ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΠΑΛΕΥΡΑΤΖΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ (Δικηγόρος Πειραιά) Διαδικτυακή απάτη. Οικονομικό έγκλημα στον κυβερνοχώρο.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΓΚΥΖΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, Εποπτεύων Υ.Ε.Υ.Σ.Α., Διδάσκων ΕΣΔΛ, LLM Manch.) Συγκαλυμμένη έρευνα στο διαδίκτυο; (άρθρ. 254, παρ. 1 στοιχ. α1 ΚΠΔ).

Συγκαλυμμένη έρευνα στο Διαδίκτυο. Μια άσκηση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρ. 254 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠΔ.

Διάγραμμα ύλης.

  1. Εισαγωγικό παράδειγμα.
  2. Ψηφιακή «επικοινωνία».
  3. Ψηφιακά πειστήρια και ίχνη.
  4. Που «βρίσκονται» τα ψηφιακά ίχνη.
    1. Ψηφιακό μέσο, στο οποίο έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση
    2. Π.Σ., στα οποία δεν έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση.
      1. «Κοινό» Διαδίκτυο.
      2. Σκοτεινό δίκτυο.
    3. Ποιος και πως αναζητά τα ψηφιακά πειστήρια και ίχνη.
    4. Ανακριτικές πράξεις επί ψηφιακών δεδομένων.
    5. Πως θα αποκαλύψουμε την ταυτότητα του δράστη;
    6. Χρήση συστήματος απόκρυψης.
    7. Η παγίδευση.
    8. Συγκαλυμμένη «ψηφιακή» έρευνα.
    9. Ρύθμιση της συγκαλυμμένης «ψηφιακής» έρευνας.

 

 

 

  1. Εισαγωγικό παράδειγμα.

1.1. Πραγματικά περιστατικά[1].

Η Ν., που είχε γεννηθεί την 14.1.2000, διατηρούσε περί το έτος 2014 ψεύτικο προφίλ στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης «FACEBOOK» με το όνομα “Χ.” παριστάνοντας ότι είναι αγόρι, ηλικίας 16 ετών. Ο Κ., που είχε γεννηθεί το έτος 1977, άρχισε να ανταλλάσσει μαζί της μηνύματα μέσω της ως άνω ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης ώσπου την 18.8.2014 την έπεισε να τον συναντήσει στο σημείο Ψ. Ο Κ. προσήλθε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, οδηγώντας Ι.Χ.Ε όχημα, τα στοιχεία του οποίου δεν έχουν προσδιορισθεί και ακολούθως την οδήγησε σε διαμέρισμα που διατηρεί στην περιοχή του Β, όπου ήλθε σε συνουσία μαζί της, χωρίς τη θέλησή της, και εν συνεχεία τη μετέφερε με το αυτοκίνητο του σε άγνωστο σημείο στην περιοχή του Υ και την εγκατέλειψε.

1.2. Νομικός χαρακτηρισμός.

Τα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν, έστω αληθή, μεταξύ άλλων, προσέλκυση παιδιού για γενετήσιους λόγους μέσω ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης[2], πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 348Α ΠΚ.

 

Πίνακας 1

Δ. Ι. Γκύζης

 

  1. Ψηφιακή «επικοινωνία».

Για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος που τελείται μέσω «[…] πληροφοριακών συστημάτων […]» (εφεξής Π.Σ.) είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε το πως τα συστήματα[3] αυτά «επικοινωνούν[4]» μεταξύ τους. Ένα Π.Σ. αποθηκεύει γεγονότα, πληροφορίες ή έννοιες («δεδομένα[5]»), κάνει υπολογισμούς και «επικοινωνεί» με άλλα Π.Σ. χρησιμοποιώντας σειρές από δυαδικούς αριθμούς («ψηφία»), από εκεί προέρχεται και η ονομασία ψηφιακά δεδομένα[6] (εφεξής Ψ.Δ.). Όταν θέλουμε να εισάγουμε στο Π.Σ. μας δεδομένα ή να διαβιβάσουμε τέτοια σε άλλο Π.Σ. πρέπει αυτά να βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή αλλιώς το Π.Σ. δεν τα «αντιλαμβάνεται». Η «επικοινωνία» μεταξύ δύο ή περισσότερων Π.Σ. (που ανοίγει το δρόμο και στις σοβαρότερες μορφές «ηλεκτρονικού» εγκλήματος όπως στην περίπτωσή μας) είναι δυνατή στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος διασύνδεσης Π.Σ., το γνωστό μας ως Διαδίκτυο[7].

Με την σύνδεσή του στο Διαδίκτυο, που παρέχεται ως υπηρεσία από ειδικά νομικά πρόσωπα, τους Παρόχους Υπηρεσιών Διαδικτύου[8], κάθε Π.Σ. αποκτά μια διεύθυνση, που είναι μοναδική, την Διεύθυνση IP[9]. Η διασύνδεση μεταξύ δύο Π.Σ., με μοναδική Διεύθυνση IP το καθένα (και το περιεχόμενό της) καταγράφεται, με την μορφή Ψ.Δ., στα Π.Σ. των Παρόχων Υπηρεσιών Διαδικτύου, που εμπλέκονται στην διασύνδεση, αφήνει, δηλαδή, ψηφιακά ίχνη.

 

  1. Ψηφιακά πειστήρια και ίχνη.

Όπως κάθε ανάκριση έτσι και εκείνη που αφορά σε «ηλεκτρονικό» έγκλημα έχει ως σκοπό η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων για να βεβαιωθεί η τέλεσή του και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό[10]. Τα εγκλήματα αυτά, όμως, εμφανίζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και πιο συγκεκριμένα το ότι ο δράστης αφήνει πάντα «πίσω- του» πειστήρια επεξεργασίας Ψ.Δ. και ψηφιακά ίχνη. Στα πειστήρια περιλαμβάνονται: (α) το μέσο τέλεσης του εγκλήματος (λχ η συσκευή, μέσω της οποίας «ανέβασε» τον συκοφαντικό ισχυρισμό στο διαδίκτυο, η συσκευή με την οποία πραγματοποίησε την υποκλοπή Ψ.Δ. από άλλο Π.Σ.), (β) το σώμα του εγκλήματος («δεδομένα περιεχομένου», λχ ο ίδιος ο συκοφαντικός ισχυρισμός, το κακόβουλο λογισμικό, η διάταξη παράνομης αναμετάδοσης τηλεοπτικού «μπουκέτου» κοκ) και (γ) τα προϊόντα του εγκλήματος (κίνηση χρημάτων που αποκτήθηκαν με την χρήση στοιχείων ταυτότητας, που έχουν υποκλαπεί με PHISING) ενώ στα ψηφιακά ίχνη («δεδομένα κίνησης και θέσης») τα Ψ.Δ. που δημιουργήθηκαν κατά την τέλεση του «ηλεκτρονικού» εγκλήματος και αφορούν στον αποστολέα, τον αποδέκτη, τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και τυχόν άλλες περιστάσεις της χρήσης των Ψ.Δ., που χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση.

 

  1. Που «βρίσκονται» τα ψηφιακά ίχνη.

Με κριτήριο την έκταση της αρμοδιότητας κατάσχεσης, από τις ελληνικές ανακριτικές Αρχές, ουσιωδών ΨΔ μπορούμε να διακρίνουμε τα Π.Σ., όπου βρίσκονται τα ψηφιακά ίχνη και πειστήρια σε Π.Σ., στα οποία εκείνος που διενεργεί την ανάκριση έχει φυσική πρόσβαση[11] και σε Π.Σ., στα οποία εκείνος που διενεργεί την ανάκριση δεν έχει φυσική πρόσβαση.

4.1. Π.Σ. στα οποία εκείνος που διενεργεί την ανάκριση έχει φυσική πρόσβαση.

Τα Ψ.Δ. που δημιουργήθηκαν κατά την τέλεση ενός «ηλεκτρονικού» εγκλήματος αποθηκεύονται σε κάθε περίπτωση στο ίδιο το Π.Σ., που χρησιμοποίησε ο δράστης για να το τελέσει και σε ένα Μέσο Αποθήκευσης Ψ.Δ., το οποίο επίσης χρησιμοποίησε ή χρησιμοποιεί ο δράστης για να το τελέσει. Ο νόμος δεν διευκρινίζει την έννοια του απομακρυσμένου Π.Σ. και του απομακρυσμένου μέσου αποθήκευσης Ψ.Δ., που είναι διασυνδεδεμένο «[…] στο σύστημα υπολογιστή στο οποίο έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση». Η σημασία είναι πρόδηλη διότι αν εννοείται οιοδήποτε διασυνδεδεμένο, απομακρυσμένο Π.Σ. τότε μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση στην Ελλάδα επί Ψ.Δ. που είναι αποθηκευμένα τόσο στο Π.Σ. του Παρόχου οπουδήποτε στον κόσμο όσο και σε οποιοδήποτε Π.Σ., που είναι διασυνδεδεμένο με τον Πάροχο, οπουδήποτε στον κόσμο. Πάντως τα Ψ.Δ., που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής[12] δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε απομακρυσμένο Π.Σ. ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης, που είναι διασυνδεδεμένα στο Π.Σ., στο οποίο έχουν φυσική πρόσβαση οι αρχές (άρθρ. 265 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠΔ).

 

Πίνακας 2

Ψηφιακά μέσα, στα οποία έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση

 
   

Δ. Ι. Γκύζης

 

4.2. Π.Σ. στα οποία εκείνος που διενεργεί την ανάκριση δεν έχει φυσική πρόσβαση.

4.2.1. «Κοινό» Διαδίκτυο[13].

Στο Π.Σ. των Παρόχων Υπηρεσιών Διαδικτύου καταγράφεται ψηφιακά τόσο το γεγονός της διασύνδεσης μεταξύ δύο Π.Σ., με μοναδική Διεύθυνση IP το καθένα, όσο και το περιεχόμενό της. Λχ στο Π.Σ. της GOOGLE καταγράφονται τα ως άνω δεδομένα, που αφορούν στην περιήγηση[14] σε ιστοσελίδες[15] ενός ιστότοπου[16] στον παγκόσμιο ιστό[17] με περιηγητή ιστού[18] GOOGLE[19], την χρήση μιας διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (… @gmail.com), την ανάρτηση ενός αρχείου βίντεο στο YOUTUBE, ένα σχόλιο στο ιστολόγιο[20] Blogspot. Εδώ τίθεται το ζήτημα της διατήρησης των Ψ.Δ. και της χρονικής διάρκειας αυτής από τους Παρόχους Υπηρεσιών Διαδικτύου, στην Ε.Ε., τουλάχιστον.

 

4.2.2. Σκοτεινό δίκτυο.

To Αόρατο Δίκτυο[21] αναφέρεται στο περιεχόμενο του Παγκόσμιο Ιστού που δεν ανήκει στο κοινό, επιφανειακό Δίκτυο[22], το οποίο ευρετηριάζεται από μία συνηθισμένη μηχανή αναζήτησης- περιήγησης, όπως παραπάνω. Ακόμα «βαθύτερα» κάτω από την επιφάνεια λειτουργεί το λεγόμενο Σκοτεινό Δίκτυο[23], το οποίο είναι ένα δίκτυο επικάλυψης, που προσεγγίζεται μόνο με συγκεκριμένο λογισμικό, διαμορφώσεις, ή άδειες, με την χρήση πρωτοκόλλων και θυρών μη τυποποιημένων επικοινωνιών. Το Σκοτεινό Δίκτυο συνιστούν και συστήματα, με τα οποία επιτυγχάνεται η απόκρυψη των Ψ.Δ. κίνησης και θέσης, που παράχθηκαν κατά την διάρκεια μιας «επικοινωνίας», εξασφαλίζοντας στους χρήστες- τους ανωνυμία κατά την περιήγησή τους στο Διαδίκτυο.

Ένα τέτοιο σύστημα είναι και τo Tor[24]. Το λογισμικό πελάτη Tor δρομολογεί τη διαδικτυακή κίνηση μέσω ενός παγκόσμιου εθελοντικού δικτύου διακομιστών με σκοπό να αποκρύψει την τοποθεσία ενός χρήστη ή τη χρήση της κίνησης από οποιονδήποτε διεξάγει διαδικτυακή παρακολούθηση ή ανάλυση της διαδικτυακής κίνησης. Η χρήση Tor κάνει δύσκολη την ανίχνευση της διαδικτυακής δραστηριότητας του χρήστη- του και δη των επισκέψεων του σε κάποια ιστοσελίδα, των διαδικτυακών αναρτήσεών του κοκ και είχε, αρχικά, σκοπό να προστατεύσει την ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα και τη δυνατότητα του χρήστη να διεξάγει εμπιστευτικές εργασίες χωρίς να καταγράφονται οι διαδικτυακές δραστηριότητές του.

 

Πίνακας 3

Πως λειτουργεί το δίκτυο TOR

 
   

 

  1. Ποιος και πως αναζητά τα ψηφιακά πειστήρια και ίχνη.

Με την έρευνα για την αποκάλυψη των πειστηρίων και των ιχνών ενός «ηλεκτρονικού» εγκλήματος είναι επιφορτισμένοι, γενικά, οι ανακριτικοί υπάλληλοι. Στην περίπτωση που η έρευνα αφορά σε πράξεις που μπορούν να τελεστούν όχι αποκλειστικά αλλά και με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.), εντός ή εκτός κυβερνοχώρου ή όταν η βεβαίωση και η αποκάλυψη του δράστη δεν απαιτεί εξειδικευμένες διαδικασίες διερεύνησης, παρά μόνο έρευνα σε ανοιχτές πηγές[25] ή αλληλογραφία μόνο με διαχειριστές Ιστοτόπων, Παρόχους Υπηρεσιών Τηλεφωνίας, Παρόχους Υπηρεσιών Διαδικτύου ή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, τότε μπορεί να διενεργηθεί από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Αντίθετα αν η έρευνα αφορά σε πράξεις που τελούνται αποκλειστικά με τη χρήση Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών και στον κυβερνοχώρο ή η βεβαίωση και η αποκάλυψη του δράστη τους απαιτεί εξειδικευμένη ψηφιακή και τεχνική διερεύνηση, που περιλαμβάνει χρήση ειδικών λογισμικών και εργαλείων, κατασχέσεις και εξετάσεις ψηφιακών πειστηρίων, διασυνοριακή συνεργασία και ροή δεδομένων, η έρευνα πρέπει να διενεργείται από τους εξειδικευμένους ανακριτικούς υπαλλήλους της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ.

 

  1. Ανακριτικές πράξεις επί Ψ.Δ.

Η συλλογή, αποθήκευση και ανάλυση των ουσιωδών Ψ.Δ. μπορεί να πραγματοποιηθεί, όπως στην περίπτωση κάθε αποδεικτικού μέσου, με συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις. Ειδικότερα απαιτείται έρευνα στα οικεία Π.Σ. για την αποκάλυψή τους (έρευνα επί Π.Σ. και Ψ.Δ., «ψηφιακή» έρευνα), σε περίπτωση αποκάλυψης πρέπει να κατασχεθούν ώστε να προληφθεί τυχόν καταστροφή ή μεταβολή κοκ και να διασφαλιστεί το αλύμαντό τους ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα (κατάσχεση Ψ.Δ.) και, τέλος, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις της επιστήμης της Πληροφορικής ή άλλης συναφούς για να γίνει ακριβής ανάλυση Ψ.Δ. πρέπει να διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη (επί Π.Σ. και Ψ.Δ., «ψηφιακή» πραγματογνωμοσύνη). Από τις παραπάνω ανακριτικές πράξεις ρυθμίζονται στον ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τον Οργανισμό της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ., η κατάσχεση Ψ.Δ. και η «ψηφιακή» πραγματογνωμοσύνη ενώ δεν ρυθμίζεται ειδικά η «ψηφιακή» έρευνα.

 

  1. Πως θα αποκαλυφθεί η ταυτότητα του δράστη;

Για να αποκαλύψουμε τα στοιχεία ταυτότητας του «αρπακτικού» του παραδείγματός μας στο επιφανειακό Web θα πρέπει να ακολουθήσουμε αντίστροφα τα ψηφιακά ίχνη που άφησε αυτός κατά την διάρκεια της προσέλκυσης του ανήλικου μέσω της ιστοσελίδας FACEBOOK, δηλαδή τα Ψ.Δ. που δημιουργήθηκαν κατά την επικοινωνία- τους. Τόσο ο θύτης όσο και το θύμα:

– χρησιμοποίησαν ένα Π.Σ.

– συνδέθηκαν στο Διαδίκτυο μέσω ενός Παρόχου Υπηρεσιών Διαδικτύου

– χρησιμοποίησαν για να «σερφάρουν» στον παγκόσμιο ιστό ένα περιηγητή ιστού

– δημιούργησαν ένα «προφίλ» στη ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης με τον διακριτικό τίτλο FACEBOOK.

Πίνακας 4

Η αντίστροφη πορεία της ψηφιακής έρευνας στο επιφανειακό Web

 

Δ. Ι. Γκύζης

 
   
  1. Χρήση συστήματος απόκρυψης.

Η αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας του «αρπακτικού» του παραδείγματός μας καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής αν όχι αδύνατη στην περίπτωση που αυτός χρησιμοποίησε, κατά την δημιουργία του προφίλ του στο FACEBOOK, το Σκοτεινό Δίκτυο και πιο συγκεκριμένα ένα σύστημα απόκρυψης όπως το Tor. Εδώ η αντίστροφη πορεία θα μας οδηγήσει σε ένα εικονικό Π.Σ.

Πίνακας 5

Η πορεία της επικοινωνίας στο Darknet.

 
   

Δ. Ι. Γκύζης

 

Οι χρήστες του Tor μπορούν να χρησιμοποιούν το σύνδεσμο facebookcorewwwi.onion για να συνδέονται στο δημοφιλέστερο Κοινωνικό Δίκτυο. Ο σύνδεσμος δε λειτουργεί σε άλλους browsers, παρά μόνο μέσω του Tor Browser.

Πίνακας 6

Σύνδεση στο Facebook μέσω Tor Browser.

Πηγή: Protect the Graph FB Page

 

  1. Η παγίδευση.

Η πράξη έχει δημιουργήσει μια μορφή έρευνας κατά την οποία ο ανακριτικός υπάλληλος δημιουργεί εικονικό προφίλ σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να διευκολύνει την τέλεση όμοιου εγκλήματος, που ο δράστης- του είχε προαποφασίσει, δηλαδή την προσέλκυση ανηλίκου μέσω Διαδικτύου και έμμεσα να αποκαλύψει τα στοιχεία ταυτότητας του «αρπακτικού» του παραδείγματός μας. Ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης, που ενεργεί υπό τις οδηγίες του, προσφέρεται, υπό συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας, να διευκολύνει την τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος παριστάνοντας ότι είναι ανήλικος και συμφωνώντας να συναντήσει το/τα πρόσωπο/α, που έκαναν «αίτημα φιλίας», «πλησίασαν» διαδικτυακά το πρόσωπο του εικονικού προφίλ. Με αφορμή την συνάντηση (ήδη αξιόποινη πράξη) ο ανακριτικός υπάλληλος κατάσχει το κινητό ή άλλες συσκευές Τ.Π.Ε. και προβαίνει στην ενδεχόμενη ταυτοποίησή του ως δράστη του βιασμού του παραδείγματός μας, με βάση λχ τα δεδομένα θέσης που προκύπτουν από τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, που ενεργοποίησε την ημέρα του βιασμού το κινητό τηλέφωνό του, που κατασχέθηκε και «ξεκλειδώθηκε».

 

  1. Συγκαλυμμένη «ψηφιακή» έρευνα.

Η ως άνω παγίδευση παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ειδικής ανακριτικής πράξης και δη: (α) δεν αφορά μόνο στην καταστολή αλλά και στην πρόληψη του εγκλήματος (προληπτικός χαρακτήρας), (β) διενεργείται με μυστικότητα (μυστικός χαρακτήρας), (γ) μπορεί να διενεργηθεί επί ρητά προβλεπόμενων μόνο εγκλημάτων (ειδικός χαρακτήρας) και (δ) συνιστά επέμβαση που θίγει βασικά συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες (επαχθής χαρακτήρας).

 

  1. Ρύθμιση της συγκαλυμμένης «ψηφιακής» έρευνας.

Όπως είδαμε νωρίτερα η έρευνα σε Π.Σ. για την αποκάλυψη ουσιωδών Ψ.Δ. (έρευνα επί Π.Σ. και Ψ.Δ., «ψηφιακή» έρευνα) δεν ρυθμίζεται ειδικά. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που επιχειρείται παγίδευση (περιήγηση με πεποιημένο προφίλ) θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, de lege ferenda, ζητήματα όπως: η φύση της συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ως πράξης κυριαρχίας (Act of State), φύση που δεν επιτρέπει την διενέργειά της σε έδαφος ξένου κράτους, όπου λχ βρίσκεται ο εξυπηρετητής[26] του FACEBOOK ή του οικείου Παρόχου Υπηρεσιών Διαδικτύου, τα όρια της επέμβασης με την σημείωση ότι δεν διενεργείται, εξ ορισμού, σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου, η κατάστρωση ρητών και εξαντλητικών προϋποθέσεων νόμιμης διεξαγωγής και δικαστικού ελέγχου αυτής, η κατάστρωση κανόνων μεταχείρισης των δεδομένων που συγκεντρώνονται καθώς και διατήρησής τους, η υποχρέωση ενημέρωσης (μετά την ολοκλήρωση) των προσώπων, που αφορούσαν, τόσο του μετέπειτα κατηγορούμενου όσο και των αμέτοχων τρίτων και τέλος, η χρήση των «τυχαίων ευρημάτων» αλλά και η καταστροφή των επουσιωδών ψηφιακών δεδομένων.

Δημήτριος Ι. Γκύζης

Αντεισαγγελέας Εφετών

[1] ΑΠ 2081/2018, αποφάσεις/areiospagos.gr.

[2] Το έγκλημα είναι γνωστό στην διεθνή αρθρογραφία/βιβλιογραφία με τον όρο «online grooming» και ο δράστης ως «predator» ([ψηφιακό] «αρπακτικό»).

[3] Άρθρ. 13 στοιχ. στ’ ΠΚ: «Πληροφοριακό σύστημα είναι συσκευή ή ομάδα διασυνδεδεμένων ή σχετικών μεταξύ τους συσκευών, εκ των οποίων μία ή περισσότερες εκτελούν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, αυτόματη επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων, καθώς και τα ψηφιακά δεδομένα που αποθηκεύονται, αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ανακτώνται ή διαβιβάζονται από την εν λόγω συσκευή ή την ομάδα συσκευών με σκοπό τη λειτουργία, τη χρήση, την προστασία και τη συντήρηση των συσκευών αυτών».

[4] Εδώ με την έννοια της ανταλλαγής ψηφιακών δεδομένων και όχι νοημάτων.

[5] Data.

[6] Άρθρ. 13 στοιχ. ζ’ ΠΚ: «Ψηφιακά δεδομένα είναι η παρουσίαση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη προς επεξεργασία από πληροφοριακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος που παρέχει τη δυνατότητα στο πληροφοριακό σύστημα να εκτελέσει μια λειτουργία».

[7] Internet.

[8] Internet Service Provider, ISP.

[9] Internet Provider address, IP address. Για την εκχώρηση Διεύθυνσης IP απαιτείται η προηγούμενη ταυτοποίηση από τον Πάροχο του κατόχου του συγκεκριμένου Π.Σ., που πρόκειται να διασυνδεθεί, του υποψήφιου, δηλαδή, συνδρομητή σύνδεσης Διαδικτύου.

[10] Άρθρ. 239 παρ. 1 ΚΠΔ.

[11] Άρθρ. 265 παρ. 1 ΚΠΔ. 1 «Η κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων μπορεί να επιβληθεί: α) Σε ένα σύστημα υπολογιστή στο σύνολό του ή σε μέρος αυτού και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν, στα οποία έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση, β) σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή στο οποίο υπάρχουν αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή και έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση, γ) σε ένα απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή στο σύνολό του ή σε μέρος αυτού και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν ή σε ένα απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτό, τα οποία είναι διασυνδεδεμένα στο σύστημα υπολογιστή στο οποίο έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση».

[12] Cloud services.

[13] Επιφανειακό Web, Surface Web.

[14] Το γνωστό μας «σερφάρισμα» στο Διαδίκτυο.

[15] Web page, είδος εγγράφου του παγκόσμιου ιστού, που περιλαμβάνει πληροφορίες με την μορφή κειμένου, υπερκειμένου, εικόνας, βίντεο και ήχου. Πολλές ιστοσελίδες μαζί συνθέτουν έναν ιστότοπο.

[16] Web site ή ιστοχώρος ή διαδικτυακός τόπος, μία συλλογή από ιστοσελίδες, εικόνες, βίντεο και άλλα ψηφιακά στοιχεία, τα οποία φιλοξενούνται στο ίδιο domain (περιοχή) του Παγκόσμιου Ιστού (άλλωστε το World Wide Web είναι το σύνολο των ιστοτόπων). Η υπηρεσία αυτή που παρέχεται στο Διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες του να δημιουργήσουν οποιουδήποτε είδους περιεχόμενο στις ιστοσελίδες τους. Περαιτέρω τα στοιχεία ταυτότητας των κατόχων- διαχειριστών ενός δικτυακού τόπου είναι γνωστά στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.).

[17] World Wide Web ή www.

[18] Web browser ή φυλλομετρητής ιστοσελίδων ή πλοηγός ιστού ή πρόγραμμα περιήγησης ιστού ή περιηγητής Ιστού ή απλά περιηγητής, λογισμικό που επιτρέπει στον χρήστη του να προβάλλει και να αλληλοεπιδρά με κείμενα, εικόνες, βίντεο, μουσική, παιχνίδια και άλλες πληροφορίες συνήθως αναρτημένες σε μια ιστοσελίδα ενός ιστότοπου στον Παγκόσμιο Ιστό ή σε ένα τοπικό δίκτυο.

[19] Λχ τον Google Chrome.

[20] Blog (Web-log) μορφή ιστότοπου. Είναι λίστα καταχωρήσεων από την πιο πρόσφατη καταχώρηση στην παλαιότερη. Ο καταχωρητής ονομάζεται blogger. Το περιεχόμενο των καταχωρήσεων μπορεί να είναι οτιδήποτε, όπως ειδήσεις, πολιτικοκοινωνικός σχολιασμός, σχολιασμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των διασημοτήτων, προσωπικά ημερολόγια και ειδικά θέματα όπως τεχνολογία, τέχνες, μόδα, αθλητικά και γαστρονομία. Η παρουσία των ιστολογίων στον Παγκόσμιο Ιστό αποτελεί μια μορφή διαδικτυακής δημοσιογραφίας (δημοσιογραφία των πολιτών).

[21] Deep Web, Deepnet, Undernet ή Κρυμμένο Web.

[22] Για τον λόγο αυτόν το Διαδίκτυο που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας ονομάζεται και Surface Web.

[23] Darknet.

[24] Συντομογραφία του The onion router.

[25] Open Source Intelligence – OSINT.

[26] Server.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΤΣΙΜΑ ΑΝΘΗ (Δικηγόρος Πατρών) Σεξουαλικά εγκλήματα και διαδίκτυο - Πορνογραφία ανηλίκων.

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ – ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

 

Είναι γεγονός ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες διανύουν μια περίοδο κοσμοϊστορικής μεταβολής, η οποία μεταβολή συνίσταται ακριβώς στην σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση της πληροφορίας και της πληροφορικής επιστήμης. Στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας που διανύουμε, η σύνδεση της ζωής με τα υπολογιστικά συστήματα και το διαδίκτυο έχει επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται και ενεργεί ο μέσος κοινωνός, που έχει μεταβάλλει τελικά τα ήθη, τα έθιμα, τη συμπεριφορά και εν γένει τον πολιτισμό του. Τα υπολογιστικά συστήματα είναι πλέον αδιάσπαστα συνδεδεμένα με κάθε έκφραση της ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της εγκληματικής. Και παρότι αυτή είναι μια εξέλιξη που μετρά ήδη κάποιες δεκαετίες ύπαρξης, η εγκληματικότητα μέσω διαδικτύου φανερώνει στις μέρες μας μια εντυπωσιακή ευελιξία: όλο και περισσότερες αξιόποινες πράξεις που τιμωρούνται από την ποινική νομοθεσία, τελούνται πλέον (και) με την χρήση υπολογιστικού συστήματος και σχεδόν κατά κανόνα με την χρήση του διαδικτύου.

Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε από καταιγιστικές αναδρομικές αποκαλύψεις αξιόποινων σεξουαλικών πράξεων, ιδίως μέσω του κινήματος Me Too και το ζήτημα της σεξουαλικής εγκληματικότητας ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα, καθιστώντας σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο που θα απασχολήσει πρόσκαιρα και επιδερμικά την έννομη τάξη, αλλά ότι οι θεσμοί και η εφαρμογή της δικαιοσύνης στο σχετικό πεδίο θα επηρεαστούν για πολύ χρόνο. Το 19ο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του ΠΚ (εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) αποτελεί το κατ΄ εξοχήν εξελισσόμενο κεφάλαιο,  αφού κατά τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύχθηκε ραγδαία.

Στην κατηγορία αυτών των εγκλημάτων υπάγεται και το αδίκημα του τυποποιείται στο άρθρο 348Α παρ.2 ΠΚ, που αφορά το αδίκημα της πορνογραφίας ανηλίκων μέσω πληροφοριακών συστημάτων και θα επιχειρήσει να προσεγγίσει η παρούσα εισήγηση. Η αλματώδης ανάπτυξη του ψηφιακού κόσμου έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης, καθιστώντας αυτό το έγκλημα πραγματικά παγκόσμιο και, δυστυχώς, έχει διευκολύνει τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.  

Ηλεκτρονικό έγκλημα

 Η ανακάλυψη του ηλεκτρονικού εγκλήματος αποδείχθηκε πολύ ευκολότερη υπόθεση από τον ορισμό και την κατηγοριοποίησή του. Οι όροι που χρησιμοποιούνται διεθνώς για την απόδοση της έννοιας του ηλεκτρονικού εγκλήματος συμπυκνώνονται αφενός στους γενικότερους όρους e-crime και computer crime και αφετέρου στους ειδικότερους όρους cybercrime και internet related crime, με τους οποίους συνδέεται άρρηκτα το στοιχείο του διαδικτύου. Ως αντίστοιχοι όροι χρησιμοποιούνται στην ελληνική γλώσσα ο γενικότερος όρος ηλεκτρονικό έγκλημα και οι ειδικότεροι δικτυακό έγκλημα και κυβερνοέγκλημα, οι οποίοι ενσωματώνουν το στοιχείο της δικτύωσης. Κατ΄ εφαρμογή των όρων αυτών, μπορούν να καταχωρισθούν ως μορφές του ηλεκτρονικού εγκλήματος αφενός τα εγκλήματα που διαπράττονται με την χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer crimes) και αφετέρου τα εγκλήματα που διαπράττονται ειδικά μέσω διαδικτύου και αναφέρονται ως κυβερνοεγκλήματα (cyber crimes), συνιστώντας μια ειδικότερη μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Περαιτέρω, το ηλεκτρονικό έγκλημα οφείλει να κατανοηθεί υπό το φως μιας τριπλής προσέγγισης, ήτοι: α) ως μια νέα μορφή εγκλήματος που διαπράττεται με την χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, β) ως μια παραλλαγή των ήδη υπαρχόντων εγκλημάτων τα οποία διαπράττονται με υπολογιστές και γ) ως μια εγκληματική πράξη που εκδηλώνεται με την συμμετοχή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η τριπλή αυτή προσέγγιση είναι αναγκαία καθόσον το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν διακρίνεται από το «κοινό» ή «συμβατικό» έγκλημα μόνο σε σχέση με το διαφέρον περιβάλλον διάπραξης, αφού κάποια από τα εν λόγω εγκλήματα διαπράττονται τόσο σε κοινό όσο και σε ηλεκτρονικό περιβάλλον, κάποια άλλα μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών μη συνδεδεμένων στο διαδίκτυο και κάποια άλλα τελούμενα αποκλειστικά σε περιβάλλον του κυβερνοχώρου. Υπό το φως του κριτηρίου τέλεσής τους τα υπό συζήτηση ηλεκτρονικά εγκλήματα μπορούν να διακριθούν: Α) Σε εγκλήματα που διαπράττονται τόσο σε «κοινό» περιβάλλον όσο και στο διαδίκτυο (π.χ. συκοφαντική δυσφήμηση). Σε περίπτωση διάπραξης κάποιου από τα εγκλήματα αυτά σε περιβάλλον διαδικτύου, καταφάσκεται η τέλεση εγκλήματος σχετιζόμενου με τον κυβερνοχώρο ή τελούμενου με την βοήθεια του κυβερνοχώρου (internet related crime). Β) Σε εγκλήματα που διαπράττονται αποκλειστικά σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών, χωρίς την χρήση του διαδικτύου (π.χ. 370Γ§1 ΠΚ) και Γ) Σε εγκλήματα που διαπράττονται στον κυβερνοχώρο και χαρακτηρίζονται ως κυβερνοεγκλήματα (cyber crimes) όπως η διάδοση παιδικού πορνογραφικού υλικού δια του κυβερνοχώρου (348Α §2 ΠΚ) που αποτελεί την προβληματική της παρούσας εισηγήσεως.

Ποινική αντιμετώπιση:

Η πορνογραφία ανηλίκων και μάλιστα μέσω διαδικτύου είναι αναμφίβολα ένα από τα εγκλήματα με ιδιαίτερη ηθική απαξία. Η ιδέα ότι κάποιος συλλέγει ή αποθηκεύει, διακινεί ή, ακόμη χειρότερα, παράγει ο ίδιος για το διαδίκτυο εικόνες ή βίντεο με παιδιά που επιδίδονται σε γενετήσιες δραστηριότητες ή και κακοποιούνται σεξουαλικά, προκαλεί πράγματι απέχθεια και δικαιολογεί την εν γένει αυστηρή τιμώρησή του, αν και θα πρέπει η τιμώρηση αυτή ευλόγως να διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιοκρατίας, με την έννοια, ότι το ποινικό δίκαιο δεν είναι παρά το έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium) της κοινωνικής αντίδρασης κατά του εγκλήματος.

Σειρά συμβάσεων ή άλλων διακρατικών κειμένων, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας ‘90, επιχείρησαν, έτσι, στο πλαίσιο καταπολέμησης της γενετήσιας εκμετάλλευσης των ανηλίκων, να θέσουν φραγμό στην εξάπλωση του προβλήματος και να ασκήσουν πίεση  στα κράτη – μέλη για την άμεση λήψη μέτρων κατά της παιδικής πορνογραφίας, έντυπης ή ηλεκτρονικής. Ήδη στο άρθρο 34.γ της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Νέα Υόρκη, 26.1.1990 – στην Ελλάδα: Ν 2101/1992) προβλέφθηκε ρητά ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα ανελάμβαναν την υποχρέωση να προστατεύουν το παιδί από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής βίας, λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίζουν, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση των παιδιών προς τον σκοπό παραγωγής θεαμάτων ή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα. Στη διάρκεια της επόμενης δε δεκαετίας τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με νεότερες συμβάσεις ή άλλα διακρατικά κείμενα, τόσο από την πλευρά του ΟΗΕ με το λεγόμενο εν συντομία Προαιρετικό Πρωτόκολλο 3 (Νέα Υόρκη, 25.5.2000, ιδίως άρθρο 2 – στην Ελλάδα: Ν 3625/2007), όσο επίσης, από την πλευρά του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τη Σύμβασή του για το Κυβερνοέγκλημα (Βουδαπέστη, 23.11.2001, ιδίως άρθρο 9 ) και με τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών κατά της Γενετήσιας Εκμετάλλευσης και Κακοποίησης (Lanzarote Ισπανίας, 25.10.2007, ιδίως άρθρο 20 – στην Ελλάδα: Ν 3727/2008). Για την Ευρώπη κεφαλαιώδους σηµασίας για την καταπολέµηση της σεξουαλικής εκµετάλλευσης ανηλίκων και της παιδικής πορνογραφίας είναι η Απόφαση Πλαίσιο 2004/68/ ∆ΕΥ του Συµβουλίου της Ε.Ε. της 22ας ∆εκεµβρίου 2003, η οποία έθεσε ως στόχο της την άµεση προσέγγιση των σχετικών εθνικών νοµοθεσιών των κρατών – µελών και συγχρόνως την στενή αστυνοµική και δικαστική συνεργασία για την καταπολέµηση του φαινομένου. Την πολύ σηµαντική αυτή απόφαση πλαίσιο του Συµβουλίου της Ε.Ε. ήδη κατήργησε η Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου που συνιστά πλέον τη νεότερη και πληρέστερη νοµοθετική στάση της Ευρώπης απέναντι στο φλέγον ζήτηµα.

Σε εκτέλεση των υποχρεώσεών του σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Έλληνας νομοθέτης εισήγαγε με το Ν. 3064/2002 το έγκλημα της παιδικής πορνογραφίας στον Ελληνικό ΠΚ (αρ.348Α ΠΚ), ενώ με τους Νόμους 3625/2007, 3727/2008, 4267/2014 και 4855/2021 τροποποίησε την διάταξη αυτή προσδίδοντάς της την σημερινή της μορφή. Πρόκειται για μια σχετικώς «νεαρή» διάταξη, η οποία έχει ήδη υποστεί 5 τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα να γεννώνται συνεχώς προβλήματα διαχρονικού δικαίου. Από την άλλη βέβαια, οι συνεχείς αλλαγές, ενίοτε για συμμόρφωση σε διεθνή, ευρωπαϊκά ή ενωσιακά θεσμικά κείμενα, δείχνουν ακριβώς ότι πρόκειται για ένα έγκλημα που βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση, τόσο στη φαινομενολογία όσο και στην τυποποίησή του.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό

Προστατευόμενα από το άρθρο 348Α ΠΚ έννομα αγαθά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι επί των εγκλημάτων του άρθρου αυτού που στρέφονται κατά πραγματικών ανηλίκων είναι η ανηλικότητα και δη η αδιατάρακτη ανάπτυξη της γενετήσιας ζωής αυτών και στις υπόλοιπες περιπτώσεις η σχετική με την ανηλικότητα «γενετήσια ευπρέπεια». Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά της οικείας επεξηγηματικής έκθεσης στα προστατευόμενα έννομα αγαθά των διατάξεων του άρθρου 9 της Σύμβασης της Βουδαπέστης, στην οποία αναφέρεται ότι, ακόμα και επί ανυπαρξίας πραγματικού παιδιού, η παιδική πορνογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενθάρρυνση ή την αποπλάνηση παιδιών ώστε αυτά να συμμετάσχουν σε τέτοιες πράξεις, αποτελώντας έτσι μέρος ενός υποπολιτισμού που ευνοεί την κακομεταχείριση παιδιών. Μολονότι, είναι γενικώς αδιαμφισβήτητη η μεγάλη ηθική απαξία του εγκλήματος της παιδικής πορνογραφίας, προβληματισμοί υπάρχουν ως προς τον ακριβή θεμελιωτικό λόγο τιμώρησής του –ιδίως όταν πρόκειται για απλή κατοχή υλικού– αλλά και ως προς το συναφές ζήτημα του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις, με επικρατέστερες τις εξής:

Κατά την πρώτη άποψη, η κατοχή και διακίνηση πορνογραφικού υλικού αποτελεί έμμεση μορφή εκμετάλλευσης του ανηλίκου. Ο τελευταίος καθίσταται στην περίπτωση αυτή αντικείμενο και εργαλείο ικανοποίησης σεξουαλικών ορέξεων και προσβάλλεται έτσι βάναυσα στη γενετήσια ελευθερία του, την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά του (άρθρα 2 παρ. 1 και 21 Συντ.).

Κατά τη δεύτερη άποψη, η κατοχή πορνογραφικού υλικού συντελεί στη συντήρηση μιας ευρύτερης αλυσίδας που παράγει και διοχετεύει το πορνογραφικό υλικό στις επιμέρους αγορές κρατών, κυρίως μέσω του διαδικτύου, η δε παραγωγή του υλικού αυτού προφανώς προϋποθέτει την ανεύρεση και τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, προπάντων από φτωχές, περιθωριοποιημένες ή/και δυσλειτουργούσες οικογένειες. Προκειμένου, λοιπόν, να μειωθεί στις αγορές η ζήτηση του προϊόντος ή, έστω, να αποτραπεί η περαιτέρω αναζήτηση νέου πορνογραφικού υλικού από κατόχους, απαιτείται κατά την άποψη αυτή να αντιμετωπισθούν με ποινικές διατάξεις όλοι οι κρίκοι αυτής της αλυσίδας, ακόμη και αυτός της κατοχής. Ενόψει των ανωτέρω, το έγκλημα της παρ. 1 του άρθρου 348Α ΠΚ είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, δεδομένου ότι ο νομοθετικός λόγος θέσπισης του οικείου εγκλήματος συνίσταται στην τυπική επικινδυνότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς, δηλ. στο ότι επιδεικνύεται από τον δράστη μία συμπεριφορά την οποία εκτιμά αφηρημένα ο νομοθέτης ως επικίνδυνη. Συνακόλουθα ως προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων αναδεικνύεται όχι απλώς η προστασία της προσωπικότητας των συγκεκριμένων ανηλίκων που εμφανίζονται στο πορνογραφικό υλικό, αλλά το ίδιο το αγαθό της ανηλικότητας και νεότητας in abstracto, όπως αυτό ορίζεται ειδικότερα στο άρθρο 21 παρ. 1 και 3 του Ελληνικού Συντάγματος.

Η θέση η οποία υιοθετείται από τα δικαστήρια ουσίας στην χώρα μας είναι ότι πρόκειται για την προστασία του εννόμου αγαθού της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης των ανηλίκων, υπό την ειδικότερη όψη της ακώλυτης/αδιατάρακτης σεξουαλικής ανάπτυξής τους. Τούτο δε ιδίως όταν για την παραγωγή του παιδικού πορνογραφικού υλικού χρησιμοποιούνται πραγματικά ανήλικα άτομα τα οποία καθίστανται έτσι θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

 

 Άρθρο 348Α ΠΚ

Κατά την διάταξη της παραγράφου 1 του Π.Κ., όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Τυποποιείται, ήτοι το έγκλημα αυτό της πορνογραφίας ανηλίκων ως υπαλλακτικά μικτό έγκλημα, δηλαδή οι περισσότεροι τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν, αποτελώντας τελικά ένα μόνο έγκλημα, εφόσον βέβαια αφορούν το ίδιο πορνογραφικό υλικό.

 Σύμφωνα με την παρ.2 του ιδίου άρθρου, όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Η διάταξη αυτή προβλέπει αδίκημα πλημμεληματικού βαθμού, κοινό, συμπεριφοράς, άλλοτε δε αποτελέσματος (επί της μερικότερης πράξης της παραγωγής και επί ύπαρξης πραγματικού ανηλίκου), αφηρημένης διακινδύνευσης, άλλοτε δε βλάβης (επί ύπαρξης πραγματικού ανηλίκου), ενέργειας, στιγμιαίο, άλλοτε δε διαρκές (επί της μερικότερης πράξης της κατοχής), απλό, υπαλλακτικώς μικτό με αυστηρότερο πλαίσιο ποινής από εκείνο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.

Κατά την παρ. 3 του παραπάνω άρθρου, υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων, συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα, των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανήλικου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και πραγματικής ή εικονικής ασελγούς πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο.

 Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 348Α ΠΚ προβλέπουν διακεκριμένες παραλλαγές σε βαθμό κακουργήματος των πράξεων των παρ. 1 και 2. Οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή α) αν τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα, β) αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή της σωματικής δυσλειτουργίας, λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος ή αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας εξέθεσε τη ζωή του ανήλικου σε σοβαρό κίνδυνο, γ) αν ο δράστης της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευτεί τον ανήλικο είτε για να τον επιβλέπει είτε για να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά. Τέλος, με βάση την νέα παρ. 5 του άρθρου 348Α του νέου Ποινικού Κώδικα, αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται  με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή, ενώ η ίδια ποινή επιβάλλεται και αν η πράξη των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 4 είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος. Αν, δε, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή.

Η παρ.6 του εν λόγω άρθρου ποινικοποιεί την «εν γνώσει», ήτοι την με άμεσο και όχι ενδεχόμενο δόλο απόκτηση πρόσβασης σε παιδοπορνογραφικό υλικό μέσω πληροφοριακών συστημάτων. Η διάταξη αυτή προβλέπει αδίκημα πλημμεληματικού βαθμού, κοινό, συμπεριφοράς, αφηρημένης διακινδύνευσης, βλάβης επί ύπαρξης πραγματικού ανηλίκου, ενέργειας, στιγμιαίο, απλό και απλότροπο.

 Παρατήρηση:

Επειδή η συγκεκριμένη ποινική διάταξη καλύπτει εξαιρετικά μεγάλο αριθμό διαφορετικών αδικημάτων, για να είναι σε θέση να εκφράσει τους διαφορετικούς βαθμούς βαρύτητας, θα ήταν πρόσφορη μια ευρύτερη διαφοροποίηση του ύψους των ποινών. Πλην όμως, ο ημεδαπός νομοθέτης δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των μερικότερων πράξεων εκτιμώντας την ιδιαίτερη απαξία καθεμιάς, τιμωρώντας -όπως θα ήταν λογικό- ως μεγαλύτερης βαρύτητας μερικότερη πράξη την παραγωγή υλικού παιδικής πορνογραφίας, ως μέσης βαρύτητας τις μερικότερες πράξεις της διανομής-διάδοσης ή μετάδοσης και της προσφοράς, παροχής ή διάθεσης και ως μικρότερης βαρύτητας τις μερικότερες πράξεις της απόκτησης ή κατοχής και της απόκτησης πρόσβασης σε υλικό παιδικής πορνογραφίας. Περαιτέρω, δεν υπάρχει εμφανής ποινική διαφοροποίηση με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: α) το είδος του πορνογραφικού υλικού (εάν δηλ. αυτό είναι ελαφράς ή χυδαίας μορφής, κατά τη γνωστή διάκριση μεταξύ softcore και hardcore pornography, καθώς και εάν πρόκειται για απλές φωτογραφίες ή για μικρής ή μεγάλης διάρκειας βίντεο), β) την ποσότητα αυτού του υλικού, γ) την ηλικία των ανηλίκων που απεικονίζονται, δ) τον τρόπο απόκτησης του υλικού (ιδίως εάν υπεισέρχονται εδώ τα στοιχεία της χρήσης κωδικού και της καταβολής χρηματικού ή άλλου ανταλλάγματος), ε) τον σκοπό της τυχόν περαιτέρω διακίνησης του υλικού (εάν δηλ. η διακίνηση αυτή γίνεται απλώς για ιδία χρήση, ή για αλληλοενημέρωση και εμπλουτισμό υλικού σε on-line “κοινότητες” χρηστών, ή για λόγους ατομικής ή επιχειρηματικής κερδοσκοπίας ή, ακόμη, για να αποκτηθεί επαφή και να προσελκυσθούν ανήλικοι ερωτικοί σύντροφοι πρβλ. άρθρα 337 παρ. 3, 4 και 348Β ΠΚ-, στ) την ηλικία των προσώπων στα οποία ο δράστης αποστέλλει το υλικό (εάν δηλ. είναι ανήλικοι ή ενήλικες) και, τέλος ζ), τον ειδικότερο– πρωταγωνιστικό ή μη– ρόλο τον οποίο διαδραματίζει ο χρήστης του πορνογραφικού υλικού σε σχέση με άλλους παραγωγούς ή χρήστες ή διακινητές τέτοιου υλικού. Αντιθέτως, παραγνωρίζοντας την κατοχυρωμένη στο αρ. 25παρ.1 εδ.β του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, το άρθ. 348Α ΠΚ πραγματοποιεί μόνο μια διάκριση ως προς το πλαίσιο ποινής των μερικότερων πράξεων και δη μεταξύ αφενός μεν συλλήβδην των πράξεων της παρ. 2 οι οποίες απειλούνται με «φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή», αφετέρου δε της πράξης της απόκτησης πρόσβασης της παρ.6 η οποία απειλείται με «φυλάκιση έως 3 έτη ή χρηματική ποινή». Τέτοιου είδους ποινικοποιητικές ανισότητες όμως καθίσταται πρόδηλο ότι είναι δικαιοπολιτικά άστοχες και αποδυναμωμένες σε επίπεδο εκφοβισμού, καθώς αντιστρατεύονται μια βασική αρχή της αντεγκληματικής πολιτικής, διατυπωμένη ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού. Ότι, δηλ., οι ποινές θα πρέπει να κλιμακώνονται με βάση την απαξία της εκάστοτε αξιόποινης συμπεριφοράς, έτσι ώστε ο υποψήφιος δράστης να προτιμά εν τέλει τη διάπραξη ενός ήσσονος σημασίας αδικήματος (π.χ. κλοπής) αντί για ένα αδίκημα μείζονος σημασίας που τιμωρείται αυστηρότερα (π.χ. ληστείας).

Η οριοθέτηση της ανηλικότητας

Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι η θέση του ηλικιακού ορίου προστασίας στα 18 χρόνια και όχι στα 15 -που είναι το γενικό όριο της σεξουαλικής συναίνεσης κατά το άρθρο 339 ΠΚ, επεκτείνοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την ποινική προστασία από την πορνογράφηση σε όλο το φάσμα της ανηλικότητας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την σεξουαλική αυτοδιάθεση των νέων 15 έως 18 ετών.

Η υιοθέτηση του 18ου έτους ως μέγιστου ορίου ανηλικότητας υπήρξε κοινή σταθερά για όλα τα σχετικά διεθνή και ευρωπαϊκά νομοθετικά κείμενα που ασχολήθηκαν με την αντιμετώπιση του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας. Ιστορικά παρατηρούμε ότι ο πρώτος ορισμός του «παιδιού» στη Σύμβαση του ΟΗΕ, προέβλεπε το όριο των 18 ετών, σημειώνοντας όμως ως εξαίρεση την περίπτωση που «η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα, σύμφωνα με την ισχύουσα για το παιδί (εθνική) νομοθεσία». Η επιλογή του πιο πάνω ορίου –παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε τη μεγιστοποίηση της προστασίας των παιδιών– δεν ήταν αναντίρρητη. Αντίθετα, μάλιστα, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Σύμβασης υποστηρίχθηκε ότι η ηλικία έπρεπε να μειωθεί στα 15 έτη, ή έστω να τυποποιηθεί η ηλικία των 18 ως έσχατο σημείο ανηλικότητας, εκτός αν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κάποιου κράτους –μέρους το παιδί έχει συμπληρώσει νωρίτερα την ηλικία της ωριμότητας/ενηλικίωσης. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η Σύμβαση για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, βάσει της οποίας ο όρος ανήλικος περιλαμβάνει «όλα τα άτομα κάτω των 18 ετών, αλλά ένα κράτος – μέρος μπορεί ωστόσο να απαιτεί και χαμηλότερο όριο ηλικίας, το οποίο όμως δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 16 ετών». Αυστηρότερα στο θέμα του προσδιορισμού της ανηλικότητας στάθηκαν τα επόμενα διεθνή κείμενα, τα οποία έχοντας ως πρότυπο τον ορισμό της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού και με σκοπό την με κάθε τρόπο επέκταση της προστασίας των παιδιών– εξάρτησαν και αυτά την παιδική ηλικία με την ευρεία έννοια από το 18ο έτος και όχι μόνο δεν υπήρξε καμία επιφύλαξη σχετικά με το ενδεχόμενο αναγνώρισης κατώτερο ορίου ανηλικότητας από κάποια κράτη, αλλά υποστηρίχθηκε ότι «ενδείκνυται να θεωρείται παιδί κάθε άτομο ηλικίας κατώτερης των 18 ετών, ακόμη κι αν έχει φθάσει σε κάποιο βαθμό ωριμότητας».

Σε εθνικό πλαίσιο από την άλλη πλευρά, το άρθρο 348Α δεν περιέχει καμία αναφορά στον ορισμό του ανήλικου παιδιού, με αποτέλεσμα να καταφεύγει κανείς στις γενικές διατάξεις του ΠΚ και συγκεκριμένα στο αρ.121§1ΠΚ. Βέβαια, η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται στον ανήλικο δράστη, ενώ ο όρος «παιδί» εν προκειμένω αφορά στο παιδί-θύμα της πορνογραφίας ανηλίκων. Έτσι υπηρετείται ουσιαστικά και η βούληση του (διεθνούς και) ευρωπαίου νομοθέτη για όσο το δυνατόν πληρέστερη προστασία των ανηλίκων από προσβολές της γενετήσιας ζωής μέσω της υιοθέτησης από τα κράτη μέλη ενός κοινού ηλικιακού ορίου. Κατά την ενσωμάτωση των διεθνών και ευρωπαϊκών κειμένων, εναπόκειτο στην διακριτική ευχέρεια του Έλληνα νομοθέτη είτε ο περιορισμός του αξιοποίνου της παιδικής πορνογραφίας (αξιοποιώντας τις προβλέψεις περί συναινετικών σεξουαλικών δραστηριοτήτων επί των σχετικών με την παιδική πορνογραφία εγκλημάτων της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ) είτε η αποχή από κάθε ειδικότερο προβληματισμό. Με την σιωπηρή επιλογή της δεύτερης δυνατότητας, διατηρήθηκε τελικά το ηλικιακό όριο για την παιδική πορνογραφία (αλλά και για την ανηλικότητα εν γένει) στα 18 έτη, μια επιλογή που επιτείνει πάντως τα ενδοσυστημικά προβλήματα ερμηνείας και δημιουργεί μια αντίφαση της έννομης τάξης. Έτσι, για παράδειγμα, σε πρακτικό επίπεδο εφαρμογής, με βάση το αρ.348Α ΠΚ, τιμωρείται το έλασσον, ήτοι η απεικόνιση μιας ασελγούς πράξης που τελείται με 17χρονο ανήλικο, το οποίο ωστόσο έχει συναινέσει τόσο στην τέλεση όσο και στην απεικόνιση της ασελγούς πράξης, ενώ, το μείζον, ήτοι Η ΙΔΙΑ Η ΤΕΛΕΣΗ της ασελγούς πράξης με τον ανήλικο δεν τιμωρείται με βάση το άρθρο 339 ΠΚ, όπου όριο ηλικίας είναι τα 15 έτη.  

 

Στατιστικά Στοιχεία

Την άμεση ανάγκη καταπολέμησης του φαινομένου καταδεικνύουν στατιστικά στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας σύμφωνα με τα οποία η παραγωγή και διακίνηση παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο γνωρίζει µια πρωτοφανή ανάπτυξη από το 1995 κι έπειτα, καταλαµβάνοντας σήµερα το 20% του συνολικού πορνογραφικού υλικού που διακινείται στον κυβερνοχώρο, σύµφωνα µε το Εθνικό Κέντρο αγνοουµένων και Κακοποιηµένων παιδιών των ΗΠΑ. Πρόκειται για µία από τις ταχύτερα αναπτυσσόµενες επιχειρήσεις στο internet, µε καθαρό κέρδος 2 έως 3 δισεκατοµµύρια δολάρια ετησίως, γεγονός που έχει οδηγήσει στην αντίστοιχη αύξηση του αριθµού των online εγκληµάτων κατά των παιδιών, τα οποία από το έτος 1997 έως τα τέλη του 2015 υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν κατά 1500% σύµφωνα µε τις ίδιες πηγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε µήνα εµφανίζονται τριάντα παιδιά 2-12 ετών σε τέτοιες ιστοσελίδες, ενώ σύµφωνα µε στοιχεία που δίνουν κατά καιρούς στη δηµοσιότητα οι αρµόδιες Υπηρεσίες και Οργανισµοί καταπολέµησης της παιδοφιλίας στην Ευρώπη, κάθε εβδοµάδα πάνω από 3.000 sites µε υλικό παιδικής πορνογραφίας και 20.000 φωτογραφίες µε άσεµνες στάσεις παιδιών, από οκτώ µηνών µέχρι 17 ετών, προωθούνται στις 100 και πλέον χιλιάδες πορνογραφικές ιστοσελίδες του κυβερνοχώρου. Σύµφωνα µε δηµοσίευση του Κέντρου Έρευνας των Εγκληµάτων κατά των Παιδιών του Πανεπιστηµίου του New Hampshire, σχετικά µε την ηλικία και το φύλο των παιδιών που απεικονίζονται σε σεξουαλική δραστηριότητα στις ιστοσελίδες µε παιδικό πορνογραφικό υλικό, το 75% αυτών είναι ηλικίας 13 έως 17 ετών, το 83% είναι παιδιά ηλικίας 6 έως 12 ετών, το 39% 3 έως 5 ετών, ενώ το 19% αποτελείται από παιδιά και βρέφη κάτω των 3 ετών. Σε ποσοστό 62% στους διαδικτυακούς τόπους µε παιδικό πορνογραφικό υλικό απεικονίζονται κορίτσια, στο 14% αγόρια  και σε ποσοστό 15% αγόρια και κορίτσια από κοινού. Τέλος, όσον αφορά στα χαρακτηριστικά των εικόνων που είναι αναρτηµένες στις σχετικές ιστοσελίδες, το 92% των εικόνων εστιάζουν στα γεννητικά όργανα των παιδιών ή παρουσιάζουν σεξουαλική δραστηριότητα, το 80% απεικονίζουν διείσδυση στο παιδί ή στοµατικό βιασµό, το 71% περιέχουν εικόνες µε επαφή-θωπεία µεταξύ ανηλίκων και ενηλίκων ενώ το 21% των απεικονίσεων περιλαµβάνει εικόνες βίας, µε κυρίαρχες τον βιασµό ανηλίκων και τα βασανιστήρια. Η εκρηκτική ανάπτυξη της χρήσης του διαδικτύου, αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν και οδηγούν σε απομόνωση, εν πολλοίς και υποχρεωτική σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. λόγω της πανδημίας τα τελευταία έτη, δηµιούργησε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος για όσους έβλεπαν τα παιδιά ως θηράµατα και τροφοδότησαν ένα υπέρµετρα επικερδές εµπόριο για τη διακίνηση του παράνοµου υλικού. Οι «κλειστές» και περιορισµένες οµάδες του παρελθόντος δικτυώθηκαν και απέκτησαν on-line επικοινωνία, ικανοποιώντας τις «επιθυµίες» τους µε πολύ µεγαλύτερη ευκολία. Ο κυβερνοχώρος αποτέλεσε το ιδανικότερο πεδίο άνθησης του παιδοφιλικού πάθους προσφέροντας άµεση, ανέξοδη και ανώνυµη επικοινωνία και κατ’ επέκταση άφοβη και ταχύτατη διακίνηση ψηφιακού, πλέον, υλικού κάθε είδους: κειµένου, ήχου, εικόνας και βίντεο.

 

Προφίλ του δράστη

Μια άλλη δυσκολία για την καταπολέμηση του φαινομένου της διαδικτυακής παιδικής πορνογραφίας, συνδέεται με το στερεότυπο των χρηστών της. Αναφέρεται σχετικά ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τύπος χρήστη παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο  και συνάμα δεν υπάρχει κάποιος εύκολος τρόπος να αναγνωρίσουμε έναν τέτοιο δράστη. Οι χρήστες παιδικής πορνογραφίας μέσω διαδικτύου είναι πολύ πιθανόν να έχουν κάποια ερωτική σχέση, ορισμένο επάγγελμα, υψηλό δείκτη νοημοσύνης, πανεπιστημιακή μόρφωση, καθώς και λευκό ποινικό μητρώο και γι΄ αυτό είναι ιδιαίτερα δυσχερής η σκιαγράφηση του εγκληματικού τους στερεοτύπου. Εκείνοι οι οποίοι έχουν συλληφθεί για διάπραξη εγκλημάτων διαδικτυακής παιδικής πορνογραφίας είναι -μεταξύ άλλων- οδοντίατροι, δάσκαλοι, καθηγητές, ροκ σταρς, επαγγελματίες στρατιώτες, ακόμη και αξιωματικοί της αστυνομίας. Ανάμεσα στα πιο διακεκριμένα γνωρίσματα των εν λόγω δραστών, περιλαμβάνονται τα εξής: το λευκό χρώμα, το αρσενικό φύλλο, ηλικία μεταξύ 26 και 40 ετών, η έντονη ενασχόληση με τις λειτουργίες του διαδικτύου, η οποία όμως παρεμβαίνει με μη εγκληματικό –αλλά μάλλον διερευνητικό- τρόπο στην προσωπική τους ζωή. Από την άποψη αυτή, το modus operandi των δραστών εγκλημάτων διαδικτυακής παιδικής πορνογραφίας παραπέμπει στα κλινικά γνωρίσματα του διανοητικού εγκληματία, δηλαδή του περίφημου white collar criminal – εγκληματία του λευκού περιλαιμίου. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι το ανωτέρω modus operandi σχηματίστηκε από την κλινική διάγνωση των προσώπων που καταδικάστηκαν για τέτοια εγκλήματα και δεν αποτελεί ευρεία εμπειρική έρευνα πεδίου για την διάγνωση της κλινικής εικόνας αυτών των δραστών που κινούνται στην περιοχή της αφανούς ηλεκτρονικής εγκληματικότητας –λόγω της ανωνυμίας και των τεχνασμάτων που μετέρχονται- που είναι εξάλλου και η ογκωδέστερη.

 

Το φαινόμενο της παιδικής πορνογραφίας έχει σοβαρότατες εγκληματολογικές, ποινικές και κοινωνικές προεκτάσεις, εντάσσεται δε στο ευρύτερο πλαίσιο της γενετήσιας εκμετάλλευσης, εμπορίας και κακοποίησης ανηλίκων. Σε επίπεδο κοινωνίας, η ουσιαστική επίλυση του εν λόγω προβλήματος είναι δυνατή μόνο εάν αντιμετωπισθούν τα αίτια, όπως η φτώχεια και η υπανάπτυξη, που συμβάλλουν στο ευάλωτο των παιδιών ως προς την εμπορία των παιδιών, την παιδική πορνεία, την παιδική πορνογραφία και τον παιδικό σεξουαλικό τουρισμό. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ (Δικηγόρος Ναυπλίου) Ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη Ν.4139/2013 κατά την προδικασία

ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ:

Η ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ – ΝΟΜΟΣ 4139/2013 – ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑΣ

Στην πράξη η Ιατροδικαστική Πραγματογνωμοσύνη σε σχέση με το Νόμο 4139/2013, δηλαδή το νόμο περί ναρκωτικών ουσιών, είναι η Ψυχιατροδικαστική ή Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη, η οποία διενεργείται σχεδόν πάντοτε κατά το στάδιο της προδικασίας, δηλαδή πριν από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο.

ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ:

ΤΟΥΣ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ

Ο νόμος χαρακτηρίζει περιφραστικά και εύσχημα (προς αποφυγή στιγματισμού) τους τοξικομανείς χρήστες ναρκωτικών ουσιών ως άτομα «που απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορούν να την αποβάλλουν με τις δικές τους δυνάμεις». Είναι φανερό ότι ένας τέτοιος ορισμός είναι ασαφής, καθώς δεν περιέχει επιστημονικά κριτήρια αναγνώρισης μιας σωματικής και ψυχικής κατάστασης, η ύπαρξη της οποίας διαφοροποιεί τη μεταχείριση του χρήστη ναρκωτικών ουσιών από άποψη ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις του νόμου και κοινωνικής (κρατικής) μέριμνας προς το πρόσωπό του. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έχει υιοθετήσει για τον ορισμό της έννοιας του τοξικομανή τον εξής χαρακτηρισμό: «Η εξάρτηση είναι μία κατάσταση αλληλεπίδρασης μεταξύ ενός ζώντος οργανισμού και ενός ναρκωτικού, η οποία χαρακτηρίζεται από επιδράσεις στη συμπεριφορά ή άλλες που περιλαμβάνουν πάντοτε μία εσωτερική ώθηση για λήψη ναρκωτικού σε περιοδική ή διαρκή βάση, με σκοπό τη βίωση ψυχικών εμπειριών και σε ορισμένες περιπτώσεις την αποφυγή ενοχλήσεων που προκαλούνται από την έλλειψή της». Κατά συνέπεια, η εξάρτηση είναι φαινόμενο που ανήκει στον τομέα της ιατρικής επιστήμης, ακόμη και ως ψυχιατρικά αιτιολογούμενη παρέκκλιση από την ομαλή ανθρώπινη συμπεριφορά. Γι’ αυτό γίνεται διεθνώς δεκτό ότι περισσότερα εχέγγυα διαγνωστικής αξιοπιστίας προσφέρουν τα κριτήρια και η μέθοδος που προτάθηκε από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία και έχει υιοθετηθεί στη χώρα μας με την υπ’ αριθμ. Α2 Β/3892/1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β’577). Σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω υπουργικής απόφασης «Ο εξεταζόμενος χαρακτηρίζεται ως εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες όταν πληροί τρία (3) τουλάχιστον από τα εννέα (9) κριτήρια που διατυπώνει.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ιστορική διαδρομή της σχετικής νομοθεσίας στην Ελλάδα διακρίνεται στις εξής περιόδους:

Η πρώτη αρχίζει με το Ν. 1681/1919 «περί αλητείας και επαιτείας». Στην πρώτη αυτήν ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών με το άρθρο 5 του Ν. 1681/1919, που αφορά βέβαια μόνο την κάνναβη, δεν τιμωρείται ο απλός παρά μόνο ο εξαρτημένος χρήστης.

Η ποινικοποίηση και του απλού χρήστη θα έρθει ένα χρόνο αργότερα με το Ν. 2107/1920 «περί απαγορεύσεως της καλλιέργειας της εμπορίας και της καταναλώσεως ινδικής καννάβεως».

Ακολούθησαν ο Ν. 2736/1921 και το Ν.Δ. 14/27-10-1925, δια των οποίων ποινικοποιήθηκε η χρήση και το λαθρεμπόριο και άλλων ναρκωτικών ουσιών πέραν της κάνναβης (οπίου, μορφίνης, ηρωίνης και παραγώγων τους).

Η δεύτερη περίοδος σηματοδοτείται από τον Ν. 5539/1932 «περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων και του ελέγχου αυτών», που είχε ως στόχο την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου των ναρκωτικών ουσιών, με ήπιες σχετικά ρυθμίσεις, όπου ο “χασισοπότης”, ο καθ’ έξιν δηλαδή χρήστης σε σύγκριση με τον απλό χρήστη, τιμωρείται πάλι αυστηρότερα.

Με το άρθρο 1 του Ν. 6025/1934 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 5539/1932 θεσπίζεται η τιμώρηση οποιασδήποτε άλλης χρήσης, πλην της φαρμακευτικής, ναρκωτικών φαρμάκων και η κατοχή αυτών για ατομική χρήση.

Αισθητή αύξηση των απειλούμενων ποινών καθώς και σώρευση παρεπόμενων κυρώσεων προέβλεψε ο Α.Ν. 2430/1940 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 5539/1932» της δικτατορικής τότε κυβέρνησης.

Με την εισαγωγή του ΠΚ το 1950 υπήρξε ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 71 για τους τοξικομανείς δράστες αξιοποίνων πράξεων και τους αλκοολικούς.

Πρώτο σχετικό μεταπολεμικό νομοθέτημα ήταν το Ν.Δ. 3084/1954 «περί τιμωρίας των παραβατών ναρκωτικών και μεταχειρίσεως τοξικομανών», το οποίο δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές, αλλά η σημαντικότερη όμως καινοτομία αποτελούσε η πρόβλεψη για θεραπευτικό εγκλεισμό του «τοξικομανούς» σε Ειδικό Κρατικό Κατάστημα.

Η τρίτη περίοδος οριοθετείται από το Ν.Δ. 743/1970 «περί τιμωρίας των παραβατών των νόμων περί ναρκωτικών και ουσιών προκαλουσών τοξικομανίαν ή εξάρτησιν του ατόμου ως και περί μεταχειρίσεως των τοξικομανών εν γένει». Με το συγκεκριμένο νομοθετικό διάταγμα σημειώθηκε κάποια πρόοδος, αφού περιγράφηκαν οι πράξεις χρήσης και προμήθειας ναρκωτικών για ιδία χρήση, προβλέφθηκε η επιεικέστερη μεταχείριση του εξαρτημένου διακινητή με στο άρθρο 14§2 αλλά επαναλήφθηκε η προηγούμενη πρόβλεψη του 1954 για το μέτρο ασφαλείας της αναγκαστικής απεξάρτησης, ενώ καθιερώθηκε η ατιμωρησία του τοξικομανή χρήστη στο άρθρο 7§2 και η επιεικέστερη μεταχείριση του τοξικομανή διακινητή με το άρθρο 14 και δόθηκε ορισμός της τοξικομανίας στο άρθρο 13§1.

Συμπερασματικά, για την περίοδο αυτή πριν την αναθεώρηση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά με το Ν.1729/87 θα μπορούσαμε συνοπτικά να αναφέρουμε ότι διακρίνεται για το κυρωτικό της πνεύμα απέναντι στον εξαρτημένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρχε η δυνατότητα εκτόπισης του εξαρτημένου καταδίκου. Σε καμία περίπτωση μέχρι τότε δεν προβλέπεται τρόπος διάγνωσης της τοξικοεξάρτησης.

Αυτό γίνεται για πρώτη φορά με το νόμο 1729/1987, όπου στην παράγραφο 2 του άρθρου 13:

Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου στο πρόσωπο κατηγορούμενου ή κατάδικου διαπιστώνεται από το δικαστήριο, ύστερα από πραγματογνωμοσύνη που διεξάγεται από ειδικό κέντρο αποτοξίνωσης ή από τον αρμόδιο τομέα ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή από την ιατροδικαστική υπηρεσία. Η διάγνωση της εξάρτησης γίνεται με ενιαία επιστημονικά κριτήρια που προσδιορίζονται από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας.

Τα ενιαία αυτά επιστημονικά κριτήρια προσδιορίστηκαν με την υπ’ αριθμ. Α2 Β/3892/1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία ισχύει χωρίς τροποποιήσεις μέχρι σήμερα.

Με το άρθρο 15 του Νόμου 2161/1993 το άρθρο 13 του ν. 1729/1987 αντικαταστάθηκε ως εξής:

Παράγραφος 2.  Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου στο πρόσωπο κατηγορούμενου ή κατάδικου διαπιστώνεται από το δικαστήριο. Για το σκοπό αυτόν το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ψυχιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη και εργαστηριακή εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, καθώς και το είδος και η έκταση αυτής κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην παρ. 3. Η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται από τα ειδικά δημόσια κέντρα απεξάρτησης, από τις ψυχιατρικές κλινικές και τα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των Α.Ε.Ι. της χώρας, τις Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες, εφόσον διαθέτουν ειδικά Εργαστήρια ή από τα νομαρχιακά ή περιφερειακά νοσοκομεία, που έχουν τη δυνατότητα να διεξαγάγουν τέτοια πραγματογνωμοσύνη με αντίστοιχες κλινικές και εργαστήρια. Πίνακας με τις υπηρεσίες που πληρούν τις προϋποθέσεις για την πραγματογνωμοσύνη διαβιβάζεται ανά έτος στον αρμόδιο εισαγγελέα με ευθύνη των υπουργείων που τις εποπτεύουν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται η ανάθεση πραγματογνωμοσύνης σε 3 πραγματογνώμονες γιατρούς, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον ψυχίατρος κατά προτίμηση κρατικούς λειτουργούς ή διορισμένους πραγματογνώμονες στον Πίνακα Πραγματογνωμόνων κατ’ άρθρο 185 του Κ.Π.Δ.. Η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζει κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Δικαιοσύνης.

Παράγραφος 3.  Ο ενεργών την προανάκριση ή κυρία ανάκριση διατάσσει υποχρεωτικά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εάν υποβληθεί ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι είναι τοξικομανής εντός 24 ωρών από τη σύλληψή του ή κατά την αρχική απολογία του, ο οποίος καταχωρείται στην έκθεση σύλληψης, εξέτασης ή απολογίας. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται το αργότερο εντός 24 ωρών από τη σύλληψη ή την αρχική απολογία του δράστη. Οι πραγματογνώμονες εξετάζουν τον κατηγορούμενο αμέσως μόλις τους γνωστοποιηθεί η σχετική παραγγελία και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός 48 ωρών συντάσσουν δε και υποβάλλουν την έκθεσή τους όσο το δυνατόν ταχύτερα. Αν οι πραγματογνώμονες αποφανθούν ότι υπάρχει εξάρτηση, πρέπει να καθορίσουν και το είδος της (σωματική ή ψυχική) κι αν είναι δυνατόν το βαθμό της, το συνήθως χρησιμοποιούμενο ναρκωτικό (εξαρτησιογόνο), την ημερήσια δόση, την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και αν τους ζητείται ειδικώς με την παραγγελία, την επίδραση της εξάρτησης στον καταλογισμό.

Με τον επόμενο νόμο περί ναρκωτικών, τον νόμο 3459/2006 το κείμενο του άρθρου 15 του Νόμου 2161/1993 παραμένει ακριβώς το ίδιο, αλλά αλλάζει ο αριθμός του άρθρου από 15 σε 30.

Με το άρθρο 14 του Ν. 3727/2008 τροποποιήθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 30 του νόμου 3459/2006 ως εξής: Μετά την πρώτη πρόταση προστέθηκαν τα ακόλουθα

Στην περίπτωση που ο επ’ αυτοφώρω συλληφθείς κατηγορούμενος υποβάλλει τον κατά τα άνω ισχυρισμό στον ενεργούντα την προανάκριση, αυτός μεριμνά για την άμεση λήψη δειγμάτων σωματικών υγρών (ούρων και αίματος) και τυχόν άλλου βιολογικού υλικού και για την αποστολή αυτών στα Εργαστήρια της Διεύθυνσης των Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας ή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ή των δημόσιων νοσοκομείων ή στα Εργαστήρια των ΑΕΙ της χώρας, προς εξέταση για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό του κατηγορουμένου τοξικών ουσιών ή φαρμάκων. Η λήψη των εν λόγω δειγμάτων σωματικών υγρών πραγματοποιείται από το αρμόδιο ιατρικό προσωπικό του εφημερεύοντος δημόσιου νοσοκομείου της περιοχής, σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζονται από την προβλεπόμενη στην προηγούμενη παράγραφο κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης. Η λήψη αίματος του κατηγορουμένου προς εξέταση δεν γίνεται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία σύμφωνα με ιατρική πιστοποίηση από δημόσιο νοσοκομείο υπάρχουν ειδικοί παθολογικοί λόγοι συνεπεία των οποίων θεωρείται επικίνδυνη για την υγεία και τη ζωή του.

Η προσθήκη του άρθρου 14 του Ν. 3727/2008 υπήρξε αναγκαία, καθώς ναι μεν στην προηγούμενη διάταξη αναφερόταν ο εργαστηριακός έλεγχος και κατ’ ουσίαν τα αποτελέσματα αυτού ως κριτήριο για τη διάγνωση της πρόσφατης χρήσης (και όχι σαν απόδειξη της εξάρτησης), στην πράξη όμως, κατά τη σύλληψη του δράστη και τον από μέρος του ισχυρισμό περί της εξάρτησης, δεν εφαρμοζόταν. Στην πράξη, όταν ο συλληφθείς εξαρτημένος παρουσίαζε στερητικά συμπτώματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι αστυνομικοί υπάλληλοι οδηγούσαν τον κατηγορούμενο σε δημόσιο Νοσοκομείο, όπου οι ιατροί του χορηγούσαν την αναγκαία φαρμακευτική θεραπεία για την παροδική αντιμετώπιση των σωματικών συμπτωμάτων.

Η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης για τη διάγνωση της εξάρτησης αποτελούσε δικαίωμα του κατηγορουμένου και αντίστοιχα υπηρεσιακό καθήκον των ανακριτικών υπαλλήλων και του τακτικού ανακριτή, εφόσον είχε υποβληθεί τέτοιος ισχυρισμός. Η μη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 30§3 του Ν. 3459/2006, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 3727/2008, προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Έτσι π.χ. εφόσον η πραγματογνωμοσύνη δεν διενεργείτο εντός 48 ωρών το αργότερο από τη σύλληψη του κατηγορουμένου, η συγκεκριμένη παράλειψη προκαλούσε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171§1 περ. δ’ ΚΠΔ, γιατί δεν είχαν τηρηθεί οι διατάξεις που αναφέρονται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στα δικαιώματά του.

Ο ΙΣΧΥΩΝ ΝΟΜΟΣ 4139/2013

Mεταξύ των καινοτομιών που επέφερε ο νόμος 4139/2013, μία εκ των πλέον σημαντικών συνιστά και η μεταρρύθμιση σε σχέση με την εκτίμηση της ψυχιατρικής (ιατροδικαστικής) πραγματογνωμοσύνης για την κατάγνωση της τυχόν τοξικοεξάρτησης του εξεταζομένου-κατηγορουμένου. Αξονικό στοιχείο προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί ειδικότερα η «σχετικοποίηση» της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ως απόλυτου αποδεικτικού μέσου για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορουμένου.

Ήδη, κατά την προηγούμενη ισχύουσα, επί σειρά ετών, σχετική νομοθεσία, με τελευταία δε αναφορά στο προϊσχύσαν άρθρο 30 N 3459/2006, η έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης αποτελούσε την αμιγώς ενδεδειγμένη και αποκλειστικώς προβλεπόμενη ιατρική διάγνωση της εξάρτησης.

Όπως επισημαίνει και η σχετική αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο του N 4139/2013 (άρθρο 30):

Βασικό αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορουμένου κατά την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 30 ν. 3459/2006) αποτέλεσε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ωστόσο η αμιγώς ιατρική διάγνωση της εξάρτησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην πράξη δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία (π.χ. λόγω αδυναμίας κλινικού ελέγχου επί 5νθήμερο με την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η οποία αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την ορθή χρήση των εννέα κριτηρίων που προβλέπει η υπ’ αριθμ. Α2 Β/3892/1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και λόγω εγγενών υλικοτεχνικών ελλείψεων), έχουν δημιουργήσει μέχρι σήμερα αρκετές αποδεικτικές δυσχέρειες. Βάσιμα λοιπόν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανυπαρξία ουσιαστικών στοιχείων που σχετίζονται με τη νόμιμη διαδικασία διενέργειάς της προσδίδουν σήμερα στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τον χαρακτήρα ενός ατελούς και πολλές φορές άκυρου αποδεικτικού μέσου. Ας σημειωθεί επίσης ότι η πρόβλεψη για άμεση λήψη δειγμάτων σωματικών υγρών (ούρων και αίματος) και τυχόν άλλου βιολογικού υλικού του κατηγορουμένου για διενέργεια τοξικολογικής ανάλυσης και εργαστηριακού ελέγχου, είναι πρόσφορη μόνο για την διαπίστωση της πρόσφατης χρήσης και όχι για την διαπίστωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου. Η διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου, ως στοιχείο που οδηγεί σε μείωση της ευθύνης του, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ποινική μεταχείρισή του και ως εκ τούτου συστατικό στοιχείο της «δίκαιης δίκης» που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό βασική προϋπόθεση και απόλυτη συνθήκη αποτελεί η χρήση κάθε αποδεικτικού μέσου που συνηγορεί για την εξάρτησή του. Ως εκ τούτου η ισότιμη (μαζί με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης) ύπαρξη και άλλων αποδεικτικών μέσων για την διάγνωση της εξάρτησης του κατηγορουμένου είναι επιβεβλημένη.

Με την προτεινόμενη στο παρόν Σχέδιο τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 30 δίνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο της ουσίας να απεγκλωβιστεί από την χρήση ενός και μοναδικού (και πολλές φορές ατελούς) αποδεικτικού μέσου και να συνεκτιμήσει ισότιμα ένα ή περισσότερα και από άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα που αναφέρονται είτε σε συμμετοχή και παρακολούθηση από τον κατηγορούμενο συμβουλευτικών και θεραπευτικών προγραμμάτων αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, ΨΝΑ, ΨΝΘ) ή χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών (ΟΚΑΝΑ), είτε σε περίθαλψη για παθήσεις συνδεόμενες με την χρήση ναρκωτικών ουσιών (όπως λ.χ. ηπατίτιδα, AIDS, πνευμονικό οίδημα ή πιστοποιήσεις υγειονομικών επιτροπών), είτε σε ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο (όπως λ.χ. πιστοποιήσεις από κοινωνικές υπηρεσίες και οργανισμούς), είτε σε ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Επίσης ως αποδεικτικό μέσο για την κατάφαση της εξάρτησης του κατηγορουμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί έγγραφη πιστοποίηση αναφορικά με την εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων σωματική αποτοξίνωση και παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης που προβλέπεται στα άρθρα 31 και 34 του Σχεδίου.

Παράλληλα σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας παρέχεται η δυνατότητα να διαταχθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος (σωματική ή ψυχική) και η βαρύτητα αυτής (χρόνος, εξαρτησιογόνα ουσία, απαιτούμενη ημερήσια δόση).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τεκμήριο για την εξάρτηση του κατηγορουμένου έχει εισαχθεί στην διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 του Σχεδίου, σύμφωνα με την οποία η βεβαίωση ολοκλήρωσης εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης, οδηγεί υποχρεωτικά στην κρίση ότι κατά την εισαγωγή του κατηγορουμένου για θεραπεία, αυτός είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

Έτσι διαμορφώθηκε το ισχύον άρθρο ως εξής:

Παράγραφος 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Παράγραφος 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής. Η αποδοχή ή η απόρριψη του αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια. Πίνακας με τις υπηρεσίες που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης διαβιβάζεται ανά έτος στον αρμόδιο εισαγγελέα με ευθύνη των Υπουργείων που τις εποπτεύουν. Οι εργαστηριακές εξετάσεις διενεργούνται από αρμόδια δημόσια εργαστήρια της χώρας, όπως τα πανεπιστημιακά εργαστήρια και τα εργαστήρια των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και τα εργαστήρια της Ελληνικής Αστυνομίας.

Η ως άνω ιστορική παράθεση καταδεικνύει τα ακόλουθα συμπεράσματα:

  1. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε ο νομοθέτης να απεγκλωβιστεί από την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη ως μόνου αποδεικτικού μέσου περί τοξικομανίας, στην πράξη απεδείχθη ότι «έκανε μια τρύπα στο νερό». Τα υπόλοιπα θεσμοθετημένα μέσα προς πιστοποίηση της τοξικομανίας απεδείχθησαν ευσεβείς πόθοι του. Η έλλειψη μέσων και υποδομών αναγκάζουν τους ανακριτές να εξακολουθούν να διορίζουν έναν ψυχίατρο, συνήθως και ιδίως στην επαρχία, ιδιώτη ιατρό από τους σχετικούς ετήσιους πίνακες πραγματογνωμόνων. Κάποιες φορές και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι κάνει χρήση ναρκωτικών δια της ρινικής οδού διορίζεται είτε από τον ανακριτή είτε από τον ήδη διορισθέντα ψυχίατρο και ιατρός ωτορινολαρυγγολόγος.
  2. Ο κατηγορούμενος και ιδίως αυτός που αδυνατεί οικονομικά να διορίσει έμπειρο συνήγορο, κινδυνεύει συχνά να μην ζητήσει ή, ακόμα κι αν ζητήσει, ο ανακριτής να μην του διορίσει πραγματογνώμονα λόγω της κατάργησης της υποχρεωτικότητας που ίσχυε με τον προηγούμενο νόμο.
  3. Με την άρση της ως άνω υποχρεωτικότητας και όταν η ποινική δίωξη αφορά παράβαση του άρθρου 23 του νόμου 4139/2013 συνήθως το αίτημά του κρίνεται ως αλυσιτελές και δεν ικανοποιείται δοθέντος ότι δεν προβλέπεται πλέον δυνατότητα ευνοϊκής μεταχείρισής του με αποτέλεσμα να στερείται της ιδιαίτερα ευνοϊκής από το νόμο αντιμετώπισής του ως τοξικομανούς στην περίπτωση που το αρμόδιο να τον δικάσει Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων αποφανθεί ότι η πράξη του δεν υπάγεται στην διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 4139/2013.

Μια λύση αποτελεί η αίτησή του προς τον κ. Εισαγγελέα Εφετών κατ’ άρθρο 309 παρ. 1 ΚΠοινΔ ώστε να επιστρέψει για συμπλήρωση της ανάκρισης την δικογραφία στο Ανακριτικό Γραφείο προκειμένου να εκδοθεί διάταξη διορισμού ψυχιάτρου πραγματογνώμονα.

Εν κατακλείδι στην πράξη η Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί την μόνη Ιατροδικαστική Πραγματογνωμοσύνη σε σχέση με τον νόμο 4139/2013 και κατά κανόνα αφορά το στάδιο της προδικασίας.

 

Πάτρα, 10 Ιουλίου 2022

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Δικηγόρος Ναυπλίου (Α.Μ./Δ.Σ.Ν.: 363)

Ρήγα Παλαμήδη  2,  ΝΑΥΠΛΙΟ 21100

Α.Φ.Μ.: 056126469 – Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου

Τηλ.:  2752023203  &  6945 701 401

Email: kanellonic@yahoo.gr

 

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ (Δικηγόρος Ζακύνθου) Ol αντιφάσεις στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη. Ο τρόπος διενέργειας της. Η επιρροή της στην έκβαση της ποινικής δίκης.

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ – Ο ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ- Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ.

 

    Παναγιώτη Κεφαλληνού, Δικηγόρου Ζακύνθου.

                                       ——————————-

    Η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο ως κυριότερα αποδεικτικά μέσα της ποινικής διαδικασίας (αρθ. 178 Π.Κ.)

   Διατάσσεται στις περιπτώσεις που για την ακριβή διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης ώστε ο πραγματογνώμονας λόγω των ειδικών επιστημονικών του γνώσεων να βοηθήσει  τον δικαστή στην ορθή και ακριβή διάγνωση του ζητήματος που τον απασχολεί και για το οποίο δεν αρκεί η γενική κοινή μόρφωση.

   Η σημασία της πραγματογνωμοσύνης αποτυπώνεται και στην κύρωση που προβλέπει ο νομοθέτης στο άρθρο 226 ΠΚ, σε περίπτωση που ο πραγματογνώμονας εκθέσει ψευδές γεγονός ή αποκρύψει την αλήθεια. 

   Η πραγματογνωμοσύνη ρητά αναφέρεται στο νόμο ως αποδεικτό μέσο σαφώς διακρινόμενο από τα υπόλοιπα και ιδίως από τα έγγραφα, στην έννοια των οποίων δεν περιλαμβάνεται. Ως αποδεικτικό μέσο νοείται  ακριβέστερα η γνωμάτευση, και η έκθεση των πραγματογνώμων.

   Η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο πρέπει να αναφέρεται ρητά με ειδική μνεία είτε στην εισαγωγή (προοίμιο) είτε  μέσα στο κείμενο του σκεπτικού της απόφασης ή του βουλεύματος, ώστε να καθίσταται βέβαιο το γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά.  

   Παρά την υποχρέωση του ποινικού δικαστή (δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου) να λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει την  πραγματογνωμοσύνη, κατά την έκδοση της δικαστικής του κρίσης, παρόλα αυτά δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αλλά την εκτιμά ελεύθερα σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης.

      Έχει υποστηριχθεί από τη θεωρία ότι σε περίπτωση που η έκθεση  πραγματογνωμοσύνης περιέχει αντιφάσεις και ασάφειες και δημιουργεί αμφιβολίες, τότε χαρακτηρίζεται ως μη αντικειμενική και δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ως εκ τούτου δε, ο δικαστής δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτή προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης (Ποιν. Χρ. 2006 σελ 391 κ 393)    

 

   ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΕΣ ΣΤΙΣ  ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑΣ

 

   Στο άρθρο 30 παρ. 2 Ν 4139/2013 ορίζεται ρητώς ότι η εξάρτηση  του ατόμου από ναρκωτική ουσία διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης, άλλα και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της απόδειξης ή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, όπως ορίζεται στο άρθρο 177 ΚΠΔ.  Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 3 εδάφιο τρίτο η εξουσία του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της δίκης  να διατάξει την διενέργεια  πραγματογνωμοσύνης  είναι δυνητική και μπορεί να ασκηθεί είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από υποβολή αυτοτελούς ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, είναι νομικά βάσιμο το αίτημα κατηγορουμένου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι εξαρτημένος, προκειμένου να διεξαχθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για τη διαπίστωση της κατά  το χρόνο τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων συνδρομής ή μη της εν λόγω ιδιότητας, η οποία επηρεάζει την ποινική του μεταχείριση. Έτσι γα τη διάγνωση της συντρέχουσας αυτής ιδιότητας στο πρόσωπο του χρήστη ναρκωτικών ουσιών  απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και συνεπώς, κατά άρθρο 200 παρ. 2,3 ΚΠΔ, θα πρέπει να διαταχθεί η εξέταση του από πραγματογνώμονα ιατροδικαστή.

   Σε περίπτωση που η έκθεση πραγματογνωμοσύνης είναι ελλιπής επειδή δεν περιλαμβάνει όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία που απαιτεί η υπουργική απόφαση Α2Β/3892/1987 είτε γιατί δεν καθορίζονται πλήρως τα στοιχεία που μνημονεύει η παρ. 3 του άρθρου 30 του Ν. 4139/2013 είτε γιατί περιέχει ασάφειες, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι όποτε η ελλιπής έκθεση πραγματογνωμοσύνης αποφαίνεται  υπέρ της εξάρτησης κατηγορουμένου, τότε η προκείμενη αποδοχή του πορίσματος της εξάρτησης από το δικαστήριο μπορεί να γίνει αιτιολογημένα δεκτή από τη συνδρομή και συνεκτίμηση άλλων ισάξιων στοιχείων και αποδεικτικών μέσων. Στη λύση αυτή συνηγορεί η αρχή in dubio pro reo  και συνάμα το γεγονός ότι η ελλιπής έκθεση πραγματογνωμοσύνης, δεν αποβάλλει την ουσιαστική αποδεικτική της ισχύ  ούτε την καθιστά αυτοδικαίως άκυρη . Άλλωστε η απουσία ορισμένων στοιχείων από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, δύναται  να αναπληρωθεί με τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά ή να αποσαφηνιστούν οι ασάφειες, που ενδεχομένως αυτή περιέχει.  

 

   ***Σε περίπτωση που η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά γα την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταχθείσες σε απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα. (ΑΠ 1805/2019) .

    Σε περιπτώσεις ψυχιατρικής    πραγματογνωμοσύνης για εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, το γεγονός ότι το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης στηρίχθηκε μόνο σε αναφορές του κατηγορουμένου   και όχι σε ιατρικές αναλύσεις ή άλλα ευρήματα, δημιουργεί ενδοιασμό στο Δικαστήριο και οδηγεί σε αιτιολογημένη απόρριψη του ισχυρισμού περί τοξικομανίας  (ΑΠ 1805/2019).

 

 

   ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ

   Βασικό αποδεικτικό μέσο για την κατάφαση ή μη της εξάρτησης του κατηγορούμενου αποτελεί η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία έκθεση πρέπει να αναφέρονται και τα ακόλουθα :

   Α) ότι έγινε (ή δεν έγινε) τοξικολογική ανάλυση σωματικών υγρών (ούρα, αίμα) σε λιγότερο από 48 ώρες έως 72 ώρες από τη λήψη της ναρκωτικής ουσίας και

   Β) ότι εισήχθη (ή ότι δεν εισήχθη)  για κλινικό έλεγχο σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα επί 5 τουλάχιστον ημέρες.

   Η έκθεση θα πρέπει να περιέχει : α) το είδος της εξάρτησης (σωματική – ψυχική ή συνδυασμό τους), β) το βαθμό της εξάρτησης (δηλαδή το χρονικό διάστημα της εξάρτησης το είδος της ουσίας και την ημερήσια δόση), γ) κατάλληλη θεραπευτική αγωγή για τον χρήστη και ε) την επίδραση της εξάρτησης στον καταλογισμό.

   Η εξάρτηση δύναται να νοηθεί είτε σε σωματικό είτε σε ψυχικό επίπεδο. Η σωματική εμφανίζεται ως αποτέλεσμα στη λήψη μας ουσίας και όταν διακοπεί  είτε εκδηλώνεται με έντονες σωματικές διαταραχές, όπως ιδρώματα, δάκρυα, ρίγη, ακανόνιστο ύπνο, εμετό, γαστρικές διαταραχές, νευρικότητα, αναπνευστικές ή νευρολογικές διαταραχές κ.α. Η ψυχική εξάρτηση χαρακτηρίζεται από διάθεση γα τη συνέχιση λήψης της ουσίας, που είναι πιο επίπονη και διαρκής από την σωματική.

   Κρίσιμος χρόνος συνδρομής θεωρείται, ο χρόνος τέλεσης της πράξης.

Πρέπει όμως να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Η αμιγώς ιατρική διάγνωση της εξάρτησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι  στην πράξη δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία (π.χ, λόγω αδυναμίας του κλινικού ελέγχου), έχουν δημιουργήσει μέχρι σήμερα αρκετές αποδεικτικές δυσχέρειες. Έτσι η ανυπαρξία  ουσιαστικών στοιχείων, που σχετίζονται με τη νόμιμη, διαδικασία διενέργειάς της προσδίδουν σήμερα στην ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη  τον χαρακτήρα ενός ατελούς και πολλές φορές άκυρου αποδεικτικού μέσου.     Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την έκθεση  πραγματογνωμοσύνης και δύναται να  κρίνει τον κατηγορούμενο  ως μη εξαρτημένο, με αιτιολογημένη απόφασή Του.

   ***Στα πλαίσια της ανωτέρω επισήμανσης  και προσέγγισης θα αναφερθώ σε μια πρόσφατη περίπτωση πραγματογνωμοσύνης, όπως αντιμετωπίστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στη συνεδρίασή Του στις 7 Ιουνίου 2022, στην οποία παρέστην ως Συνήγορος Υπεράπισης.

   Στο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών) υποβλήθηκε αυτοτελής ισχυρισμός από τον εντολέα μου τοξικομανή και εξαρτημένο επί σειρά ετών  στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, περί εξαρτημένης τοξικομανίας του. Είχε διενεργηθεί  δικαστική ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη τον Μάιο του 2021 με άκρως αντιφατικό περιεχόμενο η οποία έκρινε τον κατηγορούμενο  ως μη πληρούντα τα διαγνωστικά κριτήρια και τον χαρακτήρισε ως μη τοξικομανή.

   Η εν λόγω ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη  περιείχε αντιφάσεις και κενά , ειδικότερα:

    α) ενώ η σύλληψη έγινε στις 6 Απρίλη 2021, ο πραγματογνώμονας ήλθε σε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο στις 7-5-2021, ήτοι μετά παρέλευσης μηνός από την σύλληψη.

   β) ενώ στον φάκελο του κατηγορούμενου υπήρχε ψυχιατρική παρακολούθηση στο παρελθόν, καθώς πάσχει από σχιζοφρένεια, ο πραγματογνώμων ανέφερε, ότι «δεν προέκυπτε». Σημειωτέον ότι ο ασθενής ενώ πάσχει από ψυχωσική συνδρομή παρανοϊκού τύπου και ειδικότερα σχιζοφρένεια και λαμβάνει συνεχώς το ενέσιμο Alilify, εντούτοις ουδέν σημαντικό ανέφερε . Επίσης ουδόλως έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε την φαρμακευτική αγωγή , που λάμβανε ο κατηγορούμενος στο Ψυχιατρικό κατάστημα Κορυδαλλού.

   γ) περιορίστηκε μόνο στα προφορικά ερωτήματα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 2 της υπουργικής απόφασης και κατέληξε ότι δεν πληροί τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό του ως τοξικομανή.

   Σημειωτέον ότι ο εντολέας μου το Φεβρουάριο του 2020 είχε συλληφθεί για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και είχε διενεργηθεί ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, η οποία τον έκρινε ότι πληρούσε τα κριτήρια, που ορίζει η Υπουργική απόφαση και  η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ανωτέρω από 7-5-2021 άκρως αντιφατική ιατρική πραγματογνωμοσύνη.    

   Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στις 7-6-2022 με την υπ’ αριθμ. 2732/2022 απόφαση Του, παρά το γεγονός ότι είχε διενεργηθεί ψυχιατρική δικαστική πραγματογνωμοσύνη, η οποία ήταν αρνητική για τον εντολέα μου, έκανε δεκτό τον αυτοτελή ισχυρισμό του και τον έκρινε εξαρτημένο τοξικομανή.

********Έτσι αποδεικνύεται ότι όχι μόνο το Δικαστήριο κατά την απόλυτη κρίση του και στα πλαίσια του 177 ΚΠΔ  μπορεί να απορρίψει το θετικό συμπέρασμα της ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης (όπερ είναι και το σύνηθες)  αλλά μπορεί να προβεί  και σε απόρριψη και μη αξιολόγησης της αρνητικής πραγματογνωμοσύνης   ( όπως ανωτέρω) και να κάνει δεκτό τον αυτοτελή ισχυρισμό περί τοξικομανίας.

Το Δικαστήριο στο συμπέρασμά Του και στην απόρριψη της άνω πραγματογνωμοσύνης, οδηγήθηκε από τις καταφανείς αντιφάσεις αυτής, από τα επιδερμικά συμπεράσματα αυτής και από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσήχθησαν από πλευράς του κατηγορουμένου  κατά τη αποδεικτική διαδικασία και τα οποία απέδειξαν την εξάρτηση και τοξικομανία του κατηγορουμένου.

   Σημειωτέον ότι το άνω Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα και επίσης σύμφωνη ήταν και η εισαγγελική πρόταση.

   Είναι λοιπόν φανερό ότι παρά το γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη ήταν αρνητική για τον εντολέα μου, ο οποίος δικάστηκε και για το σοβαρό αδίκημα της ένταξης του σε εγκληματική οργάνωση, εν τούτοις το δικαστήριο δεν  έκανε δεκτή την πραγματογνωμοσύνη, ότι δηλ. δεν είναι τοξικομανής  και έκρινε τον εντολέα μου ως εξαρτημένο τοξικομανή.  

   Βασικό θέμα επίσης αποτελεί η δεσμευτικότητα ή μη του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης, η οποία βασίζεται στην αρχή της ηθικής απόδειξης  σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ και κατά την οποίαν η έκθεση πραγματογνωμοσύνης εκτιμάται  μεν ελευθέρα  από το δικαστήριο της ουσίας, πλην όμως πρέπει να αιτιολογείται η εν λόγω αντίθετη κρίση, καθώς αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Η εντελώς αντίθετη θέση υποστήριξε τη δεσμευτικότητα του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης. Η αιτιολογία αυτής της  επιστημονικής γνώμης εδράζεται στο γεγονός ότι ο δικαστής δεν διαθέτει εξ ορισμού τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και προς τούτο, δεν μπορεί να αντιπαραθέσει ισάξια επιστημονικά επιχειρήματα, ικανά να ανατρέψουν το πόρισμα της  πραγματογνωμοσύνης. Κατά την θέση αυτή η γνωμοδότηση των πραγματογνώμων πρέπει να είναι δεσμευτική για τον δικαστή καθώς είναι αντιφατικό να παρέχεται στον δικαστή η ελευθερία να αποδέχεται ή όχι την σχετική πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται ακριβώς για ζητήματα των οποίων η διάγνωση και κρίση απαιτεί ειδικές γνώσεις  επιστήμης ή γνώσης που δεν διαθέτει  αυτός. Η Θέση  αυτή δεν επικράτησε στη θεωρία και δεν είναι αποδεκτή από το ελληνικό ποινικό δικονομικό  δίκαιο ενόψει  των προεκτεθέντων (Χαρ. Δημόπουλος Ανακριτική σελ. 565, όπου και αναφέρονται)

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Είναι γεγονός ότι η πραγματογνωμοσύνη επηρεάζει τόσο τη γνώμη του Δικαστηρίου όσον και την πορεία των υποθέσεων άλλα και την  τύχη των διαδίκων.  Ειδικά στη διενέργεια ψυχιατρικής δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, οι πραγματογνωμοσύνες θα πρέπει να γίνονται από ειδικούς  επιστήμονες ψυχιάτρους, κρατικούς  ή ιδιώτες , οι οποίοι θα πρέπει να έχουν όλα τα εχέγγυα της καλής εκτέλεσης, της σοβαρότητας και αμεροληψίας.

Επίσης αυτός που έχει αρμοδιότητα να διατάξει την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και κύρια ο Ανακριτής θα πρέπει να διατάξει άμεσα την διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων και εξέτασης ούρων από τον συλληφθέντα κατά τρόπο να διευκολυνθεί   το έργο του πραγματογνώμονα και να εκτελεστεί η σχετική υπουργική απόφαση.

Η διάταξη για την διενέργεια της ψυχιατρικής  πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να εκδίδεται από τον Ανακριτή χωρίς χρονοτριβή για να εκτελεστεί από τον πραγματογνώμονα σε σύντομο χρόνο για το συμφέρον του κατηγορούμενου, αλλά ΚΥΡΙΩΣ  για την απόδοση Δικαιοσύνης. Η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης μετά παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία της σύλληψης , δημιουργεί ερωτηματικά για την ακρίβεια του πορίσματος και για τον τρόπο, που αντιμετωπίστηκαν από τον ειδικό πραγματογνώμονα , όλα όσα επιτάσσει η σχετική Υπουργική Απόφαση, αλλά και η Διάταξη του κ. Ανακριτή και τα ερωτήματα, που αναφέρονται σε αυτή. Τίθεται έτσι ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου σε καθεστώς ενδοιασμού τόσον το θετικό συμπέρασμα του πραγματογνώμονα όσο και το τυχόν αρνητικό τοιούτο.

       Πάτρα 10 Ιουλίου 2022

 Παναγιώτης Διον. Κεφαλληνός

        Δικηγόρος Ζακύνθου

ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (Διευθυντής Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ΕΛΑΣ) Κυβερνοέγκλημα. Τρέχουσες τάσεις, απειλές και προκλήσεις.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ - ΤΣΙΑΜΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Ψυχίατρος, Υγειονομικός Αξιωματικός ΕΛΑΣ, Ορκωτός Πραγματογνώμων Πρωτοδικείων) Ανθρωποκτονία - Υπερφονικότητα- Προανακριτικό υλικό - Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.

Περιεχόμενα

 

Εισαγωγή.. 2

  1. Υπερφονικότητα.. 4

1.1         Έννοιες και ορισμοί 4

1.2         Στατιστικά στοιχεία και αίτια.. 5

1.3         Συνήθη όπλα υπερφονικότητας. 8

  1. Υπεφονικότητα και ψυχιατρικές διαταραχές. 11

2.1         Ψύχωση και υπερφονικότητα.. 11

2.2         Άλλες ψυχιατρικές διαταραχές και υπερφονικότητα.. 14

2.3         Η περίπτωση του «Βρασμού Ψυχικής Ορμής». 15

  1. Συσχέτιση υπερφονικότητας με προανακριτικό υλικό.. 18
  2. Η έννοια του καταλογισμού.. 21
  3. Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.. 23

5.1         Τρόπος διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. 23

Συμπεράσματα.. 27

Βιβλιογραφικές Αναφορές. 29

 

 

 

 

Εισαγωγή

 

Η Εγκληματολογία αποτελεί μία επιστήμη που ερευνά τόσο το έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο όσο και τις διαστάσεις του, δηλαδή τις αιτίες, την πρόληψη, τη θέσπιση νόμων για τη νομική αντιμετώπιση του, τις αιτίες παράβασης των νόμων και στοχεύει στην ανάπτυξη ενός συνόλου αρχών και κανόνων για τα παραπάνω (Sutherland, 1940). Κατά καιρούς, όσοι ασχολούνται με αυτόν τον τομέα έχουν βρεθεί μπροστά σε πολλών ειδών εγκληματικές ενέργειες, όμως ένα είδος εγκλήματος που συνήθως προκαλεί αποτροπιασμό και σοκάρει πολλές φορές με την αγριότητα του είναι αυτό της Υπερφονικότητας.

Η «Υπερφονικότητα» ή αλλιώς “overkilling”, όπως είναι πιο γνωστός ο όρος, είναι μία έννοια για την οποία δεν υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία και αυτό ίσως οφείλεται, όπως αναφέρουν οι Bell & Villa (1996) στο γεγονός πως είναι δύσκολο να γνωρίζει ή πόσο μάλλον να ορίσει ποιο είναι το σημείο που αρχίζει η υπερφονικότητα. Επίσης, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς την υποκειμενική επίγνωση του δράστη για τις πληγές που προκαλεί και συνεχίζει, γνωρίζοντας πως έχει ήδη σκοτώσει το θύμα. Αυτό που κάνει όμως την υπερφονικότητα να ξεχωρίζει είναι πως τα τραύματα που έχει το θύμα είναι περισσότερα από αυτά που θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει στον θάνατο του ή ενδέχεται ο δράστης να έχει χρησιμοποιήσει επιπλέον του ενός τρόπους δολοφονίας ή διαφορετικά όπλα.

Το όπλο που επιλέγει ο θύτης και γενικότερα οι συνθήκες του εγκλήματος μπορούν να δώσουν πολλά και σημαντικά στοιχεία για την προσωπικότητα του δράστη, τα κίνητρα, αλλά και τη σχέση του με το θύμα. Υπάρχουν περιπτώσεις υπερφονικότητας που έχει αποδειχθεί πως υπήρχε κάποιον παρελθόν ανάμεσα σε θύμα και θύτη, ενώ άλλες περιπτώσεις έχουν συνδεθεί με την ύπαρξη ψυχικής διαταραχής, όπως σχιζοφρένεια ή άλλη ψυχωσική διαταραχή.

Η συλλογή δεδομένων για την παρούσα εργασία έγινε μέσω της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και της αναζήτησης επιστημονικών άρθρων από τις επιστημονικές βιβλιογραφικές βάσεις, όπως Scopus, Google Scholar, Science κ.α.

Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό αρχικά να περιγράψει το φαινόμενο της υπερφονικότητας (overkilling), τους παράγοντες που σχετίζονται με αυτό, αλλά και τη διαδικασία που ακολουθείται αφού έχει γίνει η σύλληψη του δράστη. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο δίνεται έμφαση στους ορισμούς που έχουν χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή του φαινομένου και την επεξήγηση της δυσκολίας που υπάρχει στην εύρεση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού που να περιγράφει την υπερφονικότητα. Εν συνεχεία, δίνονται κάποια στατιστικά στοιχεία και αναφέρονται πιθανοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτού του είδους εγκλήματα και αναλύονται τα είδη των όπλων που συνήθως χρησιμοποιούν οι δράστες και τι δείχνει το καθένα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται ανάλυση της σύνδεσης της υπερφονικότητας με τις ψυχιατρικές διαταραχές, με συχνότερη αυτή της σχιζοφρένειας.

Στο τρίτο κεφάλαιο, επεξηγείται η σχέση του προανακριτικού υλικού και τα στοιχεία που συλλέγονται κατά την προανακριτική διαδικασία.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η έννοια του καταλογισμού του δράστη, μία έννοια που ουσιαστικά ορίζει το αν ο δράστης είναι σε θέση να αντιληφθεί τις πράξεις του και τις συνέπειες τους και αν μπορεί να του αποδοθούν κατηγορίες και να οδηγηθεί σε δίκη.

Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, περιγράφεται η διαδικασία της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ζητείται από τις δικαστικές διαταραχές και καλείται να δώσει απάντηση σε διάφορα ερωτήματα που έχουν προκύψει για το έγκλημα, την προσωπικότητα και τα κίνητρα του δράστη.

 

 

 

 

  1. Υπερφονικότητα

 

  • Έννοιες και ορισμοί

Ένας διαδεδομένος ορισμός που χρησιμοποιείται σε πολλές έρευνες για τον όρο «υπερφονικότητα» είναι αυτός των Nikolic & Zivkovic (2015), σύμφωνα με τους οποίους, πρόκειται για μαζικούς τραυματισμούς που προκαλεί ο δράστης και υπερβαίνουν κατά πολύ τον απαραίτητο αριθμός για να σκοτώσει το θύμα. Βέβαια, αυτός ο ορισμός είναι ασαφής σε κάποιο βαθμό, αφού είναι άγνωστο το ποιος είναι ο αριθμός αυτός. Από την άλλη, οι Henderson et al. (2005), οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον όρο “Overkill Syndrome (Σύνδρομο Υπερφονικότητας)”, μίλησαν για υπερβολικές πράξεις που χαρακτηρίζονται από απώλεια αυτοελέγχου (Martins, 2019).

Από την άλλη, σύμφωνα με τους Kopacz et al. (2018), ο όρος «υπερβολή» ενδεχομένως να χρησιμοποιείται εντελώς αυθαίρετα όσον αφορά τις ανθρωποκτονίες που χαρακτηρίζονται από πολλαπλούς τραυματισμούς που προκλήθηκαν από σκληρά και αιχμηρά αντικείμενα. Η μελέτη των Kopacz, Bolechala, Strona & Konopka (2018) στόχευε στο να εντοπίσει την πιθανή σχέση ανάμεσα στον αριθμό και τα χαρακτηριστικά πολλαπλών τραυμάτων στα θύματα ανθρωποκτονιών και την περιεκτικότητα αλκοόλ στο αίμα, το φύλο και την ηλικία. Πραγματοποίησαν τη μελέτη εξετάζοντας υλικό από νεκροψίες και φωτογραφικά τεκμήρια που συλλέχθηκαν από τον τόπο του εγκλήματος και τις μεταθανάτιες εξετάσεις του θύματος. Συνολικά μελετήθηκαν 160 ανθρωποκτονίες, απ’ τις οποίες, στις 104 τα θύματα ήταν άντρες, ενώ στις 56 ήταν γυναίκες. Όσον αφορά την περιεκτικότητα σε αλκοόλ, στις 78 περιπτώσεις βρέθηκε πάνω από 0.2‰. Στην ομάδα των θυμάτων που δολοφονήθηκαν με περισσότερα από 10 χτυπήματα, βρέθηκε αλκοόλ στο 43%, ενώ σε 42 περιπτώσεις που η δολοφονία έγινε με μία μόνο μαχαιριά, ο θάνατος προήλθε από κατεστραμμένα αιμοφόρα αγγεία ή χτύπημα στην καρδιά. Σχετικά με τις συνθήκες του εγκλήματος, σε αρκετές περιπτώσεις, η δολοφονία έγινε έπειτα από φιλονικία και κατανάλωση αλκοόλ (Kopacz et al., 2018). Αντίθετα, οι τραυματισμοί που βρέθηκε να οφείλονται σε αμυντικά τραύματα, σε φάνηκε να σχετίζονται με την περιεκτικότητα του αλκοόλ στο αίμα των θυμάτων. Τέλος, μία ακόμη διαπίστωση ήταν πως όσο αυξανόταν ο αριθμός των τραυμάτων, αυξάνονταν το ποσοστό των χτυπημάτων ή μαχαιριών που προκλήθηκαν στο επάνω μέρος του σώματος, εκτός από το κεφάλι (Kopacz et al., 2018).

Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει πως υπάρχει μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στον δράστη που σκοτώνει το θύμα με κάποιον μικρό ή μη εμφανή τραυματισμό και του θύτη που σκοτώνει το θύμα προκαλώντας του πολλαπλούς τραυματισμούς, οι οποίοι συνεπάγονται πολλαπλές αιτίες θανάτου. (Safarik & Jarvis, 2005 cited in Martins, 2019).

Στην εύρεση ενός αντικειμενικά αποδεκτού ορισμού συναντά δύο βασικά εμπόδια. Το πρώτο είναι πως ο δράστης μπορεί να βρίσκεται σε αυξημένη συναισθηματική διέγερση ή σε μία κατάσταση που δεν του επιτρέπει να γνωρίζει συνειδητά ότι προκαλεί περισσότερα τραύματα από όσα χρειάζεται προκειμένου να σκοτώσει το θύμα, κάτι για το οποίο είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός. Το δεύτερο εμπόδιο είναι η διαφωνία που υπάρχει στη βιβλιογραφία σχετικά με το αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των τραυμάτων ή ο αριθμός τους (Trojan, Salfati & Schanz, 2019).

Οι Tamsen, Logan & Thiblin, (2015) αναφέρουν πως για να θεωρηθεί πως πρόκειται για περίπτωση υπερφονικότητας, θα πρέπει να υπάρχουν συνολικά σαράντα ή περισσότερες κακώσεις ή περισσότερες αιχμηρές πληγές στο κεφάλι, τον λαιμό και το σώμα με τραυματισμό εσωτερικών οργάνων (Trojan, Salfati & Schanz, 2019).

 

  • Στατιστικά στοιχεία και αίτια

 

Δύο λόγοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την υπερφονικότητα είναι, σύμφωνα με την Τσαλίκογλου, ο φόβος του δράστη και η ανησυχία πως το θύμα ενδεχομένως να μην έχει πεθάνει με το πρώτο τραύμα και να γυρέψει εκδίκηση, ενώ από την άλλη υπάρχουν οι περιπτώσεις που η υπερφονικότητα εκφράζει έντονα συσσωρευμένη εχθρότητα και αδύναμο Εγώ, που οδηγεί σε εγκλήματα υπερβολικής αγριότητας.

Όσον αφορά την Ελληνική πραγματικότητα, οι Karakasi, Nastoulis, Zisopoulos et al. (2021) ασχολήθηκαν με τη μελέτη εγκλημάτων υπερφονικότητας από το 2005 έως το 2020 και τη διερεύνηση πιθανών συσχετισμών του φαινομένου με κοινωνικοπολιτιστικούς και ψυχιατρικούς παράγοντες. Σε 158 αυτοψίες που έγιναν, φάνηκε πως τα ποσοστά αυτού του είδους δολοφονιών στην Ελλάδα, δεν διέφεραν αριθμητικά με τα παγκόσμια στατιστικά δεδομένα, παρουσιάζοντας όμως κάποιες διαφορές. Πιο συγκεκριμένα, φάνηκε πως οι περισσότερες ανθρωποκτονίες έγιναν στο πλαίσιο ψυχικών διαταραχών και κυρίως σχιζοφρένειας, ενδοοικογενειακή βία ή άλλου τύπου εγκλήματα. Οι άνδρες υπερτερούσαν αριθμητικά τόσο στο ποσοστό των δραστών όσο και στο ποσοστό των θυμάτων, όμως στα εγκλήματα υπερφονικότητας που σχετίζονταν με υπερβολική βία, τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες που δολοφονήθηκαν από άνδρες της οικογένειας, ενώ το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός πως κάποιοι από τους θύτες με ψυχιατρική διαταραχή, διαγνώστηκαν αφού έγινε η επίθεση (Karakasi et al., 2021). Ένα άλλο χαρακτηριστικό που εντόπισαν οι συγγραφείς είναι πως τα θύματα των εγκλημάτων υπερφονικότητας ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερα ηλικιακά από τα θύματα των άλλων ειδών ανθρωποκτονιών, ίσως λόγω της διαφοράς στη φυσική δύναμη του θύτη και θύματος.  Διαφορές στην ηλικία μεταξύ των θυμάτων συσχετίστηκαν με την επιλογή του τρόπου τέλεσης του εγκλήματος ανάλογα με τη φυσική δύναμη του θύματος, αλλά και με τη σχέση ηλικιωμένων ανδρών με νεότερες γυναίκες. Γενικότερα όμως, στην Ελλάδα, το φαινόμενο της υπερφονικότητας συνδέεται περισσότερο με την ενδοοικογενειακή βία και τις διαρρήξεις και σε μικρότερο ποσοστό (1,27%) με τη σεξουαλική βία (Karakasi et al., 2021).

Χαρακτηριστική είναι και η έρευνα των Kopacz et al. στην Πολωνία, οι οποίοι αναλύοντας 160 περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, απ’ τις οποίες οι 49 είχαν τα χαρακτηριστικά της υπερφονικότητας. Αυτό φαινόταν τόσο από τον αριθμό και τη μορφή των τραυμάτων όσο και από την επιλογή του φονικού όπλου, όπου στις 26 περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε κάποιο αιχμηρό αντικείμενο (Karakasi et al., 2021).

Κάποια συνήθη χαρακτηριστικά των ατόμων που διαπράττουν αυτού του είδους τις δολοφονίες είναι άγαμοι, άνεργοι, ζουν με τους γονείς τους κατά την περίοδο που γίνεται το έγκλημα και ο φόνος γίνεται συνήθως στην οικία του θύματος (Trotta et al., 2020). Ως παράγοντες που σχετίζονται έχουν καταγραφεί ακόμη η κακοποίηση των παιδιών και ιδιαίτερα στις πατροκτονίες τα παιδιά είτε έχουν κακοποιηθεί είτε έχουν γίνει μάρτυρες συζυγικής βίας (Trotta et al., 2020).

Μία χαρακτηριστική περίπτωση που η υπερφονικότητα αποτελεί προσωπική υπογραφή του θύτη είναι αυτή του «Τζακ του Αντεροβγάλτη», ο οποίος προκαλούσε ακραίο αριθμό θανατηφόρων τραυμάτων στα θύματα του, ο οποίος υπερέβαινε κατά πολύ αυτόν των απαραίτητων τραυμάτων για να σκοτώσουν τα θύματα. Η τάση του αυτή αποδόθηκε στην επιθυμία του να έχει πλήρη κυριαρχία και έλεγχο πάνω στα θύματα του (Keppel et al. ) (Solarino et al., 2019).

Από την άλλη, οι Dutton & Kerry (1999), μελετώντας περιπτώσεις υπερφονικότητας, αναφέρουν πως οι ανθρωποκτονίες αυτού του είδους υποκινούνται από έντονο αίσθημα οργής, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο και οργανωμένο και έτσι έγιναν είτε με μαχαίρι, προκαλώντας 5-25 μαχαιριές είτε με γυμνά χέρια (Solarino et al., 2019).

Οι Solarino et al. (2019) μελέτησαν 13 περιπτώσεις υπερφονικότητας, θέλοντας να εντοπίσουν τα χαρακτηριστικά των θυμάτων, τα εγκληματικά πρότυπα των δραστών, τα αίτια και τους τρόπους των εγκλημάτων, τα όπλα, καθώς και τη σχέση ανάμεσα σε θύτες και θύματα. Στα αποτελέσματα τους, τα θύματα ήταν 6 άνδρες και 7 γυναίκες, μέσης ηλικίας 42.7 ετών. Ο τόπος δολοφονίας στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν το σπίτι του θύματος, ενώ σε μία περίπτωση ήταν ο χώρος εργασίας του θύματος, ενώ μετά τη δολοφονία 4 από τους δράστες μετέφεραν το πτώμα έτσι ώστε να καλύψουν την ανθρωποκτονία και σε δύο περιπτώσεις έκαψαν το πτώμα, με τη διαφορά πως στη μία από τις δύο ο δράστης δεν έκαψε τα δάχτυλα, προκειμένου να είναι δυνατή η αναγνώριση του πτώματος. Όσον αφορά το όπλο, στο 77% των περιπτώσεων χρησιμοποιήθηκε μαχαίρι, είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με στραγγαλισμό είτε με κάποιο αμβλύ αντικείμενο. Ο αριθμός των τραυμάτων που είχαν προκαλέσει οι θύτες κυμαίνονταν από 15 έως 107 μαχαιριές, ενώ ένα από τα θύματα είχε βρεθεί κατακρεουργημένο με ταυτόχρονη χρήση κατσαβιδιού και ψαλιδιού. Σε πέντε περιπτώσεις, το μαχαίρι χρησιμοποιήθηκε για κόψιμο του λαιμού, ενώ τα τραύματα ήταν κυρίως στο κρανίο με την πρόκληση καταγμάτων και εγκεφαλικής αιμορραγίας, ενώ σε τρεις περιπτώσεις υπήρξε γενικευμένη κοιλιακή αιμορραγία από πολλαπλά τραύματα στην αορτή και τον σπλήνα. Ακόμη, σε δύο περιπτώσεις, μετά τη δολοφονία ακολούθησε και ακρωτηριασμός του σώματος (Solarino et al., 2019).

Οι δράστες, στις μελέτες που αναλύθηκαν, ήταν όλοι άνδρες, μέσης ηλικίας 32,6 ετών, εκτός από έναν που ήταν ανήλικος. Οι πέντε από αυτούς είχαν ιστορικό ψυχικής νόσου, ενώ κάποιοι ήταν σε θεραπεία. Ένας από τους δράστες κρίθηκε αθώος λόγω μη καταλογισμού, αφού έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια και κατά τη διάρκεια του εγκλήματος βρισκόταν σε ψυχωτικό επεισόδιο, ενώ η σχέση του με το θύμα ήταν ισχυρή με σαδομαζοχιστικά στοιχεία. Τέλος, όλοι οι δράστες ήταν απογοητευμένοι και εξοργισμένοι και είχαν προσπαθήσει να ελέγξουν αυτό το συναίσθημα της οργής, όντας όμως επιρρεπείς στη βία, τελικά τους κυρίευσε η οργή (Solarino et al., 2019).

 

 

  • Συνήθη όπλα υπερφονικότητας

 

Στις ανθρωποκτονίες, τα όπλα ή οι πολλαπλοί τρόποι θανάτωσης είναι οι πιο συνήθεις τρόποι εκτέλεσης του εγκλήματος. Τα διαφορετικά όπλα με τα οποία χρησιμοποιούνται στις δολοφονίες, μπορούν να δώσουν διαφορετικά στοιχεία για τις προθέσεις του εγκλήματος, καθώς και το είδος της σχέσης ανάμεσα σε θύμα και θύτη. Συγκεκριμένα, οι Last & Fritzon (2005), αναφέρουν πως το όπλο που έχει χρησιμοποιηθεί μπορεί να δώσει στοιχεία για το αν η πράξη ήταν παρορμητική και απρογραμμάτιστη ή αν ο θύτης είχε φέρει όπλο στον χώρο του εγκλήματος, που σημαίνει πως περίμενε να υπάρξει σύγκρουση. Μάλιστα, το αν ο θύτης έχει φέρει εξαρχής μαζί του το όπλο στον χώρο του εγκλήματος, μπορεί να δώσει στοιχεία για τα κίνητρα του δράστη και να επηρεάσει και την απόφαση του δικαστηρίου (Martins, 2019). Ακόμα, σύμφωνα με τους Slović, Vitosevic, Zivkovic-Zaric, Mladjenovic & Todorovic (2017), δίνει πληροφορίες για τη σχέση του θύματος με το θύτη.

Ο τύπος του όπλου που θα επιλέξει ο δράστης δίνει επίσης πληροφορίες. Τις περισσότερες φορές, στην υπερφονικότητα, οι ανθρωποκτονίες γίνονται συνήθως μέσω θανατηφόρων πυροβολισμών,  που ακολουθούνται από βία και πρόκληση τραυματισμών με αιχμηρά αντικείμενα ή/και πρόκληση ασφυξίας (Erickson & Thiblin, 2002).

Tα συνηθέστερα όπλα που χρησιμοποιούνται είναι (Martins, 2019):

  • Πυροβόλα όπλα- περίστροφα: Η επιλογή των συγκεκριμένων όπλων μπορεί να οφείλεται στην απόσταση που επιτρέπει να διατηρηθεί ανάμεσα σε θύμα και δράστη, στη μεγαλύτερη «σιγουριά» πως θα έχει το επιθυμητό για τον δράστη αποτέλεσμα και η ευκολία πρόσβασης στο συγκεκριμένο τύπο όπλων. Βέβαια, το αν ένα χτύπημα θα είναι θανατηφόρο, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα, αν η σφαίρα περάσει από οστό, όργανα ή μαλακούς ιστούς, ενώ μερικά όπλα είναι φτιαγμένα για την εκτόξευση πολλαπλών σφαιριδίων ταυτόχρονα, έχοντας έτσι πιθανότητα να χτυπήσουν πολλά σημεία μαζί. Συνήθως, στα πυροβόλα όπλα, ο θάνατος μπορεί να προκληθεί και με μία μόνο βολή, οπότε ο αριθμός των τραυμάτων είναι σημαντικός δείκτης αξιολόγησης για το αν πρόκειται για περιστατικό υπερφονικότητας ή όχι, αφού είναι μία μέθοδος που δεν απαιτεί την πρόκληση πολλών τραυμάτων για να είναι θανατηφόρα.
  • Μαχαίρια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα: Πρόκειται για τη δεύτερη πιο δημοφιλή επιλογή όπλου στις ανθρωποκτονίες, ενώ στην περίπτωση της υπερφονικότητας, τα τραύματα δεν είναι μόνο από μαχαίρια, αλλά και από άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Οι Radojevic, Bojana, Stojan at al. (2013) υποστηρίζουν πως οι πολλαπλές μαχαιριές είναι αποτέλεσμα του έντονου συναισθήματος του δράστη και μπορεί να χαρακτηρίζεται από ζήλια που σχετίζεται με την ερωτική ζωή του ατόμου ή κάποια παραφιλία και να συνοδεύεται ακόμη και από ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων. Ακόμη, οι Bell & Vila (1996) αναφέρουν πως τα εγκλήματα με πολλαπλές μαχαιριές είναι συχνότερα σε περιπτώσεις ομοφυλόφιλων και παρόλο που η διαφορά που σημειώνεται δεν είναι στατιστικώς σημαντική, μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια των κοινωνικών αντιλήψεων για τις σχέσεις μεταξύ ομοφυλοφίλων.
  • Τραύμα από αμβλύ αντικείμενο: Το τραύμα που προέρχεται από ένα δυνατό χτύπημα από κάποιο αντικείμενο ή εργαλείο δεν είναι τόσο συχνό όσο οι δύο προηγούμενες κατηγορίες. Μπορεί να είναι χτύπημα από οποιοδήποτε αντικείμενο, αλλά μπορεί να αφορά και χτυπήματα που προέρχονται από γροθιές και κλωτσιές. Με αυτή την κατηγορία όπλων είναι δύσκολο να καθοριστεί αν πρόκειται για υπερφονικότητα ή όχι, καθώς ο αριθμός των τραυμάτων που προέρχονται από αμβλύ αντικείμενο μπορεί να είναι αυξημένος λόγω της έλλειψης γνώσης για το τι μπορεί να προκαλέσει το αντικείμενο και πόση δύναμη χρειάζεται.
  • Ασφυξία: Δεν αποτελεί συνήθη μέθοδο για την πρόκληση θανάτου, όμως η συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνει και τον στραγγαλισμό με τα χέρια ή με κάποιο αντικείμενο. Μερικές φορές η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση του θύματος.
  • Ακρωτηριασμός: Σύμφωνα με τον Dorland (2007), ο ακρωτηριασμός είναι η αφαίρεση ενός μέλους του σώματος ή ενός οργάνου από το θύμα ή η πρόκληση σοβαρής παραμόρφωσης. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο διαμελισμός (Martins, 2019).

 

 

 

  1. Υπερφονικότητα και ψυχιατρικές διαταραχές

 

  • Ψύχωση και υπερφονικότητα

     

Κατά καιρούς, πολλές έρευνες έχουν συνδέσει τις ψυχικές διαταραχές και ιδιαίτερα κάποια είδη ψυχώσεων με τις εγκληματικές ενέργειες και κυρίως η σχιζοφρένεια, το οξύ οργανικό ψυχοσύνδρομο και η ψυχωσική διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς (Δουζένης, 2010). Βέβαια, η σύνδεση αυτή δεν επιβεβαιώνεται πλήρως, καθώς έρευνες έχουν δείξει πως η αναλογία ασθενών με σχιζοφρένεια που μπορεί να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορά που να φτάσει μέχρι και σε ανθρωποκτονία στον χρόνο είναι 1/33000 γυναίκες και 1/3000 άνδρες, ενώ είναι περισσότερες οι πιθανότητες το άτομο να κάνει κακό στον εαυτό του (Sadock, Sadock & Ruiz, 2015).

Σύμφωνα με τους Petroni, Mandarelli, Marasco et al. (2021), οι σχιζοφρενείς ασθενείς έχουν 4 έως 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να διαπράξουν κάποιο βίαιο έγκλημα σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, χωρίς αυτή τη διαταραχή. Ακόμη, Ιταλική έρευνα των Catanesi, Mandarelli, Ferracuti et al. (2019). σε ψυχιατρικούς κρατούμενους με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας ή της απόπειρας ανθρωποκτονίας, έδειξε πως το 46% των δραστών έπασχαν από σχιζοφρένεια.

Σύμφωνα με την Τσαλίκογλου (1989): «Ένας πρώτος μύθος που αναπτύσσεται είναι εκείνος που ταυτίζει τη σχιζοφρένεια µε την επικινδυνότητα και τον σχιζοφρενή µε ένα εν δυνάμει εγκληματικό άτομο, ενώ ένας δεύτερος μύθος είναι εκείνος που θεωρεί το έγκλημα του σχιζοφρενούς “αναίτιο”, “δίχως κίνητρο”, “παρορμητικό”. Οι αντιλήψεις αυτές είναι συνυφασμένες µε τη διαιώνιση δοξασιών, που έχουν τις ιστορικές τους καταβολές σε αλλοτινές εποχές, όπου η έννοια του τρελού συγχέονταν µε εκείνη του εγκληματία». Ένας από τους λόγους που η σχιζοφρένεια έχει συνδεθεί με εγκληματικές ενέργειες, είναι τα θετικά και αρνητικά συμπτώματα του ασθενούς, όπως για παράδειγμα η αποδιοργανωμένη σκέψη ή η όξυνση των θετικών συμπτωμάτων με την εμφάνιση  διωκτικού παραληρήματος ή  ψευδαισθήσεις που σχετίζονται με την ασφάλεια του ασθενούς (Sadock, Sadock & Ruiz, 2015).

Σύμφωνα με τη Μαρκοπούλου (2015), μία άλλη περίπτωση αύξησης της επικινδυνότητας είναι η έλλειψη ψυχιατρικής παρέμβασης κατά την οξεία φάση της ψύχωσης ή η απότομη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής με αποτέλεσμα τα συμπτώματα του ασθενούς να είναι ανεξέλεγκτα.

Βέβαια, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στις περιπτώσεις εγκληματικών ενεργειών και στην αναφορά σε ψυχική διαταραχή, καθώς υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν και εξηγούν και το γιατί δεν είναι όλοι οι ασθενείς επιθετικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του Θεόφιλου Σεχίδη, ο οποίος, το 1996, σκότωσε τους γονείς, την αδερφή, τη γιαγιά και τον θείο του και εν συνεχεία, δεν σταμάτησε στον φόνο, αλλά τεμάχισε τα πτώματα, αφαίρεσε τους εγκεφάλους από τα πτώματα και τους τοποθέτησε στο ψυγείο με σκοπό να τους μελετήσει. Όπως ανέφερε τότε ο κατηγορούμενος, αφορμή για τον φόνο αποτέλεσε μία συζήτηση που είχε ακούσει μεταξύ των γονέων του, κατά την οποία λέγανε πως δεν είναι δικό τους παιδί. Στη συνέχεια, υποστήριξε πως γνώριζε ότι θα προσπαθούσαν να τον βγάλουν από τη μέση και για το λόγο αυτό έπρεπε να προλάβει να τους σκοτώσει ο ίδιος πρώτος. Χαρακτηριστικό δείγμα υπερφονικότητας στην περίπτωση του Σεχίδη, είναι και το γεγονός πως ενώ ήδη είχε πυροβολήσει τον πατέρα του, εν συνεχεία του έκοψε τον λαιμό με μαχαίρι.

Στην περίπτωση του Σεχίδη και την πιθανότητα πως έπασχε από σχιζοφρένεια, ο καθηγητής κύριος Κουράκης, σκιαγραφώντας το προφίλ του δράστη, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά:  «Υποστηρίχθηκε ότι ο Σεχίδης πάσχει από κάποια μορφή σχιζοφρενικής ψύχωσης µε παραληρήματα καταδίωξης κ.λπ., ψευδαισθήσεις, διαταραχές της σκέψης, του συναισθήματος και της βούλησης. Ωστόσο, οι σχιζοφρενικές αυτές καταστάσεις προϋποθέτουν εξ ορισμού ότι ο άρρωστος χάνει την επαφή µε την πραγματικότητα και κλείνεται σε έναν ανύπαρκτο δικό του φανταστικό κόσμο, όπου δήθεν όλοι τον καταδιώκουν και τον απειλούν, χωρίς αυτό να σημαίνει στ΄αλήθεια. Στην περίπτωση Σεχίδη όμως, οι «κίνδυνοι» ήταν κατά έναν βαθμό υπαρκτοί, αφού ο πατέρας του και ο θείος του, παρεξηγώντας την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του επέμεναν να τον πείσουν να υποβληθεί σε ψυχιατρικές εξετάσεις και να τον οδηγήσουν στο ψυχιατρείο, πράγμα που ο δράστης ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει. Πιστεύω λοιπόν ότι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις κρίσεις µας για το εάν ο Σεχίδης είναι πράγματι ψυχωσικός και να σκεφθούμε μήπως είναι µόνο ψυχικά ανώμαλος χωρίς ψυχιατρικό υπόβαθρο» (Παπαϊωάννου, 2010). Από την άλλη, οι Πανούσης, Δημόπουλος και Κασσαδέτης (1985) μίλησαν, όχι μόνο για ψυχοπάθεια, αλλά και για ουσιαστική ανθρωποθυσία, υποστηρίζοντας πως: «Αυτή η πρόσφατη “πατρο-µητρο-αδελφο-συγγενο- κτονία”, συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία µιας ανθρωποθυσίας, µε στόχο την εξαφάνιση του “οίκου” και του “γένους” ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση. Ο δράστης –πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του “φυσιολογικού”- αποφάσισε να “µείνει µόνος”(γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος). Στην περίπτωση αυτή, σίγουρα συναντάμε ψυχοπάθεια» (Χιόνης & Τζίφα, 2010).

Οι Trotta, Mandarelli, Ferorelli et al. (2021) ασχολήθηκαν με την υπόθεση ενός ενήλικα άνδρα που έπασχε από σχιζοφρενική διαταραχή και από το «Σύνδρομο του Σωσία» (Capgras Syndrome). Ο συγκεκριμένος είχε διαπράξει πατροκτονία, η οποία παρουσίαζε υπερβολική αγριότητα και αδικαιολόγητη βία, αφού ο δράστης είχε χρησιμοποιήσει πολλαπλά θανατηφόρα μέσα. Το Σύνδρομο του Σωσία χαρακτηρίζεται από παραληρητικές ιδέες και συγκεκριμένα πρόκειται για παραληρητικό σύνδρομο εσφαλμένης αναγνώρισης, όπου το άτομο υποστηρίζει πως ένα γνωστό του άτομο έχει αντικατασταθεί από ένα άλλο πανομοιότυπο πρόσωπο με σκοπό την εξαπάτηση. Οι παραληρητικές αυτές ιδέες σε συνδυασμό με το παραλήρημα της σχιζοφρενικής νόσου ήταν που λειτούργησαν ως παράγοντες για την υπερφονικότητα. Είναι συχνό επίσης, ειδικά σε περιπτώσεις πατροκτονίας, ο δράστης, λόγω των παραισθήσεων, να αντιλαμβάνεται τον πατέρα του ως απειλητικό πρόσωπο και μάλιστα να κατηγορεί το θύμα για την εσωτερική ένταση που του προκάλεσε και τον έκανε να διαπράξει το έγκλημα (Trotta et al., 2020).

Η συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή στην ψύχωση είναι πολύ σημαντική και μπορεί να συμβάλλει κατά πολύ στην αποτροπή της επιθετικότητας και της βίαιης συμπεριφοράς στους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Για παράδειγμα, μελέτη των Ascher- Svanum et al. (2006), που παρακολούθησε για 3 χρόνια 1906 ασθενείς με σχιζοφρένεια, κατάληξε στο συμπέρασμα πως η μη συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή κατά τον πρώτο χρόνο θεραπείας σχετιζόταν με πιο πολλές επισκέψεις στα επείγοντα ή νοσηλείες, καθώς και χρήση ουσιών μέσα στα επόμενα χρόνια (Μαρκοπούλου, 2021). Ακόμη, είχαν 1,8 περισσότερες πιθανότητες να είναι οι ίδιοι θύματα εγκληματικής ενέργειας και 2,2 περισσότερες πιθανότητες να συλληφθούν, σε σχέση με όσους λάμβαναν κανονικά τη φαρμακευτική αγωγή. Αργότερα, οι Nielssen & Large (2010), συγκρίνοντας ασθενείς που κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο μπήκαν σε φαρμακευτική αγωγή με εκείνους που δεν πήραν κάποια θεραπεία, διαπίστωσαν πως στους ασθενείς που δεν ελάμβαναν κάποια αγωγή είχαν 15,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να διαπράξουν ανθρωποκτονία (αν και κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είναι σπάνιο), συγκριτικά με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία (Μαρκοπούλου, 2021).

 

  • Άλλες ψυχιατρικές διαταραχές και υπερφονικότητα

 

Κάποιες από τις διαταραχές προσωπικότητας έχουν επίσης αναφερθεί ως σχετιζόμενες με εγκληματικές ενέργειες. Για παράδειγμα, έρευνα των Espelage, Cauffman, Boidy et al. (2003), η οποία έγινε στην Καλιφόρνια, εξέτασε το προφίλ προσωπικότητας 141 ανήλικων κρατουμένων, με τη χρήση του MMPI- Minnesota Multiphasic Personality Inventory και εντόπισαν πως στα αγόρια υπήρξε αύξηση της κλίμακας της παράνοιας, της ψυχασθένειας, της σχιζοφρένειας και της ψυχοπαθητικής απόκλισης, ενώ άλλες μελέτες έχουν δείξει πως οι ασθενείς με σχιζότυπη, σχιζοειδή ή παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας, δηλαδή διαταραχές προσωπικότητας τύπου Α, έχουν περισσότερες πιθανότητες να διαπράξουν κάποια βίαιο έγκλημα, συγκριτικά με τους ασθενείς με διαταραχή προσωπικότητας τύπου Β, όπως για παράδειγμα η αντικοινωνική διαταραχή (Αποστολόπουλος και συν., 2018).

Ακόμη, μερικές φορές βίαιη συμπεριφορά μπορεί να προκύψει και από την παρουσία κάποιου παραληρήματος παρανοϊκού τύπου ή ψευδαισθήσεων στην οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή την αντικοινωνική (Μαρκοπούλου, 2019). Έρευνα στην Αϊόβα που έγινε από τους Black et al. (2007) εντόπισε πως η οριακή διαταραχή προσωπικότητας στους κρατουμένους ήταν 29,5% (Μαρκοπούλου, 2021).

Μία άλλη κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε εγκληματική ή βίαιη συμπεριφορά είναι όταν η ψυχική διαταραχή συνυπάρχει με κατάχρηση ουσιών. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως ο κίνδυνος αυξάνεται κατά 1,9 έως 3,7 φορές, ενώ αν υπάρχει ιστορικό παραβατικής συμπεριφοράς, οι πιθανότητες αυξάνονται κατά 2.5 φορές (Δουζένης, 2010).

Όσον αφορά τις συναισθηματικές διαταραχές, ακόμη και στις περιπτώσεις που εντοπίζεται σε κρατούμενους για ανθρωποκτονία, δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για το αν η διαταραχή προϋπήρχε ή αν εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής. Έρευνα των Fazel & Seewald (2012), συγκεντρώνοντας στοιχεία από 24 χώρες (N=33.588 κρατούμενοι), εντόπισαν πως το 14,1% των γυναικών και το 10,2% των ανδρών έπασχε από μείζονα κατάθλιψη, ενώ ο Teplin (1990) είχε αναφέρει πως στους κρατούμενους στις ΗΠΑ υπήρχε 2-3 φορές μεγαλύτερη επικράτηση της καταθλιπτικής διαταραχής συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό (Μαρκοπούλου, 2021).

Θα πρέπει βέβαια να λαμβάνεται υπόψη πως κάποιοι ψυχοπαθείς δράστες μπορεί να διαπράξουν περίεργες ανθρωποκτονίες που να χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό τραυμάτων που προκαλούνται από μαχαιρώματα του θύτη στο θύμα, χωρίς να υπάρχει κάποια προσωπική σύγκρουση (Bohnert, Huttemann & Schmidt, 2011).

 

  • Η περίπτωση του «Βρασμού Ψυχικής Ορμής»

 

Η έννοια του «Βρασμού Ψυχικής Ορμής», είναι μία έννοια που ακούγεται συχνά κατά τη διαδικασία υπεράσπισης κατηγορουμένων που έχουν διαπράξει ανθρωποκτονία. Σύμφωνα με τον Χωραφά (1978),  «ο βρασμός ψυχικής ορμής έγκειται εν τω αποκλεισμώ της σκέψεως, ήτοι της σταθμίσεως των αιτίων των κινούντων προς τέλεσιν της πράξεως και των συγκρατούντων από την τέλεσιν αυτής, τω οφειλομένω εις ψυχικήν υπερδιέγερσιν προκαλουμένην εκ της αιφνιδίας υπερεντάσεως συναισθήματος ή πάθους» (Ασπιώτη, 2017). Αυτός ο ορισμός ήταν και από τους πρώτους που επικράτησαν στη νομική ορολογία, ενώ στη συνέχεια διατυπώθηκαν αρκετοί άλλοι, έχοντας όμως αυτόν ως βάση. Πρόκειται δηλαδή για μία κατάσταση όπου υπάρχει αποκλεισμός της σκέψης του δράστη σχετικά με τα κίνητρα της τέλεσης του εγκλήματος, αλλά και αναστολή της σκέψης αναφορικά με ό,τι θα μπορούσε να αποτρέψει την πράξη, από τη στιγμή που ο αποκλεισμός της σκέψης σχετίζεται με αιφνίδια υπερένταση πάθους ή συναισθήματος (Ασπιώτη, 2017).

Ακόμη, ο Μπέκας (2002) αναφέρει πως ο βρασμός ψυχικής ορμής περιγράφει «μια ψυχική κατάσταση συναισθηματικής έξαρσης, ιδιαίτερα μεγάλης έντασης, που εμποδίζει τη λειτουργία των ανασταλτικών μηχανισμών του υπερεγώ του δράστη, ο οποίος αποφασίζει και εκτελεί την πράξη του χωρίς να μπορέσει να σταθμίσει τη σημασία της ανθρωποκτονίας, που εκείνη τη στιγμή φαντάζει για εκείνον μονόδρομος», ενώ ο Παπαϊωάννου (2001), αναφέρει πως: «Ως βρασμός ψυχικής ορμής ορίζεται η ψυχική υπερδιέγερση, από απότομη και αιφνίδια υπερένταση, κάποιου συναισθήματος ή πάθους (πχ. οργής, φόβου, έρωτος, ζηλοτυπίας, φιλοτιμίας, θλίψης, απελπισίας)η οποία, α) έχει προκαθορισμένη κατεύθυνση, σκοπό και αντικείμενο και β) επειδή φτάνει, κατά τη συμβολική έκφραση του νόμου, σε κατάσταση βρασμού, αποκλείει την ψυχική ηρεμία η οποία απαιτείται για τη στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην τέλεση μιας αξιόποινης πράξης ή συγκρατούν από την τέλεση αυτής» (Ασπιώτη, 2017).

Η περίπτωση του εν βρασμού ψυχικής ορμής είναι ένα κρίσιμο σημείο για την ποινική δίκη, καθώς μπορεί να αποτελέσει διαχωριστικό σημείο για το αν υπήρξε ανθρωποκτονία από πρόθεση, δηλαδή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και έτσι να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή ή να λειτούργησε εν βρασμώ (Άρθρο 299 Ποινικού Κώδικα) (Ανδρέου, 2020).  Σύμφωνα με τον Ανδρουλάκη (1974), στο δικαστήριο πρέπει να αποδειχθούν δύο χαρακτηριστικά στην πράξη του δράστη, έτσι ώστε να γίνει λόγος για βρασμό ψυχικής ορμής. Το πρώτο είναι το απροπαρασκεύαστο της εκτέλεσης, το γεγονός δηλαδή πως ο δράστης δεν είχε οργανώσει το έγκλημα, ούτε είχε μαζί του το όπλο και το δεύτερο είναι το αιφνίδιο του εγκλήματος, δηλαδή πως πρόκειται για ένα έγκλημα της στιγμής και όχι για ένα προμελετημένο έγκλημα (Ανδρέου, 2020).

Ένα σημείο που έχει σημασία επίσης για τον Ποινικό Κώδικα είναι η χρονική διάρκεια του βρασμού ψυχικής ορμής. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα, ο βρασμός ψυχικής ορμής πρέπει να υπάρχει τόσο κατά την απόφαση τέλεσης της ανθρωποκτονίας όσο και κατά την εκτέλεση της από τον δράστη. Μάλιστα, ο Ανδρουλάκης (1974) υποστηρίζει πως η τέλεση της πράξης θα πρέπει να ακολουθεί άμεσα την απόφαση και να μη μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψης απόφασης και της τέλεσης του εγκλήματος, καθώς τότε ενδέχεται να έχει μεσολαβήσει και διάστημα ψυχική ηρεμίας (Ασπιώτη, 2017).

Η έννοια του εν βρασμώ ψυχικής ορμής δεν είναι ίδια με την έννοια του καταλογισμού, αφού στην περίπτωση αυτή, ο δράστης είναι ικανός προς καταλογισμό, όμως, σύμφωνα με τον Χαραλαμπάκη (2014), η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των κανόνων δικαίων απαιτεί πολύ μεγαλύτερη βουλητική και διανοητική προσπάθεια, σε σχέση με το κανονικό, γι’ αυτό και υπάρχει ευνοϊκότερη μεταχείριση (Ανδρέου, 2020).

Ουσιαστικά, προκειμένου να υπάρξει απόφαση για μία ανθρωποκτονία θα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση των παρακάτω σημείων (Τσάμου, 2019):

  • Αν ο δράστης αποδεικνύεται πως τελούσε εν βρασμώ ψυχής τόσο κατά τη λήψη της απόφασης τέλεσης της πράξης όσο και κατά την τέλεση της
  • Αν ο δράστης αποδεδειγμένα αποφάσισε ή/και εκτέλεσε την ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπότε δε χρειάζεται και περαιτέρω διερεύνηση της ψυχικής του κατάστασης
  • Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί πως ο θύτης πήρε την απόφαση και εκτέλεσε την πράξη σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας, όμως υπάρχουν και ερωτηματικά για το αν βρισκόταν σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής, τότε τιμωρείται βάσει της διάταξης του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα

 

 

 

 

  1. Συσχέτιση υπερφονικότητας με προανακριτικό υλικό

 

Ως ανακριτική πράξη θεωρείται οποιαδήποτε ενέργεια διενεργείται από ανακριτική αρχή και πραγματοποιείται για την επιβεβαίωση της τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, την ανακάλυψη του δράστη και την εξασφάλιση της μετέπειτα πορείας της ποινικής δίκης (Πατσιαλά, 2021).

Ένα από τα πρώτα στοιχεία που καταγράφεται αναφορικά με την εγκληματική πράξη είναι η ευρύτερη κατηγορία στην οποία ανήκει το έγκλημα. Μια πρόσφατη προσπάθεια κατηγοριοποίησης των εγκλημάτων έγινε από τους Ressler et al. (1986), οι οποίοι έχοντας ως βάση τις ενέργειες του δράστη στον τόπο του εγκλήματος, μίλησαν για δύο κατηγορίες δράσεων, τις οργανωμένες και τις αποδιοργανωμένες. Η βασική διαφορά ανάμεσα τους είναι πως στα αποδιοργανωμένα εγκλήματα, ο δράστης συνήθως αφήνει μια χαοτική σκηνή εγκλήματος και χρησιμοποιεί μεθόδους που μπορεί να εκφράζουν υπερβολή, όπως ακρωτηριασμό (Trojan, Salfati & Schanz, 2019).

Κάποιες φορές η αστυνομική προανάκριση συγχέεται με την προκαταρκτική εξέταση, όμως ένας τέτοιος συσχετισμός είναι εσφαλμένος αφού πρόκειται για δύο έννοιες που δεν ταυτίζονται. Παρόλο που και οι δύο πράξεις έχουν ως στόχο τη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης και τον εντοπισμό του δράστη και που η διεξαγωγή τους δε σημαίνει αυτόματα και έναρξη της ποινικής δίωξης, έχουν μία βασική διαφορά. Η αστυνομική προανάκριση είναι δεδομένη στην προκαταρκτική εξέταση και είναι η διαδικασία κατά την οποία θα δοθούν όλα τα συγκεντρωμένα στοιχεία στον Εισαγγελέα και εκείνος θα αποφασίσει τη μετέπειτα πορεία των ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης και της προκαταρκτικής εξέτασης. Μία ακόμη διαφορά είναι οι αυστηρές προδιαγραφές που πρέπει να τηρούνται κατά την αστυνομική προανάκριση, όπως το γεγονός πως ο ανακριτικός υπάλληλος, ως μη δικαστικός λειτουργός, δεν έχει δικαίωμα κρίσης ή εκτίμησης, ούτε και δικαίωμα μαρτυρίας (Κριτσέλη, 2003).

 Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της ανακριτικής διαδικασίας (ανάκριση), είναι και η προανάκριση. Όπως αναφέρεται στον Καλαντζή (2021), σύμφωνα με το άρθρο 239 §1, η ανάκριση στοχεύει στη «συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό». Η προανάκριση μπορεί να διενεργηθεί από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο και περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πράξεις για την υπόθεση, όπως είναι η συλλογή στοιχείων, η εξέταση μαρτύρων και ότι άλλο χρειάζεται, για να επιστρέψει ολοκληρωμένη την εισαγγελική παραγγελία στον εισαγγελέα (Καλαντζής, 2021).

Στις περιπτώσεις πολλαπλών τραυμάτων σε διαφορετικές περιοχές του σώματος, θα πρέπει να γίνεται προσεκτική αξιολόγηση των βασικών χαρακτηριστικών του εγκλήματος, δηλαδή του αριθμού των τραυμάτων, τη μορφολογία και την κατανομή τους στο σώμα, καθώς και την ταυτοποίηση του όπλου. Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μεταθανάτιες τοξικολογικές εξετάσεις που μπορεί να δείξουν την παρουσία τοξικών ουσιών ή μεγάλης ποσότητας αλκοόλ (Gentile et al., 2020).

Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι πως τα χτυπήματα έχουν συμβολική αξία για τον δράστη, όπως η συνέχιση μιας βεντέτας ή τα πολλαπλά τραύματα να οφείλονται από περισσότερους του ενός θύτες ή να γίνονται επίτηδες με σκοπό να μπερδευτούν οι αρχές (Μπούτσικα, 2014). Η περίπτωση της «Υπερφονικότητας» ανήκει στην «Υπογραφή (Signature)» του δράστη, αφού σκοπός της δεν είναι να προκαλέσει μόνο τον θάνατο, μιας που αυτό μπορεί ήδη να έχει επέλθει, αλλά αποσκοπεί στην ψυχολογική ικανοποίηση εσωτερικών αναγκών και ορμών του δράστη. Αν αφορούσε μόνο την ολοκλήρωση του εγκλήματος, τότε θα άνηκε στον «Τρόπο Δράσης (Modus Operandi)» του δράστη (Μπούτσικα, 2014). Φαίνεται πως γενικά υποδηλώνει οργή και μίσος προς το θύμα, κάτι που σημαίνει πως είτε θύτης και θύμα είχαν κάποιο παρελθόν ή πως το έγκλημα έχει κάποια συμβολική αξία για τον δράστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άνδρες που δολοφονεί και κατακρεουργεί γυναίκες που εκδίδονται για να εκδικηθεί, συμβολικά, τη μητέρα του που έβλεπε να έχει έκλυτο βίο, όσο ήταν μικρός. Την πιθανότητα αυτή ενισχύει και η τοποθέτηση του πτώματος σε κάποια αποτρόπαια θέση, δείχνοντας έτσι μία προσπάθεια απανθρωποποίησης του θύματος στο μυαλό του θύτη, αλλά εκδηλώνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, την οργή του δράστη, αφού με τον τρόπο αυτό δεν θέλει να στερήσει μόνο τη ζωή από το θύμα, αλλά και την ανθρώπινη του υπόσταση (Μπούτσικα, 2014). Παράδειγμα τοποθέτησης σε τέτοια θέση είναι η τοποθέτηση του σώματος του θύματος σε στάση που να είναι σαν να ποζάρει σε κάποιον για να φωτογραφηθεί (Solarino, Punzi, Di Vella et all., 2019).

Η «Υπογραφή» ενός θύτη δεν αφορά τον τρόπο που επιλέγει ο δράστης να κάνει το έγκλημα, να απομακρυνθεί από τον χώρο του εγκλήματος και να διαφύγει της σύλληψης, αλλά συνδέεται με την ψυχολογική κατάσταση του δράστη, την ικανοποίηση μιας εσωτερικής του προσωπικής ανάγκης (Μπούτσικα, 2012). Πολλές φορές το έγκλημα παίρνει τη μορφή τελετουργίας και μπορεί να έχει έναν συμβολικό χαρακτήρα ή να σχετίζεται με αυτό που συμβολίζει το θύμα στα μάτια του θύτη και προσπάθεια επιβολής (Μπούτσικα, 2012).

 

 

 

  1. Η έννοια του καταλογισμού

 

Η ικανότητα καταλογισμού αποτελεί μία σημαντική έννοια που αναφέρεται στο κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι σε θέση να αντιληφθεί τις  κατηγορίες που τον βαραίνουν και άρα μπορεί να δικαστεί (Γιοβαννούδα, 2015), ενώ στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για «ανικανότητα για καταλογισμό». Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, ο όρος «ανικανότητα για καταλογισμό» χρησιμοποιείται όταν «η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν την διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη του για το άδικο αυτό» (Γιοβαννούδα, 2015). Ως «ακαταλόγιστος» δράστης, το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα ορίζει πως μπορεί να χαρακτηριστεί ο δράστης στην περίπτωση που «κατά τη διάρκεια της διάπραξής της ο δράστης, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το αδίκημα αυτό».

Η πρώτη Θεωρία σχετικά με τον «καταλογισμό» ήταν η «Αξιολογική Θεωρία του Καταλογισμού» του Frank, σύμφωνα με την οποία, εφόσον υπάρχει κάποιος λόγος που αποκλείει τον καταλογισμό, ισχύει ο μη καταλογισμός, ακόμη κι αν διαπιστώνεται ψυχική συσχέτιση της πράξης του δράστη και υπάρχει υπαιτιότητα. Αντίθετα, όπως ορίζει το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα, προκειμένου να υπάρξει καταλογισμός του δράστη θα πρέπει να υπάρχει αρχικά η ικανότητα του δράστη για καταλογισμό, δηλαδή να μην επηρεάζεται η συνείδηση των πράξεων και η βουλητική κατάσταση, να υπάρχει συνείδηση του άδικου που χαρακτηρίζει την πράξη, να υπάρχει υπαιτιότητα (δόλος, αμέλεια ή πλάνη) και τέλος, να υπάρχει έλλειψη άλλων λόγων που αποκλείουν τον καταλογισμό ή δυνατότητα συμμόρφωσης (Φύσσα, 2010).

Η ικανότητα καταλογισμού του δράστη κρίνεται συνήθως με τρία κριτήρια, το βιολογικό, το ψυχολογικό και το σύνθετο (Φύσσα, 2010). Το βιολογικό κριτήριο εξετάζει αν υπάρχει κάποια σωματική ασθένεια ή υπάρχει γενικότερα κάποια παθολογική κατάσταση βιολογικά, υπό τη διάγνωση της οποίας τελέστηκε η εγκληματική πράξη. Το ψυχολογικό κριτήριο, εξετάζει την ψυχολογική και βουλητική κατάσταση του κατηγορουμένου, ενώ το σύνθετο μοντέλο, το οποίο συνδυάζει τα δύο παραπάνω, θεωρείται το πιο δίκαιο στον Ποινικό Κώδικα (Φύσσα, 2010).

Κατά την αξιολόγηση περί καταλογισμού, αρχικά σχετίζεται με την ψυχική κατάσταση του δράστη κατά τη διάρκεια τέλεσης του εγκλήματος και αν αυτή τον καθιστά υπεύθυνο για την πράξη του και στη συνέχεια με την ψυχική κατάσταση του δράστη κατά τη δίκη ή σε κάποια άλλη μετέπειτα στιγμή και το κατά πόσο είναι σε θέση να δικαστεί, ανεξάρτητα με το ποια ήταν η ψυχολογική του κατάσταση κατά την τέλεση του εγκλήματος (Φύσσα, 2010).

Βέβαια, ακόμη και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος πάρει τον χαρακτηρισμό του ακαταλόγιστου, μπορεί να μη διώκεται, όμως και πάλι, σύμφωνα με το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα, για λόγους δημόσιας ασφάλειας, επιβάλλεται νομικά ποινή για κράτηση τουλάχιστον έξι μηνών σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα ή ψυχιατρικό νοσοκομείο (Κοτσαλής, 1990). Χαρακτηριστικά, από τον Μάιο του 2016 έως τον Φεβρουάριο του 2017, στα τρία ψυχιατρικά νοσοκομεία της χώρας, νοσηλεύονταν ως ακαταλόγιστου 155 κρατούμενοι (134 άνδρες και 16 γυναίκες). Σε αυτή την περίπτωση ο δράστης έχει τα δικαιώματα που έχουν οι κρατούμενοι στις φυλακές (Φυτράκης, ), στην πράξη όμως αυτό ίσως να μην ισχύει απόλυτα, αφού ο ακαταλόγιστος δράστης που νοσηλεύεται- εκτίει ποινή σε κάποιο ψυχιατρικό τμήμα, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση,  ούτε να πάρει έξοδο, όπως οι κρατούμενοι των φυλακών, αλλά ούτε και να προσβλέπει στη μείωση της ποινής μέσω απόλυσης, όπως ορίζει ο Νόμος 105 ή στην απονομή χάριτος (Γιοβαννούδα, 2015).

Έπειτα, ακόμη και στην περίπτωση που οι θεράποντες ιατροί κρίνουν πως ο κατηγορούμενος έχει βελτίωση, δεν μπορεί να πάρει εξιτήριο ή θεραπευτική άδεια, παρά μόνο αν υπάρξει σχετική δικαστική απόφαση (Γιοβαννούδα, 2015). Έτσι, αρκετές φορές οι ακαταλόγιστοι κατηγορούμενοι μένουν στο ψυχιατρικό τμήμα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, συγκριτικά με ασθενείς που αντιμετωπίζουν την ίδια διαταραχή. Η διάρκεια της κράτησης ορίζεται και από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), σύμφωνα με τον οποίο «Η περίοδος της κράτησης εξαρτάται αποκλειστικά από την εξέλιξη της πάθησης του ασθενούς και από τη μείωση των κινδύνων που δημιουργεί για τη ζωή και την ασφάλεια τη δική του και των άλλων. Μόνο ιατρικές υπηρεσίες είναι σε θέση να κρίνουν τα γεγονότα αυτά. Η σύμπραξη των διοικητικών ή δικαστικών αρχών ή και των δύο γίνεται δεκτή εδώ ως πρόσθετη εγγύηση, αλλά οι αρχές αυτές αποφασίζουν με βάση ιατρικές συμβουλές για την αναγκαιότητα ή μη της παράτασης της διάρκειας της κράτησης. Σε συνάρτηση με την αρχική διαδικασία κράτησης, μόνο καθαρά ιατρικοί λόγοι μπορούν να αναπτυχθούν για την επιμήκυνση ή συνέχιση της κράτησης του ασθενούς» (Γιοβαννούδα, 2015).

Συμπερασματικά, όπως αναφέρεται στην Απόφαση του Αρείου Πάγου 571/1996, κατά τη διαδικασία καταλογισμού θα πρέπει να ελεγχθούν οι παρακάτω διαδικασίες (Ανδρέου, 2020) :

  • Αν υπάρχει η ικανότητα καταλογισμού, αν δηλαδή είναι σε ψυχολογική κατάσταση ο δράστης που καταλαβαίνει την πράξη του και μπορεί να δεχθεί την κοινωνική μομφή, ενώ είναι υγιής πνευματικά και ψυχολογικά
  • Αν υπάρχει υπαιτιότητα του δράστη, δόλος ή αμέλεια
  • Αν υπάρχει συνείδηση δικαίου, δηλαδή αν υπάρχει ή όχι νομική πλάνη
  • Αν υπήρχε η ανθρώπινη δυνατότητα να αποφύγει με κάποιον τρόπο την πράξη που έκανε

 

  1. Ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη

 

  • Τρόπος διενέργειας ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης

 

Σημαντικό κομμάτι της ποινικής διαδικασίας, αποτελεί και η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ξεκινάει με την εντολή εισαγγελέα και ο πραγματογνώμονας καλείται να δώσει απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, να εξετάσει την ισχύ των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και να βοηθήσει ουσιαστικά τις δικαστικές αρχές.

Πρόκειται για μία διαδικασία που ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 49 του Ποινικού Κώδικα, ως:  «η απόφανση προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις εμπειρίας, επιστήμης ή τέχνης αναφορικά µε υφιστάμενη κατάσταση προσώπων ή πραγμάτων ή µε τους όρους κάτω από τους οποίους τελέστηκε ή µπορούσε να τελεστεί ένα γεγονός που έχει σχέση µε το αντικείμενο της ποινικής δίκης» (Iudici, Salvini, Faccio & Caselnuovo, 2015).

Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη βασίζεται σε τρεις άξονες, δηλαδή την κοινωνική ψυχιατρική έρευνα του κατηγορούμενου, την εργαστηριακή και την κλινική εξέταση. Πιο συγκεκριμένα, κατά την κοινωνική ψυχιατρική έρευνα εξετάζεται ο κατηγορούμενος, το ιστορικό του και τα πρόσωπα που συνδέονται μαζί του. Η εργαστηριακή εξέταση αφορά τόσο το βιολογικό όσο και το ψυχολογικό επίπεδο, ενώ στην κλινική εξέταση συμπεριλαμβάνονται η ψυχιατρική και η νευρολογική εξέταση, αλλά και άλλες εξετάσεις που ίσως χρειαστούν (Φύσσα, 2010).

Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα βήματα, τα οποία ακολουθεί η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να ολοκληρωθεί με αποτελεσματικό τρόπο. Πιο αναλυτικά, τα βήματα είναι τα παρακάτω (Κουκουρά, 2020):

 

  • 1ο Βήμα: Προετοιμασία του ψυχιάτρου- πραγματογνώμονα που αναλαμβάνει τη διαδικασία για την υπόθεση και τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει.
  • 2ο Βήμα: Συλλογή όλων των στοιχείων της υπόθεσης, όπως το προανακριτικό υλικό, η δικογραφία, το ιατρικό ιστορικό, καθώς και τα δεδομένα από την εξέταση του κατηγορούμενου. Η εξέταση του κατηγορουμένου πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να περιλαμβάνει τις γνωστικές λειτουργίες, την ιατρική του κατάσταση και το ιστορικό και την ύπαρξη ψυχοπαθολογίας. Κατά τη διαδικασία της εξέτασης, είναι σημαντικό ο πραγματογνώμονας να προσπαθεί να κατανοήσει την ακολουθία της σκέψης του δράστη και των επαναλήψεων που χρησιμοποιεί. Θα πρέπει δηλαδή να είναι σε θέση να κατανοήσει πότε γίνεται προσπάθεια διαστρέβλωσης των γεγονότων και του ιστορικού από τον κατηγορούμενο και να ελέγχει την αξιοπιστία των λεγόμενων του. Για τη λήψη ιστορικού, η πρώτη πηγή είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, έπονται οι μάρτυρες του γεγονότος, άνθρωποι από το περιβάλλον του κατηγορούμενου και τέλος έγγραφα και καταθέσεις από αξιόπιστες πηγές.
  • 3ο Βήμα: Ανάλυση των στοιχείων και πιθανή πρόσθετη διερεύνηση παραγόντων που μπορεί να διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην υπόθεση.
  • 4ο Βήμα: Συγγραφή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και παρουσίαση της στις δικαστικές αρχές.

Παρόλο που γενικά υπάρχει ευελιξία στον τρόπο που πρέπει να συνταχθεί η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει και να είναι πλήρης ως προς τα εξής στοιχεία (Αλεβίζος, 2008):

  • Εισαγωγή (Αναφορά κατηγορίας, ημερομηνίας διορισμού του πραγματογνώμονα, αίτημα της εξέτασης)
  • Χρόνος, τόπος και συνθήκες της εξέτασης
  • Στοιχεία που παρασχέθηκαν
  • Όνομα, ηλικία και επαγγελματική ιδιότητα του εξεταζόμενου
  • Ατομικό, οικογενειακό, ιατρικό και ψυχιατρικό ιστορικό: Προϋποθέτει τη λεπτομερή εξέταση της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του δράστη μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και τη διερεύνηση ύπαρξης ψυχωσικών νοσημάτων σε προηγούμενες γενιές, είτε μέσω του κληρονομικού ιστορικού είτε μέσα από γεγονότα που μπορεί να δείχνουν την ύπαρξη κάποιου ψυχικού νοσήματος. Ακόμη, εξετάζεται η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας και εφόσον υπάρχει διαταραχή, γίνεται διερεύνηση της ψυχικής νόσου, της έναρξης και της πορείας της, αλλά και η τρέχουσα ψυχολογική κατάσταση.
  • Ιστορικό χρήσης ουσιών ή αλκοόλ
  • Αποτελέσματα κλινικής, ψυχοπαθολογικής και εργαστηριακής εξέτασης
  • Περιγραφή της εγκληματικής πράξης, δηλαδή αναφορά στις συνθήκες κατά τις οποίες τελέστηκε η πράξη, η συμπεριφορά και η ψυχολογική κατάσταση του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια τέλεσης, ο τρόπος που έγινε το έγκλημα, αλλά και η στάση του κατηγορούμενου σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση του, η συμπεριφορά του έπειτα από το γεγονός και η αντίδραση του στα μέτρα που έχουν αποφασιστεί εναντίον του.
  • Ψυχιατρική εξέταση και καταγραφή διάγνωσης, κάνοντας αναφορά στα διεθνή διαγνωστικά κριτήρια
  • Καταγραφή συμπερασμάτων και σύνθεση δεδομένων

 

Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη μπορεί να είναι μία σημαντική διαδικασία και να φωτίζει αρκετές πτυχές ενός εγκλήματος, όμως δεν μπορεί να έχει απάντηση για όλα, γιατί τότε το πιο πιθανό είναι πως θα οδηγηθεί σε σφάλματα. Πιο συγκεκριμένα, είναι δύσκολο ο πραγματογνώμονας να αποφανθεί για το ποια ήταν η ψυχική κατάσταση του θύτη κατά τη διάρκεια της τέλεσης του εγκλήματος, καθώς πρόκειται για μία στιγμή που χρονικά βρίσκεται στο παρελθόν και μέχρι τη στιγμή της εξέτασης μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο είναι πιθανό η ψυχολογική κατάσταση του δράστη να έχει αλλάξει (Φύσσα, 2010).

Συμπεράσματα

 

Το φαινόμενο της «Υπερφονικότητας» (Over-killing) αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση εγκληματικής ενέργειας που, αν και δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, συνεχίζει να εμφανίζεται κατά καιρούς απασχολώντας τη διεθνή κοινότητα.

 Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο φαινόμενο να διαφέρει είναι η πρωτοφανής αγριότητα και το μένος που βγάζει ο θύτης προς το θύμα, αφού δεν αρκείται μόνο στον θάνατο του, αλλά συνεχίζει να το τραυματίζει ή να χρησιμοποιεί διαφορετικού τύπου θανατηφόρα μέσα για να αποτελειώσει το θύμα. Έχουν ακουστεί διάφορες απόψεις σχετικά με το λόγο αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς. Κάποια παραδείγματα είναι η ύπαρξη ψυχωτικής διαταραχής, όπως σχιζοφρένεια και το παραλήρημα, ιδιαίτερα όταν είναι διωκτικού τύπου, που μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς και την πιθανότητα τέλεσης κάποιας εγκληματικής πράξης. Βέβαια, στις περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών, επειδή δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται και δεν πρέπει να θεωρείται πως όποιος είναι ψυχικά ασθενής είναι και επικίνδυνος, τις περισσότερες περιπτώσεις που έχουν υπάρξει εγκλήματα με δράστη κάποιον σχιζοφρενή είτε δεν είχε καν διαγνωστεί, μέχρι και την τέλεση του εγκλήματος είτε υπήρχε μη συμμόρφωση στη θεραπεία, ένας παράγοντας που, όπως αναφέρθηκε, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο.

Τόσο στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που σχετίζονται με ψυχιατρικές διαταραχές όσο και στα άλλα εγκλήματα, βασικό κομμάτι της ποινικής διαδικασίας αποτελεί η απόφανση του ψυχιάτρου- πραγματογνώμονα περί καταλογισμού του δράστη. Πρόκειται για την εξέταση του αν ο κατηγορούμενος έχει αντίληψη της πράξης του και είναι σε θέση, γνωστικά και ψυχολογικά, να δικαστεί. Βέβαια, αν ο κρατούμενος κριθεί ως ακαταλόγιστος δε σημαίνει πως απαλλάσσεται των κατηγοριών, αλλά, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, ορίζεται η κράτηση του σε κάποιο ψυχιατρικό τμήμα.

Η απόφαση περί καταλογισμού του δράστη ανήκει στο πλαίσιο της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, μιας διαδικασίας που ζητείται από τον εισαγγελέα, τον ανακριτή ή γενικότερα τις δικαστικές αρχές, προκειμένου να φωτίσει σημεία της υπόθεσης και να δώσει απάντηση σε συγκεκριμένα ερωτήματα που είναι βασικά για την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας. Λόγω της σοβαρότητας και της σημασίας της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης είναι σημαντικό να τηρούνται κάποιοι κανόνες, ο ψυχίατρος- πραγματογνώμονας που αναλαμβάνει τη διενέργεια της να έχει την κατάλληλη εκπαίδευση και να είναι πιστοποιημένος, ενώ η έκθεση που θα συντάξει θα πρέπει να είναι πλήρως τεκμηριωμένη, έτσι ώστε να βοηθήσει τον δικαστή.

Παρόλο που η δουλειά του ψυχιάτρου χαρακτηρίζεται από το απόρρητο των πληροφοριών και των στοιχείων του ασθενούς, στην περίπτωση της εξέτασης, το απόρρητο δεν ισχύει και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο στον κατηγορούμενο από την πρώτη στιγμή. Ο ρόλος δηλαδή του ψυχιάτρου- πραγματογνώμονα δεν είναι να ασκήσει κλινικό έργο, αλλά να «κατασκευάσει» ουσιαστικά το προφίλ του δράστη και να διερευνήσει τον τρόπο δράσης των ατόμων με αυτό το προφίλ (Iudici et al., 2015).

Εκτός όμως από το να τηρείται σωστά η νομική διαδικασία και να υπάρχει τιμωρία του δράστη, είναι σημαντικό η κοινωνία να εστιάσει και στην πρόληψη του εγκλήματος, έτσι ώστε να μην φτάνει κανείς σε τέτοιου είδους ακραίες συμπεριφορές. Ο έγκαιρος εντοπισμός της παραβατικής συμπεριφοράς, η οποία αρκετές φορές ξεκινάει από την παιδική ηλικία, η εκπαίδευση του ιατρικού προσωπικού στην αναγνώριση περιστατικών βίας και κακοποίησης, καθώς και η προσπάθεια εξάλειψης παραγόντων που μπορεί να ενισχύσουν την εγκληματικότητα, πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα.

Τέλος, σημαντική είναι και η ενίσχυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και η δημιουργία μονάδων ψυχικής αποκατάστασης που θα μπορούν να βοηθούν τις οικογένειες να αντιμετωπίσουν περιστατικά βίας και τους δράστες να μπουν σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα, χωρίς να υπάρχει ο φόβος του στίγματος που πολλές φορές συνοδεύει την ψυχική νόσο.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

 

 

Ascher-Svanum, H., Faries, D. E., Zhu, B., Ernst, F. R., Swartz, M. S., & Swanson, J. W. (2006). Medication adherence and long-term functional outcomes in the treatment of schizophrenia in usual care. The Journal of clinical psychiatry67(3), 453–460. https://doi.org/10.4088/jcp.v67n0317

Bell, M. D., & Vila, R. I. (1996). Homicide in homosexual victims: a study of 67 cases from the Broward County, Florida, Medical Examiner’s office (1982-1992), with special emphasis on “overkill”. The American journal of forensic medicine and pathology, 17(1), 65–69. https://doi.org/10.1097/00000433-199603000-00012

Bohnert, M., Hüttemann, H., & Schmidt, U. (2011). Homicides by Sharp Force. Forensic Pathology Reviews, 65–89. doi:10.1007/978-1-59259-921-9_3

Catanesi, R., Mandarelli, G., Ferracuti, S., Valerio, A., & Carabellese, F. (2019). The new Italian residential forensic psychiatric system (REMS). A one-year population study. Rass Ital di Criminol., ;13(Special issue):7–23. https://doi.org/10.7347/RIC-NS2019-p07

Dutton, D., & Kerry, G. (1999). Modus Operandi and Personality Disorder in Incarcerated Spousal Killers. International Journal of Law and Psychiatry22(3-4), 287-299. doi: 10.1016/s0160-2527(99)00010-2

Ericsson, A., & Thiblin, I. (2002). Injuries inflicted on homicide victims — a longitudinal victiminologic study of lethal violence. Forensic Sci Int.;130: 133–139

Espelage, D. L., Cauffman, E., Broidy, L., Piquero, A. R., Mazerolle, P., & Steiner, H. (2003). A cluster-analytic investigation of MMPI profiles of serious male and female juvenile offenders. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry42(7), 770–777. https://doi.org/10.1097/01.CHI.0000046877.27264.F6.

Fazel, S., & Seewald, K. (2012). Severe mental illness in 33,588 prisoners worldwide: systematic review and meta-regression analysis. The British journal of psychiatry: the journal of mental science200(5), 364–373. https://doi.org/10.1192/bjp.bp.111.096370

Henderson, J. P., Morgan, S. E., Patel, F., & Tiplady, M. E. (2005). Patterns of non-firearm homicide. Journal of clinical forensic medicine12(3), 128–132. https://doi.org/10.1016/j.jcfm.2004.10.011

Iudici, A., Salvini, A., Faccio, E., & Castelnuovo, G. (2015). The clinical assessment in the legal field: An empirical study of bias and limitations in forensic expertise. Frontiers in Psychology, 6(NOV), 1–9.

Karakasi, M.-V., Nastoulis, E., Zisopoulos, K., Markopoulou, M., Alexandri, M., Bakirtzis, C., … Pavlidis, P. (2021). Investigating the phenomenon of overkill in Greece: A forensic psychiatric autopsy study between 2005 and 2020. Journal of Forensic and Legal Medicine, 81, 102184. doi: 10.1016/j.jflm.2021.102184

Keppel, R., Weis, J., Brown, K., & Welch, K. (2005). The Jack the Ripper murders: amodus operandi and signature analysis of the 1888-1891 Whitechapel murders. Journal Of Investigative Psychology and Offender Profiling2(1), 1-21. doi: 10.1002/jip.22

Kopacz, P., Bolechala. F., Strona, M., & Konopka, T. (2018). Overkilling cases versus homicide cases in general a preliminary report. Arch Med Sadowei Kryminol., 68(4): 259–265

Last, S. K., &, Fritzon, K. (2005). Investigating the nature of expressiveness in stranger, acquaintance and intrafamilial homicides. Journal of Investigative Psychology and Offender Profiling, 2(3), 179-193.

Martins, T. (2019). Overkill: A First Run Definition. Electronic Theses and Dissertations. Retrieved from https://stars.library.ucf.edu/etd/6530

Nielssen, O., & Large, M. (2010). Rates of homicide during the first episode of psychosis and after treatment: a systematic review and meta-analysis. Schizophrenia bulletin36(4), 702–712. https://doi.org/10.1093/schbul/sbn144

Petroni, G., Mandarelli, G., Marasco, M., Catanesi, R., Tavone, A. M., Potenza, S., … Marella, G. L. (2021). From overkill to beheading: A case report of a schizophrenic matricide. Journal of Forensic Sciences. doi:10.1111/1556-4029.14829 

Radojević, N., Radnić, B., Petković, S., Miljen, M., Čurović, I., Čukić, D., … Savić, S. (2013). Multiple stabbing in sex-related homicides. Journal of Forensic and Legal Medicine, 20(5), 502–507. doi: 10.1016/j.jflm.2013.03.005 

Sadock, B.J., Sadock, V.A., & Ruiz, P. (2015). Kaplan & Sadock’s synopsis of psychiatry: Behavioral sciences/clinical psychiatry (Eleventh edition). Philadelphia: Wolters Kluwer.

Safarik, M. E., & Jarvis, J. P. (2005). Examining Attributes of Homicides. Homicide Studies, 9(3), 183–203. doi:10.1177/1088767905277144

Slović, Ž., Vitosevic, K., Zivkovic-Zaric, R., Mladjenovic, N., & Todorovic, M. (2017). Combined homicide. Racionalna terapija. 9. 47-52. 10.5937/RACTER9-11810.

Solarino, B., Punzi, G., Di Vella, G., Carabellese, F., & Catanesi, R. (2019). A multidisciplinary approach in overkill: Analysis of 13 cases and review of the literature. Forensic Science International298, 402-407. doi: 10.1016/j.forsciint.2019.03.029

Tamsen, F., Logan, F. K., & Thiblin, I. (2015). Homicide Injury Quantification. Homicide Studies, 19(1), 88–100. doi:10.1177/1088767914558142 

Teplin L. A. (1990). The prevalence of severe mental disorder among male urban jail detainees: comparison with the Epidemiologic Catchment Area Program. American journal of public health80(6), 663–669. https://doi.org/10.2105/ajph.80.6.663

Trojan, C., Salfati, C. G., & Schanz, K. (2019). Overkill, we know it when we see it: Examining definitions of excessive injury in homicide research. Journal of Criminal Psychology, 9(2), 61–74.

Trotta, S., Mandarelli, G., Ferorelli, D., & Solarino, B. (2020). Patricide and overkill: a review of the literature and case report of a murder with Capgras delusion. Forensic Science, Medicine and Pathology17(2), 271-278. doi: 10.1007/s12024-020-00314-4

Ανδρέου, Χ. (2020). Διπλωματική εργασία: Εξατομίκευση Ποινής – Περίπτωση Μελέτης Δικαστικών Αποφάσεων της Κύπρου. Νομική Σχολή. Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Ανδρουλάκης, Ν. (1974). Ποινικόν Δίκαιον Ειδικόν Μέρος. Αθήνα- Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλας

Αποστολόπουλος, Α.  και συν. (2018). Κρατούμενοι Ελληνικών φυλακών: Συσχέτιση δημογραφικών και ψυχοκοινωνικών δεδομένων με τα διαπραχθέντα εγκλήματα. Ψυχιατρική (29), σελ. 137-148.

Ασπιώτη, Α. (2018). Διπλωματική εργασία: Ειδικά ζητήματα βρασμού ψυχικής ορμής. Νομική Σχολή. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Γιοβαννούδα, Α.Β. (2015). Η ψυχιατρική–ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη στην ποινική δίκη. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ. 10-48.

Δουζένης, Α. (2010). Η επικινδυνότητα και οι ψυχικές διαταραχές. Παρουσίαση στις  Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις “Επιστήμης Κοινωνία”, 2010: Ψυχική υγεία:  Σύγχρονες προσεγγίσεις – Προβληματισμοί, (Γ Κύκλος Ομιλιών), Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).

Καλαντζής, Ν. (2021). Διπλωματική εργασία: Ελληνική πραγματικότητα και ηλεκτρονική δικαιοσύνη: το στάδιο της προανάκρισης. Τμήμα Διοίκησης επιχειρήσεων. Πανεπιστήμιο Πατρών. https://nemertes.library.upatras.gr/jspui/handle/10889/14463?mode=full

Κοτσαλής, Λ. (1990). Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό. Αθήνα: Σάκκουλας.

Κουκουρά, Α. (2021). Εγκληματολογική Ψυχολογία, Σύνταξη Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης. Academia.edu.

Κριτσέλη, Ε. (2003). Η προκαταρκτική εξέταση: σύγχρονη προσέγγιση του θεσμού (Doctoral dissertation, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Γενικό Τμήμα Δικαίου).

Μαρκοπούλου, Μ. (2015). Διπλωματική Εργασία: Νομικοί περιορισμοί στη θεραπευτική αντιμετώπιση ακαταλόγιστων εγκληματιών (Άρθρο 69ΠΚ)- Κριτική προσέγγιση και προτάσεις για την άρση τους. Ιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σελ. 8-17.

Μαρκοπούλου, Μ. (2021). Διδακτορική Διατριβή: Συγκριτική μελέτη των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών με και χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψύχωσης και διερεύνηση των ηθικών συναισθημάτων και κρίσεων τους. Σχολή Ιατρικής. ΕΚΠΑ. https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2940740

Μπέκας, Γ. (2002).  Εγκλήματα κατά της ζωής και της υγείας. Εκδ. Σάκκουλα.

Μπούτσικα, Ε. Ε. (2012). Διακρίνοντας το «Modus Operandi» και την «Υπογραφή» ενός δράστη στον τόπο του εγκλήματος. Retrieved 18 March 2022, from https://crimeseenblog.wordpress.com/2012/11/24/modus-operandi-signature/

Μπούτσικα, Ε. Ε. (2014). Η έννοια του «Overkill» με αφορμή την κατακρεούργηση 16χρονου αγοριού στα Μέγαρα. Retrieved from https://eglima.wordpress.com/2014/03/29/

Πανούσης, Γ., Δημόπουλος, Λ., & Κασσαδέτης, Δ. (1985). Ειδικά Θέματα Κοινωνιολογίας. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Παπαϊωάννου, Π. (2001). Εγκλήματα Ζηλοτυπίας. εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 121.

Παπαϊωάννου, Π. (2013). Ανθρωποκτόνοι κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή: Το Ελληνικό παράδειγμα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Πατσιαλά, Α. (2021). Διπλωματική Εργασία: Οι ανακριτικές πράξεις σε βάρος του υπόπτου στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Νομική Σχολή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. http://ikee.lib.auth.gr/record/332995/files/GRI-2021-31482.pdf

Τσαλίκογλου, Φ. (1989). Σχιζοφρένεια και Φόνος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 148-149.

Τσάμου, Ε. (2019). Διπλωματική Εργασία: “Μελέτη Ανθρωποκτονιών με βάση το όργανο και το κίνητρο του εγκλήματος κατά τη πενταετία 2013-2018 σύμφωνα με τα αρχεία του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών”. Ιατρική Σχολή. ΕΚΠΑ.

 Φύσσα, Α. (2010). Διπλωματική εργασία: Ο καταλογισμός στον Ποινικό Κώδικα και στη Νομολογία. Νομική Σχολή, σελ. 11-14.

Φυτράκης, Ε. (2016). Ψυχιατρική κράτηση: «Μία φυλακή χωρίς ποινή και δικαστή». Στο Κοσμάτος, Κ., Φυτράκης, Ε., Μαρκοπούλου, Μ., & Σεβρής, Δ. (2016). Περιοριστικά μέτρα στη σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση των ψυχικά πασχόντων. Εκδόσεις Σάκκουλας.

Χιόνης, Δ., & Τζίφα, Γ. (2010). Άρρωστος ή/και φονιάς; Εργαστήριο Ποινικών και εγκληματολογικών ερευνών, 16. Διαθέσιμο στο https://theartofcrime.gr/old/oldartofcrime/old.theartofcrime.gr/index6992.html?pgtp=1&aid=1290171397 

Χαραλαμπάκης, Α. (2014). Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ ́ άρθρο. Νομική Βιβλιοθήκη.

Χωραφάς, Ν., (1978). Ποινικόν Δίκαιον (9η έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα.

Άρθρα Ποινικού Κώδικα

https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/n-4619-2019/arthro-299-poinikos-kodikas-nomos-4619-2019

 

Πολιτική Απορρήτου
Privacy & Cookies policy
Cookie name Active
eu_cookies_bar
eu_cookies_bar_block
Πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων του παρόντος δικτυακού τόπου 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (εφεξής η «Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων» ή «ΠΠΠΔ») αφορά στον δικτυακό τόπο της Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων(ΕΠΜΔ). Η ΕΠΜΔ είναι δημιουργός και δικαιούχος όλων των δικαιωμάτων του παρόντος δικτυακού τόπου (εφεξής «ο δικτυακός τόπος») με όνομα χώρου («domain name»): https://vimapoinikologwn.gr/. Η ΕΠΜΔ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Για τον λόγο αυτό έχει εκπονήσει την παρούσα Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προκειμένου να ενημερώσει τους χρήστες σχετικά με τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών τους δεδομένων, τα οποία συλλέγονται στο πλαίσιο λειτουργίας του παρόντος δικτυακού τόπου. Ο δικτυακός τόπος περιλαμβάνει συνδέσμους («links») προς άλλους δικτυακούς τόπους, οι οποίοι βρίσκονται υπό την ευθύνη τρίτων. 2. ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (Σημ.: Οι ορισμοί ακολουθούν το άρ. 4 του ΓΚΠΔ) Προσωπικά Δεδομένα: κάθε πληροφορία μέσω της οποίας είναι ταυτοποιήσιμο ή μπορεί να ταυτοποιηθεί ένα φυσικό πρόσωπο («Υποκείμενο των δεδομένων»). Υπεύθυνος επεξεργασίας: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω, το Ίδρυμα επιτελεί ρόλο Υπευθύνου Επεξεργασίας. Εκτελών την επεξεργασία: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του Υπευθύνου Επεξεργασίας. Υποκείμενο Προσωπικών Δεδομένων: το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου. Eν προκειμένω, Υποκείμενα των δεδομένων είναι οι χρήστες του δικτυακού τόπου. «Αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες. 3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΝΟΜΑ 4. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Για οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων μπορείτε να επικοινωνείτε με τον Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων της ΕΠΜΔ στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: epmdikigoron@gmail.com . 5. ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Όταν ο χρήστης επισκέπτεται τον δικτυακό τόπο της ΕΠΜΔ και εφ’ όσον: 1. αλληλεπιδρά με αυτόν, 2. πραγματοποιεί είσοδο στην «περιοχή μελών της ΕΠΜΔ χρησιμοποιώντας όνομα λογαριασμού και κωδικό πρόσβασης 3. πραγματοποιεί εγγραφή στο ενημερωτικό δελτίο(newsletter), 4. συμπληρώνει πρότυπες σελίδες (φόρμες), συλλέγονται δεδομένα του προσωπικού χαρακτήρα. Οι σκοποί των επεξεργασιών που διενεργούνται στο πλαίσιο λειτουργίας του δικτυακού τόπου, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και οι αντίστοιχες νομικές βάσεις περιγράφονται ακολούθως: 1. Επικοινωνία φυσικών προσώπων με την ΕΠΜΔ μέσω πρότυπης σελίδας (φόρμας) Στις περιπτώσεις που επικοινωνείτε  με την ΕΠΜΔ μέσω πρότυπης σελίδας (φόρμας επικοινωνίας), επεξεργαζόμαστε τα ακόλουθα προσωπικά σας δεδομένα: 1. Ονοματεπώνυμο, 2. Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου («email»), 3. Οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο περιλαμβάνεται στο μήνυμά σας. Η νομική βάση της επεξεργασίας εξαρτάται από τη φύση – το αντικείμενο του μηνύματός σας και είναι η συμμόρφωση με τις έννομες υποχρεώσεις της ΕΠΜΔ, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και η υποστήριξη των μελών του κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (αρ. 6 παρ. 1 περ. γ και ε ΓΚΠΔ, Ν. 4194/2013). Σε περίπτωση που στο αίτημά σας περιλαμβάνονται και προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγορικών, η νομική βάση της επεξεργασίας είναι το αρ. 9 περ. 2 περ. ε ΓΚΠΔ. Πρόσβαση στα προσωπικά σας δεδομένα έχουν τα αρμόδια Τμήματα της  ΕΠΜΔ, προκειμένου να απαντήσουν στο αίτημά σας. Τα προσωπικά σας δεδομένα διατηρούνται μέχρι τη διεκπεραίωση του ζητήματος στο οποίο αφορά το μήνυμά σας, εκτός εάν διάταξη νόμου προβλέπει περαιτέρω αποθήκευση ή εάν τα δεδομένα είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη των νομικών αξιώσεων της ΕΠΜΔ. 2. Επικοινωνία μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Στις περιπτώσεις που απευθύνετε κάποιο μήνυμα στο Ίδρυμα μέσω των αναρτημένων στον δικτυακό τόπο διευθύνσεων, επεξεργαζόμαστε τα ακόλουθα προσωπικά σας δεδομένα: 1. Ονοματεπώνυμο, 2. Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου («email»), 3. Οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο περιλαμβάνεται στο μήνυμά σας. Η νομική βάση της επεξεργασίας εξαρτάται από τη φύση – το αντικείμενο του μηνύματός σας και είναι η συμμόρφωση με τις έννομες υποχρεώσεις της ΕΠΜΔ, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και η υποστήριξη των μελών του κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (αρ. 6 παρ. 1 περ. γ και ε ΓΚΠΔ, Ν. 4194/2013). Σε περίπτωση που στο αίτημά σας περιλαμβάνονται και προσωπικά δεδομένα ειδικών κατηγορικών, η νομική βάση της επεξεργασίας είναι το αρ. 9 περ. 2 περ. ε ΓΚΠΔ. Πρόσβαση στα προσωπικά σας δεδομένα έχουν τα αρμόδια Τμήματα της ΕΠΜΔ, προκειμένου να απαντήσουν στο αίτημά σας. Τα προσωπικά σας δεδομένα διατηρούνται μέχρι τη διεκπεραίωση του ζητήματος στο οποίο αφορά το μήνυμά σας, εκτός εάν διάταξη νόμου προβλέπει περαιτέρω αποθήκευση ή εάν τα δεδομένα είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση και υποστήριξη των νομικών αξιώσεων της ΕΠΜΔ.   3.  Αποστολή ενημερωτικού δελτίου (newsletter) Σε  περίπτωση που επιλέξετε να εγγραφείτε στο «Newsletter» της ΕΠΜΔ, θα επεξεργαστούμε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σας (email). Σκοπός της επεξεργασίας είναι η αποστολή των ενημερώσεων της ΕΠΜΔ. Η νομική βάση της επεξεργασίας είναι η συγκατάθεσή σας (άρ. 6 παρ. 1(α) ΓΚΠΔ). Η αποστολή του ενημερωτικού δελτίου γίνεται μέσω του λογισμικού της εταιρείας Sitecore, η οποία διενεργεί την επεξεργασία για λογαριασμό της ΕΠΜΔ (Εκτελούσα την επεξεργασία) και έχει πρόσβαση στους καταλόγους με τις διευθύνσεις των παραληπτών. Διατηρούμε τα προσωπικά σας δεδομένα για όσο χρονικό διάστημα παραμένετε εγγεγραμμένοι στη λίστα αποδεκτών μας και τα διαγράφουμε σε περίπτωση ανάκλησης της συγκατάθεσής σας 4. Περαιτέρω, με αυτοματοποιημένο τρόπο μπορεί να συλλεχθούν πληροφορίες όπως: * η διαδικτυακή διεύθυνση του χρήστη (IP address). Η διεύθυνση ΙΡ καθορίζεται από τον πάροχο της σύνδεσης μέσω της οποίας ο επισκέπτης / χρήστης έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και στη συνέχεια στον δικτυακό τόπο. Η διεύθυνση ΙΡ και λοιπά στοιχεία που ενδέχεται να συναχθούν μέσω αυτής (επί παραδείγματι η τοποθεσία του χρήστη - σε επίπεδο πόλης) διατηρούνται μόνον υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, * ο τύπος του προγράμματος περιήγησης (browser) και το λειτουργικό σύστημα, * οι δικτυακοί τόποι και συνδέσεις τις οποίες επιλέγει o χρήστης (με «κλικ») εντός σελίδας του δικτυακού τόπου, * οι βασικές πληροφορίες σύνδεσης με τον εξυπηρετητή, * οι πληροφορίες που συλλέγονται μέσω λογισμικού όπως “HTML cookies”, “Flash cookies”, “web beacons” και άλλων παρόμοιων τεχνολογιών. 5. ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ – ΚΟΙΝΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τα προσωπικά σας δεδομένα δεν διαβιβάζονται σε τρίτους, εξαιρουμένου του παρόχου υπηρεσιών ανάπτυξης, υποστήριξης και φιλοξενίας του δικτυακού τόπου. O εν λόγω πάροχοw (Εκτελούντες την Επεξεργασία) έχει παράσχει συμβατικώς εγγυήσεις για την προστασία των προσωπικών σας δεδομένων. Τα δεδομένα αποθηκεύονται σε εξυπηρετητές. 6. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Η ΕΠΜΔ διευκολύνει την άσκηση των κάτωθι δικαιωμάτων. Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων κατά τα ανωτέρω από την ΕΠΜΔ μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στη διεύθυνση epmdikigoron@gmail.com Στην ίδια διεύθυνση μπορείτε να ασκήσετε τα εξής δικαιώματα: 1. Δικαίωμα πρόσβασης: έχετε δικαίωμα να μάθετε αν επεξεργαζόμαστε την εικόνα σας και, εφόσον αυτό ισχύει, να λάβετε αντίγραφο αυτής. 2. Δικαίωμα διόρθωσης: έχετε το δικαίωμα να μας ζητήσετε να διορθώσουμε ανακριβή σας δεδομένα ή να συμπληρώσουμε ελλιπή δεδομένα 3. Δικαίωμα περιορισμού: έχετε δικαίωμα να μας ζητήσετε να περιορίσουμε την επεξεργασία, όπως για παράδειγμα να μη διαγράψουμε δεδομένα τα οποία θεωρείτε απαραίτητα για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων. 4. Δικαίωμα εναντίωσης: έχετε δικαίωμα να αντιταχθείτε στην επεξεργασία. 5. Δικαίωμα διαγραφής: έχετε δικαίωμα να ζητήσετε να διαγράψουμε δεδομένα σας. 6. Δικαίωμα ανάκλησης της συγκατάθεσης: ειδικά ως προς την αποστολή σε εσάς του ενημερωτικού δελτίου, έχετε επιπλέον το δικαίωμα να ανακαλέσετε τη συγκατάθεσή σας. 7. Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή: Αν θεωρείτε ότι είστε δυσαρεστημένοι από τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τα προσωπικά σας δεδομένα, μπορείτε να υποβάλετε καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων: https://www.dpa.gr/polites/katagelia_stin_arxi. Η ΕΠΜΔ δεν διενεργεί αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων. 7. Τροποποίηση της παρούσας πολιτικής Η ΕΠΜΔ διατηρεί το δικαίωμα, όταν το κρίνει σκόπιμο, να τροποποιεί την παρούσα Πολιτική, είτε εν όλω είτε εν μέρει, και να αναρτά την τροποποίηση αυτή στον παρόντα δικτυακό τόπο. Οποιαδήποτε τροποποίηση στην παρούσα θα ισχύει αμέσως μόλις αυτή αναρτηθεί στον δικτυακό τόπο. Συνιστάται στους χρήστες να συμβουλεύονται την παρούσα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να είναι βέβαιοι ότι έχουν υπ’ όψιν τους την πιο πρόσφατη έκδοσή της.
Save settings
Cookies settings