώς ενδεικτικά, ΑΠ 1318/2022, ΠοινΔικ 2023, σελ. 444, ΑΠ 1175/2022, ΠοινΔικ 2023, σελ. 444, ΑΠ 726/2021, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου, ΑΠ 550/2021, ΠοινΔικ 2023, σελ. 446, ΑΠ 1309/2019, ΑΠ 1177/2019, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου, ΑΠ 176/2019, ΠοινΔικ 2023, σελ. 448, ΑΠ 1054/2017, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου.
[9] Βλ. χαρακτηριστικά ΣυμβΑΠ 372/2022, ΝοΒ 2022, σελ. 1529, με το οποίο ο Άρειος Πάγος (σε συμβούλιο) αναίρεσε για έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικό βούλευμα για νομιμοποίηση εσόδων, ελλείψει πραγματικών περιστατικών που να στοιχειοθετούν την τέλεση του (φερόμενου) βασικού αδικήματος της εκβίασης κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. επίσης ΣυμβΑΠ 593/2018, ΝοΒ 2019, σελ. 579, με το οποίο ο Άρειος Πάγος (σε συμβούλιο) αναίρεσε για έλλειψη αιτιολογίας παραπεμπτικό βούλευμα, ελλείψει επαρκούς προσδιορισμού (με παράθεση συγκεκριμένων αποδείξεων) της πράξης που φερόταν να συγκροτεί το βασικό αδίκημα (δωροληψία), η οποία δεν εξατομικευόταν κατά τον τόπο, τον χρόνο και τις λοιπές ιστορικές της περιστάσεις, αλλά απλώς αναφερόταν γενικόλογα ότι ο κατηγορούμενος δεν παρείχε πειστικές εξηγήσεις ως προς την προέλευση ποσού που ο ίδιος είχε καταθέσει σε τραπεζικούς λογαριασμούς του.
[10] Βλ. ΔιατΕισΠλημΠατρ 269/2020, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, με την οποία απορρίφθηκε έγκληση για το αδίκημα, μεταξύ άλλων, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς δεν προέκυψαν, από τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση, επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εγκαλουμένων για τα (φερόμενα ως βασικά) αδικήματα της απάτης και της απιστίας.
[11] Βλ. ΣυμβΠλημΙωαν 54/2021, ΠοινΔικ 2023, σελ. 455 [κρίθηκε (με αντίθετη εισαγγελική πρόταση) ότι δεν προέκυψαν ούτε καν επαρκείς ενδείξεις για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (με βασικό αδίκημα απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις), ελλείψει περιουσιακής βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου (πιο συγκεκριμένα, είχε εγκριθεί η επιχορήγηση επενδυτικού σχεδίου επιχείρησης, ύψους 1.350.000 €, με συμμετοχή του Δημοσίου κατά ποσοστό 45%, κρίθηκε δε επιπλέον ότι τηρήθηκαν οι όροι της απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν. 3299/2004, μεταξύ άλλως ως προς την κάλυψη του τελικού ποσοστού ίδιας συμμετοχής μέσω διαδοχικών αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου]. Βλ. ακόμη ΣυμβΠλημΠειρ 701/2021, ΠοινΔικ 2023, σελ. 456 [κρίθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για το βασικό αδίκημα της υπεξαίρεσης, με αποτέλεσμα να μην πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων].
[12] Βλ. ΑΠ 945/2022, ΠοινΔικ 2023, σελ. 445, σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί η απουσία απόδειξης ότι η ελεγχόμενη περιουσία προέρχεται από νόμιμη δραστηριότητα [κάτι που θα αντέστρεφε ανεπίτρεπτα το βάρος απόδειξης], αλλά θα πρέπει να βεβαιώνεται, κατά τρόπο που μπορεί να στηρίξει δικανική κρίση, ότι η συγκεκριμένη περιουσία αποτελεί αιτιώδες αποτέλεσμα της εγκληματικής δραστηριότητας αποκλειστικά. Βλ. και ΑναφΑρχειοθΕισΠλημΜυτ 799/2022 [από 10.12.2021], ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία οι συμπεριφορές που τυποποιούνται ως πράξεις νομιμοποίησης δεν παράγουν κάποιο τεκμήριο ότι η περιουσία προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα.
[13] Βλ., εντελώς ενδεικτικά, ΑΠ 97/2019, ΠοινΧρ 2020, σελ. 32, σύμφωνα με την οποία «οι επιμέρους αναφερόμενες στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3691/2008 [ήδη άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 4557/2018] συμπεριφορές δεν πρέπει να ερμηνεύονται ξεκομμένες και ερήμην του βασικού στοιχείου όλων, ότι δηλαδή συνιστούν σε κάθε περίπτωση ‘νομιμοποίηση εσόδων’, ήτοι παροχή νόμιμου τίτλου στη βρώμικη περιουσία που έχει παραχθεί από το βασικό αδίκημα. Η κύρια, δηλαδή, εν προκειμένω πράξη είναι η «νομιμοποίηση», οπότε και οι επιμέρους τυποποιούμενες πράξεις συνιστούν τρόπους τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης, γεγονός που πρέπει να συντρέχει πραγματικά και να διαπιστώνεται κάθε φορά». Βλ. ακόμη ΑΠ 548/2018, ΝοΒ 2019, σελ. 577, με την οποία αναιρέθηκε καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, η οποία, «σε σχέση με την παράνομη απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων που φέρεται να απόκτησε ο αναιρεσείων από την μη καταβολή των χρεών του προς το Δημόσιο, αναφερόταν, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ότι ‘απέκτησε’ συνολικά τα αναφερόμενα στο διατακτικό 19 ακίνητα, χωρίς να προσδιορίζει: 1) αιτία κτήσης αυτής, 2) τίμημα και 3) χρόνο κτήσης αυτών, έτσι ώστε να προκύπτει ότι αποκτήθηκαν από την τελεσθείσα από μέρους του, αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο (βασικό έγκλημα) ή ενδεχόμενα από άλλη αιτία (γονική παροχή, κληρονομία, δωρεά κ.λπ.)».
[14] Τούτο προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση αδικημάτων των οποίων η ένταξη στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν. 4557/2018 ούτως ή άλλως συνοδεύεται από επιφυλάξεις δογματικής (και όχι μόνο) φύσης ενόψει της υπέρμετρης διεύρυνσης του αξιοποίνου της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, όταν το φερόμενο βασικό αδίκημα είναι η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο [άρθρο 25 Ν. 1882/1990], κρίσιμη παράμετρο συνιστά η διαδοχή των δύο συμπεριφορών [μη καταβολής χρεών και νομιμοποίησης, αντίστοιχα] κατά χρονική ακολουθία, ώστε να μπορεί πράγματι να γίνει λόγος για «εγκληματικό προϊόν» που υπόκειται σε νομιμοποίηση. Βλ. έτσι χαρακτηριστικά ΑΠ 548/2018, ό.α.π., σύμφωνα με την οποία: «Για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα, δηλαδή τόσο για το προαπαιτούμενο όσο και για την μεταγενέστερη νομιμοποίηση, πρέπει και τα δύο εγκλήματα να αποτελούν τμήματα ή μέρη ενός καθολικού σχεδίου, ως συστηματική σειρά ενεργειών που καθορίζεται από την σχέση προηγούμενου προς επόμενο, με την έννοια ότι το προαπαιτούμενο έγκλημα ή άλλως ‘βασικό’ συντελείται για να επακολουθήσει η αυτοτελής εγκληματική συμπεριφορά που συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα»]. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η αναγκαία σύνδεση όταν η (φερόμενη) πράξη νομιμοποίησης προηγείται χρονικά του υποτιθέμενου βασικού αδικήματος [βλ. έτσι ενδεικτικά ΑναφΑρχειοθΕισΠλημΑθ από 20.3.2018, δημοσιευμένη σε ΠοινΔικ 2019, σελ. 239, σύμφωνα με την οποία «η παράλειψη καταβολής δεν καθιστά αναδρομικά ή εφεξής εγκληματική την προέλευση της όποιας περιουσίας του παραλείποντος»], όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην περίπτωση κτήσης ακίνητης περιουσίας κατά χρόνο προγενέστερο ακόμη και σε σχέση με τη γένεση της οφειλής [βλ. ΑναφΑρχειοθΕισΠλημΑθ 4259/2021 [από 17.12.2021], Αρμ 2022, σελ. 1356, ΑναφΑρχειοθΕισΠλημΑθ από 23.3.2017, ΠειρΝ 2017, σελ. 188, σύμφωνα με την οποία «ακίνητα που αποκτήθηκαν κατά το έτος 2007 και δεσμεύτηκαν από την Αρχή, προφανώς και δεν μπορούν να αποτελούν το προϊόν της βασικής άδικης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, η οποία τελέστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο (2015)»].
[15] Βλ. ήδη άρθρο 39 παρ. 1 περ. ε΄ Ν. 4557/2018.
[16] Μόλις χρειάζεται να σημειωθεί ότι δεν σπανίζουν στην ελληνική έννομη τάξη προβλήματα διαχρονικού δικαίου που συνδέονται με την τροποποίηση των διατάξεων που διέπουν την πράξη της νομιμοποίησης καθεαυτή [βλ., π.χ., ΤρΕφΝαυπλ 64/2020, Αρμ 2021, σελ. 691]. Από την τυποποίηση – το πρώτον – της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μέχρι σήμερα έχουν ισχύσει διάφορα νομοθετικά καθεστώτα, και ειδικότερα: i. εκείνο του άρθρου 394Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, το οποίο είχε εισαχθεί δυνάμει του Ν. 2145/1993 [«Ρύθμιση θεμάτων εκτελέσεως ποινών, επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων», ΦΕΚ Α΄ 88/28.5.1993]∙ ii. εκείνο του Ν. 2331/1995 [«Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις», ΦΕΚ Α΄ 173/24.8.1995], με όσες τροποποιήσεις είχε υποστεί κατά τη διάρκεια ισχύος του [δυνάμει των Ν. 2479/1997, 2515/1997, 2655/1998, 2656/1998, 2733/1999, 2803/2000, 2928/2001, 3028/2002, 3064/2002, 3148/2003, 3424/2005, 3472/2006, 3666/2008]∙ iii. εκείνο του Ν. 3691/2008 [«Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ Α΄ 166/5.8.2008] με όσες τροποποιήσεις είχε υποστεί κατά τη διάρκεια ισχύος του [δυνάμει των Ν. 3842/2010, 3862/2010, 3875/2010, 3932/2011, 3992/2011, 3994/2011, 4021/2011, 4042/2012, 4051/2012, 4099/2012, 4170/2013, 4174/2013, 4254/2014, 4261/2014, 4337/2015, 4370/2016, 4389/2016, 4407/2016, 4506/2017, 4478/2017, 4484/2017]∙ iv. εκείνο του (ισχύοντος) Ν. 4557/2018 με όσες τροποποιήσεις έχει υποστεί κατά τη διάρκεια ισχύος του [δυνάμει των Ν. 4571/2017, 4583/2018, 4607/2019, 4637/2019, 4646/2019, 4701/2020, 4704/2020, 4734/2020, 4798/2021, 4816/2021, 4855/2021, 4920/2022, 4941/2022, 5000/2022, 5001/2022, 5039/2023, 5042/2023]. Εξάλλου, οι απειλούμενες ποινές των ειδικών ποινικών νόμων (συμπεριλαμβανομένου του Ν. 4557/2018) επηρεάστηκαν, από 1.7.2019, από τους ορισμούς του άρθρου 463 ΠΚ. Και είναι μεν αληθές ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4816/2021 θέτουν τις απειλούμενες ποινές του Ν. 4557/2018 σε νέα βάση [για όσες πράξεις τελούνται από τις 9.7.2021 και εφεξής], ωστόσο η διάταξη του άρθρου 463 ΠΚ δεν παύει να παράγει αποτελέσματα για τις πράξεις που προηγούνται της θέσης αυτού του νόμου σε ισχύ, στο μέτρο που είναι επιεικέστερες.
[17] Βάσει του άρθρου 43 παρ. 3 ΚΠΔ.
[18] Βάσει του άρθρου 51 παρ. 2 ΚΠΔ.
[19] Βάσει του άρθρου 311 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠΔ.
[20] Βάσει του άρθρου 368 εδ. α΄ περ. α΄ ΚΠΔ.
[21] Τούτο μάλιστα θα πρέπει να λάβει χώρα ακόμη και στην περίπτωση που εκκρεμεί (παραδεκτώς ασκηθείσα) αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου [βλ. άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ], και μάλιστα ακόμη κι αν ο νεότερος νόμος (που αποχαρακτήρισε την πράξη η οποία συγκροτούσε το βασικό αδίκημα) τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου [οπότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 511 εδ. τελ. ΚΠΔ, ακόμη και επί απουσίας του αναιρεσείοντος σύμφωνα με το άρθρο 514 εδ. γ΄ περ. β΄ ΚΠΔ].
[22] Σε περίπτωση αποχαρακτηρισμού της πράξης που συγκροτεί το βασικό αδίκημα μετά την αμετάκλητη καταδίκη ως προς αυτό, ενόσω όμως ακόμη εκτίεται η επιβληθείσα ποινή, θα πρέπει να παύσει η εκτέλεση της ποινής [βλ. άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ]. Σε περίπτωση που ο αποχαρακτηρισμός λάβει χώρα μετά την ολοκληρωτική έκτιση της ποινής που είχε επιβληθεί για το βασικό αδίκημα, η ωφέλεια ως προς αυτό θα είναι μηδαμινή [βλ. απλώς άρθρο 573 παρ. 1β΄ ΚΠΔ], όμως και πάλι θα πρέπει να χωρήσει απαλλαγή ως προς την πράξη της νομιμοποίησης καθεαυτήν (ή να παύσει η έκτιση της ποινής, κατά περίπτωση).
[23] Εξαίρεση προβλέπεται, στο αμέσως επόμενο εδάφιο, για την περίπτωση που η πράξη νομιμοποίησης τελέστηκε κατ’ επάγγελμα, οπότε απειλούνται οι κυρώσεις του άρθρου 39 παρ. 1 περ. γ΄ Ν. 4557/2018 [δηλαδή κάθειρξη και, σωρευτικά, χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες (2.000) έως δέκα χιλιάδες (10.000) ημερήσιες μονάδες].
[24] Το ανάστροφο [δηλαδή η επίταση της ποινής που απειλείται για το βασικό αδίκημα] δεν επιδρά βέβαια σε βάρος του κατηγορουμένου για νομιμοποίηση αναδρομικά. Θα μπορούσε απλώς να αναφερθεί η εξής περίπτωση: επί εξακολουθητικής τέλεσης του βασικού αδικήματος, η επίταση της ποινής [ακόμη κι αν αυτό χαρακτηριστεί ως κακούργημα ενώ προηγουμένως τιμωρείτο σε βαθμό πλημμελήματος] επιδρά δυσμενώς ως προς τον δράστη ο οποίος συνεχίζει να τελεί μερικότερες πράξεις και μετά τη νομοθετική μεταβολή [σε αυτή την περίπτωση, η όλη συμπεριφορά θα τιμωρείται με βάση τη νέα ποινή]. Εντούτοις οποιαδήποτε νομοθετική μεταβολή επί το δυσμενέστερο μετά την τελευταία μερικότερη πράξη δεν μπορεί να επιδράσει δυσμενώς ούτε ως προς το βασικό αδίκημα ούτε ως προς τη νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από αυτό, ακόμη κι αν η τελευταία έπεται της νομοθετικής μεταβολής.
[25] Βλ. σχετικά και ΑΠ Ολ 4/2021, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου.
[26] Παρόμοια επίπτωση θα μπορούσε να υπάρξει και μέσω της πρόβλεψης του άρθρου 39 παρ. 1 περ. ε΄ εδ. τελ. Ν. 4557/2018, σύμφωνα με την οποία: «αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η ποινή κατ’ αυτού ή των οικείων του για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που έχουν προκύψει από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος». Με μία ουσιώδη διαφορά, όμως: για να υπάρξει ευμενής επίπτωση στη δίκη της νομιμοποίησης μέσω της εν λόγω διάταξης, δεν αρκεί να απειλείται μειωμένη ποινή για το βασικό αδίκημα, αλλά θα πρέπει να επιβλήθηκε τέτοια μειωμένη ποινή∙ έτσι, η μείωση της ποινής ως προς το βασικό αδίκημα θα πρέπει να έλαβε χώρα οπωσδήποτε πριν το αμετάκλητο της απόφασης ως προς αυτό, αφού σε διαφορετική περίπτωση η αμετάκλητα καταγνωσθείσα ποινή δεν είναι δυνατό να ανατραπεί [τουλάχιστον με βάση την επικρατούσα άποψη].
[27] Βλ. ΑναφΑρχειοθΕισΠλημΖακ 1053/2020 [από 15.6.2020], Αρμ 2021, σελ. 131: ο Εισαγγελέας έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, δεδομένου ότι η τοκογλυφία (που είχε αποτελέσει το βασικό αδίκημα εν προκειμένω) τιμωρείτο, από τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα την 1.7.2019, σε βαθμό πλημμελήματος ακόμη και υπό τη διακεκριμένη παραλλαγή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης κατ’ άρθρο 404 παρ. 2 του νέου Ποινικού Κώδικα [στη συνέχεια, πάντως, η συγκεκριμένη παραλλαγή κατέστη εκ νέου κακούργημα, μετά την τροποποίηση του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ δυνάμει του άρθρου 98 Ν. 4855/2021, σε ισχύ από 12.11.2021]. Βλ. ακόμη ΤρΕφΔωδ 173/2019, ΔωδΝομ 2021, σελ. 341 [το δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη (και) ως προς το αδίκημα της νομιμοποίησης, το οποίο κατέστη αναδρομικά πλημμέλημα λόγω του ότι η διακεκριμένη παραλλαγή της τοκογλυφίας κατ’ επάγγελμα είχε καταστεί πλημμέλημα με τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα], με σχόλιο Γ. Λαμπαδάκη.
[28] Για την περίπτωση που η πράξη νομιμοποίησης τελέστηκε στο εξωτερικό, βλ. τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 2 Ν. 4557/2018, σύμφωνα με την οποία: «Η παρ. 1 [ενν. του άρθρου 39] εφαρμόζεται και όταν οι πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες τελέστηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 6 ΠΚ. Εφαρμόζεται επίσης και όταν οι πράξεις αυτές τελέστηκαν στην αλλοδαπή προς όφελος νομικού προσώπου ή οντότητας που έχει έδρα ή εγκατάσταση στην Ελλάδα». Υπενθυμίζεται ότι, με βάση το άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 2331/1995 [όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο πέμπτο Ν. 2655/1998, «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες» ΦΕΚ Α΄ 264/1.12.1998], «τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμα και στην περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων» [βλ. σχετικά ΑΠ 2458/2005, ΠοινΧρ 2006, σελ. 622]. Η διάταξη αυτή, η οποία καθιέρωνε οικουμενική δικαιοδοσία ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καταργήθηκε με τη θέση σε ισχύ του Ν. 3691/2008 [βλ. πάντως ΣυμβΑΠ 545/2009, ΠοινΧρ 2009, σελ. 700 (με κριτικές παρατηρήσεις Ι. Μοροζίνη), που εφάρμοσε τη διάταξη σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάργησής της].
[29] Άρθρο 5 παρ. 1 ΠΚ.
[30] Βλ. άρθρο 2 παρ 2 εδ. α΄ Ν. 4557/2018, σύμφωνα με το οποίο: «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού». Δεν απαιτείται να έχει προηγηθεί δίωξη του βασικού αδικήματος στην αλλοδαπή: βλ. ΑΠ 1054/2017, ΠοινΧρ 2019, σελ. 42.
[31] Σύμφωνα με το εν λόγω εδάφιο, δεν απαιτείται να είναι αξιόποινες, σύμφωνα με τη νομοθεσία του ξένου κράτους, οι δραστηριότητες που, αν είχαν λάβει χώρα στην Ελλάδα, θα συνιστούσαν ένα από τα βασικά αδικήματα των περ. α΄ [εγκληματική οργάνωση κατά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα], β΄ [τρομοκρατικές πράξεις, τρομοκρατική οργάνωση και αξιόποινη υποστήριξη και χρηματοδότησή τους κατά τα άρθρα 187Α, 187Β ΠΚ και 32 έως 35 Ν. 4689/2020], γ΄ [δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών κατά τα άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ, καθώς και δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου κατά τα άρθρα 235 και 236 ΠΚ], δ΄ [εμπορία επιρροής-μεσάζοντες, δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα κατά τα άρθρα 237Α και 396 ΠΚ, καθώς και δωροδοκία – δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα κατά το άρθρο 132 Ν. 2725/1999], η΄ [διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας κατά το άρθρο 348 ΠΚ, πορνογραφία ανηλίκων κατά το άρθρο 348Α ΠΚ, προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους κατά το άρθρο 348Β ΠΚ, πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων κατά το άρθρο 348Γ ΠΚ, μαστροπεία κατά το άρθρο 349 ΠΚ, καθώς και γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής κατά το άρθρο 351Α ΠΚ], θ΄ [εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών κατά τα άρθρα 20 έως και 23 Ν. 4139/2013], ια΄ [εγκλήματα των άρθρων 53, 54, 55, 61 και 63 Ν. 3028/2002 περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς (βλ. ήδη Ν. 4858/2021, «Κύρωση Κώδικα νομοθεσίας για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», ΦΕΚ Α΄ 220/19.11.2021)], ιγ΄ [εγκλήματα των παρ. 5 έως και 8 του άρθρου 29 και του άρθρου 30 Ν. 4251/2014 περί μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης (ήδη Ν. 5038/2023, «Κώδικας Μετανάστευσης», ΦΕΚ Α΄ 81/1.4.2023)], ιθ΄ [πειρατεία κατά το άρθρο 215 ν.δ. 187/1973] του άρθρου 4 του ίδιου του Ν. 4557/2018, καθώς και του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα [εμπορία ανθρώπων].
[32] Βλ. σχετικά ΣυμβΕφΛαρ 50/2004, ΠοινΔικ 2004, σελ. 531, σύμφωνα με το οποίο η αξίωση για διττό αξιόποινο ως προς το βασικό αδίκημα «πηγάζει από την ίδια τη φύση του αδικήματος [ενν. της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες] γιατί ο εξαρτημένος χαρακτήρας του αναγκαστικά προϋποθέτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αξιόποινη νομιμοποίηση περιουσίας όταν αυτή με τον τρόπο και στον τόπο που αποκτήθηκε ήταν ήδη νόμιμη».
[33] Για την επίπτωση της εξάλειψης του αξιοποίνου του βασικού αδικήματος στη νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από αυτό βλ. αμέσως παρακάτω [υπό 4].
[34] Άρθρο 386 ΠΚ.
[35] Άρθρο 386Α ΠΚ.
[36] Άρθρο 386Β ΠΚ.
[37] Ανάλογα, βέβαια, με τους κανόνες ποινικού διεθνούς δικαίου που ισχύουν στην (εκάστοτε) αλλοδαπή έννομη τάξη.
[38] Πέρα από αδικήματα όπως η απάτη με υπολογιστή ή η απάτη σχετικά με τις επιχορηγήσεις, ως προς την τυποποίηση των οποίων παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές έννομες τάξεις, εντοπίζονται διαφορές ακόμη και σε «παραδοσιακά» αδικήματα, όπως η απάτη: για παράδειγμα, σε ορισμένες έννομες τάξεις η απάτη τιμωρείται ακόμη και όταν τελείται με παράσταση των καλούμενων «εσωτερικών» γεγονότων, κάτι που δεν γίνεται δεκτό στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο σε σχέση με βασικά αδικήματα όπως, π.χ., η απιστία [άρθρο 390 ελληνικού Ποινικού Κώδικα και άρθρο 4 περ. ζ΄ Ν. 4557/2018], η τυποποίηση των οποίων παραλλάσσει ουσιωδώς ανάλογα με την έννομη τάξη.
[39] Το αυτό ισχύει σε σχέση με ορισμένα δικονομικά κωλύματα, όπως το δεδικασμένο ή η εκκρεμοδικία, που δεν εμποδίζουν τη δίωξη της νομιμοποίησης. Βλ., π.χ., ΑΠ 286/2019, ΠοινΔικ 2023, σελ. 454 [η συνδρομή δεδικασμένου ως προς το βασικό αδίκημα δεν κωλύει τη δίωξη της νομιμοποίησης].
[40] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 66/2020, ΠοινΔικ 2023, σελ. 451.
[41] Βλ. σχετικά ΑΠ 1308/2019, ΠοινΔικ 2023, σελ. 452.
[42] Η σχετική συνταγματική πρόβλεψη απαλείφθηκε με το Ψήφισμα της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων [ΦΕΚ Α΄ 187/28.11.2019]. Κατηργημένη θα πρέπει να θεωρείται έκτοτε και η αντίστοιχη πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003 [«Ποινική ευθύνη των Υπουργών», ΦΕΚ Α΄ 66/19.3.2003], με αποτέλεσμα το σύνολο των αδικημάτων που τελούν μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργοί να υπόκεινται πλέον στις γενικές διατάξεις περί παραγραφής [άρθρα 111-113 ΠΚ]. Η συντομότερη αποσβεστική προθεσμία, πάντως, εξακολουθεί να ισχύει για πράξεις με χρόνο τέλεσης που προηγείται της συνταγματικής αναθεώρησης, ενόψει της φύσης των οικείων ρυθμίσεων ως ουσιαστικού ποινικού δικαίου.
[43] Άρθρο 114 παρ. 1 ΠΚ.
[44] Άρθρο 114 παρ. 2 ΠΚ.
[45] Άρθρο 117 ΠΚ.
[46] Η νομοθετική επιλογή να καταστούν κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα τέτοιας σοβαρότητας είναι αμφιλεγόμενη και γεννά αντινομίες σε διάφορα επίπεδα, κριτική που εκφεύγει πάντως της παρούσας συζήτησης.
[47] Αυτεπάγγελτα διώκεται μόνο η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή υπεξαίρεσης που τυποποιείται στο άρθρο 375 παρ. 3 ΠΚ.
[48] Αυτεπάγγελτα διώκεται μόνο η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή απάτης που τυποποιείται στο άρθρο 386 παρ. 2 ΠΚ.
[49] Αυτεπάγγελτα διώκεται η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή απάτης με υπολογιστή που τυποποιείται στο άρθρο 386Α παρ. 3 ΠΚ, καθώς και οι προπαρασκευαστικές πράξεις που τυποποιούνται στο άρθρο 386Α παρ. 2 ΠΚ.
[50] Αυτεπάγγελτα διώκεται η κατ’ άρθρο 390 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ διακεκριμένη παραλλαγή απιστίας όταν στρέφεται κατά οποιουδήποτε άλλου παθόντος. Επίσης αυτεπάγγελτα διώκεται η ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή απιστίας που τυποποιείται στο άρθρο 390 παρ. 2 ΠΚ.
[51] Μετά την τροποποίηση του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ δυνάμει του άρθρου 98 Ν. 4855/2021.
[52] Σημειωτέον ότι δεν υφίσταται παραλλαγή τοκογλυφίας κατ’ άρθρο 404 ΠΚ η οποία να διώκεται αυτεπαγγέλτως.
[53] Εξαίρεση αποτελούσαν οι προνομιούχες (λόγω αξίας του αντικειμένου) παραλλαγές της υπεξαίρεσης, της απάτης και της απάτης με υπολογιστή, που διώκονταν κατ’ έγκληση και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα.
[54] Για το ζήτημα βλ., εντελώς ενδεικτικά, ΑΠ 621/2000, ΠοινΧρ 2001, σελ. 21, ΑΠ 408/2000, ΠοινΧρ 2000, σελ. 908, ΑΠ 245/2000, ΠοινΧρ 2000, σελ. 782, ΑΠ 28/2000, ΠοινΧρ 2000, σελ. 125.
[55] Βλ. ΑΠ 1153/2022, ΠοινΔικ 2023, σελ. 449 [σημειωτέον ότι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, έχοντας παύσει οριστικά την ποινική δίωξη ως προς το βασικό αδίκημα της απιστίας, είχε κηρύξει απαράδεκτη τη δίωξη για τη νομιμοποίηση]. Βλ. ακόμη ΣυμβΑΠ 227/2022, ΠοινΔικ 2023, σελ. 451 [εδώ το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη ως προς το βασικό αδίκημα της απιστίας, και στη συνέχεια απεφάνθη να μην απαγγελθεί κατηγορία ως προς την πράξη της νομιμοποίησης].
[56] Ή, στην περίπτωση της κακουργηματικής απιστίας κατά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019.
[57] Δηλαδή, εν προκειμένω, από την 1.7.2019 [ή την 18.11.2019 για την περίπτωση της κακουργηματικής απιστίας κατά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων].
[58] Ενόψει της εξαίρεσης της παραγραφής από την κατηγορία των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου που επιδρούν στη νομιμοποίηση, σε συνδυασμό με τη ρύθμιση του άρθρου 113 παρ. 3 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία η έλλειψη της τυχόν απαιτούμενης έγκλησης δεν αναστέλλει την παραγραφή, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί το ακόλουθο (εξεζητημένο πλην όχι αδιανόητο νομικά) ενδεχόμενο: Έστω ότι έχει παραγραφεί το βασικό αδίκημα (π.χ. απάτη σε βαθμό πλημμελήματος) μετά την παρέλευση πενταετίας από την τέλεσή του, χωρίς όμως ο παθών να έχει λάβει γνώση. Έστω, επιπλέον, ότι ο παθών υποβάλλει έγκληση μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του βασικού αδικήματος, εντός όμως τριμήνου από τη γνώση. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μεν βασικό αδίκημα (στο παράδειγμά μας: η απάτη) δεν θα μπορεί πλέον να διωχθεί ένεκα της εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, θα είναι όμως δυνατό να διωχθεί η νομιμοποίηση, αφού η μεν παραγραφή του βασικού αδικήματος δεν επηρεάζει την τελευταία, η δε έγκληση του παθόντος (που απαιτείται και ενόψει της νομιμοποίησης) θα υφίσταται πάντως.
[59] Τέτοιο αδίκημα είναι, για παράδειγμα, η απάτη, που εξακολουθεί να διώκεται κατ’ έγκληση ακόμη κι όταν το συνολικό ποσό (που προκύπτει ενδεχομένως κατόπιν άθροισης των ποσών που προκύπτουν από τις μερικότερες πράξεις βάσει του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ) υπερβαίνει τις 120.000 € [αρκεί η απάτη να μη στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης].
[60] Βλ. χαρακτηριστικά ΣυμβΠλημΠατρ 211/2001, ΠοινΔικ 2002, σελ. 877, που έκρινε ότι διασπάται η αλυσίδα των ποσών που αθροίζονται κατ’ άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ όταν δεν έχει υποβληθεί έγκληση για κάποια/ες από τις μερικότερες πράξεις.
[61] Ας αναλογιστεί κανείς τις δυσχέρειες που είναι δυνατό να ανακύψουν στην πράξη εξαιτίας της ανάγκης υποβολής έγκλησης από έναν έκαστο από μεγάλο αριθμό προσώπων που έπεσαν θύματα ηλεκτρονικής απάτης, με την περιουσιακή ζημία καθενός να είναι σχετικά περιορισμένη, αλλά με συνολικό αντικείμενο εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
[62] Βλ., π.χ., άρθρα 381 παρ. 2 ΠΚ, 405 παρ. 2 ΠΚ.
[63] Βλ. άρθρο 368 εδ. τελ. ΚΠΔ.
[64] Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με την καθιέρωση κατ’ έγκληση δίωξης, δεν εγείρονται δικαιοπολιτικές επιφυλάξεις.
[65] Βλ. άρθρο 39 παρ. 4 Ν. 4557/2018, το οποίο, πέρα από την εξάλειψη του αξιοποίνου του βασικού αδικήματος, αναφέρεται και σε απαλλαγή του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα.
[66] Βλ., π.χ., άρθρα 381 παρ. 3-4 ΠΚ, 405 παρ. 3 ΠΚ.
[67] Βλ. άρθρα 381 παρ. 2 εδ. β΄ ΠΚ, 405 παρ. 2 εδ. β΄ ΠΚ.
[68] Πέρα από το άρθρο 39 παρ. 1 περ. δ΄ Ν. 4557/2018, που αναφέρθηκε και παραπάνω [υπό 3.1], θα ήταν νοητό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά πράξεις με χρόνο τέλεσης που προηγείται της 9.7.2021, να ενεργοποιηθεί η περ. θ΄ του άρθρου 39 παρ. 1 Ν. 4557/2018, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του νόμου δυνάμει του Ν. 4816/2021. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη: «Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα έσοδα που έχουν προκύψει δεν υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο (2) ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις της περίπτωσης γ΄, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ».
[69] Βλ. άρθρο 39 παρ. 1 περ. ε΄ εδ. τελ. Ν. 4557/2018: «Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η ποινή κατ’ αυτού ή των οικείων του για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που έχουν προκύψει από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος».
[70] Άρθρα 301, 302 ΚΠΔ.
[71] Άρθρο 303 ΚΠΔ.
[72] Βλ., ως προς την περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής, ΑΠ 1290/2017, ΠοινΔικ 2023, σελ. 455. Σύμφωνα με αυτή, «η κήρυξη ενόχου του υπαιτίου του βασικού εγκλήματος και η τιμωρία αυτού με μειωμένη ποινή κατόπιν ποινικής συνδιαλλαγής δεν αίρει το αξιόποινο της νομιμοποίησης των χρημάτων ούτε διαφοροποιεί τον αρχικό χαρακτήρα του βασικού εγκλήματος».
[73] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν αυτός έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια.
[74] Βλ. άρθρο 368 εδ. τελ. ΚΠΔ.
[75] Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται εξαιτίας της παράλληλης δυνατότητας επιβολής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από πλείονα όργανα, τα οποία προσκτώνται τη σχετική αρμοδιότητα σε διάφορα διαδικαστικά στάδια, που εκφεύγουν μάλιστα και της ποινικής διαδικασίας. Με βάση τις κείμενες διατάξεις, είναι δυνατό να επιβληθεί δέσμευση (είτε με αφορμή τη νομιμοποίηση είτε με αφορμή το βασικό αδίκημα) από τον ανακριτή [βλ. άρθρα 261-262 ΚΠΔ, 42 παρ. 1 εδ. α΄-γ΄ Ν. 4557/2018], από το δικαστικό συμβούλιο [βλ. άρθρο 42 παρ. 1 εδ. δ΄ Ν. 4557/2018], από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, όταν διενεργεί προκαταρκτική εξέταση [βλ. άρθρο 36 παρ. 2-4 ΚΠΔ], αλλά και από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες [βλ. άρθρο 42 παρ. 7 Ν. 4557/2018], η εξουσία του οποίου μάλιστα εξακολουθεί να υφίσταται, κατά την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ακόμη και μετά την κίνηση ποινικής δίωξης για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όταν η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια του ανακριτή [βλ. ΑΠ Ολ 1/2022, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου]. Εξάλλου, σε περίπτωση που πιθανολογείται σύνδεση εγκληματικών προσόδων με τρομοκρατική δράση ενεργοποιείται η δυνατότητα δέσμευσης με βάση το άρθρο 50 παρ. 3 Ν. 4557/2018, χωρίς αντίστοιχη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου [βλ. τη σχετική ΑΠ Ολ 4/2022, βάση νομολογίας Αρείου Πάγου]. Τέλος, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν έχει διαταχθεί δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του ίδιου προσώπου από τις αρμόδιες αρχές πλειόνων εννόμων τάξεων.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ (Δικηγόρος Θεσσαλονίκης) Ζητήματα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων υπο την ισχύ του νέου ΚΠΔ και του νόμου για το ξέπλυμα
Το ζήτημα της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων για τη διερεύνηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή βασικών εγκλημάτων νομιμοποίησης παράνομων εσόδων αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής ρύθμισης από τη νομοθεσία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ήδη από την έναρξη ισχύος του πρώτου σχετικού νόμου (Ν. 2331/1995), ο οποίος, στην αρχική του μορφή, παρείχε τη δυνατότητα επιβολής δεσμεύσεων στο Δικαστικό Συμβούλιο και στον ανακριτή και στη συνέχεια, στην τροποποιημένη με το Ν. 3424/2005 μορφή του, και στον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις διαμορφώθηκαν και εμπλουτίστηκαν ως αποτέλεσμα, αφενός μεν της συμμόρφωσης της χώρας μας σε διεθνείς συμβατικές υποχρεώσεις (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα – Βαρσοβία, Σύμβαση του ΟΗΕ κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος – Παλέρμο, Σύμβαση του ΟΗΕ για τη διαφθορά – Merida Μεξικού) και σε συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (FATF), αφετέρου δε της ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία ενωσιακών ρυθμίσεων (Σημαντικότερες: Απόφαση – Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ της 22-7-2003, Απόφαση – Πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ της 24-2-2005, Απόφαση Πλαίσιο 2006/783/ΔΕΥ της 6-10-2006 και η πιο πρόσφατη Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3-4-2014).
Στον ισχύοντα Ν. 4558/2018 τα ζητήματα σχετικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων επιλύονται στο άρθρο 42. Το γενικό περίγραμμα των σχετικών ρυθμίσεων, οι οποίες από την έναρξη ισχύος του Ν. 4557/2018, έχουν ήδη υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις, είναι το εξής: Ο ανακριτής που διεξάγει ανάκριση για το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή για κάποιο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου βασικά εγκλήματα, το δικαστικό συμβούλιο, στο στάδιο της διενεργούμενης για τα ίδια εγκλήματα προκαταρκτικής εξέτασης και ο Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σε επείγουσες περιπτώσεις, μπορούν να διατάσσουν τη δέσμευση, των τηρούμενων σε πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς λογαριασμών και του περιεχομένου θυρίδων, καθώς και την απαγόρευση εκποίησης ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων. Καθώς το άρθρο 42 του Ν. 4557/2018, για τον καθορισμό της έκτασης της δέσμευσης, παραπέμπει στο άρθρο 40 του ίδιου νόμου, στο οποίο προβλέπεται και ο θεσμός της αναπληρωματικής δήμευσης, που θεσπίστηκε για πρώτη φορά με το Ν. 3691/2008, σε δέσμευση υπόκεινται: α) τα προϊόντα και τα μέσα τέλεσης του βασικού εγκλήματος, β) τα προϊόντα και τα μέσα τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και γ) νόμιμα περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να δεσμευτούν ή να βρεθούν τα προϊόντα και τα μέσα τέλεσης του βασικού εγκλήματος και του εγκλήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Κατά της διάταξης δέσμευσης, ο καθ’ ου ή ο τρίτος, μπορούν να προσφύγουν στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοσή της, χωρίς να αναστέλλεται η εκτέλεση της διάταξης από την άσκηση της προσφυγής ή την προθεσμία άσκησης αυτής. Τόσο η διάταξη της δέσμευσης όσο και το βούλευμα, που εκδίδεται επί της προσφυγής ή με το οποίο παρατείνεται η ισχύς της δέσμευσης, μπορούν να τροποποιηθούν, αν προκύψουν νέα στοιχεία. Από τη δέσμευση εξαιρούνται τα ποσά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών διαβίωσης του κατηγορουμένου, για τη νομική υποστήριξή του, καθώς και για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων ενώ μπορούν να εξαιρεθούν τραπεζικοί λογαριασμοί, στους οποίους κατατίθενται μισθοί ή συντάξεις.
Εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 42 του νόμου για το ξέπλυμα, προβλέψεις για ζητήματα δεσμεύσεων κατά τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων περιέχονται και σε άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους. Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.2 και 3 του Ν. 2713/1999 «για τη σύσταση Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας», ο εισαγγελέας εφετών, που εποπτεύει την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, έχει τη δυνατότητα να εκδίδει διατάξεις απαγόρευσης της κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων, στις περιπτώσεις που διενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση εγκλημάτων, που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παρ.2 του ίδιου νόμου και τα οποία διαπράττουν οι συμμετέχουν σε αυτά αστυνομικοί, συνοριακοί φύλακες, ειδικοί φρουροί, υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και υπάλληλοι ή αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνών Οργανισμών, που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια. Επίσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ.5στοιχ.ε΄,6 του Ν.3296/2004, οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ έχουν τη δυνατότητα, σε επείγουσες περιπτώσεις, να επιβάλλουν δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου για διερευνώμενο οικονομικό έγκλημα, με εκτιμώμενη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνω του ποσού των 150.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι οι προϊσχύσασες αντίστοιχες ρυθμίσεις του Ν. 3296/2004, όπως δηλαδή ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 64 παρ.4 του Ν. 4557/2018, κρίθηκαν από την Ολομέλεια του ΣτΕ ως αντισυνταγματικές (ΟλΣτΕ 3316/2014), κρίθηκε δηλαδή ότι αντέβαιναν στις προβλέψεις των άρθρων 5 παρ.1, 17 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος, διότι παρείχαν στο ΣΔΟΕ εκτεταμένες εξουσίες για επιβολή δεσμεύσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία ελεγχόμενων προσώπων, χωρίς επαρκή σαφήνεια και οριοθέτηση (και χρονική), αλλά γενικά και αόριστα «σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου, ή περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου». Κι ενώ λοιπόν τα ζητήματα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων αντιμετωπίζονταν, κατά κύριο λόγο, από τη νομοθεσία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, σε σχέση με το έγκλημα της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και τα βασικά εγκλήματα νομιμοποίησης αλλά και από άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, για τα αναφερόμενα σε αυτούς εγκλήματα, αντίστοιχες ρυθμίσεις δεν υπήρξαν στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το σκηνικό άλλαξε με τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο οποίος στο Κεφάλαιο των ανακριτικών πράξεων (άρθρα 261, 262) εισήγαγε αναλυτικές σχετικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, προβλέφθηκε η δυνατότητα του ανακριτή να επιβάλει δεσμεύσεις σε περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία, μετά από έρευνα της περιουσιακής κατάστασης του κατηγορουμένου, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι προέρχονται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από την αξιόποινη πράξη, που διερευνά και ορίστηκαν οι διατυπώσεις και τα αποτελέσματα της σχετικής ανακριτικής διάταξης (άρθρα 261 παρ.1, 262 παρ.1ΚΠΔ). Από τη διατύπωση του άρθρου 261 παρ.1 ΚΠΔ, καθίσταται σαφές ότι η προβλεπόμενη σε αυτό δέσμευση μπορεί να επιβληθεί μόνο στην προερχόμενη από το έγκλημα περιουσία και όχι σε ισάξια νόμιμη περιουσία, όπως συμβαίνει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 42 παρ.1 του νόμου για το ξέπλυμα, είναι όμως δυνατό να επιβληθεί και σε περιουσιακά στοιχεία τρίτου προσώπου στο οποίο μεταβιβάστηκε εγκληματική περιουσία, προκειμένου να αποφευχθεί η δήμευσή της. Στο άρθρο 262 παρ.2,3,4 προβλέφθηκαν οι διατυπώσεις της προσφυγής κατά της ανακριτικής διάταξης δέσμευσης, καθώς και οι προϋποθέσεις για την ανάκληση ή τροποποίησή της και ορίστηκε ότι η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως, αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό εντός πέντε ετών από την έκδοση της ανακριτικής διάταξης. Τέλος, θεσπίστηκε ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 42 παρ.8 του Ν. 4557/2018 για εξαίρεση από τη δέσμευση των ποσών, που είναι αναγκαία για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών διαβίωσης του κατηγορουμένου, για τη νομική υποστήριξή του και για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 261 παρ.2 ΚΠΔ). Εκτός από τον ανακριτή, ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας παρέχει εξουσίες δέσμευσης και στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, που στελεχώνουν το νεοσύστατο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, στους αναπληρωτές τους και στους συνεπικουρούντες αυτούς εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση τέλεσης εγκλημάτων, που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξη τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων, προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών, το οποίο μπορεί να παραταθεί, με βούλευμα του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου, κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα μήνες, λόγω δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης. Αντίστοιχη διάταξη δέσμευσης μπορούν να εκδίδουν και οι κατά τόπο αρμόδιοι εισαγγελείς πλημμελειοδικών, κατόπιν παραγγελίας των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος, με σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος. Αρμόδιο Συμβούλιο για την παράταση της δέσμευσης είναι είτε το Συμβούλιο Εφετών, εάν η σχετική διάταξη έχει εκδοθεί από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ή τους αναπληρωτές τους, είτε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από τους εισαγγελικούς λειτουργούς, που συνεπικουρούν τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος ή από τους κατά τόπο αρμόδιους εισαγγελείς πλημμελειοδικών. Κατά της διάταξης δέσμευσης, ο καθ’ ου ή ο τρίτος, μπορούν να προσφύγουν στο αρμόδιο, κατά τα ανωτέρω, Δικαστικό Συμβούλιο και να ζητήσουν την άρση της, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοσή της. Είναι γεγονός ότι με το άρθρο 46 παρ.6α του Ν. 4305/2014 εξουσίες δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων είχαν αναγνωριστεί και στους εισαγγελικούς λειτουργούς, που υπηρετούσαν στο ήδη καταργηθέν Γραφείο του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που είχε θεσπιστεί με το Ν. 3943/2011. Η πρόβλεψη αυτή αφορούσε δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος, το οποίο όμως μπορούσε να παραταθεί κατόπιν βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σε περίπτωση δικαιολογημένης μη ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης, λόγω δε της απουσίας πρόβλεψης ανώτατου χρονικού περιορισμού για την παράταση της δέσμευσης, η συγκεκριμένη ρύθμιση είχε καταστεί αντικείμενο έντονων επικρίσεων.
Αξίζει να γίνει αναφορά στη μελέτη του Ιωάννη Μοροζίνη, η οποία αναρτήθηκε το Μάιο του 2018 στον ιστότοπο «The art of crime», υπό τον τίτλο «Η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος» και στην οποία αναφέρεται ότι η απουσία πρόβλεψης ανώτατου χρονικού περιορισμού για την παράταση της δέσμευσης, στην πραγματικότητα καθιστούσε «ψευδεπίγραφο» τον (αρχικό) χρονικό περιορισμό του ενός έτους, καθώς το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο «μπορούσε να παρατείνει τη δέσμευση ουσιαστικά για αόριστο χρόνο, και μάλιστα με την επιφανειακή δικαιολογία ότι η φορολογική διοίκηση δεν έχει αρκετούς υπαλλήλους για να περατώσει τον έλεγχο σε εύλογο χρόνο ή ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει οι υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης τις αρμοδιότητές τους μεταξύ τους κλπ.». Στην ίδια μελέτη παρατίθενται στατιστικά στοιχεία, προερχόμενα τόσο από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος όσο και από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με τα οποία επί συνόλου 175 διατάξεων δέσμευσης, που είχαν εκδοθεί τους πρώτους έντεκα μήνες του 2015, απορρίφθηκαν όλες οι ασκηθείσες ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προσφυγές (70) και αιτήσεις ανάκλησης (135), τη στιγμή που η πλειοψηφία όσων είχαν προσφύγει κατά καταλογιστικών πράξεων, οι οποίες, κατά κανόνα, συνοδεύονταν από διατάξεις δέσμευσης του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, δικαιώθηκε στα φορολογικά δικαστήρια, εν όλω ή εν μέρει, γεγονός το οποίο αποδόθηκε «στο ότι έλαβαν χώρα λανθασμένοι υπολογισμοί εκ μέρους των υπαλλήλων της φορολογικής διοίκησης, καθώς και στο ότι έλαβαν χώρα βεβαιώσεις υψηλοτέρων ποσών, γιατί οι ελεγκτικές υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης επεδίωκαν…να επιτύχουν τους στόχους, που είχαν τεθεί για τα φορολογικά έσοδα».
Επιγραμματικά αναφέρω και τις υπόλοιπες διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ρυθμίζουν ζητήματα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και συγκεκριμένα:
Α) τις διατάξεις του άρθρου 304 ΚΠΔ, οι οποίες, προς το σκοπό της διεύρυνσης εφαρμογής εναλλακτικών διαδικασιών περάτωσης της ποινικής διαδικασίας και συγκεκριμένα της αποχής μετά από εντελή ικανοποίηση του παθόντος, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης, ρυθμίζουν την περίπτωση ικανοποίησης του παθόντος με την απόδοση σε αυτόν δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων.
Β) Τις διατάξεις των άρθρων 311 παρ.2,3 και 315 παρ.5 ΚΠΔ, σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστικού Συμβουλίου να αποφασίζει για τη διατήρηση, την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, για τον ορισμό ως μεσεγγυούχου του τρίτου σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί η δέσμευση, καθώς και για την απόδοση στον παθόντα των προερχόμενων από την αξιόποινη πράξη περιουσιακών στοιχείων, τα οποία συνιστούν την περιουσιακή του ζημία, σε περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής ή θανάτου ή κήρυξης αυτής ως απαράδεκτης.
Γ) Τις διατάξεις του άρθρου 373 ΚΠΔ για την τύχη των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, για την οποία αποφαίνεται το δικαστήριο με την τελειωτική του απόφαση, έχοντας τη δυνατότητα να διατάξει είτε την άρση της δέσμευσης (σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου), είτε τη δήμευση εν όλω ή εν μέρει των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων (σε περίπτωση καταδίκης) είτε την απόδοσή τους εν όλω ή εν μέρει στον παθόντα, σε περίπτωση καταδίκης, οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής ή θανάτου ή κήρυξης αυτής ως απαράδεκτης.
Με βάση την πρόβλεψη του άρθρου 586στοιχ.θ΄ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ότι από την έναρξη της ισχύος του συγκεκριμένου Κώδικα καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αναφέρεται σε θέματα, τα οποία ρυθμίζονται αντίθετα από αυτόν, τέθηκε το ζήτημα, αν οι διατάξεις του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018 έχουν καταργηθεί λόγω της ρύθμισης του «θέματος» της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων από τις διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ήδη σας ανέφερα. Δεδομένης της αυξημένης τυπικής ισχύος των κανόνων της νομοθεσίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ως αποτέλεσμα της κύρωσης διεθνών συμβάσεων και ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία μας κανόνων του ενωσιακού δικαίου, η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι αρνητική. Τούτο επιβεβαιώνεται με σαφήνεια από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 42, όπως ισχύει σήμερα, καθώς για τη ρύθμιση ορισμένων σχετικών με τις δεσμεύσεις ζητημάτων γίνεται παραπομπή σε διατάξεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ενώ και αντίστροφα το άρθρο 304 ΚΠΔ, στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί, καταλαμβάνει περιπτώσεις δέσμευσης, που επιβάλλονται όχι μόνο βάσει των διατάξεων του ΚΠΔ άλλα και βάσει των διατάξεων του άρθρου 42 του Ν. 4557/2018, οι οποίες επομένως δεν καταργήθηκαν από τις σχετικές ρυθμίσεις του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πλην όμως δεν έμειναν και ανεπηρέαστες από αυτές. Συγκεκριμένα:
- I. Από τη διατύπωση του άρθρου 42 παρ.1 του Ν. 4557/2018 συνάγεται ότι οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, που διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση εγκλήματος νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή βασικών εγκλημάτων νομιμοποίησης, που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, είναι αρμόδιοι και για την επιβολή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, που αναγνωρίζει σχετική αρμοδιότητα στο Δικαστικό Συμβούλιο.
ΙΙ. Το άρθρο 42 παρ.7 του Ν. 4557/2018, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 9 παρ.2 του Ν. 4637/2019, παραπέμπει πλέον ρητά στο άρθρο 36 παρ.2 ΚΠΔ, για την εφαρμογή των χρονικών ορίων διάρκειας των μέτρων δέσμευσης, που επιβάλλουν οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και στις δεσμεύσεις, που επιβάλλονται με διάταξη του Προέδρου της Αρχής, οι οποίες μέχρι τις 18-11-2019 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4637/2019) ήταν απεριόριστης χρονικής ισχύος, γεγονός, που επέτεινε τις επικρίσεις που διατυπώνονταν κατά της εξουσίας του Προέδρου της Αρχής να επιβάλει δεσμεύσεις. Μάλιστα, στην τροποποιημένη με το άρθρο 9 του Ν. 4816/2021 διάταξη του άρθρου 42 παρ.7 του Ν. 4557/2018 προβλέπεται ότι για την εξακολούθηση της ισχύος της διάταξης δέσμευσης του Προέδρου της Αρχής, πέραν των εννέα ή δέκα οκτώ μηνών και πριν από την παρέλευσή τους, αποφαίνεται ο ανακριτής, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή το Δικαστικό Συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Αντίστοιχη ρύθμιση δεν προβλέφθηκε στο άρθρο 36 ΚΠΔ, δηλαδή δεν ορίστηκε ρητά αν, σε περίπτωση που το χρονικό διάστημα των εννέα ή δέκα οκτώ μηνών συμπληρωθεί μετά την παραγγελία για άσκηση ποινικής δίωξης και διενέργεια ανάκρισης, η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως ή αν για την άρση της πρέπει να αποφανθεί ο ανακριτής ή το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο. Και ναι μεν η ρύθμιση του άρθρου 42 παρ.7 αφορά την εξακολούθηση της ισχύος διάταξης δέσμευσης, που εκδίδεται από Διοικητική Αρχή, πλην όμως η αναλογική εφαρμογή της και στην περίπτωση της δέσμευσης, που επιβάλλεται με εισαγγελική διάταξη, φαίνεται ότι επιλύει το ζήτημα της απουσίας σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης με τρόπο, που λαμβάνει υπόψη τόσο τους σκοπούς, που επιδιώκονται με τη δέσμευση όσο και τον ιδιαίτερα επαχθή χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου, που πλήττει την περιουσία και ιδιοκτησία του καθ’ ου, ιδίως στην περίπτωση που η διάρκειά του είναι μεγάλη. Εφαρμόζοντας, λοιπόν, αναλογικά σε υποθέσεις, που εκκρεμούν στην ανάκριση, τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.7εδ.τελευταίο του Ν. 4557/2018, προκειμένου η δέσμευση, που επιβλήθηκε από τους εισαγγελικούς λειτουργούς του άρθρου 36 παρ.2,4 ΚΠΔ, να εξακολουθήσει να ισχύει, πέραν των εννέα ή δέκα οκτώ μηνών, απαιτείται η έκδοση ανακριτικής διάταξης σε χρόνο προγενέστερο της παρέλευσης των προαναφερόμενων προθεσμιών.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.9 του Ν. 4557/2018, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 9 του Ν. 4816/2021, οι δεσμεύσεις που επιβάλλονται από τον ανακριτή, σχετικά με εγκλήματα νομιμοποίησης παράνομων εσόδων ή βασικά εγκλήματα νομιμοποίησης, αίρονται αυτοδικαίως μετά την παρέλευση των χρονικών ορίων, που ορίζονται στο άρθρο 262 παρ.4 ΚΠΔ, στο οποίο ρητά γίνεται παραπομπή και το οποίο προβλέπει αυτοδίκαιη άρση της δέσμευσης, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την έκδοση της ανακριτικής διάταξης.
IV. Τα χρονικά όρια των εννέα και δέκα οκτώ μηνών δεν προβλέπονται και για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, που επιβάλλεται από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 42 παρ.1 του Ν. 4557/2018, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση είτε εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είτε κάποιου βασικού αδικήματος νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος, τη στιγμή μάλιστα που για τη δέσμευση, η οποία επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή για τα ίδια αδικήματα, η τροποποιημένη με το άρθρο 9 του Ν. 4816/2021 διάταξη του άρθρου 42 παρ.9 του Ν. 4557/2018 παραπέμπει στο χρονικό όριο του άρθρου 262 παρ.4 ΚΠΔ. Η απουσία πρόβλεψης ανώτατου χρονικό ορίου ισχύος της δέσμευσης, η οποία επιβάλλεται στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, που διενεργείται από εισαγγελικούς λειτουργούς, που δεν υπηρετούν στο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, προφανώς αποδίδεται στο γεγονός ότι η σχετική διάταξη δέσμευσης εκδίδεται από δικαστικό σχηματισμό, μέλη του οποίου είναι τρεις δικαστές και όχι από έναν εισαγγελικό λειτουργό. Ωστόσο, το γεγονός ότι για αδικήματα, κατά κανόνα σοβαρότερα, που διερευνώνται στην προκαταρκτική εξέταση από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, προβλέπεται ως καταληκτικό όριο ισχύος της διάταξης δέσμευσης, που αυτοί εκδίδουν, η παρέλευση εννέα ή, σε περίπτωση παράτασης, δέκα οκτώ μηνών, καθιστά, ενδεχομένως, σκόπιμη την πρόβλεψη αντίστοιχων ορίων και στην περίπτωση που η δέσμευση επιβάλλεται με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 42 παρ.1 του Ν. 4557/2018.
- V. H ισχύουσα σήμερα, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 9 του Ν. 4816/2021, διάταξη του άρθρου 42 παρ.9 του Ν. 4557/2018 αναφέρεται ρητά στην αρμοδιότητα του Δικαστικού Συμβουλίου, σε σχέση με τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία, όπως συμβαίνει και με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 311 παρ.2 και 315 παρ.5 ΚΠΔ. Επίσης το άρθρο 42 παρ.9 του Ν. 4557/2018 παραπέμπει τόσο στις διατάξεις του άρθρου 311 παρ.3 ΚΠΔ, που προβλέπουν την απόδοση στον παθόντα των προερχόμενων από την αξιόποινη πράξη περιουσιακών στοιχείων, σε περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής ή θανάτου ή κήρυξης αυτής ως απαράδεκτης όσο και στις διατάξεις του άρθρου 373 ΚΠΔ, που ρυθμίζουν το περιεχόμενο της απόφασης του δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται για την τύχη των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων.
Τα παραπάνω αποτελούν μια συνοπτικά ερμηνευτική προσέγγιση των ρυθμίσεων του νόμου για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων υπό το πρίσμα του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.